.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Διαλισκάρι, Νότια Τριφυλία: Εγκαταστάσεις Ρωμαϊκής εποχής


Το Διαλισκάρι βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα νότια της Μαραθόπολης στην νότια Τριφυλία. Εδώ εντοπίζετε παραθαλάσσιος αρχαιολογικός χώρος που είναι γνωστός εδώ και σχεδόν έναν αιώνα αλλά ποτέ δεν ερευνήθηκε συστηματικά.


Το 1929 ο Σουηδός αρχαιολόγος Ματίας Νάταν Βαλμίν κατέγραψε διάφορα αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη που είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή σύγχρονων κατοικιών. Σε μιά περίπτωση αρχαίοι κίονες στήριζαν το μπαλκόνι μιάς οικίας, "Οικία των Κιόνων", ενώ αλλού αρχαία υλικά αλλά και τμήμα μωσαϊκού της Ρωμαϊκής περιόδου είχαν ενσωματωθεί σε άλλη οικία, "Οικία του Μωσαϊκού".
Στά έτη 1993 και 1994 κλιμάκιο του Αμερικάνικου Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (Pylos Regional Archeological Project) διενήργησε επιφανειακές έρευνες στον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο του Διαλισκαρίου. 

Στην δυτική πλευρά βρέθηκε μια ομάδα από επτά τάφους λαξευμένους στον βράχο. Βρέθηκαν επίσης αρκετοί κίονες από ασβεστόλιθο αλλά και τμήματα κιονόκρανων με ακιδωτή διακόσμηση που χρονολογούνται στην Ρωμαϊκή περίοδο.


Στα δυτικά και κοντά στην θάλασσα εντοπίστηκαν εγκαταστάσεις συλλογής αλατιού ενώ δε απόσταση 500 μέτρων βόρεια του αρχαιολογικού χώρου εντοπίστηκε αρχαίο ορυχείο εξόρυξης ασβεστόλιθου.
Το πιό εντυπωσιακό εύρημα υπήρξε ένα μεγάλο πολυγωνικό κτίσμα κατασκευασμένο από τούβλα και στο οποίο εντοπίστηκε υπόκαυστο σύστημα. Τα ευρήματα αυτά αποτελούν μέρος ενός μεγάλου λουτρικού συγκροτήματος της Ρωμαϊκής περιόδου. Βρέθηκαν επίσης πολλές διακοσμημένες πλάκες με τις οποίες ήταν στρωμένο το δάπεδο του συγκροτήματος αλλά και οι περιβάλλοντες χώροι.


Στον αρχαιολογικό χώρο, έκτασης 600Χ 1000 μέτρων, εντοπίστηκαν διάφορα κεραμικά κυρίως της ύστερης Ρωμαϊκής περιόδου έως και της πρώιμης Βυζαντινής, +4ου έως αρχές του +7ου αιώνα, άν και παρατηρήθηκαν ίχνη παλαιότερης κατοίκησης. Στα επιφανειακά ευρήματα συγκαταλέγεται μία μαρμάρινη πλάκα με Ελληνική επιγραφή που χρονολογείτε στον +2ο έως τον +4ο αιώνα καθώς και τμήματα από γυάλινα αντικείμενα.
Το σύνολο των έως τώρα ευρημάτων στον αρχαιολογικό χώρο του Διαλισκαρίου οδηγούν τους αρχαιολόγους στο συμπέρασμα ότι αυτά ανήκουν σε ένα μεγάλο Ρωμαϊκό οικιστικό συγκρότημα.

Βιβλιογραφία:
THE PYLOS REGIONAL ARCHAEOLOGICAL PROJECT: DIALISKARI

Μέχρι και τον Ιούνιο του 2000, το γεωμετρικού σχήματος ψηφοθέτημα, το οποίο πρώτος ο σουηδός αρχαιολόγος Μ.Ν. Valmin είχε εντοπίσει και περιγράφει κατά τις περιηγήσεις του στη Μεσσηνία τη δεκαετία του 1930, παρέμενε σχεδόν αλώβητο δίπλα στην παλαιά αγροικία ιδιοκτησίας Α. Νίνου στo Διαλισκάρι, 2 χλμ. περίπου νότια της Μαραθούπολης Γαργαλιάνων.
Όταν τον Ιούλιο οι συντηρητές της Εφορείας μετέβησαν στο χώρο, προκειμένου να συντηρήσουν το ψηφιδωτό δάπεδο και να εργαστούν για την αποκόλληση και μεταφορά του στο Μουσείο Ολυμπίας, διαπίστωσαν ότι η παλαιά αγροικία δεν υπήρχε πλέον και στη θέση της είχε ανεγερθεί σύγχρονη ισόγεια κατοικία με κεραμοσκεπή. Ωστόσο, τόσο το δάπεδο από απλές λευκές ψηφίδες, που περιβάλλει το τετράγωνο γεωμετρικό ψηφοθέτημα, όσο και το αρχαίου δάπεδο, το οποίο επεκτεινόμενο προς τα δυτικά αποτελείται από παραλληλεπίπεδα πλινθίδια τοποθετημένα με τη στενή πλευρά τους σε στρώμα σκληρού κονιάματος (μεταγενέστερο δάπεδο με μορφή opus pseudospicatum), παρέμειναν άθικτα κατά τη διάρκεια των οικοδομικών εργασιών, μολονότι είναι πιθανό να καταστράφηκαν μερικώς αρχαιότητες ρωμαϊκών χρόνων κατά τη διάνοιξη θεμελίων για την ανέγερση της νέας οικοδομής στη θέση αυτή.
Το ψηφοθέτημα και το υπόλοιπο σωζόμενο δάπεδο από απλές λευκές ψηφίδες συντηρήθηκαν επιτόπου. Το τετράγωνο ψηφιδωτό αποκολλήθηκε τμηματικά και μεταφέρθηκε στα εργαστήρια του Μουσείου Ολυμπίας, για να συντηρηθεί, ώστε να είναι εκθέσιμο, μελλοντικά, σε Μουσείο της Μεσσηνίας.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ 55 (2000)





Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Ναός Αναλήψεως Φιλιατρών, Τριφυλία

Στα νοτιοανατολικά των Φιλιατρών, μέσα σε ελαιώνα, βρίσκεται ο μικρός σταυρεπίστεγος ναός της Ανάληψης. Εξωτερικά, στην ανατολική επιφάνεια του ναού, έχει βρεθεί χάραγμα, που χρονολογεί το μνημείο στον 12ο αιώνα.


Στο εσωτερικό διακρίνονται πολύ φθαρμένα, δύο τουλάχιστον στρώματα εικονογράφησης: το παλαιότερο είναι σχεδόν σύγχρονο με την κατασκευή του μνημείου και ανάγεται πιθανόν στο τέλος του 13ου αιώνα. Το νεώτερο στρώμα είναι μεταβυζαντινής εποχής (πιθανόν 17ος αιώνας).
Είναι ο αρχαιότερος σταυρεπίστεγος, μονόκλιτος ναός της κατηγορίας του στον Ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για μονόροφο κτίσμα διαστάσεων 4.10Χ 6.65μ. και μέγιστου ύψους 5.10μ. με τοιχοποιία πάχους 65-70 εκ. Η κάλυψη γίνεται με δύο άνισες καμάρες, μια πλατειά κατά μήκος του ναού (πλάτους 2.30μ. και ύψους 3.70μ.) και μία στενότερη εγκάρσια (πλάτους 1.30μ. και ύψους 4.70μ.).
Η λιθοδομή εξωτερικά είναι δομημένη κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα εκτός της δυτικής πλευράς που το ακολουθεί μόνο στα πολύ χαμηλά του σημεία, σπαράγματα της αρχικής φάσης του μνημείου. Η δυτική πλευρά, το νοτιοδυτικό τμήμα της νότιας πλευράς και η ανωδομή της εγκάρσιας καμάρας αποτελείται από μικρούς ακατέργαστους λίθους ίδιας γεωλογικής σύστασης με το πέτρωμα που διαμορφώνει την υψομετρική έξαρση του εδάφους όπου είναι κτισμένος ο ναός.
Επίσης στο εσωτερικό του διακρίνονται τρεις εσοχές σε καθέναν από τους μακρούς τοίχους, οι οποίες αντιστοιχούν στην εγκάρσια καμάρα και σε δυο τυφλά αψιδώματα εκατέρωθεν. Η κτιστή Αγία Τράπεζα εγγράφεται στο εσωτερικό της κεντρικής αψίδας του Ιερού. Η τοιχοποιία του ναού είναι αμελής από αδρά λαξευμένους λίθους που πλαισιώνονται από τούβλα.


Η έρευνα της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (1981)1

Ανήκει στους σταυρεπίστεγους ναούς και ειδικότερα στην κατηγορία A3, σύμφωνα με την κατάταξη του Α. Ορλάνδου, των μονόκλιτων κτισμάτων (εικ.α). Από τρεις εσοχές ανοίγονται σε καθένα από τους μακρούς τοίχους του ναού, βόρειο και νότιο, που αντιστοιχούν αφενός στην εγκάρσια καμάρα κι αφετέρου σε δύο τυφλά αψιδώματα που την πλαισιώνουν σε κάθε πλευρά. Η αψίδα είναι ημικυκλική εξωτερικά με κεραμοπλαστικό διάκοσμο και παράθυρο φραγμένο μεταγενέστερα. Ψηλότερα στο τύμπανο του ανατολικού τοίχου ανοίγεται άλλο, στενό μονόλοβο παράθυρο. Ανοίγματα υπάρχουν επίσης από ένα μικρό στη βόρεια και νότια πλευρά της εγκάρσιας καμάρας και ψηλά στο δυτικό τοίχο.
Ένα μεγαλύτερο παράθυρο υπάρχει χαμηλά στο βόρειο τοίχο της εγκάρσιας καμάρας και ένα τοξωτό στη νότια πλευρά του ναού. Η είσοδος γινόταν από τη δυτική πλευρά με τοξωτή πόρτα επάνω από την οποία ανοιγόταν μικρή κόγχη.
 Εξωτερικά η αρχική τοιχοδομία του ναού έχει αλλοιωθεί αρκετά από μεταγενέστερες επεμβάσεις και επιχρίσματα. Σε ορισμένα όμως σημεία, όπως στο ανατολικό τμήμα του βόρειου και του νότιου τοίχου, σώζεται ανέπαφη και μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι ο ναός ήταν χτισμένος σύμφωνα με το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Εσωτερικά σώζονταν τοιχογραφίες σε πολύ κακή κατάσταση. Σε ορισμένα σημεία απολεπιζόταν η ζωγραφική επιφάνεια ή είχε καλυφθεί με ασβεστώματα, κονιάματα κτλ., ενώ αλλού είχε αποσαθρωθεί το υπόστρωμα της ζωγραφικής και οι τοιχογραφίες κατέπεφταν. Η Εφορεία ανέλαβε τη συντήρησή τους και την αποκάλυψη όσων τοιχογραφιών υπήρχαν κάτω από τα νεότερα κονιάματα.
Κατά τις εργασίες, διαπιστώθηκε ότι σώζεται αποσπασματικά ζωγραφική τριών εποχών τουλάχιστον, σε κακή όμως διατήρηση, πράγμα που δεν επιτρέπει αξιόλογες παρατηρήσεις.

 
1ο στρώμα τοιχογραφιών (παλιότερο). 
Στο τύμπανο του βορειοδυτικού τυφλού αψιδώματος του βόρειου τοίχου, σε βάθος μπλε σκούρο, εικονίζεται αγία σε προτομή, με σταυρό στο χέρι και άσπρη καλύπτρα στο κεφάλι (εικ.β). Στα δεξιά της δεύτερη γυναικεία μορφή με μαφόριο και φωτοστέφανο. Δε σώζεται το πρόσωπο ενώ το σώμα της διακρίνεται ελάχιστα. Πρόκειται, ίσως για την Παναγία ή, το πιθανότερο, για την αγία Άννα. Στο ανατολικό κάθετο τμήμα του εσωραχίου του τόξου σώζεται τμήμα από τη διακόσμησή του: η επιφάνεια είναι χωρισμένη σε διάχωρα όπου εγγράφονται X, τα οποία έχουν αποδοθεί σχηματοποιημένα και σε διάφορα χρώματα. Στη βορειοανατολική «παραστάδα» που σχηματίζει η εγκάρσια καμάρα στο βόρειο τοίχο, εικονίζεται χαμηλά γεροντική μορφή αγίου και δίπλα του σώζεται μόνο το γράμμα Ν. Ψηλότερα από αυτόν και πάνω ακριβώς από το σημείο επαφής του μεταγενέστερου τέμπλου, το οποίο καθαιρέθηκε, σώζεται νεανική ανδρική μορφή στηθαία, με εκφραστικά μάτια, ίσια μύτη, κόκκινες κηλίδες στα μάγουλα και φωτοστέφανο. Οι δύο μορφές δεν ταυτίστηκαν. Στο τύμπανο του νοτιανατολικού τυφλού αψιδώματος σώζεται αποσπασματικά κεφάλι αγίου νεαρής ηλικίας, με μαύρα κοντά μαλλιά, μεγάλα εκφραστικά μάτια και κόκκινες κηλίδες στα μάγουλα.
 Στη νοτιανατολική παραστάδα της εγκάρσιας καμάρας, ακριβώς πάνω από το τέμπλο, μορφή αγίας σε προτομή με άσπρη καλύπτρα στο κεφάλι. Η αγία δεν ταυτίστηκε. Από την επιγραφή της σώζεται μόνο το γράμμα Ρ. Στην ανατολική καμάρα του Ιερού σώζεται το κάτω μισό τμήμα από τις μορφές δύο αποστόλων και η παράσταση ταυτίζεται εύκολα με την Ανάληψη, που εικονογραφείται συνήθως σ’ αυτό το χώρο. Η καλή διατήρηση της ενδυμασίας του ενός από αυτούς, γαλάζιος χιτώνας και κόκκινος μανδύας με φώτα σε ανοιχτότερη απόχρωση, μας δίνει μια ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπιζόταν η πτυχολογία στη ζωγραφική αυτής της περιόδου: παρατηρούμε μια υποχώρηση της γραμμικότητας των φώτων και μια προσπάθεια να ακολουθήσουν τη στρογγυλότητα της φόρμας. Περιορισμένης έκτασης παρατηρήσεις, λόγω κακής διατήρησης, μπορούν να γίνουν και για το πλάσιμο των μορφών: τα πρόσωπα έχουν δουλευτεί με ώχρα και ωμή όμπρα με κόκκινες «βούλες» στα μάγουλα. Τα περιγράμματα, καθώς και τα χείλη, η μύτη, τα αυτιά έχουν αποδοθεί με καστανό χρώμα (χοντροκόκκινο). Απουσιάζουν εντελώς τα άσπρα φώτα, ενώ οι σκιές κάτω από τα μάτια πλάθονται με κόκκινο χρώμα. Τα μαλλιά αποδίδονται με χοντροκόκκινο και μαύρες πινελιές. Η ζωγραφική του στρώματος αυτού θα πρέπει να χρονολογηθεί στο 13ο αι. 
2ο στρώμα τοιχογραφιών. 
Από τη ζωγραφική αυτή σώζονται στα βορειοανατολικά και βορειοδυτικά τυφλά αψιδώματα τμηματικά και απολεπισμένες οι παραστάσεις: στο τύμπανο του πρώτου, η παράσταση της οσίας Μαρίας με το Ζωσιμά. Δεξιά η οσία, ασκητική μορφή με μηλωτή και ακατάστατα μαλλιά, στρέφεται προς τον αβά, στα αριστερά της, ο οποίος με δυσκολία διακρίνεται. Στο βορειοδυτικό αψίδωμα, σε κατώτερη θέση από τις γυναικείες μορφές του πρώτου στρώματος, διακρίνεται τμήμα μορφής μάρτυρα που κρατεί σταυρό. Το πλάσιμο των προσώπων της ζωγραφικής αυτής της περιόδου έχει γίνει κι εδώ με ώχρα και με περιορισμένη χρήση όμπρας στα σκοτεινά μέρη. Αλλού χρησιμοποιείται ατόφια όμπρα ή αναμειγνύεται με κόκκινο ή άσπρο. Φώτα άσπρα δεν υπάρχουν. Τα περιγράμματα, τα μάτια, η μύτη κτλ. έχουν αποδοθεί με χοντροκόκκινο χρώμα. Αυτή η ζωγραφική θα πρέπει να μην απέχει πολύ από την προηγούμενη και θα μπορούσε να χρονολογηθεί στο τέλος του 13ου ή στο 14ο αιώνα.
3ο στρώμα τοιχογραφιών, μεταβυζαντινής εποχής: 
α) Στα χαμηλά μέρη του τυμπάνου του βορειοανατολικού τυφλού αψιδώματος σώζονται εξίτηλοι πίνακες σε σχήμα έλλειψης με επιγραφές. Σ’ έναν από αυτούς διαβάζεται: 
ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΑΥΤΟΥ, 
β) Στο χώρο της Πρόθεσης η Άκρα Ταπείνωση και 
γ) στο τέταρτο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού η Παναγία Βρεφοκρατούσα με αρκετές μεταγενέστερες επιζωγραφίσεις.
Τέλος έγινε περισυλλογή ενός τμήματος τοιχογραφίας, το οποίο είχε καταπέσει. Εικονίζεται σ’ αυτό μορφή αγίου με αδρά χαρακτηριστικά, πλατύ πρόσωπο με μεγάλα μάτια, χοντρή μύτη, παχιά, χείλη. Δίνει την εντύπωση ότι η επεξεργασία του δεν είχε ολοκληρωθεί (εικ.γ). Θα πρέπει να αποδοθεί στο παλιότερο στρώμα ζωγραφικής. Μεταφέρθηκε για συντήρηση και φύλαξη στο Μουσείο Μυστρά.

Το 2006 εκπονήθηκε μελέτη αναστήλωσης και στερέωσης του ναού από το επιστημονικό προσωπικό της 26ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ενώ το 2012 εγκρίθηκε η χρηματοδότηση του έργου το οποίο και ολοκληρώθηκε πρόσφατα.

Σημείωση:
1. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΜΟΣ 36 (1981) ΜΕΡΟΣ B' 1- ΧΡΟΝΙΚΑ





Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Η Λιμνιάτις Άρτεμις του Ταϋγέτου

Το ιερό της Λιμνιάτιδος Αρτέμιδος στον Βόλυμνο της Μεσσηνίας υπήρξε ένα εκ των σημαντικότερων παραμεθόριων ιερών του αρχαίου ελληνικού κόσμου, των λεγομένων «ιερών των εσχατιών», στα σύνορα Μεσσήνιων και Λακαεδαιμόνων. Στο ιερό αυτό σύμφωνα με την παράδοση δόθηκε η αφορμή για τον Α΄ Μεσσηνιακό πόλεμο.
Η Άρτεμις ως Λιμνάτις πρωτίστως συνδέεται με τα ύδατα (λίμνες, πηγές, βάλτους). Η θέση του ιερού στον Βόλυμνο, ονομάζεται από τον Στράβωνα και τον Παυσανία Λίμναι. Τόσο στην περιοχή του Βολύμνου όπου δίπλα απ΄το ιερό υπάρχει πηγή και πηγάδι, όσο και στις Γαϊτσές, όπου τοποθετείτε και δεύτερο νεότερο ιερό της θεάς επί του Ταϋγέτου, η παρουσία του νερού είναι κυρίαρχη. Το υδάτινο στοιχείο, σύνορο ένος άλλου κόσμου, φαίνεται ότι ενίσχυε τον οριακό χαρακτήρα και της λατρείας, σε συνάρτηση με τη συνοριακή παρουσία του ίδιου του ιερού της.


Ο Παυσανίας αναφέρει την ύπαρξη ενός ιερού της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος στον Ταΰγετο, στη θέση Λίμναι, στα σύνορα Μεσσηνίας– Λακωνίας, κοντά σε μία κώμη της μεσσηνιακής ενδοχώρας που ονομαζόταν Καλάμαι.
Ο περιηγητής συνδέει ευθέως το ιερό των Λιμνών με τη δολοφονία του Σπαρτιάτη βασιλέα Τηλέκλου, που υπήρξε η αφορμή της έναρξης του Α΄ Μεσσηνιακού Πολέμου.
Την ίδια περίπου πληροφορία παραδίδει και ο Στράβων, δίνοντας έμφαση στο αιματηρό επεισόδιο μεταξύ των δύο γειτόνων.

Χάρτης της Μεσσηνίας με τις αρχαίες θέσεις λατρείας της Αρτέμιδος. Σε παρένθεση αναφέρονται τα σημερινά ονόματα των θέσεων

Ο Τάκιτος από την πλευρά του, αναφερόμενος στην αναοριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των δύο επικρατειών, αναφέρεται τόσο στη διαμάχη μεταξύ Μεσσηνίων και Λακεδαιμονίων για την κατοχή του ιερού του Λιμνάτιδος, όσο και στη διαφιλονικούμενη περιοχή της Δενθελιάτιδος (ager Denthaliatis)
Το +25, οι πρεσβείες Μεσσηνίων και Σπαρτιατών εμφανίστηκαν ενώπιον της ρωμαϊκής Συγκλήτου, παρουσία του αυτοκράτορα Τιβερίου, για να ζητήσουν διαιτησία στη διένεξή τους για την κυριότητα επί της Δενθελιάτιδος και του ιερού της Λιμνάτιδος. Και οι δύο πλευρές επιχειρηματολόγησαν επικαλούμενοι μύθους, κείμενα, έργα, αλλά και την πρόσφατη, κοινή ιστορία. Τελικώς, η περιοχή αποδόθηκε οριστικά στους Μεσσηνίους.
Η τελεσίδικη αυτή απόφαση τεκμηριώνεται με τη βοήθεια μίας θραυσμένης ασβεστολιθικής στήλης που βρέθηκε στη Μεσσήνη και χρονολογείται το +78· η επιγραφή της αναφέρεται στην οριοθέτηση των συνόρων Μεσσηνίας - Λακωνίας, αλλά και της νεότευκτης επικράτειας των Ελευθερολακώνων, με όρους χαραγμένους σε βράχους, κατά μήκος της κορυφογραμμής του Ταϋγέτου. Στους δύο τελευταίους στίχους της επιγραφής μάλιστα γίνεται αναφορά σε ένα ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, πάνω από το φυσικό σύνορο του φαραγγιού της Χοιρείου Νάπης.
Είναι σαφές ότι οι γραπτές πηγές κάνουν λόγο για την ύπαρξη ενός τουλάχιστον ιερού στον Ταΰγετο, αφιερωμένου στη Λιμνάτιδα Άρτεμι, που συνδέεται με την ιστορία των δύο προαιώνιων αντιπάλων. Η σπαρτιατική εκδοχή κάνει λόγο για κακομεταχείριση των παρθένων που είχαν επισκεφτεί το ιερό και για την παρέμβαση του βασιλιά Τηλέκλου, με αποτέλεσμα τον θάνατό του και την αυτοκτονία των παρθένων από ντροπή. Από την άλλη, η μεσσηνιακή εκδοχή κάνει λόγο για αγένειους νεαρούς Σπαρτιάτες, οι οποίοι είχαν μεταμφιεστεί σε παρθένες με σκοπό να δολοφονήσουν τους Μεσσηνίους άρχοντες που είχαν προσέλθει στο ιερό για την εορτή της θεάς· μάλιστα καταλογίζει στον δολοφονηθέντα Τήλεκλο ότι προσέβλεπε εξαρχής στην κατάκτηση της Μεσσηνιακής γης.
Η διαμάχη αυτή αποτέλεσε αφορμή για την έναρξη του Α΄ Μεσσηνιακού Πολέμου και τη διαδοχική κατάκτηση της Μεσσηνίας, που ολοκληρώθηκε με το τέλος του Β΄ Μεσσηνιακού Πολέμου, την ήττα του Αριστομένους και την κατάληψη της Είρας, περί το -600. 
Αργότερα, μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας και την ίδρυση της Μεσσήνης το -369, το ιερό της Λιμνάτιδος βρέθηκε στη συνοριακή γραμμή των δύο επικρατειών, αποτελώντας αντικείμενο διπλωματικής και πιθανότατα στρατιωτικής διαμάχης μεταξύ των δύο γειτόνων, καθώς συνδέθηκε με τις προαιώνειες βλέψεις των δύο λαών και την προσδοκία κυριαρχίας επί της Δενθελιάτιδος.
Το -338, μετά τη νίκη των Μακεδόνων στη Χαιρώνεια, ο Φίλιππος ο Β΄ προσφέρει την περιοχή στους Μεσσηνίους. 
Περί το -270 η Δενθελιάτις περνά στην κυριαρχία της Σπάρτης, ενώ το -222, μετά τη μάχη της Σελλασίας, ο Αντίγονος Δώσων την αποδίδει και πάλι στους Μεσσηνίους.
Μία επιγραφή στο βάθρο της Νίκης του Παιωνίου στι ιερό της Ολυμπίας, διασώζει τη μαρτυρία ότι με τη διαιτησία διακοσίων Μιλησίων δικαστών, περί το -146, η Δενθελιάτις αποδόθηκε στους Μεσσηνίους. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει για μία ακόμη φορά κατάκτηση ή τουλάχιστον αμφισβήτηση της κυριαρχίας της από τους Λακεδαιμονίους. 
Το -44 ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Μάρκος Αντώνιος την προσφέρουν στη Σπάρτη, ενώ το +25. ο Ρωμαίος πραίτωρ της Αχαΐας Atidius Geminus την επαναφέρει στη μεσσηνιακή επικράτεια. Τέλος το +78, καθορίζεται οριστικά η συνοριακή γραμμή Μεσσηνίας – Λακωνίας με νότιο όριο τη Χοίρειο Νάπη, πάνω από την οποία, σε απόκρημνο σημείο, δέσποζε ένα (δεύτερο;) ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος. 

Τοπογραφική αναζήτηση του ιερού στον Ταΰγετο 
Το 1797, στη Χάρτα του Ρήγα Βελεστινλή, στο νοτιοανατολικό άκρο της Μεσσηνίας και στα σύνορα με τη Λακωνία, σημειώνεται ένα ιερό της Αρτέμιδος. Ο εντοπισμός από τον Ludwig Ross στην ορεινή θέση “Βόλυμνος” Αλαγονίας, ανατολικά της σημερινής Καλαμάτας και αρκετά βορειώτερα από τη θέση της Χάρτας, επιγραφών και αρχιτεκτονικών μελών εντοιχισμένων σε ένα απόμερο ξωκλήσι, οδήγησε στην ταύτιση της περιοχής με τις αρχαίες Λίμνες και το ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος.


Ταΰγετος (Παξιμάδι) Όρος του +1ου αι. στη συνοριακή γραμμή Μεσσηνίας - Λακωνίας (φωτο Δ. Κοσμόπουλος)

Η δημοσίευση της επιγραφής που αναφέρεται στην οριοθέτηση της συνοριακής γραμμής Μεσσηνίας– Λακωνίας από τον χωρομέτρη Τίτο Φλάβιο Μονόμιτο και εν συνεχεία ο εντοπισμός από τον Walter Kolbe τριών ενεπίγραφων όρων κατά μήκος του όρους Παξιμάδι, στην οροσειρά του Ταϋγέτου, οδήγησε τον Γερμανό ερευνητή στο συμπέρασμα ότι η θέση του ιερού πρέπει να αναζητηθεί νοτιώτερα του Βολύμνου, στο νότιο άκρο της συνοριακής γραμμής ανάμεσα στις επικράτειες της Μεσσηνίας, της Λακωνίας και των Ελευθερολακώνων, πλησίον του φαραγγιού του Ριντόμου (Κοσκάρακας), το οποίο και ταύτισε με την αρχαία Χοίρειο Νάπη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα Λακωνικά του ο Παυσανίας έχει ήδη αναφερθεί σε ένα ιερό της Αρτέμιδος στην ελευθερολακωνική Αλαγονία, η οποία τοποθετείται στο νότιο όριο του φαραγγιού του Ριντόμου, στην περιοχή των ορεινών Γαϊτσών της Μεσσηνίας.
"Γερηνίας δὲ ὡς ἐς μεσόγαιαν ἄνω τριάκοντα ἀπέχει σταδίους Ἀλαγονία, καὶ τὸ πόλισμα καταρίθμησα ἤδη καὶ τοῦτο ἐν ἐλευθερολάκωσι· θέας δὲ αὐτόθι ἄξια Διονύσου καὶ Ἀρτέμιδός ἐστιν ἱερά"
Τη θέση του Kolbe ενίσχυσε η ανακάλυψη πέντε ακόμη όρων κατά μήκος της κορυφογραμμής του Ταϋγέτου, εκ των οποίων ο νοτιώτερος βρίσκεται πάνω από το φαράγγι του Ριντόμου. Το θέμα της θέσης του ιερού αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας πολλών, ελλήνων και ξένων μελετητών. Τη δεκαετία του 1920 ο Σουηδός αρχαιολόγος Μ.N. Valmin εντόπισε στο λόφο του Προφήτη Ηλία, στο Βόρειο Γαϊτσών (τέως Μπρίντα), και πάνω ακριβώς από το φαράγγι του Ριντόμου, λείψανα οχύρωσης, ταυτίζοντας τη θέση με το ιερό της Λιμνάτιδος Αρτέμιδος. 
Το ερώτημα για τη θέση του ιερού οδήγησε νεώτερους ερευνητές στην άποψη περί ύπαρξης δύο ιερών, ενός παλαιότερου στον Βόλυμνο, όπου εντοπίστηκαν μικροαντικείμενα και επιγραφές, και ενός νεώτερου, το οποίο ιδρύθηκε από τους Σπαρτιάτες τον +1ο αιώνα, μετά την οριστική χάραξη της συνοριακής γραμμής στο φαράγγι του Ριντόμου. 
Ο Γεώργιος Σταϊνχάουερ ερειδόμενος στο σχετικό απόσπασμα από τις Annales του Τάκιτου, που αναφέρεται στη συνοριακή διαμάχη Μεσσηνίων – Λακεδαιμονίων για τον ager Denthaliatis, υποστήριξε ότι μετά την αναοριοθέτηση των συνόρων το +78, οι Λακεδαιμόνιοι, που έως τότε δε θεωρούσαν ότι είχαν απωλέσει τον έλεγχο του ιερού, ίδρυσαν ένα νέο πάνω από τη Χοίρειο Νάπη.  Την ίδια θέση υποστήριξαν ο Γιάννης Πίκουλας, ο οποίος μελέτησε συστηματικά το οδικό δίκτυο και την τοπογραφία της περιοχής, ο Νικόλαος Παπαχατζής και ο Eric – Lucien Brulotte.  Μάλιστα δεν αποκλείεται το ιερό αυτό της Λιμνάτιδος να ταυτίζεται με το Αρτεμίσιο της ελευθερολακωνικής Αλαγονίας, όπου συλλατρεύονταν η Άρτεμις και ο Διόνυσος, λαμβάνοντας υπόψη και τη σχετική αναφορά της οριοθετικής επιγραφής της Μεσσήνης, που δεν παραλείπει να μνημονεύσει τους Ελευθερολάκωνες.
Εφόσον μάλιστα η ταύτιση των σημερινών Γαϊτσών με την αρχαία Αλαγονία είναι σωστή, στην ευρύτερη περιοχή τους πρέπει να αναζητηθεί και το ιερό της Αλαγονικής Αρτέμιδος που αναφέρει ο Παυσανίας, το οποίο πιθανότατα ταυτίζεται με τη Λιμνάτιδα της επιγραφής της Μεσσήνης, στο όριο της τριεθνούς συνοριακής γραμμής.
 Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από την παρουσία πολλών πηγών στην περιοχή που ρέουν μέσα από το φαράγγι του Ριντόμου, υδροδοτώντας τους οικισμούς των μεσσηνιακών παραλίων. Η πρακτική επανίδρυσης ενός παραμεθόριου ιερού που έως τότε αποτέλεσε αντικείμενο έριδος ανάμεσα σε δύο γειτονικά και αντίπαλα κράτη, είναι γνωστή τόσο στη Μεσσηνία και τη Λακωνία. 
Επιβεβαιώνεται μάλιστα πανηγυρικά από την πληροφορία του Στράβωνος για την ίδρυση, μετά το φόνο του Τηλέκλου στη Δενθελιάτιδα, ενός νέου ιερού της Λιμνάτιδος κοντά στη Σπάρτη.
Με βάση το κείμενο του Τάκιτου, η θέση του αρχικού ιερού σχετίζεται άμεσα με τη διαφιλονικούμενη περιοχή της Δενθελιάτιδος. Εφόσον η θέση ταυτιστεί με τον Βόλυμνο, ο ager Denthaliatis ταυτίζεται με μία μικρή κοιλάδα στην οροσειρά του Ταϋγέτου, βορείως του φαραγγιού του Νέδοντος. 
Η κοιλάδα δεν είναι τόσο εύφορη όπως θα ανέμενε κανείς, και συνεπώς η οικονομική της σημασία δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το ενδιαφέρον και το πείσμα για την κατοχή της. Η περιοχή ωστόσο αποτελεί τη φυσική είσοδο της Μεσσηνίας από τη Λακωνία, αλλά και το σταυροδρόμι οδών που συνδέουν τη Λακωνία, την Αρκαδία και τη Μεσσηνία, αποκτώντας όπως είναι φυσικό, στρατηγική σημασία για τη διατήρηση των διαύλων επικοινωνίας της Σπάρτης με τις περιοικίδες πόλεις της στη μεσσηνιακή παραλία (π.χ. Φαραί, Θουρία), την «αστυνόμευση» των μεσσηνίων ειλώτων, αλλά και τις αφνιδιαστικές επεμβάσεις του σπαρτιατικού στρατού. 
Ο έλεγχος συνεπώς της Δενθελιάτιδος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του συστήματος των 
σπαρτιατικών συνόρων, και μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο δυτικός κρίκος μιας σειράς θέσεων – κλειδιών εισόδου – εξόδου από τη Λακωνία προς τις όμορες περιοχές της Αιγυτίδος, της Βελμινάτιδος, της Σκιρίτιδος, της Καρυάτιδος και της Θυρεάτιδος. Η κύρια λειτουργία του συστήματος αυτού είναι ο έλεγχος των οδικών αρτηριών που έχουν ζωτική σημασία για την πολιτική και οικονομική συνοχή και επιβίωση του σπαρτιατικού κράτους και την εξασφάλιση της στρατηγικής υπεροχής στην ευρύτερη περιοχή της νότιας Πελοποννήσου.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία το ιερό της Λιμνάτιδος αποτελεί ένα εκ των σημαντικότερων παραμεθόριων ιερών του αρχαίου ελληνικού κόσμου, των λεγομένων «ιερών των εσχατιών».
Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από την αναφορά του Στράβωνος ότι το ιερό βρισκόταν «ἐν μεθορίοις», ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε την πληροφορία του Παυσανία για κοινή πανήγυρι και θυσία στους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους. Τα παραμεθόρια ιερά ιδρύονταν στα όρια των επικρατειών των αρχαϊκών πόλεων – κρατών. 
Η ιστορία και οι θρύλοι τους, αλλά και το είδος της λατρείας που ασκείτο ήταν συνυφασμένα με τον τρόπο συγκρότησης των πόλεων - κρατών, αντικατοπτρίζοντας τον λατρευτικό καθορισμό «μιας νέας απεικόνισης του χώρου – της επικράτειας – και της διαμόρφωσης μιας νέας κοινωνίας, της κοινωνίας των πολιτών, χάρη στις τελετουργίες κοινωνικής εντάξεως – δύο μεταλλαγές που συνδέονται με την ανάπτυξη των μη αστικών λατρειών».  Η εμφάνιση ενός μνημειακού ιερού στην τοπογραφία μίας εξωαστικής περιοχής υπογραμμίζει «…την οργάνωση του καθημερινού περιβάλλοντος με αφετηρία ορισμένους τόπους λατρείας, τους οποίους μια διαρκής προσπάθεια τοποθετεί στην πρώτη γραμμή των ενδιαφερόντων και των επιτευγμάτων της κοινότητας. Προϋποθέτει επίσης την ύπαρξη κέντρων λήψεως αποφάσεων ικανών να κινητοποιήσουν αυτούς τους πόρους». 
Το παραμεθόριο ιερό φαίνεται ότι δεν περιοριζόταν στην οριοθέτηση των επικρατειών, αλλά οριοθετούσε την αγροτική γη, τα περάσματα των ποιμένων και των κυνηγών, τα σημεία άμυνας της επικράτειας, τα σημεία ύδρευσης και πρόσβασης των ταξιδιωτών, και τέλος σε συμβολικό– μεταφυσικό επίπεδο, τη μετάβαση από τον πολιτισμένο στον άγριο κόσμο.
Με την παρουσία της η λατρευόμενη θεότητα έλεγχε τις μεταβάσεις από τη μία κατάσταση στην άλλη· οι απειλητικές για τον άνθρωπο θείες και δαιμονικές δυνάμεις μετατρέπονταν σε φίλιες, ευμενείς, καθώς ενσωματώνονταν στη μεθοριακή λατρεία, ενώ η γη του τόπου από άγρια και δυσπρόσιτη γίνεται προσβάσιμη και δαμάζεται.


Το ξωκλήσι της Παναγιάς Καψοχεροβολούσας

Η επιγραφική μαρτυρία του Βολύμνου
Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, λίγα χρόνια μετά την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, στη θέση “Βόλυμνος” Αλαγονίας (αναφέρεται και ως “Βόλιμνος” ή “Βόλιμος”), ο γερμανός περιηγητής Ludwig Ross ανακάλυψε αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, εντοιχισμένα στο ξωκλήσι της Παναγιάς της Βολιμνιώτισσας ή Καψοχεροβολούσας , ορισμένα από τα οποία μάλιστα έφεραν επιγραφές. Ειδικότερα: 
1) Σε ένα τμήμα επιστυλίου διαβάζουμε την επιγραφή
- - - - τα . . σεβαστο[ῦ υἱ]ός- - - - 
- - - - - - - - - - - - - - - 
- - νος σεβαστοῦ, θεοῦ σεβαστοῦ - - - 
- - - - - - - σεβ[αστο - - - - -]
 Με βάση τον τύπο των γραμμάτων η επιγραφή μπορεί να χρονολογηθεί στους αυτοκρατορικούς χρόνους, ενώ η προσφώνηση σεβαστός απαντάται συχνά σε ρωμαϊκές επιγραφές θρησκευτικού ενδιαφέροντος. Στην επιγραφή των Γερόντων της Ουπησίας και του Μνασιστράτου από τη Μεσσήνη που χρονολογείται το +42, γίνεται λόγος για «ταῖς τῶν Σεβαστῶν θυσίαις»
2) Σε ένα άλλο τμήμα μαρμάρινου επιστυλίου αναγράφεται η ακόλουθη επιγραφή: 
Χάρτος Εὐθυκλέος ἱερεὺς Ἀρτέμιτος. 
Θεοξενίδας Εὐθυκλέος [ἱε]ρ[εὺς Ἄρτ]έμιτος 
Νικήρατος Θέωνος. Στράτων Σ]τράτ[ω]νος 
Ἀβεατῶν πόλις - - - - - | ἐπὶ 
Μόσσχου τοῦ Μεν - - - - - - - - 
. . . . ΤΑ - - - - - - - - - - 
 Η επιγραφή χρονολογείται τον +1ο αιώνα. Τα ονόματα Χάρτος και Θεοξενίδας δεν απαντώνται σε άλλες μεσσηνιακές επιγραφές. Το όνομα Ευθυκλής είναι αρκετά συνηθισμένο στη Λακεδαίμονα και απαντάται εκτός των άλλων, σε κατάλογο Γερόντων των αυτοκρατορικών χρόνων από τη Σπάρτη. Το όνομα Θέων φαίνεται ότι είναι συνηθισμένο όνομα τόσο  στις πόλεις του Κοινού των Ελευθερολακώνων, όσο και στη ρωμαϊκή Σπάρτη.
Το όνομα Στράτων Στράτωνος περιλαμβάνεται σε κατάλογο ονομάτων Ταιναρίων πολιτών, που βρέθηκε στη Σπάρτη και χρονολογείται πιθανότατα στους αυτοκρατορικούς χρόνους. 
Ωστόσο, τόσο ο Στράτων όσο κ αι ο Νικήρατος αναφέρονται ο ένας δίπλα στο άλλο σε τιμητικό ψήφισμα του +46 προερχόμενο από το Αρτεμίσιο του Ασκληπιείου της Μεσσήνης, ως «ἱεροὶ γέροντες τῆς Οὐπησίας"
Οι 76 Γέροντες της Ουπησίας ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της πόλης της Μεσσήνης, με καταγωγή από τον δωριέα γενάρχη Κρεσφόντη και σημαντικά πολιτικά και θρησκευτικά καθήκοντα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβανόταν και η επιμέλεια του ιερού της Ορθίας - Φωσφόρου Αρτέμιδος, που αποτελούσε σημείο αναφοράς στη ζωή της μεσσηνιακής «πρωτεύουσας». 
Το ανώτατο θρησκευτικό αξίωμα που κατείχαν ο Νικήρατος και ο Στράτων στην πόλη της Μεσσήνης κατά τον +1ο αιώνα, μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι στην επιγραφή του Βολύμνου τα δύο πρόσωπα αναφέρονται με την ιδιότητα των ιερέων της θεάς, αντιστοίχως προς τον Χάρτο και τον Θεοξενίδα. Η υπόθεση αυτή μοιάζει αρκετά βάσιμη, αν αναλογιστούμε ότι μετά το -369 η Δενθαλιάτιδα και το ιερό της Λιμνάτιδος στον Ταΰγετο περνούν οριστικά στον έλεγχο των Μεσσηνίων, με μικρά διαλείμματα κατοχής από τους Σπαρτιάτες. Συνεπώς η κυριαρχία της Μεσσήνης επί του ιερού, δια της παρουσία των ανώτερων θρησκευτικών αξιωματούχων της, μοιάζει απολύτως φυσική. 
Στον στίχο 5 της επιγραφής αναφέρεται το όνομα Μόσσχος. Το όνομα απαντάται και σε επιγραφή του -1ου αιώνα από τη Μεσσήνη, χωρίς όμως το παχύ μεσσηνιακό σσ· μάλιστα στην εν λόγω επιγραφή ο μεσσήνιος αξιωματούχος αναφέρεται ως ο ηγεμών των ιπποτρόφων και των νεωτέρων. 
Η παρουσία της πρόθεσης ἐπὶ προ του ονόματός του στην επιγραφή του Βολύμνου, ενισχύει τη σκέψη ότι ο Μόσσχος υπήρξε άρχων θρησκευτικός ή πολιτικός της γειτονικής Μεσσηνιακής, πόλης των Αβεατών (Αβίας).
Η επιγραφή σχετίζεται προφανώς με την προσφορά υπηρεσίας ή αναθήματος της πόλης στο ιερό, αλλά και τη συμμετοχή ενός Αβεάτη αξιωματούχου στη διαχείριση της λατρείας της θεάς. Με τη μαρτυρία αυτή καταδεικνύεται ότι, μετά την οριστικοποίηση της μεσσηνιακής κυρισρχίας στην περιοχή, ενισχύθηκε η μεσσηνιακή ταυτότητα του ιερού, με την παρουσία και άλλων μεσσηνιακών πόλεων στην ετήσια εορτή, πέραν της Μεσσήνης. 
3) Σε ένα τμήμα μαρμάρινου επιστυλίου, που χρονολογείται το +218. σημειώνεται. 
Ἔτους σμθ΄ Αὐρ(ήλιος) Πρεῖμος 
 [ἀ]γωνοθέτης θεᾶς Λιμνάτιδος 
Το όνομα Αυρήλιος Πρείμος απαντάται σε εφηβικό κατάλογο του +246 από την Κορώνη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για συγγενή (εγγονό;) του αγωνοθέτη της Λιμνάτιδος. Η παρουσία ενός Κορωναίου αγωνοθέτη στο ιερό, επιβεβαιώνει ότι πλην της Αβίας και της Μεσσήνης, και άλλες, μικρότερες Μεσσηνιακές πόλεις απέστειλαν αξιωματούχους τους, είτε για να ασκήσουν ιερατικά καθήκοντα είτε για να προσφέρουν υπηρεσίες ως αγωνοθέτες. 
Η αγωνοθεσία αποτελούσε υπηρεσία προς το ιερό ιδιαίτερα τιμητική, καθώς όποιος την ασκούσε είτε προήδρευε των αγώνων (αθλητικών, μουσικών ή ακόμη και θεατρικών) που τελούνταν προς τιμήν της θεάς, είτε εκτελούσε καθήκοντα κριτή σε αυτούς. Ο αγωνοθέτης μάλιστα, μετά το πέρας της υπηρεσίας του, διαιώνιζε την ανάμνηση της προσφοράς του με ενεπίγραφο ανάθημα προς τη θεά. Στη γειτονική Μεσσήνη, μία επιγραφή του -3ου αιώνα αναφέρεται στην αγωνοθεσία του Διοσκουρίδος προς τιμήν της Ορθίας. Ο ίδιος πολίτης αργότερα, εις ανάμνησιν της υπηρεσίας του, ανέθεσε χάλκινο άγαλμα της θεάς μπροστά από το ιερό της στο Ασκληπιείο


Ταΰγετος. Βόλυμνος Αλαγονίας (Λίμναι;) Εντοιχισμένο σπόλιο με επιγραφή στο ξωκλήσι της Παναγιάς Καψοχεροβολούσας(φωτο Β. Γεωργιάδης)

4) Σε μία λιθόπλινθο επιστυλίου, επιγεγραμμένη στις δύο της όψεις Πλευρά Α: 
[Ἔτους - - ἀγωνοθέτης θ]εᾶς Λιμνάτιδ[ος] 
[Ἔτους - - ἀγωνοθέτης θ]εᾶς Λιμνάτιδ[ος]  
Πλευρά Β: Βορθίῃ θεῷ - - - - - - - Λ[ι]μ[νατ - -] 
Αὐρ(υλία) Ἐλιξὼ ἀγωνοθέτης θεᾶς Λιμνάτ[ιδος
Ο τύπος των γραμμάτων της επιγραφής, αλλά και το όνομα της αγωνοθέτου με τη λατινική ρίζα, ενισχύουν τη χρονολόγηση της επιγραφής στους αυτοκρατορικούς χρόνους. Από την άλλη, η ταυτόχρονη αναφορά της θεάς ως Βορθία (Ορθία), αλλά και ως Λιμνάτιδα, δεν είναι ασυνήθιστη.
Το προσωνύμιο Ορθία έφερε κατά κύριο λόγο η σπαρτιατική Άρτεμις, η λατρεία της οποίας παρέμεινε δημοφιλής στη λακωνική επικράτεια ως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Ωστόσο η Άρτεμις λατρευόταν ως Ορθία - Φωσφόρος και στη Μεσσήνη, ενώ το ιερό της βρισκόταν στο κέντρο της λατρευτικής ζωής της πόλης. 
Η χρήση του επιθέτου ως πρόσθετου προσωνυμίου της Λιμνάτιδος, από τη μία δίνει έμφαση στην ιδιότητα της κουροτρόφου και προστάτιδας των νέων κατά τις διαβατήριες τελετές που τελούνταν στο ιερό, όπως η σπαρτιατική αλλά και η μεσσηνιακή Ορθία, από την άλλη ενδεχομένως επιβιώνει ως κατάλοιπο της σπαρτιατικής κυριαρχίας επί του ιερού, όταν είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Ορθία της Σπάρτης συνδέθηκε με τη Λιμνάτιδα και η λατρεία της διαδόθηκε στη Μεσσηνία στα χρόνια της κατοχής.
5) Λίθος αδιάγνωστης φύσης. Χρονολογείται στον -3ο αιώνα.
[Ἔτους - - ὁ δεῖνα ἀγωνοθέτης] θεᾶς Λειμνάτειδ[ος] 
6) Λίθος αδιάγνωστης φύσης. Φέρει επιγραφή
 ΠΑΜ - - 
7) Θραύσμα αγωνιστικής επιγραφής που προέρχεται από το ξωκλήσι του 
Βολύμνου και χρονολογείται στον -3ο αιώνα:
- - ΟΙΟC Ω Τ - - - - - - - - 
 [ἀγων]οθέτης Ἀρτε[μιδος]  
 ἐκ τōν εἰδίō[ν]
 Στις παραπάνω επιγραφικές μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν ότι στον Βόλυμνο υπήρξε κάποιο ιερό της θεάς, έρχεται να προστεθεί ένα χάλκινο κάτοπτρο, ανάθημα στη θεά από μία γυναίκα, που χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του -5ου αι.



Τα κινητά ευρήματα από τον Βόλυμνο 
Τα παλαιότερα ευρήματα από την περιοχή του Βολύμνου είναι όστρακα αγγείων που χρονολογήθηκαν στους πρωτογεωμετρικούς χρόνους. Ωστόσο η ίδρυση του ιερού πιθανότατα ανάγεται στους ύστερους γεωμετρικούς χρόνους, οπόταν χρονολογούνται τα παλαιότερα των αντικειμένων που έχουν παραδοθεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. 
Το σύνολο των μικροαντικείμενων που καταγράφονται στην παρούσα μελέτη και σχετίζονται με τη θέση αποτελούν παραδόσεις, αφού έως σήμερα καμία συστηματική έρευνα, επιφανειακή ή ανασκαφική, δεν έχει διενεργηθεί στην περιοχή.
α) Γεωμετρικοί χρόνοι: 
1. Χάλκινο ειδώλιο ίππου, έργο λακωνικού εργαστηρίου, -8ος αιώνας.
2. Έξη αποτμήματα χάλκινων περονών των ύστερων γεωμετρικών χρόνων. 
β) Αρχαϊκοί χρόνοι: 
1. Χάλκινη κατακόρυφη λαβή σκεύους, της οποίας το άνω τμήμα έχει τη μορφή καμπτόμενου και βρυχόμενου λέοντα χερνίβειο ή ποδονιπτήρα, που υπήρξε συνηθισμένο ανάθημα σε λακωνικά ιερά των αρχαϊκών χρόνων. Έργο λακωνικού εργαστηρίου. 
Χρονολογείται στον -6ο αιώνα.
2. Χάλκινη λαβή οινοχόης, στο σχήμα δύο συμφυών όφεων Χρονολογείται στον -6ο αι.
3. Χάλκινο, χυτό ειδώλιο σειρήνας (ή άρπυιας), πάνω σε πλακίδιο πόρπης (ή επίθεμα σε χάλκινη υδρία) Φέρει πόλο. Χρονολογείται το -530.
4. Λαβή χάλκινου κατόπτρου από έλασμα. Διακοσμείται με εγχάρακτη, γυναικεία μορφή που φορά αχειρίδωτο πέπλο και διάδημα.  Χρονολογείται στα μέσα του -6ου αιώνα. Θεωρείται πιθανότερό ότι απεικονίζει την ίδια τη θέα, αφού η μορφή είναι πανομοιότυπη με ενεπίγραφο χάλκινο αγαλματίδιο από το Μάζι της Ηλείας, που ταυτίζεται με την Άρτεμι και χρονολογείται στο β΄ μισό του -6ου αιώνα.(Εικ. κάτω)



5. Χάλκινο, ασπιδόσχημο κύμβαλο, άγνωστης χρονολόγησης. Πρόκειται για κρουστό μουσικό όργανο, το οποίο στερεωνόταν με ιμάντα ή λεπτή αλυσίδα στους καρπούς των χεριών του κυμβαλιστή, παράγοντας διαπεραστικό ήχο. Η παρουσία του στο ιερό συνδέεται με τις οργιαστικές τελετές προς τιμήν της Αρτέμιδος 
6. Δύο τμήματα χάλκινων περονών, με πεπλατυσμένη ημισφαιρική κεφαλή, ύστερων γεωμετρικών – πρώιμων αρχαϊκών χρόνων, έργα λακωνικού εργαστηρίου . 
7. Κεφαλή χάλκινης, χυτής περόνης, χρονολογείται πριν τα μέσα του -7ου αιώνα.
8. Ελεφαντοστέινο τεμάχιο με διαμπερή οπή. Πρόκειται πιθανότατα για απότμημα πλακιδίου, το οποίο μπορεί να χρονολογηθεί στον -7ο αιώνα.


Ιερό Ατρέμιδος, Βόλυμνος: Πάνω, Χάλκινο ειδώλιο σειρήνας συμφυές με πόρπη, -6ος αιων. κάτω, Λαβή χερνιβείου, -6ος αιών.

γ) Κλασικοί - ελληνιστικοί χρόνοι: 
1. Τέσσερα πήλινα μυροδοχεία. Χρονολογούνται μεταξύ -4ου και -2ου αιώνα.
2. Άωτος, μονόμυξος λύχνος του -3ο αιώνα. 
3. Μικκύλο, χυτροειδές γραπτό αγγείο του -3ο αιώνα.
4. Πήλινο σφαιρικό αλάβαστρο. 
Τέλος μεταξύ των παραδοθέντων αντικειμένων περιλαμβάνεται ένας χάλκινος πεσσός (ζάρι), ένας χάλκινος δακτύλιος, αργυρό ενώτιο, στο σχήμα περιελιγμένου φιδιού, ένα μολύβδινο διακοσμητικό δισκάριο σε σχήμα ρόδακα, με δύο ανισομεγέθεις οπές, συμφυή ήλο και ίχνη ενός άλλου, σφονδύλι από στεατίτη και τέλος ένα καταγεγραμμένο πήλινο ειδώλιο ανδρικής μορφής, με υψωμένα χέρια, το οποίο ωστόσο δεν εντοπίστηκε στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Μεσσηνίας.


Ταΰγετος. Βόλυμνος Αλαγονίας α) Κύμβαλο (ΑΜΜ. Φωτο Σ. Κουρσούμης / σχέδιο Γ. Νάκας) β) Υστερογεωμετρικές περόνες γ) Κεφαλή αρχαϊκής περόνης δ) Κεφαλή αρχαϊκής περόνης 

Σε παραμεθόρια ιερά όπως της Λιμνάτιδος, τα αναθήματα και ιδίως τα χάλκινα, εκτός από προσφορές κατόπιν ενός τάματος ή μιας προσευχής (ευχή ή ευχωλή), και χαριστήρια συνδέονται με την προσπάθεια της τοπικής αριστοκρατίας να κυριαρχήσει σε συμβολικό επίπεδο στο ιερό, μέσω της επίδειξης του πλούτου της στις εορτές των θεών.
Μορφές άγριων ζώων, όπως ο λέων στη λαβή του χάλκινου χερνιβείου, παραπέμπουν στην ιδιότητα της Λιμνάτιδος ως «ποτνίας θηρῶν», ενώ ο ίππος αποτελεί κυρίαρχο σύμβολο των αριστοκρατικών γενών στη γεωμετρική περίοδο. Το ειδώλιο της σειρήνας πάνω σε πλακίδιο πόρπης, τα δύο κάτοπτρα με λαβή, το σφονδύλι από στεατίτη, το αργυρό ενώτιο και κυρίως οι χάλκινες περόνες, αδιαμφισβήτητα αντικατοπτρίζουν τη στενή σχέση των γυναικών με τη θεά. 
Από την άλλη πλευρά, ο χάλκινος πεσσός, ως παιδικό παιχνίδι, αφιερώθηκε πιθανότατα ως προτέλεια, σηματοδοτώντας το τέλος της παιδικής ηλικίας και την είσοδο του νεαρού ατόμου στην ενηλικίωση, ενδεχομένως μέσω διαβατηρίων τελετών.
 Τα παραπάνω αντικείμενα τεκμηριώνουν επαρκώς την ιδιαίτερη σημασία και αίγλη του ιερού, ιδίως στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους, πιστοποιώντας, μαζί με τις ρωμαϊκές επιγραφές αλλά και κάποια παρακείμενα στο ξωκλήσι αρχιτεκτονικά λείψανα, την αδιάλειπτη συνέχεια του ιερού, είτε βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Σπαρτιατών είτε των Μεσσηνίων.

Η λατρεία της θεάς 
Η Άρτεμις ως Λιμνάτις πρωτίστως συνδέεται με τα ύδατα (λίμνες, πηγές, βάλτους).
Η θέση του ιερού ονομάζεται από τον Στράβωνα και τον Παυσανία Λίμναι· τόσο στην περιοχή του Βολύμνου όπου δίπλα στο ξωκλήσι της Παναγιάς Βολυμνιώτισσας υπάρχει πηγή και πηγάδι, όσο και στις Γαϊτσές, όπου τοποθετήθηκε από τον M.N. Valmin το ιερό, η παρουσία του νερού είναι κυρίαρχη. Το υδάτινο στοιχείο, σύνορο ένος άλλου κόσμου, φαίνεται ότι ενίσχυε τον οριακό χαρακτήρα της λατρείας, σε συνάρτηση με τη συνοριακή παρουσία του ίδιου του ιερού της.
Οι θεότητες οι οποίες κατείχαν παραμεθόρια ιερά ήταν ο Απόλλων (Τενέα και Κυνουρία), η Ήρα (στο Άργος, στα σύνορα με Μυκήνες και Τίρυνθα), ο Ποσειδών (Ογχηστός Βοιωτίας) και ασφαλώς η Άρτεμις (Βραυρωνία στην Αττική, Λιμνάτις στην Τριφυλία, Καρυάτις και Ημερασία στην Αρκαδία, Ελαφηβολία στην Κεντρική Ελλάδα). Προφανώς η οριακή θέση των ιερών καθόριζε και τον μεταβατικό χαρακτήρα της λατρείας. Στην περίπτωση μάλιστα των Λιμνών του Ταϋγέτου, η μαρτυρία του Παυσανία είναι διαφωτιστική: στη λαμπρή εορτή του ιερού των αρχαϊκών χρόνων, εκτός από Μεσσηνίους και Λακεδαιμονίους άρχοντες, συμμετείχαν νεαρές παρθένες, ντυμένες και στολισμένες κατάλληλα για να συμμετάσχουν σε μία ειδική τελετή. 
Η Άρτεμις είναι η κατεξοχήν θεά των μεταβάσεων. Ως κυνηγός που κινείται ελεύθερα στο χώρο, καθιστά τα σύνορα μεταξύ της άγριας ζωής και του πολιτισμού διακριτά και διαπερατά, ενώ ως κουροτρόφος προστατεύει τα νεαρά ζώα, συνοδεύει τα παιδιά ως το κατώφλι της εφηβείας, αλλά και τους εφήβους ως το κατώφλι της ενήλικης ζωής. Με τη βοήθειά της και υπό την επίβλεψή της, τα μεν αγόρια αποκτούν και επισήμως το ρόλο πολίτη– οπλίτη, τα δε κορίτσια ετοιμάζονται για να αναλάβουν το ρόλο της μητέρας – συζύγου. 
Οι «διαβάσεις» των ηλικιακών και κοινωνικών ορίων επιτυγχάνονταν μέσα από τελετές μύησης, τις λεγόμενες «διαβατήριες τελετές». 
Πρόκειται για δημόσιες τελετές που ακολουθούν ένα αυστηρά καθορισμένο σχέδιο, σηματοδοτώντας αλλαγές χώρου, κατάστασης, κοινωνικής θέσης και ηλικίας. Οι διαβατήριες τελετές υποδιαιρούνται κατά βάση σε τρία στάδια
α) Το πρώτο περιλαμβάνει τις τελετές αποχωρισμού – απομάκρυνσης, κατά τις οποίες το άτομο απομακρύνεται από την προηγούμενη του κοινωνική θέση. 
β) Το δεύτερο τις τελετές μετάβασης, μια προσωρινή περίοδο κατά την οποία το άτομο ωθείται σε ακραία συμπεριφορά, στο όριο μεταξύ της προηγούμενης κοινωνικής του θέσης και της νέας στην οποία προσβλέπει. 
γ) Τέλος, κατά το τρίτο στάδιο λαμβάνουν χώρα οι τελετές ενσωμάτωσης, μέσω των οποίων ο μυούμενος κατακτά πλέον το νέο κοινωνικό του φύλο.


Άρτεμις Λαφρία: Μουσείο Αρχαίας Μεσσήνης. Το άγαλμα της Θεάς, ύψους 1,34μ. βρέθηκε το 1989 στις ανασκαφές της Αρχαίας Μεσσήνης.

Ιδιαίτερα σημαντικός κατά τις τελετές αυτές είναι ο ρόλος των συμβόλων, ενώ η επίδραση του υπερφυσικού, δηλαδή της προστάτιδας θεότητας, είναι καθοριστική. Η αναφορά του Παυσανία σε νεαρά κορίτσια, τις παρθένες των Λακεδαιμονίων - υπονοώντας ενδεχομένως την αντίστοιχη παρουσία και μεσσηνίων παρθένων – ενισχύει την άποψη ότι στο ιερό λάμβαναν χώρα διαβατήριες τελετές.
Κατά την αφήγηση του, οι παρθένες διαδραμάτιζαν κεντρικό ρόλο στην εορτή της Λιμνάτιδος, αφού μπορούσαν να σταθούν κοντά στους άρχοντες, στοιχείο που συνδέεται με τις μεσσηνιακές αιτιάσεις ότι οι σπαρτιάτισσες «παρθένες» επιχείρησαν να δολοφονήσουν τους αντιπροσώπους τους. Με τον όρο παρθένες συνήθως περιγράφονται νεαρά κορίτσια ηλικίας δεκατεσσάρων ετών, που πλησίαζαν στην ηλικία του γάμου. 
Η μεταβατική ηλιακή και κοινωνική τους θέση τις καθιστούσε, σε συμβολικό επίπεδο, ιδανική προσφορά («αναίμακτη θυσία») στη θεότητα, αφού αφενός διέθεταν μεγάλη ελκτική δύναμη, αφετέρου η αφιέρωσή τους, μέσω της τελετής, συνεπαγόταν τον συμβολικό θάνατο της παλαιάς ηλικίας και τη διάβαση στη νέα θέση, τον νέο κοινωνικό ρόλο της συζύγου και μητέρας. Ο συμβολισμός αυτός αντικατοπτρίζεται σε πλήθος μύθων που περιγράφουν θυσίες παρθένων για να εξευμενιστεί η θεά.
Στις διαβατήριες τελετές πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτιζαν άτομα που χαρακτηρίζονταν από έναν «μη καθορισμένο κοινωνικό ρόλο», όπως παιδιά, έφηβοι και παρθένες κλπ. Η αναφορά του Παυσανία σε μεταμφίεση νεαρών, αγένειων Σπαρτιατών σε παρθένες, υπονοεί ενδεχομένως μια μορφή παρενδυσιών που λάμβανε χώρα κατά την τελετή, ενώ ο φόνος του Τηλέκλου κινείται παράλληλα προς τον «συμβολικό φόνο» του παλαιού κοινωνικού φύλου των παρθένων και τη γέννηση της νέας τους ταυτότητας. 
Τον οριακό χαρακτήρα της λατρείας στον Βόλυμνο επιβεβαιώνει η ενεπίγραφη επίκληση της θεάς ως βορθίας, προσωνύμιο που συνδέεται με την ανορθωτική ιδιότητα της κουροτρόφου. Παρόμοιοι μύθοι και τελετουργίες καταγράφονται σε όλα σχεδόν τα μεθοριακά ιερά της Αρτέμιδος.
Από την άλλη πλευρά, η μαρτυρία για «αγένειους» εφήβους που υποδύθηκαν τις παρθένες, ενδεχομένως παραπέμπει σε άτακτες συγκρούσεις οι οποίες κατά την αρχαϊκή περίοδο λάμβαναν χώρα στις περιοχές παραμεθορίων ιερών, με δόλο «αρτεμισιακού χαρακτήρα». Είναι γνωστή η εκπαίδευση των σπαρτιατών εφήβων στη λακωνική ύπαιθρο, η οποία αργότερα σε πόλεις όπως η Μεσσήνη, οργανώθηκε στον θεσμό της «εφηβείας».


Κουρσούμης, Σωκράτης
"Η λατρεία της Αρτέμιδας στην αρχαία Μεσσηνία, μέσα από τις γραπτές πηγές & τα ανασκαφικά ευρήματα"






Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Γέφυρα Χατζή Σουμάνη, Τριφυλία

Το γεφύρι του Χατζή ή Κακή Σουμάνη βρίσκεται ένα χιλιόμετρο βόρεια από το χωριό Αλιμάκι, και 11 χιλιόμετρα περίπου βοριοανατολικά της Κυπαρισσίας, στο πιό στενό πέρασμα του Αρκαδικού ποταμού, του Αρχαίου Κηπαρισσήεντα.
Είναι ένα μονότοξο πέτρινο γεφύρι με τρείς καμάρες και πιθανότατα κατασκευάστηκε στα χρόνια της δεύτερης τουρκοκρατίας. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα αποτελούσε σπουδαίο συγκοινωνιακό κόμβο αφού ένωνε οδικά την ΝΔ Μεσσηνία με τον κεντρικό Μωριά.
Δυστυχώς το θαυμάσιο αυτό μνημείο της Τριφυλίας είναι αφημένο στην λήθη και η πρόσβαση σ΄αυτό είναι πολύ δύσκολη.Η ανάδειξη τού μνημείου που βρίσκεται μέσα σ΄ένα θαυμάσιο φυσικό τοπίο και η διασύνδεσή του με την γειτονικό σπουδαίο Αρχαιολογικό χώρο της Περιστεριάς, αλλά και αρχαιολογικού χώρου του λόφου του "Ελληνικού" μερικά χιλιόμετρα στα νότια πρέπει επιτέλους να γίνει προταιρειότητα όλων μας. Είναι σίγουρο ότι η αξιοποίηση των μνημείων θα αναβαθμίσει την ξεχασμένη αυτή γωνιά της Τριφυλίας και θα αποτελέσει πόλο έλξης επισκεπτών.



Το γεφύρι του Χατζή ή Κακή Σουμάνη βρίσκεται ένα χιλιόμετρο βόρεια από το χωριό Αλιμάκι, και 11 χιλιόμετρα περίπου βοριοανατολικά της Κυπαρισσίας, στο πιό στενό πέρασμα του Αρκαδικού ποταμού, του Αρχαίου Κηπαρισσήεντα, και είναι ένα μονότοξο πέτρινο γεφύρι που τα βάθρα του στηρίζονται στις βραχώδεις όχθες του ποταμού και το ένα από το άλλο απέχει γύρω στα 20 μέτρα. Άλλο τόσο είναι και το ύψος του και αποτελείται από τρείς καμάρες, μία μεγάλη στο κέντρο και δύο μικρότερες δεξιά και αριστερά της.
Για το πότε χτίστηκε αυτό το περίφημο γεφύρι, κανένας δεν ξέρει να πει με σιγουριά, αφού καμιά ιστορική αναφορά δεν υπάρχει γι΄αυτό. Όμως ανατρέχοντας στην παράδοση θα δούμε ότι κατ΄αρχήν έχει δύο ονόματα. Χατζή Σουμάνη και Κακή Σουμάνη. Κακή Σουμάνη, γι΄αυτούς που ισχυρίζονται πως φτιάχτηκε στα χρόνια της λεγόμενης 2ης Τουρκοκρατίας, 1715 έως 1821, άποψη που είναι και η πιό πιθανή , και Χατζή Σουμάνη, γι΄αυτούς που ισχυρίζονται πως φτιάχτηκε στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.  Το γεφύρι του Χατζή Σουμάνη, όποτε και να κατασκευάστηκε, έγινε για να ενώσει οδικά την Ν/Δ Μεσσηνία με τον κεντρικό Μωριά και σίγουρα το έφτιαξαν τεχνίτες που γνώριζαν άριστα τα μυστικά του χτισίματος της πέτρας και έφτιαχναν κομψοτεχνήματα. Ένα τέτοιο κομψοτέχνημα είναι και αυτό το γεφύρι, που γεφυρώνει τη χαράδρα, βάθους 40- 50 μέτρων, που έχει δημιουργήσει ο Αρκαδικός ποταμός και ένωνε τότε, αλλά και ως το πρόσφατο παρελθόν, την περιοχή της άλλοτε Αρκαδιάς, σημερινής Κυπαρισσίας, με τον κεντρικό Μοριά, κυρίως τον χειμώνα που το ποτάμι "κατέβαζε" τεράστιες ποσότητες νερού και ως εκ τούτου, αλλού ήταν αδιάβατο.
Το γεφύρι ήταν στο παρελθόν σημαντικό τμήμα του οδικού δυκτίου της περιοχής. Οι πρόγονοί μας ξεκινώντας  τον χειμώνα από την άλλοτε Αρκαδιά, την Κυπαρισσία, περνούσαν τους Μύλους, την Μαύρη Λίμνα, του Καρακούνη το Χάνι και όταν έφταναν στην τοποθεσία καλντερίμι έστριβαν δεξιά, προς Περιστεριά, Μάνου, Καψαλώνι, Παλιογάλαγα, Σιντέτου, Κοκκινόρικο και έφταναν στο γεφύρι και αφού το περνούσαν συνέχιζαν προς τον κεντρικό Μωριά.
Οι θρύλοι που συνοδεύουν το γεφύρι του Χατζή ή Κακή Σουμάνη είναι πολλοί και διάφοροι, ένας εκ των οποίων αποδείχτηκε επιζήμιος γι΄αυτό. Αυτός ο θρύλος αναφέρει ότι, φεύγοντας οι Τούρκοι, τον Μάρτη του 1821, για να κλειστούν στα μεγάλα κάστρα του Ν/Δ Μωριά, για να γλυτώσουν από τους επαναστατημένους Έλληνες, έθαψαν ότι πολύτιμο είχαν στην ρίζα του βορείου βάθρου του γεφυριού, ελπίζοντας ότι η επανάσταση των Ελλήνων αργά ή γρήγορα θα καταπνιγόταν και αυτοί γυρίζοντας θα έβρισκαν τα πολύτιμα πράγματά τους και θα συνέχιζαν να τους διαφεντεύουν.  Αυτό, ευτυχώς για τους Έλληνες, δεν έγινε.
Αυτός ο θρύλος, είχε σαν αποτέλεσμα μερικές ζημιές του γεφυριού, αφού κάποιοι που τον γνώριζαν, άρχισαν να σκάβουν και να το χαλάνε, μετά την απελευθέρωση, για να βρούν κρυμμένους θησαυρους των Τούρκων. Όλα αυτά γίνονταν παράνομα και βέβαια κρυφά, πάντα την νύχτα, γι αυτό και οι ζημιές που του προξένησαν ήταν σημαντικές, αφού κανένας δεν ενδιαφερόταν για την προστασία αυτού του μνημείου απαράμιλλης τέχνης που μας θυμίζει το χθές ή το προχθές αυτού του τόπου.



Το Μνημείο σήμερα:
Παλαιότερα στο πλαίσιο της παράλληλης αξιοποίησης του Γεφυριού και του Αρχαιολογικού χώρου της Περιστεριάς, που βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα στα Δυτικά, έγινε μελέτη αποκατάστασης του γεφυριού που ωστόσο παρέμεινε στα συρτάρια και περαιτέρω ενέργειες δεν έγιναν.
Το 1993, μετά από πολύχρονες οχλήσεις των τοπικών κοινοτικών παραγόντων, η Νομαρχία Μεσσηνίας έδειξε ενδιαφέρον και το γεφύρι χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο, ΦΕΚ 244/Β/8.3.1993, αλλά πέρα απ΄αυτό τίποτα άλλο δεν έγινε μέχρι σήμερα, αρχές 2014.
Όμως, ποτέ δεν είναι αργά, και τώρα μπορεί και βέβαια πρέπει να γίνει ότι είναι απαραίτητο γιά την ανάδειξη αυτού τού θαυμάσιου μνημείου της Τριφυλίας.
Πρώτα και κύρια επέκταση του αγροτικού δρόμου Περιστεριάς- αγροτικής περιοχής Πιτσινής Αλημακίου με απόληξή του στο γεφύρι, 200- 300 μέτρα απόσταση, στην συνέχεια αναστύλωση των στηθαίων του, που τα "πήρε' η γιγάντια κατεβασιά της παραμονής του Αϊ- Δημήτρη του 1949, αποκατάσταση των "τραυμάτων" που του προξένησαν οι διάφοροι λαθροανασκαφείς και βέβαια οι απαραίτητες ταμπέλες που να οδηγούν τον επισκέπτη στο γεφύρι. Είναι επιτακτική ανάγκη να γίνουν όσο γίνεται πιο σύντομα αυτές οι ενέργειες, γιατί μπορεί από το υγρό στοιχείο να μην κινδυνεύει πλέον, αφού το ποτάμι δεν κατεβάζει πλέον πολλά νερά, κινδυνεύει όμως από τον χρόνο. 
Η ανάδειξη τού μνημείου που βρίσκεται μέσα σ΄ένα θαυμάσιο φυσικό τοπίο και η διασύνδεσή του με την γειτονικό σπουδαίο Αρχαιολογικό χώρο της Περιστεριάς, αλλά και αρχαιολογικού χώρου του λόφου του "Ελληνικού" μερικά χιλιόμετρα στα νότια πρέπει επιτέλους να γίνει προταιρειότητα όλων μας. Είναι σίγουρο ότι η αξιοποίηση των μνημείων θα αναβαθμίσει την ξεχασμένη αυτή γωνιά της Τριφυλίας και θα αποτελέσει πόλο έλξης επισκεπτών.


Περισσότερα για τους Αρχαιολογικούς χώρους αυτής της περιοχής της Τριφυλίας μπορείτε να δείτε στους παρακάτω συνδέσμους:
Περιστεριά Τριφυλία: Ένα σημαντικό κέντρο του Μυκηναϊκού κόσμου
Περιστεριά: "Οι Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου"
Ο Αρχαιολογικός χώρος του 'Ελληνικού", Μουριατάδα Τριφυλία

Φωτογραφίες του γεφυριού Χατζή Σουμάνη Τριφυλίας








Printfriendly