.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Αγιολέο: Η μονή των Κιστερκιανών μοναχών στην Μεσσηνία


Σε σημαντικά αστικά κέντρα εξελίχθηκαν την περίοδο της Φραγκοκρατίας η Μεθώνη και η Κορώνη. Οι δύο πόλεις-λιμάνια ονομάστηκαν από τους Βενετούς oculi capitales comunis (δηλ. μάτια της Βενετίας), επειδή τα λιμάνια τους ανήκαν στους σημαντικότερους εμπορικούς σταθμούς στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου, συγχρόνως όμως αποτελούσαν στρατιωτικές βάσεις. Κατά τη διάρκεια του 13ου αι. στις δύο πόλεις εκτελέστηκαν οχυρωματικά έργα. Επιδιορθώθηκε και ενισχύθηκε το κάστρο της Κορώνης και χτίστηκε το τείχος της Μεθώνης.
Μέσα στο κάστρο της Μεθώνης υπήρχε ο ναός του Αγίου Ιωάννου, μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με γοτθι­κά μορφικά χαρακτηριστικά. Έξω από τα τείχη (sita et posita ad splaciam castri Mothoni/ prope extra castrum Mothoni) εντοπίζεται η εκκλησία της Santa Maria de Velverde.
Σε από­σταση 3 χλμ. από το κάστρο της Μεθώνης, στη θέση Παληομεθώνη, μαρτυρείται ναός γοτθικής αρχιτεκτονικής, ίσως του πρώτου μισού του 12ου αι. Το κτίσμα πιθανόν ανήκε στο πανίσχυρο τότε μοναχικό τάγμα των Κιστερκιανών. Στην Κορώνη αναφέρεται το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου των Μινοριτών μοναχών και οι εκκλησίες της Santa Marie Maioris, του Αγίου Συμεών, του Αγίου Θεοδώρου, των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού κ.λπ.


Ο ναός του Αγιολέου (Άγιος Λεόν)

Βορειοανατολικά της Μεθώνης στην περιοχή «Παλιομεθώνη» διατηρούνται τα επιβλητικά ερείπια του ναού του Αγιολέου.
Πρόκειται για το καθολικό της κιστερκιανής μονής της Santa Maria de Berge που καταστράφηκε από τους Έλληνες το 1267. Ανήκε στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής, αρκετά μεγάλων διαστάσεων, με ισχυρούς τοίχους με αντηρίδες που στήριζαν τη θολωτή οροφή. Στα ανατολικά σώζονται σε αρκετό ύψος οι τοίχοι του τρίκογχου ιερού.
Στο κτίριο διατηρούνται στοιχεία που συναντώνται σε πολλούς ναούς στη Δύση κατά το 13ο αιώνα: οι τρεις προέχουσες κόγχες του ιερού, οι ισχυρές αντηρίδες στις τέσσερις πλευρές του μνημείου, η διάταξη δύο αντηρίδων στις γωνίες του, οι δύο διπλές βάσεις κιόνων πάνω σε ψηλά βάθρα σε επαφή εσωτερικά με το δυτικό τοίχο, οι ημικίονες με τεκτονικά ακόσμητα κιονόκρανα, καθώς και η άλλοτε ύπαρξη πυλώνος στην κεντρική πύλη εισόδου στη δυτική πλευρά, πιστοποιούν μοναδικό δείγμα αμιγούς γοτθικής αρχιτεκτονικής στο μεσσηνιακό χώρο.


Κάτοψη του ναού του Αγίου Λέοντος στην Παλaιομεθώνη. Στον ίδο χώρο βρισκόταν παλαιότερα η Κιστερκιανή μονή Santa Maria del Viridario. 

Χρονολογία έκδοσης
1831-1838

Έκδοση
BLOUET, Guillaume-Abel. Expédition scientifique de Morée,




Σε μεταγενέστερη περίοδο, τον 15ο αιώνα, εντός των ερειπίων της μεγάλης γοτθικής εκκλησίας κτίστηκε ένας μικρότερος σταυρεπίστεγος ναός, τα ερείπια του οποίου σώζονται σε μεγάλο ύψος. Η εγκάρσια καμάρα του στηριζόταν σε τέσσερις ημικίονες μεταξύ των οποίων, στο βόρειο τοίχο, υπήρχε πιθανόν μια είσοδος. Στο βόρειο και το νότιο τοίχο, υπήρχαν δίλοβα παράθυρα με θυρεό άνωθέν τους. Ο περίβολος της εκκλησίας ήταν ενισχυμένος με αντηρίδες.
 Ο Όσιος Λέων ο εν Μεθώνη ήταν μοναχός που γεννήθηκε στην Κολαβρία της Ιταλίας. Κατά τη διάρκεια προσκυνηματικού ταξιδιού στους Αγίους Τόπους και καταβεβλημένος από την άσκηση, πέθανε εν πλω μόλις αντίκρυσε τη Μεθώνη, που ήταν ενδιάμεσος σταθμός των ταξιδιωτών από και προς τα Ιεροσόλυμα. Τότε οι ναύτες έθαψαν το άψυχο σώμα του στην παραλία της Μεθώνης, ενώ αργότερα αγιοποιήθηκε.


Οι Κιστερκιανοί μοναχοί

Οι Κιστερκιανοί ή Σιστερσιανοί αποτελούν μοναχικό τάγμα της Καθολικής Εκκλησίας. Η ονομασία τους προήλθε από την περιοχή Cistercium, (σημερινή Citaeux) της ανατολικής Γαλλίας, όπου ο αββάς της Μολέμ Ροβέρτος και μερικοί σύντροφοί του ίδρυσαν το 1098 μία μονή. Η κίνηση αυτή, στην οργάνωση της οποίας συνέβαλαν αποφασιστικά οι διάδοχοι του Ροβέρτου, Αλβέριχος και άγιος Στέφανος Χάρντινγκ, είχε σκοπό την αυστηρή τήρηση των αρχικών μοναστικών κανόνων του αγίου Βενέδικτου. Οι Κιστερκιανοί, που διακρίνονταν για την ταπεινή και απλή συμπεριφορά τους, επεδίωκαν την πραγματοποίηση του ιδεώδους μιας κοινοβιακής ζωής μέσα στη φύση. 
Τηρούσαν περιόδους σιωπής, αυστηρή νηστεία, ασχολούνταν με τα γράμματα και η χειρωνακτική εργασία ήταν υποχρεωτική για όλους. Ο αββάς κάθε κιστερκιανής μονής ήταν υποχρεωμένος να μεταβαίνει κάθε Σεπτέμβριο στο Citaeux, κανόνας που από το 1240 τροποποιήθηκε και ορίσθηκε ότι απαιτείται μία επίσκεψη κάθε πέντε έτη.

Το τάγμα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη (Ιταλία, Γερμανία, Αγγλία, Ισλανδία κ.α.), κυρίως χάρη στις προσπάθειες του Bernard de Clairvaux, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο δεύτερος ιδρυτής του. Το τάγμα των Κιστερκιανών ανέδειξε πολλούς ασκητές και αγίους, καθώς και τρεις πάπες, τους Ευγένιο Γ΄, Σελεστίνο Δ΄ και Βενέδικτο ΙΒ΄.
 Η ιστορία του εν λόγω τάγματος διαμέσου των αιώνων δεν διαφέρει και πολύ από την ιστορία των άλλων καθολικών θρησκευτικών ταγμάτων. Την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του (12ος και 13ος αι.) διαδέχθηκαν περίοδοι κρίσης, που συχνά προκαλούσαν σχίσματα στις μοναστικές κοινότητες, οι οποίες σχημάτιζαν ιδιαίτερες αδελφότητες. Το σπουδαιότερο από αυτά ήταν των Τραπιστών (1664). Από τότε το τάγμα διαιρέθηκε ουσιαστικά σε δύο μεγάλους κλάδους και παρέμεινε χωρισμένο, παρά τις προσπάθειες επανένωσης που κατέβαλε ο πάπας Λέοντας ΙΓ΄. Υπάρχει και γυναικείο τάγμα Κιστερκιανών, του οποίου τα μέλη είναι χωρισμένα σε διάφορες αδελφότητες.

Όσον αφορά την αρχιτεκτονική ο κιστερκιανός ρυθμός διακρίνεται για τη μεγάλη απλότητα και αυστηρότητά του. Οι ναοί των Κιστερκιανών κατέχουν εξέχουσα θέση για το κάλλος τους. Με την εξάπλωση του τάγματος και την οικοδόμηση ναών και μονών σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, οι Κιστερκιανοί συνετέλεσαν επίσης στη διάδοση των οικοδομικών παραδόσεων και των αρχιτεκτονικών μορφών που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη τον 12ο αι.
 Στο πλαίσιο των αναζητήσεών τους οι Κιστερκιανοί ίδρυαν τα μοναστήρια τους μακριά από κατοικημένες περιοχές, σε απομονωμένες κοιλάδες κοντά σε πηγές. Για την ίδρυση μίας νέας μονής προβλέπονταν συγκεκριμένοι λόγοι και προϋποθέσεις, ενώ η απόσταση μεταξύ των μονών δεν επιτρεπόταν να είναι μικρότερη των 10 μιλίων. 

Στον ελλαδικό χώρο οι Κιστερκιανοί ίδρυσαν συνολικά δώδεκα μονές από τις οποίες τρεις υπήρξαν οι σημαντικότερες: της Ίσοβας και του Ζαρακά στην Πελοπόννησο και του Δαφνίου στην Αττική. Με την πτώση της Λατινικής αυτοκρατορίας το 1261 οι δύο πρώτες μονές έκλεισαν και παρέμεινε εν λειτουργία μόνον η μονή Δαφνίου η οποία έκλεισε το 1458 και μετετράπη εκ νέου σε ορθόδοξο μοναστήρι.

Περισσότερα για την περίφημη μονή της Ίσοβας των Κιστερκιανών μοναχών στον σύνδεσμο: 
Αρχαιολογικοί χώροι στην Τρυπητή, Βόρεια Τριφυλία 


Πηγές
Ιστότοπος: Υπουργείο Πολιτισμού
Ιστότοπος: Καθολικός κόσμος




Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Βυζαντινός ναός Αγίου Νικολάου, Ριζοχώρι Τριφυλία



 Στο χωριό Κοπανάκι της Τριφυλίας και περνώντας τις γραμμές του τραίνου στα 2 περίπου χιλιόμετρα, σε μια ανηφόρα, αριστερά βρίσκεται το κοιμητήριο του Ριζοχωρίου. Εκεί βρίσκεται ο Βυζαντινός ναός του αγίου Νικολάου. Ο ναός είναι, στην σημερινή του μορφή, μονόχωρο κτίσμα του τέλους του 10ου- αρχών 11ου αιώνα. 



 Λίγο έξω από το Κοπανάκι Τριφυλίας βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου, κοιμητηριακός ναός του μικρού συνοικισμού Ριζοχώρι (πρώην Λάπι). 
 Πρόκειται για μονόχωρο, σήμερα ξυλόστεγο ναό, διαστ. 7,50Χ 4,30μ., με μία προεξέχουσα ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά (Εικ.42,43). Στα δυτικά κατασκευάστηκε πριν από μερικά χρόνια ισοπλατής νάρθηκας. Στο ανατολικό πέρας των πλάγιων τοίχων διαμορφώνονταν δύο μικρές τοξωτές θύρες, σήμερα σφραγισμένες, ενώ δύο μεγαλύτερα ανοίγματα ανοίγονταν στο μέσον περίπου των ίδιων πλευρών, και αυτά τοιχισμένα. Η συγκεκριμένη διάταξη των ανοιγμάτων, σε συνδυασμό με την ύπαρξη δοκοθηκών για τη στήριξη στέγης κατά μήκος της βόρειας και της νότιας πλευράς, υποδεικνύουν ότι ο ναός στην αρχική του μορφή πλαισιωνόταν στις πλάγιες όψεις του από ξυλόστεγους χώρους. Η μορφή των χώρων αυτών, εάν δηλαδή ήταν περίκλειστοι με τοίχους (πλάγια κλίτη) ή ημιυπαίθριοι (πλάγιες στοές), δεν είναι προς το παρόν εύκολο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα. 
 Αξίζει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι στη Μεσσηνία έχουν επισημανθεί τα τελευταία χρόνια και άλλοι ναοί με παρόμοια χαρακτηριστικά, που χρονολογούνται, βάσει μορφολογικών κριτηρίων, στο β' μισό του 10ου ή στις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα. Η εκκλησία, μάλιστα, του Ριζοχωριού είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα μνημεία της ομάδας αυτής. Αξίζει να σημειωθεί ότι πάνω από στέγες των πλάγιων χώρων διαμορφώνεται σειρά μονόλοβων παραθύρων, εν είδει φωταγωγού, για την εξασφάλιση φυσικού φωτισμού στο κεντρικό κλίτος.

 
 Ο ναός είναι χτισμένος με ημίεργους λίθους και συνδετικό κονίαμα, ενώ στο αρμολόγημα παρεμβάλλονται άφθονα τεμάχια πλίνθων. Μόνο στο ανώτερο τμήμα του ημικύλινδρου της αψίδας εφαρμόζεται ένα πιο επιμελημένο σύστημα τοιχοποιίας, που θυμίζει το αμελές πλινθοπερίκλειστό. Τα τόξα των ανοιγμάτων είναι πλίνθινα, ενώ οι σταθμοί τους συνίστανται από κανονική τοιχοποιία. Αποκλειστικά με πλίνθους είναι δομημένο το τεταρτοσφαίριο της αψίδας, το τόξο μετώπου του οποίου είναι διβαθμιδωτό. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος περιορίζεται σε οδοντωτές ταινίες που οριοθετούν τα εξωρράχια των τόξων τόσο των παραθύρων του φωταγωγού όσο και του τρίλοβου παραθύρου της αψίδας. Κατά τόπους στην τοιχοποιία σχηματίζονται με πλίνθους διάφορα απλά διακοσμητικά θέματα, κυρίως σχηματοποιημένα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου. Στο εσωτερικό, κυρίως στο χώρο της αψίδας και των πλάγιων τοίχων του Ιερού Βήματος, σώζονται σπαράγματα αυθεντικού επιχρίσματος με ίχνη χρώματος. Γλυπτά των βυζαντινών χρόνων δεν εντοπίστηκαν.
 Η συνεξέταση μορφολογικών και τυπολογικών δεδομένων δεν αντιβαίνει στην ένταξη του μνημείου στα τελευταία χρόνια του 10ου ή στο α' μισό του 11ου αιώνα.

Μιχάλης Κάππας
Ριζοχώρι Κοπανακίου Ναός Αγίου Νικολάου. Αρχαιολογικό Δελτίο 61 (2006). Σελ. 410.




Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Η αρχαία Πύλος των Κλασσικών- Ελληνιστικών χρόνων

Η αρχαία Πύλος των Κλασσικών- Ελληνιστικών χρόνων βρισκόταν στο ύψωμα του Κορυφασίου ακρωτηρίου στο βόρειο άκρο του κόλπου/όρμου του Ναυαρίνου, απέναντι από το βόρειο άκρο της ιστορικής νήσου Σφακτηρίας. Ήταν έρημη κατά την Σπαρτιατική κατοχή αλλά μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας και μέχρι τα Ρωμαϊκά χρόνια γνώρισε ανάπτυξη. Στην σύντομη περιγραφή που κάνει ο Παυσανίας για την αρχαία Πύλο αναφέρει την ύπαρξη του ιερού της Αθηνάς Κορυφασίας και της λεγόμενης οικίας του Νέστορα εντός της οποίας υπήρχε ζωγραφιά που παρίστανε τον Νέστορα. Επίσης εντός της πόλης αναφέρει την ύπαρξη τάφου του Νέστορα.



Η θέση της Πύλου των Κλασσικών- Ελληνιστικών χρόνων [1]
Η αρχαία Πύλος των Κλασσικών- Ελληνιστικών χρόνων βρισκόταν στο ύψωμα του Κορυφασίου ακρωτηρίου στο βόρειο άκρο του κόλπου/όρμου του Ναυαρίνου, απέναντι από το βόρειο άκρο της ιστορικής νήσου Σφακτηρίας και ουσιαστικά ήλεγχε τη νότια άκρη της χερσονήσου Κορυφασίου, προέκταση της οποίας αποτελεί η νήσος Σφακτηρία, που εκτείνεται νότια και περικλείει από δυσμάς τον κόλπο του Ναβαρίνου. Ένας μικρός πορθμός, σήμερα πλωτός μόνο σε μικρά ιστιοφόρα και βάρκες, που αποτελεί τη φυσική βόρεια είσοδο του κόλπου του Nαβαρίνου, το Στενό της Συκιάς, το χωρίζει από τη Σφακτηρία. Το ακρωτήρι, φύσει οχυρή θέση με την απόκρημνη και βραχώδη διαμόρφωση του υψώματος και με τη θάλασσα σχεδόν ολόγυρα, περιβρέχεται δυτικά και νότια από το Ιόνιο πέλαγος, βόρεια από τον όρμο της Bοϊδοκοιλιάς, και ανατολικά εν μέρει από τη λιμνοθάλασσα του Oσμάναγα (ή το Διβάρι).
Από τη στρατηγική αυτή θέση του επισκοπείται ο θαλάσσιος χώρος από τη νήσο Πρώτη (Mαραθονήσι) μέχρι τις Μεσσηνιακές Οινούσσες (Σαπιέντζα, Σχίζα, Αγία Μαριανή Μεσσηνίας ή Αμαριανή και Βενέτικο Μεσσηνίας), καθώς παράλληλα ελέγχει τη βόρεια είσοδο του όρμου του Ναβαρίνου και το εκεί λιμάνι (της Γιάλοβας).
Η χερσόνησος του Κορυφασίου, όπου ο Παυσανίας βρήκε την περήφανη για το παρελθόν της πολίχνη Πύλο, φαίνεται πως πέρασε κατά περιόδους μέρες σχετικής ακμής. Η μακροχρόνια σπαρτιατική κατοχή και η λειψανδρία της σκλαβωμένης Μεσσηνίας είχε συντελέσει στην ερήμωση της πόλης στον -5ο αιώνα.



Ιστορικά στοιχεία
Οι Αθηναίοι με τον Δημοσθένη την βρήκαν έρημη στα -425, αλλά είναι αξιοσημείωτο πως ο Θουκυδίδης (4,3) ονομάζει την θέση Πύλο και βεβαιώνει πως τα πληρώματα του αθηναϊκού στόλου μπόρεσαν, χωρίς λιθουργά εργαλεία, να οχυρώσουν τα ευπρόσβλητα μέρη της χερσονήσου, παίρνοντας πέτρες από τα υπάρχοντα εκεί ερείπια. Όταν η επιχείρηση της Πύλου πέτυχε, οι Αθηναίοι άφησαν εκεί μόνιμη φρουρά, και πολλοί Μεσσήνιοι από την Ναύπακτο και είλωτες από την Μεσσηνία εγκαταστάθηκαν εκεί και παρενοχλούσαν τους Σπαρτιάτες με επιδρομές, και γι΄αυτό οι Σπαρτιάτες ζητούσαν επίμονα στις διαπραγματεύσεις των επόμενων ετών την απόδοση της Πύλου (Θουκ. 4,41).
Με την ειρήνη του -421 οι Αθηναίοι απέδωσαν τους Σπαρτιάτες αιχμαλώτους την Σφακτηρίας, όχι όμως την Πύλο. Με την επιμονή τους οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν μόνο την εκκένωση της Πύλου από τους Μεσσήνιους, τους οποίους οι Αθηναίοι εγκατάστησαν προσωρινά στην Κεφαλληνία και διατήρησαν τη δική τους στρατιωτική βάση στην Πύλο. Μετά από λίγο από την Κεφαλληνία τους ξανάφεραν στην Πύλο (4, 35& 56). Στην Πύλο κατέφυγαν και άλλοι είλωτες από την χερσόνησο Μαλέα που εξεγέρθηκαν κατά των Λακεδαιμονίων, αλλά στην αρχή του -409 οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν την θέση (Διόδ. 13, 64, Ξενοφ. Ελλ. 1, 2,18)
Νέα ερήμωση του Κορυφασίου πρέπει να μεσολάβησε μέχρι το -369, οπότε μετά την απελευθέρωση όλων των Μεσσήνιων ειλώτων και την επάνοδο των φυγάδων η Πύλος επανοικίστηκε.
Στους μακεδονικούς χρόνους ήταν ελεύθερη Μεσσηνιακή πολίχνη (Πόλύβ. 4, 16,7 και 9, 38,8), όπως και στα Ρωμαϊκά χρόνια, όπως φαίνεται από τα νομίσματα που έχουν βρεθεί αλλά και από την περιγραφή του Παυσανία.
Στην σύντομη περιγραφή που κάνει ο Παυσανίας για την αρχαία Πύλο (4,36,1-2) αναφέρει την ύπαρξη του ιερού της Αθηνάς Κορυφασίας και της λεγόμενης οικίας του Νέστορα εντός της οποίας υπήρχε ζωγραφιά που παρίστανε τον Νέστορα. Επίσης εντός της πόλης αναφέρει την ύπαρξη τάφου του Νέστορα.



Η αρχαιολογική έρευνα [2]
Τα αρχαιολογικά δεδομένα από την περιοχή του Κορυφάσιου πιστοποιούν την ύπαρξη πόλης κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, η οποία φαίνεται ότι εκτεινόταν και πέρα από το ίδιο το ακρωτήριο.
Με την αποξήρανση της λιμνοθάλασσας της Γιάλοβας το 1962, η οποία δεν υπήρχε κατά την αρχαιότητα, εκτός από θέσεις της Εποχής του Χαλκού αποκαλύφθηκαν και τμήματα οικισμού, ελληνιστικού στο Ν λαιμό που ενώνει το Κορυφάσιο με την ξηρά και ύστερου ελληνιστικού ή πρώιμου ρωμαϊκού στο ΒΔ τμήμα.
Ο λεγόμενος Τάφος του Θρασυμήδη αναγνωρίζεται παραδοσιακά στον θολωτό τάφο στο Β άκρο του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς, που βρίσκεται σε άμεση οπτική επαφή με το Κορυφάσιο. Πρέπει να ήταν ορατός στους ιστορικούς χρόνους, και μάλιστα τα ανασκαφικά ευρήματα από την περιοχή (μικρό κτίσμα, κεραμική, σχεδόν 400 ανάγλυφα πήλινα πλακίδια) μαρτυρούν ηρωική λατρεία κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή.
Ως «σπηλιά του Νέστορα» είναι γνωστό το μεγάλο σπήλαιο σε δυσπρόσιτη θέση πάνω από το μέσο περίπου της Β πλαγιάς· από το εσωτερικό του αναφέρονται ευρήματα από όλη την προϊστορία, καθώς και από την κλασική περίοδο.


Ο κύριος οικισμός στο Κορυφάσιο, σύμφωνα με τις έρευνες του Μαρινάτου, έχει εντοπιστεί στο Β τμήμα του, κάτω από τη «σπηλιά του Νέστορα», όπου η κλίση είναι ομαλή, και στην περιοχή προς τη Βοϊδοκοιλιά. Ο ερευνητής κάνει λόγο για λείψανα τείχους και τοίχων, θεμελιώσεις μικρών οικιών, πλήθος οστράκων ελληνιστικής και κλασικής εποχής κι άλλα μικροευρήματα· θεωρεί ότι ο οικισμός εγκαταλείφθηκε κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, επειδή ανάμεσα στις οικίες βρήκε ταφές. Ο Pritchett υποθέτει ότι σε αυτή την περιοχή θα βρισκόταν το ιερό της Αθηνάς Κορυφασίας και ο «οἶκος» του Νέστορα.
Το Ν άκρο του Κορυφάσιου περιγράφεται από τους ερευνητές ως μία περιοχή που βρίθει οστράκων· κυριαρχεί η ελληνιστική και ρωμαϊκή κεραμική, όμως έχουν επισημανθεί και αρκετά κλασικά όστρακα, ώστε φαίνεται πως υπήρχε εδώ ένας οικιστικός πυρήνας με αδιάκοπη συνέχεια ζωής από τον -5ο αι. ως και τα αυτοκρατορικά χρόνια[3]. Η κατασκευή του φρουρίου έχει εξαλείψει σχεδόν όλα τα ίχνη της αρχαιότητας από την κορυφή.



Η Κορυφασία Αθηνά
Έχουμε στην Πύλο ακόμη μία περίπτωση όπου η επίκληση της Αθηνάς συμπίπτει με το τοπωνύμιο όπου βρίσκεται το ιερό της. Το επίθετο «κορυφάσιος» σχηματίζεται από τη λέξη «κορυφή», η οποία όμως εδώ αφορά εξίσου και το μέρος και τη θεά: φαίνεται να αρμόζει στο βραχώδες ακρωτήριο, αλλά και συνδέεται έμμεσα με την Αθηνά, που γεννήθηκε «ἐκ κορυφῆς» του πατέρα της, από το κεφάλι του Δία. Ο Robertson θεωρεί ότι με το τοπωνύμιο Κορυφάσιον υπονοείται «the summit shrine», έχει εκλείψει δηλαδή το ουσιαστικό «ἱερόν», το οποίο δεν θα ήταν άλλο από το ιερό της Αθηνάς Κορυφασίας στο υψηλότερο σημείο, στο Β άκρο του ακρωτηρίου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληροφορία του Θουκυδίδη ότι «καλοῦσι δὲ αὐτὴν (τὴν Πύλο) οἱ Λακεδαιμόνιοι Κορυφάσιον»[4]. Εξαιτίας αυτού θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η λατρεία της Αθηνάς Κορυφασίας ανάγεται στην περίοδο της σπαρτιατικής κυριαρχίας παρά στην περίοδο της ανεξαρτησίας της Πύλου: είτε προϋπήρχε των γεγονότων της Σφακτηρίας είτε εγκαθιδρύθηκε μετά την αποχώρηση των Αθηναίων και την πιθανή ίδρυση ενός οικισμού περιοίκων από τη Σπάρτη. Η αρχαιότητα του ιερού και η σχέση της λατρείας με το σπαρτιατικό περιβάλλον υποδεικνύεται από ένα επίγραμμα του Λεωνίδα του Ταραντίνου, στο οποίο κάποιος Άγνων αφιερώνει στην «Κορυφασίᾳ Ἀθάνᾳ» όπλα από τους Λευκανούς, προφανώς μετά από μία από τις πολλές συγκρούσεις που είχαν οι κάτοικοι του Τάραντα με τους αυτόχθονες κατοίκους της Κάτω Ιταλίας[5]. Η Αθηνά Κορυφασία στο επίγραμμα θα πρέπει ίσως να αναζητηθεί στη Δύση, στον Τάραντα ή ακόμη και στο Μεταπόντιο, που φερόταν ως πυλιακή ίδρυση.


Η επίκληση Κορυφασία για την Αθηνά συναντάται σε μία επιγραφή του -2ου ή του -1ου αι., της οποίας δυστυχώς είναι άγνωστα τα πρωταρχικά συμφραζόμενα. Το 1996 η Antonetti δημοσίευσε μία ενεπίγραφη στήλη με αετωματική επίστεψη που είχε «βρεθεί» στην ευρύτερη περιοχή της Βερόνας το 1976/7. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για έναν κατάλογο εφήβων, που ξεκινά με την αναφορά του επώνυμου ιερέα της Αθηνάς Κορυφασίας (επί ιερέος τας Αθάνας τας Κορυφασίας Φιλωνίδα). Η γεωχημική και πετρογραφική ανάλυση του κόκκινου μαρμάρου από το οποίο είναι κατασκευασμένη η στήλη υπέδειξε το λατομείο στον Προφήτη Ηλία, λίγα χμ. Β από το Ταίναρο. Δεν αποκλείεται η επιγραφή να προέρχεται όντως από την Πύλο δηλώνοντας έτσι και την κυρίαρχη θέση της Αθηνάς στην πόλη αυτή.
Αυτή προκύπτει από μία πρόσφατα ανακαλυφθείσα επιγραφή της Μεσσήνης, που χρονολογείται στον -1ο αι. Κατά τον καθαρισμό του ναού του Ασκληπιείου βρέθηκαν θραύσματα από ένα ψήφισμα της πόλης των Πυλίων, το μοναδικό μέχρι σήμερα γνωστό, όπου τιμάται ο Μεσσήνιος Αρχίδαμος ως πρόξενος και ευεργέτης.
Η στήλη με το ψήφισμα ορίζεται να στηθεί στο ιερό της Αθηνάς Κορυφασίας στην Πύλο και ακριβές αντίγραφό της στην πατρίδα του τιμώμενου. Τέλος, σε νομίσματα της πόλης επί Σεβήρων, που φέρουν την επιγραφή «Πυλίων», απεικονίζονται ο Ασκληπιός, ο Διόνυσος, ο Ποσειδώνας, η Αφροδίτη, καθώς και η Αθηνά, η οποία κρατά με το αριστερό χέρι δόρυ και με το δεξί φιάλη ή γλαύκα.



Νεκροταφείο Διβαρίου
Η Πύλος των Ελληνιστικών και των Ρωμαϊκών χρόνων που ήταν στον λόφο του Παλαιοναυαρίνου είχε το νεκροταφείο του στον προς ανατολάς, κάτω από τον λόφο, ομαλό χώρο που αργότερα στα μεσαιωνικά χρόνια κατακλύστηκε από τα νερά της θάλασσας και αποτέλεσε την λιμνοθάλασσα του Διβαρίου. Κατά τις εργασίες για την αποξήρανση της λιμνοθάλασσας βρέθηκαν πολλοί τάφοι των τελευταίων Κλασικών χρόνων, ιδίως όμως των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων (εκτεταμένο νεκροταφείο). Επίσης βρέθηκαν θεμέλια οικοδομημάτων. Πλην των επιταφίων στηλών βρέθηκαν πυρές για την καύση των νεκρών, όπου υπήρχαν άφθονα ελληνιστικά αγγεία.Tα ευρήματα των οποίων αφού μελετήθηκαν, μεταφέρθηκαν σε μουσειακούς χώρους, κυρίως στο Μουσείο Πύλου. Οι τάφοι πλημμύρισαν ξανά από τα νερά της λιμνοθάλασσας.
Οι έρευνες του 1965 [6]
Εις το Διβάριον Γιαλόβης, κατά αποξηραντικάς εργασίας, απεκαλύφθη τάφος, καλυπτόμενος υπό κεράμων και παρ’ αυτόν πυρά, περιέχουσα μεγάλον αριθμόν αγγείων ελληνιστικών χρόνων, συγχρόνων και ομοίων προς τα ευρεθέντα εις τον βορειότερον της θέσεως ταύτης κείμενον τύμβον Τσοπάνη Ράχη (Βλ. ΑΔ18 (1963): Χρονικά σ.91, Πίν.105, 106). Εκτός του ανωτέρω ερευνηθέντος τάφου πλείστοι άλλοι εξέχουν της επιφάνειας του εδάφους, ανήκοντες εις εκτεταμένον ελληνιστικόν νεκροταφείον, το οποίον θα ερευνηθή κατά το προσεχές έτος.
Εις την ιδίαν περιοχήν του Διβαριού επεσημάνθησαν κατά τα προηγούμενα έτη έτεροι τάφοι και επείπια κτηρίων (Βλ. BCH 1960, Chronique, σ.703, εικ. 2-2). Πλησίον του αυτόθι αντλιοστασίου ευρέθησαν επίσης δύο λίθιναι μετ’ αετωματικής επιστέψεως στήλαι και τμήμα ετέρας ναοσχήμου.
Οι έρευνες του 1966 [7]
Κατά τας προ ετών εκτελεσθείσας εργασίας αποξηράνσεως της λιμνοθαλάσσης Γιαλόβης, κειμένης παρά τα ανατολικά πρανή του λόφου του Παλαιοναυαρίνου, είχον αποκαλυφθή ερείπια κτηρίων και τάφοι υστεροκλασσικών και ελληνιστικών χρόνων (βλ. BCH 83 (1959), σ.639, 642 και 84 (1960), σ.703).
Δια της αποκαλύψεως αυτών γίνεται φανερόν, ότι η αυτόθι λιμνοθάλασσα εσχηματίσθη, ως και αι λοιπαί λιμνοθάλασσαι κατά μηκος της ακτής της δυτικής Πελοποννήσου, μετά τους υστερορρωμαϊκούς χρόνους.
Επειδή η αποξήρανσις της εν λόγω περιοχής εγένετο προς διανομήν αυτής εις ακτήμονας καλλιεργητάς, κατέστη αναγκαία η ανασκαφική έρευνα αυτής, δια τον προσδιορισμόν της περιλαμβανούσης τας σημαντικωτέρας αρχαιότητας εκτάσεως, ώστε να εξαιρεθή αύτη της διανομής. Ούτω κατά το παρελθόν φθινόπωρον, ηρευνήθη έκτασις, διαστ. 100Χ 20μ., η οποία, ως απεδείχθη, απετέλει τμήμα εκτεταμένου νεκροταφείου (Πίν.158α· Σχέδ.1).
Η έρευνα υπήρξεν επίπονος, διότι η επιφάνεια της αποξηρανθείσης περιοχής κείται ολίγον μόνον υψηλότερον της επιφανείας της θαλάσσης, ώστε ευθύς ως η ανασκαφή έφθανεν εις βάθος μεγαλύτερον των 0,50μ., αι τάφροι κατεκλύζοντο υπό υδάτων, καθίστατο δε αναγκαία η μόνιμος και συνεχής χρησιμοποίησις αντλίας προς απομάκρυνσιν αυτών.
Ηρευνήθησαν συνολικώς 55 τάφοι, κιβωτιόσχημοι ή κεραμοσκεπείς, διατεταγμένοι, ως επί το πλείστον, καθ' ομάδας, περιβαλλομένας υπό τετραγώνων περιβόλων, εκτισμένων δι' ικανού μεγέθους αργών λίθων, ενίοτε δε πελεκητών, λίαν επιμελούς εργασίας (Πίν.158β,159α- β, 160α). Εντός εκάστου περιβόλου, πλην των τάφων, υπήρχον και ανά μία η δύο πυραί (Πίν.160β).


Οι έρευνες του 1981-2 [8]
Όταν την άνοιξη του 1981 ο ιδιοκτήτης αγροκτήματος, που βρίσκεται στα ριζά του λόφου του Προφήτη Ηλία (Σχέδ.1· Πίν.1γ) κοντά στον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς προέβη σε βαθιά άροση, εμφανίστηκαν όστρακα αγγείων και οστά από ανθρώπινους σκελετούς, που προέρχονταν από τη διάλυση ορισμένων ταφών. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, πραγματοποίησε υπό την εποπτεία του υπογράφοντος (Νικολάου Καλτσά) τη μελέτη αυτή ανασκαφική έρευνα, που αποπερατώθηκε το καλοκαίρι του επομένου έτους[7].
Αποκαλύφθηκαν συνολικά είκοσι τρεις τάφοι διαφόρων μορφών (συμπεριλαμβάνονται στην αρίθμηση και δύο ταφικές πυρές). Ο χώρος όπου εκτεινόταν το σύνολο των τάφων ήταν περίπου 1.000 τ.μ. και περιβαλλόταν από ταφικό περίβολο τραπεζοειδούς σχήματος από αργολιθοδομή μιας μόνο σειράς ακατέργαστων λίθων σχετικά μεγάλων διαστάσεων (Πίν.1α-β), ενώ ανάμεσα στους τάφους υπήρχαν σε ορισμένα σημεία σκόρπιες μικρότερες, ακατέργαστες πέτρες ως είδος λιθορριπής (Σχέδ.2).
Τόσο η θέση των τάφων, ακριβώς δίπλα στη ρίζα της βραχώδους πλαγιάς του λόφου, όπου όλη η έκταση παρουσιάζει μια αρκετά έντονη κλίση προς το μέρος της αποξηραμένης πια λιμνοθάλασσας, που οι ντόπιοι ονομάζουν Διβάρι[10], όσο και η συνεχής καλλιέργεια των χωραφιών δεν επέτρεψαν την ασφαλή διάγνωση τύμβου. Ωστόσο η ύπαρξη του περιβόλου, η απουσία άλλων τάφων γύρω από αυτόν και το γεγονός ότι οι πλησιέστεροι προς το λόφο τάφοι βρέθηκαν σε σημείο βαθύτερο από τους άλλους, κάνει πιθανή την άποψη ότι το σύνολο των τάφων καλυπτόταν από χαμηλό τύμβο, που θα πρέπει να ανήκει στο ευρύτερο σύνολο του ελληνιστικού νεκροταφείου της Πύλου, μεγάλο τμήμα του οποίου, επίσης, ανασκάφηκε πριν από είκοσι περίπου χρόνια με την ευκαιρία των εργασιών αποξήρανσης του Διβαριού[11].
Βέβαιο θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι οι τάφοι ανήκουν σε κατοίκους της Πύλου των ελληνιστικών χρόνων, η οποία θα πρέπει να βρισκόταν, όπως είναι γενικά αποδεκτό, στο λόφο του Κορυφασίου[12].
Η αρίθμηση των τάφων που παρουσιάζονται παρακάτω δεν ανταποκρίνεται στον αριθμό των νεκρών που είχαν ενταφιαστεί στον τύμβο, γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις επισημάνθηκαν περισσότερες από μία ταφές μέσα στην ίδια ταφική κατασκευή.


Σημειώσεις- Βιβλιογραφία
[1] Ν. Παπαχατζή: "Παυσανία, Μεσσηνιακά"
[2]. Ελένη Μητσοπούλου: "Τα Ιερά της Αθηνάς στην Πελοπόννησο"
[3] Ο Μαρινάτος 1958, 186 με βάση και κάποια οικοδομικά λείψανα στην περιοχή αυτή συμπέρανε ότι εδώ βρισκόταν μία δεύτερη πολίχνη, που άκμασε μετά την εγκατάλειψη της πολίχνης στο Β τμήμα. Με βάση τα ευρήματα ο Pritchett 1980, 17-8, πίν.16 θεωρεί ότι ο οικισμός προϋπήρχε του πελοποννησιακού πολέμου. Βλ. επίσης Sachs 2006, 196-197, εικ.43-46.
[4] Θουκ. 4,3,2. Πύλος πρέπει να ήταν η μεσσηνιακή ονομασία του ίδιου μέρους, στην οποία επιβιώνει η λέξη «pu-ro», που συναντάται αρκετά συχνά στις πινακίδες της Γραμμικής Β’ από το ανάκτορο της Πύλου [IACP 557]. Το ακρωτήριο θα ήταν γνωστό κατά την σπαρτιατική κυριαρχία ως Κορυφάσιον και θα μετονομάστηκε σε Πύλος από τους Μεσσήνιους εποίκους [Meyer 1978, 202].
[5] Βλ. Παλατ. Ανθ. 6, 129· πρβλ. Lippolis κ.ά. 1995, 321 αρ.5. Αβέβαιη είναι η βιογραφία του Ταραντίνου ποιητή, η δραστηριότητα του οποίου τοποθετείται με κάποια επιφύλαξη στο α’ τρίτο του -3ου αι. Σε ένα άλλο επίγραμμά του λάφυρα από τους Λευκανούς αφιερώνονται στην «Παλλάδι», βλ. Παλατ. Ανθ. 6, 131. Για τη Zunino 1997, 157 το επίγραμμα δηλώνει την πολεμική φύση της Αθηνάς Κορυφασίας, και συνάμα συνιστά μία πολύτιμη μαρτυρία για τη ζωτικότητα μίας μεσσηνιακής λατρείας ακόμη και σε ένα λακωνικό περιβάλλον.
[6] Π. Θέμελη Άρχ. Δελτ. 1965, 208
[7] Ν. Γιούλαρη Άρχ. Δελτ. 1966, 164.
[8] Ν. Καλτσάς: "Από τα ελληνιστικά νεκροταφεία της Πύλου",Α.Δ.38 (1983) Α-Μελέτες
[9]. Για την ανασκαφή βλ. ΑΔ36 (1981): Χρονικά, σ. 152, Πίν.92-93. ΑΔ37 (1982): Χρονικά, σ.137.
[10]. Για την τοπογραφία της περιοχής βλ. W. Kendrick-Pritchett, Studies in Ancient Greek Topography, Berkeley, Los Angeles 1965, σ.6-21 και χάρτη της εικ.1, όπου εκτός από τη συγκέντρωση των αρχαιολογικών δεδομένων γίνεται προσπάθεια της ταύτισης της θέσης της Πύλου των ιστορικών χρόνων.
[11]. Για το χρονικό της ανασκαφής βλ. ΑΔ21 (1966): Χρονικά, σ.164-165, Σχέδ. 1, Πίν. 158-165. Στην ελληνιστική Πύλο ανήκει πιθανώς και ο τύμβος που ανασκάφηκε στη θέση Τσοπάνη Ράχη ή Ρείκια. Βλ. σχετικά ΑΔ17 (1961): Χρονικά, σ.98, ΑΔ18 (1963): Χρονικά, σ.91 και ΑΔ21 (1966): Μελέτες, σ.184-197.
[12]. Βλ. σχετικά W. Kendrick-Pritchett, ό.π., σ.6 κ.ε., Ν. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Μεσσηνιακά-Ηλειακά, Αθήνα 1965, σ.184 κ.ε. Για τις θέσεις με τα ευρήματα από την προϊστορική μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή στην περιοχή του Διβαριού βλ. W. Kendrick-Pritchett, ό.π., χάρτης της εικ.1.


Printfriendly