.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Ανήλιο Τριφυλία: Ένα σημαντικό κέντρο των Προϊστορικών και Ιστορικών χρόνων

 
Ο οικισμός του Ανήλιου βρίσκεται στη δυτική Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στο κέντρο του κυπαρισσιακού κόλπου. Ανήκει στο νομό Ηλείας και υπάγεται διοικητικά στο δήμο Ζαχάρως. Απέχει έξι χιλιόμετρα από τη θάλασσα, τρία από τη Εθνική οδό Πύργου - Κυπαρισσίας και πέντε από τη Ζαχάρω. Βρίσκεται σε ύψος 135 μέτρων και ανάμεσα στα χωριά Καλύδονα -Νεοχώρι. Κατά την απογραφή του 2000 είχε 260 κάτοικους.
Το πρώτο όνομα του οικισμού μέχρι το 1927 ήταν Γλάτσα. Υπάρχουν δύο εκδοχές για το όνομα αυτό. Η πρώτη ότι είναι σλαβική λέξη. Η άλλη εκδοχή είναι ότι κατοικούσε στη περιοχή, μετά τις σταυροφορίες, ένας Γάλλος βαρόνος Ντε Γλάτσης. Το πιθανότερο όμως να προήλθε από το ρήμα γλιστρώ (γλίστρα, γλίτσα, γλάτσα). Υπάρχει και άλλη μία εκδοχή ότι προέρχεται από τον πανάρχαιο ήρωα της Μυθολογίας μας Γλαύκων.


Η Προϊστορική Ακρόπολη
Βορειοανατολικά του χωριού και σε απόσταση 1500 μέτρων βρίσκεται ο λόφος "Κάστρο". Ο λόφος βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο αφού εποπτεύει ολόκληρη την γύρω περιοχή. Σ΄αυτόν υπάρχουν εκτεταμένες αρχαίες οχυρώσεις.
Τον αρχαιολογικό χώρο του "Κάστρου" επισκέφτηκε για πρώτη φορά ο μεγάλος Γερμανός αρχαιολόγος Ντόρπφελντ το 1908, ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι οι οχυρώσεις ανήκαν σε Μυκηναϊκή θέση και ίσως αποτελούσαν μεγάλο διοικητικό κέντρο. Ωστόσο δεν διενήργησε ανασκαφές εκεί αφού την προσοχή του τράβηξαν οι θολωτοί τάφοι και ο Μυκηναϊκός οικισμός στον Κακόβατο μερικά χιλιόμετρα προς τα βόρεια.
Χρειάστηκε να περάσουν εκατό χρόνια μέχρι κάποιος να ασχοληθεί με την ακρόπολη του Ανήλιου, και αυτή την φορά πάλι ήταν οι Γερμανοί. Συγκεκριμένα το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, κλιμάκιο του οποίου διενήργησε αρχαιολογικές έρευνες στην Τριφυλία την περίοδο 2006- 2010.

Συγκεκριμένα διενήργησαν περιορισμένες χρονικά έρευνες στην αρχαία ακρόπολη στα έτη 2009 και 2010 με εντυπωσιακά όμως αποτελέσματα. 
Σύμφωνα λοιπόν με τη Γερμανικό αρχαιολογικό ινστιτούτου οι αρχαίες οχυρώσεις στον λόφο του "Κάστρου" ανήκουν σε Προϊστορική ακρόπολη  που κτίστηκε στα τέλη της Πρωτοελλαδικής και αρχές Μεσοελλαδικής περιόδου, περίπου -2200. 
Οι οχυρώσεις, η τοιχοδομή αλλά και τα λείψανα των κτηριακών εγκαταστάσεων παρουσιάζουν πάρα πολλές ομοιότητες με την Ακρόπολη της Λέρνας στην Αργολίδα και την Ακρόπολη της Μάλθης στην Τριφυλία, επίσης σπουδαίων Μεσοελλαδικών και Μυκηναίκών κέντρων. Επίσης βρέθηκαν αρκετά όστρακα της Μεσσοελλαδικής περιόδου, -2200 έως -1800.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η Προϊστορική ακρόπολη του "Κάστρου" βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από  τον αρχαιολογικό χώρο του Κακοβάτου όπου αρκετοί τοποθετούν την Ομηρική Πύλο. Η διασύνδεση των δύο αυτών Μυκηναϊκών κέντρων πρέπει να θεωρείτε δεδομένη, καταδεικνύοτας έτσι την σπουδαιότητα των αρχαίων στο Ανήλιο.


Ανήλιο Τριφυλία: Οι εκτεταμένες οχυρώσεις στον λόφο του "Κάστρου" που ανήκουν σε οχυρωμένο Προϊστορικό οικισμό, -2200.

Η κατοίκηση στην ακρόπολη συνεχίστηκε και στους ιστορικούς χρόνους αφού βρέθηκαν όστρακα των Αρχαϊκών, Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων, ενώ θεμέλια ενός μεγάλου ορθογώνιου κτίσματος πιθανόν να ανήκει σε ναό των Αρχαϊκών- Κλασσικών χρόνων.
Η ακρόπολη χρησιμοποιήθηκε και κατά τους βυζαντινούς χρόνους αφού βρέθηκαν τείχη αλλά και πύργος της εποχής αυτής τα οποία χτίστηκαν με τα παλαιότερα Προϊστορικά οικοδομικά υλικά. 
Επίσης στο τμήμα αυτό της ακρόπολης βρέθηκαν Μεσαιωνικά αγγεία και νομίσματα.


Γιά τα αρχαία του Ανήλιου υπάρχουν επίσης πληροφορίες που αναφέρει ο πρώην γραμματέας της κοινότητας Άγγελος Κολιαδήμας και προέρχονται από προσωπικές εμπειρίες αλλά και την προφορική παράδοση. Συγκεκριμένα αναφέρει:
-Το 1972 σε εργασίες εξόρυξης αμμοχάλικου για τους αγροτικούς δρόμους βρέθηκαν ταφικοί πίθοι τους οποίους εξέτασε η αρχαιολογική υπηρεσία. Οι πίθοι χρονολογήθηκαν ως προϊστορικοί χωρίς όμως να υπάρχουν άλλες λεπτομέρειες.
-Επίσης σε δύο σημεία στη περιοχή ανασκάφηκαν πήλινες σωλήνες ύδρευσης σε βάθος ενός και πλέον μέτρων στη θέση Μπούρμπουλα και Κουκουνάρα. Οι σωλήνες αυτοί έμοιζαν μ΄αυτούς που έχουν βρεθεί στον Προϊστορικό αρχαιολογικό χώρο του Κακόβατου, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση, και είναι σχεδόν βέβαιο ότι πρέπει να είχαν άμεση σχέση με την Ακρόπολη του "Κάστρου".

Βυζάντιο και Φραγκοκρατία
Ο Ανήλιο Τριφυλίας πρέπει να ήταν αξιόλογο κέντρο στους Βυζαντινούς χρόνους και την περίοδο της Φραγκοκρατίας, όπως καταδεικνύουν τα μεσαιωνικά μνημεία,  χωρίς βέβαια να συναγωνίζεται τις μεγάλες πόλεις της εποχής αυτής στην Τριφυλία .(Ολυμπία, Κυπαρισσία, Αγία Κυριακή Φιλιατρών, Χριστιάνοι) 
Ο ναός της μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που βρίσκεται κοντά στο "Κάστρο" και σήμερα είναι σχεδόν κατεστραμένος, κατά μία άποψη είναι χτισμένος τον 7ο αιώνα και πιθανό σχετίζεται με την Βυζαντινή περίοδο.
Εκτός του ναού της μεταμορφώσεως του Σωτήρος σημαντικό μνημείο της Γλάτσας (Ανήλιου) είναι ο Φραγκοβυζαντινός ναός της Παναγιάς της των Πάντων Χαράς που κατασκευάστηκε τον 13ο αιώνα.


Αριστομένης ο Μεσσήνιος

Πηγές:
Ο ιστότοπος: ΑΝΗΛΙΟ (ΓΛΑΤΣΑ) ΖΑΧΑΡΩΣ
Ο ιστότοπος: Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών
Περισσότερα για το Ανήλιο στο Βυζάντιο και την Φραγκοκρατία: Ανήλιο Τριφυλία: Βυζάντιο- Φραγκοκρατία




Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Ανήλιο Τριφυλία: ο Φραγκοβυζαντινός ναός της Θεοτόκου, 13ος αιώνας

1
Τά ιστορικά των χρόνων τής φραγκοκρατίας στην κάτω Ελλάδα είναι αρκετά γνωστά χάρη στην επιστημονική έρευνα πού βασίζεται στά κείμενα τής εποχής. Δέν διαπιστώνεται όμως τό ίδιο προκειμένου γιά τήν τέχνη καί μάλιστα τήν αρχιτεκτονική τής ίδιας περιόδου. Τούτο γιατί τά μνημεία πού σώθηκαν δέν συσχετίζονται άμεσα μέ τίς γραπτές πηγές, δύσκολα τοποθετούνται χρονολογικά καί κατά συνέπεια δύσκολα ερμηνεύονται. Υπάρχει η γενική άποψη ότι κάτω από συνθήκες δουλείας, όπως τότε, η πολιτιστική δραστηριότητα του ντόπιου ελληνικού στοιχείου περιορίστηκε.
Τά πράγματα όμως δέν φαίνεται νά είναι τόσο άπλα. Πρίν από τήν κατάκτηση, το 1205 γιά τήν Ελλάδα, είχαν προηγηθεί δύο τουλάχιστον αιώνες σχετικής ευημερίας, ακμής καί δημογραφικής ανόδου, πού παρά τίς νορμανδικές επιδρομές καί τίς οικονομικές δυσκολίες τής τελευταίας περιόδου κρατούσαν τή γενική πολιτιστική στάθμη αρκετά ψηλά. Κάτι πού έρχεται νά διαψεύσει τήν άποψη γιά περιορισμένη δραστηριότητα κατά τή φραγκοκρατία είναι λ.χ. ο μεγάλος αριθμός τοιχογραφημένων συνόλων πού σώθηκαν από τον 13ο αιώνα. Πράγματι, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες1 τά σύνολα μνημειακής ζωγραφικής στην Ελλάδα ανέρχονται κατά τόν 13ο αιώνα σέ 339 έναντι 47 του 11ου καί 79 του 12ου αιώνα αντίστοιχα. Κάθε άλλο παρά μείωση τής δραστηριότητας διαπιστώνεται λοιπόν, γιά τή ζωγραφική τουλάχιστον, κατά τά χρόνια τής φραγκοκρατίας.
Γιά τήν αρχιτεκτονική δέν φαίνεται γιά τήν ώρα εύκολο νά γίνει μιά ανάλογη μέτρηση καί οπωσδήποτε είναι τελείως απίθανο να υπάρξουν παρόμοια αποτελέσματα. Η ναοδομία «παράγεται» κάτω από διαφορετικές οικονομικές καί κοινωνικές προϋποθέσεις. Ενώ δηλαδή η ζωγραφική κατά τη 13η εκατονταετία γινόταν με μικρά έξοδα από ντόπιους καλλιτέχνες καί με τήν πρωτοβουλία ιερωμένων, ιδιωτών ή μικρών κοινοτήτων2, η αρχιτεκτονική (μέ κάποιες προθέσεις) απαιτούσε πολύ μεγαλύτερες δαπάνες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σέ άλλες, μή φραγκοκρατούμενες περιοχές, πού μιά τοπική αυλή προσπαθούσε νά διατηρήσει το βυζαντινό όνομα καί το πολιτιστικό γόητρο της αυτοκρατορίας, στην Ήπειρο, τή Σερβία, τήν επικράτεια τών Λασκαριδών ή τόν μακρινό Πόντο, κτίζονταν τήν ίδια εποχή σπουδαίες, μεγάλες καί δαπανηρές εκκλησίες, κάτι πού δέν παρατηρείται εδώ3.
Γιά τήν Πελοπόννησο, από πλευράς ιστορίας τής αρχιτεκτονικής, ο 13ος αιώνας είναι μιά εποχή πού θά μπορούσε ίσως νά χαρακτηριστεί ώς μεταβατική, μεταξύ τής μεσοβυζαντινής καί της παλαιολογείου. Μετά τον διαμελισμό τής αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους, στην επικράτεια τού φραγκικού πριγκιπάτου τής Αχαΐας θα διαπιστωθεί μιά διπλή αρχιτεκτονική δραστηριότητα με την ανέγερση αφενός μερικών μεγάλων, καθαρά γοτθικών μνημείων από τό έπικυρίαρχο φραγκικό στοιχείο4 καί αφετέρου μικρών ορθόδοξων εκκλησιών πού συνεχίζουν τήν ντόπια παράδοση καί επηρεάζονται κατά περίπτωση από τήν ξένη.
Στή δεύτερη αυτή κατηγορία ανήκει η εκκλησία της Θεοτόκου, η μελέτη της οποίας ακολουθεί. Είναι ένα μνημείο πού, αν καί μικρό, έγινε με κάποιες προθέσεις καί ενώ διατήρησε σε πολλά την τοπική παράδοση, έχει στοιχεία πού μαρτυρούν τίς νέες ιδέες τής εποχής. Η σημασία της, λοιπόν, γιά τήν έρευνα τών προβλημάτων τής ναοδομίας στην Πελοπόννησο κατά τή φραγκοκρατία, δέν είναι μικρή.



2
Τό Ανήλιο, άλλοτε Γκλάτσα, βρίσκεται στην επαρχία Ολυμπίας5 του νομού Ηλείας, 5 χλμ. περίπου ανατολικά από τήν εθνική όδό, μετά τά χωριά Ζαχάρω καί Κακόβατος. Η εκκλησία τής Παναγίας, προσιτή σήμερα άπό αγροτικό χωματόδρομο, υψώνεται σέ θέση κάπως απόμερη, 1 χλμ. περίπου στά νοτιοανατολικά τού οικισμού. Ας σημειωθεί ότι το χωριό αναφέρεται ήδη από τόν 14ο αιώνα6 καί ότι σχετίζεται μέ τήν παρουσία τών Φράγκων στην περιοχή.
Η ερειπωμένη σήμερα εκκλησία είναι τοπικά γνωστή ώς Παναγία καί πιστεύεται οτι ήταν άλλοτε καθολικό μοναστηριού ή μάλλον εκκλησία μετοχίου καί μάλιστα της μονής της Θεοτόκου των Πάντων Χαράς, των Στροφάδων7. Η απομονωμένη θέση, κοντά σέ πηγή νερού, κάνει πολύ πιθανή τήν ανέγερση του μνημείου αρχικά ώς καθολικού.
Η Θεοτόκος τού Ανήλιου είναι σχεδόν άγνωστη στην επιστήμη. Μία φωτογραφία του εσωτερικού της (Εικ.1), χωρίς σχόλια, δημοσιεύθηκε προ πολλών ετών από τόν Struck8, ο καθηγητής Π. Βοκοτόπουλος9 απαρίθμησε τον ναό στίς μετά το 1204 βασιλικές τής Πελοποννήσου καί πρόσφατα ο Γ. Βελένης αναφέρθηκε σέ οικοδομικές του λεπτομέρειες δημοσιεύοντας δύο ακόμα φωτογραφίες10.
Πέρα από αυτά, οί μόνες πληροφορίες γιά τό μνημείο προέρχονται ώς τώρα από παλιές φωτογραφίες, εξι τής φωτοθήκης τού Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου11 καί δύο τής συλλογής G. Millet12. Πρόκειται γιά πολύτιμα τεκμήρια δεδομένου ότι διασώζουν στοιχεία τού μνημείου, τα οποία σήμερα έχουν καταστραφεί ή χαθεί13. Γι' αυτά θά ξαναγίνει λόγος.
Γραπτές πληροφορίες γιά τήν εκκλησία τής Θεοτόκου δέν μάς είναι γνωστές. Οι περιηγητές τού περασμένου αιώνα δέν σημείωσαν κάν τό μνημείο, πού ήταν μακριά από κλασικές αρχαιότητες καί εξω από τους δρόμους πού συνήθως ακολουθούσαν.
Δυστυχώς η εκκλησία τού Ανήλιου δέν είναι απλώς ερειπωμένη, αλλά καί καταδικασμένη νά καταστραφεί. Η πλήρης εγκατάλειψη καί οί ευνοϊκές φυσικές συνθήκες τού περιβάλλοντος επέτρεψαν τή διάλυση τού κτιρίου από τή βλάστηση. Πλήθος από δέντρα έχουν φυτρώσει από παλιά14 πάνω στους ερειπωμένους τοίχους, έτσι ώστε νά τους χωρίσουν σέ κομμάτια καί ενίοτε νά τους μετακινήσουν από τή θέση τους. Αποτέλεσμα αυτού είναι καί η ατέλεια των μετρήσεων, βάσει των οποίων έγιναν τά σχέδια15 του παρόντος άρθρου.



3
Εύκολα διαπιστώνεται ότι η εκκλησία πού εξετάζουμε δέν έχει, όπως συχνά συμβαίνει σέ βυζαντινά μνημεία, πολλές φάσεις κατασκευής. Μόνο μετά τήν ερείπωση της (από σεισμό ή φωτιά) οι χωρικοί έκτισαν από πωρόλιθους πρόχειρους τοίχους γιά νά συγκρατήσουν στή θέση τους τίς πλάγιες θύρες καί τό παράθυρο τής κεντρικής κόγχης τού ιερού. Είναι επίσης άγνωστο πότε απομονώθηκε τό διακονικό με τοίχο, έτσι ώστε νά δημιουργηθεί εκεί ένα πρόχειρο οστεοφυλάκιο16 (Εικ.2).
Η εκκλησία τής Θεοτόκου εγγράφεται σέ ορθογώνιο, διαστ. 12,51x 8,63μ. Είναι δρομική μέ νάρθηκα, τριμερής ώς προς τό πλάτος σ' όλη της τήν έκταση. Τό πλάτος του Ιερού Βήματος, όπως καί τού μεσαίου κλίτους, είναι 2,74μ. καί τό πλάτος τού νάρθηκα 2,63μ. Έτσι ο κυρίως ναός μαζί μέ το ιερό πλησιάζει σέ αναλογίες το τετράγωνο (1:1,05).
Σημειώθηκε ήδη η προχωρημένη ερείπωση του ναού. Από τόν δυτικό τοίχο, την πρόσοψη του, δέν σώθηκαν παρά μόνο θεμέλια. Ο τοίχος μεταξύ νάρθηκα καί κυρίως ναού17 έχει πέσει καί εν μέρει έχει παραχωθεί από τίς πέτρες, έτσι ώστε νά μην μπορεί νά μετρηθεί τό ύψος ούτε μιας από τίς τρεις τοξωτές εισόδους18 του κυρίως ναού. Το τριμερές ιερό σώζεται κάπως καλύτερα. παρέχει στοιχεία πού δίνουν την ολοκληρωμένη αναπαράσταση του, μέ μέγιστο ύψος ενός από τους τοίχους του 4,50μ.
Ο νάρθηκας είναι οπωσδήποτε σύγχρονος μέ τον κυρίως ναό. Η συνέχεια τής τοιχοποιίας εξωτερικά (ικανοποιητικά διατηρημένης στή βόρεια όψη) το αποδεικνύει. Οι παραστάδες πού σώζονται στην ανατολική του πλευρά19 μαρτυρούν ότι ο νάρθηκας ήταν τριμερής καί τά λείψανα τού προς βορρά τόξου καθώς καί τού βορειοανατολικού λοφίου δείχνουν πώς ήταν θολοσκεπής. Ένα ογκώδες μάλιστα κομμάτι προερχόμενο από θολωτή κατασκευή κείτεται ακόμα μπροστά από τήν πρόσοψη στή βορειοδυτική γωνία τού κτιρίου. Οι γενικές αναλογίες του νάρθηκα είναι 7,10x 2,63μ., δηλαδή περίπου 1:2,7.

Η τριμερής διάταξη τού κυρίως ναού γίνεται αμέσως αντιληπτή από τά λείψανα τού τόξου (στό ανατολικό άκρο) καί τού επικράνου της προς τά δυτικά παραστάδας20 της νότιας κιονοστοιχίας (Εικ.3). Η αυτοδυναμία τών τόξων, το συνεχές μέτωπο τού τοίχου μεταξύ τού ιερού καί τού κυρίως ναού21 καί κυρίως η μεγάλη διαφορά ύψους μεταξύ τών τόξων αυτών καί εκείνων της καμάρας τού Βήματος22, μαρτυρούν αμέσως ότι ο ναός δέν ήταν σταυροειδής τρουλαίος, αλλά μιά βασιλική. Στον κυρίως ναό ανοίγονται πλευρικά, σε συμμετρικές ως προς τον άξονα θέσεις, δύο ισοδύναμες πόρτες, πού σώζονται σήμερα σέ πολύ κακή κατάσταση. Το δάπεδο καλύπτεται από χώματα καί πέτρες καί οί πλάγιοι τοίχοι, μέ πολλαπλά ρήγματα, σώζονται σέ μικρό ύψος. Ενδιαφέρον στοιχείο τού κυρίως ναού είναι τά δικιόνια προσκυνητάρια, πού συμμετρικά ώς προς τόν άξονα του κοσμούν τίς ανατολικές καί τίς δυτικές παραστάδες τής τοξοστοιχίας (Εικ.4α) καί τους πλάγιους τοίχους, αμέσως ανατολικά από τίς πλευρικές εισόδους. Τά έξι συνολικά αυτά προσκυνητάρια ορίζονται από πώρινους ημικιονίσκους μέ μικρά γοτθικά κιονόκρανα (Εικ.5), πού πατούν σέ λοξότμητη πώρινη βάση23 καί φέρουν ημικυκλικά τόξα με ημικυκλική επίσης τη διατομή. Τό προσκυνητάρι τής βορειοδυτικής παραστάδας έχει καταστραφεί καί όλα τά υπόλοιπα είναι σε πολύ κακή κατάσταση συντηρήσεως.



Ορισμένα κατακείμενα στον κυρίως ναό αρχιτεκτονικά μέλη είναι εξαιρετικά πολύτιμα γιά τήν αναπαράσταση του ναού. Σώθηκαν καί τά τρία μέρη του ενός από τους δύο κίονες καί μάλιστα σέ άριστη κατάσταση. Η βάση, συμφυής μέ βάθρο, διαστ. 36x 36x 35 εκ., από γκρίζο μάρμαρο (Είκ.4β, ε, καί 6) καί μέ διατηρημένο ακόμα τόν σιδερένιο γόμφο στή θέση του24, είναι παλαιοχριστιανικό μέλος σέ δεύτερη χρήση25, όπως άλλωστε καί ο κορμός ο οποίος έχει συνολικό ύψος 2,39μ., αισθητή μείωση καί κάτω διάμετρο 34 περίπου εκ. Καί ο κορμός είναι άπό γκρίζο μάρμαρο. Τό κιονόκρανο είναι τεκτονικό, έχει μικρό ΰψος (15,3 εκ.) καί διαστάσεις του άβακα 43x 43x 2,5 έκ. (Είκ.7). Αδέξια σκαλισμένα φύλλα διακοσμούν τήν επιφάνεια του κατά τίς διαγώνιους καί μικροί σταυροί κατά τους άξονες.
Τέλος, κοντά στη βόρεια είσοδο σώθηκαν τρία κομμάτια από τό πώρινο πλαίσιο της, διαστάσεων σε κάτοψη 25x 30 εκ., πού διακοσμούνται μέ ογκηρά βεργία-ημικιονίσκους, καθαρά γοτθικής τεχνοτροπίας. Γι' αυτά θά ξαναγίνει λόγος.
Το τριμερές ιερό καλυπτόταν μέ ημικυλινδρικές καμάρες από λαξευτούς πωρόλιθους (Εικ.8) καί ήταν ελαφρά υπερυψωμένο ως προς τόν κυρίως ναό. Οί κόγχες Βήματος, προθέσεως καί διακονικού, κυκλικές σέ χάραξη, καλύπτονται μέ τεταρτοσφαίρια, επίσης από λαξευτούς πωρόλιθους. Ένα ελεύθερο πέρασμα ενώνει τό Βήμα μέ τήν πρόθεση, ενώ ή πόρτα προς τό διακονικό είναι πολύ χαμηλή καί εκ τών υστέρων κλεισμένη μέ τοίχο, πράγμα πού κάνει πιθανό ότι τό διακονικό είχε τήν αυτοτελή χρήση παρεκκλησίου. Η ύπαρξη κογχαρίου στον βόρειο τοίχο του ενισχύει τήν υπόθεση αυτή.



Λοξότμητοι πώρινοι κοσμήτες επιστέφουν τό κυλινδρικό τμήμα τών κογχών, όπως καί τήν κτιστή Αγία Τράπεζα. Στην πρόθεση (Εικ.9) διευρύνουν τό βάθος ενός πλάγιου κογχαρίου. Η άριστη από λαξευτούς πωρόλιθους τοιχοποιία τής Αγίας Τράπεζας πιστοποιεί τήν απαρχής κατασκευή της. Εντυπωσιακή είναι η εμφάνιση της τοιχοποιίας εσωτερικώς σ' ολόκληρο τό ιερό. Εχει γίνει από λαξευτά πώρινα αγκωνάρια μέ τήν παρεμβολή λίγων οριζόντιων τούβλων μικρού πάχους (Εικ.10). Τά τόξα είναι πώρινα μέ αφανείς τους αρμούς μεταξύ τών θολιτών τους. Παντού κανείς βλέπει τήν εξαιρετική επιμέλεια τής δομής.
Στον νότιο τοίχο τού Βήματος διακρίνονται κάποια σπαράγματα τοιχογραφιών μέ αδιάγνωστες παραστάσεις. Η εγκοπή γιά τή στερέωση ενός θωρακίου, πάλι στον νότιο τοίχο, είναι ή μοναδική ένδειξη τού μαρμάρινου(;) τέμπλου τού ναού.
Από τίς εξωτερικές όψεις τού ναού τής Θεοτόκου έχουν διασωθεί κυρίως η ανατολική καί τά προς τά ανατολικά (μετά την πλάγια είσοδο) τμήματα της βόρειας καί της νότιας (Εικ.11). Η τοιχοποιία έχει γίνει παντού μέ τό πλινθοπερίκλειστο σύστημα μέ διπλά τά τούβλα στους οριζόντιους αρμούς καί διπλά ή τριπλά στους κατακόρυφους. Σέ κάποιες περιπτώσεις διακρίνονται υποδοχές τών ξύλινων ικριωμάτων λαξευμένες σέ πωρόλιθους26.
Δέν σώθηκε δυστυχώς το γείσο στίς δύο πλάγιες όψεις του ναού. Αυτές διαρθρώνονται μέ δύο οριζόντιες οδοντωτές ταινίες, πού επεκτείνονται στην ανατολική πλευρά. Οί ανώτερες περιέγραφαν άλλοτε τά τόξα τών πλάγιων θυρών27 καί καταλήγουν ανατολικά στίς επιστέψεις τών κογχών της προθέσεως καί τού διακονικού. Οί χαμηλότερες αλλάζουν δύο φορές στάθμη (παίρνοντας μιά χαρακτηριστική βαθμιδωτή μορφή) (Εικ.12) καί καταλήγουν ανατολικά πάνω από τή στάθμη τού πώρινου κοσμήτη της ποδιάς τών παραθύρων.
Στην ανατολική όψη του ναού δεσπόζουν οί τρεις ήμιεξαγωνικές κόγχες του ιερού. Η άγρια βλάστηση έχει χωρίσει καθεμιά από τίς κόγχες σέ δύο μέρη, μπορούν όμως νά γίνουν ακόμα παρατηρήσεις καί μετρήσεις. Παραμένει άγνωστο αν ο ναός είχε κρηπίδα στό σύνολο ή μόνο στην ανατολική πλευρά. Διασώζεται το λοξότμητο γείσο της μεσαίας κόγχης (όμοιο του οποίου πιθανότατα υπήρχε καί στά παραβήματα), καθώς καί ο πώρινος κοσμήτης πού έτρεχε σ' ολόκληρο το πλάτος του ναού στην ποδιά των παραθύρων. Η διατομή του κοσμήτη είναι χαρακτηριστική ενός αιγυπτιάζοντος κοίλου στοιχείου (cavetto) πού επιστέφεται μέ ογκηρό τεταρτοκυκλικό βεργίον (Εικ.4δ). Η χαμηλότερη οδοντωτή ταινία (για τήν οποία έγινε λόγος) ακολουθεί τον κοσμήτη, στίς θέσεις όμως των τριών παραθύρων αλλάζει στάθμη προκειμένου νά τά περιγράψει εξωτερικά.
Τά παράθυρα τών παραβημάτων, πιθανότατα μονόλοβα, έχουν καταστραφεί.
Τής μεσαίας κόγχης σώθηκαν ενδείξεις ότι ήταν δίλοβο, εξ ολοκλήρου κτισμένο με λεπτά τούβλα, μέ άνοιγμα 51 έκ. καί γένεση τών τοξυλλίων 1,24μ. από τήν ποδιά του (Εικ.13). Σήμερα ο κιονίσκος, τά τοξύλλια καί το υπερκείμενο τύμπανο έχουν εξαφανιστεί, σώζεται ομως το εξωτερικό τόξο πού τά περιέβαλλε.



Το τμήμα της ανατολικής προσόψεως πού αντιστοιχεί στό Βήμα υπερυψώνεται σέ σχέση μέ τή στέγη τών παραβημάτων καί καταλήγει προς τά πάνω σε αέτωμα. Όπως φαίνεται στίς παλιές φωτογραφίες, η πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία του εκτεινόταν καί στίς πλάγιες πλευρές της υπερυψώσεως.
Η μορφή της τοιχοποιίας του ναού της Θεοτόκου παρά την κακή της κατάσταση εντυπωσιάζει μέ τήν τελειότητα της: Οί πωρόλιθοι είναι πλήρως λαξευμένοι καί ορθογωνισμένοι. Τά τούβλα έχουν μικρό πάχος, 2-2,5 έκ., καί στίς οριζόντιες στρώσεις τους τοποθετήθηκαν χωρίς εμφανείς αρμούς ή ανωμαλίες. Οί αρμοί της τοιχοποιίας είναι ισοπαχείς καί τό ημίλευκο κονίαμα τους ομοιόμορφα «πατητό» μέ ελαφρά κοίλη τη διατομή. Ξυλοδεσιές στους τοίχους, τίς οποίες καλύπτουν πλίνθινες στρώσεις, διακρίνονται σέ κάποια σημεία της κατασκευής28. Ας σημειωθεί ότι ο πώρινος κοσμήτης του ιερού στά πλάγια αντιστοιχεί σέ μιά στρώση της τοιχοποιίας. Η επιφάνεια τής διατομής του είναι συμφυής μέ τήν πρώτη στή σειρά λιθόπλινθό της.
Στά κατακείμενα εξω από τήν εκκλησία μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη περιλαμβάνονται: α) Ένας κυματιοφόρος ορθοστάτης θύρας μέ τή χαρακτηριστική λοξότμητη απόληξη του, ύψ. 1,95, βάθ. 0,43 καί πλ. 0,18μ., σήμερα μπροστά στή βόρεια είσοδο, β) ένας όμοιος ορθοστάτης, απροσδιόριστου ύψους, έν μέρει θαμμένος μπροστά στή νότια είσοδο καί γ) ένα υπέρθυρο(;), ορθογώνιας διατομής 17,5x 20 έκ., μήκ. 1,48μ., πού διακοσμείται μέ τρεις επιπεδόγλυφους σταυρούς (Εικ.14 και 4γ). Σημειώνεται, τέλος, ότι τά δύο μαρμάρινα θραύσματα άγνωστης προελεύσεως, τά οποία φωτογραφήθηκαν εδώ29 στίς αρχές ίσως τού αιώνα, δέν βρίσκονται πιά στό μνημείο. Επρόκειτο γιά δύο θραύσματα πού συνανήκαν, μέ τήν ανάγλυφη παράσταση καθιστού γρύπα, θέματος πολύ συνηθισμένου σέ ρωμαϊκές σαρκοφάγους του 2ου αι.30 (Εικ.15).




4
Η γραφική αποκατάσταση του ναού της Θεοτόκου (Εικ.16) στηρίζεται στά στοιχεία πού παρέχει το μνημείο σήμερα καί στις παλιές φωτογραφίες γιά τίς όποιες έγινε λόγος.
Οι σωζόμενες παραστάδες καθορίζουν οτι ή κάλυψη του νάρθηκα γινόταν με τρεις ισοδύναμους θόλους, τους οποίους χώριζαν καί στήριζαν δύο ενδιάμεσα σφενδόνια. Τά τόξα μετώπου καί τό λοφίο πού σώθηκαν στή βορειοανατολική γωνία, σέ συνδυασμό με τίς επιμήκεις κι όχι τετράγωνες αναλογίες κάθε διαμερίσματος, καθορίζουν ότι τά δύο ακραία τμήματα του νάρθηκα καί πιθανότατα καί τό μεσαίο στεγάζονταν μέ ελλειπτικούς θόλους.
Την ακριβή μορφή των ελλειπτικών αυτών ασπίδων(;) τήν αγνοούμε, όπως άλλωστε καί τών ανοιγμάτων του νάρθηκα, πλην όμως υπάρχει βεβαιότητα στην αναπαράσταση σε ύψος έως 4μ. περίπου από το έδαφος.
Στον κυρίως ναό το γενικό ύψος τού κίονα, το οποίο προκύπτει από τά μέλη του (h=3,10μ.) (Εικ.4β), ταιριάζει αρμονικά μέ τή γένεση τού τόξου πού βρίσκεται στον ανατολικό τοίχο καί τίς εκεί υποδοχές τών ξύλινων ελκυστήρων, μέ τήν προϋπόθεση οτι σέ κάθε τοξοστοιχία υπήρχε ένα μόνο στήριγμα (Εικ.16). Μέχρι το ύψος τών 4,80μ. περίπου από το δάπεδο καί μέ εξαίρεση το ύψος τών πλάγιων θυρών, η αναπαράσταση είναι ασφαλής. Το μικρό πλάτος τών τόξων πού χώριζαν τά κλίτη, το οποίο επιβεβαιώνεται από τίς διαστάσεις του κιονόκρανου, τό ίδιο τό μέγεθος τών κιόνων31, η απουσία γενέσεων καμάρων στους πλάγιους τοίχους32 καί η ελεύθερη επιφάνεια του τοίχου πού χωρίζει τό ιερό από τόν κυρίως ναό, πείθουν ότι η βασιλική ήταν ξυλόστεγη κι όχι θολοσκεπής. Η μορφή όμως τής στέγης καί καθετί σέ ύψος μεγαλύτερο τών 4,80μ. παραμένει υποθετικό: Αν υπήρχε φωταγωγός, πώς ήταν τά παράθυρα του, σέ ποιο ύψος έφθανε καί πώς διαμορφωνόταν εξωτερικά η στέγη του σέ σχέση μέ εκείνες του νάρθηκα καί τού ιερού, κτλ.
Γιά τό ιερό υπάρχουν σχεδόν πλήρη στοιχεία αναπαραστάσεως μέ κάποια ασάφεια ως προς τό ύψος του κιονίσκου του δίλοβου παραθύρου, τά παράθυρα τών παραβημάτων, τή στέψη τών μικρών κογχών καί τού τοίχου κτλ. Τά προσκυνητάρια μπορούν νά αναπαρασταθούν μέ πλήρη βεβαιότητα.
Τά λείψανα πού σώζονται στή βόρεια είσοδο της εκκλησίας μάς δίνουν αρκετά στοιχεία γιά την αναπαράσταση της βάσει της φωτογραφίας TRI.135 του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (Εικ.17). Ο μαρμάρινος ορθοστάτης πού χρησίμευε ώς ανώφλι, το εσωτερικό άνοιγμα 1,40μ. σέ συσχετισμό μέ τους πώρινους σύνθετους σφονδύλους τών ημικιονίσκων καί τά ύψη τών δόμων παρέχουν αρκετά μετρητικά στοιχεία, ώστε νά σχεδιαστεί μέ βεβαιότητα33 η αναπαράσταση της Είκ.18. Άξια προσοχής είναι οτι α) ένα δεύτερο τόξο γεφύρωνε τό συνολικό άνοιγμα της πόρτας πίσω από τό θύρωμα, αρχικά ίσως αφανές, β) ο μαρμάρινος κυματιοφόρος ορθοστάτης είναι εδώ σέ δεύτερη χρήση, προερχόμενος από παλιότερη βυζαντινή εκκλησία καί γ) η νότια είσοδος είχε παρεμφερή τη διάταξη, όπως πιστοποιείται από τίς φωτογραφίες TRI.133 καί 134 του Ινστιτούτου.




5
Η Παναγία του Ανηλίου ήταν μιά τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με θολοσκεπές το ιερό κι επίσης τριμερή καί θολοσκεπή τον νάρθηκα (Εικ.19).
Πιθανότατα είχε υπερυψωμένο φωταγωγό στο μεσαίο κλίτος. Τά παραδείγματα του τύπου αυτού κατά τή μέση βυζαντινή περίοδο είναι, σέ σύγκριση μέ τους τρουλαίους ναούς, περιορισμένα, όχι όμως καί τόσο λίγα, ώστε η απουσία τους νά στηρίζει τίς παλιές θεωρίες αφενός του G. Millet34 καί αφετέρου των Korac35, Capenko36 καί Krautheimer37. Πράγματι, σε νεότερες έρευνες επισημάνθηκαν αρκετά παραδείγματα ξυλόστεγων μεσοβυζαντινών δρομικών βασιλικών, μερικά από τά όποια μάλιστα στην κάτω Ελλάδα, όπως της Μέντζαινας38, της Ζούρτσας39, της Ήλιδος40, της Ζαραφώνας41, της Ατταλης Ευβοίας42 κι άλλα αμφίβολα. Οί έρευνες του Ά. Ορλάνδου43 καί τών καθηγητών Ν. Μουτσόπουλου44, Π. Μυλωνά45 καί κυρίως Π. Βοκοτόπουλου46 υπήρξαν πολύ θετικές γιά την καλύτερη κατανόηση του θέματος. Είναι πιά φανερό πώς ο αρχαίος τύπος της ξυλόστεγης βασιλικής δέν αναβίωσε στίς σλαβικές χώρες γιά ειδικούς λόγους ή στά φραγκοκρατούμενα μέρη κάτω από δυτική επίδραση, αλλά επιβίωσε στην κάτω Ελλάδα όπως κι άλλου.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον γιά την παρούσα μελέτη από πλευράς συσχετισμών (πού δικαιολογείται από όσα ακολουθούν) δημιουργεί η πρόσφατη διαπίστωση ότι καί η Βλαχέρνα της Ηλείας ήταν επίσης μιά τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική μέ θολοσκεπή τόν τριμερή νάρθηκα καί τό ιερό.
Πράγματι, πρόσφατες έρευνες (τών οποίων τά συμπεράσματα μένουν ακόμα δυστυχώς αδημοσίευτα47) αποδεικνύουν ότι οί τεταρτοκυλινδρικές καλύψεις τών πλάγιων κλιτών είναι πολύ μεταγενέστερες48 κι ότι τό κτίριο μέ τόν υπερυψωμένο του φωταγωγό είχε αρχικά τήν τυπική μορφή τής παλιάς βασιλικής.
Τά χρονολογικά προβλήματα των μνημείων γύρω στό 1200 είναι (όπως θά δούμε στά επόμενα) αρκετά δυσεπίλυτα κι έτσι δεν μπορεί κανείς νά ξέρει μέ βεβαιότητα πότε γίνεται πράγματι μεγαλύτερη διάδοση του τύπου των ξυλόστεγων βασιλικών ούτε αν αυτή οφείλεται σέ δυτικές επιδράσεις.
Υπέρ τής θεωρίας50 είναι τό γεγονός ότι οι περισσότεροι γοτθικοί ναοί πού έγιναν τότε στην Ελλάδα κτίστηκαν στον τύπο τής ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής μέ θολοσκεπές το ιερό51. Κατά τής ίδιας θεωρίας τό οτι τά βυζαντινά παραδείγματα δέν είναι ποτέ επιμήκη52 όπως τά δυτικά. Η εκκλησία τής Θεοτόκου, όπως ήδη σημειώθηκε, έχει γενικές αναλογίες μόλις 1:1,05. Η ιδιομορφία τής υπάρξεως ενός μόνο κίονα στην τοξοστοιχία πού χωρίζει τά κλίτη φαίνεται ότι δέν είναι σπάνια σέ οψιμότερα τουλάχιστον παραδείγματα53. Τέλος, στον νάρθηκα η ισοδυναμία τών τριών θόλων ως προς την κάτοψη (ανεξάρτητη από τή σχέση πλάτους τών κλιτών στον κυρίως ναό) πιθανότατα συνεπαγόταν τό οτι είχαν τό ίδιο ύψος καί ενιαία τήν εξωτερική τους κάλυψη. Αυτό θυμίζει πάλι τή Βλαχέρνα τής Ηλείας54, όπως καί τήν Παλαιοπαναγιά τής Μανωλάδας55. Οι ελλειπτικοί θόλοι δέν ήταν άγνωστοι σέ μνημεία τής περιοχής56.




6
Οι μορφολογικοί καί κατασκευαστικής φύσεως συσχετισμοί πού ακολουθούν επιτρέπουν τη διαπίστωση άμεσων σχέσεων του ναού της Παναγίας μέ άλλα μνημεία της δυτικής Πελοποννήσου καί βοηθούν τήν κατά προσέγγιση χρονολογική του τοποθέτηση.
Η επιμελέστατη πλινθοπερίβλητη τοιχοποιία μέ τά λεπτά της τούβλα καί τους ισοπαχείς αρμούς σχετίζεται άμεσα μέ τήν Παλαιοπαναγιά στή Μανωλάδα57 καί τους ναούς της Αργολίδας στην Αρεια καί στον Μέρμπακα58, όπως καί μέ τίς εκκλησίες της Βλαχέρνας στην Ηλεία59 καί τού Αγίου Γεωργίου στην Ανδρούσα60. Τά διπλά οριζόντια καί κατακόρυφα τούβλα γύρω από τους πωρόλιθους συνδέουν τό μνημείο μέ τίς ίδιες εκκλησίες, καθώς καί μέ τήν Καθολική τής Γαστούνης61, τόν δίκλιτο ναό τής Ήλιδας62, τό καθολικό τής Σκαφιδιάς63, τήν Παλαιοπαναγιά τής Μανωλάδας64, τόν έξωνάρθηκα τού καθολικού τής μονής Οσίου Λουκά65, τόν Αγιο Ιωάννη στό Κακοσάλεσι66, τήν Αγία Τριάδα τού Κριεζώτη67 καί άλλα68. Η εξαιρετική επιμέλεια των εσωτερικών επιφανειών τών τοίχων τού μνημείου (σάν νά μήν επρόκειτο νά επιχριστούν) θυμίζει έντονα τόν Άγιο Νικόλαο στά Καμπιά69.
Οί οδοντωτές ταινίες χρησιμοποιούνται στην εκκλησία πού εξετάζουμε μέ λιτότητα. Τρεις ιδιομορφίες τους (νά ακολουθούν τήν κάτω στάθμη τών πώρινων γείσων τών κογχών, νά περιβάλλουν τά παράθυρα ακολουθώντας στά μεταξύ τους κενά τόν πώρινο κοσμήτη τής ποδιάς τους καί νά παίρνουν βαθμιδωτή διάταξη στίς πλάγιες όψεις τού ναού) απαντούν επίσης στή Βλαχέρνα της Ηλείας70, τόν Αγιο Γεώργιο της Ανδρούσας71 καί την Παλαιοπαναγιά της Μανωλάδας72.
Τά λοξότμητα πώρινα γείσα είναι συνηθέστατα σε εκκλησίες του 12ου αιώνα στην κάτω Ελλάδα73. Εξωτερικοί όμως πώρινοι κοσμήτες με σύνθετη διατομή, όπως αυτή του ναού της Θεοτόκου, είναι σπάνιοι. Τους ξαναβρίσκουμε στή Βλαχέρνα της Ηλείας74, στον Άγιο Γεώργιο της Ανδρούσας75 καί (μέ παραπλήσια μορφή) στην Κοίμηση του Μέρμπακα76.
Πρόκειται γιά μιά αρχιτεκτονική μορφή μέ προφανή τή δυτική επίδραση77. Το ίδιο μπορεί κανείς νά πει καί γιά τά προσκυνητάρια στο εσωτερικό της εκκλησίας: Εκτός από τά κιονόκρανα πού έχουν σαφέστατο τόν γοτθικό χαρακτήρα, είναι ο τρόπος της δομής πού πείθει γιά τήν προέλευση τής μορφής τους. Οι μικροί σφόνδυλοι των ημικιόνων είναι συμφυείς μέ τά ορθογωνισμένα πουριά μέ τά οποία έχει κτιστεί ο τοίχος (Εικ.1 και 4α), τά ψευδοφουρούσια είναι συμφυή μέ τόν κάτω κοσμήτη τους καί τά τεταρτοκυκλικής διατομής τόξα έγιναν επίσης μέ τήν κατεργασία του αυτοφυούς υλικού τής δομής. Προσκυνητάρια τού τύπου αυτού, διαφορετικά από τά βυζαντινά78, είναι γιά την ώρα γνωστά μόνο στή Βλαχέρνα της Ηλείας79. Η ερμηνεία της διατάξεως τους στον χώρο του ναού, τουλάχιστον αυτών της ανατολικής πλευράς, φαίνεται νά είναι λειτουργική, δεδομένου ότι εντάσσονται στό τέμπλο80 καί συνάμα τό διευρύνουν81. Μοναδική ομοιότητα ώς προς τη γενική διάταξη, αλλά μάλλον διαφορετική λειτουργία φαίνεται νά έχουν τά περίτεχνα μαρμάρινα προσκυνητάρια του ναού της Αγίας Σοφίας στη Μονεμβασία82.
Μικτό φραγκοβυζαντινό ύφος έχουν καί οι πλάγιες θύρες της εκκλησίας. Γοτθικής τεχνοτροπίας είναι η δέσμη τών δύο ημικιονίσκων, η στένωση του ανοίγματος προς τά μέσα, τά μικρά κιονόκρανα, οί συμφυείς μέ τους σφονδύλους πωρόλιθοι τών παραστάδων. Στην τοπική βυζαντινή παράδοση ανήκουν τά υπερυψωμένα πλίνθινα τόξα μέ την περιθέουσα οδοντωτή ταινία καί τό σέ δεύτερη χρήση ευθύγραμμο υπέρθυρο. Η βόρεια θύρα της Καθολικής της Γαστούνης83 είναι τό πλησιέστερο τεχνοτροπικά παράδειγμα προς τίς πλάγιες πόρτες του ναού της Παναγίας.
Τέλος, το δίλοβο παράθυρο του Βήματος, καθ' ολα βυζαντινό ώς προς την τεχνοτροπία, έχει πολύ στενούς τους δύο λοβούς, κάτι πού θυμίζει ζωηρά το παράθυρο στην ίδια θέση τού Αγίου Γεωργίου της Ανδρούσας.



7
Από όσα προηγήθηκαν είναι φανερό οτι το μνημείο πού εξετάζουμε, ώς προς τήν αρχιτεκτονική του έμμεσα σχετίζεται μέ εκκλησίες του 12ου αιώνα της λεγόμενης Ελλαδικής Σχολής, όπως τίς γειτονικές του στη Μανωλάδα καί τη Γαστούνη ή μέ την Κοίμηση τού Μέρμπακα. Σχετίζεται όμως άμεσα καί εντυπωσιακά μέ τους δύο επίσης γειτονικούς του ναούς, τη Βλαχέρνα της Ηλείας καί τόν Αγιο Γεώργιο της Ανδρούσας. Βρισκόμαστε μπροστά σέ τρία συγγενικά μνημεία, πού πιθανότατα κτίστηκαν από τό ίδιο συνεργείο ή από τον ίδιο αρχιμάστορα. Καί τά τρία έχουν την εξωτερική εμφάνιση πολύ επιμελημένων κτιρίων μέ τά γενικά χαρακτηριστικά του τέλους του 12ου αιώνα, στά οποία εντάχθηκαν μεμονωμένα στοιχεία γοτθικής τεχνοτροπίας, πού διατηρούν τή μορφική τους συνέπεια, χωρίς αλλοιώσεις.
Δυστυχώς, ούτε ένα από τά μνημεία αυτά δέν είναι ακριβώς χρονολογημένο καί κατά συνέπεια η αβεβαιότητα γύρω από τήν παλαιότητα τους επεκτείνεται καί στη Θεοτόκο του Ανηλίου. Η καθιερωμένη84 άποψη του Ά. Ορλάνδου ότι τη Βλαχέρνα βρήκε υπό κατασκευή η φραγκική κατάκτηση του 1205, έχει χάσει τά ερείσματα της, δεδομένου ότι οι υποτιθέμενοι δυτικής εμπνεύσεως τεταρτοκυλινδρικοί θόλοι των πλάγιων κλιτών της αποδεικνύεται ότι κατασκευάστηκαν πολύ αργότερα80. Καί ναί μέν έγινε στον εξωνάρθηκα καί στον όροφο μιά προσθήκη με εμφανέστατα γοτθικής τεχνοτροπίας στοιχεία ακόμα αργότερα, πλην όμως ανάλογες μορφές υπήρχαν καί στην πρώτη φάση του μνημείου. Τό ουσιώδες είναι οτι ή φάση αυτή της Βλαχέρνας αποσυνδέεται από τό 1205.
Οι θεωρίες γιά την εφαρμογή δυτικής τεχνικής καί τεχνοτροπίας μορφών σέ εκκλησίες της Πελοποννήσου πρίν από τήν 4η σταυροφορία είναι πολύ γνωστές87 καί οπωσδήποτε θά αποθάρρυναν μιά κατηγορηματική χρονολόγηση τών μνημείων πού μας απασχολούν στον 13ο αιώνα. Καί όμως, η οψιμότητά τους φαίνεται περισσότερο πιθανή. Δέν πρέπει νά παραβλεφθεί ότι οι εκκλησίες του Μέρμπακα καί τής Βλαχέρνας είχαν πάντοτε θεωρηθεί ως οι οψιμότερες του 12ου αιώνα88, καθώς καί οτι η πρίν από το 1205 τοποθέτηση τής Βλαχέρνας στηρίζεται αποκλειστικά σέ διακοσμήσεις εγκόπτων τούβλων (cut bricks)89, πού απουσιάζουν τόσο από τη Θεοτόκο του Ανηλίου όσο καί από τόν Άγιο Γεώργιο τής Ανδρούσας. Η απουσία αξιόλογων διακοσμητικών γλυπτών από μάρμαρο90, σύγχρονων προς τά τρία μνημεία, σέ πλήρη αντίθεση μέ τήν άριστη λιθοξοϊκή τους σέ πωρόλιθο, η έκλειψη δηλαδή της γνωστής γλυπτικής του 12ου αιώνα από τά μνημεία αυτά91, αποτελεί επίσης μιά σοβαρή ένδειξη οψιμότητας. Το μικρό σχετικά μέγεθος των εκκλησιών, τόσο τού Ανηλίου όσο καί της Ανδρούσας, δέν έρχεται σε αντίθεση με τίς πιθανές οικονομικές δυσκολίες του ελληνικού στοιχείου μετά το 1205, γιά τίς όποιες έγινε λόγος στην αρχή αυτής τής μελέτης. Το πλήθος πάντως των χαρακτηριστικών γιά τον 12ο αιώνα μορφών καί κατασκευών πού απαντούν στά μνημεία πού εξετάζουμε, μαρτυρεί τή σχετική πρωιμότητά τους μέσα στην περίοδο τής φραγκοκρατίας. Μαρτυρεί επίσης τήν επιμονή τών παραδοσιακών τρόπων στην περιοχή, μετά την κατάκτηση της.
Δυστυχώς, κάποια ιδιαίτερα στοιχεία πού θά διαφοροποιούσαν κατηγορηματικά τά μνημεία τής 12ης από εκείνα τής 13ης εκατονταετίας δέν έχουν προσδιοριστεί ακόμα. Κατά τον Antoine Bon92 «... Στο διάστημα τού 12ου αιώνα πολλαπλασιάζονται οι επαφές μεταξύ τής βυζαντινής Ανατολής καί τής Δύσεως, της οποίας ο πολιτισμός πραγματοποιεί από τήν πλευρά του προόδους αποφασιστικής σημασίας. Τά αποτελέσματα τών επαφών αυτών καί η ακριβής χρονική στιγμή πού θά μπορούσαν νά εκδηλωθούν στην ελληνική τέχνη -πρό ή μετά τήν 4η σταυροφορία- είναι πολύ δύσκολο νά προσδιοριστούν. Πιστεύουμε ότι η αβεβαιότητα πού περιβάλλει τά ζητήματα αυτά θά μπορέσει νά περιοριστεί εφόσον η έρευνα πού θά τείνει προς το αντικείμενο, θά βασιστεί στην ακριβή ανάλυση τής κάθε περιπτώσεως...».
Η ανάλυση πού πραγματοποιήθηκε στη μελέτη του προκείμενου μνημείου, όπως έγινε δυστυχώς φανερό, δέν μπορεί νά περιορίσει άμεσα αύτη την αβεβαιότητα. Το μόνο ασφαλές γιά την ώρα είναι ότι το φραγκοβυζαντινό αρχιτεκτονικό ιδίωμα στην Πελοπόννησο πλουτίζεται μέ ένα ακόμα μνημείο.


Χαράλαμπος Μπούρας
Η φραγκοβυζαντινή εκκλησία της Θεοτόκου στο Ανήλιο (τ. Γκλάτσα) της Ηλείας
Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 12 (1986), 239-264.

Γιά τα υπόλοιπα σημαντικά αρχαία του Ανήλιου μπορείτε να δείτε τον σύνδεσμο:
Ανήλιο Τριφυλία: Ένα σημαντικό κέντρο στους Προϊστορικούς και Ιστορικούς χρόνους

1. Βλ. Μανόλης Χατζηδάκης, Ή μνημειακή ζωγραφική στην Ελλάδα. Ποσοτικές προσεγγίσεις, ΠΑΑ 56 (1981), σ.375-390, καί Man. Chatzidakis, Les aspects de la peinture monumentale byzantine en Grèce, Glas CCCXXXVIII de l'Académie Serbe des sciences et des arts, Beograd 1983, σ.8-9. Κι αν ακόμα δεχθεί κανείς δτι πολλές άπό τίς τοιχογραφίες έγιναν σέ περιοχές μή ελεγχόμενες άπό τους Φράγκους, καθώς καί οτι ή πιθανότητα διασώσεως τών παλαιότερων συνόλων είναι λογικά μικρότερη, ή διαφορά τών αριθμών είναι εντυπωσιακή.
2. Χατζηδάκης, ο.π., σ.389.
3. Γιά τή βυζαντινή αρχιτεκτονική κατά τόν 13ο αιώνα βλ. V. Korac, L'architecture byzantine au Xlle siècle. L'art byzantin du XlIIe siècle. Symposium de Sopocani, Beograd 1967, σ.11-22.
4. Πλήρη κάλυψη του θέματος βλ. στον Α. Bon, La Morée franque, Paris 1969, passim.
5. Δύο οικισμοί μέ τά ονόματα Γλάτσα καί Γλατσοπούλα ή Μεγάλη καί Μικρή Γλάτσα ανήκαν άλλοτε στον δήμο Φιγαλείας καί αποτελούν σήμερα μία κοινότητα.
6. Τό χωριό μέ 25 εστίες άνηκε τό 1391 σέ κάποιον Pierre Gros καί αναφέρεται στίς πηγές μέ τό όνομα La Glace. Τήν ταύτιση είχε κάνει άπό παλιά ό Α. Struck. Βλ. Bon, ό.π., Texte, σ. 391, 392.
7. Δεν έγινε δυνατή ή έρευνα στό αρχείο τής μονής προκειμένου νά βρεθούν περισσότερες πληροφορίες γιά τό μνημείο.
8. Α. Struck, Mistra. Eine mittelalterliche Ruinenstadt, Wien und Leipzig 1910, σ.147, 148, εικ.75. Ή φωτογραφία είναι ή γνωστή με τά στοιχεία TRI. 136 του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.
9. Π.Λ. Βοκοτόπουλος, Ή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις τήν Δυτικήν Στερεάν Ελλάδα καί τήν Ηπειρον, Θεσσαλονίκη 1975, σ.99, σημ.6 καί σ.195, σημ. 1.
10. Βλ. Γ. Βελένης, Ερμηνεία τού εξωτερικού διακόσμου στην βυζαντινή αρχιτεκτονική, Θίοοίτλονίκη 1984, σ.24, 58, 257, σημ.3, πίν.8β καί 24α.
11. Μέ τά στοιχεία Glatza TRI.131- TRI.136. Δέν είναι γνωστή ή χρονολογία λήψεως τους.
12. Βλ. Catalogue des négatifs de la collection chrétienne et byzantine fondée par Gabriel Millet, Paris 1955, σ.99, C2589 καί C2590.
13. Καί άπό τή θέση αυτή ευχαριστώ θερμά τή διεύθυνση τόσο τού Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, όσο καί τού 5ου τμήματος τής Σχολής Ανωτέρων Σπουδών στό Παρίσι, γιά τήν πρόθυμη παραχώρηση τών φωτογραφιών.
14. Οί παλιές φωτογραφίες μαρτυρούν ότι τά περισσότερα άπό τά δέντρα έχουν ζωή ίσως εκατό χρόνων. Τό κόψιμο τών δέντρων χωρίς παράλληλη στερέωση τών τοίχων θά σήμαινε τήν τελική τους καταστροφή.
15. Καί άπό τή θέση αυτή ευχαριστώ τόν σπουδαστή τοϋ αρχιτεκτονικού τμήματος κ. Πέτρο Κουφόπουλο γιά τήν έπί τόπου βοήθεια κατά τήν αποτύπωση τοϋ ναού τόν Ιούνιο τού 1983.
16. Ανάλογο παράδειγμα στον Ταξιάρχη τής Λοκρίδος, βλ. Ά.Κ.Ορλάνδος, Ό Ταξιάρχης τής Λοκρίδος, ΕΕΒΣ ΣΤ' (1927), σ.356
17. Πάχους 76 έκ.
18. Ή δεξιά στον εισερχόμενο είσοδος φαίνεται αρκετά καλά στή φωτογραφία TRI.136 τοϋ Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Τά πλάτη τών δύο πλευρικών εισόδων μετριούνται μέ άνεση, όχι όμως καί τής μεσαίας, οί παραστάδες τής οποίας έχουν καταστραφεί έως κάτω.
19. Ή μία άπό τίς παραστάδες διατηρεί τό έπίκρανό της, στοιχείο πολύτιμο γιά τήν αναπαράσταση τής καλύψεως τού νάρθηκα.
20. Διακρίνεται καθαρά στή φωτογραφία TRI.136.
21. Σαφές κυρίως στό διακονικό, στή φωτογραφία TRI.134.
22. Φθάνει (όπως θά δειχθεί στην αναπαράσταση) τό 1,04μ.
23. Ή πώρινη βάση (πλάτους 82 καί 16 έκ.) δείχνει οτι φέρεται άπό δύο όξύληκτα προς τά κάτω φουρούσια, τά όποια είναι συμφυή μ' αύτη.
24. Ό γόμφος, διαμ. 6 έκ., είναι στερεωμένος μέ μολύβι. Διακρίνεται τό αυλάκι τής μολυβδοχοήσεως. Ανάλογος γόμφος σώζεται στό κιονόκρανο.
25. Μία παλαιοχριστιανική βασιλική έχει επισημανθεί στην περιοχή τοϋ Άνηλίου. Βλ. Νικ. Γιαλούρης, ΑΔ 19 (1964): Χρονικά, σ.178, πίν.188 δ καί Ρ. Έτζέογλου, ΑΔ28(1973):Χρονικά, 236.
26. Βλ. καί Βελένης, δ.π., σ.24.
27. Σήμερα τά τόξα αυτά έχουν καταστραφεί, τή μορφή τους όμως διασώζει ή φωτογραφία TRI. 135 τού Γερμανικού Αρχαιολογικού 'Ινστιτούτου.
28. Βλ. Βελένης, δ.π., σ.58, πίν.24α.
29. Φωτογραφία C 2590 τής συλλογής Gabriel Millet.
30. Βλ. F. Matz, Die Dionysischen Sarkophage, Berlin 1968, passim.
31. Πολύ περιορισμένης διατομής γιά νά δεχθούν τά βάρη θόλων, δεδομένου μάλιστα οτι ήταν μόνο δύο.
32. Επάνω από τό προσκυνητάρι τού βόρειου τοίχου, όπου αυτός σώζεται ακόμα σέ σημαντικό ΰψος.
33. Τό μόνο αβέβαιο είναι ή στάθμη τού κατωφλίου καί συνακόλουθα τό ϋψος καί οι γενικές αναλογίες τού ανοίγματος.
34. G. Millet, L'école grecque dans l'architecture byzantine, Paris 1916, σ.15-53.
35. V. Korac, Sur les basiliques médiévales de Macédoine et de Serbie, Actes du Xlle Congr. Int. d'Études Byz. III, Beograd 1964, σ.173-185.
36. M. Capenko, Arhitektura Bolgarii, Moskva 1953, ο.70-71 (κατά Βοκοτόπουλο, δ.π.,σ.69).
37. R. Krautheimer, Early Christian and Byzantine Architecture, Harmondsworth 1965, σ.268-269.
38. Ά.Κ. Ορλάνδος, Ή βυζαντινή βασιλική τής Μέντζαινας, ΑΒΜΕ Α(1935), σ.99-103 καί Βοκοτόπουλος, δ.π., ο. 35-41.
39. Ch. Bouras, Une basilique byzantine au Péloponnèse, CA XXI(1971), σ.137-141.
40. Παν. Βοκοτόπουλος, Άγιος Δημήτριος Ηλιδος, ΑΔ24(1969): Μελέται, σ.203-210.
41. Dominique Hayer, La Laconie byzantine du début du IXe siècle au début du XHIe siècle, Thèse de doctorat, Strasbourg 1982, σ. 115-118, 122, 127, 128.
42. M. Γεωργοπούλου-Μελαδίνη, ΑΔ27(1972): Χρονικά, σ.369 κ.έ. Ή ερειπωμένη βασιλική τών Είσοδίων τής Θεοτόκου, ίσως τοϋ 11ου αιώνα, ήταν πιθανώς ξυλόστεγη.
43. Ά.Κ. Ορλάνδος, Βυζαντινά μνημεία τής Αιτωλοακαρνανίας, ΑΒΜΕ Θ (1961), σ.33-34.
44. Ν. Μουτσόπουλος, Ανασκαφή τής βασιλικής τοϋ Αγίου Αχίλλειου, ΕΕΠΣΑΠΘ Ε (1971-72), σ. 225-367.
45. P. Mylonas, Les étapes successives de construction du Protaton au Mont Athos, CA XXVIII (1979), σ.143-160, ό ίδιος, Two Middle Byzantine Churches on Athos, Actes du XVe Congr. Int. d'Études Byz., Athènes 1981, σ.545-574.
46. Βοκοτόπουλος, Ή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ. 95-105.
47. Βλ. Φ. Δροσογιάννη, Βυζαντινά καί Μεσαιωνικά Μνημεία Πελοποννήσου, ΑΔ25(1970): Χρονικά, σ.206-207.
48. Οί θόλοι καλύπτουν υπολείμματα τοιχογραφιών πού χρονολογούνται αρκετά όψιμα.
49. Ό Π. Βοκοτόπουλος αρνείται κατηγορηματικά τίς απόψεις αυτές, βλ. ο.π., σ.99-100.
50. Tot) Millet (ο.π.) τίς οποίες υποστήριξε καί ό Α. Bon, La Morée franque, Paris 1969,Texte,σ. 587.
51. Όπως ή Αγία Σοφία τής Άνδραβίοας, οί ναοί τής Τσοβας καί ή Αγία Παρασκευή τής Χαλκίδας.
52. Γιά θέματα αναλογιών πλάτους προς μήκος τών βασιλικών βλ. Βοκοτόπουλος,ο.π.,σ.102.104-105
53. Καθολικό μονής Γοργοεπηκόου (Ν. Μουτσόπουλος, ΕΕΒΣ ΚΘ (1959), σ. 390-445), Παναγία τοϋ Μουχλίου (Ν. Μουτσόπουλος, Πελοποννησιακά Γ, Δ (1958-59), σ.309), Μεταμόρφωση Αγυιάς (Π. Λαζαρίδης, ΑΔ20 (1965): Χρονικά, σ.310, σχέδ.4, 5). Ανάλογη διάταξη έχει καί ή φράγκικη εκκλησία τοϋ Αγίου Νικολάου τής Τσοβας. Βλ. R. Traquair, The Monastery of Our Lady of Isova, Journal RIBA XXXI (1923), αριθ.2, σ.40, εικ. 8 καί 9.
54. Ά. Κ. Ορλάνδος, Ή Βλαχέρνα τής Ηλείας, ΑΕ1923, σ.5-35.
55. Χαρ. Μπούρας, Ή Παλαιοπαναγιά στην Μανωλάδα, ΕΕΠΣΑΠΘ Δ (1969-70), σ.236, εικ.1.
56. Ε. Stikas, L'église byzantine de Christianou, Paris 1951, σ. 24, σημ. 3, εΐκ. 17 καί πίν. Ι καί Κωνστ. Καλοκύρης, Βυζαντινοί έκκλησίαι τής Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 90, εΐκ. 3 (Καθολικό Άνδρομονάστηρου).
57. Μπούρας, ο.π., σ.241, πίν.5γ.
58. Α. Struck, Vier byzantinische Kirchen der Argolis, AM 34 (1909), passim.
59. Ορλάνδος, δ.π., σ.20.
60. Χαρ. Μπούρας, Ό Αγιος Γεώργιος της Άνδρούσης, Χαριστήριον εις Ά.Κ. Όρλάνδον, Β, Αθήναι 1966, σ.270-285 (εικ.7Η).
61. A.H.S. Megaw, The Chronology of some Middle Byzantine Churches, BSA XXXII (1931-1932), σ.116, πίν.29, 2, 3.
62. Π. Βοκοτόπουλος, ΑΔ 24 (1969): Μελέται, σ. 203-210, πίν. 117.
63. Αδημοσίευτο.
64. Χαρ. Μπούρας, ΕΕΠΣΑΠΘ Δ (1969-70), σ.255.
65. Λασκ. Φιλιππίδου-Μπούρα, Ό έζωνάρθηκας τού καθολικού τού Όσίου Λουκά Φωκίδος, ΔΧΑΕ, περ. Δ, τ.ΣΤ (1970-72), σ.13-26.
66. Ά.Κ. Ορλάνδος, Δύο βυζαντινοί έκκλησίαι παρά τό Κακοσάλεσι, ΑΒΜΕ Ε (1939-40),σ.148-149.
67. Ά.Κ. Ορλάνδος, Αγία Τριάς τού Κριεζώτη, ΑΒΜΕ Ε' (1939-40), σ.1-15.
68. Βλ. Βοκοτόπουλος, Ή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, σ.195, σημ.1. Ό ερειπωμένος ναός τής Άτταλης (Μ. Γεωργοπούλου-Μελαδίνη, ΑΔ27(1972): Χρονικά, πίν.310γ) έχει επίσης διπλές σειρές οριζόντιων πλίνθων.
69. R. W. Schultz- S.Η. Barnsley, The Monastery of St. Luc of Stiris, and the dependent Monastery of St. Nicholas in the Fields, near Scripou, in Boeotia, London 1901, σ. 68-71.
70. Ά.Κ. Ορλάνδος, ΑΕ1923, σ.19 κ.έ., είκ. 29, 33, 36 (στή βόρεια πλευρά τού ναού).
71. Μπούρας, Χαριοτήριον, Β, είκ.3, 4, 7, πίν. L.b.
72. Ώ ς προς τίς βαθμιδωτές αλλαγές στάθμης βλ. Μπούρας, ΕΕΠΣΑΠΘ Δ (1969-70), σ.242, εϊκ.6. Ένα ακόμα παράδειγμα βλ. στή Μεσσήνη, ΑΒΜΕ ΙΑ' (1969), σ. 107-108, είκ. 23.
73. Megaw, The Chronology, σ. 123. Βλ. επίσης Α. Κ. Ορλάνδος, ΑΒΜΕ Η (1955-56), σ.48, σημ.2. Γιά τήν καλή λιθοξοίκή εργασία τοϋ ναοί της Παναγίας βλ. καί Βελένης, ο.π., σ.257, σημ.3.
74. Ά.Κ. Ορλάνδος, ΑΕ 1923, σ.23, 24, είκ.41.
75. Μποΰρας, δ.π., σ.276, είκ. 7 Γ.
76. Struck, δ.π., σ.206. Παρόμοιο γείσο άπαντα στην κόγχη τοϋ ίεροϋ τοϋ 'Αγίου Δημητρίου οτά Χάνια Αύλωναρίου Ευβοίας (άδημ.).
77. Πρόχειρα βλ. όμοια διατομή στον Α. Gabriel, La Cité de Rhodes, Paris 1923, σ. 131, είκ.92d.
78. Τά όποια έχουν κατά κανόνα τό τόξο διαμορφωμένο σε ανάγλυφη πλάκα τήν οποία επιστέφει οριζόντιος κοσμήτης (τέμπλα Παναγίας Όσιου Λουκά, Άγιας Σοφίας Μονεμβασίας, Σαμαρίνας, Μητροπόλεως Μυστρά κ.ά.).
79. Βλ. Ά.Κ. 'Ορλάνδος, ΑΕ 1923, σ.16, είκ.25. Τά προσκυνητάρια έχουν έδώ τίς ίδιες ακριβώς θέσεις πλην όμως τά δύο, τών ανατολικών παραστάδων, έχουν αφαιρεθεί (;) προκειμένου νά τοποθετηθεί νεωτερικό τέμπλο.
80. Τά δύο τών ανατολικών παραστάδων, όπως ακριβώς στά πιό πάνω παραδείγματα.
81. Οπως γίνεται ενίοτε σέ μονόκλιτους βυζαντινούς ναούς, στους οποίους αυτόνομες τοιχογραφημένες παραστάσεις, συνήθως μέσα σέ ρηχό άψίδωμα, στον βόρειο καί τόν νότιο τοίχο, πλαισιώνουν τό μικρό τέμπλο (παρεκκλήσιο τής Παντανάσσης Φιλιππιάδος, Π. Βοκοτόπουλος, ΠΑΕ 1977, Α, σ.150, είκ.1, Ταξιάρχες Δεσφίνας, Μ. Σωτηρίου, ΔΧΑΕ, περ. Δ, τ. Γ (1962-63), σ.177, Αγιος Νικόλαος Κασνίτζης καί Άγιος Αθανάσιος τοϋ Μουζάκη Καστοριάς, Α.Κ. 'Ορλάνδος, ΑΒΜΕ Δ (1938), σ. 140, Παναγία Δούπιανη, Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας, Αθήναι 1979, σ.70, 72, Άγιος Γεώργιος στά Πραστειά Σιδερούντας Χίου, Χ. Κοιλάκου, ΔΧΑΕ, περ. Δ', τ. ΙΑ' (1982-83), σ.52, 53, είκ. 12 κ.ά.). Στην Γκλάτσα, τίς θέσεις τών ρηχών αυτών άψιδωμάτων έχουν τά πλάγια προσκυνητάρια.
82. R. Traquair, Laconia I, The Mediaeval Fortress, BSA 12 (1905-1906), σ. 273, είκ. V.
83. R. Traquair, Frankish Architecture in Greece, Journal RIBA XXXI (1923), σ. 24-27, είκ.30
84. Ή άποψη αυτή έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτή. Βλ. C. Mango, Byzantine Architecture, New York 1976, σ.254, A. Bon, La Morée franque, Texte, Paris 1969, a. 570-572, ό ίδιος, Monuments d'art byzantin et d'art occidental dans la Péloponnèse au XHIe siècle, Χαριστήριον εις Ά.Κ. Όρλάνδον, Γ', Αθήναι 1966, ο.87.
85. Ά.Κ. Ορλάνδος, ΑΕ 1923, σ.32-33.
86. Βλ. παραπάνω σ.256 καί ΰποσημ. 47, 48.
87. Δημ. Πάλλας, Ανάγλυφος στήλη τοϋ Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Έπίμετρον, ΑΕ 1953-54, Γ', σ.296-298, Χαρ. Μπούρας, Βυζαντινά σταυροθόλια μέ νευρώσεις, 'Αθήναι 1965, σ.65-68, Α. Bon, Χαριστήριον, Γ', σ. 92-93, καί ό ίδιος, Art oriental et art occidental en Grèce au Moyen Age, Mélanges offerts à Κ. Michalowski, Warszawa 1966, σ. 298, Μαν. Χατζηδάκης, Ίστ.ΕΕ, θ, Αθήνα 1979, σ.398.
88. Megaw, The Chronology, σ.129.
89. Ό.π., σ.113, 114, 116, 117, 119.
90. Στην Παναγία Άνηλίου εκτός άπό τά spolia καί ένα μάλλον άτεχνο κιονόκρανο δέν σώθηκαν μαρμάρινα μέλη. Στην Άνδρούσα επίσης. Στή Βλαχέρνα είναι φανερό οτι τά μαρμάρινα μέλη δέν είναι ομοιογενή ούτε σύγχρονα. Παρά τά λεγόμενα άπό τόν 'Ορλάνδο δέν αποτελούν οργανικό σύνολο, ούτε στό τέμπλο ούτε στά θυρώματα. Είναι μιά πλούσια συλλογή μελών σέ δεύτερη χρήση πού δέν ύποβοηθεί τή χρονολόγηση τού μνημείου.
91. Βλ. Α. Grabar, Sculptures byzantines du Moyen Age, Paris 1967, σ.93 κ.έ. Lask. Bouras, Architectural Sculptures of the 12th and early 13th Century in Greece, ΔΧΑΕ, περ. Δ, τ. θ (1977-79), σ.63-72.
92. Χαριστήριον, Γ', σ.93.




Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Πρωτοβυζαντινή Πυλία, Μεσσηνία

Η Δυτική Πυλία βρίσκεται πάνω στη ρότα των θαλάσσιων διαδρομών από την Ανατολική στη Δυτική Μεσόγειο και από τη Δύση στην Ανατολή, ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Η γεωγραφική θέση και η γεωμορφολογία της περιοχής αυτής, με τους ευλίμενους όρμους της, σταθμούς στους πλόες των πλοίων, με την εύφορη γη, οργανωμένη σε γήλοφους, κοιλάδες και μικρούς κάμπους, με πηγαία νερά και προσβάσεις προς την ενδοχώρα, επηρέαζε πάντα το ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου.
Στους όρμους αυτούς αναπτύχθηκαν και οι επιθαλάσσιες πολιτείες της Πύλου -Αβαρίνου για τα μεσαιωνικά χρόνια-, της ανώνυμης μέχρι στιγμής πολιτείας των υστερορωμαϊκών χρόνων στην περιοχή της Φοινικούντας, και της διαχρονικής Μεθώνης στη νοτιοδυτική άκρα. Πολιτείες αρχαίες, που συνέχισαν να υπάρχουν στα Πρωτοβυζαντινά χρόνια, ενώ διατηρούνται ακόμη και σήμερα, όχι μόνο στο όνομα αλλά και στη συγκεκριμένη περιοχή με μικρή ή μεγάλη μετατόπιση της θέσης τους, σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες των κατοίκων.


Η δυτική Πυλία1 βρίσκεται πάνω στη ρότα των θαλάσσιων διαδρομών από την Ανατολική στη Δυτική Μεσόγειο και από τη Δύση στην Ανατολή, ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Η γεωγραφική θέση και η γεωμορφολογία της περιοχής αυτής, με τους ευλίμενους όρμους της, σταθμούς στους πλόες των πλοίων, με την εύφορη γη, οργανωμένη σε γήλοφους, κοιλάδες και μικρούς κάμπους, με πηγαία νερά και προσβάσεις προς την ενδοχώρα, επηρέαζε πάντα το ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου. Ο τόπος προσδιορίζεται από τους δύο φυσικούς όρμους, του Ναβαρίνου και της Φοινικούντας, και από τη στρατηγική θέση με το τεχνητό λιμάνι της Μεθώνης. Το βουνό του Aï-Νικόλα δυτικά και το Λυκόδημο όρος ανατολικά ορίζουν τα υψηλότερα σημεία του.
Στους όρμους αυτούς αναπτύχθηκαν και οι επιθαλάσσιες πολιτείες της Πύλου -Αβαρίνου για τα μεσαιωνικά χρόνια-, της ανώνυμης μέχρι στιγμής πολιτείας των υστερορωμαϊκών χρόνων στην περιοχή της Φοινικούντας, και της διαχρονικής Μεθώνης στη νοτιοδυτική άκρα.
Πολιτείες αρχαίες, που διατηρήθηκαν στα χρόνια που μας ενδιαφέρουν, που διατηρούνται ακόμη και σήμερα, όχι μόνο στο όνομα αλλά και στη συγκεκριμένη περιοχή με μικρή ή μεγάλη μετατόπιση της θέσης τους, σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες των κατοίκων.
Στο νοητό τετράπλευρο, τις τρεις κορυφές του οποίου αποτελούν η Πύλος, η Μεθώνη και η Φοινικούντα, θα προσθέσουμε μια τέταρτη θέση, πρωτοβυζαντινή, το Σουληνάρι, σήμερα χωριό εγκαταλελειμμένο, στις βόρειες υπώρειες του Λυκόδημου όρους, σε μικρή απόσταση από τη βυζαντινή τοποθεσία του Χανδρινού. Το Σουληνάρι βρίσκεται πάνω στη μεσόγεια χερσαία οδό επικοινωνίας της περιοχής Πύλου- Μεσσήνης και Πύλου- Φοινικούντας. Η θέση αυτή αποτελεί κομβικό σημείο για την προς Νότο παράκαμψη του ορεινού όγκου του Λυκόδημου και τη μετάβαση στη θάλασσα (σημερινή διαδρομή: Πλατανόβρυση- Ευαγγελισμός- Φοινικούντα). Η γεωμορφολογία της περιοχής και τα μέχρι στιγμής ευρήματα μας επέτρεψαν να θεωρήσουμε τη θέση αυτή σημαντική, αν και δεν έχει ερευνηθεί ακόμη επαρκώς.
Παρουσιάζονται, λοιπόν, οι τέσσερις αυτές θέσεις- κέντρα της πρώτης βυζαντινής περιόδου, με μνεία των ήδη γνωστών αρχαιολογικών δεδομένων, αλλά και νέων αδημοσίευτων, καθώς και τα νέα ευρήματα που εντοπίστηκαν στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Οινουσσών νήσων, οι οποίες εντάσσονται στη νότια Πυλία. Πρόκειται για στοιχεία, των οποίων το σύνολο επιβεβαιώνει την ύπαρξη, τη συνέχεια και τη διάρκεια της κατοίκησης και της ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή αυτή, διαχρονικά και έως τον αιώνα μας, επομένως και κατά τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους (5ος-7ος αι.), εποχή που μας ενδιαφέρει.
Από το Σουληνάρι2 προέρχεται θωράκιο (διαστάσεις: ύψ. 0,73 μ., πλ. 0,96 μ., πάχ. 0,105 μ.), που φέρει στην κύρια όψη ανάγλυφη διακόσμηση από τριπλό ταινιωτό πλαίσιο με χριστόγραμμα σε κύκλο και φύλλα κισσού στα διάκενα, καθώς και ρόδακες και πυροστρόβιλους. Βρέθηκε το 1969, και μικρή μνεία του γίνεται στα Χρονικά του Αρχαιολογικού Δελτίον του ίδιου έτους από τον επίτιμο σήμερα έφορο Γ. Παπαθανασόπουλο. Η διακόσμηση και η τεχνική του το τοποθετούν στον προχωρημένο 6ο ή στις αρχές του 7ου αιώνα. Το εύρημα βεβαιώνει την ύπαρξη παλαιοχριστιανικής βασιλικής, επομένως και την ύπαρξη οικιστικής εγκατάστασης, που δεν έχει εντοπιστεί ακόμη.
Η πρωτοβυζαντινή Πύλος3, ο μετέπειτα Αβαρίνος, κατέχει μέρος λόφου του Κορυφασίου, στο βόρειο άκρο του οποίου βρίσκεται η ομώνυμη ελληνιστική πόλη. Από τα ευρήματα του χώρου -αν και όχι πολύ σαφή- συνάγεται ότι η πόλη στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους καταλάμβανε έκταση της ρωμαϊκής πολιτείας και απλωνόταν σε όλο το πλάτος του νοτιοανατολικού τμήματος της χερσονήσου (μέρος αυτής σήμερα κατέχει η λιμνοθάλασσα του Διβαρίου, η οποία -κατά μια άποψη- κατέκλυσε μέρος της πόλης στην ύστερη αρχαιότητα).
Στο βόρειο άκρο της χερσονήσου ανευρέθησαν παλαιοχριστιανικοί τάφοι μέσα στα σπίτια της ελληνιστικής πόλης (ανασκαφή Μαρινάτου), ενώ τμήματα βαλανείου ή βασιλικής αποκαλύφθηκαν στο νότιο άκρο, στην ακτή του πορθμού που χωρίζει τη Σφακτηρία από τον κόλπο του Ναβαρίνου. Στον ευρύτερο χώρο της περιοχής Γιάλοβας, Πετροχωρίου και Ρωμανού, έχουν αποκαλυφθεί ελληνιστικά νεκροταφεία και μεγάλος αριθμός τάφων μεταγενέστερων εποχών. Επίσης, στη θέση Μαράνου επί της Σφακτηρίας έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα της πρωτοβυζαντινής περιόδου.
Η πόλη διέθετε τον κλειστό όρμο του Ναβαρίνου, ένα από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου. Δυστυχώς, ενώ τα αρχαιολογικά δεδομένα για την ύπαρξη της έχουν εντοπιστεί, δεν έχει ευδοκιμήσει η συστηματική έρευνα και η σύνθεση των επιμέρους στοιχείων, ώστε να αποκτήσουμε ευκρινή εικόνα της.


Για την τρίτη θέση, την πόλη στην περιοχή της Φοινικούντας (Ταβέρνας), σημαντικός υπήρξε ο προστατευμένος όρμος της από όλους σχεδόν τους ανέμους, τους βόρειους, τους ανατολικούς και εν μέρει από τους νοτιοανατολικούς. Σε συνδυασμό με τα μετεωρολογικά στοιχεία προσέφερε και ασφαλές αγκυροβόλιο από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο. Ο μυχός του όρμου ορίζεται από τη χερσόνησο της Ανάληψης, όπου βρίσκεται η γνωστή προϊστορική θέση, έως τη θέση Λούτσα. Η ρωμαϊκή πολιτεία, που δεν έχει ανασκαφεί, καταλαμβάνει ολόκληρο τον σημερινό οικισμό, εκτείνεται σε όλη την έκταση του όρμου και αναπτύσσεται σε μέτωπο 1,5 χλμ. κατά μήκος της ακτής, με μέσο πλάτος περί τα 500 μ. Κατά καιρούς, εκσκαφές για ύδρευση της κοινότητας και άλλες εργασίες απέδωσαν τοιχία και μεγάλο αριθμό οστράκων ύστερης ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου. Στην ίδια περιοχή διατηρείται μεγάλο ερειπωμένο κτίριο της ύστερης αρχαιότητας, με την επωνυμία «Λουτρό». Απόδειξη της συνέχειας της ρωμαϊκής πόλης στα πρωτοβυζαντινά χρόνια αποτελούν τα ερείπια μεγάλης βασιλικής στη θέση Λούτσα, κοντά στο «Λουτρό» και πολύ κοντά στη θάλασσα, στο ανατολικό άκρο του όρμου. Τη βασιλική εντόπισα και κατέγραψα κατά τη θητεία μου ως επιμελήτρια αρχαιοτήτων στην 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, με ερέθισμα παλαιά αναφορά του αείμνηστου καθηγητή Δ. Πάλλα, εφόρου αρχαιοτήτων. Πρόκειται για μεγάλο κτίριο, που απλώνεται σε έκταση 100 τ.μ. περίπου. Διατηρείται ορατή η μεγάλη ημικυκλική αψίδα και αρκετοί τοίχοι, αποσπασματικά, έως τα 2,50 μ. ύψος. Είναι κτισμένη με αργολιθοδομή από ψαμμίτη και παρεμβολή πλίνθων. Στον βόρειο χώρο της αψίδας του ιερού έχουν ιδρυθεί, στα νεότερα χρόνια, ναΰδριο αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή και μικρό εικονοστάσιο της Αγίας Φωτεινής και της Αγίας Μαρίνας. Στο ανατολικό άκρο του όρμου, κοντά στη θάλασσα, σε σχετικά μικρή απόσταση από το μνημείο, σώζεται κυκλικός οχυρός πύργος βυζαντινών χρόνων.
 Η Μεθώνη έχει ιδρυθεί σε μη ευλίμενο χώρο, αλλά σε εξαιρετικά στρατηγική θέση, αφού εποπτεύει τις θαλάσσιες οδούς προς και από το Ιόνιο. Για το λόγο αυτό, ήδη από την αρχαιότητα, εφοδιάστηκε με τεχνητό λιμάνι, το οποίο με τις απαραίτητες προσθήκες και συντηρήσεις ήταν σε χρήση έως τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Η στρατηγική σημασία της πόλης ανάγκασε τους οικιστές της να την περιβάλουν από νωρίς με οχυρωματικά έργα. Έχουμε δηλαδή μια πόλη-λιμάνι οχυρωμένη και έναν ισχυρό στρατιωτικό σταθμό.


Το οχυρωμένο τμήμα της πόλης πρέπει να καταλάμβανε την ίδια έκταση με το υπάρχον φρούριο, τουλάχιστον την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας. Πέραν αυτού φαίνεται ότι υπήρχε ένας πυκνός περιαστικός ιστός, παράλληλα με το ρέμα της Μεθώνης. Η κατοίκηση, ίσως υπό μορφή αγροικιών, πρέπει να καταλάμβανε ολόκληρη την περιοχή του Αγίου Νεκταρίου μέχρι τον Προφήτη Ηλία κάτω στη θάλασσα, και μέχρι τους Παλιούς Αη-Λιάδες, όπως μαρτυρούν τα αποσπασματικά ευρήματα που ανήκουν σε κτίρια και τάφους. Το ίδιο πρέπει να ίσχυσε, σε μικρότερη κλίμακα, και για τα πρωτοβυζαντινά χρόνια. Ο κάμπος της Μεθώνης (μεταξύ των δύο λόφων, σε ένα τμήμα του) φαίνεται ότι κάποτε ήταν λιμνοθάλασσα, στη θέση περίπου των αλυκών που σημειώνονται στους ενετικούς χάρτες.
Για τη Μεθώνη ας θυμηθούμε, επιτροχάδην, τα γνωστά αρχαιολογικά ευρήματα της εποχής που μας ενδιαφέρει: το ίδιο το κάστρο με το λιμάνι, ο δίδυμος ναΐσκος με ψηφιδωτά δάπεδα στους Παλιούς Αη-Λιάδες, το παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο του Αγίου Ονούφριου (Αγίου Αγαπίου), των μέσων του 4ου-αρχών του 5ου αιώνα, με χρήση και στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους. Το κοιμητήριο βρίσκεται βόρεια της Μεθώνης, στη θέση αρχαίων λατομείων πωρόλιθου που λειτουργούσαν έως τα μεσαιωνικά χρόνια. Επίσης, διατηρούνται δεξαμενές νερού στη θέση Λυκοτόμαρο και έχουν εντοπιστεί τάφοι και μικρός οικισμός στην περιοχή Αγάκι, μεσοβυζαντινών χρόνων4
Περισσότερα για το παλαιοχριστιανικό νεκτοταφείο του Αγίου Ονούφρου στον σύνδεσμο:


Από τα νεότερα ευρήματα, που εντοπίστηκαν στην περιοχή και εν μέρει δημοσιεύθηκαν, είναι ο φάρος ή φρυκτωρία5, βόρεια της Μεθώνης, στον ορμίσκο που αναφέρεται ως «του Παπά η Λίμνη», στο νότιο ακρωτήριο της εισόδου του. Διατηρείται συμπαγές κυκλικής κάτοψης κτίσμα, σωζόμενου ύψους 2,50 μ., από ημίεργους λίθους, ασβεστοκονίαμα και παρεμβολή οστράκων, που χρονολογείται στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους και αποτελούσε τμήμα του δικτύου φρυκτωριών (βίγλες) που ανιχνεύεται κατά μήκος της δυτικής επιθαλάσσιας περιοχής Ναβαρίνου-Μεθώνης. Χρησίμευε ως είδος φρυκτωρίας ή φανού, καθώς έχει οπτική επαφή με τη Μεθώνη αφ' ενός και με την κορυφή του πρόβουνου Ai-Θανάση (νότια απόληξη του Aï-Νικόλα) αφ' ετέρου, όπου διατηρούνται κάποια κτιριακά ίχνη παρόμοιας κατασκευής στο σημείο της οπτικής επαφής. Από το σημείο αυτό υπάρχει οπτική επαφή με τον Aï-Νικόλα, στη θέση του τριγωνομετρικού σημείου της ΓΥΣ, όπου διατηρείται επίσης σε επίπεδο θεμελίων παρόμοιο κτίσμα κυκλικής κάτοψης και άλλα κτίσματα απροσδιόριστης χρήσης. Από τον Aï-Νικόλα η οπτική επαφή με το Ναβαρίνο είναι άμεση.
 Στην είσοδο του σύγχρονου οικισμού της Μεθώνης αποκαλύφθηκε πρόσφατα τμήμα παλαιοχριστιανικής βασιλικής, σημαντικό εύρημα για την έκταση της πόλης στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους.
Η Μεθώνη στερείται πηγαίου νερού, υδρεύθηκε μόλις το 1988 από τις πηγές στη θέση Μινάγια. Υπήρχε όμως πηγή στους Παλιούς Αη-Λιάδες, που τροφοδοτούσε την πόλη, όπως φαίνεται από τις ενδείξεις στους ναυτικούς χάρτες του περασμένου αιώνα και από τον αγωγό που διατηρείται αποσπασματικά μέχρι σήμερα -όχι όμως και για πολύ ακόμη- στην παραλία της Μεθώνης. Πολλά πηγάδια υπάρχουν και υπήρχαν στον μοθωνιώτικο κάμπο. Όσα διατηρούνται, καθώς και τα δύο πηγάδια μέσα στον οικισμό, έχουν μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία της εποχής της Ενετοκρατίας.
Ο χώρος της Μεθώνης ελέγχει το δίαυλο ανάμεσα στις ακτές της Πελοποννήσου και το συμπλεγμάτων Οινουσσών (Σαπιέντζα, Αγία Μαριανή ή Αγία Μαρίνα, Σχίζα, Βενετικό και Πετροκάραβο), πανάρχαια θαλάσσια διαδρομή. Σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της περιοχής, τα νησιά αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι-σταθμοί ή αγκυροβόλια για τα πλοία που διέπλεαν τα στενά, αλλά και ως κρησφύγετα σε περιόδους αναταραχών. Τα σωζόμενα λείψανα συνηγορούν στην εκούσια και προγραμματισμένη χρήση τους και όχι στην τυχαία και αποσπασματική. Βασικό πλεονέκτημα για τη χρήση τους υπήρξε η παρουσία πόσιμου νερού, απαραίτητου για την οποιαδήποτε μορφή εγκατάστασης. Παράλληλα, όλες οι νησίδες διαθέτουν ένα-δύο ή περισσότερους ευλίμενους όρμους για ποικίλους καιρούς. Την εκούσια επιλογή και τη χρήση τους συνηγορεί και η χρησιμοποίηση στις κατασκευές οικοδομικού υλικού, όπως ο ψαμμίτης, ο οποίος μεταφέρθηκε από την απέναντι ηπειρωτική ακτή, όπου αφθονεί, ενώ απουσιάζει παντελώς τουλάχιστον στις τρεις πρώτες νησίδες.
 Τα οικιστικά λείψανα μαρτυρούν συνεχείς μικρές ή μεγάλες εγκαταστάσεις, χρονολογούμενες από τα προϊστορικά χρόνια. Τα στοιχεία που αντιστοιχούν στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο είναι αρκετά, αλλά πολλές φορές επιβεβαιώνονται και από τα μεταγενέστερα ευρήματα που διατηρούνται πάνω στις νησίδες.
 Ένα από τα νησιά αυτά, η Αγία Μαριανή, προσφέρεται με τη βατή και ομαλή επιφάνεια του για μόνιμη εγκατάσταση. Στην ανατολική ακτή της, στο όριο του αιγιαλού, διατηρούνται κιβωτιόσχημοι τάφοι, κτιριακά κατάλοιπα, ένα πηγάδι κτισμένο με ψαμμίτη και δεξαμενή με κουρασάνι, που ανήκουν στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους. Σε πλάτωμα στην κορυφή του λόφου υπάρχει ο ομώνυμος ναός, πλήρως ανακαινισμένος σήμερα. Σε επαφή με αυτόν, στη βόρεια πλευρά του και σε χαμηλότερο επίπεδο, σώζεται το βόρειο κλίτος παλαιότερου ναού βυζαντινών χρόνων. Διατηρείται κοινός μεταξύ τους τοίχος, σε επίπεδο περίπου 1 μ. κάτω από το έδαφος, ο οποίος στηρίζεται σε τοξοστοιχία από τρία τόξα. Ο σύγχρονος ναός εδράζεται στα θεμέλια παλαιότερου και μεγαλύτερων διαστάσεων, ίσως μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και καταλαμβάνει εν μέρει τμήμα του κεντρικού κλίτους του. Όλη η περιοχή, από την παραλία μέχρι την εκκλησία της Αγίας Μαριανής, είναι διάσπαρτη με όστρακα αγγείων και κεραμιδιών και τοιχία που διαγράφονται στο έδαφος. Τα όστρακα των χονδροειδών αγγείων χρονολογούνται έως και τους μεσοβυζαντινούς χρόνους.


Η Σχίζα6, σήμερα στο μεγαλύτερο της τμήμα πεδίο βολής, διατηρεί ίχνη κατοίκησης από τους προϊστορικούς χρόνους. Μια μεγάλη εγκατάσταση της ύστερης αρχαιότητας και των πρώιμων βυζαντινών χρόνων εκτείνεται σε πλάτωμα που απολήγει σε ακρωτήρι, στα βορειοανατολικά του νησιού. Η περιοχή περιλαμβάνει βαθύ ευλίμενο όρμο, στη θέση Λίμπι, με δύο μυχούς, που προσφέρει ασφαλές καταφύγιο. Η στεριά καλύπτεται από όστρακα και κτιριακά λείψανα σε επίπεδο θεμελίων, κτισμένα από ντόπιο ασβεστόλιθο. Στην παραλία του ενός των μυχών διατηρείται παλιό πηγάδι πόσιμου νερού, ενεργό και σήμερα.


Στο βορειοανατολικό άκρο της Σχίζας, στον όρμο Καραβοστάσι, έχουν εντοπιστεί αρκετά ναυάγια. Από τα δυτικά προς τα ανατολικά έχουν βρεθεί δύο ελληνιστικά, ένα βυζαντινό του 10ου- 11ου αιώνα, τρία ρωμαϊκά στη βόρεια είσοδο του όρμου (-1ος έως +3ος αι.) και ένα ναυάγιο του 6ου- 7ου αιώνα στη νότια είσοδο του όρμου7. Στην ίδια θέση υπάρχει προϊστορικός οικισμός.
Στη βορειοδυτική ακτή της Σαπιέντζας βρίσκεται το γνωστό ναυάγιο των σαρκοφάγων από γρανίτη, που τεκμηριώνει τη χρήση του θαλάσσιου δρόμου στους αυτοκρατορικούς χρόνους (+1ος αι.). Στη χερσαία περιοχή που γειτονεύει με το ναυάγιο υπάρχουν κτιριακά κατάλοιπα σε επίπεδο θεμελίων και αφθονία οστράκων κυρίως των πρωτοβυζαντινών χρόνων. Σε τμήμα αυτής της περιοχής που διαβρώνεται από την θάλασσα διατηρείται δάπεδο από φερτό ψαμμίτη που χαρακτηρίζεται από όστρακα 6ου-7ου αιώνα, ενώ σε ανώτερο επίπεδο υπάρχει μεταγενέστερο οικοδόμημα κτισμένο αποκλειστικά από ασβεστόλιθο και ισχυρό ασβεστοκονίαμα, ίσως μεσοβυζαντινών χρόνων. Στην ίδια περιοχή, σε νεότερους χρόνους, κατασκευάστηκαν ασβεστοκάμινοι, μία από τις οποίες μέσα στο μεσοβυζαντινό κτίριο με μερική χρήση του βόρειου και του ανατολικού τοίχου του.


Περισσότερα γιά την νήσο Σαπιέντζα μπορείτε να δείτε στον σύνδεσμο: Νήσος Σαπιέντζα

Το Βενετικό αποτελεί το τελευταίο μεγάλο νησί των Οινουσσών, ορεινό και απόκρημνο, το οποίο στο βόρειο άκρο του καταλήγει σε μια μικρή επίπεδη γλώσσα ξηράς. Στη θέση αυτή διατηρείται αλυκή, η οποία μπορεί να ανήκει στις επιτόπιες πήγες παραγωγής αλατιού που μαρτυροΰνται από τους βυζαντινούς χρόνους8, και διασώζονται τα λείψανα ενός συγκροτήματος, που αποτελείται από το κυρίως κτίριο, δυο προσθήκες και έναν πΰργο, ένα δεύτερο κυψελωτό κτίριο πάνω στον αιγιαλό και ένα πηγάδι κτιστό, ενεργό μέχρι σήμερα.
Το συγκρότημα, διαστάσεων 20x7 μ., είναι κτισμένο από ψαμμιτόλιθους -πέτρωμα που υπάρχει στο νησί- με ισχυρό συνθετικό ασβεστοκονίαμα. Οι τοίχοι του έχουν πάχος περί τα 0,80 μ. Τοιχία και οικοδομικό υλικό διακρίνονται και στον ευρύτερο χώρο. Αφθονούν, επίσης, οι κεραμίδες και τα όστρακα. Ο πυρήνας του συγκροτήματος αυτοΰ είναι παλαιός και ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους, ενώ μια από τις υστέρες φάσεις του ανήκει στον 17ο-18ο αιώνα.
Το δεύτερο κτίριο, πάνω στον αιγιαλό, είναι τετράγωνης κάτοψης με μεγάλα τοξωτά ανοίγματα σε κάθε πλευρά και καλύπτεται με τρουλίσκο. Είναι κτισμένο με αργολιθοδομή και ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Πιθανόν να πρόκειται για φάρο (φανό θαλάσσης) ή κτίριο που είχε σχέση με την παραγωγή του αλατιού, αλλά όχι για λουτρό. Ανήκει στους μεταβυζαντινούς χρόνους (17ος-18ος αι.).


Το Πετροκάραβο είναι απλός βράχος χωρίς ίχνη κατοίκησης.
 Οι παραπάνω μαρτυρίες εγκαταστάσεων στα νησιά αυτά συνηγορούν για τη στρατηγική θέση της ευρύτερης περιοχής της Πυλίας, και ιδιαίτερα της Μεθώνης, επιβεβαιώνουν τη διαρκή κατοίκηση του χώρου, προσδιορίζουν ότι η Μεθώνη και η περιοχή της αποτέλεσε όλες τις χρονικές περιόδους σημαντικό ναυτικό κόμβο, σταθμό πρώτα από όλα για στρατιωτικό έλεγχο και επιχειρήσεις. Ίσως είναι αυτή η αιτία που ποτέ δεν απώλεσε το όνομα της, δεν ξεχάστηκε με την πάροδο του χρόνου, σε αντίθεση με την Πΰλο (Ναβαρίνο), που αν και είναι το καλύτερο λιμάνι της Μεσογείου, σιώπησε κάποια στιγμή.
Η περαιτέρω επιστημονική έρευνα της περιοχής πιστεύουμε ότι θα αποδώσει σημαντικά ευρήματα για την πρώιμη βυζαντινή περίοδο.

Αριστέα Καββαδία- Σπονδύλη

Σημειώσεις:
1. Για την τοπογραφία της περιοχής, βλ. Η. Σπονδΰλης, «Συμβολή στη μελέτη διαμόρφωσης των ακτών της Πυλίας με βάση τον εντοπισμό νέων αρχαιολογικών θέσεων», Ενάλια 4/3-4 (1992), 30-37, εικ. 1-15. Βλ. επίσης, το συλλογικό έργο του Προγράμματος Ιστορικής Γεωγραφίας του ΙΒΕ, Ιστορική Γεωγραφία τηςβυζαντινής Πελοποννήσου (395-1204), 2: Οι βυζαντινές θέσεις, που πρόκειται να εκδοθεί σύντομα.
2. Σπ. Μαρινάτος, ΠΑΕ1966,120.
3. Σπ. Μαρινάτος, ΠΑΕ 1958,185· Ν. Γιαλουρης, ΑΔ 21 (1966) Χρονικά, 164-165' Μαρινάτος, ΠΑΕ 1966,121122· Κ. Andrews, The Castles of the Morea, Princeton 1958,40-48· Γ.Α. Παπαθανασόπουλος, ΑΔ 17 (1961-62) Χρονικά, 92-93· ΑΔ 19 (1964) Χρονικά, 151-152.
4. Γ.Α. Παπαθανασόπουλος, ΑΔ 18 (1963) Χρονικά, 94· Δ.Ι. Πάλλας, ΑΛ 17 (1961-62) Χρονικά, 103-104· ΠΑΕ1967,22-27* ο ίδιος, «Ο Άγιος Ονούφριος Μεθώνης (Παλαιοχριστιανικόν κοιμητηριον-βυζαντινόν ασκητηριον)»,Λ£ 1968,119-176.
5. Σπονδυλης, «Συμβολή», 35-36, εικ. 14.
6. Ε. Παπακωνσταντίνου, ΑΔ 36 (1981) Χρονικά, 156.
7. Οι πληροφορίες για τα ναυάγια αυτά οφείλονται στον Η. Σπονδΰλη, που τα εντόπισε σε υπηρεσιακές του έρευνες και πρόκειται να τα δημοσιεύσει
8. J. Longnon - P. Topping, Documents sur le régime des terres dans laprincipauté de Morée au XWe siècle, Paris/Le Hague 1969,253* M. N. Valmin, Études topographiques surlaMessénie ancienne, Lund 1930,160-161* A.C. Hodgetts, The Colonies of Coron andModon under VenetianAdministration, 1204-1400, University of London 1974,42






Printfriendly