.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Κοπανάκι Τριφυλίας: Οι αρχαιολογικοί χώροι

Η περιοχή του Κοπανακίου υπήρξε πανάρχαιο κέντρο της Τριφυλίας.
Εντοπίστηκε στην ευρύτερη περιοχή Προϊστορικός οικισμός και ταφικός τύμβος καθώς και τρείς θολωτοί τάφοι της Μυκηναϊκής περιόδου. Η κατοίκηση των προγόνων μας συνεχίστηκε στο Κοπανάκι και στους ιστορικούς χρόνους όπως καταδεικνύει η ανασκαφή αγροτικής κατοικίας των Αρχαϊκών χρόνων αλλά και η ύπαρξη τειχών και οχυρωματικού πύργου στον λόφο Στυυλάρι που χρονολογούνται στα Κλασσικά- Ελληνιστικά χρόνια. 
Δυστυχώς σήμερα κανένα από αυτά τα μνημεία δεν υπάρχει αφού ποτέ δεν αναδείχθηκαν. Μόνο τα τείχη στον λόφο Στυλάρι υπάρχουν για να θυμίζουν το αρχαίο παρελθόν αυτού του τόπου αλλά και αυτά είναι αφημένα στην λήθη.



Προϊστορικός οικισμός και τάφοι:
Στα δυτικά του χωριού Κοπανάκι έχει εντοπιστεί µια οµάδα τριών θολωτών τάφων που καλύπτονταν από τύµβους.
Οι δύο πρώτοι τάφοι έχουν µεταξύ τους απόσταση 30µ., ενώ ο τρίτος ευρίσκεται περίπου 100µ. νότια του πρώτου.


Οι τρεις αυτοί τύµβοι είναι κατασκευασµένοι στην άκρη της κοιλάδας Σουλιµά, σε επίπεδη γη, βόρεια του ποταµού. Μόνο ο ένας από αυτούς έχει ανασκαφεί από τον N. Valmin το 1927 (τύµβος Β). Έχει ύψος 5µ. και διάµετρο περίπου 20µ. Η διάµετρος της θόλου είναι 5,35µ και το µέγιστο σωζόµενο ύψος είναι 2,5µ.
Ένα είδος θήκης είναι κτισµένο από επίπεδες πέτρες στο εξωτερικό του και από άµµο στο εσωτερικό του µέσα στον θάλαµο του τάφου. Η θόλος του τάφου ήταν ήδη κατεστραµµένη. Μέσα στον τάφο δεν βρέθηκε καµιά ταφή, και τα κτερίσµατα που συλλέχθηκαν ανήκουν στην ΥΕΙΙ και ΥΕΙΙΙ., -1600 έως -1200.
Τα πιο πολλά ευρήµατα προήλθαν από τη θήκη, όπως επίσης και οστά που ανήκαν σε τουλάχιστον τέσσερις σκελετούς. Αναφορικά µε τους άλλου τύµβους λίγα στοιχεία είναι γνωστά. Ο τύµβος Α έχει διάµετρο 17µ. και ύψος περίπου 2µ.
∆υτικά του δρόµου που οδηγεί από το Κοπανάκι στο Καµάρι υπάρχουν δύο λόφοι αρκετά κοντά ο ένας µε τον άλλο. Ο ένας από αυτούς είναι αρκετά µεγάλος και πιθανόν αποτελούσε έξαρµα τύµβου ή θολωτού τάφου. Κοντά σ’ αυτόν υπάρχει µεγάλη συσσώρευση λίθων. Πιθανόν εξαιτίας της µεγάλης αυτής βάθυνσης του εδάφους που έχει δηµιουργηθεί, η περιοχή πήρε το όνοµα Γούβα.
Βόρεια του τάφου εντοπίστηκε ο ΥΕ οικισµός, -1700 έως -1200, στον οποίο φαίνεται να ανήκει ο τάφος


Η Αρχαία Όλουρις:

Βόρεια του Κοπανακίου και στην θέση του Ριζόμυλου κάποιοι παλαιότεροι μελετητές τοποθετούν την αρχαία πόλη 'Ολουρις. Στην θέση αυτή είχαν βρεθεί σαφείς ενδείξεις ύπαρξης αρχαίας πόλεως ενώ ακόμα και σήμερα οι ντόπιοι ονομάζουν την θέση "Λούρι" ή "Ελούρι". Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στο τέλος του άρθρου στο σχετικό απόσπασμα από την μελέτη του Κοσμά Αντωνόπουλου "Η Τριφυλία" (1973).




























Οικισμός Αρχαϊκών χρόνων:
Σε κοντινή απόσταση από τα αρχαία στον λόφο Στυλάρι ήρθε στο φως η μοναδική γνωστή έως σήμερα, οργανωμένη αγροικία αρχαϊκών χρόνων της Μεσσηνίας.
Αποκαλύφθηκαν τμήματα κτηρίων και αρκετοί χώροι που απέδωσαν αρκετά ευρήματα, τα οποία χρονολογούνται από τον -7ο έως τον -5ο αιώνα.
Είναι σίγουρο πως ο οικισμός αυτός είχε άμεση σχέση με τα λείψανα οχύρωσης που σώζονται στον λόφο.

Εικ.πάν
ω: Άποψη της πολύ μεγάλης Αρχαϊκής αγροικίας κοντά στον λόφο "Στυλιάρι". Η αγροικία περιλάμβανε ένα κεντρικό παραλληλόγραμμο κτίριο και αρκετούς βοθητικούς χώρους (αποθήκες και εργαστήρια)

Από τα ευρήματα του Αρχαϊκού οικισμού στο Κοπανάκι (Μουσείο Καλαμάτας): Αριστερά: Πήλινο ιγδίο (Γουδί) Δεξιά:Τμήμα πίθου με λαβή σε σχήμα φιδιού ή κορδονιού. Για την αποθήκευση υγρών ή στερεών τροφίμων. Χρονολόγηση ευρημάτων: -7ος έως -5ος αιώνας

Αρχαία τείχη και οχύρωση Κλασσικών- Ελληνιστικών χρόνων
Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου βορειοανατολικά του Κοπανακίου υπάρχει ο λόφος Στυλάρι πάνω στον οποίο βρίσκεται ο ομώνυμος οικισμός.
Στον λόφο σώζονται τμήματα τειχών αλλά και οχυρώσεων που χρονολογούνται ανάμεσα στον -6ο αιώνα και τον -4ο αιώνα. Πιθανόν να ήταν οχύρωση των Μεσσηνίων κατά τους Μεσσηνιακούς πολέμους ή μπορεί να οικοδομήθηκε αργότερα όταν τον -4ο αιώνα η Μεσσηνία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη.
Η δεύτερη εκδοχή φαίνεται να είναι και η πιό πιθανή καθώς το σωζόμενο τμήμα του οχυρωματικού πύργου παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τους αντίστοιχους πύργους της Αρχαίας Μεσσήνης που κατασκευάστηκαν μετά την απελευθέρωση των Μεσσήνιων από τους Σπαρτιάτες το -369. Ειδικά σε ένα σημείο της αρχαίας ακρόπολης του Κοπανακίου ο εντυπωσιακός οχυρωματικός πύργος σώζεται σε καλή κατάσταση και σε ύψος αρκετών μέτρων.
Ο Σουηδός αρχαιολόγος Μatias Νatan Valmin είχε ταυτίσει τα αρχαία στο λόφο Στυλάρι με την Πολίχνη, που μνημονεύεται στον Παυσανία ΙV, 33, 6.

Το τμήμα των τειχών στον λόφο Στυλάρι Καπανακίου όπου σώζετε πύργος σε καλή κατάσταση και σε ύψος αρκετών μέτρων. Η κατασκευή παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τα αντίστοιχα οχυρωματικά έργα της αρχαίας Μεσσήνης και πιθανότατα κατασκευάστηκε την ίδια εποχή δηλαδή μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας στην δεκαετία -370/ -360.


Οι αρχαιολογικοί χώροι του Κοπανακίου σήμερα:
Από τα αρχαιολογικά ευρήματα που αναφέρονται παραπάνω σήμερα δυστυχώς δεν σώσετε τίποτα εκτός από τον λόφο του Στυλαρίου που έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος από το 1994 και προστατεύετε δια νόμου.
Από κει και πέρα σιγή ιχθύος για το αρχαιολογικό αυτό μνημείο στο Στυλάρι καθώς δεν αναφέρεται πουθενά. Ο σύγχρονος οικισμός που υπάρχει στον λόφο αποτελείται κυρίως από παλιά πέτρινα σπίτια μισογκρεμισμένα, κτισμένα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Αυτό που προκαλεί το ενδιαφέρον είναι ότι εκτός από τα παλιά ερειπωμένα σπίτια εντός του αρχαιολογικού χώρου, υπάρχουν και νεότερα (ανακαινισμένα και κατοικήσιμα) και μάλιστα κάποια νεόδμητα.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς: Πως δίνονται άδειες για να κτίσουν εντός του αρχαιολογικού χώρου και γιατί αυτό το στολίδι του Κοπανακίου δεν έχει αναδειχτεί και προστατευτεί;


Φωτοθήκη των τειχών και οχυρώσεων της Κλασσικής- Ελληνιστικής εποχής στον λόφο Στυλάρι κοπανακίου



Απόσπασμα από την μελέτη του Κοσμά Αντωνόπουλου "Τριφυλία" (1973) που αφορά την περιοχή του Κοπανακίου και την αρχαία Όλουρις




ΠΗΓΗ: Ομάδα Προστασίας και Ανάδειξης Αρχαιολογικών χώρων Τριφυλίας




Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Πολίχνη, Μεσσηνία


Η Πολίχνη βρίσκεται 10 χλμ. Βορειοδυτικά του Μελιγαλά και 40 από την Καλαμάτα και δεσπόζει του αρχαίου «Στενυκλαρίου πεδίου», με μέσο σταθμικό υψόμετρο 90 μέτρα. Η Πολίχνη παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, αφού στην θέση της τοποθετείται το κέντρο της αρχαίας Ανδανίας.
Το 1858 βρέθηκαν, στο κέντρο της Πολίχνης, δύο μεγάλες ενεπίγραφες πλάκες (εγράφησαν το -93) και αναφέρουν τους ιερούς νόμους που διείπαν το τελετουργικό μέρος των "Καρνασίων Μυστηρίων".

Οι έρευνες της ΛΗ΄ Ε.Π.Κ.Α.
Ο Παυσανίας αναφερόμενος στη μυθική πόλη Οιχαλία την ταυτίζει με το Καρνάσιον Άλσος, όπου τελούνταν τα περίφημα μυστήρια της Ανδανίας, ενώ τοποθετεί τα ερείπια της ακατοίκητης στην εποχή του πόλης Ανδανίας σε απόσταση 8 περίπου σταδίων νοτιοδυτικά του Καρνάσιου Άλσους. Αντίθετα ο Στράβων (150 χρόνια νωρίτερα) αναφέρεται στο «πολίχνιον» Ανδανία, που το ταυτίζει με τη μυθική Οιχαλία.

Η πόλη της Ανδανίας, που ήταν πατρίδα του Αριστομένη και ηγήθηκε των Μεσσηνίων κατά τους Μεσσηνιακούς πολέμους, καταστράφηκε από τους Σπαρτιάτες μετά την κατάληψη της Είρας το -489. Δεν είναι γνωστό πότε ξαναχτίστηκε, είναι όμως πιθανό να ανοικοδομήθηκε μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (-338). Τότε ο Φίλιππος ανακήρυξε ελεύθερες όλες τις μεσσηνιακές πόλεις μετά την αναγκαστική αποχώρηση των Σπαρτιατών από τις περιοχές που κατείχαν έως το -370. Ο Πολύβιος (5.92.6) μας πληροφορεί ότι το -217, κατά τη διάρκεια του συμμαχικού πολέμου, έγινε μια μάταιη επίθεση κατά της Ανδανίας από τον Λυκούργο, χωρίς όμως να προσδιορίζει με σαφήνεια την τοποθεσία. Ο Λίβιος (36.31.7) επίσης περιγράφει μια συνάντηση μεταξύ του Φλαμινίνου και του Διοφάνη, στρατηγού των Αχαιών, το -191 σε μια μικρή πόλη, την Ανδανία, που βρισκόταν μεταξύ της Μεγαλόπολης και της Μεσσήνης. Φαίνεται λοιπόν από τα παραπάνω ότι δεν ευσταθεί η πληροφορία του Παυσανία πως η πόλη δεν ξαναχτίστηκε μετά το -369. Ωστόσο, δεν υπάρχει σαφής γεωγραφικός προσδιορισμός ώστε να ταυτιστεί με ακρίβεια η θέση της.
Οι ιστοριογράφοι του περασμένου αιώνα, και κυρίως ο Curtius, τοποθέτησαν την αρχαία Ανδανία κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Δεσύλλα, όπου αποκαλύφθηκε αργότερα ρωμαϊκή έπαυλη με ωραίο ψηφιδωτό δάπεδο που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μεσσηνίας1 (εικ. 7-8). Άλλοι την τοποθετούν στα σημερινά χωριά Σαντάνι, Τρύφα και Φίλια, όπου έχουν εντοπιστεί λείψανα αρχαίας κατοίκησης.



Επικρατέστερη φαίνεται πάντως η άποψη του Μ.N. Valmin2, ο οποίος υποστηρίζει ότι η αρχαία Ανδανία και το Καρνάσιον Άλσος βρίσκονταν στην περιοχή των σημερινών χωριών Πολίχνη, Καλλιρόη και Κωνσταντίνοι.
Την πεποίθησή του αυτή στηρίζει στο γεγονός ότι στην Πολίχνη, στη θέση «Καμάρες», βρέθηκε το 1858 η περίφημη επιγραφή με τα Μυστήρια της Ανδανίας3, γραμμένη σε δύο χωριστές ασβεστολιθικές πλάκες, που σήμερα βρίσκονται εντοιχισμένες στη μεσημβρινή είσοδο του ναού των ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης του χωριού Κωνσταντίνοι (εικ.6). Θα ήταν άλλωστε απίθανο η επιγραφή αυτή, βάρους 400 κιλών, να είχε μεταφερθεί από τόσο μακριά, δεδομένου ότι ο Δεσύλλας βρίσκεται περίπου 6 χλμ. βορειοανατολικά της Πολίχνης.



Άλλο στοιχείο ταύτισης είναι η φυσική πηγή του Διβαρίου στην Πολίχνη, η οποία αντιστοιχεί στην πληροφορία του Παυσανία για το ύδωρ που αναβλύζει από πηγή κοντά στο άγαλμα της Αγνής στο Καρνάσιον Άλσος.
Στο λόφο των Ταξιαρχών που υψώνεται πάνω από την Πολίχνη, ο μεσαιωνικός ναός και το οχυρωμένο μοναστήρι είναι χτισμένα με αρχαίο οικοδομικό υλικό, ενώ διάσπαρτα στο χώρο βρίσκονται πολλά αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη. Άλλωστε, σε όλη την έκταση του χωριού, στους αγρούς και στις αυλές των σπιτιών κείτονται εκτεθειμένα πολυάριθμα τμήματα από λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη (κίονες, επιστύλια, ορθοστάτες, παραστάδες θυρών κ.λπ.)4 (εικ. 4α-δ).


Στην περιοχή της Καλλιρόης, σε απόσταση 1.300μ. περίπου από τον σιδηροδρομικό σταθμό, σε χαμηλό γήλοφο όπου βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, εντοπίστηκε ενεπίγραφη βάση ανδριάντα με μορφή κιονίσκου (Λ7204)5.
Σύμφωνα με την επιγραφή που σώζεται σε έξι στίχους, ο ανδριάντας ανήκε στον Ελλαδάρχη του Κοινού των Αχαιών Τιβέριο Κλαύδιο Κρισπιανό, «ιερώμενο» των Μεγάλων Θεών της Ανδανίας και αρχηγό διά βίου των τοπικών αντιπροσωπευτικών σωματείων με το αξίωμα του αρχιερέα6.
Αν ο ανδριάντας ήταν στημένος εκεί όπου αποκαλύφθηκε το βάθρο του, θεωρείται πιθανό, κατά την άποψη του καθηγητή Π. Θέμελη, να βρίσκεται στον ίδιο χώρο το ιερό των Μεγάλων Θεών της Ανδανίας7. Στην περίπτωση αυτή, το αρχαίο ιερό θα έπρεπε να αναζητηθεί κάτω από τα θεμέλια της εκτεταμένης ρωμαϊκής εγκατάστασης (που πιθανόν ήταν ρωμαϊκό λουτρό), τα ερείπια της οποίας είναι εμφανή σε όλη την έκταση του γήλοφου κάτω από το ναό του Αγίου Αθανασίου.
Με στόχο την αναζήτηση της θέσης της αρχαίας Ανδανίας πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2007 εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα στην περιοχή της Πολίχνης και διενεργήθηκαν δοκιμαστικές ανασκαφικές τομές στην ευρύτερη περιοχή δυτικά του Διβαρίου8. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα διενεργήθηκε ανασκαφική έρευνα μέσα στο Διβάρι μετά την υποχώρηση των υδάτων που κατακλύζουν τη δεξαμενή σε όλη τη διάρκεια του χειμώνα9 (εικ.10).
Στο χώρο αποκαλύφθηκαν τα πενιχρά λείψανα μιας υδραυλικής εγκατάστασης Υστερορωμαϊκής εποχής, η οποία όμως είχε ολοκληρωτικά καταστραφεί από το εκσκαφικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται κατά καιρούς για τον καθαρισμό της δεξαμενής, καθώς και από τη σύγχρονη κυκλική τσιμεντοκατασκευή που έχει κτιστεί μέσα στο Διβάρι, πάνω στα κατάλοιπα του αρχαίου υδραγωγείου (;) (εικ. 9α–γ). Στον πυθμένα της κυκλικής κατασκευής βρέθηκαν δύο πρόχειρα τοιχάρια, κατασκευασμένα από αρχαίο οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση.


Τα εξαιρετικά φτωχά ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας -λιγοστή αδιάγνωστη χονδροειδής κεραμική κυρίως- δεν μας έδωσαν στοιχεία για την ταύτιση των αρχαίων λειψάνων ούτε για τη σαφέστερη χρονολόγησή τους.
Έξω από τον οικίσκο του αντλιοστασίου, που είναι κτισμένος στο νότιο άκρο του Διβαρίου, βρίσκονταν άτακτα συσσωρευμένες μεγάλες λιθόπλινθοι που, κατά πληροφορίες των κατοίκων, προέρχονταν από έναν αγρό βόρεια του Διβαρίου. Κατά την αυτοψία στο υποδειχθέν σημείο, εντοπίστηκαν τα λείψανα αρχαίας ορθογώνιας κατασκευής (σωζόμενων διαστάσεων 3,21x 1,74μ. και ύψους 1,12- 1,38μ.), χτισμένης επιμελώς ισοδομικά με ορθογώνιες λιθοπλίνθους, παρόμοιων διαστάσεων με αυτές που είχαν απορριφθεί στο χώρο του Διβαρίου. Ωστόσο δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί η χρήση του αρχαίου κτίσματος χωρίς τη διενέργεια ανασκαφής, η οποία πιθανώς θα αποκάλυπτε μεγαλύτερο μέρος του27.
Κατά την ίδια χρονική περίοδο διενεργήθηκε ανασκαφική έρευνα σε άλλο αγρόκτημα, σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά από το Διβάρι, όπου παλαιότερα είχε εντοπιστεί σε μικρό βάθος από την επιφάνεια του εδάφους τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου11.
Η ανασκαφή έφερε στο φως μέρος μεγάλου οικοδομήματος, που πιθανόν ανήκε σε εκτεταμένη εγκατάσταση υστερορωμαϊκών ή πρώιμων χριστιανικών χρόνων12 (εικ.12).
Γύρω από έναν μεγάλο ορθογώνιο χώρο, διαστάσεων 9,70x 3,60μ., ο οποίος καλυπτόταν σε όλη του την έκταση με ψηφιδωτό δάπεδο, αναπτυσσόταν το κτίριο (πιθανώς έπαυλη), που περιλάμβανε χώρους λουτρών και διαμονής. Το ψηφιδωτό, το οποίο ήταν αρκετά φθαρμένο, έφερε κατά μήκος του κεντρικού του άξονα διακόσμηση με παραστάσεις μέσα σε τετράγωνα πλαίσια, από τις οποίες η καλύτερα διατηρημένη εικονίζει ίππο (εικ.11).


Το γεγονός ότι το ψηφιδωτό δάπεδο βρισκόταν σε μικρό βάθος από την επιφάνεια του εδάφους, καθώς και η συνεχής καλλιέργεια επέφεραν μεγάλη βλάβη στο αρχαίο κτίριο, το οποίο φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά εκτεταμένο καταλαμβάνοντας όλη σχεδόν την έκταση του αγροκτήματος. Μεγάλο μέρος του οικοδομικού υλικού το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του προέρχεται από αρχαιότερα οικοδομήματα, τα οποία η έρευνα θα πρέπει να αναζητήσει σε βαθύτερα στρώματα, ίσως και κάτω από τα θεμέλια του αποκαλυφθέντος κτιρίου.
Οι δοκιμαστικές ανασκαφικές τομές που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα σημεία της Πολίχνης, και κυρίως στις περιοχές νότια και δυτικά του Διβαρίου, έφεραν στο φως σε μικρό βάθος από την επιφάνεια του εδάφους πυκνά λείψανα κτιρίων υστερορωμαϊκών ή πρωτοχριστιανικών χρόνων, τα οποία καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση.
Ο κίνδυνος καταστροφής των κτιρίων αυτών μας απέτρεψε από το να προχωρήσουμε την έρευνά μας σε μεγαλύτερο βάθος προκειμένου να διαπιστώσουμε την ύπαρξη αρχαιότερων οικοδομικών φάσεων. Μια συστηματική ανασκαφική έρευνα στην περιοχή πιστεύουμε ότι θα δώσει πολλά νέα στοιχεία και θα επιτρέψει να εντοπιστεί η θέση της αρχαίας Ανδανίας.


Δρ Ξένη Αραπογιάννη, αρχαιολόγος.
"Αρχαιολογική τοπογραφία της άνω Μεσσηνίας"  -Αρχαιολογία και Τέχνες, τεύχος 130, Αύγουστος 2019 (online)

1 Curtius 1851-1852, σ. 132-134. Καββαδίας 1901, σ. 17. Αραπογιάννη 2012β, σ.453, εικ.954, 955.
2 Valmin 1930, σ. 93–94. Με την άποψη του Σουηδού αρχαιολόγου συντάσσεται και η υπογράφουσα, καθώς αυτή ενισχύεται τόσο από τα επιφανειακά ευρήματα όσο και από τα δεδομένα της βραχύχρονης ανασκαφικής έρευνας που διενήργησε η ίδια στην Πολίχνη το έτος 2007.
3 Deshours 2006, σ.49-62. Θέμελης 2008, όπου ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η περίφημη επιγραφή με τα Μυστήρια της Ανδανίας χρονολογείται στο +24 και όχι στο -92/1, χρονολογία που είχε έως σήμερα καθιερωθεί από τους μελετητές. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ο Π. Θέμελης θεωρώντας ότι το επαναλαμβανόμενο στην επιγραφή «πεντηκοστό πέμπτο» έτος υπολογίζεται από το -31, έτος της νίκης του Οκταβιανού Αυγούστου στη ναυμαχία του Ακτίου της Αιτωλοακαρνανίας, και όχι το -146, έτος της καταστροφής της Κορίνθου και υποδούλωσης της Ελλάδας στους Ρωμαίους. Ο ίδιος επισημαίνει επίσης ότι ο ιεροφάντης Μνασίστρατος που αναφέρεται στην επιγραφή ανήκε σε πανίσχυρη οικογένεια, καταγόμενη ενδεχομένως από τις «παλαιές» ιερατικές οικογένειες των Μεσσηνίων της Διασποράς, οι οποίοι επιστρέφοντας το -369 στην πατρίδα εγκατέστησαν τις παραδοσιακές λατρείες στην πρωτεύουσα και στα μεγάλα αγροτικά ιερά (όπως της Ανδανίας), αποκαθιστώντας έτσι τους θρησκευτικούς δεσμούς του τόπου με το παρελθόν, τους οποίους είχε βίαια διακόψει η μακρόχρονη σπαρτιατική κατοχή. Τότε ίσως πλάστηκε η ιστορία του Αιπυτίδη Αριστομένη, που είχε γενέτειρα την Ανδανία και θεωρήθηκε πρόγονος του ιεροφάντη Μνασίστρατου.
4 Τα μέλη αυτά φωτογραφήθηκαν και καταγράφηκαν από την υπογράφουσα το έτος 2007. Τότε μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας τα δύο τμήματα μαρμάρινων ραβδωτών ημικιόνων (Λ7207 και Λ7208), που κείτονταν στον περίβολο μιας οικίας του χωριού. Βλ. Αραπογιάννη 2007β, σ.360.
5 Valmin 1928-29, σ.33-34, εικ.5. Θέμελης 1967, σ.207. Αραπογιάννη υπό έκδ.
6 Ο κιονίσκος (Λ 7204) μεταφέρθηκε με ευθύνη της υπογράφουσας το 2007 στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας, όπου φυλάσσεται.
7 Θέμελης 1967, σ.207, όπου αναφέρεται ότι κοντά στο βάθρο βρέθηκε τεμάχιο μαρμάρινου ενεπίγραφου θωρακίου (διαστάσεων 0,28x 0,12μ., πάχ. 0,065μ.) επάνω στο οποίο διακρινόταν τμήμα επιγραφής: ΑΥCΑΙΤΗC.
8 Η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε από την υπογράφουσα, κατά τη θητεία της ως Διευθύντριας της ΛΗ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, βλ. Αραπογιάννη 2007β, σ.347-249 και Αραπογιάννη 2014, σ.302-303, εικ.14.
9 Αραπογιάννη 2014, σ.302-303.
10 Η κατασκευή βρισκόταν εντός της ιδιοκτησίας του Ηλία Λυμπερόπουλου και είχε δεχθεί σύγχρονες προσθήκες ακανόνιστης λιθοδομής στο ανώτερο σωζόμενο μέρος της.
11 Το αγρόκτημα, ιδιοκτησίας Ευγενίας Πέτροβα, βρίθει διάσπαρτων αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών, πολλά από τα οποία είναι εντοιχισμένα σε σύγχρονες κατασκευές (τοίχους, μάνδρες, σκάλες κ.λπ.). Σε όλη την έκταση του αγροκτήματος καθώς και των όμορων αγρών υπάρχει πληθώρα αρχαιολογικών ενδείξεων κατοίκησης κατά την αρχαιότητα.
12 Βλ. εδώ, σημ.25. Η ανασκαφή διενεργήθηκε χάρη στην οικονομική βοήθεια του αείμνηστου καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου, η καταγωγή του οποίου ήταν από το χωριό Μαντζάρι, στην περιοχή του Διαβολιτσίου της Άνω Μεσσηνίας.




Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Ιερό Παμίσου, Άγιος Φλώρος Μεσσηνία

Πολύ κοντά στον Άγιο Φλώρο Μεσσηνίας, τον Σεπτέμβριο του 1933, ο Σουηδός αρχαιολόγος Ματίας Νάταν Βαλμίν και η ομάδα του έφεραν στο φως τα ερείπια του ιερού του Παμίσου. Σημαντικά ευρήματα ήλθαν στο φως όπως: πέντε κούροι, αρκετά ορειχάλκινα αγqλμάτια που παριστάνουν μικρά παιδιά με παραμορφωμένα μέλη, ειδώλεια, κυρίως μπρούτζινα και πήλινα, που απεικονίζουν ανθρώπους, θεούς και ήρωες, καθώς και ζώα, ιδίως ταύρους και κατσίκια. Με τη μορφή του ταύρου εικονιζόταν ο Θεός Παμισος, όπως προκύπτει από την αναθηματική στήλη που βρέθηκε στις πηγές του ποταμού.
Έτσι φωτίζεται και η πληροφορία που δίνει ο Παυσανίας πως στις πηγές του Πάμισου τα παιδιά έβρισκαν γιατρειά. Ο Πάμισος λατρευόταν ως θεός θεραπευτής. Μια άλλωστε από τις πηγές του Αγίου Φλώρου ακόμη και σήμερα έχει χλιαρό νερά, και μπορεί στην αρχαιότητα να ήταν θερμή πηγή.


Ο Άγιος Φλώρος:
Ο Aγιος Φλώρος είναι ένα χωριό 294 κατοίκων με πανέμορφη βλάστηση, 20 χλμ. βορειοδυτικά της Καλαμάτας και μόνο 3 χλμ βορειοδυτικά του Αρφαρά, χτισμένο στις όχθες του ποταμού Παμίσου.
"Δύο εκδοχές υπάρχουν για τη προέλευση της ονομασίας του χωριού. Κατά τη πρώτη όταν οι Φράγκοι αντίκρισαν για πρώτη φορά το βάλτο της περιοχής, κατάσπαρτο από πολύχρωμα άνθη, φώναξαν " Φλάουερ, φλάουερ", και η ξένη λέξη παίρνοντας ελληνική κατάληξη επικράτησε. κατα τη δεύτερη εκδοχή, το χωριό ιδρύθηκε το 16ο αιώνα, και στην αρχή απετελείτο από δύο οικισμούς, που στα 1770 συμπτύχθήκανε σε έναν, δημιουργώντας το χωριό. Πήρε την ονομασία του από ένα πλησιόχωρο ξωκλήσι αφιερωμένο στη μνήμη των αδελφών Αγίων Φλώρου και Λαύρου, λιθοξόων,καταγομένων από τις Κυκλάδες". 

Ο « Άγιος Φλώρος», καταστράφηκε ολοκληρωτικά, από τους Γερμανούς, το Φεβρουάριο του 1944, σε αντίποινα για την επίθεση που δέχθηκε γερμανική στρατιωτική φάλαγγα.


Ο Πάμισος στις Αρχαίες πηγές:
Από ιστορικές πηγές (κυρίως Παυσανία και Στράβωνα), μαθαίνουμε διάφορα πράγματα για τον ποταμό και την τότε κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή.
Ο γεωγράφος Στράβωνας γράφει (1) «...αφού η Μεσσηνία και μάλιστα η Λακωνία ανήκεν εις τον Μενέλαον και διαρρέεται υπό των ποταμών Παμίσου και Νέδωνος …» και λίγο πιο κάτω:
«Ουχί μακράν της Κορώνης σχεδόν εις το μέσον του κόλπου, εκβάλλει ο ποταμός Παμισός»,
«Ο δε Παμισός είναι ο μεγαλύτερος ποταμός που υπάρχει εντεύθεν του Ισθμού, καίτοι ο ρούς του ολόκληρος από των πηγών και δια μέσου των πεδιάδων της Μεσσηνίας και της καλουμένης Μακαρίας, τας οποίας πλουσίως διαβρέχει, δεν έχει μήκος μεγαλύτερον των πεντήκοντα σταδίων.

Ο περιηγητής Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά» του, γράφει για τον Πάμισο και την περιοχή και αναφέρεται (δυστυχώς με λίγα λόγια) στις διάφορες λατρείες του ποτάμιου Θεού, Παυσανίας (2,3,4). Ο υιός του Δωτάδα, Συβότας καθιέρωσε να θυσιάζει κατ’ έτος ο βασιλευς εις τον Πάμισον και να προσφέρει τιμάς προς τον υιόν του Μελανέως Εύρυτον εις την Οιχαλίαν προ της διεξαγωγής της τελετής των Μεγάλων θεων, η οποία εγίνετο εις την Ανδανίαν.
Και λίγο πιο κάτω, συνεχίζει Παυσ. (2, 3, 4)
«Οπως βαδίζει κανείς από την Θουρίαν προς την Αρκαδίαν, συναντά τας πηγάς του Παμίσου, εις τας οποίας θεραπεύονται τα μικρά παιδιά».
Λίγο πιο κάτω ο Παυσανίας συνεχίζει να δίνει πληροφορίες για τον πλούτο που πρόσφερε ο Πάμισος στην Μεσσηνιακή πεδιάδα και φυσικά να συγκρίνει τον Πάμισο με άλλους ποταμούς.
Παυσ. (2, 3, 4) «Από την Μεσσήνην έως το στόμιον του Παμίσου είναι ογδοήκοντα στάδια, ο δε Πάμισος ρέει δια μέσου καλλιεργουμένης χώρας, έχει καθαρά νερά και είναι πλωτός εις μήκος δέκα περίπου σταδίων από την θάλασσαν, εις αυτόν εισέρχονται και θαλασσινά ψάρια και μάλιστα κατά την άνοιξιν...»

Αρχαίες λατρείες στον Πάμισο:
Ο Παυσανίας στα «Μεσαηνιακά» του, κάνοντας αναφορά στον Πάμισο, αναφέρει τη λατρεία του ποτάμιου Θεού Πάμισου, ανάμεσα σε πολλές άλλες προδωρικές λατρείες που γινόντουσαν στην περιοχή και που μετά τη δωρική κατάκτηση είχαν παραμεληθεί.
Περνώντας όμως τα χρόνια άρχισαν σιγά-σιγά να ξαναγίνονται οι γιορτές αυτές και μάλιστα από Δωριείς ηγεμόνες. Ανάμεσα σε αυτές τις γιορτές μνημονεύει ο Παυσανίας τη γιορτή του Δία ΙΘωμάτα, του Μαχάονα και των παιδιών του Νικόμαχου και Γόργασου, της Μεσσήνης, του Ευρύτου και του Πάμισου.
Αυτός που εισηγήθηκε τις προδωρικές γιορτές ήταν ο ηγεμόνας των Δωριέων Γλαύκος. Για τη γιορτή του Πάμισου εργάστηκε ο Συβότας, βασιλιάς και γιος του Δωτάδα από τη γεννιά του Κρεσφόντη και είναι αυτός που χαρακτηρίζεται και οργανωτής της λατρείας.
Ο Συβότας όρισε να είναι η γιορτή ετήσια και να συνδυάζεται με θυσία για το θεό Πάμισο από τον εκάστοτε βασιλιά του τόπου. Δεν μας πληροφορεί όμως ο Παυσανίας σε ποιο σημείο του ποταμού γινόντουσαν αυτές οι εκδηλώσεις.


Τα λείψανα του ιερού του Παμίσου
 στον Άγιο Φλώρο Μεσσηνίας. 
Το Ιερό του Παμίσου:
Σήμερα μετά από διάφορα στοιχεία που έχουν έλθει στο φως από αρχαιολογικές αποστολές, μπορούμε να μιλήσουμε, με κάποια βεβαιότητα, πως οι γιορτές αυτές γινόντουσαν στις πηγές του ποταμού, στο σημερινό χωριό Άγιος Φλώρος.
Στον Άγιο Φλώρο , η Σουηδική αποστολή ανέσκαψε Το ναό του Παμίσου, όπου η λατρεία βεβαιώθηκε με επιγραφικό ευρήματα.
Μια από τις πηγές του Πάμισου βρίσκεται σε κεντρικό σημείο του χωριού, απέναντι από την ανακαινισμένη εκκλησία των Αγίων Φλώρου και Λαύρου, πλάι στον αιωνόβιο και υπερμεγέθη πλάτανο.
Στη βορεινή πλευρά του χωριού, υπάρχουν δύο μικρές σ’ επιφάνεια, αλλά βαθιές λίμνες, σκεπασμένες με νούφαρα και άλλα υδροχαρή φυτά. Λέγονται  "Μάτια" και σ’ αυτές προσορμίζονταν κατά τους αρχαίους χρόνους τα πλοία, που έφταναν ως εδώ, αναπλέοντας τον Πάμισο.
Πολύ κοντά στα «Μάτια» το Σεπτέμβριο του 1933 ο Σουηδός αρχαιολόγος ματίας Νάταν Βαλμίν και η ομάδα του έφεραν στο φως ερείπια αρχαίου ιερού του Ασκληπιού, δωρικού ρυθμού, διαστάσεων 7,42 χ 8,75 μ., και μια μαρμάρινη στήλη με την επιγραφή: «ΑΣΚΛΑΠΙΟΔΩΡΟΣ ΠΑΜΙΣΩΙ» και μία ακόμα που γράφει:«ΔΕΞΙΠΠΟΣ EYXHN ΕΠΗΚΟΩ ΠΑΜΙΣΩ».





Ενεπίγραφη στήλη με κυματιοφώρο στέψη. Στην όψη σώζετε ανάγλυφη παράσταση ταύρου , που συμβολίζει τον θεό Πάμισο. Πάνω και κάτω από το ανάγλυφο ήταν χαραγμένες δύο αναθηματικές επιγραφές στον θεό, μία του -3ου (μη σωζόμενη) και μία άλλη του -1ου αιώνα.
Άγιος Φλώρος, ιερό θεού Παμίσου.
Μουσείο Μεσσηνίας, Καλαμάτα.















Επίσης πολλά ακόμα σημαντικά ευρήματα ήλθαν στο φως όπως: πέντε κούροι, αρκετά ορειχάλκινα αγqλμάτια που παριστάνουν μικρά παιδιά με παραμορφωμένα μέλη, ειδώλεια, κυρίως μπρούτζινα και πήλινα, που απεικονίζουν ανθρώπους, θεούς και ήρωες, καθώς και ζώα, ιδίως ταύρους και κατσίκια. Με τη μορφή του ταύρου εικονιζόταν ο Θεός Παμισος, όπως προκύπτει από την αναθηματική στήλη που βρέθηκε στις πηγές του ποταμού. Υπάρχει επίσης πλήθος μικροσκοπικών πήλινων αγγείων από τα προοριζόμενα μόνο για αναθήματα. Τα μικρά αυτά αναθήματα αρχίζουν από το -500  και φθάνουν ως τους Ελληνιστικούς χρόνους -300.
Για η φύση της σημαντικής αυτής ποτάμιας λατρείας υπάρχει μια σαφής νύξη στο επίθετο «επικόω» της πιο πάνω επιγραφής, που σημαίνει ότι ο θεός αυτός είναι «επήκοος». Επακούει δηλαδή και βοηθάει αυτούς που τον έχουν ανάγκη.
Αρκετά "αφιερώματα" βρίσκονται στο Μπενάκειο αρχαιολογικό μουσείο Καλαμάτας για συντήρηση και φύλαξη, αλλά και η ακροκέραμος του ιερού ναού. Όλα τα ορειχάλκινα ευρήματα (24 ορειχάλκινα ειδώλια, 19 διάφορα ορειχάλκινα αντικείμενα και 14 νομίσματα) μεταφέρθηκαν το 1934 και βρίσκονται μέχρι σήμερα στο Τμήμα Ορειχαλκίνων του Εθνικού Μουσείου Αθηνών.

Ανθεμωτή ακροκέραμος, αρχιτεκτονικό 
μέλος του ιερού του Παμίσου Άγ. Φλώρος:
 Ιερό Παμίσου 2ος -1ος αι. π.Χ. 
Έτσι φωτίζεται και η πληροφορία που δίνει ο Παυσανίας πως στις πηγές του Πάμισου τα παιδιά έβρισκαν γιατρειά. Ο Πάμισος λατρευόταν ως θεός θεραπευτής. Μια άλλωστε από τις πηγές του Αγίου Φλώρου ακόμη και σήμερα έχει χλιαρό νερά, και μπορεί στην αρχαιότητα να ήταν θερμή πηγή.
 Αν και η αρχαιολογική έρευνα της περιοχής, υπήρξε περιορισμένη, το πλήθος των αναθημάτων και η παλαιότητα της λατρείας (το όνομα του ποταμού θεωρείται προελληνικό, ίσως είναι και η λατρεία του) μπορεί να σημαίνει πως μια τοπική λατρεία πήρε τη θέση ασκληπιείου!
 Ο Πάμισος μπορεί ακόμη να ήταν ένας θεός επικούριος ή συμπαραστάτης και όχι μόνο ιαματικός. Οι ποταμοί είναι από την φύση τους μεγάλες και δυνατές δυνάμεις. Αυτό είναι αρκετό ώστε αυθόρμητα και αβίαστα να μπορούν να ζωοποιηθούν και να λατρευτούν για την κίνηση τους, που είναι η απλούστερη εκδήλωση ης ζωής. Βέβαια αυτή η εκδήλωση της ζωής και της δύναμης γίνεται πολύ αισθητή στις πηγές τους. Αυτό είναι ένα συμπέρασμα που βεβαιώνει τον πιθανό τόπο της λατρείας του ποταμού.

Ο Πάμισος είναι από τα μακρότερα (43 χιλ.) και πολυϋδρότερα ποτάμια της Πελοποννήσου. Από τον τρόπο, όμως που τον παρουσιάζει ο Παυσανίας αλλά και ο Στράβωνας είναι βέβαιο πως επί των ημερών τους ονομαζόταν Πάμισος μόνο το κάτω μέρος του ποταμού (από τις πλούσιες πηγέςτου Αγίου Φλώρου μέχρι των εκβολών, που διαρρέει το κάτω τμήμα της Μεσσηνιακής πεδιάδας, το ονομαζόμενο από τον Στράβωνα με το επίθετο «Μακαρία», που την ποτίζει και την καρπίζει.

Ιερό Παμίσου: " ΔΕΞΙΠΠΟΣ ΕΥΧΗΝ... ΕΠΗΚΟΩ ΠΑΜΕΙΣΩ"

Από την σύντομη πληροφορία του Παυσανία για την ευεργητική επίδραση του ποταμού πάνω στα νέα παιδιά, είναι φανερό πως οι αρχαίοι έβλεπαν την ζωοδότειρα δύναμη του ποταμού, όπως και πολλών άλλων ποταμών, σαν μια δύναμη που άξιζε να λατρεύουν, και την λατρεύανε σαν δύναμη κουροτρόφο. Το πιο συνηθισμένο τάμα για κάθε ευεργεσία του ποτάμιου Θεού προς ένα νέο άτομο ήταν η αφιέρωση (της κόμης) των μαλλιών του στον Θεό ποταμό. Για πολλές περιοχές της Ελλάδας έχουμε μαρτυρίες για τέτοια αφιερώματα κυρίως όταν το παιδί περνούσε από την εφηβική ηλικία στην ανδρική, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο.
Ας μην προσπαθήσουμε να γράψουμε τίποτα άλλο για τον Πάμισο. Τη σπουδαιότητα του την κατάλαβαν οι πρόγονοί μας και ο Παυσανίας και ο Στράβωνας την έγραψαν για να την διαβάσουμε και εμείς και να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα


Ελένη Κ. Φάσσου, εφημερίδα «ΒΑΛΥΡΑ» φύλλο 138 Νοεμβρίου 1995.

Βιβλιογραφία:
1. Στράβωνας «Γεωγραφικά» C
353, 361, 358, 366, 357 (εκδόσεις Πάπυρος ) Μετάφραση Κ.Θ. Αραπόπουλος
2. Παυσανίας «Μεοσηνιακά» 3.9 –10 , 31.4, 34,4 (εκδόσεις Πάπυρος). Μετάφραση Ανδρέα Πουρνάρα
3. Παυσανίας «Μεσσηνιακά» παραπομπές οι ίδιες εκδόσεις Ζαχαρόπουλος. Μετάφραση Ιωάννη Κορδάτου
4. Παυσανίας «Μεσσηνιακά» παραπομπές οι ίδιες εκδόσεις Εκδοτική Αθηνών.










 Διάφορα αναθήματα από το ιερό του θεού Παμίσου
Χρονολόγηση: -2ος αιών
Μουσείο Καλαμάτας











Το σπήλαιο του Γιαννήρακα:
Ο Μίμης Φερέτος γράφει ότι σε απόσταση μισής ώρας ΒΑ του χωριού στη Δ πλευρά του βουνού « Αλεξομάντρι» βρίσκεται ένα πολύ ενδιαφέρον από γεωλογικής, αρχαιολογικής και τουριστικής απόψεως σπήλαιο, γνωστό σαν η « Σπηλιά του Γιαννήρακα», που εξερευνήθηκε πρόχειρα το 1958 από το ίδιο και μερικούς κατοίκους της περιοχής. « Έχει είσοδο ύψους 1,20 μ και πλάτους 2,50 μ. Η πρώτη αίθουσα έχει βάθος 15 μ. πλάτος 6 μ και ύψος 2,50. Ένα πλήθος από σταλακτίτες και σταλαγμίτες της προσδίδουν φαντασμαγορική όψη. Τρείς διακλαδώσεις οδηγούν σε μικρότερες αίθουσες με θολωτή οροφή, στολισμένες όμοια με αναρίθμητους σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Η πρώτη δεξιά της εισόδου διακλάδωση οδηγεί ανάμεσα από δύο ωραιότατους στύλους σε μία αίθουσα διαστάσεων 3/3 με μικρά πλάγια διαμερίσματα και «γαλαρία» που οδηγεί σε μεγάλο βάθος. Στη μικρή αίθουσα βρέθηκαν πολλά οστά ανθρώπων και ζώων καθώς και αρκετά θραύσματα εγχρώμων αγγείων διαφόρων εποχών, που μαρτυρούν ότι το σπήλαιο εξυπηρετούσε λατρευτικούς σκοπούς κατά το μακρινό παρελθόν. Σύμφωνα με τη προφορική παράδοση το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε στη Τουρκοκρατία και στη Γερμανική κατοχή, ως καταφύγιο και μάλιστα υπήρχε στη πρώτη αίθουσα εκκλησάκι.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Κάστρο Γαρδικίου (Ωριάς), Μεσσηνία

ή Κάστρο της Ωριάς ή Παλιόκαστρο ή Κόκκαλα 


Στη νοτιοδυτική Αρκαδία, κοντά στα όρια με τη Μεσσηνία, υπάρχει το άγνωστο -αλλά με ιδιαίτερη ιστορία- κάστρο του Γαρδικίου (έχει και την άτυπη ονομασία «Κάστρο της Ωριάς»).Bρίσκεται σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από τον οικισμό Τουρκολέκα (πατρίδα του Νικηταρά) και είναι χτισμένο σε απόκρημνο λόφο, παραφυάδα της όρους Ελληνίτσας και στο πέρασμα του Μακρυπλαγίου προς Μεσσηνία.


Το Όνομα του Κάστρου
Το κάστρο αναφέρεται στο Χρονικόν του Μορέως (στη Γαλλική έκδοση) με το όνομα Gradisco ή Bardisco. Εκ παραφθοράς προέκυψε το Γαρδίκι. Ο Βυζαντινός ιστορικός Φραντζής το αναφέρει ως Γαρδικίη.Το όνομα Κόκκαλα ή Κόκλα χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τον γκρεμό, κάτω από τη νότια πλευρά του κάστρου, όπου πετάχτηκαν από τους Τούρκους τα 6000 άψυχα κορμιά των σφαγιασθέντων μετά την κατάληψή του. Αργότερα, με το όνομα αυτό αναφερόταν ολόκληρο το κάστρο.Το κάστρο επίσης ονομάστηκε «Κάστρο της Ωριάς» (ή της «Ξουριάς»), όπως και πολλά άλλα κάστρα της Ελλάδας, από το θρύλο της ωραίας πριγκίπισσας που έπεσε στον γκρεμό για να μην πιαστεί από τους Οθωμανούς. Για το Γαρδίκι πάντως δεν είναι γνωστό ούτε ποια ήταν η Ωριά ούτε τι συνέβη ακριβώς.Το κάστρο επίσης ονομάζεται και Παλαιόκαστρο από τους κατοίκους της περιοχής.


Ιστορία
Το κάστρο χτίστηκε από τους Φράγκους του Πριγκιπάτου της Αχαΐας πάνω στα ερείπια της ακρόπολης της αρχαίας Αμφείας. Πρώτη αναφορά για το κάστρο γίνεται στο Χρονικόν του Μορέως σχετικά με τη μεταφορά εκεί Βυζαντινών αιχμαλώτων μετά τη Μάχη του Μακρυπλαγίου, το 1264. Οι αιχμάλωτοι στρατηγοί Καβαλαρίσης, Φίλης και Μακρινός οδηγήθηκαν «εκεί που ένι σήμερον το κάστρον του Γαρδικίου» και φυλακίστηκαν στις σπηλιές που υπήρχαν γύρω από το κάστρο μέχρι να μεταφερθούν στο κάστρο της Βελιγοστής. Από την αφήγηση αυτή προκύπτει ότι το κάστρο κτίστηκε μετά τη μάχη, οπότε υπολογίζεται ότι αυτό έγινε ανάμεσα στα 1264 - 1292.
Λίγο μετά την κατασκευή του, άγνωστο πότε ακριβώς και κάτω από ποιες συνθήκες, το κάστρο έπεσε στα χέρια των Βυζαντινών του Δεσποτάτου του Μορέως. Αυτό είναι σίγουρο επειδή γνωρίζουμε ότι η Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου (1297-1301) ίδρυσε το κάστρο του Μίλα για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Βυζαντινών στο μεσσηνιακό κάμπο με ορμητήριο το κάστρο του Γαρδικίου.
Το 1374 το κάστρο πολιορκήθηκε από τον Φράγκο στρατηγό Φραγκίσκο του Σαν Σεβερίνο που ήρθε εδώ με 50 λογχοφόρους 50 βαλλιστές και 50 μισθοφόρους. Ο φρούραρχος Σεργιάννης Γιλόπουλος με τη βοήθεια του Μανουήλ Καντακουζηνού, που έσπευσε σε βοήθεια από τον Μυστρά, κατάφερε να υπερασπιστεί με επιτυχία το κάστρο.
Το έτος 1423, όταν η Πελοπόννησος δέχτηκε την εισβολή του Τουραχάν, οι πηγές δεν μαρτυρούν επίθεση των Οθωμανών στο Γαρδίκι, αποκαλύπτουν όμως νίκη των Ελλήνων στην δύσβατη κλεισούρα του Μακρυπλαγίου. Όμως αργότερα, το 1460, όταν στην Πελοπόννησο επέδραμε ο Μωάμεθ Β’ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι κάτοικοι της περιοχής καθώς και φυγάδες από το κάστρο Λεονταρίου κατέφυγαν στο Γαρδίκι για να γλιτώσουν. Η πολιορκία που ακολούθησε ήταν σκληρή. Οι Τούρκοι κατόρθωσαν να αποκόψουν τις πηγές πόσιμου νερού και έτσι η έλλειψη νερού, το μεγάλο πλήθος των φυγάδων, μαζί με την αφόρητη ζέστη οδήγησε τους πολιορκημένους σε απόγνωση και ο φρούραρχος Μπούκαλης αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει.
Κατά την συνήθη τακτική τους οι Τούρκοι καταστρατήγησαν την συνθήκη, και έσφαξαν 6.000 από τους παραδοθέντες μαζί με τα ζώα τους, ενώ ελάχιστοι ήταν εκείνοι που κατάφεραν να γλυτώσουν βρίσκοντας καταφύγιο στα ενετικά κάστρα των παραλίων της Μεσσηνίας. «Αλώνισαν τους χριστιανούς με τα άλογα σε ένα αλώνι» λέει ο θρύλος για τα γεγονότα του Μαΐου του 1460. Είναι τότε που θρυλείται ότι το αίμα των σφαγιασθέντων έφθασε μέχρι την πεδιάδα, ενώ οι σωροί πτωμάτων έδωσαν στο κάστρο την επωνυμία «Κόκκαλα».
Μετά την καταστροφή του το Γαρδίκι δεν αναφέρεται πουθενά και προφανώς ερήμωσε. Ξαναέρχεται όμως στο προσκήνιο στα χρόνια της επανάστασης όταν μετά την ατυχή μάχη της Δραμπάλας ο Γενναίος Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του θα καταφύγουν σ' αυτό.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Το κάστρο είναι σε δυσπρόσιτο σημείο και η πρόσβαση σε αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολη και επικίνδυνη και δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο από την πυκνή βλάστηση.
Στο κάτω μέρος τους στενόμακρου υψώματος σχηματίζεται ένα μικρό πλάτωμα στην άκρη του οποίου υπάρχει απότομος γκρεμός. Νοτιοανατολικά του πλατώματος διασώζεται η μοναδική πύλη του κάστρου και τείχη μήκους 10 μέτρων, που έχουν χτιστεί με πέτρες, κεραμίδια και ασβεστοκονίαμα.
Ανεβαίνοντας προς την κορυφή συναντάμε τμήματα από το δεύτερο οχυρωματικό περίβολο, έναν ερειπωμένο πύργο, μια δεξαμενή και τα χαλάσματα από την εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης ή Φονεμένης. Βορειοδυτικά της Παναγίας, υπάρχουν τέσσερις τάφοι που έχουν συληθεί από αρχαιοκάπηλους, ενώ στη μέση περίπου της ανόδου σώζεται μια θολωτή δεξαμενή, θεμέλια σπιτιών, μιας μικρής εκκλησίας και η ερειπωμένη μητρόπολη του κάστρου. Μια ακόμα εκκλησία, της Αγίας Ελεούσας, συναντάμε απομονωμένη στη βορειοδυτική πλαγιά του λόφου εκεί που έχει απομείνει το τοπωνύμιο Γύφτικα, το οποίο μαρτυρά την ύπαρξη εργαστηρίων επεξεργασίας όπλων και σκευών την εποχή που κατοικείτο το κάστρο.
Αριστερά από την θολωτή δεξαμενή, σε κοίλωμα πανύψηλου βράχου, δύο όρθιες λευκές πέτρες αποκαλούνται από τους ντόπιους «στους παπάδες». Διασώζεται μια τοπική παράδοση που έχει τη ρίζα της στο μαρμαρωμένο βασιλιά και μιλάει πως «μαρμαρωθήκανε εδώ ο παπάς και η παπαδιά του σαν πέσανε από το κάστρο όταν το πήραν οι Τούρκοι».


Το Κάστρο στην Τέχνη και στο Λόγο
Αναφορά του κάστρου στο Χρονικόν του Μορέως:
Ἐπῆρε τὸν κ᾿ ἐδιέβησαν ἀπάνω εἰς ἕνα σπήλαιον,
ὅπου ἦτον μέσα εἰς δύο βουνία, εἰς μίαν λαγκάδα ἀπέσω
ἐκεῖ ὅπου ἔνι σήμερον, τὸ κάστρον Γαρδικίου·

Πηγές
Ιστοσελίδα Medieval Greece
Ιστοσελίδα Meropitopik - Το κάστρο της Ωριάς (Γαρδικίου)
Ιστοσελίδα kalimera-arcadia.gr -Το κακοτράχαλο κάστρο του Γαρδικίου …και η ανύπαρκτη πρόσβαση σε αυτό!

Αναδημοσίευση κειμένου από το ιστολόγιο Καστρολόγος






Αρτίκι: Βυζαντινό κέντρο της Τριφυλίας


Το Αρτίκι είναι ένα μικρό χωριό της επαρχίας Τριφυλίας του Νομού Μεσσηνίας. Το βλέπουμε,πηγαίνοντας από Καλαμάτα προς Κυπαρισσία, μετά το Κοπανάκι, Νότια, στην αριστερά πλευρά, πάνω σε έναν λόφο.Έχει υψόμετρο περίπου 250 μέτρα. Έχει καλό κλίμα, χωρίς υγρασία και πολύ πράσινο. Υδρεύεται με νερό από πηγή, με φυσική ροή και που χρησιμοποιείται και για άρδευση.
Κοντά στο Αρτίκι υπάρχουν δύο συνοικισμοί, το Κρίτσι και την Παναγιά που απέχουν περίπου 7 και 5 χιλιόμτερα από το χωριό και που σήμερα είναι και οι δύο ακατοίκητοι.
Το Κρίτσι, από το 1956, έχει μετονομασθεί σε Άγιο Νικόλαο, από την Εκκλησία του που είναι αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο και η οποία τα τελευταία χρόνια ανακαινίστηκε. Το Κρίτσι έχει σύνδεση οδική με αυτοκίνητο (χωματόδρομο) από το Σελά, την Σαρακινάδα (τώρα Κρυονέρι),την Παναγιά και το Αρτίκι.
Η Παναγιά συνδέεται οδικώς (χωματόδρομος) με την Σαρακινάδα,το Κρίτσι και το Αρτίκι.
Το Αρτίκι συνδέεται με ασφαλτοστρωμένη δρόμο με το Κοπανάκι και την Κυπαρισσία, απέχοντας 6 χιλιόμετρα από τη διασταύρωση του δρόμου Κοπανακίου-Κυπαρισσίας.
Από το Κοπανάκι απέχει 7 χιλιόμετρα και από την Κυπαρισσία 22.
Το Αρτίκι άρχισε να κατοικήται, από το 1850 έως το 1915, με κατοίκους που μετοίκησαν από το χωριό Κρυονέρι (πρώην Σαρακινάδα), γιατί εκεί είχαν τις περουσίες τους.
Στην ευρύτερη όμως περιοχή του Αρτικίου και συγκεκριμένα στις τοποθεσίες Εκκλησιές και Ήρα έχουν εντοπισθεί ίχνη Αρχαιολογικών ευρημάτων από τα οποία πιθανολογείται ότι το Αρτίκι είχε ξανακατοικοιθεί από πολύ παλαιοτέρα, κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους και κατά την Βυζαντινή εποχή.

Ευρήματα από το Αρτίκι, + 11ος αιώνας.
Στη θέση "Ήρα" πρέπει να υπήρχε αρχαίος Οικισμός και Ναός προς τιμήν της Θεάς Ήρας. 
Στη θέση Εκκλησιές, μπορεί να θεωρηθεί ως βέβαιο ότι, υπήρχε μεσαιωνικός οικισμός ο οποίος κατεστράφη ολοσχερώς και ερημώθη, από εχθρική επιδρομή, λίγους μήνες προ της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μάλλον τον Οκτώβριο του 1452 από τον Στρατηγό του Μωάμεθ Β’ Τουραχάν.
Οι δε εναπομείναντες κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν εις Παναγιά, Κρίτσι και Σαρακινάδα το 1453. Λέγεται πως όταν ο Τούρκος Πασάς πρωτοαντίκρυσε την περιοχή του Αρτικίου, με ευχαρίστηση είπε “Αρτίκι μου Τσιφλίκι μου” λόγω του ότι η περιοχή ήταν πεδινή και πολύ εύφορος.
Το 1950 το Αρτίκι, με τους 2 συνοικισμούς του, είχε πληθυσμό 350 κατοίκους και το Σχολείο του το 1945 είχε 65 μαθητές.
Στη μέση του χωριού υπήρχε πηγάδι που εχρησιμοποιήτο για ύδρευση των Αρτικαίων και το οποίο αργότερα σκεπάσθηκε και έγινε πλατεία. Στη συνέχεια παίρνανε νερό από βρύση στην Κοκκινοσκιά που και αυτήν την κατήργησαν, όταν έφεραν νερό με φυσική ροή από το Κεφαλάρι της Παναγιάς το οποίο ήδη και τώρα χρησιμοποιείται τόσο για ύδρευση όσο και για άρδευση. Το παλαιό Σχολείο (δωρεά στην Εκκλησία του Δημόπουλου) γκρεμίσθηκε και έχει κτισθεί νέο, που όμως δεν λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια.
Στην ευρύτερη περιοχή του Αρτικίου συναντάται η σπηλιά -Μήτρου Ντόγκα, όπου επί Τουρκοκρατίας κρυβόταν ο Μήτρος Ντόγκας, ο Βαρυμποπαίος, που ήταν πρωτοπαλλίκαρο, αρχικά του καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη και αργότερα του Κολοκοτρώνη και στην οποία κατέφυγαν και τα γυναικόπαιδα μαζί με τους γέροντες σε μια από τις επιδρομές του Ιμπραήμ το 1825-1828.
Το κυριότερο προϊόν του Αρτικίου ήταν η μαύρη σταφίδα. Παρήγαγε όμως και σιτηρά και εσπεριδοειδή. Είχε και έχει κτηνοτροφία,αλλά τώρα παράγει,κυρίως, λάδι. Λόγω του καλού κλίματός του, ευδοκιμούν πάρα πολλά είδη.

ΠΗΓΗ:  kopanakinews





Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Οι Μεσσηνιακοί Πόλεμοι


Μεσσηνιακοί Πόλεμοι, ήταν οι πόλεμοι μεταξύ των Μεσσήνιων και των Σπαρτιατών. Ξεκίνησαν :
Ο Πρώτος : το -743 και τελείωσε το -724.
Ο Δεύτερος : το -685  και έληξε το -668.
Ο Τρίτος : το -464 και τελείωσε το -454.

Ο Πρώτος Μεσσηνιακός Πόλεμος:

Ήταν ο πρώτος πόλεμος μεταξύ των Μεσσήνιων και των Σπαρτιατών. Ξεκίνησε το -743 και τελείωσε το -724.
Αίτια:
Υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές σχετικά με τα αίτια που οδήγησαν στο ξεκίνημα του πολέμου. Η μία προέρχεται από τους Μεσσήνιους και η άλλη από τους Σπαρτιάτες. Και των δύο εκδοχών όμως τα αίτια, μάλλον ήταν απλά αφορμές, καθώς ο Μεσσηνιακός και ο Σπαρτιατικός στρατός προετοιμάζονταν χρόνια πριν την εκδήλωση του πολέμου.
Σπαρτιατική εκδοχή
Στα σύνορα της Μεσσηνίας και της Λακωνίας, υπήρχε ένας ναός της θεάς Αρτέμιδας, όπου κάθε χρόνο γίνονταν ετήσιες γιορτές στις οποίες συμμετείχαν Μεσσήνιοι και Σπαρτιάτες.
 Οι Σπαρτιάτες υποστήριξαν, πως το -768 κατά τη διάρκεια της γιορτής, κάποιοι Μεσσήνιοι άρχοντες απήγαγαν μερικές νεαρές Σπαρτιάτισες και σκότωσαν τον βασιλιά της Σπάρτης Τήλευκο.
Μεσσηνιακή εκδοχή
 Η εκδοχή των Μεσσήνιων διαδραματίζεται στην ίδια γιορτή. Οι Μεσσήνιοι υποστήριξαν, πως οι Σπαρτιάτες είχαν από καιρό επεκτατικά σχέδια προς τη Μεσσηνία, και κατά τη γιορτή της Αρτέμιδας σχεδίασαν να σκοτώσουν τους Μεσσήνιους άρχοντες και βασιλιάδες, στέλνοντας μερικούς νεαρούς Σπαρτιάτες οι οποίοι ήταν ντυμένοι με γυναικεία ρούχα και στολίδια, στο στρατόπεδο των Μεσσηνίων. Κάποιος όμως από τους Μεσσήνιους αντιλήφθηκε την παγίδα, και το αποτέλεσμα ήταν, οι νεαροί άνδρες μαζί με τον Τήλευκο να σκοτωθούν στην συμπλοκή.
Ο Παυσανίας υποστήριξε πως η εκδοχή των Μεσσήνιων ήταν ποιο βάσιμη. Σταδιακά δημιουργήθηκε μίσος μεταξύ των δυο λαών.
Ο πόλεμος :
Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει πόλεμος μετά από 25 χρόνια, το -743 μετά την αιφνιδιαστική νυχτερινή επίθεση των Σπαρτιατών στην Άμφεια. Οι Μεσσήνιοι οχυρώθηκαν και ενίσχυσαν στην Ιθώμη, και ζήτησαν χρησμό από τους Δελφούς. Ο χρησμός έλεγε πως έπρεπε να θυσιαστεί μια παρθένα κοπέλα για να μείνουν ασφαλείς, με αποτέλεσμα ο Αριστόδημος να θυσιάσει την κόρη του.
Οι Σπαρτιάτες, μαθαίνοντας για την θυσία αυτή, φοβούμενοι, έμειναν για αρκετά χρόνια μακριά από την Ιθώμη. Τελικά όμως επιτέθηκαν και σκότωσαν τον ηγέτη της Μεσσηνίας. Ο Αριστόδημος έγινε νέος βασιλίας της Μεσσηνίας, και οδήγησε τον στρατό του σε μια επίθεση ενάντια στους Σπαρτιάτες, κάνοντας τους να υποχωρήσουν πίσω στην Λακωνία. Οι Σπαρτιάτες κατέληξαν πως έπρεπε να ζητήσουν και αυτοί χρησμό από τους Δελφούς. Το αποτέλεσμα ήταν να πέσει η Ιθώμη και οι Μεσσήνιοι, είτε να καταφύγουν σε άλλες περιοχές, είτε να υποδουλωθούν.
 Περίπου 40 χρόνια αργότερα, μια εξέγερση των Μεσσήνιων, οδήγησε στο Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο.


Ο Δεύτερος Μεσσηνιακός Πόλεμος:

Ήταν ο δεύτερος πόλεμος μεταξύ των Μεσσήνιων και των Σπαρτιατών. Οι πληροφορίες που έχουμε σήμερα για το γεγονός αυτό είναι ελάχιστες. Οι περισσότερες προέρχονται από τον περιηγητή Παυσανία, ένα μέρος των περιγραφών του όμως δεν θεωρούνται ακριβείς. Επίσης πηγή πληροφόρησης αποτελεί ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αλλά και ποιήματα του ποιητή Τυρταίου, του ποιητή που εμψύχωσε τους Σπαρτιάτες στην διάρκεια αυτού του πολέμου.
Λόγω έλλειψης σημαντικών και αξιόπιστων πηγών το χρονικό διάστημα του πολέμου δεν είναι σήμερα γνωστό με ακρίβεια. Εκτιμάται ότι ο πόλεμος ξέσπασε το -685 και έληξε το -668.
Άλλοι θεωρούν πως ο πόλεμος ήταν μεταγενέστερος. Πιθανή ημερομηνία για την έναρξη του πολέμου είναι το -669 λίγο μετά την ήττα των Σπαρτιατών από τους Αργείους στην μάχη των Υσιών. Τότε οι Μεσσήνιοι εκμεταλλευόμενοι την εξασθένηση της Σπάρτης εξεγέρθηκαν εναντίον της. Με τους Μεσσήνιους συμμάχησαν οι Αργείοι, οι Αρκάδες, οι Σικυώνιοι, οι Ηλείοι και οι Πίσατες ενώ με την Σπάρτη συμμάχησαν οι Κορίνθιοι οι οποίοι ήταν εχθροί των Αργείων και οι Λεπρεάτες που ήταν εχθροί των Ηλείων. Επίσης τους Σπαρτιάτες βοήθησε και η Σάμος.
Τα πρώτα χρόνια του πολέμου οι αντίπαλοι ήταν ισοδύναμοι. Οι Σπαρτιάτες όμως σταδιακά επικράτησαν και οι Μεσσήνιοι περιορίστηκαν στην πόλη Είρα στα βόρεια της Μεσσηνίας που μετατράπηκε σε οχυρό τους. Αρχηγός των Μεσσήνιων εκείνη την περίοδο ήταν ο Αριστομένης. Υπάρχει η άποψη πως ο Αριστομένης δεν συμμετείχε στον δεύτερο Μεσσηνιακό πόλεμο αλλά ήταν αρχηγός των Μεσσήνιων σε μία μεταγενέστερη μικρότερης κλίμακας εξέγερση. Οι Μεσσήνιοι απέκρουαν επί δέκα έτη τις επιθέσεις των Σπαρτιατών αλλά τελικά υπέκυψαν. Πολλοί Μεσσήνιοι μετά την ήττα τους κατέφυγαν στην Σικελία και εγκαταστάθηκαν στην Ζάγκλη που μετονομάστηκε σε Μεσσήνη, ενώ κάποιοι εγκαταστάθηκαν στην Ναύπακτο.



ΜΕΣΣΗΝΙΑKOΣ ΠΟΛΕΜΟΣ: μια σπάνια γκραβούρα έκδοσης του G. Delisle, Amsterdam 1733. Απεικονίζει την παράταξη των στρατών των Μεσσήνιων και των Σπαρτιατών στο όρος Ιθώμη


Ο Τρίτος Μεσσηνιακός Πόλεμος:

Και ο τρίτος μεσσηνιακός πόλεμος άρχισε από μια επανάσταση των ειλώτων το -464, που έγινε με την ευκαιρία ενός πολύ δυνατού σεισμού που κατάστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά τη Σπάρτη. Αυτό έδωσε ώθηση στους Μεσσήνιους να ξεσηκωθούν ενάντια πάλι στους Σπαρτιάτες. Μα οι Σπαρτιάτες είχαν δύναμη και βγήκαν μετά από δεκαετή πόλεμο (το -454) νικητές για μια φορά ακόμη.
Μάλιστα αυτήν τη φορά τους Σπαρτιάτες βοήθησαν και οι Αθηναίοι στέλνοντας τον Κίμωνα με 4.000 άνδρες. Λέγεται όμως ότι οι Σπαρτιάτες δε δέχτηκαν και πολύ φιλόξενα τους Αθηναίους κι ίσως αυτό στάθηκε αιτία της επιδείνωσης των σχέσεων ανάμεσα στις δύο πόλεις.
Στον τελευταίο αυτό πόλεμο οι Μεσσήνιοι εξαντλημένοι παράδωσαν στους Σπαρτιάτες το φρούριο στο οποίο είχαν οχυρωθεί. Μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους εγκατέλειψαν τη Πελοπόννησο κι εγκαταστάθηκαν στη Ναύπακτο, όπου έζησαν μέχρι το -368, όταν οι Θηβαίοι νίκησαν στα Λεύκτρα τους Σπαρτιάτες.





Printfriendly