.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Κρεμμύδια Μεσσηνίας: Περίφημος Προϊστορικός ταφικός τύμβος

Η περιοχή του μεσόγειου χωριού Κρεμμύδια Πυλίας είναι ιδιαίτερα εύφορη και έχει ήπιο κλίμα. Περί το 1 χλμ. νότια του χωριού, στη θέση Καμίνια, υπάρχει ένα τεχνητό έξαρμα, που ανεσκάφη από τον Γ. Κορρέ. Ανεσκάφηκε περίφημος ταφικός τύμβος της Μεσοελλαδικής και Μυκηναϊκής εποχής, -2200 έως -1200. Πολύ κοντά στο ταφικό αυτό σύνολο υπάρχουν τουλάχιστον δύο ακόμη λόφοι, με πιθανότατη προϊστορική κατοίκηση ή χρήση για ταφές, που ωστόσο δεν έχουν ανασκαφεί.


Γύρω υπάρχει άφθονη καλλιεργήσιμη γη, σε απόσταση περί τα 500μ. υπάρχει πηγή νερού, η Φουρτζόβρυση, ενώ σε μία απόσταση περί τα 100 μ. περνά ποτάμι με άφθονο νερό, σε μια βαθειά χαράδρα, που σήμερα ονομάζεται Μαλακάσα. Το ποτάμι πηγάζει κοντά στο χωριό Κρεμμύδια και, στη συνέχεια, χύνεται στον ποταμό Αράπη, που περνά από την περιοχή της Κουκουνάρας, επίσης μέσα σε βαθειά χαράδρα, κάτω από τον Προϊστορικό οικισμό στο Καταρραχάκι.
Περισσότερα για την θέση Καταρραχάκι, όπου υπήρχε εκτεταμένος οικισμός με διοικητικό Μέγαρο και εντυπωσιακό νεκροταφείο, με πολλούς θολωτούς τάφους, μπορείτε να βρείτε στον σύνδεσμο:
 Κουκουνάρα Μεσσηνία: Ένα σημαντικό Προϊστορικό κέντρο
Η μεσόγεια περιοχή της Πυλίας ήταν πυκνοκατοικημένη ακόμα από τους Μεσοελλαδικούς χρόνους, -2200. Αυτό μας δείχνουν τα ανασκαφικά ευρήματα σε Μυρσινοχώρι, Παπούλια, Κρεμμύδια, Κουκουνάρα και Χανδρινό.
Η περιοχή αυτή, με την έφορη γή και άφθονα νερά, είχε κυρίως αγροτικό χαρακτήρα, που ωστόσο συγκέντρωσε αρκετό πλούτο και πληθυσμό. Εδώ υπήρξαν Μέγαρα και διοικητικά κέντρα τουλάχιστον από την Μεσοελλαδική εποχή, -2200.
Το ύψωμα, με περίμετρο 75μ. και ύψος 3.5μ., είχε δημιουργηθεί στο τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής, -1800 έως -1600. Στο κέντρο του τεχνητού εξάρματος βρέθηκαν δύο ταφικοί πίθοι, και, στην περιφέρεια, πέντε μικροί θολωτοί τάφοι, ακτινωτά τοποθετημένοι στο ύψωμα και με τους δρόμους τους στραμμένους προς τα έξω. Οι τάφοι χρησιμοποιήθηκαν συγχρόνως ή εναλλάξ σε όλη την Μυκηναϊκή περίοδο και τουλάχιστον μέχρι το -1200.


Οι τάφοι είναι μικρών διαστάσεων, αλλά καλής και επιμελημένης κατασκευής. Μερικοί εφάπτονται μεταξύ τους και αυτό αποτελεί μια ιδιαιτερότητα ως προς τους μεγάλους θολωτούς, οι οποίοι είναι μεμονωμένοι και έχει ο καθένας το δικό του τυμβοειδές ύψωμα γύρω του.
Εδώ φαίνεται ότι δεν ήταν αναγκαία η δημιουργία ιδιαίτερου τύμβου γύρω από κάθε θόλο. Αυτό φάνηκε και σε άλλους πρώιμους θολωτούς τάφους, όπως στο έξαρμα «α» Γουβαλάρη, στον τάφο Βαγενά και στη Νότια θόλο της Περιστεριάς.
Επίσης, δεν φαίνεται να υπάρχει αναλημματικός τοίχος ή κρηπίδα σε περιφερειακά σημεία του εξάρματος, εκτός από το Β. τμήμα. Αυτό σημαίνει, ότι, όπου υπήρχε, είχε την έννοια του ορίου, και όχι της συγκράτησης χωμάτων, τόσο στους ταφικούς κύκλους, όσο και στους ορθογώνιους ταφικούς περιβόλους (Λευκάδα, Παραλίμνη Βοιωτίας, Μυκήνες, Γουβαλάρη). Στις Μυκήνες ο κύκλος περιλαμβάνει λακκοειδείς τάφους, στο Γουβαλάρη θολωτούς.

Οι ταφικοί πίθοι
Οι δύο πίθοι βρέθηκαν στην άνω επιφάνεια του εξάρματος, στο δυτικό τμήμα, σε απόσταση 45 εκ. μεταξύ τους, με το στόμιο προς τα ΔΝΔ και σε οριζόντια θέση. 
Δύο ακόμη πίθοι βρέθηκαν σφηνωμένοι στα τοιχώματα του θολωτού τάφου 3 μετακινημένοι, προφανώς, από την αρχική τους θέση, που μπορεί και να ήταν ακριβώς αυτή του συγκεκριμένου θολωτού τάφου, μέσα στον οποίο χρησιμοποιήθηκαν.
Ο ανασκαφέας, Γ.Κορρές παρατηρεί, ότι οι πίθοι είναι ανά ζεύγη και «δεν αποκλείεται να είχον χρησιμεύσει δια την ταφήν συγγενικών προσώπων, π.χ. ανδρογύνων». 
Οι δύο ταφικοί πίθοι έχουν παραμείνει κατά χώραν. 

Το σχήμα τους είναι ωοειδές και η βάση τους ελάχιστα διακρίνεται των τοιχωμάτων.

Πίθος 1, φαινόμενο ύψος 1.67-1.75μ., διαμ.βάσης 20εκ. Έχει πλαστική ταινία με σχοινωτό κόσμημα. Γύρω από το στόμιο του υπήρχαν αργοί λίθοι για την καλύτερη διατήρηση του και δύο μεγάλες καλυπτήριες πλάκες. Περιείχε ένα νεκρό συνεσταλμένο, κατά την δεξιά πλευρά, με τα χέρια προ του προσώπου. Κατ'εξαίρεσιν προς άλλες περιπτώσεις, το κεφάλι δεν ήταν προς τον πυθμένα, αλλά προς το στόμιο. Μόνο κτέρισμα ένα χάλκινο έλασμα με δύο ήλους, από σκεύος.


Πίθος 2, φαινόμενο ύψος 1.58μ. , διαμ.βάσης 22εκ. Είχε αργούς λίθους γύρω από το στόμιο και μία τετράπλευρη καλυπτήρια πλάκα. Περιείχε ένα νεκρό συνεσταλμένο, κατά το αριστερό πλευρό, με το αριστερό χέρι στο μέτωπο και τό δεξί στο ισχύο. Δεν αποκλείεται η ύπαρξη μιας ακόμη, παλαιοτέρας ταφής με την ίδια διάταξη. Στο μέσον του πίθου υπήρχε τμήμα της σπονδυλικής στήλης ενός θηλαστικού (όπως και στον πίθο 10 Βοϊδοκοιλιάς).
 Πίθος 3, σφηνωμένος στον τάφο 3 βρέθηκε κενός. 
Πίθος 4 , επίσης σφηνωμένος στον τάφο 3, δεν ερευνήθηκε στο εσωτερικό του.


Ο πηλός των ταφικών πίθων είναι κόκκινος. Υπάρχει προφορική μαρτυρία εντοπίων, ότι κάτω από το εντυπωσιακά λευκό χώμα της περιοχής, σε ορισμένα σημεία, υπάρχει υπογείως κόκκινο χώμα  πηλός. Σύμφωνα με τις προφορικές πληροφορίες, μέχρι την περίοδο της Κατοχής χρησιμοποιούνταν ορυχεία τέτοιου πηλού στην περιοχή. Ο πηλός εξορυσσόταν από τα σημεία που γνώριζαν οι αγγειοπλάστες και σε ειδικά καμίνια κατασκευάζονταν κεραμίδια και σκεύη. Ίσως αυτή είναι και η αιτία για το όνομα της τοποθεσίας.

θολωτός Τάφος 1
Το νότιο τμήμα του τάφου είχε καταστραφεί από τη διάνοιξη της αγροτικής οδού. Από την επίχωση σε αυτό το σημείο προέκυψαν οστά και «τίνα όστρακα με εγχάρακτον διακόσμησιν».
Ο τάφος είναι κτισμένος με μικρούς λίθους, άλλοτε πλακωτούς, άλλοτε αργούς, σε κάπως άτακτες σειρές. Υπήρχαν δύο τουλάχιστον λίθοι κατά το πάχος της θόλου. Διάμετρος, περ. 3.20 ή 3.40μ. Η είσοδος του ήταν στραμμένη προς Νότον. Ο τάφος ήταν αναμοχλευμένος. Τα ευρήματα καλύπτουν μεγάλη περίοδο από YEΙ -YE III, -1600 έως -1100. Το πρωιμότερο εύρημα είναι ένα κύπελλο Κεφτί με χελώνιο.
θολωτός Τάφος 2
Εχει επίσης καταστραφεί το νότιο τμήμα του. Είναι καλοφτιαγμένος, από αρκετά μεγάλους λίθους, μερικούς πλακωτούς, μερικούς αργούς, με καλή κλίση/ εκφορικότητα. Εχει δύο σειρές λίθων κατά το πάχος και παχύνεται ακόμη περισσότερο, όπου συνορεύει με τον τ.1 και τον τάφο 3. Η είσοδος του ήταν στραμμένη προς Νότον. Διάμετρος, περ.2.70μ. Δεν υπήρξαν κεραμεικά ευρήματα από τον τάφο. Πάντως, λόγω κατασκευής, ανάγεται στην ΥΕ Ι, -1600.
θολωτός Τάφος 3
Είναι κτισμένος από αρκετά μεγάλους πλακωτούς λίθους, κατά τρόπο παρόμοιο με τους προηγούμενους. Έχει δρόμο και παραστάδες με ανόμοιο κτίσιμο. Ο δρόμος είναι στραμμένος προς Α-ΒΑ. Σώζεται η αργολιθοδομή της εισόδου και το ανώφλι.
Στο εσωτερικό πολλές καύσεις, οστά και αγγεία των κλασικών-ελληνιστικών χρόνων.
Τα κεραμικά είναι της YE ΙΙΙ, -1400.
Στη ΒΔ πλευρά του τάφου, στο εξωτερικό του τοίχωμα, βρέθηκαν σφηνωμένοι, με το στόμιο προς την θόλο δύο πίθοι, ο πίθος 3 και ο πίθος 4 του εξάρματος. Ο 4 είναι σφηνωμένος σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσα στους λίθους, ενώ ο 3 όχι τόσο, αλλά και οι δύο βρίσκονται στο ίδιο βάθος. Είναι μικρότεροι από τους πίθους της κορυφής του εξάρματος. Ο 3 έχει διάμετρο βάσης 20εκ. Είναι σπασμένοι, αλλά μάλλον σώζονται στο σύνολο τους.

Θολωτοί τάφοι Καμινίων: Κύπελλα τύπου Κεφτί

Θολωτός Τάφος 4
Βρίσκεται στο ΝΔ τμήμα του εξάρματος και έχει την είσοδο στραμμένη προς ΝΔ. Εχει διάμετρο 2.70μ. Η κατασκευή σε ακανόνιστες στρώσεις λίθων με «ακατέργαστη» όψη. Περιείχε πολλές ταφές, μερικές σε στρώμα χαμηλότερο του θεμελίου του τάφου.
Κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε σε πρωιμότατους Μυκηναϊκούς χρόνους, -1700, ενώ κατά τα τέλη της ΥΕ Ι Β περιόδου εναπετέθησαν εκεί δυο μικρά αγγεία, ένα κύπελλο Κεφτί και ένα λεβητοκυάθιο.
Θολωτός Τάφος 5
Βρίσκεται στο Δυτικό σημείο του εξάρματος, στην κατωφέρεια αυτού, κατά συνέπεια χαμηλότερα από τους άλλους τάφους. Η είσοδος προς Δ. Διάμετρος 2.95μ. Περιείχε τουλάχιστον πέντε νεκρούς, εκ των οποίων τρεις ή τέσσαρες σε ανακομιδή. Ο ένας κτερισμένος με μικρό, μόνωτο κύπελλο της ΥΕ Ι-ΙΙΑ. Φαίνεται ότι καθαρίστηκε στα τέλη της ΥΕ IB και χρησιμοποιήθηκε για ένα ακόμη διάστημα.
Κατασκευάστηκε στα τέλη της ΜΕ ή «το αργότερον κατά τας αρχάς της ΥΕ εποχής», όπως υποδηλώνουν τα λίγα κομμάτια ενός μεγάλου αμαυρόχρωμου πίθου.
Στα Καμίνια, οι θολωτοί τάφοι μοιάζουν να έχουν πάρει τη θέση των ταφικών πίθων, που είχαν στους τύμβους της Βοϊδοκοιλιάς και των Παπουλίων. Πρόκειται για πραγματική διατήρηση της παράδοσης με τα καινούρια μέσα.
Στα Καμίνια, σύμφωνα με τον ανασκαφέα τους, Γ.Κορρέ, γίνεται φανερή τόσο η εμμονή στη ΜΕ παράδοση, όσο και η προέλευση του θολωτού τάφου από τον παλαιότερο τύμβο. Πρόκειται γιά ένα βήμα εξέλιξης ως προς τους τύμβους Παπουλίων και Βοιδοκοιλιάς, γιατί στα Καμίνια οι ταφικοί πίθοι έχουν αντικατασταθεί πλέον από θολωτούς τάφους, ενώ οι πίθοι του κέντρου του τύμβου δείχνουν, ότι διατηρείται ο Μεσοελλαδικός πυρήνας.
Οι τάφοι περιείχαν πολλές ταφές ο καθένας και τα κτερίσματα ήταν κυρίως κεραμεική.
Πάνω από την επίχωση πολλών τάφων βρέθηκαν πυρές, τέφρα και οστά ζώων. Ίσως πρόκειται γιά ίχνη μεταγενέστερης προγονολατρείας στον χώρο. Ας μη ξεχνάμε, πως μεταγενέστερη λατρεία υπήρχε και στο χώρο του τύμβου της Βοϊδοκοιλιάς και του Σαμικού στην Τριφυλία.


Τα ευρήματα του εξάρματος
Οι πίθοι στο κέντρο του τυμβοειδούς εξάρματος είναι Μεσοελλαδικοί ή, τουλάχιστον, σαφούς Μεσοελλαδικής παραδόσεως. Παραδόσεως που αφορά στο συγκεκριμένο ταφικό έθιμο της ταφής σε πίθο και στην τοποθέτηση του πίθου σε τύμβο.
 Αλλά και μέσα στους θολωτούς τάφους, υπάρχουν αγγεία, που είναι ΜΕ η ΜΕ παραδόσεως, ενώ κάποια Μυκηναϊκά είναι πολύ πρώιμα. Μερικά Μυκηναϊκά αγγεία περιλαμβάνονται στην μελέτη, επειδή θεωρώ, ότι είναι πολύ πρώιμοι τύποι, μεταβατικοί, ενδιάμεσοι μεταξύ των δύο εποχών, όπως, εξάλλου, και ο ίδιος ο τύμβος. Η μελέτη τους είναι χρήσιμη, για να διαφανεί η εξελικτική πορεία ενός σχήματος.
Από τον τάφο 3 προέρχεται ένα μικρό σχετικά αγγείο, που μάλλον έχει αμαυρόχρωμη διακόσμηση. 
Σώζονται, ακόμη, τμηματικά, και μερικά κύπελλα χονδροειδή, «τύπου Βορουλίων».
Από τον τάφο 4 υπάρχει ένας κύαθος, που είναι Μυκηναϊκός, όμως έχει αρκετά «μεσοελλαδική» εμφάνιση -πρέπει να είναι πολύ πρώιμος.
Μεταξύ των ευρημάτων του τάφου 5 υπάρχουν αρκετά ΜΕ/YE αγγεία, κυρίως κύπελλα / αρυτήρες, ρηχά "τύπου Βορουλίων", όχι τα μεγάλα, ωοειδή. Επίσης, ένας μικρός, ακόσμητος πίθος και ένα μεγάλο αμαυρόχρωμο αγγείο. Τέλος, μεταξύ των επιφανειακών οστράκων του εξάρματος υπάρχουν μερικά κομμάτια που προέρχονται από ΜΕ πίθους.







Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Κορυφάσιο Μεσσηνία: Ο αρχαιότερος Θολωτός τάφος της Ηπειρωτικής Ελλάδας

Κορυφάσιο (πρώην Οσμάναγα), Θέση Χαρατσάρι
Στην τοποθεσία Χαρατσάρι, Ν-ΝΔ του χωρίου Κορυφάσιον (πρώην Οσμάναγα) της επαρχίας Πυλίας, ανεσκάφη από τον Κ. Κουρουνιώτη, πρώιμος θολωτός τάφος, ενώ γίνεται αναφορά σε άλλους δύο πιθανούς όμοιους τάφους, οι οποίοι όμως δεν έχουν εντοπισθεί.



Η σημασία του έγκειται στο ότι είναι ο παλαιότερος της Ηπειρωτικής Ελλάδος και συμφώνως, μάλιστα, με τον καθηγητή Κορρέ, «την εποχή, κατά την οποίαν στις πολύχρυσες Μυκήνες εχρησιμοποιούντο οι απλοί λακκοειδείς τάφοι και για βασιλικές ταφές, στην Μεσσηνία είχε εφαρμοσθεί ο τύπος του θολωτού τάφου.
Ο τάφος αυτός ήταν κτισμένος με μικρούς ακατέργαστους πλακωτούς λίθους. Ο δρόμος του δεν ήταν κτιστός ή τουλάχιστον δεν κατέστη δυνατόν να διακριθεί η ύπαρξή του από τον πρώτο ανασκαφέα. Η διάμετρός του ήταν περ. 6 μ. και το ύψος ήταν, περίπου, όμοιο. Η είσοδος προς ΒΑ έχει μήκος 1.50 μ. περίπου, πλάτος 1.95, και ύψος 2.75 μ. και καλύπτεται από τρία ανώφλια μεγάλων διαστάσεων, τα οποία είναι επίσης ακατέργαστα. Η είσοδος ανευρέθη φραγμένη, σε όλο της το άνοιγμα από μικρούς κτιστούς λίθους.

Ο Θολωτός τάφος του Κορυφασίου (Οσμάν- Αγά), ο αρχαιότερος της Ηπειρωτικής Ελλάδας

«Το έδαφος των ταφών ευρεθέν σχεδόν ανέπαφον εσημειούτο δια λεπτού στρώματος εξ υπολειμμάτων πυράς καλύπτοντος όλην σχεδόν την επιφάνειαν, παραδόξως δε ευρίσκετο 1 περίπου μέτρον υψηλότερον του δαπέδου του τάφου». Από τους σκελετούς σώθηκαν μόνο σποραδικά τεμάχια οστών.
Όπως παρατήρησε, αρχικώς, ο Κορρές είναι τελείως αδύνατον να υπήρχε το στρώμα ταφών της μυκηναϊκής εποχής ένα μέτρο επάνω από το δάπεδο του τάφου.
Προφανώς, o Κουρουνιώτης αναφέρεται στο ανώτερο στρώμα της επιχώσεως του τάφου, το οποίο δημιουργήθηκε κατά την μεταγενέστερη χρήση του τάφου στους ιστορικούς χρόνους, όπως συμβαίνει και σε άλλους Μεσσηνιακούς τάφους. Βεβαίως ο Κουρουνιώτης δεν αναφέρει άλλο στρώμα ταφών στο αρχικό δάπεδο, πλησίον του θεμελίου της θόλου και επί πλέον, δεν αναφέρει το στρώμα και τα σημεία του δαπέδου, στα οποία ανευρέθησαν τα ΜΕ- ΥΕ Ι αγγεία.
Ο Κορρές, λοιπόν, θεωρεί ότι πρέπει να υπήρχε δεύτερο κατώτερο επίπεδο (στρώμα), στο ύψος του θεμελίου της θόλου και σε αυτό το κατώτερο επίπεδο ανήκουν τα αγγεία της ΜΕ-ΥΕ Ι εποχής. Σταδιακά, ο καθηγητής Κορρές κατέληξε στα αναγκαία, για την διευκρίνιση των στρωμάτων, συμπεράσματα. Συγκεκριμένως, θεωρεί ότι δεν είναι ορθή η στρωματογραφία του Κων. Κουρουνιώτη και εκφράζει την άποψη ότι οι αρχικές ταφές της ΜΕ και ΜΕ/ΥΕ Ι ευρίσκοντο επί αρχικού δαπέδου, άλλες εις ύψος 1 μ. με ΥΕ ΙΙ ή και ΥΕ ΙΙΙ κτερίσματα και μετά τα των ιστορικών χρόνων.
Μερικός καθαρισμός του τάφου πραγματοποιήθηκε από τον καθηγητή Κορρέ, ο οποίος παρατήρησε ότι δεν αποκλείεται το σωζόμενον ανώτερον τμήμα της θόλου να ανάγεται εις περίοδον ανακατασκευής και επαναχρησιμοποίησης του τάφου, λόγω πιθανής συμπτώσεως της αρχικής θόλου. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί, ως παρετήρησε, η διαφορά υγρασίας και η διαφορά στην τείχιση, η οποία παρατηρείται σε ύψος τουλάχιστον 2.50 μ. από του μη ορατού δαπέδου του ταφικού θαλάμου.
 Επί τη βάσει της ανευρεθείσης κεραμεικής, η ανέγερση του τάφου χρονολογείται πριν από την πλήρη εμφάνιση της ΥΕ Ι εποχής στην Μεσσηνία, στα τέλη της ΜΕ, -1800 έως -1600, και πρέπει το ταφικό μνημείο να έμεινε σε χρήση και μετά την ΥΕ Ι, -1500 εάν κρίνομε από το επάνω τμήμα Μυκηναϊκού πιθαμφορέα, ο οποίος φαίνεται να ανήκει στην τελευταία ή σε μία από τις τελευταίες ταφές.


Θολωτός τάφος Κορυφασίου (Οσμάναγα): Αριστερά- πόδι από αβαθές πιάτο, Μέσον και δεξιά: Τμήματα αμφορέων
Ο τάφος ήταν συλημένος και περιείχε ελάχιστα κτερίσματα, εκτός των κεραμεικών οστράκων. Από τον ανασκαφέα αναφέρονται, επίσης, μικρά θραύσματα αργυρών αγγείων και μεγάλη γραπτή πυξίδα από Αιγυπτιακή πορσελάνη, αλλά καθώς δεν υπάρχουν πλέον, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζομε κατά πόσον τα ανωτέρω ευρήματα αποτελούσαν Μινωικές εισαγωγές ή όχι.  Πάντως, η ύπαρξη της πυξίδος αποδεικνύει την ανάπτυξη αμέσων ή εμμέσων εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδος και της Αιγύπτου. 
Η κεραμεική από τον θολωτό αυτό τάφο περιλαμβάνει δύο ομάδες: μία τοπική Μεσσηνιακή, με αγγεία ύστερης ΜΕ εμφάνισης, -2200 έως -1600, και μία Μινωική, με αγγεία γνωστότατων ΜΜ ΙΙΙ/ΥΜ ΙΑ τύπων, -1700 έως -1500. Χαρακτηριστική είναι η απουσία από το υλικό τυπικών δειγμάτων του κλασσικού κεραμεικού ρυθμού της πρώτης μυκηναϊκής φάσεως.
Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος ανασκαφέας του τάφου, Κ. Κουρουνιώτης, δεν επισημαίνει μινωικές επιδράσεις στην κεραμεική του τάφου. Απλώς, αναγνωρίζει την αρχαιότητα των σχημάτων της κεραμεικής, και αναφέρει ότι ανευρέθησαν «δύο μεγάλοι αμφορείς ολίγον ασυνήθων σχημάτων με γραμμικάς διακοσμήσεις, μία πρόχους μεγάλη γνωστού παλαιομυκηναϊκού σχήματος, και μία κύλιξ, επίσης ολίγου παραδόξου μορφής ως προς την λαβήν τουλάχιστον. Ο πηλός και ο τρόπος της κατασκευής ενθυμίζουσιν τα μυκηναϊκά αγγεία του Θέρμου». Προφανώς, η πρόχους, την οποία αναφέρει ως παλαιομυκηναϊκό σχήμα, είναι η πρόχους με πλατύ επίπεδο χείλος, η οποία στην πραγματικότητα είναι όχι απλώς Μινωικό σχήμα, αλλά πιθανόν και εισηγμένη από την Μινωική Κρήτη.
Αλλά και ο C.W. Blegen, ο οποίος εδημοσίευσε την κεραμεική του τάφου το 1954, συμφωνεί σε γενικές γραμμές με τον Κουρουνιώτη και διαχωρίζει την ανευρεθείσα κεραμεική σε δύο διακριτές ομάδες: την χειροποίητη αμαυρόχρωμη της ΜΕ εποχής (αγγεία, υπ’ αριθμ. 1-5 της δημοσιεύσεως) και την τροχήλατη, η οποία χρονολογείται στο τέλος της ΜΕ εποχής ή τις αρχές της ΥΕ Ι, ενώ για την πρόχου με το πλατύ επίπεδο χείλος αναφέρει χαρακτηριστικώς ότι πρόκειται για γνήσιο μυκηναϊκό προϊόν. 
Δεξιά: Θολωτός τάφος Κορυφασίου: Πρόχους με πλατύ επίπεδο χείλος

Σε κανένα σημείο της μελέτης του δεν γίνεται αναφορά σε μινωικής προέλευσης ή έστω έμπνευσης αγγεία και φαίνεται να είναι πεπεισμένος ότι πρόκειται για κεραμεική, η οποία αντικατοπτρίζει τοπική καθαρώς εξέλιξη.
Πρώτος ο Hood ανεγνώρισε τη σχέση ωρισμένων αγγείων του τάφου αυτού με την μινωική Κρήτη, προσπαθώντας να συνδέσει τον τύπο του θολωτού τάφου της ηπειρωτικής Ελλάδος με προγενέστερα ταφικά μνημεία της Κρήτης. Θεωρεί λοιπόν ότι κυρίως η πρόχους με πλατύ επίπεδο χείλος  και το θραύσμα αμφορέως με ελλειψοειδές στόμιο αποτελούν τύπους κοινούς στην Κρήτη, αλλά σπάνιους στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Τέλος και ο Γ. Λώλος αναγνωρίζει την σχέση ωρισμένων από τα αγγεία του τάφου με την Κρήτη και ταυτοχρόνως επισημαίνει την σπουδαιότητα της σχέσης αυτής καθώς δύναται να συνδεθεί με το πρόβλημα της καταγωγής του ηπειρωτικού θολωτού τάφου.

Αντωνίου Μαρία: "Οι σχέσεις της ΝΔ Πελοποννήσου με την Μινωϊκή Κρήτη"


Τα κεραμικά ευρήματα του τάφου








Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Κουκουνάρα Μεσσηνία: Ένα σημαντικό Προϊστορικό κέντρο

Η Κουκουνάρα, 15 χλμ βορειοανατολικά της Πύλου, αποτέλεσε κατά τα Μυκηναϊκά χρόνια σημαντικό κέντρο και μια από τις κύριες πόλεις του βασιλείου της Πύλου, με αναφορές στις πινακίδες της Γραμμική Β΄ που βρέθηκαν στο Ανάκτορο του Εγκλιανού. 
Στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού χωριού Κουκουνάρα εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν κατάλοιπα Μεγάρου και οικισμού καθώς και επτά θολωτοί τάφοι , που μαρτυρούν μιαν αρκετά διευρυμένη οικιστική εγκατάσταση με μεγάλο πληθυσμό.
Η χρήση του χώρου, οικιστική και ταφική ξεκινά ήδη από την Μεσοελλαδική εποχή, -2200, και συνεχίζετε στους Μυκηναϊκούς χρόνους.





To Καταρραχάκι είναι τοποθεσία ευρισκόμενη περί το 1χλμ. ΒΑ του χωριού Κουκουνάρα Πυλίας. Είναι μια επίπεδη έκταση 130 Χ 60 μέτρα πάνω από τη βαθειά χαράδρα του ποταμού Αράπη. Ο ανασκαφέας Σπ.Μαρινάτος την αποκαλεί «ιδεώδη, φυσικώς ωχυρωμένην, μικράν ακρόπολιν», όπου υπήρχε ένας ενδιαφέρων πρώιμος Μυκηναϊκός συνοικισμός.

Η ανασκαφή:
Η ανασκαφή του Μαρινάτου ήταν, ουσιαστικά, δοκιμαστική. Αποκαλύφθηκαν κτίρια και πολλοί τοίχοι, αλλά τα στρώματα φαίνεται πως ήταν πολύ αναμοχλευμένα. Αυτό οφειλόταν τόσο στην καλλιέργεια του χώρου, όσο και στην αφαίρεση λίθων από τα κτίρια εκ μέρους των χωρικών, για κατασκευή δικών τους κτιρίων. Έτσι, μετά από την διερεύνηση, ο χώρος επιχώσθηκε «μέχρις ότου γίνει συστηματική ανασκαφή».
Στην θέση αυτή ο Μαρινάτος απεκάλυψε αρχιτεκτονικά λείψανα αψιδοειδούς μεγάρου, με πρόδομο, κυρίως δωμάτιο και αψίδα στα ανατολικά. Αντιπροσωπεύει την μεταβατική περίοδο των αρχών της Μυκηναϊκής εποχής, αλλά δεν έχει ακόμη ανασκαφεί ολοκληρωτικώς.
Φαίνεται ότι το Καταρράχι ήταν το κέντρο της ευρύτερης περιοχής, στην οποία υπήρχε σημαντικός πληθυσμός, όπως καταδεικνύεται από τους γύρω ανασκαφέντες τάφους.

Εκτός από την φυσική ακρόπολη με το αψιδοειδές μέγαρον, περαιτέρω προς τα ΝΔ. έχομε ολόκληρο συνοικισμό με ορθογώνια διαμερίσματα, μέσα στα οποία ανευρέθησαν πίθοι και ασάμινθοι. Η ανευρεθείσα κεραμεική καλύπτει την ΜΕ εποχή και την ΥΕ Ι-ΙΙΙΒ, -2200 έως -1200.



Η εξέλιξη της περιοχής της Κουκουνάρας σε σημαντικό κέντρο κατά τα Μυκηναϊκά χρόνια, που είναι σαφής από το πλήθος των ταφικών συνόλων που έχουν βρεθεί, φαίνεται να ξεκινά ήδη από τη ΜΕ εποχή, -2200. Υπάρχει εδώ μία αναλογία προς τον Εγκλιανό. Η εκτεταμένη ΜΕ κατοίκηση κάτω και γύρω από το ανάκτορο στον Εγκλιανό, σημαίνει, ότι υπήρχε ήδη μια προϊστορία στο χώρο, ίσως και με μία έννοια «κέντρου», όπως, τουλάχιστον καταδεικνύει η ποικιλία και η μεγάλη ποσότητα της κεαμεικής.
Το Καταρραχάκι προσφέρεται για αγροτικό κέντρο. Βρίσκεται στο μέσον μιας από τις πιο εύφορες μεσόγειες περιοχές της Μεσσηνίας, χωρίς να είναι ιδιαίτερα μακρυά από τη θάλασσα, έχει νερό, και είναι προστατευμένο.
Έχει αρκετά από τα απαραίτητα «προσόντα» για να εξελιχθεί τουλάχιστον σε αγροτικό κέντρο, αρκετά αυτόνομο ως προς την παραγωγή και με ικανότητα να αυτοσυντηρηθεί σε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό ειδών διατροφής και καθημερινής ανάγκης, όπως συμβαίνει ακόμη και τώρα με το (μικρό) χωριό Κουκουνάρα.
Οι κάτοικοι είχαν πρόσβαση, με την έννοια της κτήσης ή χρήσης σε μεγάλες εκτάσεις εύφορης γης, ικανές, τουλάχιστον, να το συντηρήσουν,αν μόνον αυτό ήταν το ζητούμενο.
Το μεγάλο μέγεθος του ανεσκαμμένου κτιρίου με τις εκατοντάδες των αγγείων, μαρτυρούν με βεβαιότητα μιαν οικονομική ευμάρεια, αν όχι πραγματικό πλούτο. Απ αυτό μπορούμε να οδηγηθούμε σε μιαν άλλη ή συγγενή υπόθεση/μοντέλο, αρκετά γνωστή. Η απόκτηση /συγκέντρωση πλούτου (τουλάχιστον ως αποθήκευση αγροτικών αγαθών υπήρχε, όπως φαίνεται από τον αρκετά μεγάλο αριθμό πιθαριών) μπορεί πιθανότατα να είχε οδηγήσει και στην απόκτηση κάποιου είδους εξουσίας. 
Το μέγεθος του κτιρίου μας παραπέμπει, πράγματι, στην έννοια του «μεγάρου», τόσο ως οικονομικού/ εμπορικού κέντρου, όσο και ως κατοικίας ενός άρχοντα. Μιας κατοικίας, που περιβάλλεται από άλλες αποτελώντας ένα σύνολο, ίσως πρόδρομο των μεγάλων μυκηναϊκών «κέντρων».
Εκτός από την ακρόπολη στο Καταρραχάκι με το Μέγαρο και τον οικισμό στα ΝΔ η περιοχή της Κουκουνάρας έδωσε πολλούς θολωτούς τάφους, που µπορούν να διακριθούν σε 5 οµάδες βάσει της θέσης εύρεσής τους: α) οµάδα Λεζεγά, β) οµάδα Καταρραχάκι, γ) τον θολωτό τάφο στα Παλαιοχώρια, δ) οµάδα Άκονες και ε) τον θολωτό τάφο στα Πολλά ∆ένδρα. Οι τάφοι αυτοί καθιστούν σαφές ότι βρισκόµαστε µπροστά σε ακµαίο και σπουδαίο µυκηναϊκό πληθυσµό, εγκαταστάθηκε γύρω από την υδατοβριθή περιοχή της Κουκουνάρας.

Α) Οµάδα Λεζεγά 

Θολωτός τάφος Λειβαδίτη
Εξ ολοκλήρου υπέργειος1, καλυπτόταν από τύµβο, διατηρούµενος σε ύψος 1,2µ. Πολλές φορές συληµένος, της ΥΕΙ-ΙΙ ή ΙΙΙ. Ο «δρόµος» προς ∆., 1µ. πλάτους, βάθους 1,76µ. Ο θόλος ήταν κατασκευασµένη από µικρούς επίπεδους λίθους (Εικ. 28α). Στο δάπεδο υπήρχαν 2 µικρές αβαθείς κόγχες, στην περιφέρεια λείψανα οστών και κρανίων. Βρέθηκε αιγυπτιακός σκαραβαίος του 14ου αι. 

Θολωτοί τάφοι στις Φυτιές2.
 
Θολωτός τάφος Φυτιές 1 ή «Κουκουνάρας 2».
Ο τάφος καλυπτόταν από τύµβο, ήταν συληµένος κατ’ επανάληψη και χρονολογείται στην ΥΕΙΙΒ– ΥΕΙΙΙΑ (Εικ. κάτω). Το «στόµιον», µε κατεύθυνση ΝΑ., ήταν 1,9µ. ύψος, 1,2µ. πλάτος και 2,4µ. βάθος. Ο θόλος είχε 6µ. διάµετρο και διατηρούνταν σε ύψος 2µ. Στο δάπεδό του βρέθηκαν δύο ταφές, µία ενήλικου σε λάκκο µε µήκος όσο το ύψος ενήλικα και βάθοςω0,6µ. και µια άλλη παιδιού 5-6 ετών εντός λάκκου σε οκλάζουσα στάση µε το κεφάλι στραµµένο προς τα δεξιά. Άλλα ευρήµατα ήταν 2 λίθινα βέλη, 3 χρυσά ελάσµατα, αργυρό σύρµα και τεµάχιο σφραγιδόλιθου από ορεία κρύσταλλο.



Θολωτός τάφος Φυτιές 2 ή «Κουκουνάρας 3»
Ο τάφος αυτός είναι υπόγειος, δεν είχε τύµβο να τον καλύπτει και ο θόλος του είχε καταρρεύσει. Η διάµετρός του είναι 5,9µ., τα τοιχώµατα είχαν πάχος 0,65µ. και το «στόµιον», µε κατεύθυνση ΝΑ., είχε τις εξής διαστάσεις: 2,3µ. µήκος –συµπεριλαµβανοµένου και ενός τµήµατος του «δρόµου»- 1,3µ. πλάτος στο δάπεδο και 1,16µ. επάνω, 1,74µ. ύψος. Η είσοδος καλυπτόταν από δύο ανώφλια και το τοιχάριο που την έφρασσε βρέθηκε ανέπαφο ως τα 0,83µ. Η τοιχοδοµία ήταν ανάµικτη, αποτελούµενη από επίπεδους και στρογγυλευµένους λίθους. Θεωρείται ότι περιλάµβανε 3 ταφές. Σηµαντικότερη φαίνεται αυτή µίας γυναίκας, ασύλητη, που χρονολογείται στην ΥΕΙΙΑ, κτερισµένης µε διάφορα αντικείµενα (αλάβαστρα, κύλικες, αµφορέας ανακτορικού ρυθµού, περιδέραιο, σφραγιδοκύλινδρος, χάλκινα µαχαίρια, χάλκινος καθρέπτης µε λαβή, χάλκινο δαχτυλίδι ανάµεσα σε άλλα)

Β) Τάφοι στο Γουβαλάρι

Στη θέση Γουβαλάρι3 ερευνήθηκε νεκροταφείο, το οποίο περιλάµβανε 2 «τυµβοειδή εξάρµατα» (α΄ και β΄). Ήδη από το 1959 θεωρείται ότι υπήρχαν στην περιοχή 3 ή 4 όµοιοι τύµβοι, οι οποίοι δεν έχουν πλήρως ανασκαφεί. Στη βιβλιογραφία υπάρχουν µικροδιαφορές και ασάφειες σχετικά µε τον ακριβή αριθµό, αλλά και την αρίθµηση των τάφων που περιλαµβάνει κάθε έξαρµα, γεγονός που, σε συνδυασµό µε την απουσία σχεδιαστικής απόδοσης του νεκροταφείου, δυσκολεύει την παράθεση και περιγραφή των ταφικών µνηµείων.

Τυµβοειδές έξαρµα Α΄
Η διάµετρος του εξάρµατος αυτού Α.-∆. είναι 30µ. περίπου και Β.-Ν. είναι 18µ. περίπου, ενώ φαίνεται να είχε και περίβολο. 

Θολωτός Τάφος 1 – αναφέρεται και ως «Τάφος Κουκουνάρας 4». 
Η διάµετρος του θόλου ήταν 2,9µ. και το σωζόµενο ύψος µετρήθηκε 1,1µ. (Εικ. κάτω αριστερά). Η είσοδο είχε πλάτος που κυµαίνεται 0,75-0,84µ. στη Β. πλευρά του τάφου. Το «στόµιον» ήταν σε πολύ άσχηµη κατάσταση. Την τοιχοδοµία του τάφου αποτελούσαν επίπεδοι και στρογγυλευµένοι λίθοι. Χρονολογείται στην ΜΕΙΙΙ-ΥΕΙ. Περιλαµβάνει 12 ταφές. Λίγα κτερίσµατα, µεταξύ των οποίων αναφέρεται γλωσσοειδές λεπτότατο µαχαιρίδιο, ως προσφορά στον πιο παλιό από τους νεκρούς, και κεραµική. 
Θολωτός Τάφος 2 – αναφέρεται και ως «Τάφος Κουκουνάρας 5». 
Η διάµετρος του θόλου ήταν 3,05µ., ενώ από το σχέδιο συµπεραίνουµε ότι το «στόµιον» πρέπει να είχε 1,2µ. πλάτος και 1,5µ. βάθος/µήκος (Εικ. κάτω μέσον). Την τοιχοδοµία του τάφου αποτελούσαν επίπεδοι και στρογγυλευµένοι λίθοι. Στο Α. ήµισυ του θόλου εντοπίστηκαν δύο λάκκοι, οι οποίοι περιείχαν 4 κρανία, έναν σκελετό σε συνεσταλµένη στάση και πιθανόν τα υπολείµµατα ενός ακόµα σκελετού και οστά, ενώ στο ∆. µισό βρέθηκαν επίσης οστά καθώς επίσης και άλλα 6 κρανία. Συνολικά, πρέπει να σηµειώσουµε πως καταµετρήθηκαν 20 κρανία και πολύ λίγα κτερίσµατα (πρόχους και µαχαίρι). Για την χρονολόγησή του δεν µπορούµε να είµαστε βέβαιοι, ΜΕΙΙΙ/ΥΕ Ι ή ΥΕ ΙΙΙ.
Θολωτός Τάφος 3. 
Είναι ο µικρότερος από όλους τους τάφους µε διάµετρο θόλου 1,55µ. (Εικ. κάτω δεξιά). Το «στόµιον ήταν στα Β. και είχε ύψος 0,6µ., ενώ το σωζόµενο βάθος/µήκος του ήταν 0,5µ. και το πλάτος του 0,5µ. –κρίνοντας από το σχέδιο. Περιλάµβανε 2 κρανία και λίγα οστά. Για την χρονολόγησή του δεν µπορούµε να είµαστε βέβαιοι, ΜΕΙΙΙ/ΥΕ Ι ή ΥΕΙΙΙ.



Θολωτός Τάφος 4. 
Ο τάφος αυτός εντοπίστηκε σχεδόν ακέραιος. Η διάµετρος του θόλου είναι περίπου 3,5µ. και το ύψος 3µ. Το «στόµιον» στα Ν∆. µε πλάτος στο δάπεδο 1,25µ. και επάνω 0,9µ., ενώ το ανώφλι είχε µήκος 0,95µ. και πλάτος 0,82µ. Μια πρόσοψη σχηµατιζόταν µέσω της κάθετης προέκτασης των τοιχωµάτων του «στοµίου», έχοντας συνολικό ύψος 1,2-1,3µ. περίπου και πλάτος 3,3-3,8µ. περίπου. Ο τάφος χρησιµοποιήθηκε σε τρεις διαφορετικές φάσεις, όπως προκύπτει από τα ευρήµατα, µε τις δύο υστερότερες να ανήκουν σε περιόδους µετά το τέλος των µυκηναϊκών χρόνων, µε την πρώτη φάση να τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ2- ΙΙΙΒ. Στον έναν από τους δύο λάκκους που βρέθηκαν αποκαλύφθηκαν σκελετικά υπολείµµατα παιδιού. 
Θολωτός Τάφος 5. 
Ωοειδούς σχήµατος λόγω της ώθησης των τοιχωµάτων. Από το σχέδιο υπολογίζουµε ότι η διάµετρος του θόλου θα ήταν περίπου 2,1-2,8µ. και το «στόµιον», που δεν ανασκάφηκε, θεωρήθηκε ότι βρίσκεται στα Α. Στο κέντρο του δαπέδου υπήρχε λάκκος διαστάσεων 1Χ0,5µ., όπου εντοπίστηκαν οστά εν αταξία. Οστά επίσης βρέθηκαν και στο δάπεδο του θόλου. Χρονολογείται βάσει κεραµικής στην ΜΕΙΙΙ/ΥΕΙ, ενώ φαίνεται να χρησιµοποιήθηκε ως και την ΥΕΙΙΙ.
Θολωτός Τάφος 6. 
Η διάµετρος του θόλου είναι 3,48µ., η είσοδός του ήταν στα ΒΑ., παρόλο που έχει καταστραφεί και το πλάτος της ήταν σχεδόν 1µ. Εντός του θαλάµου ανασκάφηκε κιβωτιόσχηµος τάφος διαστάσεων 1,2Χ0,2µ. Στον τάφο αυτό σηµειώθηκαν δύο στρώµατα µε ταφές, από τα οποία το πρωιµότερο τοποθετείται στην ΥΕΙΙΙΑ1. 
Θολωτός Τάφος 7. 
 Η διάµετρος της θόλου είναι 4µ. και η τοιχοδοµία του αποτελείται από εναλλασσόµενες σειρές µεγάλων, επίπεδων λίθων και µικρότερων λίθων. Το «στόµιον», µε κατεύθυνση στα Β.-ΒΑ., είχε πλάτος 1,2µ. περίπου και έφερε ανώφλι µήκους 0,92µ. Λόγω της φυσικής κλίσης του λόφου ο τάφος αυτός είχε κατασκευαστεί ηµιυπόγειος. Περιλαµβάνει πολλές ταφές -12 τουλάχιστον κρανία καταµετρήθηκαν- εκ των οποίων σίγουρα µία είναι γυναικεία. Βάσει της κεραµικής χρονολογείται στην ΜΕΙΙΙ/ΥΕΙ – ΙΙ. 
Θολωτός Τάφος 8. 
Η διάµετρος του θόλου είναι 3µ., είσοδος δεν φαίνεται να υπάρχει, αλλά εκτιµάται ότι είναι στα ∆. Χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙ. ∆εν έχουµε στοιχεία για ταφές, µόνο για εύρεση χάλκινου µαχαιριδίου.
 Θολωτός Τάφος 9.
Η διάµετρος του θόλου είναι 3µ. περίπου. Είναι άγνωστη η θέση της εισόδου του συγκεκριµένου τάφου. Ένας λάκκος εντοπίστηκε εντός του, στον οποίον υπήρχαν δύο εν αταξία σκελετοί, αιχµή βέλους, τµήµα λίθινου πελέκεως και κύπελλο τύπου Βαφειού. Άλλη µία ταφή βρέθηκε στο κέντρο του δαπέδου που χρονολογείται, όπως και οι προαναφερθείσες, στην ΥΕΙ-ΙΙ. Επίσης, βρέθηκε και ένα δεύτερο επίπεδο ταφών που χρονολογείται υστερότερα, στο τέλος της µυκηναϊκής περιόδου (ΥΕΙΙΙ). 
Θολωτός Τάφος 10. 
Η διάµετρος του θόλου είναι 4,73µ., το «στόµιον», µε κατεύθυνση ΒΑ., είχε 0,92µ. πλάτος, 1,72µ. ύψος στα αριστερά και 1,6µ ύψος στα δεξιά και καλυπτόταν από ανώφλι διαστάσεων 1,5Χ1,1µ., ενώ αξίζει να αναφερθεί ότι φρασσόταν από µια µεγάλη πλάκα κάθετα τοποθετηµένη (Εικ. δεξιά). Τα στοιχεία για τον «δρόµο» δεν είναι σαφή, γιατί ενώ στο σχέδιο αποτυπώνεται κανονικά –µε διαστάσεις 3,66µ. µήκος και 2,13µ. πλάτος– στην έκθεση δεν γίνεται λόγος γι’ αυτόν. Στο εσωτερικό του υπήρχαν τρεις λάκκοι, ο ένας διαστάσεων 1,6Χ0,66µ. Συνολικά συγκεντρώθηκαν 20 κρανία και λίγα κτερίσµατα (κύπελλο τύπου Βαφειού ανάµεσά τους) που χρονολογούν τον τάφο στην ΜΕΙΙΙ/ΥΕΙ-ΙΙ. Έχει θεωρηθεί ότι οι τάφοι 1 – 6 αποτελούν µία οµάδα. Βρίσκονται στο ΒΑ. ηµικύκλιο του εξάρµατος, ενώ οι τάφοι 7 – 10 αποτελούν µία δεύτερη οµάδα. 
Τέλος, σύµφωνα µε τους µελετητές, σίγουρα θα υπάρχουν και άλλοι τάφοι. 

Τυµβοειδές έξαρµα Β΄

Θολωτός τάφος 1: 
Ο τάφος αυτός έχει, κατά τον ανασκαφέα, πεταλοειδές σχήµα (Εικ. δεξιά). Η εκτιµώµενη διάµετρος θόλου, ο οποίος κατέρρευσε, κυµαίνεται µεταξύ 3-4µ., ενώ το µέγιστο σωζόµενο ύψος του είναι 1,85µ. ∆εν γίνεται λόγος για ύπαρξη «δρόµου», ενώ το «στόµιον» ήταν 1,18µ σε πλάτος, 1,18µ. σε βάθος/µήκος και το σωζόµενο ύψος του ήταν 0,61µ. αριστερά και 0,48µ. δεξιά. Ακόµα, θα πρέπει να αναφέρουµε ότι φρασσόταν, κατά τον συνηθισµένο τρόπο, µε λίθους. Στο δάπεδο του τάφου εντοπίστηκε λάκκος µήκους 1,75µ. που περιείχε την ταφή µια 35χρονης γυναίκας, που όµως δεν µπορεί να χρονολογηθεί. Επίσης, στον τάφο αυτό βρέθηκαν δύο ακόµα συναθροίσεις οστών εν αταξία, στην Ν. από τις οποίες ανήκουν κύπελλο τύπου Βαφειού, λίθινη αιχµή βέλους και µία πρόχους. Χρονολογικά τοποθετείται στην ΜΕΙΙΙ/ΥΕΙ.
Τύµβος 2. 
Η ανασκαφική έκθεση του τύµβου αυτού περιορίζεται απλά και µόνο σε µία εξαιρετικά σύντοµη και περιληπτική περιγραφή των εργασιών και των ευρηµάτων. Έτσι, αναφέρεται ότι ο τύµβος κάλυπτε 3 θολωτούς τάφους, οι οποίοι είχαν διάµετρο µικρότερη των 3µ., ενώ δεν είχαν «δρόµους» -πιθανότατα, λόγω του βιαστικού χαρακτήρα της ανασκαφής των τάφων αυτών παραλήφθηκε να σηµειωθεί η θέση των δρόµων4. Για έναν από τους θολωτούς αυτούς τάφους σηµειώνεται ότι η διάµετρος θόλου ήταν 2,75µ. και το ύψος του 1,15µ. Όσο για το περιεχόµενο από τον τύµβο 2 και τους θολωτούς τάφους που κάλυπτε δεν αναφέρεται κάτι το ξεχωριστό πέρα από την ύπαρξη χονδροειδούς κεραµικής και σπασµένων οστών. Λοιποί τύµβοι. Εκτός από τους παραπάνω τύµβους υπάρχουν και άλλοι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω οι οποίοι καλύπτουν τάφους. Αµέσως παρακάτω θα αναφέρουµε δύο ακόµα θολωτούς τάφους του καλύπτονταν από τον ίδιο τύµβο.
Θολωτός τάφος 1:
Ο «δρόµος» του προς Ν. Το «στόµιον» διατηρήθηκε σε ύψος 1,1µ. Ο θόλος έχει διάµετρο 6,25µ., ενώ τα τοιχώµατά του, που κατασκευάστηκαν από µικρούς επίπεδους ορθογώνιους λίθους διατηρούνται σε ύψος 2,2µ. Χρονολογείται στην ΥΕΙ – ΥΕΙΙΙΒ. Σε κάποια χρονική στιγµή φαίνεται να λαξεύτηκε περισσότερο και ο «δρόµος» και το κατώφλι της θύρας σε βάθος 0,5µ. Το σκάµµα του θόλου είχε µήκος 4,5µ. και πλάτος 1,4-1,9µ. Θεωρείται πως αυτό έγινε για τη διευκόλυνση της εισόδου άρµατος ή νεκρικής άµαξας. Σ’ αυτόν εντοπίστηκαν ενδιαφέροντα αγγεία Ανακτορικού Ρυθµού. Έδωσε ακόµα χάλκινα µαχαιρίδια και χάλκινη περόνη. [Ο Μαρινάτος αναφέρει ότι η εντατική λατρεία που σ’ αυτόν ασκήθηκε και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους θεωρήθηκε απόδειξη ότι ανήκε στον τοπικό Μυκηναίο «βασιλιά»].



Θολωτός τάφος 2: 
Βρίσκεται δίπλα στον τάφο 1, από τον οποίο είναι µικρότερος. Το «στόµιον» διατηρείται ολόκληρο ως 1,83µ. ύψος. Ο θόλος έχει διάµετρο 5µ. και είναι κτισµένος µε πρόχειρους λίθους. Ο «δρόµος» έχει κατεύθυνση Β.Β∆. Στον τάφο αυτό βρέθηκε αγγείο, µια αµαυρόχρωµη πρόχους της ΜΕΙΙΙ-ΥΕΙ περιόδου, γεγονός που κάνει τον τάφο αυτό παλιότερο από τον προαναφερθέντα. 



Το νεκροταφείο Γουβαλάρι περιλαµβάνει δεκάδες θολωτούς τάφους, τους περισσότερους µη ανασκαµµένους. Χαρακτηριστικές είναι οι παραλλαγές δύο βασικών ταφικών τύπων: α) του θολωτού και β) του πεταλοειδούς καθώς και η µακρά χρήση του ως χώρου ταφής από την ύστερη ΜΕ έως την ΥΕΙΙΙΒ. 

 Γ) Θολωτός τάφος στα Παλαιοχώρια. 

Βρίσκεται επί µακρού τεχνητού τύµβου, 2χλµ. ∆ της Κουκουνάρας5. Το «στόµιον» του τάφου αυτού ήταν στα Ν. και είχε τις ακόλουθες διαστάσεις: βάθος 1,45µ. και πλάτος 1µ. έξω και 0,9µ. µέσα. Ο εσωτερικός κύκλος του θόλου είναι ελαφρώς ακανόνιστος και έχει διάµετρο 3,4-3,6µ. αποτελούµενος από 3-4 σειρές επάλληλων µικρών λίθων, φτάνοντας σε ύψος 0,5µ. Οι ταφές δεν ήταν κατά χώραν, αλλά τα οστά διάσπαρτα ή σε σωρούς στο δάπεδο. Μετρήθηκαν 17 κρανία. Ο Μαρινάτος θεώρησε ότι το µνηµείο αυτό δεν αποτελούσε πραγµατικό θολωτό τάφο, λόγω της λεπτότητας των τοιχωµάτων, αλλά ο Κορρές, που εντόπισε τις ταφές και το «στόµιον» έχει αντίθετη άποψη υποστηριζόµενη και από την ύπαρξη των ταφών και του στοµίου άλλωστε. Βάσει των ευρηµάτων (ελάχιστα αγγεία, σφραγίδα από στεατίτη) ο τάφος χρονολογήθηκε στην ΥΕΙΙΙΒ-Γ από τον Μαρινάτο, ενώ ο Κορρές τον χρονολογεί στην ΜΕΙΙΙ/ΥΕΙ από µια κυαθόµορφη κύλικα. Πάντως, ο τάφος αυτός µοιάζει ως προς το µέγεθος και τη µορφή µε τους ΜΕΙΙΙ/ΥΕΙ τάφους στο Γουβαλάρι και στα Καµίνια

Δ) Οµάδα Άκονες. 

500µ. Β∆. της ακρόπολης Καταρραχάκι, ερευνήθηκε µικρός τύµβος6, που περιείχε 3 µυκηναϊκούς τάφους, δύο κτιστούς αψιδωτούς/πεταλόσχηµους («Άκονες Ι και ΙΙΙ») και έναν παιδικό κιβωτιόσχηµο. Οι αψιδωτοί τάφοι Ι και ΙΙΙ συναντώνται κατά τις καµπύλες πλευρές τους, ενώ στον σχηµατιζόµενο τριγωνικό χώρο, κατασκευάστηκε µεταγενέστερα ο Τάφος ΙΙ (Εικ. 34α). Σε παλιότερα ανασκαµµένο τύµβο στην ίδια θέση βρέθηκε θολωτός τάφος (Τάφος 2) και κοντά του δεύτερος, επίσης θολωτός, µεταγενέστερος (Τάφος 1). 
Τάφος Ι:
Ο καλύτερα διατηρηµένος. Κτιστός αψιδωτός θαλαµοειδής τάφος. Η είσοδος του τάφου στα ∆.Β∆., στο µέσον της µπροστινής µικρής πλευράς, µε εκτιµώµενο πλάτος 0,8µ. περίπου φρασσόταν από λίθινο τοίχο. Τα τοιχώµατα του τάφου, που ήταν κατασκευασµένα µε διπλή σειρά επίπεδων λίθων διατασσοµένων σε λίγο-πολύ κανονικές σειρές, παρουσιάζουν µια κλίση προς το εσωτερικό µε αποτέλεσµα να µειώνεται το πλάτος του από τη βάση προς τα πάνω. Ο θάλαµος είχε µήκος 3,8µ., πλάτος κατ’ εκτίµηση 1,6µ. και ύψος 1,45µ. Ο τάφος στεγαζόταν µε επίπεδους λίθους χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν κανένας από αυτούς βρέθηκε κατά την ανασκαφή. Η «εκφορικότητα» πετυχαινόταν µε το να προεξέχει ελαφρά κάθε σειρά λίθων σε σχέση µε την προηγούµενη. Ίχνη «δρόµου» δεν αναφέρονται. Στο δάπεδο του τάφου βρέθηκαν 5 ταφές. Οι 4 αποτελούνται από σωρό οστών και οστράκων µυκηναϊκών και νεότερων, ενώ η 5η (αρ. 2) από εκτάδην εναποτιθέµενο σκελετό, µε την κεφαλή προς τα Β. Μεταξύ του κρανίου και της Β. αυτού ταφής βρέθηκαν τα παρακάτω κτερίσµατα: χάλκινο µαχαιρίδιο, µήκους 0,206µ, που σώζει ήλους προσηλώσεως λαβής, χάλκινο µαχαιρίδιο µε στενόµηκη τριγωνική λεπίδα και ελαφρώς καµπύλες όψεις, µήκους 0,115µ. µέγιστο πλάτος 0,0385µ. και 7 ψήφοιόρµου από σάρδιο και ορεία κρύσταλλο, διαφόρων σχηµάτων. Εντοπίστηκαν ίχνη προγονολατρείας κατά τη Γεωµετρική και Αρχαϊκή εποχή. Η χρονολόγηση του τάφου είναι αβέβαιη. Ίσως να χρονολογείται στην ΜΕ ΙΙΙ, καθώς φαίνεται να είναι νεότερος από τον τάφο Άκονες ΙΙΙ. 
Τάφος ΙΙ: 
Ο τάφος αυτός είναι κιβωτιόσχηµος µε διαστάσεις 1.35Χ0.55Χ?µ., στο δάπεδο υπήρχε βοτσαλωτή επίστρωση, ενώ χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙ. Ελάχιστα οστά στο δάπεδό του, πιθανότατα παιδιού ή παιδιών. (βλέπε παραπάνω τάφους στη θέση Κισσός). 
Τάφος ΙΙΙ: 
Κτιστός πεταλόσχηµος θαλαµοειδής τάφος. Μοιάζει µε τον Τάφο Ι, αλλά είναι µικρότερος. Η είσοδος στην µπροστινή στενή πλευρά που έχει προσανατολισµό προς Ν∆. Τα τοιχώµατα, που ήταν κατασκευασµένα µε διπλή σειρά επίπεδων λίθων διατασσοµένων σε λίγο-πολύ κανονικές σειρές, παρουσιάζουν µια ελαφριά κλίση προς το εσωτερικό µε αποτέλεσµα να µειώνεται το πλάτος του από τη βάση προς τα πάνω. Ο θάλαµος είχε 3,1µ. µήκος, 1,5µ. πλάτος, ενώ δεν µας είναι γνωστό το ύψος του. Ο τάφος στεγαζόταν µε επίπεδους λίθους χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν κανένας από αυτούς βρέθηκε κατά την ανασκαφή. Η «εκφορικότητα» πετυχαινόταν µε το να προεξέχει ελαφρά κάθε σειρά λίθων σε σχέση µε την προηγούµενη. Ίχνη «δρόµου» δεν αναφέρονται. Ένας νεκρός βρέθηκε εκτάδην στο δάπεδο της κόγχης της ∆. πλευράς µαζί µε κεραµική, χάλκινες τριχολαβίδες και τµήµα σιδερένιου µαχαιριού, προφανώς τοποθετηµένου σε υστερότερη διατάραξη του τάφου. Σε αδιευκρίνιστο χώρο βρέθηκαν δύο χάλκινα µαχαιρίδια. Ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕ Ι. 
Οι κτιστοί αψιδωτοί – θαλαµοειδείς τάφοι Ι και ΙΙΙ θεωρούνται κτήµατα µίας σηµαίνουσας οµάδας της ΜΕ, η οποία, όµως, πρέπει να έχασε το κύρος της ύστερα από την εµφάνιση µίας πλούσιας προνοµιούχου οµάδας, που αντιπροσωπεύεται από τα θολωτά ταφικά µνηµεία µίας άλλης περιοχής, (βλέπε παραπάνω θέση Καρποφόρα). Το γεγονός δε ότι αυτός ο τύπος τάφου επανεµφανίζεται στην Υποµηκηναϊκή περίοδο αποδεικνύει και τη «δηµοτικότητά» του στον ντόπιο πληθυσµό, που απορρέει ίσως από τη σπουδαιότητά τους σε πρωιµότερο επίπεδο. 

Θολωτός τάφος 1 ή «Κουκουνάρας 6».
Και αυτός και ο επόµενος καλύπτονταν από κοινό τύµβο. Το «στόµιον» στα Ν. µε 1,95µ. ύψος, βάθος 2,4µ. και πλάτος 1,32µ. κάτω και 1µ. πάνω. Η ύπαρξη «δρόµου» δεν είναι βεβαιωµένη. Ο θόλος είχε διάµετρο 6,2µ. και διασώζονταν σε ύψος 3µ. Προοριζόταν για ταφή του κύριου ή των κυρίων µελών της οικογένειας. Σε λάκκο σκαµµένο στο δάπεδο δεν βρέθηκε νεκρός, µόνο ένα γλωσσοειδές µαχαίρι µήκους 0,185µ και σφραγίδα από χαλκηδόνιο. Στο θόλο υπήρχαν οστά µεγαλοπρεπούς ζώου, ελαφιού, µάλλον εξ υστερότερης θυσίας (-700) και µυκηναϊκά αγγεία. Πάνω από το δάπεδο βρέθηκαν 8 κρανία, κάποια από τα οποία είναι παιδικά, καθώς και οστά ζώων. Όλα τα κρανία και λείψανα ανθρώπινων οστών είναι µυκηναϊκά. Καµία ένδειξη µεταγενέστερης ταφής δεν υπάρχει, οπότε και ο τάφος χρησιµοποιούνταν µόνο για προσφορά θυσιών. Τα υστερότερα αυτά ίχνη χρήσης του τάφου θεωρείται ότι προέρχονταν από οικογένεια/ειες που πίστευε ότι ο τάφος ανήκε σε προγόνους της. Ο τάφος αυτός χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ-Β. 

Θολωτός τάφος 2 ή «Κουκουνάρας 7»
Βρίσκεται 15µ. Ν. του προηγούµενου. (εικ. κάτω) Καλυπτόταν µαζί µε τον προαναφερθέντα από κοινό τύµβο. Το «στόµιον» του τάφου µε πλάτος 1,2µ. και πλάτος 2,3µ. ήταν προς Β., µέρος του οποίου ήταν τοιχισµένο. Ο θόλος, που διατηρείται λίγο πάνω από το 1µ., είχε διάµετρο 5,4µ. Ακολουθείται η γνωστή στους Αρκάδες τακτική του ανοίγµατος λάκκων για την υποδοχή των παλιότερων νεκρών. Ωστόσο, δεν δίνεται ο ακριβής αριθµός ταφών. Ευρήµατα: 30 λίθινες αιχµές βελών, µικρή αιχµή ακοντίου, γλωσσοειδές µαχαίρι, 2 µονόστοµα µαχαίρια, και ένα εγχειρίδιο, του οποίου οι 3 ήλοι φέρουν ήλεκτρο που τους προφυλάσσει από οξείδωση, µικροαντικείµενα από πολύτιµα υλικά και ΥΕ ΙΙ - ΥΕ ΙΙΙΑ-Β κεραµική. 




 Ε) Θολωτός τάφος στα Πολλά Δένδρα.  

Βρίσκεται 1χλµ. Α. της Κουκουνάρας7. (εικ. δεξιά)
Ο «δρόµος» δεν σώζεται, αλλά θα πρέπει να ήταν στα Ν., όπου και εντοπίστηκε το «στόµιον», το οποίο είχε 1,85µ. βάθος, 1,1µ. πλάτος έξω και 0,95µ. µέσα. 
 Ο θόλος έχει το σχήµα τέλειου κύκλου και η διάµετρος είναι 4,75µ. µε τα τοιχώµατά του να διατηρούνται ως το ύψος των 1,2µ. οικοδοµηµένα µε µικρούς επίπεδους λίθους. 
Μόνο 1 νεκρός εντοπίστηκε σε οκλάζουσα θέση, καθώς επίσης και άλλα 11-12 κρανία. 
 Χρησιµοποιήθηκε πολλές φορές. Περιείχε 11-12 µεγάλα, µεσαία και µικρά αγγεία, βάσει των οποίων χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙ.





Αριστερά: Θολωτός τάφος Γουβαλάρη Ι (Κουκουνάρας 3) Ύστεροελλαδική Περίοδος
Πιθαμφορέας που εντόπισε ο Μαρινάτος κατά τις ανασκαφές του 1960. Είναι διακοσμημένος με μεγάλες μαργαρίτες, ελαφρά σχηματοποιημένες και κάπως χονδροειδείς. Φέρει τέσσερις λαβές σε σχήμα θηλειάς στο ύψος του ώμου και ο λαιμός και το στόμιο είναι βαμμένα με σκουρόχρωμο επίχρισμα.
Δεξιά: Κουκουνάρα, Γουβαλάρη, Θολωτός τάφος 2: Τρίωτος Πιθαμφορεύς


Αριστερά: Κουκουνάρα, Θολωτός Τάφος 1 Γεωμετρική Περίοδος   -7ος αι.
Δίωτη πυξίδα με πώμα. Το αγγείο καλύπτεται από επίπεδο ολόβαφο πώμα. Η ενδιάμεση ζώνη, που είναι και η μεγαλύτερη, λειτουργεί σαν ζωφόρος. Η παράσταση που απεικονίζει πουλιά να συνυπάρχουν με άλλα ζώα (κυνοειδή τετράποδα ή λιοντάρια). 
Δεξιά: Γουβαλάρη, Θολωτός τάφος 1: Δίωτο Αλάβαστρο
Αριστερά:
Γουβαλάρη, Θολωτός τάφος 1 ή 2: Ημισφαιρικός Κύαθος
Δεξιά:
Φυτιές, Θολωτός τάφος 2:
Τρίωτος Πιθαμφορεύς με παράσταση οκτάποδος

Αριστερά:
Γιουβαλάρη, τάφος 10: Κύπελλο Κεφτί
Δεξιά:
Γιουβαλάρη, τάφος 10: Ημισφαιρικός Κύαθος με διχαλωτή λαβή

Καταρραχάκι: Πήλινη ασάμινθος




Αριστερά: Γουβαλάρη, Θολωτός τάφος 2: Τρίωτος Πιθαμφορεύς. Μέσον: Γουβαλάρη, Θολωτός τάφος 2: Δίωτος Αμφορεύς με ελλειψοειδές στόμιο (συριακού τύπου). Δεξιά: Κουκουνάρα Φυτιές, Θολωτός τάφος 2: Τρίωτος Πιθαμφορεύς με παράσταση οκτάποδος



Γιουβαλάρη τάφος 1: 
Κύαθοι με δαχτυλιόσχημη λαβή, Τέλη ΥΕ ΙΙΑ περιόδου















Κράνος από χαυλιόδοντες. Κουκουνάρα, Γουβαλάρη Τάφος 2, -15ος/ -12ος αι. 

Μυκηναϊκό κράνος γνωστό από τις ομηρικές περιγραφές της Ιλιάδας (K 261-265) ως «οδοντόφρακτο». Αποτελείται από χαυλιόδοντες που τοποθετούνταν κατακόρυφα σε πέντε επάλληλες ζώνες, πάνω σε κωνικό πίλο. Στα πλαϊνά πλαισιωνόταν από τις παραγναθίδες που προστάτευαν το πρόσωπο του στρατιώτη έως το πηγούνι. Ο παραπάνω τύπος κράνους θεωρήθηκε η μυκηναϊκή εκδοχή της περικεφαλαίας και αποτελούσε χαρακτηριστικό βασικό εξάρτημα του μυκηναϊκού στρατιωτικού εξοπλισμού μέχρι το -13ο αι. Οι χαυλιόδοντες που βρέθηκαν στον εν λόγω τάφο φέρουν στο πίσω μέρος τους ειδική επεξεργασία, η οποία μας αποκαλύπτει έναν περισσότερο πολύπλοκο τρόπο επίθεσης των δοντιών πάνω στο κράνος απ’ ότι πρότινος πιστευόταν.Πρόκειται για έναν εμβληματικό τύπο κράνους, περίτεχνα κατασκευασμένου (συνήθως από χαυλιόδοντες αγριόχοιρων), με ισχυρό συμβολισμό στη μυκηναϊκή κοινωνία, το οποίο ταυτίστηκε με τον πολεμοχαρή χαρακτήρα των Μυκηναίων. Υπολογίζεται άλλωστε ότι για την κατασκευή ενός κράνους χρειάζονταν χαυλιόδοντες από 20 με 30 κάπρους. Αν και το οδοντόφρακτο κράνος για πολλές δεκαετίες θεωρήθηκε δημιούργημα των Μυκηναίων, πρόσφατα ανασκαφικά δεδομένα μαρτυρούν ότι τέτοιου είδους κράνη βρισκόταν σε χρήση ήδη από τη Μεσοελλαδική εποχή, τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα (π.χ. Θήβα, Άργος) όσο και στη νησιωτική (π.χ. Αίγινα ). Η αποκατάσταση του οδοντόφρακτου κράνους βασίζεται σε απεικονίσεις αντίστοιχων αρχαιολογικών ευρημάτων: από τη μυκηναϊκή σφραγιδογλυφία, ζωγραφική, μικροτεχνία και αγγειογραφία. Επίσης, αρκετές λεπτομέρειές του περιγράφονται στις ομηρικές αναφορές όπως π.χ. η «κυνεή» (δερμάτινος σκούφος με μάλλινη επένδυση) πάνω στην οποία προσαρτούνταν τα ειδικά επεξεργασμένα δόντια κάπρου σε αντίρροπη διάταξη.

Αριστερά: Θέση Ακόνα
θολωτός τάφος Ι ,Χρονολόγηση -1600 Σφραγιδόλιθος με σκηνή από ταυροκαθάψια
Δεξιά: Θέση Γιουβαλάρη
θολωτός τάφος, 1 Χρονολόγηση -1600
Απεικόνιση Γρύπα


Αριστερά: Θέση Γιουβαλάρη
θολωτός τάφος 1, Χρονολόγηση -1600
Σφραγιδόλιθος με σκηνή μονομαχίας μεταξύ δύο πολεμιστών
Δεξιά: Θέση Γιουβαλάρη θολωτός τάφος 1
Χρονολόγηση :-1500/ -1300
Παράσταση πληγωμένου ζώου που φέρει βέλος στο σώμα




Αριστομένης ο Μεσσήνιος

Βιβλιογραφία και πηγές:
-Σαρατσιώτη Νικόλαου:"Ταφικά κτίσµατα της Μεσσηνίας στην Εποχή του Χαλκού. Μια τυπολογική ανάλυση"
-Αφροδίτη Χασιακού:"Μεσοελλαδική Κεραμεική από την ΝΔ Μεσσηνία"
-Μαρία Ι. Αντωνίου:"Οι σχέσεις της Ν- ΝΔ Πελοποννήσου με την Μινωική Κρήτη"


Σημειώσεις
1 Έργον 1958, 152. Μαρινάτος 1958, 189-190.
2 Μαρινάτος 1958, 190-191. Μαρινάτος 1959, 175. Έργον 1974, 78. Κορρές 1974, 146-154. Boyd 2002, 114-116.
3 Έργον 1959, 117-123. Μαρινάτος 1959, 175-7. Έργον 1960, 146. Μαρινάτος 1960α, 195. Μαρινάτος 1960β, 116. Μαρινάτος 1963α, 114, 118. Έργον 1974, 79-82. Κορρές 1974, 141-2. Κορρές 1975β, 88. Έργον 1975, 133-7. Κορρές 1976δ, 339-342. Παρλαµά 1976, 255. Κορρές 1980, 125-9. Boyd 2002, 108-113.
4 Boyd 2002, 110, σηµείωση 63.
5 McDonald and Hope Simpson 1969, 150. Hope Simpson and Dickinson 1979, 140. Boyd 2002, 165-166.
6 Έργον 1959, 123-5. Μαρινάτος 1959, 178-9. Έργον 1963, 81-2. Μαρινάτος 1963α, 115-8. Παρλαµά 1972, 262-4. Παρλαµά 1976, 253. Lewartowski 2000, 86. Papadimitriou 2001, 39-40. Boyd 2002, 113-114
7 Έργον 1961, 169-171. Μαρινάτος 1961, 174. Boyd 2002, 110-112.

Βιβλιογραφία για την θέση Καταρραχάκι
ΣΠ.ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ, ΠΑΕ 1954, 311
ΣΠ.ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ, ΠΑΕ 1960, 195
LOLOS,Y.,, The LHI pottery from SW Peloponnesos..., 28-41 κ.α. (βλ. σχετ. αποδελτ.)
MCDONALD, WA. - HOPE-SIMPSON,R., Prehistoric Habitation in SW Péloponnèse, AJA 1961,244 nr.65.
MCDONALD, W.A. - HOPE-SIMPSON.R., Prehistoric Habitation in SW Péloponnèse, AJA 1969,150. MME, 270-1 nr.35.
M.S.F.HOOD, Archaeology in Greece, Arch.Rep., 1958,9
M.S.F.HOOD, Archaeology in Greece, Arch.Rep., 1959-60, 12






Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Η Ομηρική Φηρή και το Μυκηναϊκό Νεκρομαντείο.

Το χωριό Παλαιόκαστρο της επαρχίας Γορτυνίας Αρκαδίας, είναι χτισμένο στις πλαγιές λόφου με χαρακτηριστικό κωνικό σχήμα που υψώνεται ακριβώς δίπλα από στην όχθη του Αλφειού.
Σε κοντινή απόσταση έχει ανασκαφεί εκτεταμένο νεκροταφείο με 500 τάφους της Μυκηναϊκής εποχής.
Εντός του νεκροταφείου βρέθηκε μία κατασκευή λατρευτικού και τελετουργικού σκοπού η οποία θεωρείται ότι χρησίμευε ως Νεκρομαντείο των Μυκηναϊκών χρόνων, -1600 έως -1200. Το Νεκρομαντείο αυτό είναι το μοναδικό της Μυκηναϊκής εποχής που έχει βρεθεί και θεωρείται ως το αρχαιότερο της Ελλάδας.
Κατά μία άποψη το πανάρχαιο αυτό Νεκρομαντείο ταυτίζετε με αυτό που περιγράφετε στην Λ' ραψωδία της Οδύσσειας. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι ήταν μεγάλο θρησκευτικό κέντρο για 3000 χρόνια και η σημασία του είναι τεράστια.
Γιά πολλούς ερευνητές το Παλαιόκαστρο πιθανόν να ταυτίζετε με την Ομηρική πόλη Φηρή.




Εκτεταμένο Μυκηναϊκό Νεκροταφείο:

Στο λόφο του Παλαιοκάστρου και λίγο ψηλότερα έχει αποκαλυφθεί σημαντικό και μεγάλο νεκροταφείο της Μυκηναϊκής περιόδου.
Αρχικά το 1955 ανασκάφηκαν από  τον Ιωάννη Πισιμίση  δύο Μυκηναϊκοί τάφοι.
Οι ανασκαφές επαναλήφθηκαν το 1979 από τον έφορο αρχαιοτήτων Θεόδωρο Σπυρόπουλο, και διήρκεσαν 12 έτη. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως περίπου 100 λαξευτούς τάφους διαφόρων τύπων (θολωτοί, θαλαμωτοί, φρεατοειδείς, λακκοειδείς και κιβωτόσχημοι).
Σήμερα ο αριθμός τους υπολογίζετε σε 500 ενώ έχουν ανασκαφεί οι 150.
Έστι το νεκροταφείο του Παλαιοκάστρου είναι το μεγαλύτερο Μυκηναϊκό που έχει ανασκαφεί μέχρι σήμερα.

Το Μυκηναϊκό Νεκρομαντείο:
Η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε, εντός του εκτεταμένου νεκροταφείου, μία κατασκευή λατρευτικού και τελετουργικού σκοπού η οποία θεωρείται ότι χρησίμευε ως Νεκρομαντείο των Μυκηναϊκών χρόνων, -1600 έως -1200. 
Το Νεκρομαντείο αυτό είναι το μοναδικό της Μυκηναϊκής εποχής που έχει βρεθεί και θεωρείται ως το αρχαιότερο της Ελλάδας. Κατά μία άποψη το πανάρχαιο αυτό Νεκρομαντείο ταυτίζετε με αυτό που περιγράφετε στην  Λ' ραψωδία της Οδύσσειας. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι ήταν μεγάλο θρησκευτικό κέντρο για 3000 χρόνια και η σημασία του είναι τεράστια.
Τα πλούσια ευρήματα του νεκροταφείου εκτίθενται στο Μουσείο Τρίπολης.


Η Ομηρική Φηρή:
Στην λόφο της Μεταμόρφωσης πάνω από το Παλαιόκαστρο θα βρούμε λείψανα τείχους του κάστρου του Παλαιοκάστρου. Σύμφωνα με την άποψη αρκετών αρχαιολόγων και ερευνητών εδώ τοποθετείται η ακρόπολη της Μυκηναικής πόλης Φηρή, σε κοντινή απόσταση από το Νεκρομαντείο.
Ύστερα από την αποκάλυψη του χώρου, ο ιστορικός Κων. Συριόπουλος με εμπεριστατωμένη μελέτη και στοιχεία ταύτισε τον το Παλαιόκαστρο με την αρκαδική Ομηρική Φηρή του βασιλιά Ορσίλοχου, τονίζοντας ότι «η ταύτισις κατά ταύτα του Παλαιοκάστρου της Γορτυνίας προς την Ομηρικήν Φηρήν, την πρωτεύουσαν των Ορσιλοχιδών, φαίνεται πιθανή.» (Κ. Συριόπουλου, «Προβλήματα εκ της ομηρικής τοπογραφίας της Αρκαδίας. Η ομηρική Φηρή και το βασίλειο του Ορχιλόχου», Πελ/κά τ. Β’, 1976)
Μάλιστα, στην ομηρική Φηρή ο Διοκλής, ο γιός του Ορσίλοχου, φιλοξένησε τον Τηλέμαχο όταν πήγαινε στη Σπάρτη για να πληροφορηθεί νέα για τον πατέρα του από το βασιλιά Μενέλαο. Ακόμη, ο Αλφειός ήταν ο πατέρας του Ορσίλοχου κι αυτός ήταν πατέρας του Διοκλή. 
Η θέση του Παλαιόκαστρου βρίσκεται σε στρατηγική θέση και προσφέρει πανοραμική θέα προς το Λύκαιο όρος και τον ορεινό όγκο του Μαινάλου.

Ιστορικοί χρόνοι:

Νεότερα ίχνη οχυρώσεως στον λόφο ¨μεταμόρφωση" του Παλαιοκάστρου πιθανώς να ανήκουν στην πόλη των ιστορικών χρόνων, το αρχαίο Βουφάγιον, την οποία αναφέρει ο Παυσανίας ή στην αρχαία Βρένθη.
Κατά τον ιστορικό Γιάννη Πισιμίση, στο Παλαιόκαστρο ήταν η πόλη Βρένθη, η οποία «πρέπει να διαδέχτηκε τη Μυκηναϊκή Φηρή και να συνέχισε τη μυκηναϊκή ζωή, ίσως και κατά τη Γεωμετρική περίοδο και κατά τους Αρχαϊκούς χρόνους και κατά την κλασσική περίοδο» (Γ. Πισσιμίση, «Μια μεγάλη Μυκηναϊκή πόλη», Αθήνα 1987). Καθότι το απέραντο μυκηναϊκό νεκροταφείο στο Παλιόκαστρο δεν ήταν δυνατό να ανήκε σ’ ένα μικρό χωριό (το Βουφάγιο) αλλά σε μια μεγάλη πόλη, τη Βρένθη. «Τότε εδώ, τονίζει, έπρεπε να υπάρχει και το Παραιβασίο Μνημείο, το οποίο δεν χάθηκε, υπάρχει και περιμένει κάποιο χέρι να το ξαναστήσει, γιατί αξίζει να αναστηλωθεί ένα τόσο επιβλητικό ηρώο». 
Στις νοτιοδυτικές παρυφές του λόφου το 2008 ανασκάφηκε νεκροταφείο των Κλασσικών- Ελληνιστικών χρόνων.
Το νεκροταφείο περιλαμβάνει – εκτός από τους κοινούς τάφους – αξιόλογα ταφικά κτίσματα και το επιβλητικό ταφικό σήμα στον τύπο της στήλης (εικόνα παραπλεύρως), επιπλέον, δε, προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τα νεκρικά έθιμα της περιοχής. Ένας ελλειψοειδής λάκκος λαξευμένος μέσα στο φυσικό βράχο, ο οποίος ήταν γεμάτος με πέντε προσεκτικά τοποθετημένα μελαμβαφή αγγεία πόσης και οίνου. Από τα αγγεία ο λάκκος χρονολογείται στα τέλη του -4ου, αρχές του -3ου αιώνα. 

Το εύρημα πιθανότατα σχετίζεται με τελετουργίες σε ανάμνηση των νεκρών που είχαν ταφεί εκεί και υπογραμμίζει τον πρωτεύοντα ρόλο του κρασιού στη συγκεκριμένη τελετή, η οποία πιθανότατα περιελάμβανε και οινοποσία. Ίδια νεκρικά έθιμα περιγράφονται και στα Ομηρικά έπη και που σίγουρα τελούνταν στο κοντινό Νεκρομαντείο των Προϊστορικών χρόνων, αποδεικνύοντας έτσι την συνέχεια των εθίμων και τελετουργιών των Ελλήνων μέσα στις χιλιετίες.

Ευρήματα του νεκροταφείου των κλασσικών- Ελληνιστικών χρόνων


Η Μυκηναϊκή Φηρή και Ομηρική τοπογραφία:
Άν ο αρχαιολογικός χώρος και το Μυκηναϊκό Νεκρομαντείο στο Παλαιόκαστρο πράγματι είναι η Ομηρική Φηρή, αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ομηρική τοπογραφία, αφού έτσι κατα πάσα πιθανότητα η Μυκηναϊκή θέση του Κακοβάτου ταυτίζετε με την Πύλο, την πρωτεύουσα του Βασιλείου του Νέστορα.
Σύμφωνα με την Οδύσσεια, ο Τηλέμαχος ξεκινάει από την Πύλο το μεσημέρι και φτάνει με την δύση του ήλιου στην Φηρή. Την επομένη το πρωί αναχωρεί για την Σπάρτη, όπου φτάνει το βράδυ. Η Μυκηναϊκή Σπάρτη έχει σχεδόν με σιγουριά ταυτιστεί με την Πελλάννα, και οι αποστάσεις Κακοβάτου, Παλαιοκάστρου και Πελάννας ταιριάζουν απόλυτα με την ομηρική περιγραφή.

Βιβλιογραφία και πηγές:
-Κ. Συριόπουλου, «Προβλήματα εκ της ομηρικής τοπογραφίας της Αρκαδίας. Η ομηρική Φηρή και το βασίλειο του Ορχιλόχου», «Πελοποννησιακά», τ. Β’ 1976.
-Γ. Πισσιμίσης, «Μια μεγάλη Μυκηναϊκή πόλη», Αθήνα 1987
-Γ. Αντωνόπουλος, «Βρένθη-Καρύταινα»

-Υπ. Πολιτισμού: "ΛΘ΄ Ε.Π.Κ.Α.: Το ανασκαφικό έργο 2000- 2010"
-Ιστότοπος: Αρκάδες Εσμέν
-Ιστότοπος: Οι δρόμοι του Παυσανία

ΠΗΓΗ: Αριστομένης ο Μεσσήνιος



Printfriendly