.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Αρχαία Σαμία, Αρχαία Τριφυλία: Παρουσίαση VIDEO


 Μιά παρουσίαση της ακρόπολης της Αρχαίας Σαμίας, χτισμένη στην παραφυάδα του όρους Μίνθη, το Λαπίθα. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Κάτω Σαμικό, 5 χιλ. βόρεια των ιαματικών λουτρών του Καϊάφα.








Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Η Αρχαία Σαμία, Αρχαία Τριφυλία.


Ο αρχαιολογικός χώρος του Κάτω Σαμικού, που βρίσκετε στις δυτικές παραφυάδες του όρους Λαπίθα, περιλαμβάνει την Προϊστορική ακρόπολη του Κλειδιού που ταυτίζεται ενδεχομένως με την Ομηρική ΑΡΗΝΗ. Η Αρήνη ήταν μία από τις εννέα μεγάλες πόλεις του Βασιλείου του Νέστωρα. Εκτός του οικισμού έχει ανασκαφεί προϊστορικό νεκροταφείο με βωμούς και σαφείς ενδείξεις προγονολατρείας.
 Στα ανατολικά και σε μικρή απόσταση, στον λόφο του Ελληνικού υπάρχει η ακρόπολη των Κλασσικών- Ελληνιστικών χρόνων, που σώζετε σε πολύ καλή κατάσταση και ανήκε κατά πάσα πιθανότητα σε πόλη με το όνομα Σαμία ή Σαμικόν ή Σάμος.


Ο Αρχαιολογικός χώρος:



  Στην Δυτικότερη παραφυάδα του όρους Μίνθη, το Λαπίθα, βρίσκετε η Ακρόπολη της αρχαίας
 Σαμίας.
  Θεμελιώθηκε στα τέλη του -5ου αιώνα και κατοικήθηκε μέχρι τα Ρωμαϊκά, αφού ο Παυσανίας αναφέρει ότι την βρήκε κατεστραμμένη όταν την επισκέφθηκε περίπου το +200.
  Το τείχος της, σχήματος ακανόνιστου τραπεζιού, αποτελεί χαρακτιριστικό παράδειγμα ψευδοπολυγωνικής τοιχοποιίας και φτάνει σε μήκος τα 1500 μέτρα. Τέσσερις πυλίδες ανοίγονται σ΄αυτό, ενώ εξωτερικά του προσαρτώνται μεγάλοι ορθογώνιοι πύργοι, μέγιστου σωζόμενου ύψους 5 μέτρα περίπου.
  Στο εσωτερικό της σώζονται τα ερείπια πολλών κτηρίων, ενώ πρόσφατα ανακαλύφθηκε ένα μεγάλων διαστάσεων, στενόμακρο και κιονοστήριχτο οικοδόμημα, πιθανόν δημοσίου χαρακτήρα.
  Διάσπαρτες βρίσκονται αρκετές μεγάλες δεξαμενές για την εξασφάλιση ύδρευσης.
  Θεωρείτε μία απ΄τις σημαντικές θέσεις της Αρχαίας Τριφυλίας και κατείχε σπουδαία στρατηγική  θέση, αφού ήλεγχε το στενό παραθαλάσσιο  πέρασμα από την Ηλεία προς την Τριφυλία και την Μεσσηνία.
  Η συστηματική ανάδειξη της ακροπόλεως έγινε κατά τα έτη 2002- 2003 από την Ζ΄ Ε.Κ.Π.Α.





Δυστυχώς η σήμανση του αρχαιολογικού χώρου είναι ελλειπέστατη και ο χωματόδρομος μερικών χιλιομέτρων που οδηγεί σ'αυτόν βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Έτσι αντί αυτός ο θαυμάσιος αρχαιολογικός χώρος να είναι πόλος έλξης και να  δέχεται επισκέπτες απ΄όλον τον κόσμο, παραμένει απομονωμένος, άγνωστος και δυσπρόσβατος για τον κόσμο.

VIDEO: Παρουσίαση της Ακρόπολης στο Κάτω Σαμικό.




Προϊστορικά χρόνια

   Η παράδοση λέει ότι χτίστηκε στα προομηρικά χρόνια από τον Νηλέα τον πατέρα του βασιλιά της Πύλου, Νέστορα. Στην εύφορη γη γύρω από το κάστρο αναπτύχθηκε μια νέα πολιτεία η Σάμος ή Σαμία της οποίας προστάτης ήταν ο θεός Ποσειδώνας.
  Στη Νότια πλευρά του Σαμικού υπήρχε η αποκαλούμενη σπηλιά των Ανιγρίδων Νυμφών που ανέβλυζε ιαματικό νερό για τη θεραπεία δερματοπαθειών. Στη θέση Κλειδί, βόρεια του Σαμικού, ο DOΕRPFELD το 1908 βρήκε μυκηναϊκά όστρακα και λείψανα κυκλώπειων τειχών. Επίσης το 1954 ο Ν. Γιαλούρης ανέσκαψε έναν τύμβο με τάφους , στον οποίο βρέθηκαν αγγεία μεσοελλαδικών και μυκηναϊκών χρόνων. Ο τύμβος είχε κτισθεί κατά τον ανασκαφέα προς τιμήν του Ιαρδάνου. Οι ανασκαφές επαναλήφθηκαν από την Ελ. Παπακωνσταντίνου στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και έφεραν στο φώς άλλους τέσσερεις τύμβους καθώς και έναν θολωτό τάφο, που είχε κτισθεί εντός ενός τύμβου. Η τελευταία περίπτωση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αφού καταφαίνεται ότι οι μυκηναίοι κατασκευαστές του θολωτού τάφου επέλεξαν τον τύμβο, συνεχίζοντας αδιάλειπτα την ταφική χρήση του χώρου και μαρτυρώντας ότι ανήκαν στην ίδια φυλή με τους Μεσοελλαδίτες.
  Στη θέση «Κλειδί» αποκαλύφθηκαν λείψανα κυκλώπειου τείχους,( ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στα τείχη των προϊστορικών ακροπόλεων, κυρίως των μυκηναϊκών, που ήταν χτισμένα από ακατέργαστους, συνήθως πολυγωνικούς, ογκόλιθους.. 

ΠΗΓΗ: Αριστομένης ο Μεσσήνιος


Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Το Σπήλαιο του Νέστορος


Δεξιά του δρόμου Χώρας- Πύλου, στη διασταύρωση προς Πετροχώρι κατευθυνόμαστε προς το ομώνυμο χωριό. Λίγο πριν την είσοδό του, θα στρίψουμε πάλι αριστερά και μετά από σύντομη διαδρομή σε στενό και κατά τόπους χωμάτινο δρόμο, φθάνουμε στην αμμώδη παραλία της ομηρικής Βοϊδοκοιλιάς. Ένας κλειστός, σχεδόν κυκλικός κόλπος με κατάλευκη αμμουδιά και κατακάθαρα νερά, απλώνεται μπροστά μας. Απέναντί μας, στο αριστερό άκρο του πετάλου του κόλπου, στο ακρωτήριο Κορυφάσιο, ορθώνεται το βόρειο τμήμα του Παλαιόκαστρου, απρόσιτο σχεδόν από την πλευρά μας, λόγω της απόκρυμνης και βραχώδους πλαγιάς. Στη μέση αυτής της πλαγιάς, λίγο χαμηλότερα από τη βάση του Φράγκικου κάστρου, χαίνει η σπηλιά του Νέστορα.


Ευρύχωρο σπήλαιο (20Χ16μ) και ψηλό μέχρι 30μ., μεγαλοπρεπή τοιχώματα και τριγωνική περίπου είσοδο. Το σπήλαιο έχει ταυτισθεί:
1) Με το σπήλαιο, όπου ο νεογέννητος θεός Ερμής απέκρυψε την αγέλη που έκλεψε ο ίδιος από τον ΄Ηλιο- Απόλλωνα.
2) Με το σπήλαιο όπου διανυκτέρευαν τα κοπάδια των Νηλειδών και ιδιαίτερα του Νηλέως, του πατέρα του Νέστορα. Η σπηλιά μνημονεύεται και από τον Παυσανία (Δ.36,2).
Η περίοδος χρήσης του σπηλαίου έχει πιστοποιηθεί στρωματογραφικά από την ύστερη Νεολιθική εποχή και ειδικότερα, κατά την πρώϊμη ή και ύστατη φάση της (4η και 3η χιλιετία) και, περιοδικά, κατά την Πρωτοελλαδική, τη Μεσοελλαδική και την τρίτη Μυκηναϊκή εποχή μέχρι και τους κλασικούς χρόνους.
Το σπήλαιο είχε χρησιμοποιηθεί σ΄ όλη την έκτασή του κατά τις παλαιότερες περιόδους και αυτό πιστοποιείται και από τις εστίες των ίδιων περιόδων. Κατά τις αρχές της ύστερης Νεολιθικής ήταν σε χρήση αμαυρόχρωμη, ζωγραφισμένη και μελανή στιλβωτή κεραμική, ενώ κατά την ύστερη Νεολιθική περίοδο χρησιμοποιείτο εγχάρακτη και γραπτή κεραμική. Γενικά, η ποιότητα της Νεολιθικής κεραμικής κρίνεται εξαίρετη και εφάμιλλη της Θεσσαλικής.
Το σπήλαιο εξερευνήθηκε το 1874 από τον Ερρίκο Σλήμαν, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να χρηματοδοτήσει ο ίδιος ανασκαφή της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, προκειμένου να εξασφαλίσει μέσω αυτής την άδεια διεξαγωγής ανασκαφής στις Μυκήνες. Επίσης έρευνες-ανασκαφές διεξήχθησαν από το Γάλλο Laucent, από ιδιώτες από τον Πειραιά, υπό την εποπτεία του Κ. Κουρουνιώτου (1912), από τους C.Blegen, W. Mc.Donald και Δ. Θεοχάρη (1953) και από τον καθ. Γ. Κορρέ δια του Α. Σάμψων (1980). Το σπήλαιο έχει ανάγκη περαιτέρω ανασκαφής και αξιοποίησης.


Η ανασκαφή Αδ. Σαμψών, 1980
Με τα σημερινά δεδομένα η νεολιθική κοτοίκηση στη Μεσσηνία δεν φαίνεται πυκνή, κι’ αυτό οφείλεται στη μη εντατική έρευνα και ίσως στην έλλειψη ενδιαφέροντος παλαιοτέρων ερευνητών για την περίοδο αυτή. Στην τοπογραφική έρευνα των R.H. Simpson και W.A. McDonald εντοπίστηκαν μερικές νεολιθικές θέσεις, οι περισσότερες με απροσδιόριστα ευρήματα. Συνολικά υπάρχουν επτά θέσεις με νεολιθική κεραμεική. Μέχρι σήμερα καμμία συστηματική ανασκαφή δεν έχει γίνει σε νεολιθική θέση, γι’ αυτό και η διαδοχή των νεολιθικών φάσεων είναι αβέβαιη. Στις ανασκαφές που διεξάγει το Πανεπιστήμιο Αθηνών με τη διεύθυνση του καθηγητή Κ. Κορρέ στην περιοχή της Βοϊδοκοιλιάς βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια στα βαθύτερα στρώματα της ανασκαφής και μέσα σε ρωγμές του βράχου όστρακα, που διαφέρουν απ΄αυτά της Πρωτοελλαδικής ΙΙ, εποχή στην οποία ανήκουν τα κτηριακά λείψανα του οικισμού. Τα περισσότερα από αυτά τα όστρακα δεν είναι εύκολο να ταυτισθούν, γιατί δεν προέρχονται από χαρακτηριστικά μέρη του αγγείου. Μόνο από την ποιότητα του πηλού μπορούμε να τα κατατάξουμε σε μία φάση προγενέστερη της Πρωτοελλαδικής ΙΙ. Είναι καλά ψημένα και έχουν καθαρό πηλό, που στον πυρήνα πολλές φορές είναι τεφρός. Ευτυχώς ανάμεσά τους βρέθηκαν λίγα χαρακτηριστικά όστρακα με στιλβωτή διακόσμηση (Pattern Burnished Ware), που ανήκουν στην Τελική Νεολιθική και χρονολογούν και τα υπόλοιπα. Είναι ευτύχημα ότι στη δοκιμαστική ανασκαφή του σπηλαίου του Νέστορα βρέθηκαν μέσα σε αδιατάρακτο στρώμα, όστρακα, που χρονολογούνται στην Τελική Νεολιθική.

Θέση 
Το λεγόμενο σπήλαιο του Νέστορα βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του λόφου Παλαιόκαστρο, που αποτελεί το νότιο σκέλος του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς. Η είσοδός του στραμμένη προς το βοριά, είναι αρκετά ψηλή και φαρδειά, ώστε να διακρίνεται από μεγάλη απόσπαση. Τα πετρώματα της περιοχής είναι ασβεστολιθικά στα ψηλότερα και νεογενή στα χαμηλότερα.


Περιγραφή
Το σπήλαιο είναι αρκετά ευρύχωρο με πολύ ψηλή και θολωτή οροφή (ύψ. περίπου 30- 35μ.). Στην κυρίως αίθουσα υπάρχει φυσικό "οπαίον", απ΄ όπου μπαίνει αρκετό φως και ασφαλώς τα νερά της βροχής, που αποθέτουν χώματα και πέτρες στο δάπεδό της. Εκτός από την κυρίως αίθουσα, διαστάσεων 20Χ 16μ., σχηματίζονται δύο προθάλαμοι. Τα πετρώματα είναι συμπαγή ασβεστολιθικά, αλλά σε ορισμένα σημεία ο βράχος είναι λατυποπαγής και διαβρώνεται εύκολα. Το σπήλαιο έχει ελάχιστο φυσικό διάκοσμο, αλλά σε μερικά σημεία φαίνεται να δημιουργούνται καινούργιοι σταλακτίτες.
 Κατά καιρούς πρέπει να έγιναν αναστατώσεις στο χώρο του σπηλαίου, όπως δείχνουν λάκκοι και υπερυψωμένα σημεία, που δημιουργήθηκαν με τη μετατόπιση των χωμάτων. Στο κέντρο της κυρίως αίθουσας υπάρχει βράχος σχεδόν στην επιφάνεια και σε όλη την έκτασή της πλήθος από πέτρες, που μάλλον προέρχονται από την διάβρωση των πετρωμάτων. Μία πρόχειρη τομή έδειξε ότι πέτρες με ελάχιστο χώμα είχαν συσσωρευτεί στη δυτική πλευρά, αφού μέσα σε αυτές υπήρχαν όστρακα όλων των εποχών, από τους νεολιθικούς μέχρι τους μεσαιωνικούς χρόνους. Λιθοσωροί υπάρχουν επίσης και στην ανατολική πλευρά, όπως φάνηκε και στην ανασκαφική τομή. Στα σημεία τα τοιχώματα κατεβαίνουν απότομα και δείχνουν ότι μάλλον σχηματίζονται βαθειά χάσματα, μέσα στα οποία κυλούσαν από τα ψηλότερα σημεία του δαπέδου της σπηλιάς χώματα και πέτρες. Το αρχικό επίπεδο πρέπει να ήταν ανώμαλο, όπως δείχνουν και οι βράχοι στο κέντρο. Την ίδια ακανόνιστη μορφή θα είχε και στους προϊστορικούς χρόνους, όπως απέδειξε η ανασκαφή, ενώ σήμερα το δάπεδο εμφανίζεται σχεδόν επίπεδο.
Οι διαταράξεις των στρωμάτων είχαν αρχίσει από την εποχή εκείνη, αλλά οι μεγάλες αναστατώσεις έγιναν σε νεώτερους χρόνους, πιθανώς για να χρησιμοποιηθεί το σπήλαιο σαν κατοικία ή μαντρί. Οι λαθρανασκαφές που έχουν γίνει κατά καιρούς δημιούργησαν μεγαλύτερη αναστάτωση. Σήμερα δεν μπορεί κανείς να καταλάβει σε ποιούς από τους λάκκους είχαν γίνει το 1953 οι δοκιμαστικές ανασκαφικές έρευνες των Δ. Θεοχάρη και W. McDonald. Γενικά η τωρινή κατάσταση του σπηλαίου είναι απογοητευτική και αφήνει να συμπεράνουμε ότι αδιατάρακτα στρώματα θα πρέπει να αναμένει κανείς σε λίγα σημεία και σε μεγάλο βάθος. Στην επιφάνεια της σπηλιάς συλλέγονται κάθε λογής όστρακα, από την νεολιθική περίοδο μέχρι τους μεσαιωνικούς χρόνους.


Η ανασκαφή 
Μία δοκιμαστική τομή που ανοίχθηκε στο ΝΔ τμήμα του σπηλαίου δεν είχε επιτυχία, γιατί βρέθηκαν μέχρι βάθους 1,30μ. αποκλειστικά μικρές και μεγάλες πέτρες, που ανάμεσά τους υπήρχαν όστρακα διαφόρων εποχών. Πολλά ανήκουν σε ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, ελάχιστα είναι τα κλασσικά μελαμβαφή και τα μυκηναϊκά, ενώ τα περισσότερα ανήκουν στους νεολιθικούς χρόνους. Τα νεολιθικά όστρακα είναι άβαφα και προέρχονται από πιθάρια με σχοινοειδή ή πλαστική διακόσμηση. Σε βάθος 0,95- 1,05μ. βρέθηκα όστρακα της Νεώτερης Νεολιθικής. Γενικά πρόκειται για αστρωματογράφητα ευρήματα, που έχουν αποτεθεί κατά καιρούς στην θέση αυτή.
Με μεγάλη δυσκολία κατορθώσαμε να επιλέξουμε ένα μέρος μέσα στο σπήλαιο για ανασκαφή, επειδή παντού υπήρχαν παραβιάσεις με σωρούς από πέτρες στην επιφάνεια. Στην ΝΑ πλευρά αρχίσαμε μία δοκιμαστική τομή, πολύ κοντά σε χώρο παραβιασμένο. Οι διαστάσεις ήταν μικρές στην αρχή, αλλά αργότερα επεκτάθηκε (διαστ. 4,60Χ 3μ.). Από την αρχή φάνηκε ότι στην θέση αυτή είχαν μείνει σχεδόν αδιατάρακτα στρώματα κατοίκησης, που όμως καταλαμβάνουν περιορισμένη έκταση, γιατί στα δυτικά έχουν καταστραφεί από παλαιότερες εκσκαφές και στα βόρεια υπάρχουν ριγμένες πέτρες, που τα διακόπτουν. Κοντά στην επιφάνεια μέσα σε στρώμα τέφρας βρέθηκε εστία (1) με πολλά οστά ζώων γύρω από αυτή και χονδοειδή κεραμεική ΥΕ χρόνων. Στα επιφανειακά στρώματα υπήρχαν όστρακα κλασικώ τα στρώμαν χρόνων, μυκηναϊκά και αρκετά νεολιθικά, αλλά η εστία 1 πρέπει να ανήκει στην χαλκοκρατεία.
Σ΄ ένα μέρος της τομής προχωρεί σταλαγμίτης, που απλώνεται όσο βαθαίνει η ανασκαφή. Μία άλλη εστία (2) βρέθηκε στην ανατολική άκρη της τομής. Όπως συνήθως συμβαίνει σε σπήλαια, που δεν δέχονται επιχώσεις από έξω, τα στρώματα, που αποτελούνται από επάλληλες στρώσεις τέφρας, δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους και έχουν υποστεί διαταράξεις. Σε βάθος 0,60μ. διατηρείται σκληρό δάπεδο από ερυθρογή, που συνεχίζεται προς τα δυτικά, αλλά διακόπτεται στη ΒΔ γωνία, όπου συνεχίζονται σε βάθος οι ριγμένες πέτρες. Κάτω από το δάπεδο υπήρχαν πολλά ΜΕ, άβαφα και μινύεια, αλλά και αρκετά νεολιθικά. Επομένως το δάπεδο ανήκει σε χρόνους μεταγενέστερους της νεολιθικής περιόδου.
Καθαρό νεολιθικό στρώμα φάνηκε στην 8η και 9η στρώση, όπου άρχισε να διακρίνεται μιά κυκλική ακανόνιστη διαμόρφωση, που ονομάσαμε εστία 3. Υπάρχουν παχειές στρώσεις καύσης και τέφρας, που προχωρούν σ΄ όλη την έκταση της τομής στο επίπεδο της εστίας. Η κυκλική διαμόρφωση έχει στις άκρες επένδυση από άψητο κόκκινο πηλό, που σώζεται σε μερικά μόνο σημεία. Η κεραμεική ανήκει κυρίως στους χρόνους της Τελικής Νεολιθικής. Κάτω από την εστία 3 τα επάλληλα στρώματα τέφρας δεν περιέχουν παρά ελάχιστα νεολιθικά όστρακα. Μέσα σε αυτά υπήρχαν εργαλεία από πυριτόλιθο. Ο φυσικός βράχος, δηλαδή η συνέχεια του σταλαγμίτη με ένα παχύ στρώμα αποσαθρωμένου ασβεστόλιθου βρέθηκε σε βάθος 1,30μ.

Κεραμεική της Νεώτερης Νεολιθικής Ι
Η κεραμεική της περιόδου αυτής αποτελείται από μελανά στιλβωτά (Black Burnished Ware), νεολιθικά αμαυρόχρωμα (Matt- Painted) και νεολιθικά πρωτοβερνικωτά (Neolithic Urfirnis)

Κεραμεική της Τελικής Νεολιθικής
Τα όστρακα αυτής της περιόδου είναι άβαφα (αρκετά απ΄ αυτά έχουν διακόσμηση στολιδωτή πλαστική και εγχάρακτη, ενώ πλαστική διακόσμηση είναι πολύ συνηθισμένη -Relief Band Decoration) και στιλβωτά (Monochrome Burnished Ware).
Όστρακα με στιλβωτή διακόσμηση (Pattern  BurnishedWare) δεν βρέθηκαν στο σπήλαιο του Νέστορος, ενώ αρκετά δείγματα έχουν βρεθεί στη Βοϊδοκοιλιά.

Λίθινα εργαλεία διάφορα.
Μέσα στο σπήλαιο δεν βρέθηκα οψιανοί παρά μόνο πυριτόλιθοι. Είναι ίσως ένδειξη έλλειψης του προϊόντος στην νεολιθική περίοδο εξ΄ αιτίας της απομόνωσης της περιοχής. Τα εργαλεία βρέθηκαν σε καθαρό νεολιθικό στρώμα κάτω από την εστία 3. Αναφέρεται επίσης οστέϊνο εργαλείο (οπέας). Σ΄ ένα όστρακο από άβαφο οικιακό σκεύος διασώθηκε το αποτύπωμα σπόρου, που μάλλον ανήκει σε κάποιο είδος κριθαριού.


Συμπεράσματα
Το σπήλαιο του Νέστορος δείχνει έντονη παρουσία του ανθρώπου από τους νεολιθικούς μέχρι και τους ρωμαϊκούς τουλάχιστον χρόνους. Εξ αιτίας της εύκολης πρόσβασης ο άνθρωπος έμπαινε σε όλες τις εποχές στο σπήλαιο. Η μεγάλη χωρητικότητά του και το γεγονός ότι φωτίζεται από την είσοδο ευνοούσε τη χρήση του σαν κατοικίας, μόνιμης ή προσωρινής ή για καταυλισμό ζώων.
Η ανασκαφική τομή έδειξε ότι αδιατάρκτα στρώματα βρίσκονται σε λίγα σημεία του σπηλαίου. Γενικά οι επιχώσεις είναι διαταραγμένες σε μεγάλο βαθμό και αποτελούνται από στρώσεις τέφρας και πέτρες. η αναταραχή αυτή των στρωμάτων είναι φαινόμενο που υπάρχει σχεδόν σε όλες τις σπηλιές και ιδίως σε αυτές που δεν μπαίνουν από την είσοδο επιχώσεις για να καλύπτουν τα διαδοχικά στρώματα κατοίκησης. τα δύο ψηλότερα δάπεδα 1 και 2, όπου βρέθηκαν οι εστίες, ανήκουν σε Μεσοελλαδικούς ή Μυκηναϊκούς χρόνους. Το δάπεδο 3 από σκληρή πατημένη ερυθρογή ανήκει πιθανώς σε Μεσοελλαδικούς χρόνους. Η εστία 3 και το δάπεδο 4 από την ενιαία κεραμεική του στρώματος φαίνεται ότι ανήκουν στην Τελική Νεολιθική. Λίγα όστρακα της Νεώτερης Νεολιθικής 1 βρέθηκα σποραδικά στις υψηλότερες στρώσεις της τομής, δεν παρουσιάζονται όμως σε ιδιαίτερο στρώμα. Καθαρά στρώματα της περιόδου αυτής ίσως βρίσκονται βαθύτερα και πιθανώς στα βόρεια και δυτικά της τομής. Σε μελλοντική επέκταση της τομής ίσως αποκαλυφθούν παλαιότερα στρώματα κατοίκησης, που δεν αποκλείεται να αρχίζει από τους προνεολιθικούς χρόνους.
Η βασική ωφέλεια από την μικρή αυτή ανασκαφή ήταν ότι γιά πρώτη φορά αποκαλύφθηκαν αμιγή νεολιθικά στρώματα στην Μεσσηνία, που αποδεικνύονται σύγχρονα με τη κεραμεική που βρέθηκε τα τελευταία χρόνια στην ανασκαφή της Βοϊδοκοιλιάς. Το κύριο οικιστικό κέντρο στην Τελική Νεολιθική πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή της Βοϊδοκοιλιάς, σε κάποια άλλη θέση. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η η Τελική Νεολιθική, μία φάση που χαρακτηρίζει το χώρο του Αιγαίου και την ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα, φαίνεται ότι εξαπλώνεται και στην Δυτική Ελλάδα. Η κεραμεική με πλαστική διακόσμηση και τα Pattern Burnished δείχνουν ότι τα ευρήματα της Βοϊδοκοιλιάς και του σπηλαίου ανήκουν στο πρώιμο τμήμα της Τελικής Νεολιθικής.

ΑΔ. ΣΑΜΨΩΝ
Τριφυλιακή Εστία, Τόμος Ζ΄ (Σελ. 10- 12), Τεύχος 37- 38, Γενάρης- Μάρτης 1981.





Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Διμήνι – Σέσκλο, Νεολιθικοί Οικισμοί, Ντοκιμαντέρ


ΔΙΜΗΝΙ: Στα μέσα της 5ης χιλιετίας ιδρύθηκε ο νεολιθικός οικισμός το Διμήνι. Από τον οικισμό αυτό προέρχονται οι περισσότερες πληροφορίες μας σχετικά με τη χωροταξική οργάνωση των οικισμών της Νεότερης Νεολιθικής.
ΣΕΣΚΛΟ: Ο νεολιθικός οικισμός του Σέσκλου κατοικήθηκε από τα μέσα της 7ης χιλιετίας και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους νεολιθικούς οικισμούς της Ελλάδας και της Ευρώπης Νεολιθικοί Προϊστορικοί Οικισμοί
- Η Ινδοευρωπαϊκή θεωρία κλυδωνίζεται..


ΔΙΜΗΝΙ
Στα μέσα της 5ης χιλιετίας ιδρύθηκε ο νεολιθικός οικισμός το Διμήνι. Από τον οικισμό αυτό προέρχονται οι περισσότερες πληροφορίες μας σχετικά με τη χωροταξική οργάνωση των οικισμών της Νεότερης Νεολιθικής. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα στο Διμήνι εκτείνονται πάνω σε ένα χαμηλό λόφο στις βορειοδυτικές παρυφές του σημερινού χωριού Διμήνι που απέχει 5 χλμ από το Βόλο.

ΣΕΣΚΛΟ
Ο νεολιθικός οικισμός του Σέσκλου αναπτύχθηκε πάνω στο λόφο και στη γύρω περιοχή. Κατοικήθηκε από τα μέσα της 7ης χιλιετίας και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους νεολιθικούς οικισμούς της Ελλάδας και της Ευρώπης




Προϊστορική Ελλάδα Επ. 2 ~ Διμήνι - Σέσκλο... από KRASODAD



Οι τοιχογραφίες της εποχής του Χαλκού


 Οι τοιχογραφίες αποτελούν ίσως την πιο πρωτότυπη, την πιο χαρακτηριστική έκφραση του πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού. Οι πρώτες τοιχογραφίες στον ελληνικό χώρο εμφανίζονται στη μινωική Κρήτη γύρω στα -1600, στη Νεοανακτορική περίοδο, αλλά καθώς φαίνεται υπήρχαν και παλαιότερα, στα πρώτα ανάκτορα της Κνωσού. Από την Παλαιοανακτορική όμως περίοδο σώζονται μόνο επιχρίσματα σε τοίχους και δάπεδα.Από την Κρήτη η τέχνη της τοιχογραφίας διαδόθηκε στις Κυκλάδες και στην ηπειρωτική Ελλάδα.
 Τοιχογραφίες από παλαιότερες εποχές σώζονται στην Αίγυπτο και στην Ανατολή. Πολλά έχουν λεχθεί για την επίδραση της Αιγύπτου και της Συρίας στη μινωική τοιχογραφία. Σίγουρα υπάρχουν επιδράσεις, αλλά χωρίς καθοριστική σημασία. Οι αιγαιακές τοιχογραφίες είναι μια δημιουργία πρωτότυπη και διαφέρουν από τις αιγυπτιακές και τις ανατολικές, τόσο στην τεχνική όσο και στο πνεύμα.
Η τεχνική των τοιχογραφιών
 Στον τοίχο που επρόκειτο να τοιχογραφηθεί απλωνόταν ένα στρώμα από άργιλο σκέτη ή ενισχυμένη με άχυρα. Στη συνέχεια η αδρή αυτή επιφάνεια αλειφόταν με ασβεστοκονίαμα πάχους περίπου 15 χιλιοστών. Τέλος εκεί επάνω τοποθετείτο το τελικό στρώμα, ένα ασβεστοκονίαμα πάχους μόλις 5 χιλιοστών. Στην καλή εποχή των τοιχογραφιών το τελικό αυτό στρώμα ήταν πολύ λείο και λευκό και προσέφερε μια εξαιρετική επιφάνεια για διακόσμηση. Οριζόντιες γραμμές τραβηγμένες με έναν τεντωμένο σπάγκο, όταν το κονίαμα ήταν ακόμα νωπό, όριζαν τα πλαίσια επάνω και κάτω μέσα στα οποία ο καλλιτέχνης επρόκειτο να κινηθεί. Ένα προσχέδιο ήταν απαραίτητο και συνήθως χαρασσόταν με ένα μυτερό αντικείμενο στο υγρό κονίαμα, γι' αυτό και πολλές φορές διακρίνονται στις τοιχογραφίες λεπτά χαράγματα. Αλλά τα προσχέδια μπορούσαν να γίνουν και όταν το κονίαμα είχε στεγνώσει. Στη Μυκηναϊκή εποχή συχνά εικονίζονται άρματα στις τοιχογραφίες και είναι φανερό ότι οι ρόδες τους έχουν σχεδιασθεί με διαβήτη. Καμιά φορά το προκαταρκτικό αυτό σχέδιο ζωγραφιζόταν με ένα απαλό κίτρινο χρώμα το οποίο στη συνέχεια καλυπτόταν με ένα πολύ λεπτό - ένα χιλιοστό πάχος - κονίαμα. Μερικές φορές, όταν το απαιτούσε το θέμα ή όταν το έδαφος είχε στεγνώσει, αφαιρούσαν ολόκληρα τμήματα από την ασβεστοκονιαμένη επιφάνεια και γέμιζαν τα κενά μς ασβεστοκονίαμα διαφορετικού χρώματος.
 Οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες είναι νωπογραφίες, που σημαίνει ζωγραφική σε υγρή επιφάνεια, αλλά δεν είναι καθαυτό buon fresco, όπως π.χ. οι τοιχογραφίες της ιταλικής αναγέννησης. Στο buon fresco, την πραγματική νωπογραφία, ολόκληρη η σύνθεση ζωγραφίζεται στον νωπό σοβά, γι' αυτό και είναι μια ζωγραφική πολύ ανθεκτική στο χρόνο και τις καιρικές μεταπτώσεις: τα χρώματα εισχωρούν σε βάθος μέσα στο νωπό κονίαμα και γίνονται ένα σώμα μ' αυτό. Ο καλλιτέχνης εργάζεται στον τοίχο κατά τμήματα, πρέπει να προχωρεί γρήγορα πριν στεγνώσει ο σοβάς, χρειάζεται να έχει "μάτι", σιγουριά, ταχύτητα. Είναι μια τεχνική πολύ δύσκολη. Η τεχνική των μυκηναϊκών τοιχογραφιών είναι ένας συνδυασμός του buon fresco και του fresco secco και παρουσιάζει διάφορες διαβαθμίσεις. Ο καλλιτέχνης αρχίζει να ζωγραφίζει όταν ο σοβάς είναι νωπός, αλλά αν το έργο δεν έχει τελειώσει εγκαίρως, τον ξαναβρέχει, ή συνεχίζει στη στεγνή επιφάνεια. Γι' αυτό και συχνά στην ίδια τοιχογραφία η διατήρηση είναι άνιση: αλλού τα χρώματα έχουν εισχωρήσει σε βάθος και διατηρούνται καλά, και αλλού "μαδάνε" εύκολα.
 Τα χρώματα είναι όλα φυσικά, γαιώδους προελεύσεως. Το λευκό γίνεται από ασβέστη. Το σκούρο κόκκινο από οξείδιο του σιδήρου ή αιματίτη, ενώ το ανοιχτό κόκκινο είναι από ψημένη ώχρα. Το μαύρο γίνεται από άνθρακα, είτε ορυκτό, είτε προερχόμενο από καύση. Το θαυμάσιο γαλάζιο είναι το ίδιο που μεταχειρίζονταν στην Αίγυπτο: το "αιγυπτιακό μπλε" - ένα μείγμα πυριτίου του χαλκού και οξειδίου του ασβεστίου. Ήταν ένα μείγμα ακριβό γι' αυτό και προς το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής το αλλοιώνουν με μαύρο και χάνει τη λάμψη του. Καμιά φορά για το κυανό χρώμα χρησιμοποιούσαν και τον lapis lazuli, όπως στη σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας. Το κίτρινο είναι ώχρα. Το πράσινο είναι μείγμα κίτρινου και γαλάζιου, εκτός αν είχε γίνει από μαλαχίτη. Τα χρώματα διαλύονταν με νερό και ασβέστη, όπως στην τεχνική του buon fresco, και έτσι εισχωρούσαν βαθιά στον σοβά. Συχνά συγκρατούνταν με κάποια οργανική κόλλα - όπως στις τοιχογραφίες της Θήρας. Η σύνθεση της κόλλας αυτής μας είναι άγνωστη.
 Οι τοιχογραφίες συνήθως τοποθετούνται σε ένα μέτρο απόσταση από το δάπεδο και έχουν ύψος 70-80 εκατοστά. Βρίσκονται δηλαδή στο επίπεδο του ματιού. Το άνω μέρος τους φθάνει έως την πόρτα του δωματίου το οποίο κοσμούν. Μερικές μικρογραφικές τοιχογραφίες τοποθετούνται στον τοίχο ψηλά, σαν ζωφόροι. Οι τοιχογραφίες είχαν πλαίσια άνω και κάτω τα οποία αποτελούντο από παράλληλες γραμμές και η αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα και το πλαίσιο δημιουργούσε έντονη εντύπωση. Από το δάπεδο έως την τοιχογραφία υπήρχαν ορθομαρμαρώσεις από λίθινες ή γύψινες πλάκες, συνήθως όμως ο τοίχος ήταν ζωγραφισμένος με σχέδια που μιμούνται λίθο. Η τελική φάση είναι το στίλβωμα, που κάνει την τοιχογραφία να φαίνεται εντελώς λεία. Αυτή είναι μια παλαιά τεχνική γνωστή ήδη στην Κρήτη από την Προανακτορική περίοδο. Στη Θήρα έχουν βρεθεί πολλά βότσαλα που προορίζονταν ίσως για το στίλβωμα των τοιχογραφιών.
Το έδαφος στις τοιχογραφίες είναι συνήθως άσπρο, κόκκινο ή γαλάζιο. Στις μεγάλες τοιχογραφίες συνηθίζεται ποικιλία στο έδαφος για να επιτευχθεί μια πιο έντονη χρωματική εντύπωση, αλλά και για να μη φαίνεται διαφορά στην απόχρωση επειδή η τοιχογραφία ζωγραφιζόταν τμηματικά. 
 Υπάρχουν τοιχογραφίες που εικονίζουν μόνο διακοσμητικά θέματα, όπως σπείρες και άλλα γεωμετρικά σχέδια, και τοιχογραφίες με εικονιστικά θέματα. Στον τρόπο της απεικόνισης όλες οι αιγαιακές τοιχογραφίες, μινωικές, κυκλαδικές και μυκηναϊκές υιοθετούν τις ίδιες συμβατικές λύσεις που πρωτοεμφανίστηκαν στην Κρήτη: το σχέδιο είναι δισδιάστατο, του λείπει εντελώς η τρίτη διάσταση η προοπτική. Οι μορφές αποδίδονται σαν "σιλουέτα", δεν έχουν πλαστικό όγκο, είναι επίπεδες. Τα γυμνά μέρη των ανδρών ζωγραφίζονται κόκκινα, των γυναικών λευκά. Το μάτι αποδίδεται κατ' ενώπιον ακόμη και όταν το πρόσωπο εικονίζεται σε κατατομή. Γραμμή εδάφους πολλές φορές δεν υπάρχει και τότε οι μορφές μοιάζουν να αιωρούνται στον χώρο, πράγμα που δίνει σε ορισμένες εικόνες έναν εξώκοσμο και αφηρημένο χαρακτήρα.
Η τοιχογραφία στη μυκηναϊκή Ελλάδα
Οι παλαιότερες τοιχογραφίες που σώζονται στην ηπειρωτική Ελλάδα χρονολογούνται γύρω στα -1400 και είναι σύγχρονες με τα ανάκτορα. Ορισμένα θραύσματα από τις Μυκήνες χρονολογήθηκαν στα -1450, οπότε θα ανήκαν σ' ένα παλαιότερο ανακτορικό κτίσμα. Όλα τα μυκηναϊκά ανάκτορα ήταν τοιχογραφημένα, αλλά τοιχογραφίες υπήρχαν και σε άλλα κτίρια, σπίτια, τάφους και ιερούς χώρους. Οι οροφές και τα δάπεδα είχαν επίσης επιχρίσματα, τα δάπεδα των ανακτόρων είχαν συχνά εικονιστικές παραστάσεις. Η τοιχογραφία ήταν μια τέχνη αρκετά διαδεδομένη. Ο Όμηρος όμως που περιγράφει το ανάκτορο, δεν μιλά καθόλου για τοιχογραφίες, αν και ήταν από τα βασικά χαρακτηριστικά. Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι το υλικό από το οποίο δημιουργήθηκαν τα ομηρικά έπη συνελέγη πολύ μετά την ανακτορική εποχή, όταν πια θα είχε χαθεί κάθε ανάμνηση από τόσο φθαρτά πράγματα όσο οι τοιχογραφίες.
 Οι Μυκηναίοι διδάχθηκαν την τέχνη της τοιχογραφίας από τους Μινωίτες και στην εικονογραφία τους όσο και στην διακόσμηση των ανακτόρων ακολουθούν τα μινωικά πρότυπα προσαρμοσμένα όμως στη δική τους νοοτροπία. Στην Κρήτη, η τοιχογραφία ξεκίνησε από έναν ποιητικό νατουραλισμό: τα πρόσωπα κινούνται ελεύθερα στο χώρο, οι σκηνές έχουν ζωντάνια και κίνηση, η φύση αναπαρίσταται πλούσια και μπαίνει μέσα στα ανάκτορα και τα σπίτια. Βαθμιαία οι μορφές τυποποιούνται, οι σκηνές οργανώνονται σε ζώνες, απομακρύνονται από τη φυσική διάταξη και γίνονται ανώνυμες και περιγραφικές, στερεότυπα σύμβολα της πραγματικής κίνησης. Οι Μυκηναίοι υιοθέτησαν αυτόν τον τύπο, αυτή τη φάση της μινωικής τοιχογραφίας γιατί συνέπεσε ακριβώς την εποχή αυτή να έχουν αναπτύξει στενές επαφές με την Κρήτη, αλλά και επειδή από αισθητική άποψη ανταποκρινόταν στον επίσημο, μνημειακό χαρακτήρα που χαρακτηρίζει την τέχνη τους.
 Οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες, πολύ περισσότερο από τις μινωικές, δείχνουν μια τάση για τυποποίηση και σχηματοποίηση, για συμβατικότητα και επανάληψη. Πολλά θέματα παρουσιάζονται σύμφωνα μ' έναν καθιερωμένο τύπο, με μια συμβατική προκαθορισμένη "συνταγή". Μέσα από τις τοιχογραφίες, όπως και μέσα από άλλα μυκηναϊκά καλλιτεχνήματα, γίνεται αντιληπτή η διάθεση των Μυκηναίων για αφαίρεση και συμβολισμό.
 Πολλά θέματα είναι μινωικά: οι πομπές, οι συναθροίσεις, οι ταυρομαχίες, τα θαλασσινά και φυσικά θέματα. Τα θέματα αυτά έχουν τα αντίστοιχά τους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πομπές συναντούμε στην Κνωσό, τη Θήβα, την Τίρυνθα και την Πύλο. Δελφίνια στο μέγαρο της βασίλισσας στην Κνωσό, την Τίρυνθα και την Πύλο. Σκηνή συμποσίου επίσης στην Κνωσό και στην Πύλο. Ιερή συνάθροιση σε άλσος, στην Κνωσό και τον Ορχομενό. Τέλος ταυρομαχία συναντούμε στην Κνωσό, την Πύλο, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα, τον Ορχομενό.
Συγκριτικά όμως παρατηρούμε ότι οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες δεν έχουν τη λαμπρότητα και τη συνθετική δύναμη των μινωικών και των κυκλαδικών. Χαρακτηριστικό ακραίο παράδειγμα είναι η απεικόνιση της ταυρομαχίας στο ανάκτορο της Τίρυνθας. Ο μυκηναίος ζωγράφος χειρίζεται το παλαιό αυτό μινωικό θέμα με τη δική του νοοτροπία: το στεγνό πλάσιμο και τα μουντά χρώματα προσδίδουν στη σκηνή μια ξηρότητα την οποία τονίζει ακόμη περισσότερο η ακαμψία του σώματος του ταύρου. Η όλη εικόνα μοιάζει σαν μια άτεχνη, συμβατική μίμηση της περίφημης τοιχογραφίας από την Κνωσό που εικονίζει το ίδιο θέμα.

 Εκτός από τα μινωικά θέματα υπάρχουν και τα γνήσια μυκηναϊκά, που είναι τα πελώρια εραλδικά ζώα, τα άρματα, οι σκηνές κυνηγιού, οι μάχες, οι πολιορκίες πόλεων, θέματα που είναι γνωστά και από άλλες παραστάσεις σε όπλα ή σε μεταλλικά σκεύη και που είχαν άμεση σχέση με τη μυκηναϊκή ζωή. Στις μυκηναϊκές τοιχογραφίες δεν απεικονίζεται η φύση όπως την αγάπησαν οι Μινωίτες - οι κήποι, τα λουλούδια, τα πουλιά, οι κροκοσυλλέκτες πίθηκοι. Η εικονογραφία τους είναι πιο λιτή και είναι κυρίως στραμμένη προς τον άνθρωπο και τις διάφορες ασχολίες του που έχουν σχέση με το ανάκτορο. 

 Πολλά από τα θέματα αυτά έχουν και θρησκευτικό χαρακτήρα. Γενικά η θρησκεία είναι στενά συνυφασμένη με τη ζωή στις πρώιμες κοινωνίες, και τα όρια ανάμεσα στις κοσμικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις δεν είναι πάντα σαφή.
 Στις αιγαιακές τοιχογραφίες δεν απαθανατίζονται κατορθώματα γνωστών ηγεμόνων, δεν αποδίδονται ιστορικά γεγονότα, κανένα πρόσωπο δεν είναι δυνατόν να ταυτισθεί ιστορικά. Η ανωνυμία και η αοριστία που καλύπτουν πρόσωπα και γεγονότα αντικατοπτρίζουν ένα πνεύμα εντελώς αντίθετο από εκείνο που επικρατεί στην Αίγυπτο.
Διακοσμητική και λειτουργική ιδιότητα των τοιχογραφιών
 Οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες έχουν χρώματα ζωηρά χωρίς διαβαθμίσεις και φωτοσκιάσεις. Οι μορφές έχουν σαφήνεια και σωστές αναλογίες παρ' όλη τη στατικότητα και την ακαμψία τους. Οι γραμμές είναι συχνά σκληρές. Τα περιγράμματα των μορφών είναι καθαρά, πολλές φορές έντονα. Το "χέρι" των ζωγράφων όμως είναι σίγουρο. Αισθανόμαστε ότι έχουν μεγάλη πείρα και ότι συνεχίζουν μία μακραίωνη παράδοση.
 Οι μυκηναίοι ζωγράφοι είναι από τη φύση τους συντηρητικοί, λιγότερο επινοούν και περισσότερο αντιγράφουν, είναι οπτικοί τύποι, ταξιδεύουν πολύ και αποτυπώνουν στη μνήμη τους έντονα τις εντυπώσεις τους. Από το ένα ανάκτορο στο άλλο επαναλαμβάνουν τα ίδια θέματα δίνοντας τις ίδιες λύσεις. Τοπικές σχολές ζωγραφικής δεν υπάρχουν, οι καλλιτέχνες εμπνέονται από μια κοινή παράδοση και μέσα στα πλαίσια αυτής κινούνται. Τα θέματα μεταδίδονται έτοιμα από το ένα κέντρο στο άλλο και εξελίσσονται ομοιόμορφα. Ένας τύπος που θεωρήθηκε επιτυχημένος τυποποιείται και επαναλαμβάνεται συχνά, ακριβώς όπως και στην επική ποίηση που και αυτή μεταδίδεται με ορισμένες έτοιμες "φόρμουλες-εκφράσεις". Πολλές αναλογίες παρατηρούνται ανάμεσα στο έπος και στην τοιχογραφία.
 Μία ομοιομορφία παρατηρείται στις τοιχογραφίες των μυκηναϊκών ανακτόρων, ακόμη κι αν αυτά βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, ή κι αν τις χωρίζει μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ομοιομορφία αυτή - χαρακτηριστική της μυκηναϊκής τέχνης από το -1400 και εξής - οφείλεται στον συντηρητισμό των καλλιτεχνών, αλλά και στο γεγονός ότι οι καλλιτέχνες ενδεχομένως δεσμεύονταν από τους παραγγελιοδότες στην εκλογή των θεμάτων και την απεικόνισή τους. Είναι δε περίπου βέβαιο ότι είτε οι βασιλείς ήταν αυτοί που έδιναν τις παραγγελίες είτε οποιαδήποτε άλλη κοσμική ή θρησκευτική αρχή, σχεδόν όλοι θα επιζητούσαν έργα που θα πραγματεύονταν τα ίδια περίπου θέματα. Εξάλλου η θρησκεία, συντηρητική από τη φύση της, υπήρξε ασφαλώς ένας ανασταλτικός παράγων για την ανανέωση των ζωγράφων και της εικονογραφίας, καθώς μάλιστα πολλές τοιχογραφίες έχουν θρησκευτικό περιεχόμενο, είναι φυσικό ότι πολλές καινοτομίες θα ήταν αδύνατες.
Οι τοιχογραφίες των ανακτόρων είναι ζωντανές και πολύ διακοσμητικές. Το εσωτερικό ενός μυκηναϊκού ανακτόρου δημιουργούσε ασφαλώς έντονες και άμεσες χρωματικές εντυπώσεις. Αλλά ο σκοπός της τοιχογράφησης δεν ήταν μόνο διακοσμητικός υπήρχε και σκοπός κοινωνικός, κοσμικός και θρησκευτικός. Με την τοιχογραφία επιδεικνύεται η λαμπρότητα της βασιλικής αυλής, περιγράφονται τα βασιλικά κυνήγια και οι μάχες που έχουν σχέση με τον άνακτα. Περιγράφονται επίσης θρησκευτικές σκηνές και τελετουργίες που είχαν σημασία γι' αυτούς που τις έβλεπαν.
Εικονογραφικά θέματα
Πομπές, θεϊκές μορφές, ιερά σύμβολα
Μία από τις παλαιότερες τοιχογραφίες προέρχεται από το ανάκτορο των Θηβών. Χρονολογείται γύρω στα -1400 και εικονίζει πομπή γυναικών. Η τοιχογραφία αυτή παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με μιαν άλλη από το ανάκτορο της Τίρυνθας, που εικονίζει επίσης πομπή γυναικών, 100 χρόνια αργότερα: η πομπή της Τίρυνθας χρονολογείται στο δεύτερο μισό του -13ου αι.  Παρατηρούμε πως όταν μια σύνθεση καθοριστεί στη μυκηναϊκή ζωγραφική, το πρότυπο παραμένει και ο ζωγράφος διαφοροποιεί μόνο τις λεπτομέρειες. Και στις δύο τοιχογραφίες οι μορφές προχωρούν με τον ίδιο τρόπο: με τα στήθη πεταχτά, τα πόδια γυμνά, ενώ κρατούν τα στερεότυπα, συνηθισμένα δώρα που θα προσφέρουν στη θεότητα. Η θεότητα ήταν ασφαλώς μια μορφή καθιστή στην οποία καταλήγει η πομπή που έχει ξεκινήσει από δύο διαφορετικά σημεία, γι' αυτό άλλες μορφές πηγαίνουν προς τ' αριστερά και άλλες προς τα δεξιά. Όλες οι μορφές αυτές, τόσο οι παλαιότερες της Θήβας όσο και οι νεώτερες της Τίρυνθας, φορούν το ίδιο μινωικό φόρεμα με ακάλυπτα στήθη. Το γεγονός ότι το ένδυμα αυτό δεν έχει αλλάξει μέσα σε εκατό χρόνια σημαίνει ότι ασφαλώς ήταν μια αμφίεση που συνδεόταν με τελετές. Η κόμμωση είναι επίσης περίπλοκη και εξεζητημένη. Τα πρόσωπα δεν έχουν περιγράμματα, τα μάτια είναι μεγάλα, και το ελαφρό διπλοσάγονο είναι αιγαιακό χαρακτηριστικό. Οι μορφές στην τοιχογραφία της Θήβας φορούν περιδέραια και βραχιόλια, κρατούν πυξίδες, λουλούδια (τριαντάφυλλα, παπύρους ή κρίνα) και αγγεία, των οποίων τα χρώματα, κίτρινο ερυθρωπό και άσπρο, συμβολίζουν ίσως τον χρυσό, τον χαλκό και τον άργυρο.
 Οι προσφορές παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τη μελέτη της θρησκείας. Στην πομπή της Τίρυνθας μια από τις γυναικείες μορφές κρατά ειδώλιο μαζί μ' ένα πτυχωτό ύφασμα. Σε μιαν άλλη πομπή από τις Μυκήνες εικονιζόταν επίσης μια γυναικεία μορφή που κρατά ειδώλιο. Τα ειδώλια αυτά απεικονίζουν ασφαλώς τη θεά και όλη η σκηνή θυμίζει την τελετή που αναφέρεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β και ονομάζεται θεοφορία (te-o-po-ri-ja). Το ύφασμα είναι επίσης μια από τις κλασικές προσφορές στη θεότητα και η σχετική τελετή είναι γνωστή και από τη Θήρα - Οικία Γυναικών -, τη μινωική Κρήτη, αλλά και αργότερα στην ιστορική εποχή, αναφέρονται προσφορές ενδυμάτων σε θεές, όπως για παράδειγμα η προσφορά του πέπλου στην Αθηνά.
 Η εικόνα στις τοιχογραφίες της Θήβας και της Τίρυνθας είναι διακοσμητική, αλλά ο καλλιτέχνης δεν προσπαθεί να εκφράσει τίποτε, εικονίζει επιφανειακά και χωρίς συναίσθημα τη σκηνή. Υπάρχει μια προσπάθεια να επιτευχθεί ποικιλία και ρυθμός, αλλά παρ' όλη τη λεπτότητα της εκτέλεσης, η κίνηση των μορφών έχει κάτι το μηχανικό.


 Ανάλογες πομπές έχουν βρεθεί σε όλα τα μυκηναϊκά ανάκτορα. Το γεγονός ότι η απεικόνιση αυτών των τελετουργικών σκηνών γνώρισε τόση επιτυχία, σημαίνει ότι αυτές αναπαριστούσαν μια πραγματική τελετή που ελάμβανε χώρα στα ανάκτορα και που ο καλλιτέχνης την γνώριζε καλά.


Μια από τις ωραιότερες μυκηναϊκές τοιχογραφίες εικονίζει μια "Μυκηναία", όπως την ονόμασε ο Μυλωνάς. Ανακαλύφθηκε στην "Οικία του Αρχιερέως" στο Θρησκευτικό Κέντρο της ακρόπολης των Μυκηνών. Το κτίριο καταστράφηκε από σφοδρή πυρκαγιά στην ΥΕ ΙΙΙ Β περίοδο. Σύμφωνα με τη στρωματογραφική μελέτη η τοιχογραφία χρονολογείται γύρω στα 1250 π.Χ. αλλά στιλιστικά θα μπορούσε θα μπορούσε να χρονολογηθεί και 100 χρόνια νωρίτερα εξαιτίας ορισμένων συγγενειών που έχει με παλαιότερες τοιχογραφίες και μάλιστα με τις τοιχογραφίες της Θήρας.



 
Η μορφή σώζεται από τη μέση κι επάνω, σε γαλάζιο βάθος. Το σώμα αποδίδεται κατ' ενώπιον και το κεφάλι κατά κρόταφο (προφίλ). Η εκτέλεση είναι εξαιρετικά λεπτή, τα χρώματα λαμπρά, το σχέδιο πλούσιο. Το πρόσωπο πλάθεται με ευαισθησία, τα μαλλιά και η περίπλοκη βαριά κόμμωση αποδίδονται με εξαίρετη λεπτομέρεια. Με την ίδια φροντίδα αποδίδονται επίσης το ένδυμα και τα κοσμήματα. Η μορφή φορά τριπλή σειρά από περιδέραια στο λαιμό και τρία βραχιόλια στο κάθε χέρι. Ένα από αυτά έχει το χαρακτηριστικό σχήμα U, παρόμοιο με αυτό που φορά μια από τις λατρεύτριες στη γνωστή τοιχογραφία της Θήρας. Με μεγάλη δεξιοτεχνία έχουν ζωγραφιστεί οι λεπτομέρειες στα χέρια, και ορισμένες αδεξιότητες που παρατηρούνται, χάνονται μέσα στην αρμονία του συνόλου.


 Η "Μυκηναία" έχει προφανώς θεϊκή υπόσταση. Τούτο φαίνεται από τη μεγαλοπρέπεια της μορφής, τα πολυτελή ενδύματα και τα κοσμήματα. Το κτένισμα, με τους δύο βοστρύχους που περνούν εμπρός από τ' αυτιά, είναι κι αυτό χαρακτηριστικό ιερότητας και στην Ανατολή χαρακτηρίζει τη μορφή της Αστάρτης. Αλλά και η στάση είναι θεϊκή: η μορφή ήταν ασφαλώς καθιστή όπως η θεά σε μια τοιχογραφία από την Ψείρα και στο ανάγλυφο πλακίδιο από ελεφαντόδοντο από τις Μυκήνες. Σε παρόμοιες καθιστές μορφές καταλήγουν οι πομπές. Πρέπει να φανταστούμε ότι προς τη μυκηναία αυτή θεά κατευθυνόταν κάποια πομπή και ότι η θεά έχει μόλις δεχθεί τα κοσμήματα που της προσέφεραν. Στο δεξί της χέρι κρατά περιδέραιο. Η προσφορά κοσμημάτων είναι επίσης μια τυπική προσφορά σε θεές - το θέμα αυτό παρουσιάζεται μεταξύ άλλων στην τοιχογραφία της Θήρας που εικονίζει λατρευτική σκηνή.
 Από το "Κτίριο των Τοιχογραφιών" στο Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών προέρχεται μια αποσπασματική τοιχογραφία με σπάνιο εικονογραφικό θέμα. Η σύνθεση συνδεόταν άμεσα με έναν συγκεκριμένο ιερό χώρο: κοσμούσε τον τοίχο επάνω και δίπλα από ένα κτιστό θρανίο που είχε λατρευτική χρήση. Στο τμήμα του τοίχου επάνω από το θρανίο εικονίζονται μέσα σ' ένα κιονωτό αρχιτεκτονικό πλαίσιο δύο γυναικείες θεϊκές μορφές που διασώζονται από τη μέση και κάτω. Η μία μορφή αριστερά φορά μακρύ κροσσωτό φόρεμα - τα κρόσσια είναι στην πραγματικότητα μικρά βαρίδια - και κρατά ένα μεγάλο ξίφος με τη μύτη στραμμένη προς το έδαφος. 

 Η άλλη μορφή, δεξιά, φορά το μινωικό ένδυμα με τη φαρδιά φούστα και κρατά σκήπτρο. Ανάμεσα στις θεές αιωρούνται δύο μικρές μορφές, δύο μικρά "είδωλα"-ψυχές. Είναι προφανές ότι η σκηνή εκτυλίσσεται σε ιερό. Η θεϊκή μορφή που κρατά το ξίφος μπορεί ίσως να ερμηνευθεί ως θεά του πολέμου, αλλά η βαθύτερη έννοια της εικόνας μας διαφεύγει. Στο τμήμα του τοίχου αριστερά από το θρανίο, πάλι μέσα σ' ένα αρχιτεκτονικό πλαίσιο εικονίζεται μια γυναικεία (θεϊκή;) μορφή που κρατά στάχυα. Φορά δέρμα ζώου, λοξά δεμένο γύρω από το σώμα της, και κάλυμμα κεφαλής με λοφίο, που χαρακτηρίζει πρόσωπα με υψηλή θέση στην ιεραρχία ή με ιερή ιδιότητα - Πρίγκιπας με τα Κρίνα, Σφίγγες - το οποίο μάλιστα ίσως να συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη τελετή διότι το φορούν και οι γυναίκες που εικονίζονται στις λάρνακες της Τανάγρας. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η τοιχογραφία των Μυκηνών εικονίζει τη θεά της ευφορίας, άποψη που ενισχύει η αποσπασματική μορφή του γρύπα που φαίνεται να την συνοδεύει. Δεν αποκλείεται όμως να πρόκειται και για ιέρεια. Από καλλιτεχνική άποψη παρατηρούμε ότι τα περιγράμματα είναι έντονα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου, η κόμμωση, οι λεπτομέρειες αποδίδονται συμβατικά - λείπει εντελώς το πλάσιμο. Είναι ένα έργο παραστατικό, αλλά με γρήγορη και απλή εκτέλεση, χαρακτηριστική του τέλους της μεγάλης εποχής της τοιχογραφίας.
Δύο ακόμη τοιχογραφίες από το Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών εικονίζουν, η μία Δαίμονες και η άλλη οκτώσχημες ασπίδες.


 Οι Δαίμονες στην αιγαιακή τέχνη είναι συνήθως λεοντοκέφαλοι. Οι Δαίμονες όμως της τοιχογραφίας αυτής είναι ονοκέφαλοι και αποτελούν μια παραλλαγή του καθιερωμένου τύπου. Φορούν δέρμα ζώου και μεταφέρουν ένα μακρύ ξύλο, το ανάφορον. Η κερατοειδής απόφυση που έχουν στο κεφάλι δεν έχει ερμηνευθεί, αλλά ο βόστρυχος που πέφτει στο μέτωπο είναι χαρακτηριστικό στοιχείο των μορφών στις αιγαιακές τοιχογραφίες γνωστό από πολλά παραδείγματα. Η έννοια της παράστασης μας διαφεύγει. Οι Δαίμονες πιθανώς επιστρέφουν από ιερό κυνήγι και μεταφέρουν τα νεκρά ζώα ή τις δορές τους, ίσως όμως να είναι και άνθρωποι μεταμφιεσμένοι που φορούν προσωπεία και λαμβάνουν μέρος σε θρησκευτική τελετή. Είναι γνωστό και από τα ιστορικά χρόνια ότι στο τελετουργικό τυπικό ορισμένων θρησκευτικών εορτών που σχετίζονται με το μυστήριο της γονιμότητας, περιλαμβανόταν και η μεταμφίεση των συμμετεχόντων. Σε παρόμοιες πεποιθήσεις πρέπει να αναζητηθεί η καταγωγή των Σατύρων και των Σειληνών και οι συναφείς τελετές που συνδέονται μ' αυτούς.


 Οι οκτώσχημες ασπίδες έχουν ζωηρά χρώματα. Σε ορισμένα σημεία διακρίνεται το προσχέδιο που έχει ζωγραφιστεί με ένα απαλό χρώμα. Διακρίνονται επίσης τα ίχνη που έχει αφήσει ο διαβήτης που χρησιμοποιήθηκε για τη χάραξη των κύκλων. Οι κηλίδες που εικονίζονται στην εξωτερική επιφάνεια της ασπίδας δηλώνουν ότι οι πραγματικές ασπίδες ήταν δερμάτινες. Η κηλιδωτή απεικόνιση του δέρματος του ταύρου είναι μία χαρακτηριστική σύμβαση της κρητομυκηναϊκής εικονογραφίας.
 Η οκτώσχημη ασπίδα περιλαμβάνεται στα πιο σημαντικά μυκηναϊκά σύμβολα και απαντάται σε πολλές παραστάσεις έργων μικροτεχνίας, σε σφραγίδες και σε ελεφαντοστά. Εικονίζεται επίσης στο πλακίδιο από ασβεστοκονίαμα που είχε ανακαλύψει παλαιότερα ο Τσούντας. Τμήματα τοιχογραφιών με παραστάσεις ασπίδων σώζονται αρκετά και προέρχονται από τα ανάκτορα της Κνωσού, της Τίρυνθας, της Πύλου και της Θήβας. Στο Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών οι ασπίδες επέχουν τη θέση συμβόλου της ένοπλης θεάς, που πολλοί ερευνητές έχουν ταυτίσει εύλογα με την Αθηνά.
Κυνήγια
 Μια μεγάλη τοιχογραφία που εικονίζει κυνήγι κάπρου κοσμούσε πιθανώς το μέγαρο στην Τίρυνθα. Περιελάμβανε αρχικά ίσως έξι άρματα. Στο ένα τμήμα εικονίζονται δύο γυναικείες μορφές που βγαίνουν για κυνήγι στο δάσος και οδηγούν άρμα. Είναι δύο αριστοκράτισσες της αυλής που επιδίδονται σ' ένα ανδρικό και πολυτελές άθλημα, το οργανωμένο κυνήγι. Η τοιχογραφία έχει κοσμικό χαρακτήρα και είναι πολύ διαφωτιστική για τη μυκηναϊκή ζωή. Οι κυρίες φορούν έναν απλό ίσιο χιτώνα, σαν ανδρικό, που θα ήταν το μυκηναϊκό φόρεμα, τουλάχιστον αυτή την εποχή. Αυτό φορούν οι γυναίκες που εικονίζονται στις λάρνακες της Τανάγρας καθώς και στον "κρατήρα των πολεμιστών". Το άρμα αποδίδεται με κάθε λεπτομέρεια. Τα δένδρα, ολοστρόγγυλα, ξεπετιούνται αφύσικα από τη γραμμή του εδάφους σε τελείως επίπεδη απεικόνιση, σαν κεντημένα, και είναι τακτικά τοποθετημένα στη σειρά. Στο άλλο τμήμα εικονίζεται το κυνήγι του κάπρου: τα σκυλιά έχουν κορδέλες στο λαιμό, και τα σώματά τους είναι διάστικτα με κηλίδες, γαλάζιες και ροζ, στοιχεία εντελώς αφύσικα αλλά έντονα διακοσμητικά. Σκυλιά και αγριόχοιρος εικονίζονται σε ιπτάμενο καλπασμό δηλώνοντας την ταχύτητα.


 Η σκηνή είναι ψυχρή, διακοσμητική, μακριά από κάθε νατουραλισμό, δεν απεικονίζει τη δράση αλλά την συμβολίζει. Το σχέδιο είναι σκληρό, χωρίς λεπτομέρειες. Όλα είναι τακτικά τοποθετημένα και άψυχα. Οι Μυκηναίοι δεν έχουν το χάρισμα να περιγράφουν τη φύση με ακρίβεια, όπως οι Αιγύπτιοι, ή με εμπρεσιονιστικό τρόπο όπως οι Μινωίτες. Παρ' όλα αυτά η τοιχογραφία της Τίρυνθας έχει μια γοητεία, είναι ζωντανή κι ευχάριστη με τα απλά, έντονα και χωρίς διαβαθμίσεις χρώματά της.
 Μια τοιχογραφία που εικονίζει επίσης κυνήγι κάπρου προέρχεται από το ανάκτορο του Ορχομενού και παρουσιάζει μεγάλη τεχνοτροπική συγγένεια με την τοιχογραφία της Τίρυνθας. Τα δένδρα έχουν το ίδιο σχήμα, οι συνοδοί εικονίζονται ανά δύο κρατώντας τις "σιγύνες", τα διπλά δόρατα, και το άρμα σχεδιάζεται με τον ίδιο λεπτομερή τρόπο.
Σκηνή κυνηγίου εικονίζεται και σε μια τοιχογραφία από το ανάκτορο της Πύλου, αλλά η αποσπασματική της διατήρηση δεν έχει επιτρέψει την αναπαράσταση ολόκληρης της σύνθεσης.
 Το θέμα του κυνηγιού γνωστό και από έργα της μικροτεχνίας, είναι αγαπητό στη μυκηναϊκή εικονογραφία γιατί ασφαλώς θα αναφερόταν σε μια δραστηριότητα σημαντική της ζωής των Μυκηναίων.
 Ενώ στα μινωικά έργα όλες οι εικόνες είναι σαν να βγαίνουν μέσα από έναν κόσμο μακρινό και ακίνητο στο χρόνο, ορισμένες μυκυναϊκές τοιχογραφίες που απεικονίζουν μάχες, κυνήγια, πολιορκίες, έχουν μια πιο έντονη, δραματική και αφηγηματική κίνηση. Πολλές φορές έχουμε την αίσθηση ότι η σκηνή που απεικονίζεται αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, ένα κυνήγι, μια εκστρατεία, ένα γεγονός για το οποίο ίσως έχει μιλήσει και η επική ποίηση. Η ίδια εντύπωση δημιουργείται και από τις τοιχογραφίες της Θήρας που έχουν πολλές συγγένειες με τις μυκηναϊκές. Γενικά η μυκηναϊκή τοιχογραφία συγγενεύει πολύ με τη θηραϊκή, σημάδι ότι οι δύο περιοχές είχαν επαφές και ότι οι Μυκηναίοι βρίσκονταν στη Θήρα πριν από την έκρηξη του ηφαιστείου (γύρω στα -1540). Στη γνωστή θηραϊκή τοιχογραφία του "Ναυαγίου" εικονίζονται Μυκηναίοι που αποβιβάζονται σε μια άγνωστη περιοχή, αναγνωρίζονται σαφώς από τον οπλισμό τους, την ασπίδα και το οδοντόφρακτο κράνος. Στην τοιχογραφία της "Νηοπομπής" Μυκηναίοι επιβαίνουν σε κυκλαδικά πλοία, ενώ η μορφή του "Ναυάρχου", που θεωρείται ένα από τα πρώτα πορτραίτα της ελληνικής τέχνης, μοιάζει εξαιρετικά με τον Μυκηναίο που απεικονίζεται στη σφραγίδα από τον Ταφικό Κύκλο Β των Μυκηνών. Στις μυκηναϊκές και θηραϊκές τοιχογραφίες παρατηρείται μια έμφαση σ' ένα ιστορικό πλαίσιο αλλά λείπει η επιπλέον ένδειξη που θα επέτρεπε να συνδέσουμε τα αναπαριστώμενα μ' ένα ιστορικό γεγονός.

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Αρχαία Μεσσήνη: Από το μηδέν στο είναι, video

Από το μηδέν στο είναι
"Ένα ταξίδι στους χώρους θέασης και ακρόασης της Αρχαίας Μεσσήνης" Πέτρος Θέμελης
Σκηνοθεσία, Γιώργος Χρ. Ζέρβας
Παραγωγή ΔΙΑΖΩΜΑ
Γιώργος Ζέρβας Film Productions. Vox Documentaries





Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Αρχαία Ασίνη / Καστράκι

Το Καστράκι ή αλλιώς η ακρόπολη της Αρχαίας Ασίνης βρίσκεται, δίπλα στο Τολό, σε ένα λόφο-ακρωτήρι ύψους 52 και μήκους 330 μέτρων.
    se245

Από την 5η χιλιετία π.χ. μέχρι και το 600 μ.Χ. η ακρόπολη κατοικούνταν συνέχεια, ενώ η πρώτη βιβλιογραφική αναφορά στην Ασίνη γίνεται από τον Όμηρο (Β 560), όπου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η Ασίνη, το Άργος, η Τίρυνθα, η Επίδαυρος και άλλες πόλεις της Αργολίδας συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο με μεγάλο αριθμό πλοίων (Ογδόντα πλοία).
Οι πρώτες ανασκαφές στην Ακρόπολη και την Κάτω Πόλη έγιναν από τη Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή (1922-1930)και συνεχίστηκαν τη δεκαετία του 1970 από τη Δ΄Εφορία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων και το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών.
    se246
                                                                                    Άποψη των τειχών της Αρχαίας Ασίνης

Η κατασκευή των σωζόμενων έως και σήμερα τειχών της Ακρόπολης πιθανολογείται ότι έγινε το 300 π.Χ από τον Βασιλιά της Μακεδονίας, Δημήτριο τον Πολιορκητή. Έχουν δύο κύριες εισόδους – πύλες. Η κύρια πύλη βρίκεται βόρεια, ενώ η δευτερεύουσα ανατολικά. Τα τείχη δέχτηκαν επισκευή τόσο κατά την Πρώιμη Βυζαντινή Περίοδο, όσο και κατά τη διάρκεια της Β' Ενετοκρατίας. Ενώ κατά την Ιταλική Κατοχή, αναγέρθηκαν στην Ακρόπολη οχυρωματικές κατασκευές.
    se247
                                                                     Άποψη των οχυρωματικών κατασκευών των Ιταλών

Ο κύκλος ζωής της Ακρόπολης είναι άμεσα συνυφασμένος με τη γύρω περιοχή και ειδικότερα με τη Θέση "Λόφος της Μπαρμπούνας". Εκεί βρέθηκε ένα μεγάλο μυκηναϊκό νεκροταφείο. Στους τάφους βρέθηκαν πολλά κτερίσματα, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι η Ασίνη επικοινωνούσε με τις πόλεις του Αιγαίου, την Κρήτη και πιθανώς την Κύπρο. Η ανακάλυψη του ναυαγίου πλοίου μυκηνϊκής εποχής στα Ίρια (περιοχή κοντά στην Ασίνη) επιβεβαιώνει την προηγούμενη εικασία.
Την Ύστερη Γεωμετρική Εποχή (8ος αιώνας π.Χ.) η Ασίνη άκμασε αναπτύσσοντας συναλλαγές με την Αθήνα, τις Κυκλάδες και τη νότια Πελοπόννησο. Τον επόμενο αιώνα ξεκινά η παρακμή της Ασίνης, η οποία θα διαρκέσει αρκετούς αιώνες καιι με τους κατοίκους της να μεταναστεύουν στην Ασίνη της Μεσσηνίας (Κορώνη). Τον 3ο αιώνα ξεκινά πάλι μία περίοδος ανάκαμψης της Ασίνης. Οι ανασκαφικές προσπάθειες έχουν φέρει στο φως πολύτιμα ευρήματα εκείνης της εποχής, όπως δεξαμενές, σπίτια, ελαιοτριβείο κ.α..
    se248
Άποψη του Μεγάλου Πύργου
 
 
Η κατοίκηση της Ακρόπολης συνεχίστηκε σίγουρα μέχρι περίπου τον 7ο αιώνα μ.Χ., καθώς ευρήματα στην Κάτω Πόληπιστοποιούν την ύπαρξη ζωής αυτούς τους αιώνες.
Στο χώρο των ανασκαφών της Κάτω Πόλης υπάρχει ένα γραφικό εκκλησάκι εφιερωμένο στην Παναγία. 

Πολλά από τα ευρήματα από τις ανασκαφές της Ασίνης βρίσκονται στη Σουηδία, ειδικότερα από τις ανασκαφές του 1920, ενώ κάποια άλλα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου.
    se249
Άποψη Λουτρού Ρωμαϊκών χρόνων  
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι μεταξύ άλλων ευρημάτων υπήρξε και ένα πήλινο μυκηναϊκό κεφάλι το οποίο ονομάζεται ο “Βασιλιάς της Ασίνης”. Το αγαλματίδιο αποτέλεσε έμπνευση του νομπελίστα ποιητή Γ. Σεφέρη για τη δημιουργία του ομώνυμου ποιήματος, που έκανε γνωστή την Ασίνη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ασίνην τε... Ασίνην τε...”
Διεύθυνση:
Ασίνη, Αργολίδας
(Lat: 37.528395871193055, Long: 22.872896790475238)

Την ακριβή τοποθεσία του Αρχαιολογικού Χώρου μπορείτε επίσης να βρείτε στην Ενότητα Χάρτης
Ωράριο λειτουργίας Αρχαιολογικού Χώρου

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Η Μάχη των Λεύκτρων


Το καλοκαίρι του -371 αντιπρόσωποι από όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις συγκεντρώθηκαν στη Σπάρτη για να διαπραγματευτούν τους όρους μιας νέας συνθήκης ειρήνης. Η πρωτοβουλία ανήκει στον Aθηναίο Καλλίστρατο ο οποίος πρότεινε να αποσταλεί πρεσβεία στη Σπάρτη για τη σύναψη ειρήνης. Από βολιδοσκοπήσεις είχε φανεί ότι και η Σπάρτη ήταν ευδιάθετη στο να συμφωνήσει, ώστε να πάψουν τα όπλα να έχουν τον κύριο λόγο. Αποφασίστηκε, λοιπόν, με πρωτοβουλία των Αθηναίων να συγκροτηθεί πανελλήνιο συνέδριο στη Σπάρτη. Πρώτοι κλήθηκαν στο συνέδριο οι Θηβαίοι. Επικεφαλής της θηβαϊκής αντιπροσωπείας ήταν ο Επαμεινώνδας. Εκπρόσωπος της Σπάρτης ήταν ο Αγησίλαος ο οποίος είχε και την προεδρία του συνεδρίου. Εκπρόσωποι των Αθηνών ήταν ο Καλλίστρατος, ο Καλλίας και ο Αυτοκλής. Αντιπροσώπους έστειλαν και η Μακεδονία και η Περσία. Πρώτος μίλησε ο αθηναίος Καλλίας ο οποίος τόνισε ότι δεν είναι σωστό να βρίσκονται σε ανταγωνσιμό οι Αθηαναίοι και οι Σπαρτιάτες. Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Αυτοκλής ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα επιθετικός απέναντι στη Σπάρτη, τονίζοντας πως όχι μόνο δεν εγγυάται τη αυτονομία των ελληνικών πόλεων αλλά αντιθέτως την παραβιάζει. Τελευταίος πήρε το λόγο ο Καλλίστρατος ο οποίος ήταν δεινός ρήτορας. Ο λόγος του ήταν διαλλακτικός για να αντισταθμίσει την επιθετικότητα του Αυτοκλή. Μετά από έντονες διαβουλεύσεις οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν τελικά τις προτάσεις των Αθηναίων σύμφωνα με τις οποίες οι ελληνικές πόλεις θα έμεναν αυτόνομες όπως είχε συμφωνηθεί στην Ανταλκίδειο ειρήνη αλλά καμία δε θα ήταν υπέυθυνη για την τήρηση αυτού του όρου.
Ενώ έφτασε η στιγμή να δοθούν οι καθιερωμένοι όρκοι για να επικυρωθεί η συμφωνία, προκλήθηκε σύγκρουση μεταξύ των Θηβαίων και των Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι δίνοντας το καλό παράδειγμα ορκίσθηκαν μόνο για τον εαυτό τους. Το ίδιο έπραξαν και οι αντιπρόσωπποι των πόλεων που ανήκαν στην αθηναϊκή συμμαχία. Αντίθετα οι Σπαρτιάτες ορκίσθηκαν για λογαριασμό της πόλης τους και των συμμάχων της. Ο Επαμεινώνδας σηκώθηκε και διαμαρτυρήθηκε ζωηρά. Ήταν ο μόνος που σε όλη τη διάρκεια των συζητήσεων δεν έσκυβε το κεφάλι στις κυριαρχικές απαιτήσεις των Σπαρτιατών. Εφόσον οι Λακεδαιμόνιοι ορκίζονται και για λογαριασμό των Συμμάχων τους, το ίδιο θα κάνουν και οι Θηβαίοι: θα ορκιστούν για ολόκληρο το Κοινό των Βοιωτών του οποίου ήταν πρόεδροι. Τελικά ενώ όλοι οι αντιπρόσωποι συμφώνησαν στην επικύρωση, εξεραίθηκαν οι Θηβαίοι και δεν συμπεριελήφθησαν στη συνθήκη. Αυτό εξέθετε τη Θήβα σε μεγάλο κίνδυνο αλλά η προσωπική αρετή του Επαμεινώνδα ενέπνευσε αποφασιστικότητα στους συμπολίτες του ώστε να αντισταθούν στην απόφαση αυτή. Γιατί οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι που μοιράζονταν την κυριαρχία στην ξηρά και στη θάλασσα αντίστοιχα, μπορεί να έκαναν αμοιβαίες παραχωρήσεις αλλά δεν ήθελαν την εμφάνιση κάποιου τρίτου σε ότι αφορά τη διεκδίκηση της ηγεμονίας. Χαρακτηρισιτκή είναι η στιχομυθία του Αγησιλάου και του Επαμεινώνδα όπως τη διασώζει ο Πλούταρχος. Οργισμένος, γράφει, σηκώθηκε ο Αγησίλαος και είπε στον Επαμεινώνδα: «Αποκρίσου με σαφήνεια. Θέλεις ή δε θέλεις να αφήσεις αυτόνομη τη Βοιωτία;» Και ο Επαμεινώνδας διατηρώντας την ψυχραιμία του αντασπάντησε: «Αποκρίσου με σαφήνεια. Θέλεις ή δε θέλεις να αφήσεις αυτόνομη τη Λακωνία;»


Το χάσμα ήταν πια αγεφύρωτο και οι εξελίξεις ισοδυναμούσαν με κήρυξη πολέμου. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ταχύτατα. Οι Σπαρτιάτες ανακάλεσαν από παντού τις δυνάμεις τους με εξαίρεση το συμμαχικό στράτευμα που βρισκόταν στη Φωκίδα. Ο βασιλιάς τους Κλεόμβροτος που το διοικούσε, έλαβε εντολή να επιτεθεί κατά της Θήβας αν αυτή δεν παραχωρούσε αυτονομία στις Βοιωτικές πόλεις. Ταυτόχρονα στάλθηκε τελεσίγραφο στη Θήβα το περιεχόμενο του οποίου ήταν προκλητικό: το Κοινό των Βοιωτών έπρεπε να διαλυθεί και παράλληλα έπρεπε να επανιδρυθούν οι Πλαταιές και οι Θεσπιές και τα εδάφη τους να αποδοθούν στους παλαιούς ιδιοκτήτες τους. Οι Θηβαίοι απέρριψαν το τελεσίγραφο, ισχυριζόμενοι ότι όπως εκείνοι δεν είχαν επέμβει ποτέ στη Λακωνία, έτσι και οι Σπαρτιάτες δε νομιμοποιούντο να αναμιγνύονται στις βοιωτικές υποθέσεις. Ο ισχυρισμός αυτός αμφισβητούσε ευθέως το ρόλο και το ειδικό βάρος της Σπάρτης.
Αμέσως μετά ο Κλεόμβροτος εισήλθε στη Βοιωτία και προέλασε μέχρι τη Χαιρώνεια. Ο Επαμεινώνδας, επικεφαλής του Βοιωτικού στρατού, έσπευσε στην Κορώνεια για να καλύψει το στενό της Πέτρας. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, αφού υποχώρησε στην Άμβρυσσο (Δίστομο) της Φωκίδας, κινήθηκε ανάμεσα στις νότιες πλαγιές του Ελικώνα και στις ακτές του Κορινθιακού, ανέτρεψε τα ελαφρά τμήματα προκάλυψης υπό τον Χαιρέα, που κάλυπταν την περιοχή και κατέλαβε τη Θίσβη, τις Σίφες και την Κρεύση, οχυρωμένο ναύσταθμο των Βοιωτών. Με την κίνησή του αυτή εξασφάλισε πλήρως την επικοινωνία του με την Πελοπόννησο και απερίσπαστος προέλασε βόρεια προς τις Θεσπιές, όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί οι Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους. Το πεδίο της μάχης ήταν η πεδιάδα ανάμεσα στα δύο στρατεύματα βορειοδυτικά της πολίχνης των Λεύκτρων, μήκους περίπου 2000 μέτρων από τα δυτικά προς τα ανατολικά και 3000 μέτρων από βορρά προς νότο.


Το σπαρτιατικό στράτευμα ανερχόταν σε 10000 άντρες (9000 πεζοί και 1000 ιππείς), από τους οποίους περίπου 2300 (τέσσερις μόρες) αν Λακεδαιμόνιοι (από αυτούς οι 700 ήταν Σπαρτιάτες). Το ιππικό του ήταν πολύ κατώτερο του βοιωτικού σε μαχητική αξία, αφού ακόμα και οι Σπαρτιάτες ιππείς ήταν «οι τοις σώμαιν αδυνατώτατοι και ήκιστα φιλότιμοι», όμως συνολικά το ηθικό του στρατού ήταν υψηλό. Ο Επαμεινώνδας διοικούσε 6000 άνδρες (5000 πεζοί 1000 ιππείς), από τους οποίους 3500 ήταν Θηβαίοι. Το ηθικό τους, ιδιαίτερα των συμμάχων, ήταν χαμηλό, επειδή αντιμετώπιζαν αριθμητικά υπέρτερο εχθρό και μάλιστα ικανό αριθμό Σπαρτιατών, που θεωρούνταν ανίκητοι σε εκ παρατάξεως μάχη.
Αρχικά προέκυψαν διαφωνίες ως προς τον χώρο διεξαγωγής της μάχης. Τρεις βοιωτάρχες είπαν ότι όφειλαν να αποσυρθούν από την πεδιάδα και να καταλάβουν υψηλότεροέδαφος ή να αμυνθούν μέσα από τα τείχη της Θήβας. Ο Επαμεινώνδας και άλλοι δύο επέμεναν στην άμεση αντιπαράθεση, φοβούμενοι ότι οποιαδήποτε υποχώρηση θα πυροδοτούσε διαθέσεις αποστασίας πολλών πόλεων. Το αδιέξοδο έλυσε η άφιξη του έβδομου βοιωτάρχη, υπεύθυνου για τη φρούρηση των διαβάσεων του Κιθαιρώνα, που συντάχθηκε με την άποψη του Επαμεινώνδα. Ακόμα και μετά τη λήψη της απόφασης για μάχη, επικρατούσε ανησυχία στις τάξεις των Βοιωτών. Σε συνεργασία με τον Πελοπίδα ο Επαμεινώνδας φρόντισε να διασπείρει φήμες για ευνοϊκούς οιωνούς και παλαιούς χρησμούς που προέβλεπαν ήττα των Λακεδαιμονίων στα Λεύκτρα. Ο ίδιος προσπαθούσε να εμψυχώσει τους άνδρες του μνημονεύοντας συχνά τον ομηρικό λόγο: «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης».
Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους έλαβαν τη συνηθισμένη διάταξη μάχης. Με ομοιόμορφο βάθος φάλαγγας 12 ανδρών, ο Κλεόμβροτος με τους Λακεδαιμόνιους κατέλαβε τα δεξιό της παράταξης και οι σύμμαχοι το κέντρο και το αριστερό. Το συμμαχικό ιππικό τάχθηκε στο αριστερό άκρο, ενώ το σπαρτιατικό στο δεξιό άκρο και μπροστά από τη φάλαγγα των Λακεδαιμονίων. Ο Επαμεινώνδας διέταξε τους Θηβαίους να σχηματίσουν ένα συμπαγές παραλληλόγραμμο πλάτους 64 και βάθους 50 ανδρών, το οποίο τάχθηκε στην αριστερή πτέρυγα, απέναντι από τους Λακαιδεμόνιους. Το κέντρο και το δεξιό κατέλαβαν οι σύμμαχοι, με το βάθος της φάλαγγάς τους να μην υπερβαίνει τους 12 άνδρες. Το δεξιό άκρο κατέλαβε το βοιωτικό ιππικό, ενώ το ιππικό των Θηβαίων τάχθηκε μπροστά από τους πεζούς συμπατριώτες του. Ο Ιερός Λόχος, ένα ανεξάρτητο επίλεκτο σώμα 300 οπλιτών υπό την ηγεσία του Πελοπίδα, τάχθηκε πίσω από τη φάλαγγα των Θηβαίων στην αριστερή πτέρυγα.
Ο Επαμεινώνδας άρχισε τη μάχη με κεραυνοβόλα επίθεση του θηβαϊκού ιππικού κατά του αντίστοιχου σπαρτιατικού, τη στιγμή που ο Κλεόμβροτος κινούσε προς τα δεξιά τμήματα της φάλαγγάς του, εκτελώντας τον τυπικό ελιγμό πλευροκόπησης που συνήθιζαν οι Σπαρτιάτες. Οι Λακεδαιμόνιοι ιππείς άντεξαν ελάχιστα εμπρός στην ορμητικότητα των αντιπάλων τους και υποχώρησαν άτακτα προς τις τάξεις του σπαρτιατικού πεζικού, προκαλώντας μεγάλη σύγχυση και παρεμποδίζοντας τον σε εξέλιξη ελιγμό. Πριν προλάβουν να ανασυνταχθούν οι Λακεδαιμόνιοι δέχθηκαν σφοδρή επίθεση από το Θηβαϊκό τετράπλευρο με επικεφαλής τον Επαμεινώνδα. Ο Κλεόμβροτος με τους επίλεκτους Σπαρτιάτες συγκράτησαν αρχικά τους επιτιθέμενους, ενώ τα τμήματα του δεξιού άκρου προσπάθησαν να υπερφαλαγγίσουν τους Θηβαίους. Τον κίνδυνο απεσόβησε ο Πελοπίδας με τον Ιερό Λόχο, που πρόσβαλλε έγκαιρα και αποφασιστικά τα παραπάνω τμήματα. Η σύγκρουση δεν επεκτάθηκε στην υπόλοιπη παράταξη αφού οι σύμμαχοι και των δύο αντιπάλων παρέμειναν απλοί θεατές. Παρά την αυτοθυσία των Λακεδαιμονίων, η αριθμητική ανωτερότητα των Θηβαίων άρχισε να αποφέρει καρπούς. Η φάλαγγα διασπάσθηκε, ο ίδιος ο Κλεόμβροτος τραυματίσηκε θανάσιμα και μαζί του έπεσαν οι επιφανέστεροι Σπαρτιάτες πολέμαρχοι, όπως ο Δείνων, ο Σφοδρίας και ο γιός του Κλεώνυμος. Τελικά οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να παραλάβουν τον ζώντα ακόμα βασιλιά τους και να υποχωρήσουν στο στρατόπεδό τους. Στο πεδίο της μάχης άφησαν 400 Σπαρτιάτες και 600 Λακεδαιμόνιους νεκρούς, μαζί και τη φήμη του αήτητου που τους συνόδευε μέρι τότε. Οι απώλειες των Θηβαίων ήταν πολύ μικρότερες. Ήταν 6η Ιουλίου του -371, 20 μόλις μέρες μετά την αποχώρηση της θηβαϊκής αντιπροσωπείας από το συνέδριο της Σπάρτης. Οι ημέρες ήταν αρκετές για να μετατραπεί η Θήβα στη νέα ανερχόμενη δύναμη του ελλαδικού χώρου.

Πηγές
1. Σαράντου Καργάκου, Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών, τόμος ΙΙ, εκδόσεις Gutenberg
2. Κωνσταντίνου Κλάδη, Επαμεινώνδας. Ο άριστος των Ελλήνων, Περιοδικό Στρατιωτική ιστορία, τεύχος 142, Ιούλιος 2008

Αναδημοσιεύετε από τον ιστότοπο feltor.wordpress.com



Printfriendly