.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Τρείς Κτητορικαί Επιγραφαί εκ Ζαρνάτας


Εις το «Χαριστήριον» τούτο εκλεκτού και αγαπητού συναδέλφου, αφιερώσαντος εαυτόν εις την μελέτην και την αναστήλωσιν των αρχαίων της χώρας μνημείων, η συμμετοχή του γράφοντος επρόκειτο να εμφανισθή δι' απλών αντιγράφων είκοσι περίπου χριστιανικών επιγραφών της παλαιάς Επισκοπής και Μητροπόλεως Ζαρνάτας1, εις ην υπήγετο και η γενέτειρά του Δολοί. Τα αντίγραφα ταύτα μόνην αξίαν είχον ότι προήρχοντο από παλαιά ξεθωριασμένα τετράδια, περιέχοντα τα πρώτα των φοιτητικών χρόνων παλαιογραφικά γυμνάσματα του γράφοντος. Αλλά την εδώ τώρα μειουμένην κατά ποσόν προσφοράν αξιολογεί κατά ποιόν η συνεργασία του τιμωμένου.

Μονή Αγίας Παρασκευής Δολών

Κατ' αγαθην συγκυρίαν ο κ. Ορλάνδος, συνεχίζων την προ εβδομηκονταετίας επιχειρηθείσαν υπό του Θεμ. Σοφούλη ανασκαφήν της Αρχαιολογικής Εταιρείας εις την αρχαίαν Μεσσήνην και προθύμως δεχθείς τον παρελθόντα Οκτώβριον παράκλησίν μου, ήλθεν εις Δολους της Μεσσηνιακής Μάνης2 προς επίσκεψιν του κινδυνεύοντος ναού της εκεί διαλελυμένης Μονής της Αγίας Παρασκευής, του οποίου την στερέωσιν έχει αποφασίσει το Συμβούλιον της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Με την ευκαιρίαν δε ταύτην, πλην του ανωτέρω, εξητάσθησαν και δύο άλλοι ναοί, οίτινες, ήσαν προσιτοί κατά την από Καλαμάτας εις Ζαρνάταν επ' αυτοκινήτου διαδρομήν. Έτσι, πλαισιουμένων των επιγραφικών μου αντιγράφων με τας μετρήσεις, τα σχεδιαγράμματα, τας φωτογραφίας, τας παρατηρήσεις και με την σοφήν του τιμωμένου εμπειρίαν, η πενιχρά μου προσφορά παίρνει ιδιαιτέραν αξίαν. Όθεν αι προς τον κύριον Ορλάνδον οφειλόμεναι ευχαριστία του γράφοντος συνοδεύονται με την κατά κυριολεξίαν εδώ εφαρμοζομένην λειτουργικήν ρησιν: Τα σά εκ των σών σοι προσφέρομεν.


Εις την ύπαιθρον μεσημβρινήν πλευραν της Κοινότητος Δολών και εις τα όρια της Κάτω Χώρας3 ευρίσκονται τα ερείπια κελλίων, στερνών, ελαιοτριβείου και άλλα χαλάσματα μικράς διαλελυμένης Μονής της Αγίας Παρασκευής (εικ.1), της οποίας σώζεται μόνον ο μικρός κομψός ναός, αλλά και αυτός, έχων υποστή κατά καιρούς εκ των σεισμών πάμπολλα ρήγματα, κινδυνεύει να καταπέση, εάν δεν ληφθούν εγκαίρως τα διά την στερέωσίν του αποφασισθέντα υπό της Αρχαιολογικής Εταιρείας μέτρα.
Η Μονή διαλυθείσα το 1834 υπό των Βαυαρών υπήρχε προ ολίγου ακόμη τότε εν ακμή, αφού ο αρχηγός της υπό τον Μαιζών επιστημονικής αποστολής εις τον Μορέα Bory-de Saint Vincent, επισκεφθείς τους Δολούς τον Ιανουάριον του 1829 και θαυμάσας εξ αποστάσεως το επιφανές επί γηλόφου μονύδριον έλαβε παρά του Ηγουμένου πρόσκλησιν προς επίσκεψιν του (Μission Scient. de Moree, σ.348). 
Κατά την γνώμην του κ. Ορλάνδου, εις τον οποίον οφείλονται αι παρατιθέμεναι μετρήσεις, τα σχεδιαγράμματα και αι φωτογραφίαι, ο ναός έχει το σχήμα ελευθέρου σταυρού, διαστάσεων εξωτερικών 9.50Χ 7.60μ. Τα σκέλη καλύπτονται υπό καμαρών, επί της διασταυρώσεως των οποίων ίσταται τρούλλος λίαν υψηλός και μάλιστα διπλοθολικός, περίπτωσις αρκετά σπανία.
Η αψίς του ιερού και ο οκτάπλευρος τρούλλος διαμορφούνται με συνεχή αψιδώματα.
Εσωτερικώς ο ναός είναι κατάγραφος εκ τοιχογραφιών του 17ο αιώνος, υπεράνω δε της θύρας εισόδου διασώζει ενδεκάστιχον κτητορικήν επιγραφήν, ήτις χαραγμένη εις κεφαλαιογράμματον γραφήν με τας γνωστάς βυζαντινάς συντομογραφίας έχει τηρουμένων των ανορθογραφιών ώς εξής:


Τα εν στ.1,2,4 μικροχάσματα, προερχόμενα εκ φθοράς του ασβεστοκoνιάματος εφ ου έχει χαραχθή η επιγραφή, είναι σήμερον περισσότερα των παρατηρηθέντων προ εξηκονταετίας, ότε εληφθη το αντίγραφον. Εκ της υγρασίας έχει φθαρή και το κονίαμα της Αγίας Τραπέζης, όπου κυκλοτερώς είχε γραφή μικρογράμματος επιγραφή, της οποίας ίχνη μόνον γραμμάτων διακρίνονται.
Τα κατά δοτικήν φερόμενα Χαμάρτω, Zέπω, Πύργω, Κάμπω, αντί της απαιτουμένης εις γενικήν καταλήξεως -ου, δεν γνωρίζω αν οφείλωνται εις γραφικόν ή φωνητικόν εθισμόν του χαράκτου.
Το εν στ.4 Δουκάκυ είναι όνομα αρχοντικής οικογενείας της Καλαμάτας, διά την εκ Δολών καταγωγήν της οποίας η εδώ μαρτυρία είναι αξιοσημείωτος. Χαμάρετοι και Χαμάρτοι είναι βυζαντινός αριστοκρατικός οίκος συναντώμενος εις πολλά μέρη της Πελοποννήσου. Δούκας (εξ ού και το Δουκάκης). Xαμάρτος αναφέρεται κατά το 1596 εν Αλαγονία (Ν.Α. Βέη, Οι Χαμάρετοι, ιστορικόν και γενεαλογικόν σημείωμα, έκδ. Πύρρου 1963).
Το εν στ.5 επώνυμον Zέπω και γνωστόν ως μεσσηνιακόν της παρά την Καλαμάταν Σπερχογείας, εμφανίζεται εδώ λακωνικόν, διότι υπό το συνεκφερόμενον τοπωνύμιον Πύργος, πρέπει, νομίζω, να νοηθή ο Πύργος του Λακωνικου Ζυγού (τέως δήμου Λεύκτρου).
Η εν στ.5 διαγραφή είναι πολύ παλαιά και πολύ τεχνική. Ο κάκιστα την επιγραφήν δημοσιεύσας Δημ. Δουκάκης (Μεσσηνιακά, σ.143) το εκ της διαγραφής χάσμα συμπληρώνων αυθαιρέτως δια του «Παϊσίας» παραλείπει εντελώς την ακόλουθον δυσανάγνωστον λέξιν, ήτις θα εδήλωνε το οικογενειακόν επώνυμον της «οσίας», της οποίας το μοναχικόν ή το βαπτιστικόν όνομα διεγράφη, άγνωστον πότε, διατί και υπό τίνος. Νομίζω ότι υπό το δυσανάγνωστον τούτο οικογενειακόν επώνυμον, του οποίου το αρχικόν γράμμα ήτο Κ και η κατάληξις ρίτσα, θα κρύπτεται το ΚΟΤΡΟΝΑΡΙΤΣΑ ή KΟΥTHΦΑΡΙΤΣΑ, διότι το οικογενειακόν Κοτρωνάρος έκπαλαι και σήμερον επιγωριάζει εν Κάμπω, το δε Κουτήφαρης εν Ζαρνάτα.
Κατά την χρονολογίαν της επιγραφής η ιστόρησις του ναού γενομένη διά χειρός του αγνώστου άλλοθεν αγιογράφου Παναγιώτη Μπενιζέλου (όστις παρά την συνήθειαν παραλείπει να σημειώση και την πατρίδα του), επερατώθη την 5η Αυγούστου του έτους 1698 ημέραν της εβδομάδος ς΄ (=6ην δηλ. Παρασκευήν).



Ναός Αγίων Ιωάννου του Προδρόμου και Νικολάου εις Μαλευριάνικα

Κατά γνώμην του κ. Ορλάνδου στηριχθείσαν εις μετρήσεις και σχέδια της αρχιτέκτονος και παλαιάς αυτού μαθητρίας εν τώ Ε.Μ. Πολυτεχνείω Δδος Σοφίας Βεν. Σαράβα ο εις μνήμην των αγίων Ιωάννου του Προδρόμου και Νικολάου εις Μαλευριάνικα Ζαρνάτας τιμώμενος διμάρτυρος4 ή δίκλιτος ναός παρουσιάζει εν κατόψει (εικ.2) σχήμα ορθογώνιον, εξωτερικών διαστάσεων 7.15Χ 8,60μ., ανατολικώς του οποίου προβάλλουν δύο μεγάλαι και όμοιαι ημικυκλικαί αψίδες ιερού. Εκάστη των αψίδων τούτων αντιστοιχεί προς εν των δύο ισοπλατών (βόρειον Αγ. Ιωάννου 2.50, νότιον Αγ. Νικολάου 2.55μ.) κλιτών, εις τα οποία ο ναός διαιρείται εσωτερικώς διά κατά μήκος μεσοτοίχου, πάχους 0.70μ., διατρυπωμένου υπό δύο τοξωτών θυρών, ύψους 1.95μ. Εις εκάτερον επίσης των κλιτών τούτων αντιστοιχεί και ανά μία ορθογώνιος θύρα εισόδου, ανοιγομένη εις τον δυτικόν τοίχον, όστις αποτελεί και την πρόσοψιν του μνημείου (εικ.2 και πίν. LXXII α).


Έκαστον κλίτος του ναού, αποτελούν ένα μονόκλιτον σταυρεπίστεγον ναόν (του τύπου A1) καλύπτεται υπό κατά μήκος κυλινδρικής καμάρας (ύψ. βορ. 3.22- νοτ.  3.35μ.) διακοπτομένης περί το μέσον του μήκους του ναού (και πλησιέστερον προς το ιερόν, ώς συμβαίνει συνήθως εις τους σταυρεπιστέγους) υπό άλλης, στενοτέρας και υψηλότερον τοποθετημένης εγκαρσίας καμάρας, της οποίας η μεν διάμετρος είναι 2μ., το δε κατά την κλείδα ύψος 4.75μ. Ευρίσκονται δ' εγκάρσιαι καμάρα αμφοτέρων των κλιτών εις το αυτό ύψος, αποτελούσαι ακριβώς προέκτασιν η μία της άλλης και στεγαζόμενα δια συνεχούς δικλινούς κεραμοσκεπούς στέγης (εικ.2,3,4 και πίν.LXXIIΙ α,β).
Κατά ταύτα έχομεν ενταύθα έν, μοναδικόν μέχρι του δε γνωστόν, παράδειγμα σταυρεπιστέγου δικλίτου ναού διότι τα έως τώρα τουλάχιστον γνωστά παραδείγματα δικλίτων ναών παρουσιάζουν κάλυψιν των κλιτών των, άλλοτε δια συνεχών κυλινδρικών θόλων, άλλοτε διά συνεχών ψευδοθόλων6 και άλλοτε διά συνεχών οριζοντίων δωμάτων. 
Ενδιαφέρων επίσης είναι και ο τρόπος καλύψεως των εκατέρωθεν της εγκαρσίας καμάρας χαμηλών κυλινδρικών θόλων των κλιτών, άτινα ενώ εις τους άλλους κεραμοσκεπείς δικλίτους ναούς καλύπτονται εξωτερικώς με χωριστήν δικλινή στέγην, εδώ καλύπτονται υπό μίαν κοινήν δικλινή στέγην (εικ.4 και πίν.LΧΧΙΙΙβ).
Και ήδη ερωτάται: ο ναός του Αγ. Νικολάου κατεσκευάσθη εξ αρχής δίκλιτος ή μήπως εδιπλασιάσθη μεταγενεστέρως χάριν διευρύνσεως; Εις το ερώτημα τούτο δεν δύναται δυστυχώς να μας διαφωτίση η σχετική κτητορική επιγραφή, ήτις, ομιλούσα μόνον περί της τοιχογραφήσεως (ανιστορήσεως) του ναού, ουδένα λόγον κάμνει  περί του σχεδίου του. Μας διαφωτίζει όμως η επιγραφή αύτη, τουλάχιστον κατά προσέγγισιν, περί της χρονολογίας κατασκευής αυτού διότι λέγει ότι η τελευταία τοιχογράφησις -4η κατά σειράν- εγένετο το 1772. Εάν λοιπόν δεχθώμεν, ότι τουλάχιστον κάθε πεντήκοντα έτη ανενεούτο η ιστορία, θα πρέπει να αναγάγωμεν την κτίσιν του ναού εις τα τέλη του 16ου ή τας αρχάς του 17ου αι. Μένει όμως πάντοτε ανοικτόν το πρόβλημα εάν τα δύο κλίτη είναι σύγχρονα ή αν το εν κατεσκευάσθη αργότερον, τούθ’ όπερ φαίνεται πιθανώτερον.
Επί του ξυλογλύπτου τέμπλου του ναού υπάρχει χαραγμένη η χρονολογία αψνδ (=1754) Απριλίου (=10) μετά της γνωστής ρήσεως. «Το στερέωμα τών επί σοί πεποιθότων στερέωσον κύριε την εκκλησίαν ήν εκτήσω τώ τιμίω σου αίματι». Και εις το κωδωνοστάσιον δεξιά επί πωρίνου λίθου έχει χαραχθή εις κεφαλαία γράμματα ETΛΘ (=ετελειώθη) 1810(;) ΣΕΠΤΕΒΡΙΟΥ ΚΕ (=25) (πίν LXXIIα).


Εις δε το υπέρθυρον της αριστεράς εκ των έσωθεν δύο θυρών ευρίσκεται η κτητορική επιγραφή εξ επτά στίχων, των οποίων οι εξ είναι εις κεφαλαιογράμματον, ο δε έβδομος και τελευταίος εις μικρογράμματον γραφήν. Η επιγραφή δημοσιεύεται συμφώνως προς το πρό 65 ετών ληφθεν πρώτον αντίγραφόν μου, εκ του οποίου φαίνεται η εν τώ μεταξύ υπό του χρόνου επελθούσα φθορά (πίν. LXXII β). Διότι όλα όσα παρατίθονται εδώ είναι συμπληρώσεις κατ’ εικασίαν. Η επιγραφή διορθουμένων των ανορθογραφιών έχει ώς εξής:


Η κτητορική αύτη επιγραφή δεν αφορά εις τον πρώτον κτήτορα του ναού ή του μοναστηρίου, αλλά εις τον δαπανήσαντα δια την αγιογράφησιν του ναού και συγκεκριμένως την «καινούργιαν» δηλαδή την τελευταίαν, την γενομένην τον Δεκέμβριον του 1772, της οποίας κατά την επιγραφην είχαν προηγηθή τρείς άλλαι παλαιότεραι.
Πράγματι δε είς τινα σημεία τών εικονογραφημένων τοιχωμάτων του ναού είναι έκδηλα τα ίχνη της καταστροφής του παλαιοτέρου εικονογραφημένου κονιάματος, γενομένης δια πυκνών και ισχυρών σφυροκοπημάτων επενεχθέντων δι' αιχμηρών σφυρίων. Η παρατήρησις του κ. Ορλάνδου, ότι εκ της ειδήσεως ταύτης της επιγραφής περί τριών παλαιοτέρων εικονογραφήσεων δυνάμεθα να αναγάγωμεν κατά προσέγγισιν την κτίσιν του ναού εις τα τέλη του 16ου ή τας αρχάς του 17ου αιώνος, είναι αξιόλογος και πιθανωτάτη. Οτι δε τω 1772, δηλαδή μετά δύο σχεδόν αιώνας, ηγούμενος της παρά την Ζαρνάταν ιδρυθείσης Μονής ήτo Μαλευριανός, ίσως να μη είναι τυχαίον. Πιθανόν είναι ότι το υπό αποίκων ιδρυθέν ιερόν, διατηρούν ηθικούς προς την μητρόπολιν δεσμούς, ώφειλε να έχη πάντοτε ηγούμενον του από το Μαλεύρη.
H «καινούργια ιστορία», την οποίαν εξετέλεσαν οι εκ Ζάτουνας Κωνσταντίνος και Σπύλιος και ο εκ Κάμπου ιερεύς Γεώργιος, περιέλαβε την Χορείαν τών Αγγέλων, τών Ασωμάτων, των Δικαίων και τα Μαρτύρια τών υπέρ του Χριστού μαρτυρησάντων Αγίων (Μηναίον 3ο Ορθρ. Ωδ. 9). Εκ των εν στ. 5 αναφερομένων ζωγράφων ο Κωνσταντίνος είναι γνωστός και εκ της εν τώ ναώ της μεταξύ Αλεποχωρίου και Γερακίου κειμένης Μονής του Προδρόμου επιγραφής: Εγένετο δε διά γειρος έμου Ιωάννου ιερέως και Κωνσταντίνου εκ Ζάτουνας αψξθ (=1769) Ιουνίου 10 (Κ. Ζησίου, Βυζαντίς Α ́, σ.130-131). Ο εκ Κάμπου ιερεύς Γεώργιος είναι πιστεύω, ο ίδιος με τον υπογράφοντα ζωγράφον της φορητής εικόνος του Χριστού της ευρισκομένης εις τον καθολικόν ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Βαρουσίου, φερούσης υπογραφην χειρ Γεωργίου ιερέως Γερανάκη αψος (=1775). Οικογένεια Γερανέα Γερανάκη, μάλιστα λευιτική, υπάρχει εν Κάμπω.


Κτητορική επιγραφή του εν Κάμπω ναού των Αγίων Θεοδώρων 

Ο ναός των Αγ. Θεοδώρων Κάμπου Αβίας ανήκει, κατά τον κ. Ορλάνδον, εις την κατηγορίαν τών σταυροειδών εγγεγραμμένων δικιονίων, εκείνων δηλ. των οποίων ο τρούλλος στηρίζεται, μέσω τεσσάρων διασταυρουμένων καμαρών, επί δύο μεν κιόνων προς Δυσμάς και επί των χωριζόντων το ιερόν εις τρία μέρη προς Ανατολάς (εικ.5). Τοιούτοι ναοί εφηρμόσθησαν κατά τους κυρίως βυζαντινούς χρόνους (11ον και 12ον αι.) εις την κυρίως Ελλάδα, δι’ ο και ονομάζονται και ελλαδικού τύπου. Εν ώ όμως εις τους βυζαντινούς ναούς ο όλος ναός έχει σχήμα περίπου τετράγωνον, εντός του οποίου εγγράφονται αι σταυρωταί καμάραι, ήδη από του 14ου αιώνος και επέκεινα το σχήμα των αρχίζει να γίνεται ορθογώνιον, ολονέν επιμηκέστερον, ώς εν προκειμένω συμβαίνει. Οι μεταγενέστεροι άλλως τε χρόνοι κατασκευής του υπ’ όψιν ναού ελέγχονται και εκ του συστήματος της τοιχοποιίας των εξωτερικών του τοίχων, οίτινες είναι μεν εκ πωρολίθων λαξευτών κατεσκευασμένοι αλλ' άνευ παρεμβαλλομένων κατά τους αρμούς των οπτοπλίνθων. Άλλο επίσης δείγμα της επί Τουρκοκρατίας κατασκευής του είναι και τα μικρά μονόλοβα παράθυρα των αψίδων του ιερού, των μακρών πλευρών και του οκταγώνου του τρούλλου. Αξία ιδιαιτέρας προσοχής είναι η μεσημβρινή θύρα εισόδου εις τον ναόν, διά το περίθυρον της οποίας μετά του σχετικού γείσου, εχρησιμοποιήθησαν γλυπτά παλαιοτέρου βυζαντινού ναού, λεπτοτάτης εργασίας.


Εσωτερικώς ο ναός είναι κατάγραφος διά τοιχογραφιών, τας οποίας μνημονεύει η υπεράνω της νοτίας θύρας εσωτερικώς ευρισκομένη εις πέντε στίχους κεφαλαιογράμματος κτητορική επιγραφή ήτις αντιγραφείσα παλαιότερον υπ εμού, το δε 1931 και υπό του τότε μαθητού μου και νυν Γυμνασιάρχου κ. Ν. Γιαννουκοπούλου κατά παράκλησίν μου, έχει ώς εξής:


Σύγχρονον προς την επιγραφήν είναι το μικρόν εν τη δεξιά του ιερού κόγχη χάραγμα: αψξ (=1760) Ιουλίου α (=1). Αξιοσημείωτον επίσης είναι ότι η Αγία Tράπεζα του ναού στηρίζεται επί παλαιού βυζαντινού κιονοκράνου, καθώς και ότι οι εντός των ναών δύο μονόλιθοι κίονες θα έχουν ληφθή εκ παλαιοτέρου κτίσματος.

Σωκράτης Β. Κουγέας
"Τρείς Κτητορικαί Επιγραφαί εκ Ζαρνάτας"
-Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδο

Σημειώσεις:
1 Περί της Επισκοπής Ζαρνάτας, ήτις κατά τας παραμονας της Επαναστάσεως του 1821 προήχθη υπό του εθνομάρτυρος Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε εις Μητρόπολιν, όπως τιμηθή η εκεί έδρα του ηγεμόνος της Μάνης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ιδε Σ.Β. ΚΟΥΓΕΑ, Συμβολαι εις την ιστορίαν και την τοπογραφίαν της ΒΔ. Μάνης, κεφ. 6. Η Επισκοπή Ζαρνάτας, Ελληνικά 6, σ.288ε, και την εκεί βιβλιογραφίαν.
2 «Μεσσηνιακή Μάνη» και «Λακωνική Μεσσηνία» χαρακτηρίζονται τώρα αι από του 1937 εις τον νομόν Μεσσηνίας προσαρτηθείσαι κοινότητες των τριών τέως δήμων Αβίας, Καρδαμύλης και Λεύκτρου της ΒΔ. Μάνης.
3. Το χωρίον Δολοι κείμενον επί δύο γηλόφων χωριζομένων από μικρό λαγκάδι, διαιρείται εις Ανω και Κάτω Δολους διακρινομένους υπό τών κατοίκων εις «Επάνω» και «Κάτω Χώραν».
4. Ούτω καλούνται εν Κρήτη σήμερον οι δίκλιτοι ναοί, οι αφιερωμένοι στην μνήμη δύο διαφόρων ομοστέγων αγίων, ως εσημειώθει ήδη εν  Αρχ. Βυζ. Μνημ. Ελλ. τ.Θ (1961) σ.142, σημ. 2 Το αυτό επιθετον δια δίκλιτο ναό της Πάρου ανευρέθη εφέτος υπό του Ορλάνδου και εις σημείωμα επί φορητής εικόνος του έτους 1853.
5. Συμφώνος προς την κατάταξιν ήτις διετυπώθει εν Αρχ. Βυζ. Μνημ. Ελλ. τ.Α (1935), σελ.42.
6. Περί τών θόλων τούτων βλέπε όσα γράφονται εν Αρχ. Βυζ. Μνημ. Ελλ. τ.Θ (1961) σ.133 εξ.






Printfriendly