.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Περί του πρώτου Αχαϊκού επικοισμού της Κρήτης, Σπ. Μαρινάτος

Περί τον πρώτον Αχαϊκόν εποικισμόν της Κρήτης.  Διάλεξις Σπυρίδωνος Μαρινάτου



Όσα θα αναπτυχθούν εδώ φέρουν τον χαρακτήρα της πρώτης ερεύνης, ήτις βραδύτερον ίσως τροποποιηθή εις τινα σημεία. Θά έχω την τιμήν νά εκθέσω ενώπιον υμών τα αποτελέσματα των εν Πύλω Ανασκαφών του Ελληνικού τομέως, ίνα δι’αυτών καταλήξω είς τα ειδικώτερα συμπεράσματα, άτινα αφορούν είς την Κρήτην.
Η μεγίστη σημασία της Πυλιακής περιοχής εντός του Μυκηναϊκού κόσμου δεν ήτο γνωστή μέχρι τούδε, ούτε την υπώπτευέ τις. Είς τους μύθους αναφέρονται μερικά πράγματα, περικλείοντα τάς παλαιοτάτας ιστορικάς αναμνήσεις των Ελλήνων. Αλλ’ αι αναμνήσεις αύται δεν προχωρούν πέραν του -1300 περίπου, ήτοι τρεις, τέσσαρας τό πολύ γενεάς προ των Τρωικών. Οι Έλληνες ενθυμούνται μερικά πράγματα από τας τελευταίας ημέρας του Μυκηναϊκού και του Μινωικού πολιτισμού. Αί μεγάλαι όμως στιγμαί των πολιτισμών τούτων είχον ήδη παρέλθει και διά τούτο παρέμειναν άγνωστοι είς τους Έλληνας.
Ως αποδεικνύεται τώρα, η Πυλιακή περιοχή είχε ζήσει εντατικώς τας μεγάλας εκείνας ημέρας. Παν ότι περιέσωσεν η μνήμη των Ελλήνων συγκεντρούται είς την γενεάν των πελωρίων Αφαρειδών Ίδα και Λυγκέως και κυρίως εις το πρόσωπον του Νέστορος. Ο γηραιός όμως ήρως του Ομήρου κατέχει περιοχήν τόσον συγκεχυμένην είς τα Ομηρικά έπη, ώστε τούτο και μόνον το γεγονός αρκεί να δείξη, ότι παλαιά και αμαυρά στοιχεία απαρτίζουν το πρόβλημά μας. Πάντως η επική παράδοσις, χωρίς να το λέγη ρητώς, αφήνει να εννοήσωμεν ότι ο δεύτερος εις δύναμιν και κύρος βασιλεύς μετά τον Αγαμέμνονα ήτο ο Νέστωρ της Πύλου, όπως κατά ωραίον τρόπον έδειξεν ο Hampe1.
Είς τον Μυκηναϊκόν πολιτισμόν συμβαίνει εν χαρακτηριστικόν γεγονός, το οποίον ετόνισεν ο πολύς Μάρτιν Νίλσσον και το οποίον αποδεικνύει την μεγάλην ιστορικήν αξίαν της μυθολογικής παραδόσεως των Ελλήνων. Δηλαδή : Όπου δήποτε οι μύθοι τοποθετούν εν σπουδαίον κέντρον ή εντοπίζουν ωρισμένας μυθολογικός παραδόσεις, αι ανασκαφαί απεκάλυψαν πράγματι σπουδαίας αρχαιότητας. Είς την περίπτωσιν όμως της Πύλου τα αποτελέσματα των ανασκαφών μας υπερέβησαν τας προσδοκίας μας. Αι κοιναί Ελληνοαμερικανικαί ανασκαφαί επανελήφθησαν τω 1951. Ο Blegen ανέσκαψε και ανασκάπτει εισέτι το Ανάκτορον, του οποίου την παρουσίαν είχεν επισημάνει ήδη τω 1939. Η πελώρια εστία του Ανακτόρου τούτου (διάμ. 4μ.) υπερβαίνει κάθε άλλην γνωστήν. Το "τζάκι" του μεγάλου εκείνου βασιλέως εμφανίζεται μεγαλύτερον και του των Μυκηνών. Η παράδοσις ακόμη δια μίαν φοράν έχει δίκαιον.
Σχεδόν άθικτον ανεκαλύφθη το αρχείον του ανακτόρου. Αι χιλιάδες των προσιτών τώρα πινακίδων επιταχύνουν την ανάγνωσιν της Μυκηναϊκής γραφής. Εξ αυτής δε φωτίζεται όχι τόσον η Πύλος, όσον η Κνωσός. Επί μίαν ήδη γενεάν ο Έβανς ύπεστήριζε τόν pancretismus. Οι Wace και Blegen αντέτασσον το ex continente. Αλλ’ ούτε αυτοί οι ίδιοι θα ετόλμων να υποστηρίξουν, ότι ήδη περί το 1500 οι Αχαιοί ευρίσκοντο εις την Κνωσόν και ότι ολίγον βραδύτερον η γλώσσα των εγράφετο είς την αυλήν του Ανακτόρου.
Ο Ελληνικός τομεύς των ανασκαφών ευθύς έξ αρχής έθεσεν ως σκοπόν εν πρόβλημα θεωρητικώς δύσκολον και εξ ίσου δύσκολον είς την πρακτικήν, την ανασκαφικήν δηλαδή πλευράν: Επεζήτησε να δοκιμάση, μήπως ήτο δυνατόν να φωτισθή πως το ζήτημα της Πυλιακής τοπογραφίας. Ομού μετά της Ιθάκης του Οδυσσέως η Πύλος του Νέστορος παρουσιάζονται σχεδόν μυθικαί υποστάσεις. Ούδ’ οι πλέον μορφωμένοι μεταξύ των Αρχαίων λογίων ήσαν είς θέσιν να είπουν τι συγκεκριμένον περί Πύλου. Τοσούτο μόνον ήτο σαφές, ότι η περιοχή του Νέστορος συνεδέετο σταθερώς προς τον αριθμόν εννέα: Εννέα είναι αι πόλεις του Νέστορος, εννέα είναι αι έδραι, ήτοι τα τμήματα, είς την περίφημον θυσίαν επί θινί θαλάσσης, εννέα ταύροι θυσιάζονται είς έκαστον τμήμα. Όταν δε αί πινακίδες του ανακτόρου της Πύλου ήρχισαν να αναγινώσκωνται, εννέα πάλιν τμήματα ή επαρχίαι ή πόλεις παρουσιάζονται σταθερώς, χωρίς όμως και να αντιστοιχούν προς τας πόλεις του Νέστορος.
Ο Ελληνικός τομεύς, ίνα κατορθώση να δώση συγκεκριμένην μορφήν είς το πρόβλημα της τοπογραφίας, ηναγκάσθη επί σειράν ετών ήδη να αλλάσση τοποθεσίαν ερεύνης, πολλάκις μάλιστα δις εντός της αυτής ανασκαφικής περιόδου και ενίοτε είς μέρη στερούμενα και του ποσίμου ύδατος. Επρομηθεύθη σκηνάς και ωργάνωσε καταλλήλως το τεχνικόν μέρος της ανασκαφής. Μεγάλη ευγνωμοσύνη οφείλεται εις την Αρχαιολογικήν Εταιρείαν, η οποία εβοήθησε και προήγαγε την προσπάθειαν ημών και εξακολουθεί πράττουσα τούτο.
Τα μέχρι τούδε αποτελέσματα της ερεύνης ημών είναι λίαν ενθαρρυντικά. Απεδείχθη, ότι η Πυλιακή περιοχή είναι κέντρον σπουδαιοτάτου πρωίμου Μυκηναϊκού πολιτισμού. Ουδενός άλλου κέντρου υπολείπεται, εξαιρούμενων των Μυκηνών, ακριβώς όπως το θέλει η παράδοσις. Εις τινα μάλιστα σημεία υπερβαίνει τας Μυκήνας, επί παραδείγματι είς την έκτασιν της κατεχομένης και πυκνώς κατωκημένης περιοχής και είς τας δεκάδας των θολωτών τάφων, μικρών και μεγάλων, οίτινες αντιστοιχούν προς τους μείζονας βασιλείς και τας μικροτέρας βαρωνείας. Ευρίσκονται διεσπαρμένοι ανά την χώραν κατά ζεύγη, πράγμα το οποίον δέον να ενέχη σημασίαν, ήτις προς το παρόν μάς διαφεύγει.

Ο Dorpfeld στις ανασκαφές του Κακοβάτου Τριφυλίας, 1908

Ομοίως μοναδική είναι η μεγάλη νεκρόπολις θαλαμωτών τάφων παρά την Χώραν Τριφυλίας είς θέσιν Βολιμίδια. Αποτελείται από δεκάδας τάφων, πάντοτε κυκλικών και αιχμηρώς τερματιζομένων άνω, ώστε θα ηδύναντο να θεωρηθούν τα πρωτότυπα των κτιστών θολωτών τάφων, των οποίων η καταγωγή τελευταίως συζητείται ευρέως. Ανήκουν είς την παλαιομυκηναϊκήν περίοδον (περί το -1550), αλλ΄εχρησιμοποιούντο επί αιώνας. Διά τούτο, πλήν της κεραμεικής, ήτις είναι λίαν ενδιαφέρουσα, υπήρξαν πτωχοί είς πολυτιμότερα κτερίσματα. Είς αντάλλαγμα όμως παρουσίασαν εντατικήν λατρείαν των νεκρών κατά την Ελληνικήν, ιδίως δε την Ελληνιστικήν περίοδον της αρχαιοφιλίας και της ακμής των φιλολογικών σπουδών των Ελλήνων. Διά τούτο ενέχουν ιδιαιτέραν σημασίαν και διά τους σπουδαστάς του Ομήρου και τους φιλολόγους γενικώς. Τη βοήθεια ολίγων λέξεων, ας αφιερώνει είς την περιγραφήν της τοποθεσίας ο Στράβων, κατέστη δυνατόν να ταυτισθή αύτη προς την Παλαίπυλον, ήτις έκειτο είς τους πρόποδας του όρους Αιγαλέου.
 Η προσπάθεια, όπως ταυτισθούν μερικαί από τας εννέα τοποθεσίας των πινακίδων ή τας εννέα πόλεις του Νέστορος, ωδήγησε την ερευνάν μας περαιτέρω και διαρκώς προς Νότον. Παρά το χωρίον Ίκλαινα υπάρχουν τα ίχνη εκτεταμένου οικοδομήματος, το οποίον έχει δάπεδα, κονιάματα, ασαμίνθους και Κυκλώπεια αναλήμματα. Είχομεν νομίσει τότε, ότι δυνατόν να είναι η Πα-κι-για-να ή Πα-κι-για, ήτοι πιθανώς Σφαγία, των πινακίδων. Τούτο φυσικά δεν είναι βέβαιον, διότι αν παραδεχθώμεν ότι το όνομα παρέμεινε σταθερόν είς την νήσον Σφακτηρίαν, ήτις ελέγετο και Σφαγία, τότε η Πακιγιάνα, ήτοι Σφαγιανή, δύναται να αναζητηθή είς ολόκληρον την εύφορον περιοχήν απέναντι της Σφακτηρίας, από Ικλαίνης μέχρι Πύλας.

Θαλαμωτοί τάφοι στα Βολιμίδια Τριφυλίας

Περαιτέρω προς την παραλίαν ηρεύνησεν ο Ελληνικός τομεύς την περιφέρειαν της Τραγάνας, γνωστήν ήδη από τας ερεύνας των αειμνήστων Σκιά και Κουρουνιώτου. Υπό το σημερινόν χωρίον διατηρούνται τα ίχνη του συνοικισμού, ο οποίος ήτο έδρα δυνατού βασιλέως.
Είς θέσιν Βορούλια ανεκαλύφθη αποθήκη πλήρης κεραμεικής έτοιμης προς εξαγωγήν. Ηρευνήθη εκ νέου ο θολωτός τάφος 1, εις τον δρόμον του οποίου ευρέθησαν δύο θησαυροί χάλκινων σκευών, και ανεσκάφη ο θολωτός τάφος 2, του οποίου είς λάκκος είχε διαφύγει τους συλητάς και παρέσχεν ενδιαφέροντα αρχαία.
Εκείθεν η έρευνα μας ωδήγησεν είς την κορυφογραμμήν του Ρούτση παρά το Μυρσινοχώριον. Καθ΄ ευθείαν γραμμήν η θέσις απέχει ολίγα χιλιόμετρα του ανακτόρου Εγκλιανού, αλλά η χώρα διατέμνεται τόσον βαθέως και αποτόμως υπό χαραδρών, ώστε η θέσις του Ρούτση αποτελεί ιδιαίτερον κόσμον. Δύο θολωτοί τάφοι ανεσκάφησαν εκεί, ο είς εκ τών οποίων ήτο ασύλητος και παρέσχεν αξιόλογα έργα τέχνης.
Ως γνωστόν, η κλασσική παράδοσις τοποθετεί μέν τον Νέστορα είς την Μεσσηνίαν, αλλά τον συνδέει προς το Κορυφάσιον, ήτοι το παράλιον πολίχνιον προς Β. της Σφακτηρίας, όπου εδεικνύετο και το σπήλαιον του Νηλέως. Εκεί, ως ήτο φυσικόν, η έρευνα ημών αφιέρωσε μίαν περίοδον. Δεν εύρεθη ούτε η "οικία" ούτε το "μνήμα" του Νέστορος, τα οποία είδεν ο Παυσανίας εντός της πόλεως. Από όσα περιγράφει μόνον το σπήλαιον παραμένει είς την θέσιν του. Ευρέθη όμως είς θολωτός τάφος ολίγον έξω της πόλεως, τον όποιον μνημονεύει ο Παυσανίας ως τάφον του Θρασυμήδους, υιού του Νέστορος.
Παραλείπομεν μικρότερα κέντρα, διά να αναφέρωμεν εν σπουδαίον παλαιομυκηναϊκόν φυσικόν οχυρόν είς Κουκουνάραν, περί τα 10 χλμ. ανατωλικώς του Κορυφασίου. Εδώ έχομεν μίαν φυσικήν ακρόπολιν με καμπυλόγραμμον μέγαρον, περαιτέρω προς ΝΔ. ολόκληρον συνοικισμόν με ορθογώνια διαμερίσματα φέροντα πίθους και ασαμίνθους, προ παντός δε πολλά ζεύγη θολωτών τάφων με σπουδαία ευρήματα και ταυτοχρόνως με σπουδαία ίχνη της λατρείας των νεκρών.
Μέχρι του σημείου τούτου αι έρευναι ημών είχον περιορισθή προς Ν. του ανακτόρου, είς την περιοχήν της Μεσσηνίας και πέριξ του Κορυφασίου, ένθα η μεταγενέστερα παράδοσις τοποθετεί τον Νέστορα και τους υιούς του, ως ήδη ελέχθη. Υπάρχουν ακόμη μερικά ενδιαφέροντα σημεία προς έρευναν, εξικνούμενα μέχρι της Μεθώνης και της Πηδάσου Νοτιώτερον. Εν τούτοις δι΄ επιστημονικούς λόγους προκύπτοντας από την συνεχή έρευναν των προβλημάτων, απεφασίσαμεν να επεκτείνωμεν την έρευναν και προς Βορράν του ανακτόρου. Υπήρχε και υπάρχει ελπίς, η σκαπάνη να ομιλήση σαφέστερον των σκέψεων του γραφείου ως προς τας εννέα περιοχάς της Πύλου, αλλά και περί αυτής ταύτης της Πύλου.
Ως γνωστόν, το ανάκτορον Εγκλιανού ευρίσκεται είς την σημερινήν επαρχίαν Τριφυλίας. Πέντε χιλιόμετρα Βορειότερον κείται η Χώρα (Παλαίπυλος). Είτα υψούται, γραφικόν αλλ΄ απότομον, το Αιγάλεον όρος και όπισθεν τούτου η βουνοσειρά του Ψυχρού, εις το Δυτικόν της οποίας άκρον κείται η Κυπαρισσία. Ολόκληρος η περιοχή αύτη και η περαιτέρω προς Β. μέχρι της Νέδας, εις την αρχαιότητα εκαλείτο Μεσσηνία, ενώ σήμερον υπάγεται είς την επαρχίαν Τριφυλίας.
Η έρευνα υπήρξε λίαν καρποφόρος. Περί τα 9 χλμ. προς Α. της Κυπαρισσίας, είς θέσιν Ελληνικό, ανεκαλύφθη ολόκληρος ερειπιών παρά το χωρίον Μουριατάδα. Αποτελείται από τείχη, προμαχώνας και αναλήμματα Κυκλώπειου κατασκευής. Εν μικρόν ανάκτορον ανεκαλύφθη είς την κορυφήν του λόφου, με κονιάματα έγχρωμα και με δάπεδα. Στερείται όμως εστίας, κιόνων και τοιχογραφιών. Εν άλλο κτίσμα μετά τεσσάρων κιόνων, αλλά άνευ εστίας, είναι ναός ή ίσως πρόπυλον. Ο μικρός θολωτός τάφος του δυνάστου διατηρείται είς καλήν κατάστασιν, υπάρχει δε πλήθος ερειπίων προς ανασκαφήν.
 Ηκολούθησεν η ανακάλυψις και άλλου κέντρου, σπουδαιότερου και αρχαιοτέρου, περί ου θα ομιλήσωμεν κατωτέρω. Σχεδόν δύο γενεάς πρότερον ο Dorpfeld είχεν ανακαλύψει περί τα 20 χλμ. Βορειότερον, είς το Κακόβατον, δύο μεγάλους θολωτούς τάφους και ένα μικρότερον. Τα γεγονότα ταύτα είναι πλέον η αρκετά, δια να επιβάλουν είς ημάς την εξέτασιν του Πυλιακού προβλήματος και την αναζήτησιν των εννέα πόλεων περισσότερον προς Βορράν παρά προς Νότον του Ανακτόρου Εγγλιανού.
Ολόκληρος η απέραντος αμμώδης παραλία, ο Πύλος ημαθόεις του Ομήρου, όστις απλούται από Ηλείας και Πισάτιδος μέχρι του κόλπου του Ναβαρίνου, έχει ιστορίαν ιδιότυπον και χαρακτηριστικήν. Περιλαμβάνει τοπωνύμια Θεσσαλικά, ηρωικάς μορφάς της αυτής προελεύσεως, τέλος ειδικώς Θεσσαλικά τέρατα, τους Κενταύρους, οίτινες απαντώσιν επί της Φολόης. Παρουσιάζει τέλος εν περίεργον φαινόμενον, ήτοι πόλεις και άλλα τοπωνύμια μεταναστεύοντα διαρκώς προς Νότον ως Πύλους, Εφύρας, Κυπαρισσίας. Ονόματά τινά, ως Ιάρδανος και Κυδωνιά, πηδούν υπέρ την γέφυραν των Κυθήρων- Αντικυθήρων και επανεμφανίζονται είς την Δυτιτήν Κρήτην. Μέγας οργασμός, μεγάλη κίνησις λαών πρέπει να συνέβαινεν επί αιώνας είς την Δυτικήν ακτήν της Πελοποννήσου. Τούτο δε είναι εύκολώτερον να το συλλάβωμεν με την φαντασίαν μας, αν ενθυμηθώμεν ότι είς αεικίνητος ναυτικός λαός κατωκεί την περιοχήν εκείνην.
Πράγματι, το γεγονός τούτο κρύπτεται μέσα είς τας παλαιοτάτας ιστορικάς αναμνήσεις των Ελλήνων. Οι Μινύαι ήσαν ο κατ΄ εξοχήν ναυτικός παράγων της Μυκηναϊκής εποχής. Τα δύο κέντρα της δράσεώς των ήσαν η Ιωλκός, όπου ωργανώθη η Αργοναυτική εκστρατεία και ο Μινύειος Ορχομενός, ο περίφημος δια τα πλούτη του και κλείς της Αμφικτιονίας της Καλαυρείας, ήτις έχει Μυκηναϊκήν καταγωγήν. Από τα δύο αυτά ακμαιότατα κέντρα των Μινυών μας οδηγεί κατ΄ ευθείαν το νήμα της παραδόσεως προς την Πυλιακήν περιοχήν.
Ο Νηλεύς έρχεται από την Ιωλκόν και η Χλωρίς, η σύζυγός του και μήτηρ του Νέστορος, είναι βασιλόπαις του Ορχομενού. Ήδη την παράδοσιν αυτήν περί Μινυών εν Πύλω δυνάμεθα να την πιστώσωμεν και αρχαιολογικώς. Τα τείχη του Ελληνικού Μουριατάδας είναι εκτισμένα κατά τον Μινυακόν ρυθμόν της Κωπαΐδος, δια λίθων ορθογωνίων δηλαδή, το δε Ανάκτορον δεικνύει τας αυτάς συγγένειας προς το της "Άρνης". Στερείται κιόνων και εστίας και παρουσιάζει τα αυτά δάπεδα εκ χαλίκων χονδρών μετά προσμίξεως κονιάματος. Δεν αποκλείεται, η πόλις αύτη να είναι η Αμφιγένεια του Νέστορος και δεν αποκλείεται το όνομα να σημαίνη ακριβώς την παρουσίαν διαφόρων γενών εις τον πληθυσμόν του τόπου.
 Η δραστηριότης και η ακμή της Πυλιακής περιοχής είναι εν τούτοις πολύ παλαιοτέρα των αναμνήσεων τούτων τού μύθου. Οι βασιλικοί τάφοι της Τραγάνας, Ρούτση, Κουκουνάρας, Κακοβάτου και προ παντός της Περιστεριάς, περί ης θα ακούσωμεν κατωτέρω, ανήκουν εις εποχήν περί το -1500, εκεί όπου δεν φθάνει η μνήμη της Ελληνικής σάγας (saga). Θα προχωρήσωμεν λοιπόν περαιτέρω επί τη βάσει μόνων των μνημείων, τα οποία όμως θα μας βοηθήσουν να καταλάβωμεν καλύτερον την ελλιπή παράδοσιν. Η παρούσα περιοχή όντως δύναται να φωτίση τα προβλήματα αμφοτέρων των Ελληνικών μεγαλονήσων, της Κύπρου και της Κρήτης.

Μουριατάδα Τριφυλία: Αριστερά τμήμα των τειχών και δεξιά ο Θολωτός τάφος

Εις εργασίαν δημοσιευθείσαν προσφάτως υπεστήριξα2, ότι το Αρκαδικόν ιδίωμα της Κύπρου οφείλεται είς μειανάστευσιν παραθαλασσίων Αρκάδων της Τριφυλίας και της Νοτίου Ηλείας. Κατά την εποχήν του Ομήρου ήδη αι συνθήκαι είχον αλλάξει και οι Αρκάδες, περιορισθέντες είς το κέντρον του δυσπρόσιτου Πελοποννησιακού υψιπέδου, είχον αποβή αμιγής μεσόγειος λαός. Δεν είχον ιδέαν πλέον της θαλάσσης (ου σφι θαλάσσια έργα μεμήλει) και δια να μετάσχουν της Τρωικής στρατείας έλαβον πλοία παρά του Αγαμέμνονος3. Φαίνεται να ήσαν παροιμιώδεις δια την άγνοιαν των ταύτην, Αφού καί είς τήν Οδύσσειαν παριστάνονται μή δυνάμενοι νά διακρίνουν τήν κώπην άπδ του πτύου4. Ορθώς παρετηρήθη διά τούτο, ότι ο αποικισμός της Κύπρου υπό των Αρκαδικών Αχαιών πρέπει να συνέβη εις εποχήν προγενεστέραν του Ομήρου, ότε οι Αρκάδες ήσαν ακόμη και παραθαλάσσιος λαός. Οι Thumb-Scherer5 τοποθετούν τον αποικισμόν περί το 1000, αλλά τας πρώτας αρχάς του "ήδη πιθανώς κατά τον -14ον αιώνα". Όντως δε, μέχρι και των χρόνων της εσχάτης αρχαιότητος, οι Αρκάδες ενεθυμούντο και ηξίουν, ότι ανήκον εις αυτούς η Νοτία Ήλις μετά της Πισάτιδος και τα περί το Σαμικόν και τον Λέπρεον παράλια της Τριφυλίας. Ο Νέστωρ της Ιλιάδος, του οποίου περιοχή είναι περίπου τα αυτά μέρη, πέριξ του Αλφειού, διηγείται περί των αγώνων του και προς τους Αρκάδας, ακόμη και πέριξ της Φειάς, παρά το σημερινόν Κατάκωλον. Το γεγονός δημιουργεί δυσκολίας ήδη εις τον Στράβωνα, (Η 348 ένθα προτιμά Χάας αντί Φειάς), εν τούτοις δεν παύει να είναι γεγονός μαρτυρούμενον υπό του Ομήρου.
Εις την ανωτέρω περιοχήν ευρίσκετο μία πόλις, πιθανώς όμως και ολόκληρος επαρχία, η οποία είς την Ιλιάδα ονομάζεται Αλήσιον. Εις το τέλος του Ε' αιώνος οι κάτοικοι, καλούμενοι Αλασυής, προσφέρουν αφιερώματα εις την γειτονικήν Ολυμπίαν. Είναι άφ΄ ετέρου χαρακτηριστικόν, ότι η Κύπρος, τέως καλουμένη Ασί είς τα Αιγυπτιακά κείμενα, εμφανίζεται αιφνιδίως με το όνομα Αλασία περί το δεύτερον ήμισυ του 15ου αιώνος, τούτο δε αντιστοιχεί και προς τα παλαιότερα Μυκηναϊκά ευρήματα επί της νήσου. Φαίνεται επομένως προφανές ότι οι άποικοι, οι οποίοι μετέφερον και το όνομα της πατρίδος των είς Κύπρον, ωρμήθησαν εκ της Τριφυλιακής παραλίας. Μία άλλη πόλις του Νέστορος, το Αίπυ, εμφανίζεται και εν Κύπρω ως παλαιότερον όνομα των Σόλων. Ο Μεσσηνιακός Αχαιών Λιμήν εμφανίζεται ως Αχαιών Ακτή και τέλος ίσως και η Αμαθούς της Κύπρου δύναται να ερμηνευθή από τον Πύλον ημαθόεντα.

Τραγάνα Τριφυλία, θολωτός τάφος Α. Δεξιά φωτογραφία του 1956 από την ανασκαφή του Σ. Μαρινάτου. Διακρίνονται τα λαξεύματα στο δάπεδο του δρόμου του τάφου που προήλθαν προφανώς από την χρήση άρματος  κατά την Μυκηναϊκή εποχή

Έλθωμεν τώρα και είς την Κρήτην. Οτι της καταλήψεως τής μεγαλονήσου υπό των Δωριέων προηγήθη Αχαϊκόν κύμα, έχει λεχθή προ πολλού. Υπεστηρίχθη υπό του Fick λόγω Αχαϊκών τοπωνυμίων εν Κρήτη, υπό του Thumb και άλλων λόγω ιχνών Αχαϊκής διαλέκτου, υπό πολλών δε άλλων λογίων ένεκα διαφόρων αρχαιολογικών δεδομένων επί της νήσου6. Ιδιαιτέρως πρέπει να τονίσω, ότι κατά τους γλωσσολόγους είς το Δωρικόν ιδίωμα της Κρήτης τα απαντώντα λείψανα είναι της λεγομένης Αρκαδοκυπριακής ή Παλαιοαχαϊκής διαλέκτου και ότι απαντούν ιδιαιτέρως άφθονα είς το κεντρικόν τμήμα της νήσου, την Κνωσόν δηλαδή μετά της περιοχής της Μεσαράς7.
Το να υποθέσωμεν, κατά ταύτα, μετανάστευσιν είς την Κρήτην εκ του αυτού τόπου και υπό του αυτού λαού, όστις έφθασε και μέχρι Κύπρου, επιβάλλεται υπό των συμπερασμάτων της γλωσσολογικής ερεύνης. Καθίσταται όμως πολύ φανερώτερον το πράγμα, αν στηριχθή και υπό των αρχαιολογικών δεδομένων. Είς τούτο εβοήθησαν και πάλιν αι άνασκαφαί της Αρχαιολογικής Εταιρείας, των όποιων θα δώσωμεν βραχυτάτην έκθεσιν:
Ολίγον Βορειότερον της "Αμφιγενείας" ρέει εξ Α. πρός Δ. ο Κυπαρισσήεις, σήμερον Αρκαδιανός ποταμός. Διαρρέει τον Μεσσηνιακόν αυλώνα, όστις αποτελεί την μόνην ομαλήν πρόσβασιν προς την ευφορωτάτην Μεσσηνιακήν πεδιάδα, την Μακαρίαν των Αρχαίων. Κατά την κλείδα της εισόδου είς τον αυλώνα, επί ωραίου λόφου ον παραρρέει ο Κυπαρισσήεις, ανεκαλύφθη το σπουδαιότατον μέχρι τούδε Παλαιομυκηναϊκόν κέντρον της Πυλιακής περιοχής. Η ανασκαφή ευρίσκεται εισέτι είς την αρχήν. Ολόκληρος ο λόφος, καλούμενος Περιστεριά, καλύπτεται υπό οικοδομημάτων από της πρώτης μέχρι της τρίτης Μυκηναϊκής περιόδου. Προέχει μεταξύ πάντων των κτισμάτων πελώριον καμπύλον τμήμα στερεώς εκτισμένον με διάμετρον 30 περίπου μέτρων και τοίχους πάχους 2 μέτρων. Η φύσις του δεν εξηκριβώθη ακόμη. Πιθανώς πρόκειται περί κυκλικού τίνος περιβόλου αγνώστου μέχρι τούδε προορισμού. Δύο πελώριοι θολωτοί τάφοι ανεκαλύφθησαν, ων ο πρώτος είναι είς των μεγίστων της Ελλάδος, ισάξιος σχεδόν Αδελφός των εν Μυκήναις και του εν Ορχομενώ θησαυρού του Μινύου.
Η διάμετρος της θόλου του τάφου τούτου είναι 12,10μ. Το άνοιγμα της θύρας είς την πρόσοψιν μετρεί 5,20μ. ύψους, η δε πρόσοψις σύγκειται εκ πελεκητών πώρων λίθων. Υψηλά είς την αρ. παραστάδα δύο σημεία είναι εγκεχαραγμένα, τα οποία ανήκουν είς το σύστημα A της Κνωσού, απαντώντα κυρίως ως λατομικά σημεία. Η σπουδαιότης του τάφου είναι από πολλών απόψεων μεγάλη, αλλά θα περιορισθώμεν είς ότι αφορά είς την Κρήτην: Έχομεν διά πρώτην φοράν μίαν απόδειξιν σαφή, ότι στενή επαφή υπάρχει ήδη κατά το τέλος του 16ου αιώνος μεταξύ Πύλου και Κνωσού. Είχον μεταβή Πύλιοι βασιλείς ως φίλοι και επισκέπται είς Κνωσόν; Είχον έλθει εκείθεν Κρήτες αρχιτέκτονες υπό τούς αυτούς όρους είς τον Πύλον; Η συνέβησαν τα πράγματα υπό μορφήν εχθρότητος και κατακτήσεως; Έχουν σημασίαν και τίνα ακριβώς τα δύο σημεία του τάφου Περιστεριάς; Προς τα παρόν ταύτα είναι ερωτήματα άνευ απαντήσεως. Βεβαίως ή πλάστιγξ κλίνει προς την άποψιν της Αχαϊκής εισβολής είς την Κρήτην, άλλ΄αν έζη τώρα ο Έβανς ήθελε θεωρήσει τον τάφον Περιστεριάς απόδειξιν των ιδεών του περί του αντιθέτου.
Περί της παρουσίας των πρώτων Αχαιών είς την Κρήτην εγράφησαν κατά καιρούς πολλά8. Είς εν τουλάχιστον ζήτημα, το της εμφανίσεως των πρώτων θολωτών τάφων επί της νήσου συνέρρευσε σήμερον νεώτερον υλικόν. Ο Νίλσσον εξακολουθεί πάντοτε να φρονή, ότι ο θολωτός τάφος Κεφάλας ανήκει εις Αχαιόν βασιλέα της Κνωσού9.
Έκτοτε ενεφανίσθησαν ο λεγόμενος θολωτός τάφος Γυψάδων (ον γνωρίζει ο Νίλσσον) και ο του Καμηλάρι, θεωρούμενοι αμφότεροι ΜΜ εποχής. Πρέπει να περιμένωμεν τας λεπτομερείς δημοσιεύσεις. Δυνάμεθα όμως να τονίσωμεν το γεγονός της εξαπλώσεως των μεταγενεστέρων μικρών θολωτών τάφων είς την Κρήτην, οίτινες διατηρούνται μέχρι της αρχαϊκής εποχής ( Αρκάδες - Φρατί): Πιθανώς προέρχονται εκ της Πυλιακής περιοχής, διότι ουδαμού της Ελλάδος απαντούν αφθονώτεροι. Μετά την ανακάλυψιν και δευτέρου τοιούτου τάφου είς την Δυτικήν Κρήτην καθίσταται πιθανωτέρα η διάδοσίς των από Πύλου είς Κρήτην γενικώς. Τινές εκ των τάφων τούτων κακώς χαρακτηρίζονται θολωτοί, διότι είναι κυκλικοί περίβολοι μετά μιμήσεως θύρας, καλυπτόμενοι υπό πλακών είτε και ατελεστάτης θόλου και προστατευόμενοι υπό ελαφρού τύμβου. Η Πυλιακή περιοχή, ιδία η Κουκουνάρα, παρέσχε τοιούτους τάφους ανήκοντας πάντοτε εις την εσχάτην Μυκηναϊκήν ή και την μεταβατικήν εποχήν10.
Είδομεν, ότι η Αρκαδική διάλεκτος εν Κύπρω δύναται να χρονολογηθή επί τη βάσει του ονόματος Αλασία μέχρι και του δευτέρου ημίσεος του 15ου αιώνος. Είναι ακριβώς η εποχή, κατά την οποίαν η παρουσία των αυτών Αρκαδικών Αχαιών και είς την Κρήτην θεωρείται αναμφισβήτητος, με τον Ανακτορικόν ρυθμόν είς την τέχνην, με πλουσίους τάφους πολεμιστών πέριξ της Κνωσού (και μόνης ταύτης) και με την Αχαϊκήν γλώσσαν γραφομένην ήδη είς τα Αρχεία του ανακτόρου.
Από τούδε αρχίζει να ομιλή και η παράδοσις, έστω διεσπασμένη και ελλιπής. Δικαιούμεθα ήδη να αποβλέψωμεν προς αυτήν μετά ολιγωτέρας δυσπιστίας. Περί των τοπωνυμίων επραγματεύθη προ πολλού ο Fick. Ο Ιάρδανος και η Κυδωνία της Δυτικής Κρήτης μαρτυρούνται και είς την Πυλιακήν περιοχήν. Εις την Κεντρικήν Κρήτην προέχει το σπουδαίον όνομα της Γόρτυνος, όπερ είναι και Αρκαδικόν και κατά τινάς μαρτυρίας και Μινυακόν, αν και κακώς αναμειγνύονται είς αυτάς μακρυναί Πελασγικοί νήσοι11. Είς την αυτήν περιοχήν της Κρήτης υπάρχουν και άλλα Αχαϊκά τοπωνύμια, άτινα απαριθμεί ο Fick. Δυνάμεθα ίσως να προσθέσωμεν και την μικράν πόλιν, ήτις είς τας Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται ως Λασαία (XXVIII, 8). Αναφέρεται όμως και υπό τον τύπον Άλασα, επομένως συγγενεύει προς τον Αρκαδικόν Αλασία (Αίγυπτιαστί α-ρα-σα). Η Κρητική πόλις Αρκάδες ευρίσκεται είς την αυτήν περιοχήν, αλλά μέχρι της στιγμής δεν ευρέθησαν εκεί λείψανα Μινωικής εποχής.

Θολωτοί τάφοι στην Κουκουνάρα

Το σπουδαιότατον ίσως σημείον επαφής μεταξύ Κρήτης και Αρκαδοτριφυλιακής περιοχής είναι οι κοινοί μύθοι περί τον νήπιον Δία.
Έχομεν δύο τοιαύτας περιπτώσεις. Η πρώτη είναι ουδείς μικρότερος τόπος από την περιφημοτέραν γωνίαν της Πελοποννησιακής γης, την Ολυμπίαν. Από το εν μέρος, με παλαιότατον μάρτυρα τον Πίνδαρον, τούς Αγώνας εθέσπισεν εκεί ο Ηρακλής της Αλκμήνης. Είναι η Δωρική εκδοχή διά το γόητρον της Σπάρτης. Από το άλλο μέρος όμως πολλοί συγγραφείς ακολουθούν άλλην παράδοσιν. Ό Ηρακλής ενταύθα είναι Κρής, είς των Δακτύλων της Ίδης. Είναι δε όντως η Κρήτη ο μόνος τόπος εν Ευρώπη, ένθα τα αγωνίσματα, ως θα τα συναντήσωμεν πολύ βραδύτερον είς την Ολυμπίαν, πιστούνται δι΄ έργων της τέχνης ήδη από του -16ου αιώνος. Είς την οργάνωσιν των Αγώνων της Ολυμπίας υπάρχει ολόκληρος διαδοχή Μυκηναϊκών ηρώων (Κλύμενος, Ενδυμίων, Πέλοψ, Αμυθάων, Νηλεύς κλπ.). Ο Παυσανίας μας βεβαιοί, ότι η Ολυμπία είχεν ίδιον μύθον περί της γεννήσεως του Διός, η δε Ρέα εκάλεσεν εκ Κρήτης τους Ιδαίους Δακτύλους ή Κουρήτας, πέντε εν όλω. Ιδαίον άντρον εδεικνύετο και εν Ολυμπία.
Βραδύτερον ήλθεν εκ Κρήτης και νέα προσωπικότης, Κλύμενος ο Κάρδυος. Ο Curtius επίστευσεν, ότι πρέπει να υπήρξε συνοικισμός Κρητών εις την παναρχαίαν Ολυμπίαν. Πάντως, αν έπρεπε να ευρεθούν προπονηταί, ίνα διδάξουν την τέχνην είς την Ολυμπίαν, δεν θα ήτο ίσως δυνατόν να ευρεθούν άλλοι από τους πυγμάχους και τους παγκρατιασιάς της Κρήτης, ως εικονίζονται επί του ρυτού της Αγίας Τριάδος12.
Έτι σπουδαιότερου είναι το δεύτερον σημείον επαφής, ήτοι ο μύθος του νηπίου Διός επί του Λυκαίου της Αρκαδίας. Ο Cook13 χαρακτηριστικώς αναφέρει, ότι είς πολλά μέρη της Ελλάδος και της Μ. Ασίας επιστεύετο, ότι ο Ζευς εγεννήθη επί όρους, "αλλ΄ εξ όλων των μη Κρητικών περιοχών η Αρκαδία είχε θεμελιώσει τας ισχυροτέρας αξιώσεις, όπως θεωρηθή κοιτίς του Διός".
Αρκεί να υπενθυμίσωμεν ενταύθα τας μαρτυρίας του Παυσανίου, καθ΄ας ο Λούσιος ποταμός ωνομάσθη επί λουτροίς του Διός τεχθέντος (8, 28, 2). Είς το όρος Θαυμάσιου κατέφυγεν η επίτοκος Ρέα (8, 36, 2). Εκεί ο Κρόνος εξηπατήθη και κατέπιε τον λίθον, ενώ η Ρέα έτεκε τον Δία είς το Λύκαιον (8,36, 3). Εκεί ανετράφη δ Ζευς (8, 38, 2) και αι τρεις τροφοί του Νύμφαι ελέγοντο Θεισόα, Νέδα και Αγνώ (8, 38, 3).
Έναντι τούτων των σαφών μαρτυριών της Αρκαδικής παραδόσεως παρατηρούμεν, ότι είς την Κρήτην παρακάμπτεται η άκρως ασαφώς και υπό μεταγενεστέρων πηγών αναφέρεται ή γέννησις του Διός.
Η παλαιοτάτη ημών μαρτυρία, ο Ησίοδος, αφήνει βεβαίως να εννοηθή, ότι ο Ζευς εγεννήθη είς την Κρήτην, διότι η επίτοκος Ρέα πέμπεται είς Λύκτον, αλλά παραμένει παραδόξως ασαφής η διήγησις εν τέλει, βεβαιουμένου μόνον ότι το νήπιον κομίζεται υπό της Γαίης "πρώτην ες Λύκτον" και κρύπτεται είς το σπήλαιον του Αιγαίου όρους. Λησμονείται αμέσως, πού εκομίσθη ο Ζεύς είς δευτέραν διαμονήν και γίνεται λόγος περί της ταχείας ανδρώσεώς του (Θεογ. 477-493). Ο Καλλίμαχος αποκαθιστά τα πράγματα συμβιβαστικώς, κατά το σύστημα της λογίας εποχής του: Ο Ζεύς εγεννήθη μεν εν Αρκαδία, αλλά νύμφη Αρκαδική τον μεταφέρει είς την Κρήτην. Ο ομφαλός του αποπίπτει παρά τας Θενάς, πλησίον της Κνωσού, εκείθεν ονομάζουσιν Ομφάλιον το πεδίον οι Κύδωνες.
 Είχον την ευτυχίαν να ανεύρω ο ίδιος το ιερόν του Διός είς τον Αμνισόν και διά πρώτην φοράν να διαπιστώσω εξ ευρεθείσης επιγραφής, ότι πράγματι ελατρεύετο εκεί υπό το επώνυμον Θενάτας. Παραπλεύρως, εντός της κοιλάδος, δύναταί τις ευκόλως να ταύτιση το Ομφάλιον πεδίον. Επί έτη πολλά εμεμφόμην έν τούτοις επιπολαιότητα εις τον Καλλίμαχον, διότι απροσδοκήτως και ακατανοήτως ανεμείγνυε τους Κύδωνας εις τον μύθον. Μόνον τώρα αρχίζω να βλέπω, ότι η επιπολαιότης και η άγνοια ήσαν ιδικά μου. Ο Καλλίμαχος είχεν υπ΄ όψει του την μετανάστευσιν του μύθου μαζί με τους Αρκαδικούς Αχαιούς εις την Κρήτην και οι Κύδωνες, τους οποίους μαρτύρεται, είναι στοιχείον του Αρκαδικού μύθου. Επί πλέον, εύρον εις τον Αμνισόν δύο θετούς πώρινους, φυσικού μεγέθους και εποχής αρχαϊκής, ιπταμένους επί επικράνων. Ο Παυσανίας αναφέρει δύο όμοιους διετούς επί του Λυκαίου. Η συγγένεια μεταξύ των δύο περιοχών είναι απαραγνώριστος14. Ηδη ο Kirsten είχεν υποθέσει, ότι ο μύθος του Διός μετεφέρθη εις Κρήτην δι΄ Αρκαδικών Αχαιών αποίκων15.

Ο Μεγάλος Θολωτός τάφος της Περιστεριάς. Διακρίνονται τα λατομικά σημεία Κρητικής προελεύσεως

Δυνάμεθα να προχωρήσωμεν περισσότερον: Αυτό τούτο το όνομα της Κρήτης, της "νήσου του Διός", δύναται να ερμηνευθή από τον μύθον του Διός. Ως γνωστόν, ήδη από του τέλους της 3ης χιλιετηρίδος απαντά εις κείμενον του Σαργών (της Ασσούρ ;) μία χώρα Καπταρά, κειμένη "πέραν της ανωτέρας θαλάσσης". Παρετηρήθη όμως ήδη, ότι η φράσις αύτη νοεί την Μεσόγειου γενικώς, αλλά και δεν δύναται γλωσσικώς να θεωρηθή το Καπταρά ως ταυτιζόμενου προς την Κρήτην.
Τα αυτά ακριβώς ισχύουν και περί του Κάφτορ της Βίβλου και της Αιγυπτιακής ονομασίας Κεφτί, ήτις αποδίδεται εις λαούς Συριακής πιθανώς προελεύσεως. Χαρακτηριστικόν είναι, ότι το τρίγλωσσον ψήφισμα της Κανώπου (-238) μεταφράζει την λέξιν Καφτό Ελληνιστί διά τού Φοινίκη16.
Κατά ταύτα δεν γνωρίζομεν πως ελέγετο η Κρήτη εις την Προαχαϊκήν εποχήν ούτε πότε έλαβε το όνομα τούτο. Βασίμως δυνάμεθα να υποθέσωμεν, ότι το όνομα οφείλεται εις τους πρώτους Αχαιούς αποίκους της Αρκαδοτριφυλιακής οικογείας, δια τον απλούστατον λόγον, ότι το όνομα τούτο εις την πατρίδα των ήτο πολύ κοινόν : Κρήσιον όρος υπήρχε πλησίον της Τεγέας17. Έτι σπουδαιότερου είναι, ότι εις τον Αρκαδικόν μύθον της γεννήσεως του Διός το Λύκαιον αναφέρεται ως Ιερά κορυφή, η δε παρακειμένη χώρα ως Κρητέα. Έλεγον δε οι Αρκάδες, ότι ταύτην την Κρητέαν νοεί ο μύθος της ανδρώσεως του Διός, ουχί την νήσον της Κρήτης18. Ότι δεν πρόκειται περί αιτιολογικού μύθου, αποδεικνύει τρίτη περίπτωσις, επιγραφική αυτή : Εις τα σύνορα Φιγαλείας και Τριφυλίας αναφέρεται Κρήσιος κολωνός19. Δύναται τέλος να προστεθή και τέταρτον παράδειγμα, ίσως το σπουδαιότατον πάντων, διότι προέρχεται εκ της Μυκηναϊκής εποχής: Aι πινακίδες του ανακτόρου Εγκλιανού αναφέρουν ένα κε-ρε- σι-γιο (ke-re-si-jo). Προτού μεταφρασθή ως Κρήσιος εκ Κρήτης (ο Palmer ενώνει την λέξιν προς την επομένην και μεταγλωττίζει κρησιοFεργής) πρέπει να δώσωμεν προτεραιότητα εις τας Κρητέας και τα Κρήσια της εντόπιας περιοχής. Πάντα ταύτα αποτελούν σοβαράς ενδείξεις, ότι το όνομα Κρήτη ανήκει εις την Αχαϊκήν διάλεκτον των Αρκάδων. Ως συνέβη και εις την περίπτωσιν της Κύπρου, οι άποικοι μετέφερον το όνομα εις την νέαν των πατρίδα, δοθέν πιθανώς κατά πρώτον εις την μικράν περιοχήν, ένθα μετεφυτεύθη η λατρεία του Αρτιγεννήτου Διός. Βραδύτερον ο νήπιος θεός ελατρεύετο είς πολλά άλλα μέρη και σπήλαια της νήσου. Ούτως εξηπλώθη και το όνομα και θα είχομεν αρχικώς πολλάς Κρητέας επί της νήσου, ως συνέβαινε και είς την Αρκαδίαν. Κατ΄αυτόν τον τρόπον ερμηνεύεται και το γεγονός, ότι είς τον Όμηρον αναφέρεται και πληθυντικώς το όνομα τής νήσου : Εκ Κρητάων ευρειάων. Κατά τον αυτόν τρόπον δύναται να ερμηνευθή και το "κοινόν των Κρηταιέων".

Ο Σπ. Μαρινάτος στον αρχαιολογικό χώρο της Περιστεριάς Τριφυλίας

Ανεφέραμεν τα κυριώτερα γεγονότα προς απόδειξιν τής πρώτης επαφής μεταξύ του Μινωικού και του Μυκηναϊκού κόσμου προς απαρτισμόν ενός νέου καθεστώτος. Θα ηδύναντο να προσκομισθούν και άλλαι ενδείξεις. Είναι πάρα πολλαί, διά να θεωρηθούν τυχαίαι. Σύμπτωσις δεν δύναται να είναι, είναι όμως δύσκολον να τεθούν τα πράγματα ευθύς εξ αρχής είς αλάνθαστον ιστορικήν τροχιάν. Το φυσικώτερον και συμφωνότερον προς όσα γνωρίζομεν, είναι να υποθέσωμεν κίνησιν εκ Βορρά προς Νότον. Θα ήτο όμως δυνατόν, τουλάχιστον εν μέρει, και το αντίθετον. Λόγιος κατ΄εξοχήν αντικειμενικός, μέχρις ελαττώματος θα έλεγέ τις αποφυγών καθ’ όλην τήν ζωήν του τας υποθέσεις, είναι ο σεβάσμιος γέρων της Λούνδης, ο πολύς Μάρτιν Νίλσσον. Εν τούτοις διετύπωσε τελευταίως την υπόθεσιν εκ Νότου προς Βορράν, δηλαδή ότι οι Αχαιοί της Κνωσού, εκδιωχθέντες εκείθεν, εγκατεστάθησαν είς Πύλον. Έκτισαν το Ανάκτορον του Εγκλιανού και εκείθεν ο Αχαιός Μίνως ωρμήθη προς την Σικελίαν. Εντεύθεν αι υπερβολικαί ομοιότητες και αναλογίαι μεταξύ Κρήτης και Πύλου, πρωτίστως το αρχείον του Πυλιακού Ανακτόρου20.
Θα μας ήγε πολύ μακράν η παρακολούθησις πασών των σκέψεων του Νίλσσον, αι οποίαι είναι αξιοπρόσεκτοι και βαθείαι, αφού προέρχονται από τον Νίλσσον. Ας σημειώσωμεν μόνον, ότι ο λαός εκείνος των Αχαιών- Αρκάδων- Μινυών, όστις ωρμάτο από την Τριφυλίαν, ή τουλάχιστον και από την Τριφυλίαν, φαίνεται να είχε δαιμόνιας ιδιότητας και εμπορικής και αποικιακής δραστηριότητος. Ανεξαρτήτως του Νίλσσον κατέληξα και εγώ είς συμπεράσματα, ότι ο αυτός λαός απώκισε τας Δυτικάς νήσους Ζάκυνθον, Κεφαλληνίαν και Ιθάκην. Ου μόνον αρχαιολογικά δεδομένα (τάφοι Πυλιακού σχήματος εν Κεφαλληνία)21, αλλά και μυθολογικοί δεσμοί οδηγούν προς το συμπέρασμα τούτο. Ο Αγκαίος της Κεφαλληνιακής Σάμης, Αρκείσιος ο πατήρ του Λαέρτου, αυτός ο Οδυσσεύς μετά της Πηνελόπης είναι ήρωες ή θεοί και της Αρκαδίας. Η Σάμη πρέπει να συνδέεται, προς το Σαμικόν της έναντι Τριφυλιακής ακτής. Κατέληξα ωσαύτως είς συμπεράσματα, ότι ειδικοί μετεωρολογικοί και γεωγραφικοί όροι πρέπει να εβοήθησαν τους Πυλίους Μινύας, βοηθουμένους και από τα ναυτικά των ένστικτα, όπως μάθουν να "τέμνουν το πέλαγος μέσον", ως βραδύτερον θα πράξη ο Νέστωρ επανερχόμενος εκ Τροίας. Τούτο σημαίνει, ότι η ναυσιπλοΐα περιδεώς κατά μήκος των ακτών ανεγνωρίσθη από καιρού είς καιρόν ως περισσότερον επικίνδυνος από την συντομωτάτην ευθείαν.
Ούτως οι Μυκηναΐοι ναυτικοί έφθανον εκ Κεφαλληνίας είς Μεταπόντιον ή εκ Πύλου είς Σικελίαν είς διάστημα μικρότερου των δύο εικοσιτετραώρων. Αι πρώιμοι σχέσεις προς τας Λιπάρας και είτα την Σικελίαν και η αφθονία του ηλέκτρου κατά την Πυλιακήν περιοχήν αποτελούν εύγλωττους μαρτυρίας22.
Αρχίζει τώρα να διαφαίνεται είς τον ορίζοντα η νέα σύνθεσις του Μυκηναϊκού πολιτισμού από απόψεως πολιτικής δυνάμεως : Είς την Πελοπόννησον υπήρχον δύο κραταιά βασίλεια. Το εν ήτο η χερσαία δύναμις, με έδραν τάς Μυκήνας. Τό εκληρονόμησεν ή Σπάρτη. Το έτερον, σχεδόν εξ ίσου πλούσιον και ακμαίου, είναι η θαλασσία δύναμις των Μυκηναίων, αποτελουμένη από Αρκαδικούς Αχαιούς και Μινύας. Αναπτύσσει δαιμονίαν δραστηριότητα, από Σικελίας μέχρι Μ. Ασίας, οπόθεν, κατά τας πινακίδας του Ανακτόρου, οι Πύλιοι κομίζουν (ίσως ληίζονται) γυναίκας. Ίσως αυτοί νά είναι οι Αχιγιάβα των Χετταικών αρχείων;
Περί το 1500 οι Αχαιοί ούτοι ευρίσκονται ήδη εις στενήν επαφήν προς την Μινωικήν Κρήτην, ως αποδεικνύει ο τάφος Περιστεριάς, και περί το 1450 ευρίσκονται ασφαλώς εγκατεστημένοι εις την Κνωσόν, ολίγοι ή πολλοί. Περί το 1425 εμφανίζονται υπό τους αυτούς όρους και εις την Κύπρον, αμφότεραι δ’ αι νήσοι λαμβάνουν έξ αυτών νέα ονόματα. Εις το σεβάσμιον όνομα του Νέστορος ζούν απλώς αι αναμνήσεις όλων αυτών των μεγάλων περιόδων δυνάμεως.

Εις το θαλάσσιον τούτο στοιχείον των Αρκαδομινυών πρέπει να αποδοθή η θαλασσία ηγεμονία της Κρήτης επί Μίνωος. Ήτο ο Αχαιός Μίνως και ήτο η μόνη φορά, καθ΄ ην η Κρήτη είς την μακράν ιστορίαν της απέβη θαλάσσιος, και δη θρυλικός θαλάσσιος λαός. Θα έλεγέ τις, ότι με την μετανάστευσιν των Νηλειδών είς τας Αθήνας μεταφυτεύεται και η κληρονομικότης της θαλασσίας δραστηριότητος. Νηλείδαι τρέπουν τους Αθηναίους προς τα ναυτικά, οι οποίοι ούτως οδηγούνται προς την αποικιακήν πολιτικήν των άλλοτε Μινυών απο Κύπρου μέχρι Σικελίας. Ίσως αποδειχθή μίαν ημέραν, ότι κληρονομιά των Νηλειδών είναι η γλαυξ ως σύμβολον της πόλεως και της θεάς, η γλαυξ της οποίας χρυσά αντίτυπα ευρέθησαν είς τους τάφους του Κακοβάτου. (Εικ. δεξιά)

Δια να τελειώσωμεν με την Κρήτην, ίσως το μεγαλύτερον επίτευγμα ήτο η κατάκτησις της Κνωσού και εν πάση περιπτώσει η στενή επαφή προς την Κρήτην. Η παράδοσις έχει πάντοτε δίκαιον. Τώρα κατανοούμεν καλύτερον, διατί οι Κνώσιοι του Ομηρικού ύμνου μετέβαινον δι΄ υποθέσεις των εις Πύλον και Πυλοιγενέας ανθρώπους.
Ανεγνώσθη η Μυκηναϊκή γραφή και οι ειδικοί μας λέγουν, ότι παρέσχε μερικά κριτήρια επιτρέποντα να θεωρήσωμεν την διάλεκτον των πινακίδων συγγενή προς την Αρκαδοκυπριακήν. Επομένως κατέχομεν βασικόν επιχείρημα, ότι οι Αρκαδικοί Αχαιοί ευρίσκοντο είς την Κνωσόν λίαν ενωρίς. Διότι δεν δύναται να υπάρξη εύλογος αμφιβολία, ότι το Μινωικόν Αλφάβητον μετεπλάσθη και προσηρμόσθη προς την Αχαϊκήν διάλεκτον υπό Κνωσίων γραφέων και είς την Κνωσόν, ουδαμού δ΄ Αλλαχού23. Ο τάφος της Περιστεριάς αποτελεί πάρισον και αρραβώνα των σχέσεων των Αρκαδοτριφυλίων προς την Κνωσόν, σχέσεων αίτιτες δεν αποκλείεται να ήσαν ειρηνικαί και φιλικαί. 
Επιθυμώ να τελειώσω με μίαν υστάτην παρατήρησιν, διότι μας οδηγεί είς τους Άραβας της Κρήτης. Το κεντρικόν μέρος της νήσου, είς το οποίον κατά τα γλωσσολογικά δεδομένα εγκατεστάθησαν οι Αχαιοί, έχει μίαν ωραίαν και υγιεινήν επαρχίαν προς Νότον, ήτις λέγεται Αμάριον. Την φέρουν είς σχέσιν προς την Αραβικήν κατοχήν τής νήσου εκ τίνος υποθετικού Ομάρ. Γνωρίζομεν όμως24, ότι οι Αχαιοί της Πελοποννήσου συνήγον κοινοβούλιον είς ένα κοινόν τόπον καλούμενον Αμάριον.
Ο Παυσανίας αναφέρει, ότι ιερόν Διός Ομαγυρίου έκειτο παρά την θάλασσαν είς το Αίγιον, το οποίον εκληρονόμησε το προνόμιον της συνελεύσεως των Αχαιών μετά την καταστροφήν της Ελίκης τω -373, πόλεως παναρχαίας και αναγούσης τας ρίζας της είς την Μυκηναϊκήν εποχήν25. Παραπλεύρως υπήρχεν άλλο ιερόν Δήμητρος Παναχαίας. Λατρείαν δε Διός Αμαρίου ως κάτι πολύ σπουδαίον και απαραίτητον, ευρίσκομεν και είς τας Αχαϊκάς αποικίας της Δύσεως (Κρότων, Σύβαρις, Καυλωνία).
Είτε το επίθετον Αμάριος συνάπτεται προς το ημέρα (Αμάρα επί Λοκρινής επιγραφής) είτε προς το ομαγύριος - ομήγυρις, γεγονός είναι ότι το Αμάριον της Κρήτης πρέπει και τούτο να θεωρηθή παναρχαία κληρονομιά εκ του Αχαϊκού εποικισμού της νήσου26. Τμήμα τουλάχιστον της επαρχίας εκφέρεται μέχρι σήμερον κατά τρόπον περίεργον, διότι αποτελείται από μίαν Αραβικήν και μίαν Αχαϊκήν λέξιν: Νέφς Άμάρι. Οί γνωρίζοντες την Αραβικήν λέγουν, ότι Νέφς σημαίνει τι το κατ΄ εξοχήν, το κεντρικόν, την καρδίαν. Διερωτάταί τις, μήπως το Αραβικόν έδόθη κατά την έννοιαν του Ελληνικού.
Ας αναγνωρίσωμεν πάντως και εις τους Άραβας της Κρήτης μίαν μικράν ευγνωμοσύνην, διότι η χιλιετηρίς της εκδιώξειος των εκ της νήσου του Διός μας έδωκε την ευκαιρίαν να εορτάσιομεν εδώ διεθνές επιστημονικόν Αμάριον υπό την ευλογίαν του Κρητικού Αμαρίου Διός.

1) R. Hampe, Nestor (Vermachtnis der antiken Kunst 1950) σ. 13.
2) Αλασία - Αλασυής, Πρακτ. Ακαδ. Αθηνών 36, 1961, σ. 5 - 15.
3) Ιλ. Β. 612 έξ.
4) Οδ. ψ 268 έξ.
5) Griech. Dialekte2 II (1959) σ. 146.
6) A. Fick, Hattiden und Danubier in Griechenland o. 9 fi·. A Thumb, Hdb. d. Griech. Dialekte 124 - 25.  M. Nilsson, Opuscula Selecta III (1960) 479 έξ
7) Thumb ε.ά.- Nilsson ε.ά. 479.
8) Όρα σύνοψιν τών διαφόρων τεκμηρίων παρά Nilsson, Opuscula III 482 κ. έξ.
9) Opuscula ε.ά. και Postscriptum, σ. 487 -88.
10) Τοιούτοι τάφοι ανεκαλύφθησαν και αλλαχού και κυρίως είς Κουκουνάραν Πυλίας. Είναι παραβλητέοι πρός τους Υστερωτέρους Μινωικούς, Γεωμετρικούς και Αρχαϊκούς τάφους της Κρήτης, ων κατάλογον δίδει ο Ρend1ebury, Archaeology in Crete 242 - 3. Πβ Nilsson, Opuscula II 481-2 καί Levi, Arcades (Annuario Atene X - XII 1931, o. 207, 303, 304, 313).
11) Όρα Burchner, REnz. VII, 2 (άρθρο Gortyn) σ. 1667.
12) Παυσ. 5, 7, 4 έξ. καϊ Frazer, Paus. Ill 483. Πβ. τό άρθ. Olympia, REnz. 18,2, σ. 2520 έξ.
13) Zeus I, 154.
14) Μαρινάτος, Κρητ. Χρονικά 7, 265 - GG καί πίν. Β - Γ.
15) Antike XIV, 295.
16) Brandenstein, REnz. Suppl. VI 200 - 206.
17) Παυσ. 8, 44, 7.
18) Παυσ. 8, 38, 2.
19) I.G.V, 1 άρ. 1430. ΙΙβ. Ν. Va1min, fitudes topographiques sur la Messinie ancienne 124 - 25. (Lund 1930, Diss.).
20) Μ. Nilsson, The Historical Consequences of the Deciphering of the Mycenaean Script, Opuscula III, 489 - 509.
21) Τάφοι Πυλιακοϋ σχήματος έν Κεφαλληνία ΑΕ 1933, 70 έξ.
22) Μarinatos, La Sicilia e la Grecia nell’et 5 preistorica, Κώκαλος V 1959, 3 έξ.
23) Περί τής Μυκηναϊκής διαλέκτου δρα Thumb-Scherer, Gr. Dial.2 II, 1959, σ. 325 - 26.
24) Στρβ. Η 385.
25) Παυσ. 7, 24, 2. Περί Ελίκης Antiquity 13 No 3, σ. 186 - 193.
26) Περί Διός Άμαρίου δρα A. Β. Cook, Zeus I, 16 - 17.


Printfriendly