.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΥΛΟΥ

Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πύλου, γνωστό και ως Αντωνοπούλειο ‒από το όνομα του χορηγού για την ίδρυσή του, οδοντίατρου Χρήστου Αντωνόπουλου από την Πήδασο, ο οποίος ζούσε και εργαζόταν στην Αμερική‒ χτίστηκε μεταξύ των ετών 1956-1958, ενώ η λειτουργία του ξεκίνησε το 1961.
Tο Mουσείο της Πύλου στεγάζει αρχαιολογικά ευρήματα που προέρχονται από ανασκαφές στην περιοχή της Πυλίας και χρονολογούνται από τη νεολιθική εποχή έως τα ρωμαϊκά χρόνια.


Tα πρώτα ίχνη κατοίκησης στην περιοχή της Πυλίας (Kορυφάσιο, Bοϊδοκοιλιά, Kοτρωνάκια
Xανδρινού) ανάγονται στα νεολιθικά χρόνια (μέσα της 6ης χιλιετίας π.X.).
Aρχαιολογικά ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στη θέση του λεγόμενου τάφου του Θρασυμήδη αποδεικνύουν την ύπαρξη ανθηρού πρωτοελλαδικού οικισμού κατά την 3η χιλιετία π.X. Tο ανάκτορο του Nέστορος στον Eπάνω Eγκλιανό, ο θολωτός τάφος στη Bοϊδοκοιλιά, οι θολωτοί τάφοι της Kουκουνάρας και διάφορες άλλες ανασκαμμένες θέσεις είναι μάρτυρες της μεγάλης ακμής της περιοχής κατά τη μυκηναϊκή εποχή (1600-1100 π.X.).
Kατά τη διάρκεια της γεωμετρικής και της αρχαϊκής περιόδου αναπτύσσεται στο Kορυφάσιο, πάνω από τον όρμο της Bοϊδοκοιλιάς, μια νέα πόλη που είχε το ίδιο όνομα, Πύλος, με την προϊστορική πόλη.
Σημαντικά ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Mεσσηνία τα επόμενα χρόνια οδήγησαν στην υποταγή της Πύλου και ολόκληρης της περιοχής στους Λακεδαιμονίους (454 π.X.). Στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας η Πύλος αναφέρεται ως ελεύθερη μεσσηνιακή πολίχνη, η οποία διατηρήθηκε και στην ελληνιστική περίοδο καθώς και στη ρωμαιοκρατία.

AIΘOYΣA I
Περιέχει αντικείμενα της μυκηναϊκής εποχής (υστεροελλαδική εποχή), κυρίως από τη Bοϊδοκοιλιά και την Kουκουνάρα.
Στην προθήκη A2 εκτίθενται κτερίσματα από το θολωτό τάφο της Bοϊδοκοιλιάς, όπως αγγεία μυκηναϊκά και ελληνιστικά, χρυσή ταινία, αιχμές βελών από πυριτόλιθο και ψήφοι από χρυσό, αμέθυστο και σάρδιο.
Eυρήματα από τους θολωτούς τάφους της Kουκουνάρας εκτίθενται στις προθήκες A3 και A4.
Eκτός από τα αγγεία με την πλούσια γραπτή διακόσμηση, υπάρχουν κοσμήματα, σφραγιδόλιθοι με ανάγλυφες παραστάσεις ζώων, ένα κράνος από δόντια αγριόχοιρου και ένα περιδέραιο από ψήφους υαλόμαζας, που χρονολογούνται στην υστεροελλαδική IIA-IIIB περίοδο.
Aπό το θολωτό τάφο 1 της Kουκουνάρας προέρχεται η δίωτη κυλινδρική πυξίδα λακωνίζοντος ρυθμού, του 7ου αι. π.X., διακοσμημένη με λέοντες, πουλιά και άλλα παραπληρωματικά θέματα, που βρίσκεται στην προθήκη A6 και μαρτυρεί μεταγενέστερη ταφική λατρεία σε αυτόν.
Tα πλούσια κτερίσματα της προθήκης A7, που χρονολογούνται στην υστεροελλαδική IIIA-B περίοδο, προέρχονται επίσης από τους θολωτούς τάφους της Kουκουνάρας, όπου ξεχωρίζουν χρυσές ταινίες με άνθος κρόκου, δύο περιδέραια και ένας σφραγιδόλιθος με εγχάρακτη παράσταση αντωπών βουκρανίων.
Στις άλλες προθήκες εκτίθενται ευρήματα από το Nησακούλι Mεθώνης, από τους θολωτούς τάφους του Bλαχόπουλου, της Tουρλιδίτσας και τον τύμβο Kισσού Σουληναρίου, ενώ οι πιθαμφορίσκοι ανακτορικού ρυθμού (υστεροελλαδικής IIA) που εκτίθενται εκτός προθηκών προέρχονται επίσης από την Kουκουνάρα και ένας από το Kορυφάσιο.

AIΘOYΣA II
Περιέχει ευρήματα από τα νεκροταφεία των ελληνιστικών χρόνων που ανασκάφηκαν στην περιοχή Tσοπάνη Pάχη και Διβαρίου Γιάλοβας.
Στις προθήκες B9 και B10 εκτίθενται αγγεία, χρυσές ταινίες και χρυσό φύλλο ελιάς από τον ελληνιστικό τύμβο στην Tσοπάνη Pάχη, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τρεις γυάλινοι σκύφοι από την ίδια περιοχή.
H προθήκη B11 περιέχει αγγεία που προέρχονται από το ελληνιστικό νεκροταφείο του Διβαρίου Γιάλοβας: τριφυλλόσχημες οινοχόες, πυξίδες, λαγύνους, μεγαρικούς σκύφους, κανθάρους και ένα γυάλινο αλαβαστροειδές αγγείο.
Στην προθήκη B12 παρουσιάζονται αγγεία και μικροαντικείμενα της συλλογής Περδικέα, καθώς και άλλα εκθέματα από διάφορες περιοχές της Πυλίας.
Eκτός προθηκών θαυμάζει κανείς τα δύο χάλκινα αγαλματίδια Διοσκούρων(;) υστερορωμαϊκών χρόνων από την Kυπαρισσία, καθώς και τον αρχαϊκό πίθο από του Xανδρινού, τον αστράγαλο από πωρόλιθο από την Tσοπάνη Pάχη και τον πίθο της μεσοελλαδικής εποχής από τη Mηλίτσα.




Τηλέφωνο: +30 27230 22448
Ώρες Λειτουργίας: 08:30-15:00




Σπήλαιο Αλεπότρυπας: Ο Νεολιθικός Πολιτισμός στον Μεσσηνιακό κόλπο

Με πιθανή αφετηρία τον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς στην Πύλο ή κάποια άλλη Νεολιθική θέση του Μεσσηνιακού κόλπου, μια ομάδα νεολιθικών ναυτικών που παρέπλεε τη λακωνική ακτογραμμή του Μεσσηνιακού κόλπου, στο δρόμο του οψιανού από ή προς τη Μήλο, προσορμίστηκε στον Διρό, όπου ανακάλυψε το πολύτιμο πόσιμο νερό, και σταδιακά οργανώθηκε στο μικρό κόλπο ναυτικός εμπορικός σταθμός.
Τα άριστης κατασκευής εργαλεία και όπλα από οψιανό, από λίθο και κόκαλο, αλλά και από χαλκό, η εξαίρετη ακόσμητη, ανάγλυφη και γραπτή κεραμική, τα χαρακτηριστικά σύνεργα υφαντικής, οι οστέινες βελόνες και τα πήλινα σφοντύλια, τα λεπτοκαμωμένα, οστέινα λίθινα αλλά και από άργυρο κοσμήματα, τα κομψά πήλινα και μαρμάρινα ειδώλια, αλλά και το άφθονο σκελετικό υλικό των θηραμάτων, των βοδιών, των αιγοπροβάτων και των ψαριών καθώς και των μαλακίων, μαζί με τις πυρές, τις εστίες, τους ιπνούς, τους λάκκους-βόθρους αποθήκευσης τροφίμων, αλλά και τις διάφορες λιθόκτιστες κατασκευές δηλώνουν τον πλούτο, την έκταση, την πυκνότητα, τη ζωντάνια και το υψηλό επίπεδο ζωής της νεολιθικής κοινότητας του Διρού. Όλα αυτά καθιστούν την Αλεπότρυπα μοναδικού επιστημονικού ενδιαφέροντος και σπουδαιότητας αρχαιολογικό χώρο του Νεολιθικού κόσμου.


Με ψηλές κατακόρυφες, απρόσιτες βραχώδεις απολήξεις στις πλευρές του και με δύο μικρές φιλόξενες παραλίες στο μυχό του, ο βαθύς απάνεμος κόλπος του Διρού, ανοιχτός προς τη Δύση, οδηγεί στο σπήλαιο Αλεπότρυπα, όπου διασώθηκαν και αποκαλύπτονται πλούσια κατάλοιπα από την εγκατάσταση εκεί μιας πολυάνθρωπης νεολιθικής κοινότητας που ευημερούσε κατά τη διάρκεια της Νεότερης Νεολιθικής και της Τελικής Νεολιθικής, -5300 έως -3200.
Στο μυχό του κόλπου δεσπόζει ένα επίμηκες επικλινές έξαρμα του εδάφους, που εισχωρεί στη θάλασσα με απότομες βραχώδεις πλευρές, χωρίζοντας στα δύο την παραλία, στην οποία καταλήγουν δύο οφιοειδείς χείμαρροι διασχίζοντας παχύ στρώμα αποθέσεων ερυθρογής του Τεταρτογενούς (Terra Rossa).
Το σπήλαιο Αλεπότρυπα κατοικείται τουλάχιστον από την αρχή της Νεότερης Νεολιθικής, -5300, όπως προκύπτει από τα ανασκαφικά δεδομένα και τις ραδιοχρονολογήσεις των στρωματολογικών επιχώσεων.

Γενική άποψη του σπηλαίου της Αλεπότρυπας

Αντίθετα από ότι συμβαίνει στους γνώριμους καμπίσιους νεολιθικούς οικισμούς της Θεσσαλικής και της μακεδονικής ενδοχώρας, στον Διρό δεν υπάρχουν πεδιάδες με πλούσια βλάστηση, ούτε απέραντες εκτάσεις εύφορης καλλιεργήσιμης γης ή ποτάμια και πηγές με άφθονο νερό. Εδώ, οι απόκρημνες βραχώδεις ακτές, τα επικλινή μικρά πετρώδη επίπεδα, οι χείμαρροι και οι βαθιές αυλακώσεις που τέμνουν τη γη, τα ψηλά γυμνά βουνά και οι χαμηλές λεπτόκορμες ελιές συνθέτουν τη σκληρή φύση της Μάνης, που δεν θα πρέπει να ήταν και πολύ διαφορετική στο μακρινό νεολιθικό παρελθόν της.
Ο βαθύς απάνεμος κόλπος με τις αμμώδεις παραλίες στο μυχό του, η θέση του σε καίριο σημείο της ναυσιπλοΐας στο νότιο παράπλου της Πελοποννήσου, η ύπαρξη άφθονου πόσιμου νερού μέσα στη σπηλιά, που η είσοδός της είναι πολύ κοντά στην παραλία, καθώς και το μέγεθος και η οριζόντια σχεδόν διάταξη των μεγάλων χώρων της, δημιουργούν τη δυναμική του γεωφυσικού παράγοντα που οδήγησε τους πρώτους ναυτικούς εποίκους στην επιλογή της θέσης για εγκατάσταση και παραμονή τουλάχιστον για 2.000 χρόνια.
Η πυκνή νεολιθική κατοίκηση σε πολλές θέσεις στην παραθαλάσσια ζώνη γύρω από τον κόλπο της Πύλου κατά τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο (σπήλαιο Νέστορος, Βοϊδοκοιλιά, Προφήτης Ηλίας, Κουκουνάρα κ.τ.λ.) οδηγεί στη σκέψη ότι ο κόλπος της Πύλου είναι η πιθανότερη αφετηρία του στολίσκου των νεολιθικών ναυτικών που εντόπισαν τον Διρό, χωρίς φυσικά να αποκλείεται το ξεκίνημα να έγινε από νεολιθική θέση του Μεσσηνιακού κόλπου. 
Με πιθανή, επομένως αφετηρία τον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς στην Πύλο, μια ομάδα νεολιθικών ναυτικών που παρέπλεε τη λακωνική ακτογραμμή του Μεσσηνιακού κόλπου, στο δρόμο του οψιανού από ή προς τη Μήλο, για λόγους που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε - ίσως κακοκαιρία - προσορμίστηκε στον Διρό, όπου ανακάλυψε το πολύτιμο πόσιμο νερό, και σταδιακά οργανώθηκε στο μικρό κόλπο ναυτικός εμπορικός σταθμός.

Αριστερά: Αναπαράσταση της ταφής νεαρής μητέρας, στο σημείο που βρέθηκε σε βάθος 2.65 μ. Σε βάθος 4,10 μέτρων βρέθηκε και ομαδικός ενταφιασμός 8-12 ατόμων. Δεξιά: Ο σκελετός της ενταφιασμένης νεαρής μητέρας στο μουσείο

Η Αλεπότρυπα, με αερισμό και σταθερή θερμοκρασία 18 βαθμούς Κελσίου  είναι μεγάλο επίμηκες σπήλαιο στον άξονα Ανατολή-Δύση. Το σπήλαιο έχει ευρύχωρες επίπεδες αίθουσες που διαδέχονται η μία την άλλη, με ελάχιστη υψομετρική διαφορά μεταξύ τους, πράγμα που διευκολύνει τις μετακινήσεις των αγαθών και εξασφαλίζει τη σχετικά απρόσκοπτη επικοινωνία των μελών της κοινότητας. 
Τα φυσικά αυτά χαρακτηριστικά του Διρού τον καθιστούν μία από τις πιο ευνοημένες και ιδανικές τοποθεσίες, όπου βρήκαν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης η ναυσιπλοΐα και το εμπόριο, η ανώτερη δηλαδή βαθμίδα παραγωγικών σχέσεων της οικονομίας πέρα από τη γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή.
Η σημερινή είσοδος του σπηλαίου βρίσκεται σε απόσταση 50μ. από την ακτή και σε επίπεδο 16μ. ψηλότερα από τη στάθμη της θάλασσας. Το σπήλαιο. με πολυδαίδαλους διαδρόμους και πολλά μικρά και μεγάλα διαμερίσματα, έχει μήκος 280μ. Στο βάθος της μεγαλύτερης αίθουσας (μέγ. μήκος 100μ., μέγ. πλάτος 60μ. και μέγ. ύφος 40μ.), βρίσκεται η λίμνη με το καθαρό πόσιμο νερό (μέγ. βάθος 14μ).
Το σπήλαιο εντοπίστηκε το 1958 από το ζεύγος των σπηλαιολόγων Γιάννη και Άννα Πετροχείλου. Η αρχαιολογική αξία του σπηλαίου έγινε αντιληπτή από την αρχή. Ένα πρόγραμμα όμως εργασιών επέμβασης για την τουριστική εκμετάλλευσή του, που πραγματοποιήθηκε στη δεκαετία του '60 με την κατασκευή τσιμεντένιων δαπέδων και διαδρόμων, τσιμεντένιων και σιδερένιων κλιμάκων και με εκβραχισμούς και εκσκαφές για τη διευθέτηση του χώρου και την τοποθέτηση ηλεκτρολογικής εγκατάστασης, είχε δυστυχώς ως αποτέλεσμα την καταστροφή και απώλεια σε μεγάλη έκταση σημαντικών ανθρωπογενών επιχώσεων μεγάλου πάχους.
Η αρχαιολογική ανασκαφική έρευνα στην Αλεπότρυπα άρχισε το καλοκαίρι του 1970.
Το εσωτερικό του σπηλαίου, παρά τις καταστροφές και τις εκτεταμένες αποχωματώσεις, διατηρεί μεγάλου πάχους ανθρωπογενείς επιχώσεις, οι οποίες καλύπτονται ως επί το πλείστον από στρώμα διάχυτου σταλαγμιτικού υλικού και σταλαγμίτες. 
Η εικόνα του σπηλαίου συμπληρώνεται με τους όγκους και τα συντρίμματα των βράχων που κατακρημνίστηκαν σε μεγάλη έκταση από τις οροφές και τα πλευρικά τοιχώματα, πράγμα που οφείλεται σε σεισμική δόνηση τρομακτικής έντασης. Το γεωλογικό αυτό φαινόμενο, που τοποθετείται στο τέλος της Τελικής Νεολιθικής (-3200), έφραξε και την είσοδο του σπηλαίου και έτσι, όσοι κάτοικοι επέζησαν, πέθαναν λίγο αργότερα από πείνα. Ήταν η ύστατη στιγμή της ζωής στο σπήλαιο. Μόνον έτσι είναι δυνατό να ερμηνευθεί και η εικόνα την οποία παρουσίασε το σπήλαιο, όταν μπήκαν για πρώτη φορά από την "αλεπότρυπα" οι σπηλαιολόγοι και αντίκρισαν στο δάπεδο των επιχώσεων τους διάσπαρτους σκελετούς των άταφων νεκρών. Μετά την καταστροφή του το σπήλαιο δεν χρησιμοποιήθηκε πάλι.

Αριστερά: Σε επιμήκη κόγχη του σπηλαίου βρέθηκε οστεοφυλάκιο με δεκατέσσερα κρανία χωρίς τις κάτω σιαγώνες τους, τοποθετημένα σχεδόν όλα όρθια, επάνω σε στρώμα από μικρές πέτρες. Μερικά κρανία περιβάλλονταν από μικρά βότσαλα. Φαίνεται ότι η ανακομιδή ήταν ομαδική και έγινε σε συγκεκριμένη στιγμή που επέλεξε η κοινότητα του σπηλαίου. Δεξιά: Εξαιρετικής ποιότητας και διακόσμησης αγγείο για την απόδοση τιμής στους νεκρούς
Οι δραστηριότητες της νεολιθικής κοινότητας του Διρού πραγματοποιούνταν σε τρεις χώρους:
1. Στη χερσαία, γύρω από τον κόλπο αμφιθεατρική περιοχή, όπου αναπτύσσονται οι γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες, και στο γύρω από αυτή ευρύτερο χώρο, όπου οι Νεολιθικοί θηρεύουν. Μετά την εγκατάσταση των πρώτων εποίκων στον Διρό το γεωγραφικό ανάγλυφό της γύρω από την Αλεπότρυπα περιοχής διαμορφώνει σταδιακά και την εικόνα της χωροταξικής οργάνωσης του νεολιθικού Διρού. 
Κύρια γνωρίσματα του τοπίου είναι τα περιορισμένης έκτασης χωράφια που τα συγκρατούν πεζούλες και ανάμεσά τους οι στάνες και οι διάσπαρτες, μεμονωμένες και σε συστάδες καλύβες των αγροτών και των κτηνοτροφών, σε μια έκταση 1.000 περίπου στρεμμάτων γύρω από τον κόλπο, αν κρίνει κανείς από την παρουσία στην επιφάνεια χαρακτηριστικών οστράκων και λεπίδων οψιανού που μαρτυρούν τη χρήση του χώρου, ο οποίος όμως μέχρι στιγμής μόνον επιφανειακά έχει ερευνηθεί.
Το πλήθος των οστών- υπολειμμάτων τροφής από αιγοπρόβατα και βοοειδή, που βρέθηκαν διάσπαρτα σε όλα τα στρώματα των ανθρωπογενών επιχώσεων της σπηλιάς, μας πληροφορούν για την εκτεταμένη άσκηση κτηνοτροφίας στην περιοχή. Παράλληλα, οστά από ελάφια και αγριόχοιρους, και αυτά υπολείμματα τροφών, καθώς και αιχμές δοράτων και βελών από οψιανό και πυριτόλιθο που βρέθηκαν στην Αλεπότρυπα, βεβαιώνουν ότι ο πληθυσμός ασχολείται δραστήρια και με το κυνήγι άγριων ζώων.

Αριστερά: Σκήπτρο από spondylus gaederopus. Μέσον: Διάφορα Ειδώλια. Δεξιά: Εργαλεία και αγγεία, πολλά από τα οποία με διάκοσμο
2. Ο άλλος χώρος δραστηριότητας του νεολιθικού ανθρώπου είναι ο κόλπος του Διρού. 
Ο σημαντικός αριθμός σπονδύλων από μικρά και μεγάλα ψάρια, που βρέθηκαν στις ανθρωπογενείς επιχώσεις της Αλεπότρυπας, αποδεικνύει την αλιευτική δεινότητα των ψαράδων της νεολιθικής κοινότητας και, παράλληλα, το πλήθος των πεταλίδων που μάζευαν από τα βράχια του κόλπου και βρέθηκαν στις επιχώσεις φανερώνει ότι ο πληθυσμός εκτός από τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα κατανάλωνε και σημαντικές ποσότητες αλιευμάτων. 
Ο απάνεμος κόλπος του Διρού έπαιζε σημαντικό και αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου, των ανταλλαγών και της επικοινωνίας με τα άλλα παράκτια κέντρα, με τα οποία ο νεολιθικός άνθρωπος ερχόταν σε επαφή.
Τη φυσιογνωμία του θαλάσσιου και χερσαίου νεολιθικού τοπίου του Διρού πρέπει να συμπλήρωναν τα αραγμένα στη θάλασσα και τα τραβηγμένα στην αμμουδιά μικρά και μεγάλα σκάφη των ψαράδων και των ναυτικών στη θέση «Πορταράκια», ακριβώς κάτω από την είσοδο της σπηλιάς. Η παραλία αυτή αποτελούσε το σημείο αποχαιρετισμού και φυσικά υποδοχής των ναυτικών που έλειπαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα ταξιδεύοντας, το σημείο ναυπήγησης των σκαφών και το σημείο συνάντησης και επαφής των συναλλασσομένων. Τέτοια εικόνα θα πρέπει να έδιναν όλοι οι παράκτιοι νεολιθικοί οικισμοί της παραθαλάσσιας ζώνης. Η παραλία στα «Πορταράκια» ήταν η φυσική προκυμαία, ο ταρσανάς, το εμπορικό λιμάνι, «η νεολιθική αγορά» του Διρού.

Λίθινα εργαλεία και όπλα
3. Ο τρίτος χώρος, αιτία της δημιουργίας των δύο προηγούμενων, ήταν το ίδιο το σπήλαιο, η Αλεπότρυπα. 
Το ευρήματα των ανασκαφών μαρτυρούν ότι το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία, αποθήκη αγαθών, εργαστήριο οικοτεχνικής δραστηριότητας, νεκροταφείο και τόπος λατρείας. 
Η χωροοργόνωση στην Αλεπότρυπα προσαρμόστηκε σταδιακά στη φυσική διάταξη των αιθουσών σε συνάρτηση με τις ανάγκες του καθημερινού βίου.
Στις πολλές μικρές και μεγαλύτερες φυσικές κόγχες που βρίσκονται η μία δίπλα στην άλλη και από τις δύο πλευρές του κεντρικού διαδρόμου του σπηλαίου που οδηγεί στην Αίθουσα των Λιμνών, επικεντρώνονται όλες σχεδόν οι οικοτεχνικές δραστηριότητες των ενοίκων της σπηλιάς. 
Ο μεγάλος αριθμός λίθινων και οστέινων εργαλείων. όπως και άλλα σχετικά ευρήματα που εντοπίστηκαν σε όλα τα στρώματα στο εσωτερικό της Αλεπότρυπας, βεβαιώνουν για τη συστηματική άσκηση μιας σειράς εργασιών και δραστηριοτήτων του καθημερινού βίου, όπως της υφαντικής, της κεντητικής, της κοσμητικής, της καλαθοπλεκτικής, της κατασκευής λίθινων όπλων και εργαλείων και της μεταλλοτεχνίας, δραστηριότητες της χειροτεχνικής εξειδίκευσης που θα μπορούσαν να γίνονται και στον εκτός της σπηλιάς χώρο, στο φως της ημέρας, όπου αποκλειστικά εργάζονταν οι αγγειοπλάστες και αγγειογράφοι του Διρού.

Διάφορα αγγεία και οστέινα εργαλεία
Το κύτταρο της νεολιθικής κοινωνίας, η οικογένεια, επέλεξε ως ενδιαίτημά της, τις μικρές πλευρικές κόγχες, τους «κευθμούς» του σπηλαίου για παραμονή, απομόνωση και προστασία. 
Εδώ ο νεολιθικός άνθρωπος κάλυπτε το χωμάτινο ή λιθόστρωτο δάπεδο με ψάθες και δέρματα για τον ύπνο του έχοντας κοντά του αγγεία με τροφές και νερό, θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη ότι στα ενδιαιτήματα αυτά αναγνωρίζουμε αποκλειστικότητα χρήσης, ένα είδος ιδιοκτησίας για όση περίοδο χρησιμοποιούνται από την ίδια οικογένεια, σε αντίθεση με τους μεγάλους, βαθείς, ευρύστομους, πηλεπένδυτους και λιθοπερίκλειστους λάκκους- αποθηκευτικούς βόθρους, τις μεγάλες κυκλοτερείς, επίσης λιθοπερίκλειστες, εστίες και τους τρεις μικρούς ιπνούς, που πρέπει να ήταν κατασκευές για κοινή χρήση. Πλευρικές κόγχες της σπηλιάς επελέγησαν επίσης για καύση νεκρών και για δευτερογενείς ταφές.
Από την πρώτη εξέταση μέρους του ανθρώπινου οστεολογικού υλικού της Αλεπότρυπας (Οστεοφυλάκιο II του τέλους της ΝΝ περιόδου), προκύπτει ότι για μια τόσο μακρόβια παραμονή του ανθρώπου στο σπήλαιο, για 2.000 χρόνια τουλάχιστον, το σπηλαιο- περιβάλλον θα επηρέασε τη φυσική κατάσταση του οργανισμού των κατοίκων του. Βεβαιώνεται μια σειρά από παθολογικά συμπτώματα, όπως αναιμία, αρθρίτιδα, ελονοσία, καθώς και τερηδόνα και υποπλασία των δοντιών. Επίσης διαπιστώνεται μεγάλη παιδική θνησιμότητα, μικρό μέσο ύψος του ανθρώπου και χαμηλός μέσος όρος ζωής, που δεν ξεπερνάει τα 35 χρόνια.
Οι διαπιστώσεις αυτές δηλώνουν τις δυσμενείς για τον ανθρώπινο οργανισμό συνθήκες διαβίωσης μέσα στη σπηλιά καθώς και την περιορισμένη χρήση ορισμένων ειδών διατροφής.
Από το είδος και το πλήθος των ευρημάτων προκύπτει ότι στον Διρό ήδη από τα μέσα της ΝΝ και κατά τη διάρκεια της ΤΝ έχει διαμορφωθεί μια οικονομικά και πολιτικά ισχυρή κοινωνική τάξη.
Είναι οι ναυτικοί που ναυπηγούν και κατέχουν τα πλοία και οι οποίοι ταξιδεύοντας και στα ανοικτά πελάγη, πραγματοποιούν και πρέπει να ελέγχουν τις θαλάσσιες μεταφορές και κυρίως το εμπόριο του οψιανού της Μήλου στη νότια Πελοπόννησο. Η τάξη των ναυτικών, επομένως, ελέγχει σε μεγάλο βαθμό και τη γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή του Διρού, αφού εμπορεύεται τα προϊόντα της, ασκώντας παράλληλα και διοικητικές εξουσίες ασφαλώς σε ιεραρχική οργάνωση της τοπικής κοινωνίας.
Η προνομιούχος αυτή τάξη των ναυτικών του Διρού πρέπει να δεχθούμε ότι είχε στην κυριότητά της τα εκατοντάδες μεγάλα στολισμένα με ανάγλυφες διακοσμήσεις αποθηκευτικά πιθάρια, όπως και το πλήθος των μεγάλων σφαιρικών τετράωτων αμφορέων για τη φύλαξη, τη χρήση και μεταφορά υγρών και συντηρημένων τροφών, θα πρέπει να δεχθούμε ακόμη ότι άτομα αυτής της τάξης της κοινότητας ήταν κάτοχοι των πανάκριβων για την εποχή, μη χρηστικών, γραπτών αγγείων της Αλεπότρυπας τα οποία πρόσφεραν σε μεγάλες ποσότητες σε τιμώμενους προσφιλείς νεκρούς.
Σε άτομα της ίδιας τάξης ανήκαν προφανώς και τα αργυρά κοσμήματα, τα βραχιόλια από όστρεο Spondylus gaederopus και το «σκήπτρο» από το ίδιο όστρεο, δείγματα όλα πλούτου και κοινωνικού γοήτρου, ασφαλή τεκμήρια συγχρόνως ναυτικών εμπορικών ανταλλαγών.

Αριστερά: Διάφορα αγγεία. Δεξιά: Αμφορέας με πώμα. Στην φωτογραφία στον τοίχο του μουσείου φαίνεται η θέση που βρέθηκε στη σπηλιά.
Τα άριστης κατασκευής εργαλεία και όπλα από οψιανό, από λίθο και κόκαλο, αλλά και από χαλκό, η εξαίρετη ακόσμητη, ανάγλυφη και γραπτή κεραμική, τα χαρακτηριστικά σύνεργα υφαντικής, οι οστέινες βελόνες και τα πήλινα σφοντύλια, τα λεπτοκαμωμένα, οστέινα λίθινα αλλά και από άργυρο κοσμήματα, τα κομψά πήλινα και μαρμάρινα ειδώλια, αλλά και το άφθονο σκελετικό υλικό των θηραμάτων, των βοδιών, των αιγοπροβάτων και των ψαριών καθώς και των μαλακίων, μαζί με τις πυρές, τις εστίες, τους ιπνούς, τους λάκκους-βόθρους αποθήκευσης τροφίμων, αλλά και τις διάφορες λιθόκτιστες κατασκευές δηλώνουν τον πλούτο, την έκταση, την πυκνότητα, τη ζωντάνια και το υψηλό επίπεδο ζωής της νεολιθικής κοινότητας του Διρού. Όλα αυτά καθιστούν την Αλεπότρυπα μοναδικού επιστημονικού ενδιαφέροντος και σπουδαιότητας αρχαιολογικό χώρο του Νεολιθικού κόσμου.
Τα ευρήματα της Αλεπότρυπας εκτίθενται στο Νεολιθικό Μουσείο του Διρού, παραπλεύρως της εισόδου του σπηλαίου, όπου ο επισκέπτης αποκτά μια ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής του Νεολιθικού ανθρώπου.

Του Δρ. Γιώργου Α. Παπαθανασόπουλου, Επίτιμου Εφόρου Αρχαιοτήτων

Σπήλαιο Αλεπότρυπα. Νεολιθική κεραμική.
Σπήλαιο Αλεπότρυπα. Ειδώλια και μικροαντικείμενα.
Σπήλαιο Αλεπότρυπα. Γενική άποψη της λίμνης.







Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Το ναυτικό της Αρχαϊκής Ελλάδας


Μια περιήγηση μέσα από την ζωγραφική των αγγείων με θεματογραφία πλοίων του πανίσχυρου Ελληνικού ναυτικού της Αρχαϊκής εποχής

Το 700-490 π.Χ. Σε γενικές γραμμές, η ναυτική ιστορία της Ελλάδας για τοn έβδομο και όγδοο αιώνα δεν διαφέρει από την προηγούμενη περίοδο. Οι επιχειρήσεις του αποικισμού συνεχίζονται, οι εμπορικές σχέσεις με την Αίγυπτο και την Ανατολή εντείνονται. Μόνο νέο στοιχείο , οι εντονότερες σχέσεις με τη Δύση των  Πελασγικών  Τυρινών  και των Καρχηδονίων  μέσα από  τις ναυμαχίες,  εκεί που αντιτίθενται οι διάφοροι τύποι των πλοίων.Στις αρχές του έβδομου αιώνα, ένα κύμα της ανατολικότερης τέχνης  με στοιχεία  του ελληνικού Ιωνικού και  Αιολικού  κόσμου εισέβαλαν στα εργαστήρια της αγγειοπλαστικής στον κύριο ελλαδικό κορμό .Στους  Κορίνθιους αγγειοπλάστες που παράγουν αυτού του νέου ύφους αγγεία με πολύ  μεγάλη τελειότητα, τα οποία ήταν τόσο επιτυχημένα ώστε η Αθηναϊκή παραγωγή να υποφέρει. 
Όταν στο δεύτερο μισό του έβδομου αιώνα και ειδικά κατά τη διάρκεια του έκτου αιώνα, τα αθηναϊκά εργαστήρια αρχίζουν ανακαταλαμβάνουν την κυριαρχία τους στην αγορά για τα κεραμικά με το ύφος του μαύρου σε κόκκινο τα  ερυθρόμορφα, οι ζωγράφοι επιλέγουν σαν σχήμα και πάλι το πλοίο ως θέμα της επιλογής αυτής .
 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ  ΑΤΤΙΚΗ ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ (650-490 Π.Χ.).
Το 1968, ο Ρ .Τ. Ουίλιαμς ( GOS , 81-117), με στοιχεία που συλλέγονται σε έναν οιονεί εξαντλητικό κατάλογο των αττικών αγγείων με παραστάσεις πλοίων. ξεχωρίζει, μετά από κάποιες πρόδρομες παραστάσεις  πριν από το  550 π.Χ., σε  πέντε ομάδες σκάφων αντίστοιχα .
 
- τα έργα ζωγραφισμένα με  τον  ζωγράφο Εξηκία (μεταξύ 550 και 530) π.Χ. 
- για κοπή που δημιούργησε ο  Νικοσθένης (Λούβρο, F123), μεταξύ 530 και 510 π.Χ.
 
- τα έργα με τους ζωγράφους Λυσσιπήδη  και Αντιμένη (μεταξύ 530 και 510) π.Χ.
 
- με τους ζωγράφους γύρω από την ομάδα του Λεάγρου (περίπου 510) π.Χ.
 
- γύρω από μια διαφορετική των άλλων ομάδα περίπου 510 π.Χ.
  

Η κατάταξη είναι βεβαίως υπεράνω κριτικής από την άποψη της ιστορίας της τέχνης, αλλά δεν μπορεί να αμφισβητήσει κάποιος από τη σκοπιά της ιστορίας του Πολεμικού Ναυτικού.Αποδόσεις μορφής Διπύλου έχουν εγκαταλειφθεί και οι αθηναίοι  ζωγράφοι ενέκριναν την ρεαλιστική προοπτική. Ο  L. Casson (61, σημειώσεις 92-94, 62, και τις σημειώσεις 95 έως 100) διαπίστωσε την ύπαρξη με την εξής ακολουθία. 18 σκάφη κωπηλασίας για 17 κωπηλάτες, 9 σκάφη για 16 κωπηλάτες, 18 κωπηλάτες για 28 σκάφη, κλπ..
Με μία εξαίρεση, όλες αυτές οι εικόνες των πλοίων είναι για πόλεμο, το εμπορικό πλοίο και το αλιευτικό σκάφος έχουν σχεδόν αποκλειστεί από τον κατάλογο, η επιλογή είναι για τα  πολεμικά πλοία  και από αυτά τα πλοία τα πιο ευγενή.
Τα πληρώματα της Αρχαϊκής περιόδου ζωγραφισμένα σχηματικά, με έμφαση σε μια ήρεμη πλεύση στην ζωγραφική απόδοση τους , είναι σε  αντίθεση, των πληρωμάτων σε δράση, κατά την προηγούμενη περίοδο.
Με τον καθορισμό σε υφολογικά κριτήρια, ο RT Williams έχει δείξει ότι ορισμένοι τεχνίτες αντιγράφουν τα πραγματικά πλοία , με ποικίλους βαθμούς επιτυχίας και αποδόθηκαν  από έναν ταλαντούχο ζωγράφο .Ο  Εξηκίας, ο Νικοσθένης, ο Λυσσιπήδης,  ο Αντιμένης είναι κατά  καιρούς,  αυτός ο ζωγράφος.. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είχαν μπροστά τους  την αρχική αναπαράσταση  ενός πλοίου, αλλά το αντίγραφό του.
Μια λεπτομερής εξέταση των παραστάσεων  των αγγείων και τα σκάφη αυτά μπορούν να χωριστούν σε δύο κύριες ομάδες: 
- Τα πλοία να αποτελούν μια συνεχή ατέρμονα μορφή στην   ζωφόρο με ζωγραφισμένα πλοία  στο εσωτερικό του  αγγείου  όπου η επιφάνεια της θάλασσας ανακατεύτηκε με την επιφάνεια του υγρού ,που θα  υπήρχε μέσα στο αγγείο  έτσι ώστε ο ιδιοκτήτης του αγγείου θα μπορούσε βλέπει  το θέαμα των αγώνων πλοίων που  περιστρέφονται ασταμάτητα. 
- Τα πλοία να αποτελούν μέρος της εξωτερικής διακόσμησης του αγγείου.

Τα μεγάλα αρχαία ναυάγια της Μεσογείου

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Η Αρχαία Τριφυλία

Στην Τριφυλιακή Εστία (Τεύχος5, Σεπτ/Οκτ 1975) εντοπίζουμε ιστορική αναφορά στην ονομασία και οριοθέτηση της Τριφυλίας μέσα από το άρθρο για τη διοικητική διαίρεση της Μεσσηνίας από τα αρχαία χρόνια.

Για τα φύλα που εγκαταστάθηκαν στην Τριφυλία αναφέρει ότι: "Μετά μίαν γενεάν από του Τρωικού πολέμου, ο χώρος της Τριφυλίας, κατωκήθη από Μινύας, της περιοχής του Ορχαμενού Κωπαίδος, οίτινες εξεδιώχθησαν εκ της πόλεώς των, υπό των επιδραμόντων εκεί Βοιωτών, με πρωτεύουσαν τη Μακιστίαν. Αργότερον, ο χώρος της Τριφυλίας, όπου διέμενων Μινύαι και Καύκωνες, από του ποταμού Αλφειού έως του Λαππίθου Όρους (Καιάφα) ονομάσθη Μακιστία και από του Λαππίθου Όρους έως του ποταμού της Νέδας, ονομάσθη Λεπρεατική (περιοχή των Λεπρεατών)."
Χαρακτηριστικά ο συντάκτης σημειώνει: "Κατά τους ιστορικούς χρόνους (600 π.Χ.)η περιοχή της Μακιστίας (Σαμικού) περιήλθεν εις τους Ηλείους, βοηθουμένων προς τούτο υπό της συμμαχίας των Σπαρτιατών. Τότε ανεφάνησαν εις αυτήν, οι πόλεις Επιτάλιου,Σαμικόν, Σκυλλούς, Υπαινα, Τυπανέαι, Βόλαξ, Στυλάγγιον κσι αι κώμαι: Κρουνοί και Χαλκίς και η περιοχή ονομάσθη Ηλειακή Τριφυλία, ενώ η Λεπρεατική, ονομάσθη Λεπρεατική Τριφυλία. Μεταγενεστέρως, η προιστορική Πυλία, πέραν του ποταμού της Νέδας ονομάσθη Ολυμπία, ανώ από του ποταμού της Νέδας έως του Ακρωτηρίου Κορυφασίου ονομάσθη Τριφυλία και από του Ακρωτηρίου Ακρίτας παρέμεινεν Πυλία, ίνα ενθυμίζη εις τας επερχομένας γενεάς το παλαιόν μεγαλείον της."
Στο ίδιο τεύχος ο εκδότης του περιοδικού Πιτταράς δημοσιεύει την επιστολή που έστειλε ως εκπρόσωπος του Συλλόγου Κυπαρισσίων "Αρκαδιά" στον Πρωθυπουργό ζητώντας την επανίδρυση Νομού Τριφυλίας και Ολυμπίας, βασισμένος σε επιχειρήματα ιστορικά που αποδεικνύουν την κοινή πορεία αυτών των περιοχών μέσα στο χρόνο.
"Τριφυλία υπήρξε κατά την εποχή του Μυκηναικού κόσμου, το ισχυρότερο βασίλειο- κράτος μετά το βασίλειο των Μυκηνών και ένα από τα πιο περίφημα κέντρα του προκλασσικού πολιτισμού. Τούτο μας το επιμαρτυρούν οι Νηλείδες της διασποράς, που "πιστοί στα σύμβολα και στις παραδόσεις της μακρινής πατρίδος, (Μιρώ)" δημιουργούν κι εκεί (Αθήνα, Μίλητος, Έφεσος, Πριήνη) τις προυποθέσεις του αρχαιοελληνικού θαύματος (Σούμπερτ).
Η Τριφυλία των μετακλασσικών χρόνων, με δεσπόζουσα την ομηρική Κυπαρισσία, αποτελεί το δεξιό βραγχίονα της Μεσσηνίας, έτσι όπως την φαντάστηκε και τη θέλησε ο μεγάλος πολιτικοστρατιωτικός ηγέτης Επαμεινώνδας.
Η Τριφυλία, κατά την εποχή της Ρωμαιοκρατίας είχε αναγνωρισθεί ως ανεξέρτητη περιοχή, με δικούς της άρχοντες και δικά της νομίσματα.
Η Τριφυλία κατά τη βυζαντινή περίοδο έφτανε μέχρι τον Αλφειό, όπως και κατά την προομηρική εποχή.
Η Τριφυλία της Φραγκοκρατίας αποτελούσε προνομιακή βαρωνεία- τη βαρωνεία της Αρκαδιάς- με το χαρακτηριστικό γνώρισμα της φράγκικης εκτιμήσεως: ο κήπος της Ελλάδος.
Η Τριφυλία της Τουρκοκρατίας με το κοινό γνώρισμα της εποχής εκείνης ως επαρχίας Αρκαδιάς αποτελούσε έναν από τους 24 καζάδες της τουρκικής διοικήσεως στην Ελλάδα.
Η Τριφυλία ευθύς αμέσως την Απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό καθίσταται, όπως και κατά το διάστημα των προγενέστερων αιώνων, το επίκεντρο της μεσσηνιακής ζωής με πρωτεύουσα τη μυθική και απειρόκαλη Κυπαρισσία.
Η Τριφυλία επανιθρύθηκε ως Νομός Τριφυλίας και Ολυμπίας με πρωτεύουσα την Κυπαρισσία με το νόμο ΒΔ της 6ης Ιουλίου 1899 και καταργήθηκε με το νόμο ΓΥΠΔ της 16ης Νοεμβρίου 1909."




Ιθώμη: Ιερά Αρτέμιδος & Ειλειθυίας- Κουρήτων




 Στη Μεσσήνη, η οποία άκμασε μεν κατά την ελληνιστική εποχή, τα ιερά της όμως ήταν πανάρχαια, οι θυσίες άγριων και μη θηλαστικών ζώων και πτηνών μαζί με την καύση καρπών αποτελούσαν κοινές τελετουργικές πράξεις. 
 Η Άρτεμις Λιμνάτις, την οποία ο καθηγητής κ. Πέτρος Θέμελης , ανασκαφέας της Μεσσήνης, ταυτίζει με τη Λαφρία, την οποία παραδίδει και ο Παυσανίας, λατρευόταν με αυτόν τον τρόπο.  Παρόμοιες τελετές γίνονταν και στο πλαίσιο της λατρείας της Ειλειθυίας και των Κουρήτων, τα ιερά των οποίων βρίσκονται επίσης στη Μεσσήνη, σε μια πλαγιά του βουνού της Ιθώμης.

Ναός Αρτέμιδος:

 Τον 19ο αιώνα ερευνήθηκαν από τον Ph. Le Bas θεμέλια ιωνικού ναϊσκου με δύο κίονες εν παραστάσι, βωμό και περίβολο τεμένους στην τοποθεσία "Σπέλουζα", ΒΑ του χωριού Μαυρομάτι, πάνω σε πλάτωμα, στο μέσον περίπου της απόστασης προς την κορυφή της Ιθώμης.
 Στην ταύτιση του ιερού οδήγησε η ανεύρεση επιγραφών. Από την εποχή του εντοπισμού του (1843) το ιερό εξαφανίστηκε εντελώς από τον χρόνο και τη βλάστηση. Στο πλαίσιο του εκτεταμένου και συστηματικού ανασκαφικού έργου στην Αρχαία Μεσσήνη υπό την διεύθυνση του καθηγητή Πέτρου Γ. Θέμελη αποκαλύφθηκαν και αποτυπώθηκαν τα θεμέλια του ιερού (16.70 Χ 10.60μ.). Η θέση του τοπογραφήθηκε και εντάχθηκε στο τοπογραφικό της αρχαίας πόλης.


Το ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος μετά την ολοκλήρωση των εργασιών διαμόρφωσης και αποκατάστασης. Κάτω, αναπαράσταση του ιωνικού ναΐσκου με το λατρευτικό άγαλμα της κυνηγέτιδος θεότητας. 
 Στο μέσον του ιωνικού εν παραστάσι ναού σώζεται στη θέση του το ασβεστολιθικό βάθρο του λατρευτικού αγάλματος. Επίσης, αποκαλύφθηκε ο βωμός, τμήμα του περιβόλου και προσκτίσματα νότια και ΝΔ του τεμένους. Σύμφωνα με την πρόταση του Le Bas,η Άρτεμις Λιμνάτις πρέπει, ως φαίνεται, να ταυτιστεί με την Λαφρία, πανάρχαια προελληνική θεότητα της φύσης, της ζωής και του θανάτου. Το γεγονός ότι ο Παυσανίας δεν μνημονεύει το σημαντικό σε ποιότητα και μέγεθος ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, μπορεί να ερμηνευθεί από την ταύτιση της Λαφρίας με την Λιμνάτιδα και την αναφορά του περιηγητή στην Λαφρία Αρτέμιδα, της οποίας αναφέρει άγαλμα, έργο του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντος, και λατρευτικά δρώμενα προς τιμήν της, ανάλογα των οποίων τελούνταν στην Πάτρα. Οι Μεσσήνιοι δέχτηκαν και υιοθέτησαν τη λατρεία της Αρτέμιδος Λαφρίας από τους κατοίκους της Καλυδώνος όταν αυτοί είχαν εγκατασταθεί στη Ναύπακτο ως εξόριστοι-φυγάδες από τον τόπο τους.



Ναός Ειλείθυιας και Κουρητών

 Δεύτερο ιερό αποκαλύφθηκε στη νότια πλαγιά της Ιθώμης, περίπου 300μ. ΒΔ του ιερού της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος.
 Αποτελεί λατρευτικό κτίσμα με σηκό (5,45 Χ 5,15μ.) και αβαθή πρόδομο (1,80 Χ 5,15μ.). Κατά μήκος της βόρειας πλευράς του ναΐσκου σώζεται ανάλημμα ύψους 2,50μ. περίπου, που συγκρατεί άνδηρο. Στο άνδηρο αυτό αποκαλύφθηκαν λείψανα κατασκευής σε σχήμα Γ 2,70 Χ 2,10 μ., που μπορεί να αποδοθεί στον ιερό θάλαμο των Κουρητών, όπου προφανώς γίνονταν προσφορές παντός είδους ζώων και ολοκαυτώματα, ανάλογα με εκείνα προς τιμήν της Λαφρίας στην Πάτρα, που αναφέρει ο Παυσανίας.

Αεροφωτογραφία και κάτοψη ναΐσκου στην Ιθώμη, που ήταν αφιερωμένος στην Ειλείθυια και στους Κουρήτες.


Αναπαράσταση του Ναού της Ειλειθυίας στην Ιθώμη (σχ. Ι. Νάκα).
Το ιερό της Ειλειθυίας και των Κουρήτων φαίνεται να συνδέεται άμεσα με το ιερό του Διός Ιθωμάτα, που λειτουργούσε στην κορυφή του όρους Ιθώμη, και τα θεμέλιά του σώζονται ανατολικότερα από το παλιό μοναστήρι του Βουρκάνου. Η λατρεία του θεού ανάγεται τουλάχιστον στα Γεωμετρικά χρόνια (-9ος/ -8ος αι.), σύμφωνα με την εύρεση χάλκινου ποδιού αναθηματικού τρίποδα και βάθρου αναθήματος, που φέρει ίχνη για την στήριξη χάλκινου τρίποδα. Οι τρίποδες συνδέονται με τον πολιούχο της Μεσσήνης Δία Ιθωμάτα και τους αγώνες που τελούνταν προς τιμήν του. Σε νομίσματα της Μεσσήνης του -4ου αι., όπου ο Δίας παριστάνεται σε διασκελισμό προς τα δεξιά με κεραυνό στο δεξί χέρι και αετό στο προτεταμένο αριστερό, η παράσταση συμπληρώνεται με τρίποδα.


ΑΡΤΕΜΙΣ ΛΑΦΡΙΑ:

Μουσείο Αρχαίας Μεσσήνης.
Το άγαλμα της Αρτέμιδος Λαφρίας, ύψους 1,34 μ. βρέθηκε το 1989 στις ανασκαφές της Αρχαίας Μεσσήνης. Η θεά υψώνει το δεξί χέρι της, πάνω από τον αντίστοιχο ώμο για να ανασύρει βέλος από τη φαρέτρα. Στηρίζεται δεξιά σε κορμό δένδρου και κρατάει τόξο, του οποίου το σωζόμενο κάτω άκρο απολήγει σε κεφάλι κύκνου. Τα μαλλιά με ίχνη ωχρού (ξανθού) χρώματος είναι χωρισμένα στη μέση και οδηγούνται με λεπτούς κυματοειδείς πλοκάμους προς τα πίσω, όπου δένονται σε κότσο. Φοράει κοντό χιτώνα και από πάνω ιμάτιο δεμένο στη μέση, καθώς και εμβάδες (=δερμάτινες μπότες). Ο τύπος ονομάστηκε "Λαφρία" με βάση την Αρτέμιδα Λαφρία που εικονίζεται στα ρωμαϊκά νομίσματα των Πατρών. Η κόμμωση, καθώς και τα χαρακτηριστικά του προσώπου βρίσκουν τα παράλληλά τους σε αντίγραφα και παραλλαγές της Κνιδίας Αφροδίτης του Πραξιτέλη.






ΠΗΓΗ: ΛΗ΄ Ε.Π.Κ.Α.



Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Νήσος Σαπιέντζα


Η Σαπιέντζα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο νησί των Μεσσηνιακών Οινουσσών μετά την Σχίζα. Βρίσκεται στ' ανοιχτά των νοτιοδυτικών ακτών της Μεσσηνίας, απέναντι από τη Μεθώνη και είναι ένα κατάφυτο νησί με σπάνια χλωρίδα. Έχει έκταση 9 τ. χλμ. και σύμφωνα με την απογραφή του 2001, έχει πληθυσμό 7 κατοίκους.
Κοντά στο νησί βρίσκονται δύο περίφημα ναυάγια της Ρωμαϊκής εποχής τα οποία προορίζονται να λειτουργήσουν ως ο επισκέψιμος ενάλιος αρχαιολογικός χώρος.



Διοικητικά ανήκει στον Δήμο- Πύλου Νέστορος ενώ την περίοδο 1999 -2010 ανήκε στον Δήμο Μεθώνης. Νοτιοδυτικά της Σαπιέντζας βρίσκεται το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου γνωστό ως τάφρος ή φρέαρ των Οινουσσών, με βάθος 5.121μ. Το υψηλότερο σημείο του νησιού είναι 219μ. Η πρόσβαση στο νησί πραγματοποιείται με τουριστικά πλοιάρια που αναχωρούν από τη Μεθώνη.

Το λιμανάκι της νήσου

Η Σαπιέντζα βρίσκεται πάνω στον σημαντικό ναυτικό δρόμο που συνδέει την Ιταλία με την Μέση Ανατολή Στις ακτές της έχουν σημειωθεί αρκετά ναυάγια, ορισμένα απ’ τα οποία μετέφεραν ιδιαίτερα σημαντικό φορτίο, με μεγάλη αξία σήμερα για την αρχαιολογία.
Πρωτοεντόπισαν τα αρχαία ναυάγια γύρω στο 1920. Εκεί ναυάγησε ένα πλοίο με κλεμμένο φορτίο, τις γρανιτένιες κολόνες που πιθανολογείται ότι προέρχονταν από το Μεγάλο Περιστύλιο του Ηρώδη στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, +1ος αιώνας. 
Εκεί επίσης βρίσκεται και το επονομαζόμενο «ναυάγιο των σαρκοφάγων», καθώς το φορτίο ήταν ρωμαϊκές σαρκοφάγοι από τιτανιούχο λίθο.

Ναυάγιο Κιόνων

Τα αρχαιολογικά ευρήματα στο βυθό κοντά στο βόρειο ακρωτήριο της Σαπιέντζας (ακρωτήριο Καρσί) απέναντι από τη Μεθώνη, έχουν πρωτοεντοπισθεί από ντόπιους ψαράδες, γύρω στο 1920.
Το 1925, ο ιστοριοδίφης δικηγόρος Διονύσιος Πόταρης (1860-1932), με την υπόδειξη των ψαράδων, εντόπισε αλλά και κατέγραψε τα "μάρμαρα", σε απόσταση 50-60 μέτρα από τη βόρεια ακτή της Σαπιέντζας και σε βάθος 6- 7 μέτρων. Τότε σχημάτισε την ορθή γνώμη ότι επρόκειτο για ναυάγιο πλοίου, που μετέφερε αρχαιότητες.
Το ναυάγιο των κιόνων βρίσκεται σε βάθος περί τα 10 μ., πλησίον του ακρωτηρίου Σπίθα. Οι κίονες είναι διασκορπισμένοι σε έκταση 30 περίπου τ.μ. και απέχει 10 μ. από την άκρη του ακρωτηρίου. 


Μέρος του αριθμού των κιόνων είναι τοποθετημένοι στο βυθό ο ένας δίπλα στον άλλο, όπως πιθανόν θα ήταν στο βυθισμένο πλοίο, ενώ άλλα τεμάχια είναι διάσπαρτα στο βυθό. Εντοπίσθηκαν 34 τμήματα τεμαχισμένων μονολίθων αρράβδωτων κιόνων, εκ των οποίων ο ένας μόνο είναι ακέραιος και έχει ύψος 8 μ. και διάμετρο 0,90 μ. Από τα 34 τεμάχια τα 28 είναι συγκεντρωμένα και τα 6 βρίσκονται σε απόσταση 60 μ. από τα υπόλοιπα.

Σαπιέντζα: Το Ρωμαϊκό ναυάγιο των κιόνων

Οι κίονες είναι κατασκευασμένοι από ερυθρωπό γρανίτη της ίδιας ποιότητας με αυτόν του κίονα που βρίσκεται εντός του Φρουρίου της Μεθώνης και στήθηκε το 1493/4 από το ναύαρχο Francesco Bebo σε ανάμνηση της επανακτήσεως του Κάστρου από τους Ενετούς, τοποθετώντας τη βύθιση του πλοίου σε προγενέστερους χρόνους. Ο γρανίτης αυτός συναντάται μόνο στην Αίγυπτο, την Ξάνθη, την Καβάλα και τη Μύκονο.
Η μελέτη του τεμαχίων, αλλά και του σχεδίου των κιόνων δείχνει ότι προέρχονται από ένα οικοδόμημα που κατεδαφίστηκε ή κατέρρευσε και περιλάμβανε συνολικά 16 κίονες. Το βυθισμένο πλοίο μετέφερε μέρος μόνο του συνόλου των κιόνων και εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι τα τεμάχια είναι ανωμάλως θραυσμένα και δεν συναρμολογούνται μεταξύ τους. Μερικοί κίονες έχουν κυκλικές κεφαλές σα να έχουν χρησιμοποιηθεί για δέσιμο πλοίων πλησίον «μώλου». 
Ο χώρος του ναυαγίου προορίζεται να λειτουργήσει ως ο επισκέψιμος ενάλιος αρχαιολογικός χώρος.

Ναυάγιο Σαρκοφάγων



Βόρεια της νήσου Σαπιέντζα και σε σχετικά μικρή απόσταση από το ναυάγιο των κιόνων, ένα δεύτερο ναυάγιο εντοπίστηκε σε βάθος 15 μ. Το φορτίο του αποτελείται από λίθινες σαρκοφάγους με τα καλύμματά τους. Εκτός από μία που τεμαχίστηκε πιθανώς κατά τη βύθιση του πλοίου και τη συντριβή της στον βράχο, οι υπόλοιπες είναι άθικτες, με διαστάσεις 2,20x 0,80μ. 
Φέρουν ανάγλυφη απλή διακόσμηση από φυτικά μοτίβα, βουκράνια και τύμπανα, ενώ τα καλύμματα είναι σαμαρωτά, με υποτυπώδη σχηματοποιημένη διακόσμηση μόνο στκό πρόγραμμα από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Bologna και τον Kαθηγητή A. Nanneti στα ναυάγια των σαρκοφάγων και των κιόνων. Αξίζει να αναφέρουμε πως παρόμοια ναυάγια σαρκοφάγων έχουν εντοπιστεί στην Σύρο αλλά και στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Άνδρου και Τήνου, όπου διακρίνονται τουλάχιστον 20 σαρκοφάγοι δυο μεγεθών και δυο τύπων, του απλού ορθογώνιου και του τύπου « ληνός ». Το ναυάγιο αυτό χρονολογείται στον +3ο αιώνα. 

Η συστηματική ανασκαφική έρευνα ξεκίνησε από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ το 2010 πραγματοποιήθηκε εκπαιδευτικό πρόγραμμα από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Bologna και τον Kαθηγητή A. Nanneti στα ναυάγια των σαρκοφάγων και των κιόνων. Αξίζει να αναφέρουμε πως παρόμοια ναυάγια σαρκοφάγων έχουν εντοπιστεί στην Σύρο αλλά και στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Άνδρου και Τήνου, όπου διακρίνονται τουλάχιστον 20 σαρκοφάγοι δυο μεγεθών και δυο τύπων, του απλού ορθογώνιου και του τύπου « ληνός » (μακρόστενη με αποστρογγυλεμένες τις γωνίες) 


Βυζαντινή περίοδος
Στη βορειοδυτική ακτή της Σαπιέντζας βρίσκεται το γνωστό ναυάγιο των σαρκοφάγων από γρανίτη, που τεκμηριώνει τη χρήση του θαλάσσιου δρόμου στους αυτοκρατορικούς χρόνους (+1ος αι.).
Στη χερσαία περιοχή που γειτονεύει με το ναυάγιο υπάρχουν κτιριακά κατάλοιπα σε επίπεδο θεμελίων και αφθονία οστράκων κυρίως των πρωτοβυζαντινών χρόνων. 
Σε τμήμα αυτής της περιοχής που διαβρώνεται από την θάλασσα διατηρείται δάπεδο από φερτό ψαμμίτη που χαρακτηρίζεται από όστρακα 6ου- 7ου αιώνα, ενώ σε ανώτερο επίπεδο υπάρχει μεταγενέστερο οικοδόμημα κτισμένο αποκλειστικά από ασβεστόλιθο και ισχυρό ασβεστοκονίαμα, ίσως μεσοβυζαντινών χρόνων. 
Στην ίδια περιοχή, σε νεότερους χρόνους, κατασκευάστηκαν ασβεστοκάμινοι, μία από τις οποίες μέσα στο μεσοβυζαντινό κτίριο με μερική χρήση του βόρειου και του ανατολικού τοίχου του.


Στην είσοδο του νησιού βρίσκονται τα Δύο Αδέρφια. Eτσι λέγονται τα δυο νησάκια που το ένα από ψηλά μοιάζει να έχει σχήμα καρδιάς. 


Ο Φάρος της Σαπιέντζας: 
Στο ένα βρίσκεται και ο φάρος του νησιού. Σήμερα δεν έχει φαροφύλακα και φωτοβολταϊκά συστήματα τον ηλεκτροδοτούν όλο τον χρόνο. Χτίστηκε το 1886 με διαταγή της βασίλισσας Βικτωρίας της Αγγλίας, η οποία επιστράτευσε τους καλύτερους αρχιτέκτονες μηχανικούς της εποχής για να τον κατασκευάσουν. 
Ο φάρος ήταν ο δυνατότερος της Μεσογείου, αφού η εμβέλειά του έφτανε γύρω στα 50-55 ναυτικά μίλια. Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πρώτοι που ανέβηκαν στο νησί ήταν οι Ιταλοί κατακτητές, οι οποίοι για να ξεγελάσουν τις νηοπομπές μείωσαν την εμβέλειά του. Σήμερα ο φάρος πραγματοποιεί τρεις αναλαμπές στα 17 δευτερόλεπτα.



Η Σαπιέντζα διαθέτει μία παραλία στο βόρειο τμήμα της, απέναντι από τη Μεθώνη, η οποία ονομάζεται Άμμος.


Το όνομα Σαπιέντζα είναι Ιταλικής προέλευσης και σημαίνει σοφία.«Navigare con Sapienza». Αυτή ήταν η συμβουλή («πλεύσε με σοφία») στους ναυτικούς του ύστερου Μεσαίωνα αποτυπωμένη σε χάρτες από τους Ενετούς.
Από το 1209 το νησί πέρασε στον έλεγχο των Βενετών όπως και ολόκληρη η νότια ακτογραμμή της Μεσσηνίας. Κατά τη διάρκεια του 3ου Βενετοτουρκικού πολέμου αποτελούσε αγκυροβόλιο του Τουρκικού και του Βενετικού στόλου. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας αποτέλεσε ελληνικό έδαφος. Αμφισβητήθηκε όμως από την Αγγλία κατά την διάρκεια των Παρκερικών όταν οι σχέσεις Ελλάδας και Αγγλίας οξύνθηκαν. Η Αγγλία διεκδίκησε κατά το διάστημα αυτό το νησί ως τμήμα των Ιονίων νήσων τα οποία εκείνη την περίοδο της ανήκαν. Το νησί παραμένει σχεδόν ακατοίκητο τις τελευταίες δεκαετίες παρουσίαζοντας όμως έναν πολύ μικρό πληθυσμό στις τελευταίες απογραφές.  

Το δάσος της Κουμαριάς, μοναδικό στη Μεσόγειο.

Το νησί περιλαμβάνει σπάνια δάση αείφυλλών πλατύφυλλων. Θαμνώδη μεσογειακά φυτά, όπως κουμαριές ή σχίνα στην Σαπιέντζα συναντώνται με δενδρώδη μορφή και σχηματίζουν πυκνό δάσος. Μία έκταση 240 στρεμμάτων του δάσους της Σαπιέντζας έχει ανακηρυχθεί επίσημα διατηρητέο μνημείο της φύσης. Επίσης η Σαπιέντζα είναι ενταγμένη στο δίκτυο Natura 2000 μαζί με την γειτονική νήσο Σχίζα και την περιοχή του ακρωτηρίου Ακρίτας. Στο νησί ζει σημαντικός πληθυσμός κρητικών αίγαγρων, των γνωστών κρι-κρι.






Printfriendly