.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Η Προϊστορική Ολυμπία και οι αγώνες των Ελλήνων στα Προϊστορικά χρόνια


 Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι για ακόμη μιά φορά η μυθολογία των Ελλήνων αποδεικνύεται ιστορικά ακριβής. Η απόδοση της ίδρυσης των αγώνων στην πανάρχαια εποχή του Πέλοπα, -3000, επιβεβαιώνεται. Η συνέχιση των αγώνων από του Ηρακλείδες, -1200, επίσης επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα. Δεν γνωρίζουμε αν οι αγώνες και τα λατρευτικά δρώμενα στην αρχαία Ολυμπία των προϊστορικών χρόνων είχαν την πανελλήνια εμβέλεια αυτών της ιστορικής εποχής, αλλά είναι σίγουρο ότι η προϊστορική Ολυμπία ήταν πανάρχαιο λατρευτικό κέντρο όπου οι Έλληνες τελούσαν και αθλητικούς αγώνες. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η χρονολόγηση των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων πρέπει να αναζητηθεί κοντά στο -3000.



Η ιστορία των προϊστορικών Ολυμπιακών αγώνων:
 Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι πρώτοι αγώνες στην Ολυμπία διοργανώθηκαν από ήρωες και θεούς. Στην πρώτη Ολυμπιακή Ωδήτου, χρονολογημένη στον -5ο αιώνα, ο Πίνδαρος κάνει αναφορά στον Πέλοπα, τον ιδρυτή των αγώνων.
Ο Πέλοπας, γιος του Ταντάλου, ήρθε από τη Μικρά Ασία για να συμμετάσχει σε μια αρματοδρομία που είχε οργανώσει ο Οινόμαος, βασιλιάς της Πίσας, στην Πελοπόννησο. Ο Οινόμαος έλαβε ένα χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο ο γάμος της κόρης του Ιπποδάμειας θα προκαλούσε το θάνατό του. Έβαλε, λοιπόν, να σκοτώσουν όλους τους μνηστήρες που ήρθαν για να πάρουν μέρος στον αγώνα. Ο Πέλοπας, όμως, με δόλο σκότωσε τον Οινόμαο κατά τη διάρκεια της αρματοδρομίας και παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια.
  Ως βασιλιάς της περιοχής οργάνωσε πρώτος τους αγώνες για να εξαγνιστεί ή, κατά μία άλλη εκδοχή, για να ευχαριστήσει τους θεούς για τη νίκη του. Η διοργάνωση της αρματοδρομίας αποτυπώθηκε στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Δία, τον -5ο αιώνα.
  Η Ιπποδάμεια λέγεται ότι για τους ίδιους λόγους θεσμοθέτησε τα Ηραία προς τιμήν της Ήρας. Επρόκειτο για αγώνες δρόμου που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια με τη συμμετοχή μόνο γυναικών παρθένων.


Ο Πέλοπας κέρδισε τους αγώνες στην Πίσα με άδικο τρόπο, αφού είχε βάλει τον Μυρτίλο,τον ηνίοχο του βασιλιά Οινόμαου να βγάλει τη σφήνα από το άρμα του για να χάσει επίτηδες με αντάλλαγμα το μισό βασίλειο. Κατόπιν, όμως δεν έδωσε στον Μυρτίλο το μισό βασίλειο και τον πέταξε από ένα γκρεμό στη θάλασσα.Σύμφωνα με μία εκδοχή, το Μυρτώο Πέλαγος ονομάστηκε έτσι από τον Μυρτίλο. Πριν πεθάνει ο Μυρτίλος πρόλαβε να τον καταραστεί, αυτόν και τους απογόνους του. Εξαιτίας του πολλές κατάρες βρήκαν το λαό του και ιδίως τα δύο παιδιά του Ατρέα και Θυέστη.Ο Πέλοπας θεωρείται ο πρώτος που ίδρυσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες στη κοιλάδα του ποταμού Αλφειού. Η σύζυγος του, Ιπποδάμεια ίδρυσε τα Ηραία, αγώνες προς τιμή της θεάς Ήρας, όπου συμμετείχαν αποκλειστικά γυναίκες αθλήτριες. Η μυθική αρματοδρομία μεταξύ Οινόμαου και Πέλοπα, παριστάνεται στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Ολυμπίου Διός στην αρχαία Ολυμπία.

 Ο Ιδαίος Ηρακλής είναι άλλη μια ηρωική φιγούρα που έχει συνδεθεί με τους πρώτους αγώνες. Ο Ηρακλής ήρθε με τους αδερφούς του, τους Κουρήτες, από την Κρήτη, καθόρισε το μήκος του Σταδίου στην Ολυμπία, οργάνωσε έναν αγώνα δρόμου και στεφάνωσε το νικητή με στεφάνι αγριελιάς. Ο Πίνδαρος επίσης καταγράφει ότι ο Θηβαίος Ηρακλής, γιος του Δία, έφερε την αγριελιά από τις υπερβόρειες χώρες, καθιέρωσε τον αγώνα δρόμου, εισήγαγε τη λατρεία του Δία και καθόρισε τα όρια της Ιερής Άλτης.
Ο ιστορικός Στράβωνας αναφέρει ότι οι αγώνες οργανώθηκαν για πρώτη φορά από τους Ηρακλείδες, μετά την κάθοδο των αιτωλοδωρικών φύλων στην Πίσα. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, τη λατρεία του Ολύμπιου Δία εισήγαγαν οι ομάδες Αιτωλών που κατέλαβαν την Πίσα υπό τον αρχηγό τους Όξυλο και εγκαταστάθηκαν εκεί κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, περίπου το -1200 έως -1100. Αυτή η κατοχή οδήγησε σε συγκρούσεις με τους αυτόχθονες, όπως υποδηλώνει ο μεταγενέστερος ανταγωνισμός ανάμεσα στους Ηλείους που μετανάστευσαν από την Αιτωλία και τους Πισαίους. Σύμφωνα με ένα μύθο των Ηλείων, ο Δίας ανέλαβε τον έλεγχο του ναού και ίδρυσε τους αγώνες.
 Αργότερα αναδιοργανώθηκαν από τον Ίφιτο, που σύναψε συμφωνία (την ιερή εκεχειρία) με το βασιλιά και νομοθέτη της Σπάρτης Λυκούργο και το βασιλιά της Πίσας Κλεισθένη. Τότε λοιπόν η Ολυμπία μετατράπηκε σε πανελλήνιο κέντρο. Οι αρχαίες γραπτές πηγές αναφέρουν ως έτος έναρξης των αγώνων το -776. Από το έτος αυτό αρχίζει και ο κατάλογος των Ολυμπιονικών (που συμπληρώθηκε βέβαια πολύ αργότερα).
Οι Πισάτες διοργάνωναν τους αγώνες από το -688 έως το -572. Το -570 οι Ηλείοι κατέλαβαν την Πίσα και έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τη διοργάνωση των αγώνων.
Τον -5ο αιώνα οι αγώνες έφτασαν στο απόγειο της δόξας τους. Στην ελληνιστική εποχή όμως, έχασαν τον αρχικό τους χαρακτήρα και μετατράπηκαν σε επαγγελματικές αθλητικές εκδηλώσεις κάτι που παγιώθηκε στη ρωμαϊκή εποχή. Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίσθηκαν, στην πορεία των αιώνων στον ελλαδικό χώρο, είχαν τον αντίκτυπό τους στα αθλητικά ιδεώδη των Ολυμπιακών αγώνων, με αποτέλεσμα να επέλθει σταδιακή πτώση των ηθικών αξιών, που επιδεινώθηκε αισθητά από το +146, όταν η κυρίως Ελλάδα υποτάχθηκε στο ρωμαϊκό κράτος και οι Ηλείοι έχασαν την ανεξαρτησία τους. Το +2ο αιώνα, όταν παραχωρήθηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, παρατηρήθηκε και μία διεθνοποίηση των αγώνων. Τελικά, καταργήθηκαν από το Θεοδόσιο Α΄ το +393 (293η Ολυμπιάδα), όταν με διάταγμά του απαγορεύθηκε η λειτουργία όλων των ειδωλολατρικών Ιερών.

Οι αγώνες στην Προϊστορική Ελλάδα:

Στη Μυκηναϊκή Ελλάδα, όπως και στη Μινωική Κρήτη, οι αθλητικοί αγώνες αποτελούσαν αναπόσπαστο στοιχείο των θρησκευτικών τελετών και των τελετών γονιμότητας. Οι Μυκηναίοι διέφεραν από τους Μινωίτες στην αγάπη τους για τον πόλεμο και την έφεσή τους στο κυνήγι, που αποτελούσε ένα είδος αγωνίσματος. Έτσι, ενώ υιοθέτησαν από την Κρήτη το κυβίστημα, τα ταυροκαθάψια, την πυγμαχία και την πάλη, πρόσθεσαν σε αυτά το δρόμο και την αρματοδρομία.
Το κυβίστημα δεν κατάφερε να γίνει ιδιαίτερα αγαπητό στη Μυκηναϊκή Ελλάδα και τα ταυροκαθάψια - όπως φαίνεται από απεικονίσεις σε σφραγιδόλιθους, τοιχογραφίες καθώς και στην πήλινη λάρνακα από την Τανάγρα- απέκτησαν το χαρακτήρα ενός ταφικού αγωνίσματος. Αντίθετα, η πυγμαχία και η πάλη αναδείχτηκαν τα πιο δημοφιλή αγωνίσματα για τους Μυκηναίους, που με τη σειρά τους τα μετέδωσαν στην Κύπρο κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή εποχή. Ένα μυκηναϊκό αγγείο από την Κύπρο φέρει παραστάσεις πυγμαχίας, μαζί με την πρώτη αναπαράσταση αγώνα δρόμου, όπου οι δρομείς απεικονίζονται γυμνοί φορώντας κοσμήματα στο κεφάλι.




 Το άρμα αρχικά χρησιμοποιούνταν ευρέως ως μέσο επικοινωνίας από τα μέλη των ανώτερων κοινωνικά τάξεων. Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκε στις πομπές διαφόρων τελετών, στο κυνήγι, στη μετάβαση πολεμιστών στα πεδία μαχών και στις αρματοδρομίες. Είναι πολύ πιθανόν ότι κατά τη Μυκηναϊκή εποχή οι αρματοδρομίες τελούνταν στο πλαίσιο θρησκευτικών και κυρίως ταφικών τελετών.



Από τις τοιχογραφίες του ανακτόρου στον
 Εγκλιανό, -1300
Για παράδειγμα, η πρωιμότερη παράσταση άρματος στη Μυκηναϊκή τέχνη βρίσκεται στις λίθινες επιτύμβιες στήλες του ταφικού κύκλου Α στις Μυκήνες, που χρονολογείται το -16ο αιώνα.  Επίσης, στη λάρνακα της Τανάγρας, σημαντικό ταφικό μνημείο του -13ου αιώνα, απεικονίζονται -εκτός από παραστάσεις πάλης και ταυροκαθαψίων- και παράσταση αρματοδρομίας.
  Η άποψη ότι οι Μυκηναίοι καθιέρωσαν τους αγώνες προς τιμήν ενός επιφανούς νεκρού, τα λεγόμενα “επιτάφια άθλα”, στηρίζεται κυρίως στην Ιλιάδα του Ομήρου, όπου τα αγωνίσματα φαίνεται να αποτελούν σημαντικό τμήμα των ταφικών εθίμων. Αυτό υποδηλώνεται από την περιγραφή των αθλητικών αγώνων που διοργανώθηκαν για να τιμηθεί ο νεκρός ήρωας Πάτροκλος.

 Τα δύο μεγάλα ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, συνθέσεις της Γεωμετρικής περιόδου (-8ος, αρχές -7ου αι.), προσφέρουν μια πλήρη περιγραφή όλων των αθλητικών αγώνων, όπως είναι γνωστοί στην ιστορική περίοδο: αρματοδρομίες, πυγμαχία, πάλη, δρόμος, οπλομαχία, δισκοβολία, τοξοβολία και ακόντιο. Μολονότι αντικατοπτρίζουν έθιμα της Μυκηναϊκής περιόδου που είχαν διατηρηθεί από την παράδοση, τα συγκεκριμένα έπη περιγράφουν επίσης τις συνήθειες και τις αξίες των ανώτερων τάξεων της Γεωμετρικής περιόδου.
  Στην Ιλιάδα γίνεται εκτενής αναφορά στους επιτάφιους άθλους που οργάνωσε ο Αχιλλέας, για να τιμήσει το νεκρό αγαπημένο του φίλο Πάτροκλο. Στην Οδύσσεια οι αγώνες διενεργούνται σε μια τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα, ως μέρος ενός ψυχαγωγικού θεάματος που οργάνωσαν οι Φαίακες προς τιμήν του φιλοξενούμενού τους Οδυσσέα, με την άφιξή του στο νησί τους.
Στην ομηρική κοινωνία, η αθλητική διάκριση είναι για τον ήρωα το μέσο για να επιδείξει την αρετή του και να κερδίσει την κοινωνική αναγνώριση. Με την άσκηση και το συναγωνισμό ο αθλητής δείχνει όχι μόνο τη σωματική του ρώμη, αλλά και τη γενναιότητα και την ευφυΐα του, και επομένως την αρετή του.
“Αλήθεια, ξένε, δε μου φαίνεσαι να νιώθεις απ’ αγώνες, αγωνιστής δε δείχνεις”
(Οδύσσεια, θ 159, μτφ. N. Kαζαντζάκη – I. Kακριδή)
λέει ο Ευρύαλος στον Οδυσσέα και εκείνος, θεωρώντας τα λόγια του μεγάλη ταπείνωση και προσβολή της αρετής του, επιβεβαιώνει την υπεροχή του στη δισκοβολία.
 Από πολλές απόψεις, το αθλητικό πνεύμα είναι ισοδύναμο με το ηρωικό πνεύμα. Κάθε ήρωας είναι σαν ένας αθλητής που προσπαθεί να ξεπεράσει τους άλλους και να κερδίσει.
  Η κοινωνία της εποχής περιβάλλει με μεγάλη εκτίμηση τους αθλητές που ασκούνται για την υπεροχή, όπως φαίνεται από τους Φαίακες, που επιβραβεύουν τον Οδυσσέα αναγνωρίζοντας την αξία του δημοσία. Η αρετή και η κοινωνική αναγνώριση αποτελούν τις σημαντικότερες όψεις της ταυτότητας του αθλητή στα ομηρικά χρόνια.
Οι αγώνες στην Iλιάδα και την Οδύσσεια
Στην Ιλιάδα ο Αχιλλέας οργανώνει τους επιτάφιους αγώνες, για να τιμήσει το νεκρό του φίλο Πάτροκλο. Ορίζει πρώτα τα βραβεία για τους νικητές: όμορφες σκλάβες, άλογα, βόδια, ημιόνους, τρίποδες, λέβητες, χρυσό και σίδηρο. Οι αγώνες γίνονται κοντά στον τάφο του Πατρόκλου. Το κοινό συμμετέχει ενεργά, φωνάζοντας και βάζοντας στοιχήματα υπέρ ορισμένων αθλητών. Οι πρώτες λεπτομερείς και ζωντανές περιγραφές αφορούν στην αρματοδρομία. Καταγράφονται τα ονόματα των πέντε ηνιόχων, όλοι τους Αχαιοί ήρωες που πολεμούσαν στην Τροία. Από τη συμβουλή του Νέστορα προς το γιο του Αντίλοχο μαθαίνουμε τους κανόνες, αλλά και τα μυστικά που έπρεπε να κατέχει ένας αθλητής, για να αποφεύγει τα λάθη. Με την εκκίνηση, οι ήρωες σηκώνουν ένα σύννεφο σκόνης και φωνάζουν για να παρακινήσουν τα άλογά τους να τρέξουν πιο γρήγορα, ενώ το κοινό στοιχηματίζει υπέρ του πιθανού νικητή. Ο αναγνώστης της Ιλιάδας παρακολουθεί με συγκίνηση τον καλύτερο αθλητή να χάνει την ευκαιρία, καθώς του σπάει το άρμα, αλλά και τον αντικανονικό ελιγμό του Αντιλόχου σε βάρος του Μενελάου. Ο μεταξύ τους διάλογος μετά τον αγώνα αποτελεί την πρώτη δημόσια απολογία για παράβαση κανόνων.
 Η πυγμαχία είναι ο επόμενος αγώνας. Ο Αχιλλέας ανακοινώνει τα βραβεία και παλεύουν γι’ αυτά δύο ήρωες, φορώντας δέρματα λιονταριού. Ο αγώνας τελειώνει με ένα καλό χτύπημα του νικητή, του Επειού, ο οποίος σπεύδει να σηκώσει τον αντίπαλό του αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα. Σειρά έχει η πάλη, στην οποία συμμετέχουν ο Οδυσσέας και ο Αίαντας. Νικητής θα είναι αυτός που θα καταφέρει να ρίξει τον άλλον στο έδαφος. Περιγράφονται οι διάφορες τεχνικές για τη ρίψη του αντιπάλου, όπως το να βάζει ο ένας τα γόνατά του ανάμεσα στα πόδια του άλλου, έτσι ώστε αυτός να χάσει την ισορροπία του. Ο αγώνας διακόπτεται ξαφνικά από τον Αχιλλέα, ο οποίος αναγνωρίζει την αρετή και των δύο και τους ανακηρύσσει ισόπαλους.

  Στο αγώνισμα του δρόμου ο Οδυσσέας θα αντιμετωπίσει πάλι τον Αίαντα, αλλά και τον Αντίλοχο. Νικητής θα αναδειχτεί ο Οδυσσέας, γιατί έτρεχε πιο ανάλαφρα, σηκώνοντας τα χέρια και τα πόδια πιο ψηλά. Η οπλομαχία, το πιο επικίνδυνο από όλα τα αγωνίσματα, γίνεται μεταξύ του Αίαντα και του Διομήδη, που και οι δύο φορούν πανοπλία. Εδώ, οι θεατές επιχειρούν να παρέμβουν, όταν ο αγώνας γίνεται επικίνδυνος για τη ζωή των αθλητών. Οι αγώνες τελειώνουν με δισκοβολία, τοξοβολία με στόχο και ρίψη ακοντίου. Τελικά, ο αγώνας ακοντίου δεν πραγματοποιείται, γιατί ο Αχιλλέας αναγνωρίζει την αρετή του Αγαμέμνονα και τον ανακηρύσσει νικητή εκτός συναγωνισμού.
 Στην Οδύσσεια, ο Αλκίνοος, βασιλιάς των Φαιάκων, ανακοινώνει τους αγώνες προς τιμήν του φιλοξενούμενου του Οδυσσέα. Πριν αρχίσουν, τρώνε και πίνουν, ακούγοντας το Δημόδοκο να τραγουδάει για τις περιπέτειες του Οδυσσέα. Μετά αρχίζουν οι αγώνες του δρόμου, της πάλης, της αρματοδρομίας, της δισκοβολίας και της πυγμαχίας. Αυτή τη φορά συμμετέχουν και Φαίακες, αλλά δεν απονέμονται έπαθλα. Γίνεται μάλιστα γνωστό ότι οι Φαίακες είναι πολύ καλοί στο δρόμο, το χορό, καθώς και εξαιρετικοί ναυτικοί, υστερούν όμως στα άλλα αθλήματα. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί μια πιθανή ένδειξη αθλητικής εξειδίκευσης.

Επιτύμβια πλάκα με παράσταση από το θρήνο για το νεκρό Πάτροκλο, στην πάνω ζώνη, και τους αγώνες, στην κάτω ζώνη.

Οι αθλητικοί αγώνες ως ταφικό έθιμο
 Ο ταφικός χαρακτήρας της αρματοδρομίας είναι εμφανής σε παραστάσεις αγγείων του -8ου αιώνα, συχνά στις δύο ή τρεις διακοσμητικές ζώνες του ίδιου αμφορέα, όπου προσφιλές θέμα αποτελούν οι μοιρολογήτρες συνοδευόμενες από άρματα.
 Αν και αυτή την περίοδο τα αθλήματα δεν ήταν αποκλειστικά μέρος των ταφικών εθίμων, παραμένει αντικείμενο υποθέσεων το πώς συνδέθηκαν με αυτά. Οι διάφορες απόψεις που προσφέρουν εναλλακτικές ερμηνείες για την προέλευση του εθίμου εστιάζουν την προσοχή τους πρώτα στον κληρονόμο του νεκρού πολεμιστή, ο οποίος επιλεγόταν αρχικά με βάση το αποτέλεσμα των αθλητικών αγώνων.
 Τέτοιοι αγώνες, που διοργανώνονταν αμέσως μετά το θάνατο του αρχηγού, επέτρεπαν όχι μόνο την έγκυρη επιλογή του διαδόχου, μέσω του ευγενούς συναγωνισμού, αλλά και επέβαλλαν την παύση των εχθροπραξιών, δηλαδή την εκεχειρία. Ο ειρηνικός πλέον συναγωνισμός ίσως ξεπήδησε από ανάγκες που υπαγόρευε ο στρατιωτικός ανταγωνισμός.
 Επιπλέον, οι αγώνες που γίνονταν στη μνήμη των νεκρών λειτουργούσαν ως τελετές μύησης, καθορίζοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ζωντανών και νεκρών και αποκαθιστώντας τη συνοχή της κοινότητας. Κατ’ αυτή την έννοια, οι αγώνες συμβόλιζαν την αναγέννηση της ζωής.

Η Αρχαιολογική έρευνα:
Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας στην Ολυμπία εντοπίστηκαν σε βαθιά στρώματα στην βόρεια πλευρά του Σταδίου, όπου βρέθηκαν υπολείμματα χονδροειδούς χρηστικής κεραμικής, χωρίς κτήρια, που χρονολογείται στην Τελική Νεολιθική Εποχή, -4300 έως -3100.

Νεολιθικά εργαλεία από την βόρεια πλευρά του Σταδίου.

 Η επόμενη χρονολογική περίοδος, Πρωτοελλαδική 1 (-3100 έως -2700), εκπροσωπείται από θραύσματα αγγείων τύπου "φρουτιέρας".
Η άφθονη κεραμική της Πρωτοελλαδικής 2 περιόδου, -2700 έως -2300, που παρατηρήθηκε σ΄όλη την έκταση του βόρειου αναχώματος του σταδίου, στο πρυτανείο στην Άλτι, στα βόρεια στρώματα κάτω από το Νέο Μουσείο καθώς και στη θέση Τρανή Λάκκα, 250 μέτρα ΒΑ του Μουσείου, μαρτυρά εκτεταμένη κατοίκηση και έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα την εποχή αυτή.   Η ίδρυση του τεράστιου λατρευτικού τύμβου, που οριζόταν από έναν περίβολο φτιαγμένο με μεγάλες ποταμίσιες πέτρες και ανασκάφηκε κάτω από το Πελόπιο, χρονολογείται στο -3000, γεγονός που αποδεικνύει την μεγάλη σημασία της Ολυμπίας, όπου πιθανότατα βρισκόταν η έδρα κεντρικής εξουσίας που ήλεγχε την ευρύτερη περιοχή ήδη από την -3η χιλιετία.
 Στις αρχές της Πρωτοελλαδικής περιόδου 3, περίπου -2300, δημιουργείται στην περιοχή του Νέου Μουσείου οικισμός με αψιδωτά σπίτια, ενώ στο τέλος της περιόδου αυτής, -2100, ιδρύεται μικρότερος ταφικός τύμβος. 


Βρεφικοί ταφικοί πίθοι, -2000
Σε αυτήν την περίοδο, -2300, στην περιοχή της 'Αλτεως η κατοίκηση συνεχίζεται κοντά στον μεγάλο τύμβο, σε αψιδωτά επίσης κτήρια. Την εποχή αυτή η Ολυμπία φαίνεται να αποτελούσε σημαντικό εμπορικό κέντρο καθώς στα δάπεδα των κτηρίων αυτών βρέθηκαν μεταξύ άλλων αγγεία με εγχάρακτα σχέδια που μαρτυρούν σχέσεις με τον πολιτισμό CETINA των Δαλματικών ακτών. Χαρακρηριστικό επίσης αυτής της περιόδου είναι η συνήθεια των κατοίκων να θάβουν τα βρέφη τους σε ταφικά πιθάρια, κάτω ή δίπλα από τα σπίτια τους.
Τα τελευταία ίχνη κατοίκησης στην Άλτη χρονολογούνται περίπου στα -1800. Πρόκειται για ορθογώνια κτίσματα που κατασκευάστηκαν κατευθείαν πάνω στα ερείπια των αψιδωτών σπιτιών.

 Κατοίκηση κατά την Μυκηναϊκή περίοδο, -2000 έως -1600, υπάρχει στο βόρειο  πρανές του Σταδίου, και στον οικισμό στον λόφο του Οινομάου, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου ανατολικά του Σταδίου. Μέχρι περίπου το -1600, όπως μαρτυρούν οι Μυκηναϊκοί τάφοι που βρέθηκαν εκεί που σήμερα έχει ανεγερθεί το Μουσείο της Ολυμπίας, κατοικούσαν στην περιοχή Μυκηναίοι.

Ευρήματα της Μυκηναϊκής περιόδου κατοίκησης της Ολυμπίας, -1400.
Το Πελόπιον
  Το Πελόπιο ήταν ταφικό μνημείο (κενοτάφιο) αφιερωμένο στον Πέλοπα. Βρίσκεται μεταξύ του ναού της Ήρας και του ναού του Διός.
  Κάτω από το Πελόπιο, σε βάθος 2,50 μ. από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους, βρίσκεται η αρχαιότερη κατασκευή μέσα στο ιερό της Άλτεως. Οι εκτεταμένες ανασκαφές που διενεργήθηκαν απ΄το 1987 έως το 1994 στον ευρύτερο χώρο του Πελοπίου, άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα, που υπήρχε μέχρι τότε για τον τύμβο. Διαπιστώθηκε ότι η αρχική επιφάνεια του κυκλικού τύμβου αποτελείτο από αδούλευτες πέτρες λίθινες πλάκες, ενώ η συλλεγείσα κεραμική απέδειξε οτι ο τύμβος, με διάμετρο 27 μέτρα χρονολογείται κοντά στο -3000.
 Ο τύμβος κάτω από το Πελόπιο είναι το αρχαιότερο μνημείο στο ιερό της Ολυμπίας καθώς και ο μεγαλύτερος και αρχαιότερος απ΄όλους τους έως σήμερα γνωστούς μεγάλους προϊστορικούς τύμβους του ελλαδικού χώρου. Ως προς το μέγεθος θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τον τύμβο στην Λέρνα Αργολίδας, που είχε ιδρυθεί πάνω στα ερείπια της λεγόμενης "οικίας των Κεράμων".
Επειδή στον τύμβο δεν βρέθηκε ίχνος ταφής, θεωρειται ότι χρησιμοποιήθηκε για την λατρεία κάποιας άγνωστης θεότητας, ίσως της γονιμότητας.Κατά την Πρωτοελλαδική ΙΙΙ περίοδο -2300 έως -2000, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ανασκαφικά δεδομένα, είχε διαμορφωθεί στο χώρο της Άλτεως ένα οργανωμένο ιερό και οικισμός γύρω του, με συνεχή κατοίκηση ως την Υστεροελλαδική ΙΙΙ εποχή, -1600 έως -1100.

Μακέτα του προϊστορικού τύμβου του Πέλοπος, μουσείο Ολυμπίας

 Το υψηλότερο κέντrο του μεγάλου τύμβου εξακολουθούσε να είναι ορατό και στην πρώιμη εποχή του σιδήρου, -1050, αποτελώντας μάλλον αφορμή για την ίδρυση του πρωτογεωμετρικού Ιερού σ΄αυτήν την θέση της συμβολής του Αλφειού με τον Κλαδεό ποταμό.

 Είναι βέβαιο ότι η Ολυμπία εξακολουθούσε να είναι θρησκευτικό κέντρο και κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο.Η απόδοση της ίδρυσης των αγώνων σε κάποιο θεοποιημένο ήρωα ήταν συχνό φαινόμενο στη Γεωμετρική περίοδο, καθώς η λατρεία ενός ήρωα ήταν ένα από τα συνηθισμένα μέσα καθορισμού της ταυτότητας της τοπικής κοινότητας.
 Από τότε, πολλοί άνθρωποι επισκέπτονταν την περιοχή και αφιέρωναν πήλινα και χάλκινα ειδώλια στις θεότητές της. Τα αναθήματα αυτά έχουν ανασκαφεί σ' ένα εκτεταμένο στρώμα στάχτης, χρονολογημένο στο -12ο έως τον -8ο αιώνα. Μεταξύ των ευρημάτων από την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο συγκαταλέγονται αγγεία, ζωόμορφα ειδώλια (ταύροι και άλογα), άρματα με δύο άλογα καθώς και ηνίοχοι, πολεμιστές με λόγχη, ασπίδα και κράνος και, τέλος, δίφροι, αντικείμενα που συνήθως απονέμονταν στους νικητές ως έπαθλα. Τα αντικείμενα αυτά βρέθηκαν μέσα σε στρώμα που είχε ισοπεδωθεί κατά τη διάρκεια του καθαρισμού και της αναδιοργάνωσης της θέσης, στις αρχές του -8ου αιώνα. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι προσφορές αυτές συνδέονται αποκλειστικά με τη λατρεία του Δία, πολλές από τις οποίες μάλιστα δεν μπορούν ν' αποδοθούν σε συγκεκριμένες θεότητες. Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται πιθανό η λατρεία του Δία να εμφανίστηκε στην Ολυμπία κάποια στιγμή μετά το -12ο αιώνα.

Το προϊστορικό κτήριο 3, Άλτις Ολυμπίας
 Νοτιοανατολικά του Ηραίου έχει ερευνηθεί ένα από τα προϊστορικά κτήρια της Ολυμπίας, το κτήριο ΙΙΙ, το οποίο βρίσκεται σε κατώτερο επίπεδο από τα κτίσματα της αρχαϊκής και κλασικής εποχής.
 Στην ίδια περιοχή έχουν ερευνηθεί συνολικά έξι προϊστορικά κτίσματα, τα οποία δεν είναι ορατά διότι έχουν καταχωθεί. Το προϊστορικό κτήριο ΙΙΙ της Ολυμπίας έχει προσανατολισμό Β-Ν και αψιδωτή κάτοψη. Από την όλη κατασκευή διατηρείται μόνο μία σειρά από τους ακατέργαστους λίθους των θεμελίων, ενώ η ανωδομή του πρέπει να ήταν από φθαρτά υλικά.
 Η μελέτη της κεραμικής, που προέρχεται από το κτήριο, έδειξε ότι αυτό χρονολογείται στο τέλος της Πρωτοελλαδικής ΙΙΙ εποχής, μεταξύ του -2200 και -2000, και ότι την περίοδο αυτή ίσως υπήρχαν επαφές με τον πολιτισμό Cetina, που αναπτύχθηκε στις Δαλματικές ακτές.
 Μαζί με τον προϊστορικό τύμβο που βρίσκεται κάτω από το παρακείμενο Πελόπιο, τα αψιδωτά κτήρια αποτελούν από τις παλαιότερες κατασκευές του ιερού.

 Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι για ακόμη μιά φορά η μυθολογία των Ελλήνων αποδεικνύεται ιστορικά ακριβής. Η απόδοση της ίδρυσης των αγώνων στην πανάρχαια εποχή του Πέλοπα, -3000, επιβεβαιώνεται. Η συνέχιση των αγώνων από του Ηρακλείδες, -1200, επίσης επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα. Δεν γνωρίζουμε αν οι αγώνες και τα λατρευτικά δρώμενα στην αρχαία Ολυμπία των προϊστορικών χρόνων είχαν την πανελλήνια εμβέλεια αυτών της ιστορικής εποχής, αλλά είναι σίγουρο ότι η προϊστορική Ολυμπία ήταν πανάρχαιο λατρευτικό κέντρο όπου οι Έλληνες τελούσαν και αθλητικούς αγώνες. Έστι μπορούμε να πούμε ότι η χρονολόγηση των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων πρέπει να αναζητηθεί κοντά στο -3000.

Ευρήματα της τελικής Νεολιθικής περιόδου και των Ελλαδικών περιόδων, -3100 έως -2000, από τις πλαγιές του Σταδίου και τις ανασκαφές στο Μουσείο.

Ζωγραφισμένη κεραμική από την περιοχή της Άλτις, -2300 έως -1900. Κάποια διακοσμητικά μοτίβα και σχήματα θεωρούνται ξενικές επιροές και δείχνουν τις εμπορικές σχέσεις της προϊστορικής Ολυμπίας με τον πολιτισμό CETINA στις Δαλματικές ακτές αλλά και την νότια Ιταλία, την Σικελία και την Μάλτα.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Η εξέγερση των Μεσσηνίων, Γ’ Μεσσηνιακός πόλεμος: -469 έως -463


Στὸ χρονικὸν διάστημα ἀπὸ τῆς λήξεως τοῦ Β’ Μεσσηνιακοῦ Πολέμου, μὲ τὴν ἃλωση τῆς Εἲρας τὸ -657 μέχρι τὸν Γ’ Μεσσηνιακὸν Πόλεμον (-469/ -464/3) ἐμφανίζεται ἓνα κενὸ στὶς γραπτὲς μας πηγὲς ἐν σχέσει μὲ τοὺς Μεσσηνίους.
Ὃμως μετὰ τοὺς Μηδικοὺς Πολέμους, ἓνας ἰσχυρὸς σεισμὸς ποὺ ἒπληξεν τὴν Σπάρτη καὶ κατέστρεψεν πολλὰ κτίρια ἀλλὰ ἐστοίχησεν καὶ τὴν ζωὴν χιλιάδων Λακεδαιμονίων, ἒδωσεν τὴν εὐκαιρίαν στοὺς Μεσσηνίους νὰ ἐξεγερθοῦν τὸ -469. 
Ἒτσι, ἡ Σπάρτη ἐξασθενημένη ἀπὸ τὶς συνέπειες τοῦ ἰσχυροῦ καὶ καταστρεπτικοῦ σεισμοῦ, εὑρέθη ἐπίσης ἀναγκασμένη νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὴν Mεσσηνιακὴν ἐξέγερση, τὴν ὁποῖαν μετὰ πολλῆς δυσκολίας, μετὰ παρέλευση ἀρκετῶν ἐτῶν καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῶν συμμάχων της κατώρθωσε νὰ τὴν καταστείλει. 
Ἀκόμη καὶ τὴν βοήθειαν τῶν Ἀθηναίων ἀναγκάσθηκε νὰ ζητήσει ἡ Σπάρτη πρὸ τῆς μεγάλης ἀπειλῆς ποὺ ἀντιμετώπιζε, προκειμένου νὰ καταβάλει τοὺς ἐξεγερθέντες Μεσσηνίους ποὺ εἶχαν ὀχυρωθεῖ στὴν Ἰθώμη, καὶ νὰ ἐπανακτήσει τὸν ἒλεγχον τῆς Μεσσηνιακῆς χώρας. Ἐν τέλει, ἡ Σπάρτη ἀναγκἀσθηκε νὰ συμβιβασθεῖ ἐπιτρέπουσα στοὺς Μεσσηνίους νὰ διαφύγουν ἀσφαλεῖς ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν συμφωνηθέντων ὃρων ἀνακωχῆς καὶ ἐκεχειρίας, δεῖγμα τῆς ἀδυναμίας της νὰ καθυποτάξει τοὺς ἐξεγερθέντες. Οἱ ἐξόριστοι Μεσσήνιοι μὲ τὴν μεσολάβηση τῶν Ἀθηναίων ἐγκαταστάθησαν στὴν Ναύπακτον.
Οἱ βασικὲς πηγὲς γιὰ τὸν Γ’ Μεσσηνιακὸν Πόλεμον εἶναι οἱ Θουκυδίδης, Διόδωρος, Πλούταρχος, Παυσανίας καὶ Στράβων. Ὡστόσον, ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε τὴν ὓπαρξη κάποιων μαρτυριῶν καὶ ἀναφορῶν στὴν ἀρχαῖα γραμματεία ποὺ ὑποδεικνύουν ὃτι τοῦ Γ’ Μεσσηνιακοῦ Πολέμου εἶχεν προηγηθεῖ μία ἂλλη Mεσσηνιακὴ ἐξέγερση στὶς ἀρχὲς τοῦ -5ου  αἰ. Στὴν διαπραγμάτευση τοῦ θέματός μας θὰ ἀσχοληθοῦμε καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα.
 Γιὰ παράδειγμα, ὁ Πλάτων στοὺς «Νόμους» του κάνει διπλὴν ἀναφορὰν σὲ ἐξέγερση τῶν Μεσσηνίων ποὺ ἒλαβεν διάσταση πολέμου μεταξὺ Σπαρτιατῶν καὶ Μεσσηνίων καὶ συνέπεσεν μὲ τοὺς χρόνους τῶν Μηδικῶν Πολέμων (Πλάτων,Νόμοι 692d καὶ 698e). Παραπλησίως, ὁ Στράβων (8.4.10) κάνει λόγον γιὰ τέσσερις Μεσσηνιακοὺς Πολέμους πρὶν τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μεσσηνίας καὶ τὴν ἐθνικὴν ἀποκατάσταση τῶν Μεσσηνίων ἀπὸ τὸν Ἐπαμεινώνδα τὸ -370/369.
Πιθανολογοῦμεν ὃτι ὁ Γ’ Μεσσηνιακὸς Πόλεμος ποὺ ἀναφέρει ὁ Στράβων ταυτίζεται μὲ τὴν ἀναφορὰν τοῦ Πλάτωνος, ἐνῶ ὁ Δ’ Μεσσηνιακὸς Πόλεμος τοῦ Στράβωνος πρὲπει νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν ἐξέγερση τῶν Μεσσηνίων τὰ ἒτη -469/ -464/3 1 

Ἂλλωστε, καὶ ὁ Παυσανίας (4.23.6) ἀναφέρει μετακίνηση ἐκπατρισμένων Μεσσηνίων στὴν Σικελία κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Mεσσηνιακῆς καταγωγῆς Ἀναξίλα, τυράννου τοῦ Ῥηγίου, ὁ ὁποῖος ἐκυβέρνησεν τὸ Ῥήγιον στὶς ἀρχὲς τοῦ -5ου αἰ. καὶ κατέληξεν στὴν ἳδρυση τῆς Μεσσήνης τὸ -490/489  (βεβαίως ὁ Παυσανίας τοποθετεῖ τὴν μετανάστευση τῶν Μεσσηνίων στὴν Σικελίαν ὑπὸ τοὺς Γόργον καὶ Μάντικλον μετὰ τὴν λήξη τοῦ Β’ Μεσσηνιακοῦ Πολέμου, ποὺ ὃμως χρονολογεῖται στὰ μέσα τοῦ 7ου αἰ.).
Ὁ Ἡρόδοτος, ὁ ἱστορικὸς τῶν Μηδικῶν Πολέμων, δὲν ἀναφέρει Mεσσηνιακὴ ἐξέγερση στοὺς χρόνους ποὺ τὴν τοποθετεῖ ὁ Πλάτων, κάτι ποὺ καθιστᾶ τὸ ὃλον θέμα κάπως προβληματικό. Ὡστόσον, ὓπάχει στὴν Ἱστορία τοῦ Ἡροδότου ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἒμμεση ἀναφορὰ στὴν Mεσσηνιακὴν ἐξέγερση συγχρόνως μὲ τὰ Μηδικά, καὶ συγκεκριμένως ἓνας ὑπαινιγμὸς τοῦ Μιλησίου Ἀρισταγόρα, ἀρχηγοῦ τῆς Ἰωνικῆς Ἐπαναστάσεως, ὁ ὁποῖος σὲ συνομιλία του μὲ τὸν βασιλέα τῆς Σπάρτης Κλεομένην μὲ σκοπὸν τὴν ἐξασφάλιση σπαρτιατικῆς στρατιωτικῆς συνδρομῆς πρὸς τοὺς ἐξεγερθέντες Ἲωνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (-499 ). Ὁ Ἀρισταγόρας ἐπεσήμανε στὸν Κλεομένην ὃτι καλύτερον εἶναι γιὰ τὴν Σπάρτη νὰ ἐνισχύσει τοὺς Ἲωνες στὴν ἐπανάστασή τους ἐναντίον τῶν Περσῶν καὶ νὰ ἐλέγξει τὰ πλούσια ἐδάφη τῆς Ἰωνίας παρὰ νά μάχεται γιὰ τὸν ἒλεγχον τῆς Πελοποννήσου ἀντιμαχόμενη τοὺς Ἀργείους, Ἀρκάδες, καὶ Μεσσηνίους (Ἡρόδοτος 5.49.8). Πιθανῶς ἡ ἐκστρατεία τοῦ Κλεομένους στὴν Ἀρκαδία ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος (6.74) νὰ συνδέεται μὲ τὰ ἀνωτέρω.
Τὸ χρονικὸν διάστημα μεταξὺ τῆς πρεσβείας τοῦ Ἀρισταγόρα στὴν Σπάρτη τὸ -499., καὶ τῆς μεταναστεύσεως τῶν Μεσσηνίων στὴν Σικελίαν μετὰ τὸ κάλεσμα τοῦ Ἀναξίλα τὸ -490, ἐν συνδυασμῶ μὲ τὴν ἀναφορὰν τοῦ Πλάτωνος γιὰ πόλεμον Σπαρτιατῶν καὶ Μεσσηνίων πρὶν τὴν μάχην τοῦ Μαραθῶνος, συντείνουν στὸ νὰ δεχθοῦμε ὃτι ὑπῆρξε μία μακροχρόνια μεσσηνιακὴ ἐξέγερση, ποὺ διήρκησε τοὐλάχιστον μία δεκαετία2, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομασθεῖ ὡς Γ’ Μεσσηνιακὸς Πόλεμος (-499/ -490), καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ Mεσσηνιακὴ ἐξέγερση τῶν ἐτῶν -469/ -464/3  νὰ ἀποτελεῖ τὸν Δ’ Μεσσηνιακὸν Πόλεμον.

Ἂλλωστε, οἱ ἐξεγέρσεις τῶν Μεσσηνίων εἱλώτων ἦσαν συχνὲς καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας οἱ Σπαρτιάτες ἀναγκάσθησαν νὰ ἐπιβάλλουν τὸν σκληρὸν ἒλεγχον τῆς εἱλωτείας στοὺς Μεσσηνίους, ὃπως παρατηρεῖ ὁ Πλάτων (Πλατ. Νόμοι 777 b-c ). Οἱ Σπαρτιάτες ζοῦσαν ὑπὸ τὸν διαρκῆ φόβον πιθανῶν ἐξεγέρσεων , καὶ πρὸς τοῦτο καθιέρωσαν τὸν θεσμὸν τῆς κρυπτείας πρὸς κατασκόπευση τῶν ἐπικίνδυνων εἱλώτων καὶ τὴν συστηματικὴν δολοφονίαν τῶν πιὸ δραστηρίων καὶ ἐπικινδύνων εἱλώτων.
Μετὰ τὶς ἀνωτέρω ἀναγκαῖες διευκρινίσεις, μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε στὴν περιγραφὴ τῆς μεσσηνιακῆς ἐξεγέρσεως τῶν ἐτῶν -469/ -464/3. Θὰ ἀκολουθήσουμε τὴν κλασσικὴν καὶ πιὸ διαδεδομένην κατάταξη, ποὺ οἱ περισσότεροι ἱστορικοὶ ἀποδέχονται ἀκολουθοῦντες τὸν Παυσανίαν ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Γ’ Μεσσηνιακὸν Πόλεμον. Παρ’ ὃλον ποὺ δὲν ἒχουμεν μίαν συνεκτικὴ καὶ ὁλοκληρωμένη περιγραφὴ τῶν γεγονότων, μέσῳ ὃμως διαφόρων σκόρπιων καὶ περιστασιακῶν ἀναφορῶν τῆς ἀρχαίας δημοκρατίας, εἲμεθα εἰς θέσιν νὰ ἀνασυνθέσουμε τὴν ἐξέλιξη τοῦ Γ’ Μεσσηνιακοῦ Πολέμου.

Στρατιωτικός χάρτης Ελλάδος τον -5ο αιώνα
Ἓνας ἰσχυρὸς σεισμὸς ἒπληξεν τὴν Πελοπόννησον τὸ -469  καὶ προκάλεσε μεγάλες ζημίες στὴν Σπάρτη, μὲ γκρεμισμένα οἰκήματα καὶ 20.000 νεκρούς κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια. Στὸν καταστρεπτικὸν σεισμὸν ἀναφέρονται ὁ Θουκυδίδης (1.101.2-3), ὁ Διόδωρος (11.63), ὁ Πλούταρχος (Πλουτ. Κίμων 16), καὶ ὁ Παυσανίας (4.24.6-8). Ὃλοι συμφωνοῦν ὃτι ὁ σεισμὸς ἦταν λίαν καταστροφικὸς καὶ ἒδωσεν τὴν εὐκαιρία στοὺς Μεσσηνίους καὶ τοὺς εἳλωτες νὰ ἐξεγερθοῦν. Οἱ Λακεδαιμόνιοι “ὑπὸ τοῦ γενομένου σεισμοῦ, ἐν ὧι καὶ οἱ Εἳλωτες αὐτοῖς καὶ τῶν περιοίκων Θουριᾶταί τε καὶ Αἰθαῆς ἐς Ἰθώμην ἀπέστησαν. Πλεῖστοι δὲ τῶν Εἱλώτων ἐγένοντο οἱ τῶν παλαιῶν Μεσσηνίων τότε δουλωθέντων ἀπόγονοι’ ἧι καὶ Μεσσήνιοι ἐκλήθησαν οἱ πάντες. Πρὸς μὲν οὖν τοὺς ἐν Ἰθώμῃ πόλεμος καθειστήκει Λακεδαιμονίοις” (Θουκ. 1.101.2-3).
Ἡ αἰτία τοῦ σεισμοῦ ἦταν ἡ ὀργὴ τοῦ Ποσειδῶνος, ἐπειδὴ οἱ Λακεδαιμόνιοι προσέβαλαν τὸν θεὸν ὃταν σκότωσαν κάποιους εἳλωτες ποὺ εἶχαν καταφύγει ἱκέτες στὸν ναὸν τοῦ Ποσειδῶνος στὸ Ταίναρον. “Ἀντεκέλευον δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς Λακεδαιμονίους τὸ ἀπὸ Ταινάρου ἂγος ἐλαύνειν’ οἱ γὰρ Λακεδαιμόνιοι ἀναστήσαντές ποτε ἐκ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ποσειδῶνος τῶν Εἱλώτων ἱκέτας ἀπαγαγόντες διέφθειραν, δι’ ὃ δὴ καὶ σφίσιν αὐτοῖς νομίζουσι τὸν μέγαν σεισμὸν γενέσθαι ἐν Σπάρτῃ” (Θουκ. 1.128.1). Ὁ Παυσανίας δίδει τὴν ἲδιαν ἐξήγηση, ὃτι κάποιοι ἀσεβεῖς Λακεδαιμόνιοι ἐφόνευσαν κάποιους εἳλωτες ποὺ κατέφυγαν ἱκέτες στὸ Ταίναρον.
Ὁ Ποσειδῶν τιμώρησε τὴν ἀσέβειά τους προκαλῶν τὸν καταστρεπτικὸν σεισμὸν ποὺ ἰσοπέδωσε τὴν Σπάρτην καὶ ὁδήγησε στην ἐξέγερση τῶν Μεσσηνίων εἱλώτων. ” Ἀπήντησεν ἐκ Ποσειδῶνος μήνιμα, καί σφισιν ἐς ἒδαφος τὴν πόλιν πᾶσαν κατέβαλεν ὁ θεός. Ἐπὶ δὲ τῆι συμφορᾶι ταύτῃ καὶ τῶν εἱλώτων ὃσοι Μεσσήνιοι τὸ ἀρχαῖον ἦσαν, ἐς τὸ ὂρος τὴν Ἰθώμην ἀπέστησαν” (Παυσ. 4.24.6).


Ἀπὸ τὸν Θουκυδίδην πληροφορούμεθα ὃτι στὴν ἐξέγερση συμμετεῖχαν εὐρέως οἱ Mεσσηνιακῆς καταγωγῆς εἳλωτες, ἀλλὰ καὶ οἱ περίοικοι κάτοικοι τῆς Θουρίας καὶ τῆς Αἰθαίας, οἱ ὁποῖοι ἐν συνόλῳ χαρακτηρίζονται ὡς Μεσσήνιοι. Ὁ Παυσανίας περιορίζει τοὺς ἐξεγερθέντες μόνον σὲ Μεσσηνίους εἳλωτες, δὲν ἀναφέρεται σὲ περιοίκους ἢ ἂλλες ὁμάδες ἐξεγερθέντων (Παυσ. 3.11.8 καὶ 4.24.6). Ὁ Πλούταρχος (Πλουτ. Κίμων 16.7) καὶ ὁ Διόδωρος (11.63.4 καὶ 11.64.4) ὁμιλοῦν γιὰ Μεσσηνίους καὶ εἳλωτες τῆς Λακωνικῆς, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει ὃτι ἡ ἐξέγερση ἒλαβεν μεγάλες διαστάσεις καὶ ἐπεξετάθη σὲ Μεσσηνία καὶ Λακωνία.
Οἱ ἐξεγερθέντες εἳλωτες εἰσώρμησαν αἰφνίδιως στὴν σεισμόπληκτη Σπάρτη, ἡ ὁποῖα ἒκειτο σὲ ἐρείπια, ὃμως ἡ ἒγκαιρη ἀντίδραση τοῦ βασιλέως Ἀρχιδάμου ποὺ ἐκάλεσεν τοὺς Σπαρτιάτες στὰ ὃπλα καὶ τοὺς παρέταξε γιὰ μάχη ἀποτρέπων τὸν ἂμεσον κίνδυνον (Πλουτ. Κίμων 16.6-7, Διοδ. 11.64.1).

Ὁ Θουκυδίδης γράφει ὃτι “φόβος μέγιστος” κατέλαβεν τοὺς Λακεδαιμονίους λόγῳ τῆς ἐξεγέρσεως (Θουκ. 3.54.5), οἱ ὁποῖοι εὑρέθησαν σὲ δυσχερεστάτην θέση, ὣστε ἀναγκάσθησαν νὰ ζητήσουν βοήθεια ἀπὸ Ἀθηναίους, Πλαταιεῖς καὶ Αἰγινῆτες (Θουκ. 2.27.2).

Δεξιά: Κίμων ο Μιλτιάδου, προτομή στην Λάρνακα Κύπρου


Τὴν ἀδυναμίαν τῶν Σπαρτιατῶν νὰ καταστείλουν τὴν έξέγερση φανερώνει ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἡροδότου στὸν Σπαρτιάτη Ἀρίμνηστον, (ποὺ εἶχεν πολεμήσει στὴν μάχην τῶν Πλαταιῶν καὶ ἐφόνευσεν τὸν Μαρδόνιον) ὁ ὁποῖος ἒχασεν τὴν ζωὴν του μαζὶ μὲ τοὺς 300 ἂνδρες ποὺ διοικοῦσε σὲ μάχη μὲ τοὺς Μεσσηνίους στὴν Στενύκλαρον (Ἡροδ. 9.64.2). Προφανῶς ὁ Ἀρίμνηστος εἰσέβαλεν στὴν Μεσσηνία γιὰ νὰ καταστείλει τὴν μεσσηνικαὴν ἐξέγερση, ἀλλὰ ὑπἐστη βαρειὰ ἧττα καὶ τὸ στρατιωτικὸν του σῶμα κατεσφάγη.
Οἱ Μεσσήνιοι κατέφυγαν στὴν ὀχυρὰ θέση τοῦ ὂρους Ἰθώμη, οπου οἱ Λακεδαιμόνιοι δὲν μποροῦσαν νὰ τοὺς καταβάλουν. Τότε, ἐζήτησαν τὴν βοήθειαν τῶν Ἀθηναίων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἒμπειροι σὲ πολιορκία τειχῶν.
Ὁ Κίμων ἒσπευσεν τὸ -462  σὲ βοήθειαν τῆς Σπάρτης μὲ 4000 ὁπλῖτες. Ὡστόσον, οἱ Σπαρτιάτες τὸν απέπεμψαν διότι ὑποπτεύθησαν ὃτι οἱ Ἀθηναῖοι θὰ βοηθοῦσαν ἐν τέλει τοὺς ἐξεγερθέντες εἰς βάρος τῶν Σπαρτιατῶν. Γράφει ὁ Θουκυδίδης: “Λακεδαιμόνιοι δέ ὡς αὐτοῖς πρὸς τοὺς ἐν Ἰθώμῃ ἐμηκύνετο ὁ πόλεμος, ἂλλους τε ἐπεκαλέσαντο ξυμμάχους καὶ Ἀθηναίους’ οἱ δ’ἦλθον Κίμωνος στρατηγοῦντος πλήθει οὐκ ὀλίγῳ. Μάλιστα δ’ αὐτοὺς ἐπεκαλέσαντο ὃτι τειχομαχεῖν ἐδόκουν δυνατοὶ εἶναι, τοῖς δὲ πολιορκίας μακρᾶς καθεστηκυίας τούτου ἐνδεᾶ ἐφαίνετο’ βίᾳ γὰρ ἂν εἷλον τὂ χωρίον. Καὶ διαφορὰ ἐκ ταύτης τῆς στρατείας πρῶτον Λακεδαιμονίοις καὶ Ἀθηναίοις φανερὰ ἐγένετο. Οἱ γὰρ Λακεδαιμόνιοι, ἐπειδὴ τὸ χωρίον βίᾳ οὐχ ἡλίσκετο, δείσαντες τῶν Ἀθηναίων τὸ τολμηρὸν καὶ τὴν νεωτεροποιίαν, καὶ ἀλλοφύλους ἃμα ἡγησάμενοι, μή τι, ἣν παραμείνωσιν, ὑπὸ τῶν ὲν Ἰθώμῃ πεισθέντες νεωτερίσωσι, μόνους τῶν ξυμμάχων ἀπέπεμψαν, τὴν μὲν ὑποψίαν οὐ δηλοῦντες, εἰπόντες δὲ ὃτι οὐδὲν προσδέονται αὐτῶν ἒτι. Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἒγνωσαν οὐκ ἐπὶ τῶ βελτίονι λόγῳ ἀποπεμπόμενοι, ἀλλά τινος ὑπόπτου γενομένου, καὶ δεινὸν ποιησάμενοι καὶ οὐκ ἀξιώσαντες ὑπὸ Λακεδαιμονίων τοῦτο παθεῖν” (Θουκ. 1.102.1-4, πρβλ. Διοδ. 11.64.2, Παυσ. 4.24.6-7).
Αὐτὸ ἐθεωρήθη μεγάλη προσβολὴ γιὰ τὸ γόητρο τῶν Ἀθηναίων, ποὺ ἐτιμώρησαν τὸν Κίμωνα, γνωστὸν γιὰ τὶς φιλο-λακωνικὲς θέσεις, μὲ ὀστρακισμὸν (Πλουτ.Κίμων 17.3). 

Μετὰ τὴν ἀναχώρηση τῶν Ἀθηναίων ἡ πολιορκία τῆς Ἰθώμης συνεχίσθηκε ἀπὸ τοὺς Λακεδαιμόνιους ἓως ὃτου πληροφορήθησαν τὴν ὓπαρξη ἑνὸς δελφικοῦ χρησμοῦ ποὺ προσέταζε νὰ μὴν βλάψουν τοὺς ἱκέτες τοῦ Ἰθωμάτα Διὸς ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀφήσουν.
Ἒτσι, οἱ Λακεδαιμόνιοι συνθηκολόγησαν μὲ τοὺς Μεσσηνίους καὶ ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν ὃρων τῶν ἱερῶν σπονδῶν τοὺς ἐπετράπη νὰ ἀναχωρήσουν μαζὶ μὲ τὰ γυναικόπαιδα, μὲ τὸν ὃρον νὰ μὴν ἐπιστρέψουν ποτὲ στὴν Πελοπόννησον, εἰδ’ ἂλλως θὰ συλλαμβάντο καὶ θὰ ἒπεφταν ξανὰ σὲ καθεστὼς εἱλωτίας. Οἱ Ἀθηναῖοι ὲδέχθησαν τοὺς ἐξορίστους Μεσσηνίους ἐξ αἰτίας τῆς κοινῆς ἒχθρας ποὺ εἶχαν γιὰ τοὺς Λακεδαιμονίους, καὶ τοὺς ἐγκατέστησαν στὴν Ναύπακτον (Θουκ. 1.103.1-3, Παυσ. 4.24.7), τὴν ὁποῖαν εἶχεν καταλάβει ὁ Ἀθηναῖος στρατηγὸς Τολμίδης ἀπὸ τοὺς Ὀζόλες Λοκροὺς ποὺ τὴν κατεῖχαν πρὶν καὶ τὴν παρεχώρησαν στοὺς Μεσσηνίους (Διοδ. 11.84.7-8).
Οἱ Σπαρτιάτες ἐθεώρησαν ὃτι ἀπηλλάγησαν ἀπὸ τὴν ἀπειλὴν τῶν Μεσσηνίων, ὃμως οἱ Μεσσήνιοι τῆς Ναυπάκτου οὐδἐποτε ἐλησμόνησαν τὰ πατρογονικὰ τους ἐδάφη οὐτε ἐγκατέλειψαν τὸ ὂνειρον τῆς ἐπιστροφῆς, κάτι ποὺ πραγματοποιήθηκε τὸ -370/69  μὲ τὸν συνοικισμὸν τῆς Μεσσήνης ἀπὸ τὸν Ἐπαμεινώνδα.

Του αρχιμανδρίτη  Κύριλλου Κεφαλόπουλου Ἱστορικού.


Παραπομπές – Βιβλιογραφία

1. Luraghi, N., The Ancient Messenians. Construction of Ethnicity and Memory, Cambridge University Press 2008, p. 173-174, 181.
2. Luraghi, N., ὃ. π., σελ. 174.

ΠΗΓΗ: Χείλων



Η εδραίωση της Φραγκοκρατίας στην Μεσσηνία, 1206 - 1262

 Η κατεχόμενη Μεσσηνία στα χρόνια 1204-1262, αλλά και για μερικά χρόνια αργότερα έχει συνδέσει την ιστορία της με την οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων. Ήδη από την στιγμή της κατάκτησής της οι δύο μεσσηνιακές βαρωνίες Καλαμών και Αρκαδίας (Κυπαρισσίας) κατοχυρώθηκαν στον Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουίνο και διαδοχικά πέρασαν στους δύο γιους του, Γοδεφρίδο Β' και Γουλιέλμο.





Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος
 Μόνο δύο μέρες μετά την παράδοση του φρουρίου της Αρκαδίας (Κυπαρισσίας), μαντατοφόροι έφθασαν στον Γουλιέλμο Σαμπλίττη φέρνοντάς του την είδηση πως ο αδελφός του στα μέρη της Γαλλίας πέθανε άκληρος και επομένως ο ίδιος έπρεπε να τον διαδεχθεί. Έτσι, ο Σαμπλίττης ανεχώρησε για την Γαλλία αφήνοντας τον στρατό του και την κατακτημένη περιοχή στον Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουίνο. Ειδικότερα στον Βιλλεαρδουίνο παραχώρησε την Καλαμάτα και την Αρκαδία με την περιοχή της(11). Ο Βιλλεαρδουίνος είχε άμεσα ζητήματα να αντιμετωπίσει, τις σχέσεις με τους Βενετούς και την διοικητική οργάνωση της κατακτημένης περιοχής. Εκείνη την περίοδο οι σχέσεις του με τους Βενετούς ήσαν εχθρικές, διότι οι τελευταίοι είχαν αποσπάσει με εχθροπραξίες από τους Φράγκους την Μεθώνη και την Κορώνη τα έτη 1206-1207. Τα δύο μέρη τελικά κατέληξαν σε συμφωνία, που επικυρώθηκε με την συνθήκη της Σαπιέντζας (1209), που συντάχθηκε στην ομώνυμη νησίδα απέναντι από την Μεθώνη. Με την συνθήκη αυτή ο Βιλλεαρδουίνος αναγνώριζε την βενετική κυριαρχία στην Μεθώνη και την Κορώνη (με τις περιοχές τους), παραιτούνταν των διεκδικήσεών του επ' αυτών, και επίσης παραχωρούσε ελευθερία στις εμπορικές δραστηριότητες των Βενετών, και το δικαίωμα των τελευταίων να έχουν τις δικές τους εκκλησίες και αποθήκες σε κάθε πόλη. Ενώ το Χρονικό του Μορέως αναφέρει την παραχώρηση των δύο πόλεων στους Βενετούς(12), την συνδέει με την βοήθεια που προσέφεραν οι Βενετοί με τα πλοία τους στον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, τον γιο του Γοδεφρίδου, για την κατάκτηση της Κορίνθου, του Ναυπλίου, του Άργους και της Μονεμβασιάς, γεγονότα όμως που συνέβησαν αργότερα (1246-1250). Κάπου το Χρονικό συγχέει τα δύο γεγονότα και εμφανίζεται να έχει αναχρονισμούς.
  
Το άλλο μεγάλο ζήτημα που επείγε και είχε να αντιμετωπίσει ο Βιλλεαρδουίνος ήταν η διοίκηση του φραγκικού Μορέως. Ο Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος κάλεσε συνέλευση των Φράγκων στην Ανδραβίδα, ώστε να οργανωθεί διοικητικά η κατακτημένη περιοχή. Δύο κυρίως παραμέτρους έλαβαν υπ' όψιν τους, το αντίστοιχο φεουδαρχικό σύστημα που επικρατούσε στην χώρα τους (Γαλλία), το οποίο χρησίμευσε ως πρότυπο για την διοικητική διάιρεση του Μορέως, και την πραγματικότητα που δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί, πως βρίσκονταν αυτοί οι ολιγάριθμοι Φράγκοι κυρίαρχοι μιας ξένης περιοχής, πάντοτε αναγκασμένοι να είναι σε στρατιωτική ετοιμότητα. Η Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε δώδεκα βαρωνίες, και κάθε βαρωνία σε μικρότερα φέουδα (''φέη'' αναφέρονται στο Χρονικό του Μορέως), τα οποία διανεμήθηκαν στους Ιππότες, την Καθολική Εκκλησία και τους υποτελείς (λίζιους) στους βαρώνους. 

Ιδρύθηκαν επίσης αρχιεπισκοπή στην Πάτρα με Λατίνο Αρχιεπίσκοπο και Έξαρχο Αχαϊας, επισκοπές, επτά βαρωνίες εκκλησιαστικές με κληρικούς βαρώνους. Κάθε εκκλησιαστική βαρωνία έλαβε από τέσσερα τιμάρια. Δόθηκαν επίσης τιμάρια στα ιπποτικά τάγματα των Τευτόνων και των Ιωαννιτών.
  Ειδικότερα, όσον αφορά την Μεσσηνία, αυτή χωρίσθηκε σε δύο βαρωνίες [Καλαμών και Αρκαδίας (Κυπαρισσίας)] και σε δύο επισκοπές με έδρες την Μεθώνη και την Κορώνη. Και οι έδρες των ιπποτικών ταγμάτων βρίσκονταν στην περιοχή της Μεσσηνίας, των μεν Τευτόνων στην Μοστενίτσα (κοντά στην Καλαμάτα),των δε Ιωαννιτών στην Μεθώνη (Χρονικό Μορέως στ. 1903-1988). Οι βαρωνίες Καλαμών και Αρκαδίας επικυρώθηκαν στον Βιλλεαρδουίνο, ο οποίος αναγνωρίσθηκε και βάϊλος του Μορέως (έτος 1209), αργότερα έγινε και ηγεμόνας. Τον ηγεμόνα πλαισίωναν οι βαρώνοι, οι επίσκοποι και οι λίζιοι, που αποτελούσαν κούρτη ( αυλή) γύρω από αυτόν (Χρονικό Μορέως στ. 2013-2016). Η κούρτη λειτουργούσε ως συμβουλευτικό όργανο του ηγεμόνα και είχε επίσης δικαστικές αρμοδιότητες(13). Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το πώς λειτουργούσε η κούρτη μας δίδει το Χρονικό του Μορέως σε διάφορα χωρία. Ο πρίγκηπας (ηγεμόνας), για παράδειγμα, δεν μπορεί να λάβει μόνος του την απόφαση να παραχωρήσει κάστρα ή τιμάρια που ανήκουν σε έναν υποτελή σε κάποιον άλλον, χωρίς την συγκατάθεση των βαρώνων (στ. 4280-4290), είτε η απάντηση του αιχμάλωτου Γουλιέλμου, γιου του Βιλλεαρδουίνου, στον Έλληνα αυτοκράτορα της Νικαίας μετά την μάχη της Πελαγονίας (θα αναφερθούμε στην συνέχεια).

  Στην συνέλευση της κούρτης (στον ''παρλαμά'', parlament, Χρονικό Μορέως στ.4402) προϊστατο ο λογοθέτης ως αντιπρόσωπος του ηγεμόνα και ενεργούσε ως πληρεξούσιός του έχοντας το δικαίωμα να υπογράφει συνθήκες εν ονόματι αυτού. Ο ηγεμόνας, αν παρίστατο ο ίδιος, ή ο λογοθέτης ως πληρεξούσιός του, κρατούσε κατά την συνέλευση σκήπτρο ως έμβλημα της αρχής του (Χρονικό Μορέως στ.7533-7552). Οι υποτελείς (λίζιοι) ορκίζονταν πίστη σε αυτόν, αναγνώριζαν και τιμούσαν την αρχή του (ό.π., στ.7880-7905). Είχαν επίσης την υποχρέωση να προσπαθήσουν να απελευθερώσουν τον αιχμαλωτισμένο τους ηγεμόνα είτε πληρώνοντας τα λύτρα είτε παίρνοντας οι ίδιοι την θέση του έως ότου να συγκεντρωθεί το ποσό (ό.π. στ. 7570-7580). Οι στρατιωτικές υποχρεώσεις ορίσθηκαν ως εξής: όλοι οι υποτελείς θα στρατεύονταν για τέσσερεις μήνες, τέσσερεις μήνες θα έμεναν σε φρούρια και τους υπολοίπους τέσσερεις μήνες στα σπίτια τους, πάντοτε όμως ετοιμοπόλεμοι να προστρέξουν στο κάλεσμα του ηγεμόνα. Από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις απαλλάσσονταν οι ιερωμένοι και οι ανήκοντες σε μοναχικά τάγματα (ό.π.,στ. 1995-2000). 

Στην κατώτερη κοινωνική βαθμίδα βρίσκονταν οι δουλοπάροικοι, οι οποίοι ανήκαν στον αφέντη τους, που ήταν ο μόνος που μπορούσε να τους ελευθερώσει. Πολλές φορές οι δουλοπάροικοι ήσαν υποχρεωμένοι να δουλεύουν για την καθολική εκκλησία δίχως πληρωμή(14). Κατ' αυτόν τον τρόπο διαρθρώθηκε κοινωνικά και στρατιωτικά το φραγκικό πριγκηπάτο του Μορέως (και η Μεσσηνία φυσικά που μας ενδιαφέρει ειδικότερα).

  Ο Βιλλεαρδουίνος, για να διασφαλίσει περισσότερο την μεσσηνιακή του επικράτεια, εξεστράτευσε εναντίον της Αρκαδίας και της Λακωνίας πολιορκώντας τα φρούρια των Ελλήνων, Βελιγοστή, Νικλί και την περιοχή της Λακεδαίμονας. Οι Έλληνες άρχοντες συνθηκολόγησαν για να διατηρήσουν τις γαιοκτησίες τους (Χρονικό Μορέως, στ.2017-2074). Ο Βιλλεαρδουίνος επίσης αντιμετώπισε επιτυχώς και τις εδαφικές δικδικήσεις του Ροβέρτου εξαδέλφου του Γουλιέλμου Σαμπλίττη, ο οποίος αξίωνε την κληρονομία του ως διάδοχος του Σαμπλίττη. Πότε ερχόμενος σε συνεννόηση με τους Βενετούς, ώστε οι τελευταίοι να μην προσφέρουν πλοίο στον Ροβέρτο και πότε αποφεύγοντας να τον συναντήσει μετακινούμενος συνεχώς, πέτυχε να κερδίσει χρόνο. Όταν τελικά οι δύο άνδρες συναντήθηκαν στην Λακεδαίμονα, σε συνέλευση οι αρχιερείς και οι ''φλαουριαραίοι'' (όσοι δηλ. είχαν δικαίωμα να φέρουν φλάμπουρο, σημαία βάσει των τιμαρίων τους, βλ. Χρονικό Μορέως στ.1980-1988) εξέτασαν τα έγγραφα του καθενός και έκριναν πως ο Βιλλεαρδουίνος ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Σαμπλίττη, βαϊλος του Μορέως και ηγεμόνας(15). Στην απόφασή τους βάρυνε το γεγονός ότι ο Βιλλεαρδουίνος ήταν '' καλοϋπόληπτος εις όλους δικαιοκρίτης'', ''καλός και φρόνιμος'' (ό.π. στ.2100-2105) και οι Φράγκοι δεν ήθελαν για ηγεμόνα τους έναν άπειρο νεαρό, την στιγμή που διέθεταν έναν έμπειρο ηγέτη, αγαπητό σε όλους.
 Το 1210 ο Βιλλεαρδουίνος εμφανίζεται ως ηγεμόνας (πρίγκηπας) του Μορέως, έχει στην ιδιοκτησία του τις δύο μεσσηνιακές βαρωνίες Καλαμών και Αρκαδίας (Κυπαρισσίας), με εδραιωμένη και αδιαμφισβήτητη την κυριαρχία του στην Μεσσηνία, χωρίς να υπάρχει ελεύθερο φρούριο απειλητικό της επικρατείας του σε ελληνική κυριαρχία (πλην της Μονεμβασιάς) και με συμμάχους τους Βενετούς που κατέχουν Μεθώνη και Κορώνη. Η ιστορία της Μεσσηνίας στα αμέσως επόμενα χρόνια θα είναι στενά συνδεδεμένη με την οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων και την γενικότερη πορεία του πριγκηπάτου του Μορέως, την οποία συνακολουθει. Ο Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος άφησε δύο γιους, τον Γοδεφρίδο Β' και τον Γουλιέλμο, ο οποίος μάλιστα επειδή γεννήθηκε στο φρούριο της Καλαμάτας γι' αυτό τον αποκαλούσαν Γουλιέλμο ντε Καλαμάτα (ό.π. στ.2445-2451). Όταν πέθανε ο Βιλλεαρδουίνος (έτος 1218) ''θρήνος εγένετο πολύς εις όλον τον Μορέα,/ διατί τον είχαν ακριβόν, πολλά τον αγαπούσαν/ διά την καλήν του αφεντίαν την φρόνεσιν όπου είχεν'' (ό.π.στ.2462-2465). Την θέση του θανόντος ηγεμόνα διαδέχθηκε ο γιος του Γοδεφρίδος ο Β', για τον οποίο το Χρονικό του Μορέως εκφράζεται θετικά. Τον χαρακτηρίζει άξιο και ικανό ηγέτη, όπως και ο πατέρας του (στ.2468-2472).

  Και πραγματικά ήταν άξιος διάδοχος του πατέρα του. Επί των ημερών του Γοδεφρίδου Β' οι βαρωνίες της Μεσσηνίας και όλο το πριγκηπάτο του Μορέως γνωρίζουν την άνθηση. Συγκεντρώθηκε πλούτος και δύναμη αξιόλογη. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι στην αυλή του διατηρούσε μεγάλο αριθμό ιπποτών (ογδόντα), στους οποίους συχνά προσέφερε πλούσια δώρα(16). Ο Γοδεφρίδος ο Β' ήλθε σε σύγκρουση με τους λατίνους επισκόπους και τον καθολικό κλήρο κατηγορώντας τους ότι δεν συνέβαλαν αρκετά στην αντιμετώπιση των Ελλήνων. Συγκέντρωσε μάλιστα τα έσοδα των εκκλησιαστικών φέουδων και έχτισε ισχυρό φρούριο στο Χλομούτσι, δυτικά της Γλαρέντζας (στην περιοχή της Ηλείας). Έκοψε επίσης και δικό του νόμισμα (Χρονικό Μορέως στ.2631-2657). Αργότερα όμως, ήλθε σε συμφωνία με την καθολική εκκλησία και της έδωσε προνόμια. Συμφωνήθηκε οι επισκοπές (και τούτο μας ενδιαφέρει ειδικότερα για τις δύο μεσσηνιακές επισκοπές της Μεθώνης και της Κορώνης) να απαλλαγούν από τις εισφορές και από κάθε δικαστική υποχρεώση, και να λάβουν όλα τα κτήματα που ανήκαν προηγουμένως στην ορθόδοξη εκκλησία. Ο ίδιος ο ηγεμόνας του Μορέως κράτησε την κινητή εκκλησιαστική περιουσία, με τον όρο να καταβάλλει ετησίως ένα ποσό ως πληρωμή (ό.π. στ.2658 κ.ε.). (17). Χάρη στην οικονομική του ισχύ ο Γοδεφρίδος Β'μπόρεσε να προσφέρει στρατιωτική και οικονομική στήριξη στον Λατίνο αυτοκράτορα της Κων/πολης, Βαλδουίνο Β', όταν ο τελευταίος απειλούνταν από την ελληνική αυτοκρατορία της Νικαίας. Σε αντάλλαγμα, ο Βαλδουίνος Β' του παραχώρησε το Δουκάτο του Αιγαίου (1236). Όλες οι παραπάνω πληροφορίες του Χρονικού αποτελούν στοιχεία εύγλωττα της ακμής του πριγκηπάτου του Μορέως. Ανάλογη ακμή γνωρίζει και η Μεσσηνία ως αποτελούσα προσωπική ιδιοκτησία του Γοδεφρίδου Β' Βιλλεαρδουίνου.

  Μετά τον θάνατο του Γοδεφρίδου Β', οι βαρωνίες Καλαμών και Αρκαδίας (Κυπαρισσίας) και το πριγκηπάτο του Μορέως (στο οποίο περιλαμβάνονταν οι μεσσηνιακές βαρωνίες), περιήλθαν στον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, διάδοχο και αδελφό του Γοδεφρίδου Β' (1246). Η περίοδος της ηγεμονίας του συμπίπτει με την μεγαλύτερη ακμή της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο, αλλά και με την αρχή της παρακμής της. Στα χρόνια του Γουλιέλμου ολοκληρώθηκε η φραγκική κατάκτηση ολόκληρης της Πελοποννήσου. Επί Γουλιέλμου όμως οι Βυζαντινοί, μετά την μάχη της Πελαγονίας, απέκτησαν ένα τμήμα της νοτίου Πελοποννήσου και σταδιακά κατόρθωσαν οι Παλαιολόγοι να διαλύσουν το πριγκηπάτο του Μορέως. Η εξέλιξη των γεγονότων ακολούθησε μία πορεία που περιγράφεται στην συνέχεια. Μετά τον θάνατο του Γοδεφρίδου Β', ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος έγινε ηγεμόνας του πριγκηπάτου του Μορέως, ο τρίτος κατά σειράν από την οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων. Ήταν άνθρωπος επιδέξιος, φρόνιμος, φιλάνθρωπος και όλοι τον αγαπούσαν (Χρονικό Μορέως στ.2756-2762). Είχε γεννηθεί στην Καλαμάτα και μιλούσε την ελληνική γλώσσα ως μητρική (ό.π. στ.4130). Ο γουλιέλμος εκτέλεσε την επιθυμία του αδελφού και έκτισε μία εκκλησία για να αναπαυθούν τα σώματα των δύο Γοδεφρίδων Βιλλεαρδουίνων, πατέρα και γιου (ό.π.στ.2735-2747). Πρόκειται για την εκκλησία του Αγίου Ιακώβου στην Ανδραβίδα, όπως μας πληροφορεί η γαλλική παραλλαγή του Χρονικού.

  Την περίοδο εκείνη οι Έλληνες σε όλη την Πελοπόννησο είχαν υπό την κυριαρχία τους τέσσερα φρούρια: την Μονεμβασιά, την Κόρινθο, το Ναύπλιο και το Άργος, τα οποία έχονατς λιμάνια, ανεφοδιάζονταν από τον αυτοκράτορα της Νικαίας (ό.π.στ.2763-2769). Ο Γουλιέλμος ήλθε σε συμφωνία με τους Βενετούς παραχωρώντας τους εμπορικά δικαιώματα(18), τον Μέγα Δούκα των Αθηνών Δελαρός, τον Δούκα της Νάξου και άλλους Φράγκους άρχοντες των νησιών (ό.π. στ.2770-2800). Οι Βενετοί από θαλάσσης και οι Φράγκοι από ξηράς πολιορκούν και εξαναγκάζουν σε παράδοση κατάς ειράν την Κόρινθο, το Ναύπλιο, το Άργος και την Μονεμβασιά (τρία χρόνια κράτησε η πολιορκία της). Αυτό που ειδικότερα αφορά τον μεσσηνιακό χώρο είναι ότι ο Γουλιέλμος υποτάσσοντας την Μονεμβασιά στην αρχή και χτίζοντας στην συνέχεια τα φρούρια του Μυστρά, της Μάινας (Μάνης) και του Λεύτρου (Beaufort στα γαλλικά) για να ελέγχει τους ανυπότακτους Σλάβους Μηλιγκούς του Ταϋγέτου, πέτυχε να εξαλείψει την απειλή των Ελλήνων και κάθε πηγή παρενοχλήσεων (από Έλληνες, Σλάβους) που μπορούσαν να του προξενήσουν προβλήματα στην Λακωνία και την ανατολική πλευρά της Μεσσηνίας(19).


 Μέσα στην τετραετία 1246-1250 ο Γουλιέλμος καθυπέταξε και τα τελευταία ελληνικά φρούρια.Το πριγκηπάτο του Μορέως γνωρίζει περίοδο ακμής. Ο Γουλιέλμος κόβει και κυκλοφορεί δικό του νόμισμα. Επίσης πολλά κάστρα φραγκικά χτίζονται ή επισκευάζονται και ενισχύονται τα προϋπάρχοντα. Κάθε άρχοντας βαρώνος ή ιππότης χτίζει το δικό του φρούριο με αποτέλεσμα να γεμίσει ο Μοριάς φράγκικα κάστρα. Πολλοί επίσης Φράγκοι εγκαταλείπουν το γαλλικό τους προσωνύμιο και λαμβάνουν το ελληνικό της περιοχής που τους ανήκει (π.χ. ο Γουλιέλμος καλείται ντε Καλαμάτα,ό.π.στ.3145-3170). Στην Μεσσηνία το φρούριο της Αρκαδίας (Κυπαρισσίας) επισκευάζεται και στο αρχαίο ελληνικό κτίσμα προστίθενται φράγκικοι πύργοι (σημ= το φρούριο αυτό θα δοθεί το 1262 από τον Γουλιέλμο στον Βιλαίν ντ' Ωνονά, πρωτοστράτορα της Ρωμανίας, δηλ.της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κων/πολης, ο οποίος μετά την κατάληψη της Κων/πολης από τους Έλληνες θα πάει στην Πελοπόννησο, ό.π. στ.8462). 

 Επίσης επισκευάζονται και το Σιδηρόκαστρο που χτίσθηκε από τον Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουίνο το 1210, και το φρούριο της Ανδρούσας, που το έχτισε ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος το 1250 (όπως αναφέρεται στο Αραγωνικό Χρονικό του Μορέως ότι ανήκουν στην Καστελανία της Καλαμάτας). Για το φρούριο της Ανδρούσας που βρισκόταν στα δυτικά της πεδιάδας της Μεσσηνίας, απέναντι από την Ιθώμη, αξίζει να αναφερθεί ότι αποτελούσε την έδρα ενός από τα δύο δικαστήρια της Βαρωνίας των Καλαμών(20).
 Οι Βενετοί επίσης επισκευάζουν και ενισχύουν τα ήδη υπάρχοντα μισοερειπωμένα και αδύναμα φρούρια της Μεθώνης και της Κορώνης. Οι δύο αυτές πόλεις τελικά θα εξελιχθούν σε μεγάλα κέντρα και λιμάνια εμπορικά, καθώς βρίσκονται στο πέρασμα προς την Ανατολική Μεσόγειο και το ελέγχουν. Κανένα πλοίο δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο από τους Βενετούς. Ακόμη, η Μεθώνη και η Κορώνη θα αποτελέσουν πόλεις σταθμούς ταξιδίου για τους πιστούς προσκυνητές των Αγίων Τόπων. Αλλά και μετά τους Βιλλεαρδουίνους και καθ' όλην την Φραγκοκρατία και Βενετοκρατία χτίζονται φρούρια. Για παράδειγμα το φρούριο του Γαρδικίου, που χτίσθηκε μεταξύ του 1264 και 1292 πάνω στα ερείπια της αρχαίας Αμφείας, στα όρια Μεσσηνίας Αρκαδίας και άλλα πολλά, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσης εργασίας(21). Ο Γουλιέλμος, για να επανέλθουμε στο πρόσωπό του, δεν αρκείται στην κατοχή του Μοριά. Οι βλέψεις και οι φιλοδοξίες του εκτείνονται πολύ μακρύτερα και φθάνουν, ειδικά μετά τον γάμο του το 1259 με την κόρη του Μιχαήλ Β', Δεσπότη της Ηπείρου, Άννα, ως τις βόρειες ελλαδικές περιοχές (Ήπειρος, Μακεδονία). Έτσι, τον βλέπουμε να αναμειγνύεται στην διαμάχη του Μιχαήλ Β', Δεσπότη της Ηπείρου με την αυτοκρατορία της Νικαίας, διαμάχη που θα καταλήξει σε πολεμική αναμέτρηση στην μάχη της Πελαγονίας, περιοχής στην Καστοριά (1259). Στην μάχη αυτή ο Γουλιέλμος θα λάβει ο ίδιος μέρος στο πλευρό του Μιχαήλ Β'. Στο κρίσιμο όμως σημείο της μάχης, το περίφημο φράγκικο ιππικό θα διασπασθεί, θα 
χάσει την συνοχή του. Πολλοί Φράγκοι ευγενείς αλλά και ο ίδιος ο Γουλιέλμος θα αιχμαλωτισθούν και θα οδηγηθούν σιδηροδέσμιοι στον αντιβασιλέα της Νικαίας, Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, επίτροπο του ανήλικου διαδόχου, αλλά ουσιαστικό κυρίαρχο της αυτοκρατορικής αρχής.

Ο Μιχαήλ Η' για να τους αφήσει ελεύθερους ζητάει από τον Γουλιέλμο να του δώσει τον Μοριά. Εκείνος ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί χωρίς την σύμφωνη γνώμη των άλλων Φράγκων και αντιπροτείνει να πληρώσει λύτρα(22). Ο Γουλιέλμος θα κρατείται επί τρία έτη αιχμάλωτος, ώσπου να συμφωνήσει να παραδώσει τα φρούρια του Μυστρά, της Μάνης, της Μονεμβασιάς και του Λεύτρου. Τελικά, και αφού προηγείται σύγκλιση της κούρτης στην Πελοπόννησο όπου συμμετέχουν πολλές γυναίκες των αιχμαλώτων Φράγκων, ο Γουλιέλμος ανταλλάσσει τα φρούρια με την ελευθερία του (Χρονικό Μορέως στ.4402 κ.ε.). Το έτος 1262 αποτελεί κομβικό σημείο για την πορεία της Φραγκοκρατίας σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, ειδικότερα για την περιοχή της Μεσσηνίας, την οποία εξετάζουμε. Ενώ από το 1250 δεν υπήρχε ούτε ένα φρούριο του Μοριά, ούτε μία περιοχή στην ελληνική κυριαρχία (όλος ο Μοριάς ήταν φραγκοκρατούμενος εκτός της Μεθώνης και της Κορώνης που ήσαν βενετοκρατούμενες, δηλ. πάλι σε χέρια Δυτικών), από το 1262 οι Έλληνες βρίσκονται να κατέχουν ένα τμήμα της νοτίου Πελοποννήσου, που θα αποτελέσει το προγεφύρωμα των Παλαιολόγων στην προσπάθειά τους να καταλύσουν το πριγκηπάτο του Μορέως, προσπάθεια που θα έχει επιτυχή κατάληξη. Ήδη από το 1262 οι Έλληνες θα εισβάλλουν στην Μεσσηνία και θα δώσουν μάχες με τους Φράγκους. Το έτος 1262 αποτελεί την αρχή, θα μπορούσε να πει κανείς, της πτωτικής πορείας της Φραγκικής κυριαρχίας.
Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους θα ήταν δυνατόν να διακρίνουμε ως το 1262 μία πρώτη περίοδο της Φραγκοκρατίας, παρ' όλο που ο Γουλιέλμος εξακολουθεί να ηγεμονεύει ως το 1277, έτος του θανάτου του, ή όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το Χρονικό του Μορέως, το έτος ΣΨΠΕ από κτίσεως κόσμου (στ.7810). (24).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
 Έχοντας εξετάσει την ιστορική πορεία της Μεσσηνίας στα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας, από την στιγμή της κατάκτησής της ως το έτος 1262, το οποίο για λόγους που έχουν εξηγηθεί ανωτέρω θεωρήθηκε ορόσημο του τέλους μιας πρώτης περιόδου της Φραγκικής κυριαρχίας στην Μεσσηνία, είναι δυνατόν να διατυπωθούν κάποιες τελικές κρίσεις για την συγκεκριμένη περίοδο.
(α) Οι Φράγκοι κατακτητές κατέλαβαν σχετικά εύκολα την Μεσσηνία και τον υπόλοιπο Μοριά. Το γεγονός έχει την εξήγησή του. Ήδη πριν την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους το 1204, η τελευταία διερχόταν περίοδο κρίσεως. Ειδικά στην επαρχία υπήρχε εξαθλίωση κοινωνική, ανέχεια και σκληρότητα των τοπικών αρχόντων. Τα περισσότερα κάστρα ήσαν ανίσχυρα να αντέξουν μακροχρόνια πολιορκία, αρκετά φρούρια στον μεσσηνιακό χώρο ήσαν μισοερειπωμένα και παλιά. Άλλωστε δεν υπήρχε και μεγάλη διάθεση αντίστασης των ντόπιων. Οι τοπικοί άρχοντες, μετά από σύντομη πολιορκία των φρουρίων τους, τα παρέδιδαν στους φράγκους με τον όρο να διατηρήσουν την περιουσία και τα προνόμιά τους. Περισσότερο ενδιαφέρονταν για το προσωπικό τους μέλλον παρά νοιάζονταν να αντισταθούν στον ξένο εισβολέα. Πολλοί Έλληνες άρχοντες με ευκολία έγιναν σύμβουλοι και οδηγοί των Φράγκων υποδεικνύοντας τους τόπους και τους τρόπους κατάκτησης αυτών. Όσο για τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα, η φραγκική κατάκτηση δεν σήμαινε καμία αλλαγή στην ζωή τους, παρά μόνον εναλλαγή του αφέντη τους. Η μόνη σοβαρή ελληνική αντίσταση στον ''Κούντουρα ελαιώνα'' οδήγησε σε ήττα από τους Φράγκους και εδραίωσε την ξενική κυριαρχία στον μεσσηνιακό χώρο.
(β) Ο τρόπος οργάνωσης της Φραγκοκρατίας στην Μεσσηνία με τις βαρωνίες, τους τοπικούς Φράγκους άρχοντες υποτελείς (λιζίους), τα τιμάρια και τους δουλοπαροίκους, παρουσίαζε ομοιότητες με το βυζαντινό φεουδαρχικό σύστημα (ύπαρξη τιμαρίων, δουλοπαροίκων).
(γ) Η κατεχόμενη Μεσσηνία στα χρόνια 1204-1262 (κατά την περίοδο που εξετάσαμε), αλλά και για μερικά χρόνια αργότερα έχει συνδέσει την ιστορία της με την οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων. Ήδη από την στιγμή της κατάκτησής της οι δύο μεσσηνιακές βαρωνίες Καλαμών και Αρκαδίας (Κυπαρισσίας) κατοχυρώθηκαν στον Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουίνο και διαδοχικά πέρασαν στους δύο γιους του, Γοδεφρίδο Β' και Γουλιέλμο. Δεν πρέπει να λησμονείται η διπλή ιδιότητα των Βιλλεαρδουίνων ως βαρώνων της Μεσσηνίας και ταυτόχρονα ηγεμόνων του Πριγκηπάτου του Μορέως. Με αυτό το σκεπτικό εξετάσθηκαν και αναφέρθηκαν γεγονότα που μερικές φορές μπορεί να φαίνονται άσχετα με την Μεσσηνία, ωστόσο συνδεόμενα με αυτήν. Διότι κάθε απόφαση των Βιλλεαρδουίνων, κάθε τους ενέργεια η εκστρατεία, ανάλογα με την επιτυχή ή μη έκβασή της, μπορούσε να επηρεάζει αντίστοιχα την Μεσσηνία. Για παράδειγμα, οι επιτυχημένες εκστρατείες κατά των ελληνικών φρουρίων του Μοριά, απεμάκρυναν την ελληνική απειλή από την μεσσηνιακή ειδικότερα, και πελοποννησιακή γενικότερα επικράτεια των Βιλλεαρδουίνων. Ένα ατυχές αποτέλεσμα, όπως η αιχμαλωσία του Γουλιέλμου στην μάχη της Πελαγονίας, επιδρούσε αρνητικά στην Μεσσηνία.
(δ) Αν θέλουμε να κάνουμε μία συνολική αποτίμηση της περιόδου 1204-1262 στον μεσσηνιακό χώρο, θα μπορούσε να ειπωθεί πως είναι χρόνοι ακμής που συμπίπτουν με την ακμή του Πριγκηπάτου του Μορέως και το απόγειο της δόξας των Βιλλεαρδουίνων. Νέα κάστρα χτίζονται, παλαιότερα επισκευάζονται, πλούτος και μεγαλείο χαρακτηρίζουν την αυλή των Βιλλεαρδουίνων. Η Μεθώνη και η Κορώνη, βενετοκρατούμενες, εξελίσσονται σε σημαντικά κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου από και προς την Ανατολική Μεσόγειο και σε σταθμούς των ταξιδευτών προς τους Αγίους Τόπους.
(ε) Το 1262, τρία έτη μετά την μάχη της Πελαγονίας, αποτελεί σημαντική ιστορική καμπή για την συνέχιση της Φραγκοκρατίας. Είναι ο πρώτος σοβαρός κλονισμός της φραγκικής δύναμης, η οποία στο εξής θα ακολουθήσει φθίνουσα πορεία. Η Μεσσηνία, γειτνιάζοντας με τον Μυστρά, έδρα των Παλαιολόγων, θα αισθανθεί αρκετά γρήγορα την ελληνική απειλή. Είναι η αρχή του τέλους της φραγκικής κυριαρχίας στον Μοριά.


Κύριλλου Κεφαλόπουλου, ιστορικός, αρχιμανδρίτης.

ΠΗΓΗ: istorikathemata.com

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(11)Χρονικό Μορέως, στ. 1791 κ.ε., στ. 1865, Chronique παρ. 117 κ.ε., Morel-Fatio, Libro de los fechos, παρ.144 κ.ε.
(12)Χρονικό Μορέως στ. 2755-2790 κ.ε., Chronique, παρ.189 κ.ε.,Libro de los fechos, παρ.210 κ.ε.
(13)Όταν η κούρτη εκδίκαζε φονικές υποθέσεις, οι επίσκοποι δεν συμμετείχαν διότι το αντικείμενο των υποθέσεων αυτών δεν ταίριαζε στο ιερατικό τους αξίωμα (Χρονικό Μορέως, στ.2013-2016).
(14) Βλ. Πάπα Ιννοκεντίου Γ' Epistolae, βιβλίο ΧΙΙΙ, στην Migne,Patrologia Latina, CCXIV-CCXII. Επίσης Μίλλερ, Η Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι, τ.Α', σελ. 86-87, Αθήναι 1910 (μτρφρ. Σ.Λάμπρου).
(15).Χρονικό Μορέως, στ.2095-2437, Le Livre de la Conquête, εκδ.Buchon, Paris 1845, Morel Fatio, Libro de los fechos σελ.34-43, έκδ. 1885, Γενεύη.
(16).Livre de la Conquête, σελ. 79. Επίσης, αναφέρεται στον Hoρf,Chroniques Graecoromaines, σελ.100-101, Βερολίνο 1873.
(17)Επίσης Miller, Η Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι, τ.Α', σελ. 129-130.
(18)Το Χρονικό του Μορέως εσφαλμένα αναφέρει ότι παραχώρησε στους Βενετούς Μεθώνη και Κορώνη, γαιτί αυτοί τις ακτείχαν ήδη από το 1206 (στ.2780-2785 και 2854-2859).
(19)Χρονικό Μορέως,στ.2800-3042, Chronique σελ. 91-95,Αραγωνικό Χρονικό σελ.48-49.
(20)Miller,Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι,τ.Α' σελ.81, Αθήνα 1910.
(21)Για τα φρούρια της Μεσσηνίας και του Μοριά υπάρχει το βιβλίο Ι.Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, Αθήναι 1968.
(22)Σύμφωνα με την οργάνωση της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο, ο ηγεμόνας δεν έχει το δικαίωμα να παραχωρήσει τα φέουδα ή φρούρια των υποτελών του δίχως την σύμφωνη γνώμη και των άλλων Φράγκων ευγενών μετά από σύγκλιση κούρτης, συνέλευσης, ''παρλαμά'').
(23)Για την περιγραφή των γεγονότων πριν την μάχη της Πελαγονίας, για την ίδια την μάχη και την αιχμαλωσία του Γουλιέλμου, αναφέρονται με λεπτομέρειες το Χρονικό του Μορέως, στ.3110 κ.ε., Chroniqueπαρ.278 κ.ε., Morel Fatio, Libro de los fechos, σελ.53 κ.ε.
(24)Αξίζει να σημειωθεί ως πληροφοριακό στοιχείο πως, όταν ο Γουλιέλμος αισθάνθηκε πως πλησίζε ο θάνατός του, πήγε να τελευτήσει την ζωή του στο φρούριο της Καλαμάτας, όπου είχε γεννηθεί (Χρονικό Μορέως στ.7757-7765).

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΗΓΩΝ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Α. ΠΗΓΕΣ.
1)Μιχαήλ Ακομινάτου του Χωνιάτου τα σωζόμενα, εκδ. Σ.Λάμπρου, τ.Α',Β', Αθήναι 1879-1880.
2)Ιννοκεντίου Γ', Πάπα Ρώμης Epistolae, βιβλίο XIII, Migne, PatrologiaLatina, τόμοι CCXIV-CCXVII.
3)Longnon, Livre de la Conquête de la princèe de l' Amorèe, Chronique de Morèe, Paris 1911.
4)A.Morel Fatio, Libro de los fechos et conquistas de principado de la Morea, Geneva 1895.
5)Schmitt, The Cronicle of Morea (Το Χρονικό του Μορέως), επανεκδ. Της αρχικής του 1904.
6)Villeardouin, La conquête de Constantinople, ed. E.Faral, Paris 1961.
Β. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1)Μ.Κορδώση, Η κατάκτηση της νότιας Ελλάδας από τους Φράγκους, Ιστορικά και τοπογραφικά προβλήματα, θεσσαλονίκη 1986.
2)Σ. Λάμπρου, Ιστορία της Ελλάδος, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, τ.ΣΤ', Αθήνα 1908.
3)Longnon, L' Empire latin de Constantinople et la principaute de la Morèe, Paris 1966.
4)Μίλλερ, Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι, τ.Α' (μτφρ. Σ.Λάμπρου), Αθήναι 1910.
5)Μουνδρέα, Τοπωνυμικά της Μεσσηνίας (στην εποχή της Φραγκοκρατίας), Πρακτικά Α' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Σπάρτη 1975.
6)Ι.Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, Αθήναι 1968.
7)Φρ.Χέρτσμεργκ, Ιστορία της Ελλάδος από της λήξεως του αρχαίου βίου μέχρι σήμερα (μτφρ.Π.Καρολίδου), τ.Α'.Β', Αθήναι 1906.
8)Hopf, Chroniques Greco-romanes, Berlin 1873.






Η μάχη της Σφακτηρίας, -425

Η Σφακτηρία είναι βραχονησίδα της Μεσσηνίας στο νότιο Ιόνιο πέλαγος και συγκεκριμένα κοντά στην Πύλο, μπροστά στο φυσικό της λιμάνι, ως κυματοθραύστης. Είναι ένα μακρόστενο νησί και έχει έκταση 3,2 km2. Κατέχει στρατηγική θέση σ' ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Πελοποννήσου. Το γεγονός αυτό συνετέλεσε στο να εξελιχθούν αρκετά ιστορικά γεγονότα στην περιοχή, όπως πολεμικές συγκρούσεις κατά τα αρχαία χρόνια, όπως επίσης και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Κατά τον έβδομο χρόνο του Πελοποννησιακού πόλεμου, -425, η Σφακτηρία έγινε θέατρο αιματηρού αγώνα ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και στους Αθηναίους.


Η μάχη της Σφακτηρίας, -425, αποτελεί το δεύτερο στάδιο της μάχης που τελείωσε με την παράδοση μιας δύναμης Σπαρτιατών οπλιτών (Πελοποννησιακός πόλεμος). Η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή την σχεδόν πρωτοφανή καταστροφή ξεκίνησε όταν μια Αθηναϊκή δύναμη υπό την αρχηγία του Δημοσθένη αποβιβάσθηκε στο βραχώδες ακρωτήριο της Πύλου, νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου και εγκατέστησε οχυρή θέση. Ο Πελοποννησιακός στρατός υπό τον βασιλέα Άγι εγκατέλειψε την εισβολή στην Αττική και επέστρεψε στην Πελοπόννησο, ενώ οι δυνάμεις που ήσαν ήδη στην Σπάρτη κινήθηκαν δυτικά για να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή.

Χάλκινη Σπαρτιατική ασπίδα -425 τρόπαιο των Αθηναίων μετά την νίκη στην Σφακτηρία. Αθήνα Στοά Αττάλου

Επειδή ο Δημοσθένης αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα οι Σπαρτιάτες συγκέντρωσαν τον στόλο τους στην Πύλο και ο ίδιος βρέθηκε πολιορκούμενος από ξηρά και θάλασσα. Η Αθηναϊκή θέση ήταν σε ακρωτήρι στο ένα άκρο του κόλπου της Πύλου. Το νησί της Σφακτηρίας το οποίο ευρίσκετο έξω από το στόμιο του κόλπου είχε καταλειφθεί από τους Σπαρτιάτες. Ο Σπαρτιατικός στόλος μετακινήθηκε στο κόλπο, παγιδεύοντας τους Αθηναίους και εμποδίζοντας οποιαδήποτε προσπάθεια προμήθειας και ανεφοδιασμού. Στην προκύπτουσα μάχη της Πύλου οι Αθηναίοι κατάφεραν να αποκρούσουν διπλή επίθεση των Σπαρτιατών, αλλά σώθηκαν στην κυριολεξία με την άφιξη του Αθηναϊκού στόλου ο οποίος επέφερε βαριά ήττα στον αντίστοιχο Σπαρτιατικό στο εσωτερικό του κόλπου, αίροντας τον αποκλεισμό της Πύλου. Μια δύναμη 420 Σπαρτιατών οπλιτών, υπό τις διαταγές του Επιτάδα υιού του Μολοβρού, βρέθηκαν παγιδευμένοι στην Σφακτηρία. Οι Σπαρτιάτες αντέδρασαν στέλνοντας ανώτερους αξιωματούχους στην Πύλο, προκειμένου να εξετάσουν την κατάσταση. Όταν έγινε σαφές ότι δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε προμήθειες ή να σώσουν τους οπλίτες, ζήτησαν από τους Αθηναίους ανακωχή. Η μεγαλύτερη αδυναμία στο Σπαρτιατικό σύστημα ήταν η έλλειψη «ομοίων» με αποτέλεσμα η απώλεια 420 Σπαρτιατών να αποτελεί δυσαναπλήρωτο κενό. Αυτό αποτυπώθηκε και στους όρους που συμφώνησαν με τους Αθηναίους. Κάθε πολεμικό πλοίο που είχε λάβει μέρος στις προηγούμενες μάχες και κάθε πολεμικό πλοίο στη Λακωνία θα παρεδίδετο στους Αθηναίους κατά τη διάρκεια της ανακωχής. Οι Σπαρτιάτες θα σταματούσαν όλες τις επιθέσεις στην Πύλο, ενώ οι Αθηναίοι θα σταματούσαν τις επιθέσεις στην Σφακτηρία και θα επέτρεπαν τη διάθεση τροφίμων στο νησί. Η ανακωχή θα παρέμενε σε ισχύ, ενόσω οι Σπαρτιάτες εκπρόσωποι μετέβαιναν στην Αθήνα για να διαπραγματευθούν τους όρους ειρήνης.

Όμως οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις και οι όροι δεν ικανοποιούσαν τους Αθηναίους. Απαίτησαν την επιστροφή των εδαφών που έχασαν στο τέλος του πρώτου Πελοποννησιακού πολέμου και όταν οι διαπραγματεύσεις χάλασαν αρνήθηκαν να τηρήσουν τους όρους της ανακωχής και δεν επέστρεψαν τα πολεμικά πλοία. Η ανακωχή διήρκεσε είκοσι ημέρες.
Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, οι μάχες επαναλήφθηκαν. Οι Σπαρτιάτες συνέχισαν τις επιθέσεις τους στους Αθηναίους στην Πύλο, ενώ οι Αθηναίοι διατήρησαν τον ναυτικό αποκλεισμό της Σφακτηρίας. Ενώ και οι δύο πλευρές ήσαν υπό πολιορκία, οι Σπαρτιάτες κατέβαλαν προσπάθειες για να μεταφέρουν προμήθειες στα στρατεύματά τους. Εθελοντές κλήθηκαν να προσπαθήσουν να μεταφέρουν προμήθειες στο νησί, με ανταμοιβή μετρητά και την ελευθερία ως ανταμοιβή για τους είλωτες. Ορισμένοι περίμεναν τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες και κατόπιν έπλευσαν προς το νησί με ταχύτητα, καταστρέφοντας τα πλοία αλλά κερδίζοντας την ανταμοιβή. Άλλοι κολύμπησαν κάτω από το νερό, μεταφέροντας είδη προστατευμένα από δέρματα.

Καθώς η πολιορκία παρατείνονταν οι Αθηναίοι ανησυχούσαν ότι οι Σπαρτιάτες θα διέφευγαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Κλέων, ο οποίος είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην απόρριψη της προσφοράς ειρήνης εκ μέρους των Σπαρτιατών να καταστεί δυσάρεστος. Σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει η δημοτικότητά του προσπάθησε να κατηγορήσει το στρατηγό Νικία υιού του Νικηράτου, για τις αποτυχίες του, υποστηρίζοντας ότι ένας πραγματικός ηγέτης θα είχε ήδη καταλάβει το νησί. Αυτό είχε ως συνέπεια να προκαλέσει τον προβληματισμό του δήμου ότι: «εφόσον ο στρατός δεν ήταν ικανός να εκτελέσει κάτι τόσο απλό, γιατί ο Κλέων δεν ανελάμβανε ο ίδιος την αρχηγία προκειμένου να επικρατήσει στην πολιορκία». Ο Νικίας αντιλαμβανόμενος τον ελιγμό του έδωσε την άδεια να συγκεντρώσει τον απαιτούμενο στρατό και να αναλάβει τη διοίκηση της πολιορκίας. Τελικά ο Κλέων όντας δεσμευμένος, δεν είχε άλλη επιλογή από να πάει στη Σφακτηρία. Αναλαμβάνει το διακύβευμα και αναγγέλλει ότι θα καταλάβει το νησί σε είκοσι ημέρες, χωρίς να απαιτηθούν επιπλέον Αθηναϊκά στρατεύματα.
Ο Κλέων συγχρονίζει τέλεια χρονικά την άφιξή του στη Σφακτηρία. Ο Δημοσθένης ήταν απρόθυμος να ρισκάρει μια αποβίβαση στο νησί, διότι ήταν καλυμμένο με πυκνό δάσος και μονοπάτια και πίστευε ότι αυτό έδιδε στους Σπαρτιάτες μεγάλο πλεονέκτημα. Λίγο πριν ο Κλέων φτάσει κάποιος Σπαρτιάτης προκαλεί κατά λάθος πυρκαγιά στο δάσος και τα περισσότερα δέντρα καίγονται. Η φωτιά αποκάλυψε μια σειρά από πιθανά σημεία αποβίβασης, καθώς και ότι υπήρχαν περισσότεροι Σπαρτιάτες στο νησί από ό, τι πιστευόταν.


Αριστερά άποψη της νήσου Σφακτηρίας από βορρά προς νότο. Δεξιά Η Σφακτηρία και ο κόλπος του Ναυαρίνου.
 
Οι δύο Αθηναίοι στρατηγοί στέλνουν αγγελιοφόρο στο νησί προκειμένου να ρωτήσει τους Σπαρτιάτες αν επιθυμούν να παραδοθούν με γενναιόδωρους όρους. Όταν η προσφορά απορρίπτεται, περιμένουν μια ημέρα και στη συνέχεια ξεκινούν αιφνιδιαστική επίθεση στο νησί. Οι Σπαρτιάτες ήταν χωρισμένοι σε τρία στρατόπεδα. Το κύριο στρατόπεδο, υπό τον Επιτάδα, βρισκόταν στο κέντρο του νησιού, ήταν σε επίπεδη τοποθεσία και το καλύτερα υδροδοτούμενο λόγω της ύπαρξης πηγής (σημαντικός παράγοντας επιβίωσης). Επιπλέον υπήρχε μια φρουρά τριάντα οπλιτών στο άκρο του νησιού, στην οποία οι Αθηναίοι επέλεξαν να επιτεθούν (πιθανώς το νότιο άκρο) και ένα άλλο μικρό απόσπασμα τοποθετημένο στο αντίθετο άκρο, απέναντι από το ακρωτήριο της Πύλου. Αυτό ήταν το πλέον βραχώδες άκρο του νησιού στο οποίο υπήρχε ένα παλιό φρούριο που οι Σπαρτιάτες σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν ως καταφύγιο. Η επίθεση έγινε την εβδομηκοστή δεύτερη ημέρα από την ναυμαχία, λόγω της οποίας είχαν παγιδευτεί οι Σπαρτιάτες.
Οι Αθηναίοι επιβιβάζουν στα πλοία 800 οπλίτες ενώ είναι ακόμα σκοτάδι. Τα πλοία στη συνέχεια πλέουν στη θάλασσα, σαν να επρόκειτο να εκτελέσουν τις συνήθεις καθημερινές περιπολίες, αλλά τελικά εκτελούν απόβαση στο νησί. Οι Σπαρτιάτες αιφνιδιάζονται. Αυτό επιτρέπει στον Δημοσθένη να φέρει και τον υπόλοιπο στρατό, ήτοι τις συμμαχικές δυνάμεις και τα πληρώματα των εβδομήντα Αθηναϊκών πολεμικών πλοίων (800 τοξότες και τουλάχιστον 800 πελταστές). Αυτός ο στρατός διαιρείται στη συνέχεια σε ομάδες των 200 περίπου ατόμων και αυτές αναπτύσσονται σε υψηλά σημεία γύρω από την κύρια θέση των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες βρίσκονται παγιδευμένοι. Εάν προσπαθήσουν να επιτεθούν σε οποιοδήποτε τμήμα της Αθηναϊκής δύναμης, θα εκτεθούν οι ίδιοι σε επιθέσεις από τα μετόπισθεν, ενώ οι ελαφρότερα οπλισμένοι Αθηναίοι θα είναι σε θέση να υποχωρήσουν.


 Όταν ο Επιτάδας συνειδητοποίησε ότι οι Αθηναίοι είχαν αποβιβασθεί στο νησί, παρατάσσει τους άνδρες του και κινείται για να επιτεθεί στους Αθηναίους οπλίτες, αναμένοντας μια τυπική σύγκρουση οπλιτών. Τελικά οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν να πλαγιοκοπούνται……….από τοξότες, πελταστές και σφενδονιστές. Οι Αθηναίοι οπλίτες εν τω μεταξύ δεν προωθούνται, με αποτέλεσμα οι Σπαρτιάτες μη δυνάμενοι να προσεγγίσουν τον στόχο τους….υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στο φρούριο. Οι Αθηναίοι τους ακολούθησαν και εξαπέλυσαν κατευθείαν επίθεση, αλλά αυτή τη φορά το πλεονέκτημα ήταν με τους Σπαρτιάτες και έτσι απέτυχαν να τους απωθήσουν από το οχυρό.
Την διέξοδο στο πρόβλημα έδωσε ο διοικητής του Μεσσηνιακού στρατιωτικού τμήματος. Αφού ζήτησε από τον Κλέωνα και τον Δημοσθένη να του δώσουν κάποιους τοξότες και ελαφριά στρατεύματα πήρε το δρόμο γύρω από τη βραχώδη ακτή του νησιού, έως ότου φτάσει σε κάποιο ύψωμα πίσω από το φρούριο. Όταν τα στρατεύματα εμφανίστηκαν πίσω τους οι Σπαρτιάτες εγκατέλειψαν τις εξωτερικές γραμμές τους και συμπτύχθηκαν προς τα πίσω.
Σε αυτό το σημείο ο Κλέων και ο Δημοσθένης ζήτησαν να σταματήσει η μάχη και έστειλαν άλλη μια φορά κήρυκα, για να προσφέρει όρους παράδοσης. Οι Σπαρτιάτες εν τω μεταξύ είχαν χάσει τον Επιτάδα, που είχε σκοτωθεί, ενώ ο δεύτερος στην ιεραρχία, Ιππαγρέτας ήταν άσχημα πληγωμένος. Αυτά τα γεγονότα καθιστούσαν τον τρίτο στην ιεραρχία, Στύφωνα αρχηγό. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη οι περισσότεροι από τους Σπαρτιάτες όταν άκουσαν τους κήρυκες, κατέβασαν τις ασπίδες τους και κατέστησαν σαφές ότι ήθελαν να παραδοθούν, ώστε ο Στύφων δεν είχε άλλη επιλογή από το να αρχίσει διαπραγματεύσεις παράδοσης. Μετά από διαβούλευση με τους Σπαρτιάτες αξιωματούχους στην ηπειρωτική χώρα (οι οποίοι του είπαν «η απόφαση είναι δική σας, εφ’ όσον δεν κάνετε κάτι ατιμωτικό») ο Στύφων αποφάσισε να παραδοθούν.
Οι Αθηναίοι είχαν κατακτήσει ένα πολύτιμο βραβείο. Από τους 440 οπλίτες που είχαν παγιδευτεί στο νησί, 292 συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στο Αθήνα. Από αυτούς οι 120 ήσαν «όμοιοι», ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό για μια τόσο μικρή ομάδα. Η παράδοση των Σπαρτιατών προκάλεσε σοκ σε όλο τον Ελληνικό κόσμο, καθότι δεν αναμενόταν να παραδοθούν, αλλά να πολεμήσουν μέχρι θανάτου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες νίκης ή ήττας. Η παράδοση επίσης, προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στη Σπάρτη και πυροδότησε μια σειρά από «προσφορές ειρήνης». Οι φυλακισμένοι απετέλεσαν σημαντικό παράγοντα όταν τέσσερα χρόνια αργότερα, η «Νικίειος» ειρήνη (-421) σταμάτησε τον πόλεμο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, καθότι μία από τις ρήτρες της συνθήκης ειρήνης προέβλεπε να οδηγηθούν όλοι οι Σπαρτιάτες σε φυλακή στην Αθήνα ή σε οποιαδήποτε Αθηναϊκή επικράτεια.

ΠΗΓΕΣ:
Κείμενο: Ιστολόγιο Χείλων
Φωτογραφίες & γραφήματα: Ιστολόγιο Αρχαιογνώμων



Printfriendly