.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Το Κάστρο της Αρκαδιάς και η Βαρωνία της

Η Βαρωνία της Αρκαδιάς (1262-1432), ήταν κρατίδιο υποτελές στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας που ιδρύθηκε το 1261/2 από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Β' Βιλλαρδουίνο. Έδρα της ήταν η Κυπαρισσία στη Μεσσηνία, που το Μεσαίωνα ονομαζόταν Αρκαδιά.
Η βαρωνία της Αρκαδιάς ιδρύθηκε αρκετά μετά τις δώδεκα αρχικές βαρωνίες του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Αρχικά, η πόλη της Αρκαδιάς (αρχαία και σύγχρονη Κυπαρισσία) αποτελούσε τμήμα των προσωπικών κτήσεων του πρίγκιπα. Η βαρωνία σχηματίστηκε ως αποζημίωση για τον Βιλαίν Α΄ ντ'Ωλναί (Vilain d'Aulnay) μετά την βυζαντινή ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τη Λατινική Αυτοκρατορία το 1261.


Είναι γνωστό πως η Κυπαρισσία στα χρόνια του Μεσαίωνα ονομάστηκε Αρκαδιά και μέ τ’ όνομα αυτό παρέμεινε μέχρι την εποχή του Βασιληά Όθωνα που μ’ ένα ειδικό διάταγμα τής ξανάδωσε τ’ αρχαίο όνομά της.
Πότε ακριβώς πήρε τ’ όνομα Αρκαδιά δεν είναι γνωστό. Πάντως το τελευταίο κείμενο που την ονομάζει Κυπαρισσία είναι ο Συνέκδημος του Ιεροκλή δηλαδή τό +535 όταν ο διάσημος ιστορικός και γεωγράφος τής εποχής του Ιουστινιανού δημοσίευσε το Συνέκδημό του που αποτελεί τη βάση τής πολιτικής Γεωγραφίας των Βυζαντινών.
Αργότερα ή Κυπαρισσία παίρνει τ’ όνομα Αρκαδιά. Οί περισσότεροι λόγιοι, συγγραφείς καί ιστοριοδίφες συμφωνούν για την περίοδο και συμφωνούν σε ότι ή αλλαγή οφείλεται στή διακίνηση των Ελληνικών πληθυσμών τής Αρκαδίας προς τα δυτικά παράλια έξ αιτίας των Σλαυικών επιδρομών στην Πελοπόννησο2. Ένας Έλληνας όμως ιστοριοδίφης ο Αθ. Πετρίδης έχει διαφορετική γνώμη ισχυριζόμενος σε παληά του εργασία ότι το όνομα Αρκαδιά δινότανε από την αρχαία εποχή στην Ακρόπολη τής Κυπαρισσίας και το συνδυάζει με την ονομασία χωριού τής Ζακύνθου3.
Πρίν αρχίσουμε να εξιστορούμε τα γεγονότα που έχουν σχέση με το Κάστρο για τη περίοδο 1204 - 1715, θεωρούμε σκόπιμο να κάνουμε προηγουμένως τη περιγραφή του Κάστρου.
Σήμερα το Κάστρο στο μεγαλύτερο μέρος του έχει απομείνει ένα ερείπιο. Ο χρόνος πού πέρασε κι ή Τουρκική ανατίναξη τού 1685 μαζί με τούς εκάστοτε σεισμούς κατά κύριο λόγο το κατάντησαν έτσι.


Είναι χτισμένο στό λόφο αυτό πού άλλοτε βρισκόταν ή Ακρόπολη τής αρχαίας Κυπαρισσίας στίς υπώρειες τού όρους Ψυχρό κι’ αποτελεί συνέχεια τής δυτικής πλαγιάς τού βουνού αν και ο λόφος χωρίζεται από το βουνό. Σήμερα φτάνει κανείς εύκολα στή σημερινή Πύλη του μέ τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο πού από το κέντρο τής Πόλης καταλήγει σ’ αυτή. Βασικά το Κάστρο είναι χτισμένο πάνω στα ερείπια τής Ακρόπολης τής Αρχαίας Κυπαρισσίας.
Εύκολα κανείς διακρίνει κομμάτια ολόκληρα Αρχαίας Ελληνικής κατασκευής και υλικά τής Αρχαιότητας πού επαναχρησιμοποιήσανε Βυζαντινοί και Φράγκοι κατασκευαστές μαζύ μέ δικές τους αυτούσιες κατασκευές. Φανερές ακόμη είναι κι’ οί Τούρκικες προσθήκες χωρίς να λείπουν και κομμάτια ολόκληρα πού δεν μπορεί νά διαπιστωθή ή καταγωγή τους. Εκείνο όμως πού παραμένει ανεξακρίβωτο είναι το αν οι Ενετοί στα 30 περίπου χρόνια τής παραμονής τους στο Μορηά πρόσθεσαν κάτι σ’ αυτό. Το Τοπογραφικό σχέδιο τού Κάστρου εκφράζεται σ’ ένα τραπέζιο πού έχει μήκος πλευρών 100 μ. από Β προς Ν καί 60 μ. από Α προς Δ.


O Α. Βon τό τραπέζιο αυτό εύστοχα διαχώρισε σέ δυο άνισα τρίγιονα και πού το Βόρειο αντιστοιχεί στον πάνω Περίβολο ή Πάνω Κάστρο τό δέ Νότιο στον κάτω Περίβολο ή Κάτω Κάστρο4.
O κάτω Περίβολος με κορυφή τή Νότια γωνία του είναι τό μεγαλύτερο κομμάτι τού Κάστρου καί περιλαμβάνει κατά ένα τρόπο και τό πιο επίπεδο καί ομαλό τμήμα τού Λόφου.
Εκεί υπήρχε ή κυρία Πύλη τού Κάστρου πού σήμερα έχει εξαφανιστεί και πού πρέπει νά βρίσκονταν πιο κάτω από τη σημερινή πρόχειρη πού υπάρχει.
Η προσπέλαση τού Κάστρου γινόταν μ’ ένα επίχωμα (ράμπα) πού στο πλησιέστερο προς τή Πύλη τμήμα του προστατευόταν μ’ ένα τείχος με πολεμίστρες από το όποιο οι αμυνόμενοι απαγόρευαν το πλησίασμα τής Πύλης. Αυτό το τείχος, οί δύο πού περιγράψανε καλλίτερα το Κάστρο ο Κ. Andrewus και ο Α. Βon, το αποδίδουν στους Τούρκους5.
Ή Πύλη κατά τον πρώτον απ’ αυτούς προστατευόταν καί από ένα Πύργο πού έχει καταπέσει καί πού στή θέση του σήμερα υπάρχει ένα μισογκρειμισαένο Τζαμί6. Ο Κάτω Περίβολος (Κάτω- Κάστρο) είχε σάν κύριο προστατευτικό οχύρωμα έναν Πύργο- Προμαχώνα πού βρισκόταν στή Ν.Α. γωνία του. Το πάνω μέρος τού οχυρώματος αυτού εξαφανίστηκε. 
Τμήμα των αρχαίων τειχών

Τό κάτω μέρος διασώζεται μέχρι τό ύφος τού εσωτερικού εδάφους καί είχε χτιστεί από αρχαίους ογκόλιθους (πορόλιθους) πού οί έξη σειρές διακρίνονται άριστα. 
Το υπόλοιπο τμήμα είναι χτισμένο με μικρούς πορόλιθους και ασβεστόλιθους ανακατεμένους σ’ ένα ανώμαλο μωσαϊκό και πού έχουν συνδεθεί με κομμάτια από κεραμίδια και κονίαμα γνήσια μορφή Μεσαιωνικής δόμησης. 
Αν και απροσδιόριστη ή περίοδος πού γίνηκε αυτή ή προσθήκη πάνω στό κομμάτι τού αρχαίου τείχους τής Ακρόπολης τής Κυπαρισσίας θά πρέπει κατά τή γνώμη μας νά υποθέσει κανείς πώς ο Πύργος ή ο Προμαχώνας αυτός καί τό υπόλοιπο εξωτερικό Ν καί ΝΔ τμήμα τού τείχους έχουν χτιστεί από τούς Βυζαντινούς μέ φράγκικα και Τούρκικα συμπληρώματα αργότερα.
Τό τείχος κατά μήκος της ΝΔ πλευράς διακόπτεται από ρήγματα και σέ μερικά σημεία έχει εντελώς εξαφανιστεί. Οι σεισμοί το γκρέμισαν εντελώς. Σε πολύ λίγα σημεία ξεπερνάει το έσωτερικό επίπεδο τού εδάφους τού Κάστρου.
Όπως προχωρούμε προς τα δυτικά συναντάμε ένα μικρό τετράγωνο Πύργο πού προεξέχει από τό τείχος αλλά από το οποίο τίποτα δεν διασώζεται πάνω από το εσωτερικό έδαφος. Είναι αυτός πού στην άκρη του σήμερα υπάρχει ο κοντός τής σημαίας του Κάστρου καί χάμω στο έδαφος ένας ορειχάλκινος σωλήνας μεσαιωνικού πυροβόλου μικρού διαμετρήματος.
Λίγο πιο πάνω ψηλότερα από κάτι βράχους υπάρχει ένα μικρό στρογγυλό οχύρωμα. Είναι αυτό πού ο Κ. Andrews ονομάζει αετοφωλιά7.
Τό τείχος στη συνέχεια ανεβαίνει γιά νά φτάσει στο μεγάλο δυτικό πύργο από τον οποίο διασώζεται ένα μέρος άπο τό δυτικό τμήμα του μ’ ένα κατεστραμμένο ίσως από τό πυροβολικό διπλό αψιδωτό παράθυρο. Στο πόδι απ’ αυτό τό ερειπωμένο κομμάτι Πύργου κατά τόν Andrews καί διαχωριστικού τείχους κατά τό Βon είναι φανερές προσθήκες και ανακαταακευές πού γίναν την εποχή τής τουρκοκρατίας.
Μετά τον Πύργο υπάρχει ένα χάσμα περίπου 20- 25μ. πού προφανώς Οφείλεται ατούς σεισμούς καί μετά υπάρχει ή βάση πύργου ή προμαχώνα μέ δεξαμενή από κάτω ακριβώς απέναντι από τίς κερκίδες τού μικρού Θεάτρου πού κατασκευάστηκε πάνω στο Κάστρο τελευταία.
Ή Β.Α. πλευρά τού Κάστρου λίγα πράγματα έχει νά μάς παρουσιάσει καί πολύ λίγα ίχνη από οχυρώσεις διασώζονται αφού άλλωστε από τή φύση ή πλευρά αυτή τού Κάστρου είναι γερά προστατευμένη.


Φθάνοντας στήν ανατολική πλευρά τού Κάστρου, δηλαδή στο μέρος πού ό λόφος τού Κάστρου ενώνεται μέ τό πάνω Βουνό, αντιλαμβάνεται κανείς πιός αυτό ήταν τό πιο ευπρόσβλητο σημείο τού Κάστρου πού θά έπρεπε νά φυλαγόταν πιο πολύ. Πραγματικά ένας Προμαχώνας μέ κύριο οχύρωμα ένα στρογγυλό Πύργο στο μέρος αυτό υπεράσπιζε τό κομμάτι αυτό τού Κάστρου πού ανήκει στο Πάνω- Κάστρο. 
Είναι χτισμένος από μικρούς τετράγωνους λίθους τοποθετημένους σέ σειρές. Έχει ένα πρόσθετο παραπέτο φτιαγμένο αργότερα από μεγάλους πυρόλιθους. 
Έχει ακόμα, δύο τηλεβολίθρες πού έλεγχαν τή δημοσιά. Κατά τόν Andrews είναι o τύπος τού Πύργου πού φτιαχνόταν μετά τό 1205 συνεπώς είναι έργο Φράγκικο ενώ τό παραπέτο και οι τηλεβολίθρες Τούρκικα κατασκευάσματα8. Δέν έχουμε κανένα λόγο νά διαφωνήσουμε μέ τή γνώμη του αυτή καί τή παραδεχόμαστε σά σωστή.
Δέν είναι λοιπόν ο στρογγυλός Πύργος, «ο Πύργος τού Ιουστινιανού» όπως συνηθίζεται νά τόν ονομάζουν άλλο, είναι Φράγκικο κατασκεύασμα τών Βιλλαρδουΐνων ίσως ή τών D' Aulnay. Τό εξωτερικό τείχος τής πλευράς αυτής πού κατέβαινε πρός τή Πύλη καί τόν πύργο τού Κάτω Κάστρου έχει τό μισό εξαφανιστεί.
Τό τείχος επίσης πού διαχώριζε το Πάνω- Κάστρο από τό Κάτω- Κάστρο είναι σχεδόν εξαφανισμένο. Σποραδικά ίχνη καί οι βράχοι πού υπάρχουν κυρίως στο σημείο αυτό αποτελούν σήμερα τό δίαχωριστικό σημάδι. Ό Στρογγυλός Πύργος πού περιγράψαμε κι ένας μεγάλος τετράγωνος (αυτός μέ τό σταυρό) αποτελούν τά χαρακτηριστικά καί κύρια οχυρώματα τού Πάνω- Κάστρου. Ο τελευταίος αυτός είναι χτισμένος από ακανόνιστους πωρόλιθους καί τούβλα καί πολύ σωστά ο K. Andrews τον χαρακτηρίζει Βυζαντινό χτίσμα. Είναι αναμφισβήτητο πως και Φραγκικές και Τούρκικες προσθήκες έχει δεχτεί, μεταγενέστερα ιδίως από τούς τελευταίους σε ό,τι αφορά την χρησιμοποίηση τού Πύργου άλλα είναι, επίσης βέβαιο πώς αυτός θά πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι ό Πύργος των Γιγάντων του Χρονικού του Μορέως9.
Ο οκτάγωνος Πυργος που αναφέρεται από πολλούς ακόμη και από μένα στο βιβλίο μου «Τά Μεσαιωνικά Κάστρα τού Μορηά» είναι ανύπαρκτος. Πρέπει νά τό παραδεχτούμε όλοι, όπως κι’ εγώ, πώς παρασυρμένοι από τό λανθασμένο σχέδιο του Grimani σε συνδυασμό με ένα κομμάτι τείχους μεταξύ τού τετράγωνου και του στρογγυλού θεώρησα ότι εκεί ήταν τά κατάλοιπα του οκτάγωνου Πύργου10.
Για νά ανακεφαλαιώσουμε τώρα την περιγραφή του Κάστρου και να προσδιορίσουμε την προέλευση τής κατασκευής των διάφορων κομματιών του Κάστρου θ’ ακολουθήσουμε τη μέθοδο του Κ. Andrews πού ή μελέτη του κατά τη γνώμη μας είναι η πληρέστερη και ή σωστότερη από όσες έχουν γίνει.
Α. Βυζαντινά κτίσματα.
Βασικά ο τετράγωνος Πύργος του Πάνω- Κάστρου, ο Νότιος Πύργος ή Προμαχώνας (συμπλήρωση πάνω στο τείχος τής αρχαίας Κυπαρισσίας) το ίδιο πιθανότατα για το δυτικό Πύργο και για κομμάτια του εξωτερικού και διαχωριστικού τείχους.
Β. Φράγκικα.
Ο στρογγυλός Πύργος και διάφορες άλλες προσθήκες όπως οι δύο μικροί τετράγωνοι πύργοι τής Β.Α. πλευράς, ίσως ο Πύργος με τη δεξαμενή και διάφορα τιμήματα του τείχους.
Γ. Τούρκικα.
Διάφορες συμπληρώσεις πάνω σέ προγενέστερες κατασκευές πού είχαν κυρίως σχέση με τη χρησιμοποίηση του Πυροβολικού. Ιδιαίτερα σαν Τούρκικο από την αρχή χτίσμα πρέπει να θεωρηθεί ο προστατευτικός τοίχος με τις πολεμίστρες έξω από την Πύλη και τό Τζαμί. Βενετισιάνικες προσθήκες δεν έχουν προσδιορισθεί από κανένα αν και οι κατά καιρούς προβλεπτές κατά το χρονικό διάστημα τής Ενετοκρατίας στο Μορηά διαβάζουμε πώς είχαν ζητήσει έγκριση δαπανών για την αξιοποίηση του Κάστρου.


Ιστορία
Αφού η περιγραφή του Κάστρου τελείωσε, συνεχίζουμε με την ιστορία του Κάστρου και τής Βαρωνίας τής Αρκαδίας.
Από τήν κατάσταση ετοιμότητας πού βρέθηκε το Κάστρο στα 1205/ 6, την εποχή δηλαδή τής Φραγκικής εισβολής στο Μορηά, τής διαβόητης Κουγκέτσας, βγαίνει το συμπέρασμα πώς οι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου αλλά ίσως και οι τοπικοί άρχοντες είχαν ενδιαφερθεί για την αμυντική ετοιμότητα του Κάστρου. Ακόμη και ή λαϊκή παράδοση πού ονομάζει «Προμαχώνα του Ιουστινιανού» το στρογγυλό ανατολικό Πύργο, έστω κι’ αν αυτός δεν είναι Βυζαντινό χτίσμα, δείχνει πάντως πώς οι Έλληνες είχαν καταπιαστεί με την οχύρωση του Κάστρου.
Έτσι λοιπόν μετά τον Ακροκόρινθο και το Αράκλωβο, το Κάστρο αυτό είναι το τρίτο και τελευταίο Ελληνικό αμυντήριο πού αντιστάθηκε με επιτυχία στους Φράγκους άν και δεν είχε για να το υπερασπιστούν όπως τον Ακρακόρινθο οί φοβεροί στρατιώτες Λέων Σγουρός και Θεόδωρος Άγγελος Δούκας Κομνηνός και το Αράκλωβο ο εξ ίσου διάσημος και δεινός στρατιωτικός ο Βουτσαράς Δοξαπατρής.
Η "Αρκαδιά" λοιπόν βρέθηκε ετοιμοπόλεμη για ν’ αντισταθεί στο στρατιωτικό Φράγκικο οδοστρωτήρα όταν ακάθεκτος ξεχύθηκε στα δυτικά παράλια του Μορηά, αφού είχαν διαλύσει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και είχαν κυριέψει Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα.
Μας λέει λοιπόν τό Ελληνικό Χρονικό του Μωρηά:
Καί κείνον γάρ έκ τήν Στερεάν στήν Άρκαδιάν έσωσαν 
ενταύθα απείρασιν βουλήν τό κάστρον νά μή πολεμήσουν
ετότε εκείνη τή φορά πού ήρθασι εκείσε
11.

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι πανίσχυροι στρατιωτικά Φράγκοι σύμφωνα με τις πηγές διαπιστώσανε πώς το Κάστρο δεν ήταν αχαμνό από σπαθιού νά τό πάρουν γιατί:
Τό Κάστρον κοίτεται απάνω γάρ στό σπήλαιον 
κι’ είχεν καί Πύργον δυνατόν από γάρ των Ελλήνων12.
Γιά όλα αυτά αποφασίσανε ν’ αφίσουν τό Κάστρο απολιόρκητο και να τραβήξουν προς Μεθώνη, Κορώνη καί Καλαμάτα. Πρίν φύγουν όμως άφησαν μερικά δείγματα τού πολιτισμού τους πού μας κουβάλησαν στη δύσμοιρη πατρίδα μας.
Όμως τινές εκ τον λαόν από τά πεζικά τους 
εδράξασιν μέ πόλεμον, εσέβησαν στό μπούργκο
κι’ όσους φτάσαν μέ τό σπαθί άπέθαναν ευθέως 
κι’ όσοι μπόρεσαν κι’ έφυγαν εσέβησαν στό Κάστρον13.
Αφού λοιπόν όπως είδαμε σφάξανε μερικούς άμαχους προχώρησαν από την Κυπαρισσία, καταλάβανε τά Μοθωκόρωνα που ήταν Κάστρα ερειπωμένα κι’ ακόμα τή Καλαμάτα που τότε ήταν Κάστρο αχαμνό.
Αφού έπειτα έδωσαν και τη νικηφόρα γι’ αυτούς μάχη στον Κούντουρα τον Ελαιώνα με τον Μιχαήλ Άγγελο Δούκα Κομνηνό Δεσπότη, τής Ηπείρου πού όμως ακόμη δεν είχε γίνει ισχυρός, όπως αργότερα πού ο αδερφός του Θεόδωρος σάρωσε τούς Φράγκους από Θεσσαλία, Δυτική Στερεά και Μαλεδονία καί Θράκη, καταλύοντας και το Φραγκικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Ο Μιχαήλ είχε κατέβει τότε να βοηθήσει τούς Μωραΐτες άρχοντες.
Μετά τη νίκη έπειτα από πρόταση τού Γοδ. I. Βιλλαρδουϊνου αποφάσισαν:
Στην Αρκαδία ν’ απέλθουν 
τό Κάστρον γάρ νά πάρουσι 
ό τόπος νά πλαταίνη14.
Πραγματικά έπειτα από σύμφωνη γνώμη τού αρχηγού τής εκστρατείας Γουλιέλμου Σαμπλίττη 3ου γυιού τού άρχοντα Σαμπλίττη τής Καμπανίας υποκόμη τής Ντιζόν:
Ευθέως εκαβαλίκεψαν κι’ έκίνησαν καί πήγασιν 
στην Αρκαδιάν εσώσαν ώραν μεσημερίου15.
Κατασκηνώσανε στό Κάμπο κι’ άρχισαν κανονική πολιορκία μέ Τριμπουτσέτα καί Τζάγρες16. Η πολιορκία κατά το Χρονικό βάσταξε τρεις μέρες. Οι Αρκαδιανοί αμύνθηκαν με επιτυχία και ήταν καλά εφοδιασμένοι. Βοήθεια όμως από πουθενά δεν περίμεναν. Ο Σγουρός κι' ο Δοξαπατρής ήταν στενά πολιορκημένοι αβοήθητοι κι’ αυτοί. Ο Μιχαήλ μετά την ήττα του είχε πάει στο Δεσποτάτο πού το πίεζαν οι άρχοντες των Σαλώνων. Έτσι ύστερα από ώριμη σκέψη αποφασίσανε οι Αρκαδινοί να συνθηκολογήσουν αλλά υπό ορούς. Οι Φράγκοι δέχτηκαν αμέσως τις προτάσεις αυτές για να σταματήσουν οι βαρειές απώλειες πού είχαν. Η συνθηκολόγηση έγινε αξιόπρεπα.
Αφροντισίαν νά έχουσι, μέ τά ύποστατικά τους 
όρκον εδώκασιν ευθύς καί έδωσαν τό Κάστρον17.
Έπειτα απ’ αυτά τέσσαρες μεγάλες οικογένειες Φράγκων αξιοματούχων κυριάρχησαν στη Κυπαρισσία όπως θα δούμε παρακάτω από το 1205 έως το 1432 πού ξαναπήραν την Αρκαδιά οί Παλαιολόγοι.


Οι Βιλλαρδουΐνοι- Οι Ντ' Ωλνέυ- Οι Μαύροι ή Les Maures και οι Ζαχαριανοί Κεντηριόνες.
Με τη διανομή του Μορηά στους Φράγκους ευγενείς και με τη δημιουργία των Φράγκικων βαρωνιών η Αρκαδιά και η Καλαμάτα με τις περιοχές τους μείνανε προσωπική κτίση των Βιλλαρδουΐνων μέχρι το 1262. Ο τελευταίος απ’ αυτούς ο Γουλιέλμος γεννημένος στη Καλαμάτα και με το παρανόμι Καλαμάτας, νικημένος στη μάχη της Πελαγωνίας (περιοχή Μοναστηριού Μακεδονίας) το 1259, πιάστηκε αιχμάλωτος από τούς Βυζαντινούς και έμεινε εκεί μέχρι το 1262.
Το 1261 όταν οι Έλληνες με το στρατηγό Στρατηγόπουλο καταλάβανε τη Πόλη, ο τελευταίος Φράγκος αυτοκράτορας ο Βαλδουΐνος ο ΙΙος έφυγε με πολλούς από τούς τιτλούχους του για το Μορηά και από κεί για τη Δύση, για να ζητήσει τη βοήθεια τού Πάπα και του Βασιλιά της Γαλλίας να ξαναπάρει πίσω την Αυτοκρατορία του.
Τότε, το Ελληνικό Χρονικό αναφέρει πώς, ο Γουλιέλμος έδωσε τη Βαρωνία τής Αρκαδιάς στο Πρωτοστράτορα της Ρωμανίας Vilain D' Aulnay που είχε ακολουθήσει στο Μορηά τον αύτοκράτορά του. Βέβαια στη πραγματικότητα δεν έχουν έτσι τα πράγματα, αφού το χρόνο αυτό ο Γουλιέλμος εξακολουθούσε να είναι κρατούμενος τού Μιχαήλ VIII τού Παλαιολόγου. Αλλά είναι γνωστό ότι ο ευτράπελος χρονικογράφος δεν πολυσκοτίζεται όπως ξέρουμε για τις χρονολογίες.
Η αλήθεια φαίνεται πως είναι, ότι, πολλοί από την ακολουθία τού Βαλδουΐνου προτίμησαν να παραμείνουν στο Μορηά, πράγμα πού έξυπνα εκμεταλλεύτηκε ο Γουλιέλμος όταν γύρισε από την αιχμαλωσία του στο Μορηά. Μοίρασε γαίες και αξιώματα για να τούς κρατήσει οριστικά κι’ έτσι να πυκνώσει τις τάξεις των υποταχτικών του, πού είχαν ανησυχητικά αραιώσει από τούς πολέμους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Πρωτοστράτορας Vilain D' Aulnay καί όχι ΑΝΩΙ ή ΩΝΟYΑ όπως συνηθίζεται ν’ αποκαλείται από τούς πολλούς και πού κατάγονταν από τη περιοχή τού Μάρνη και του Aube από τό D' Aulnay L' Aitre στο Μάρνη, απ’ όπου πολλοί είχαν λάβει μέρος στις Σταυροφορίες τού XIII αιώνα18.
Ο Πρωτοστράτορας είχε δυο γυιούς, τον Εράρδο και το Γοδεφρείδο. Ο δεύτερος πιάστηκε αιχμάλωτος στη μάχη τής Πελαγωνίας μαζύ με το Γουλιέλμο και στα τρία χρόνια τής αιχμαλωσίας φαίνεται πώς συνδέθηκαν στενά. Και οι δύο γνώριζαν καλά τα ελληνικά και τα Ελληνικά έθιμα 18α. 'Ισως η φιλία αυτή να υπήρξε το κίνητρο ώστε ο Γουλιέλμος μετά την απελευθέρωσή τους και την επιστροφή τους στο Μορηά να χαρίσει τη προσωπική του χτίση δηλαδή τη βαρωνία τής Αρκαδιάς στο πατέρα τού φίλου του.


Οταν ο Πρωτοστράτορας πέθανε το 1269 μοίρασε τη βαρωνία στους δύο γυιούς του. Ο μεγάλος ο Εράρ εξελίχθηκε σ’ ένα σημαντικό πρόσωπο τής αυλής τού Βασιλείου τής Νεάπολης, αφού συνδέθηκε προσωπικά με το βασιληά Κάρολο I τού Άντζού κι’ ανέλαβε πολλές και σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές αποστολές19. Μάλιστα στις 15/ 9/ 1226 υπήρξε μέλος τής πρεσβείας πού έστειλε ο Κάρολος στη Βενετία για να διαπραγματευθεί με το Δόγη Lorenzo Tie Pola συμμαχία κατά του αυτοκράτορα του Βυζαντίου20. Από όλα αυτά βγαίνει συμπέρασμα πώς ο Βαρώνος αυτός περισσότερο ασχολήθηκε με υποθέσεις πού αφορούσαν την ιμπεριαλιστική πολιτική τού μισσέλληνα αυτού Βασιληά παρά μέ τή Βαρωνία του και γενικά το Πριγκιπάτο τής Αχαΐας. Τό 1279 πιάνετε αιχμάλωτος από τους Έλληνες έπειτα από μια άτυχη μάχη κατ’ άλλους στήν περιοχή τής Αρκαδιάς21 καί γι’άλλους στη Αλβανία22. Σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκε κι’ ένας άλλος τιτλούχος Φράγκος ο Gautier De Sommereux ή Summorosa άρχοντας του Οτράντο. Ο Εράρδος δεν ξαναεμφανίζεται έκτοτε στο προσκήνιο γιατί ίσως θα πέθανε στην αιχμαλωσία. Ο άλλος αδερφός του, Γοδεφρείδος μετά το θάνατόν του μπλέκει σε διαμάχη για την κληρονομιά του αδερφού του. Ο εξαφανισμένος είχε αφίσει σαν τοποτηρητές της περιουσίας του τον Κοντόσταυλο Ιωάννη ντε Σωνρόν (Jean De Chauderon), τον Πέτρο ντέ Βώ (Pierre de Vaux), "Le Viellar" το γέρο δηλαδή, πού ήταν ένας από τούς γνήσιους Φράγκους άρχοντες της Κουγκέστας και που είχε λάβει μέρος και στο Συνέδριο του Νικλί τό 1261 σχετικό με τούς Βυζαντινούς όρους απελευθέρωσης του Γουλιέλμου Βιλλαοδουΐνου23.  Ο τότε βαΐλος του Πριγκηπάτου Πιαλντεράν ντ’ Ιβρύ έθεσε το μισό της Βαρωνίας (το μερίδιο του Εράρ) υπό μεσεγγύηση. Χρειάστηκαν αγώνες και το κύρος του Κοντόσταυλου στο Βασιληά Κάρολο για να διαταχθεί ο διάδοχος του Γκαλντεράν, νέος Βαΐλος Φίλιππος Ντί Λαγκονέλα ν’ αποδοθεί στους τοποτηρητές το μερίδιο τού Εράρ.
Ο ίδιος τώρα ο Γοδεφρείδος μόλις το 1293 κατόρθωσε να ενώσει τα δύο τμήματα τής Βαρωνίας υπό την κυριαρχία του. Πρέπει όμως να τονίσουμε πώς από το 1291 ήδη ο Γοδεφρείδος είχε αρχίσει να παίζει το ρόλο τού μεγάλου άρχοντα. Βλέπουμε να τον στέλνει ο Πρίγκηπας Φλωρά ντ’ Αϊνώ στη Πόλη σαν αντιπρόσωπό του για να υπογράψει ο αυτοκράτορας Μιχαήλ VII ο Παλαιολόγος τη συνθήκη ειρήνης πού συμφώνησαν αυτός κι ο Στρατηγός του Μυστρά ο Φιλανθρωπινός24.
Αργότερα όταν οι Έλληνες και οι Σλαύοι τής Γιάννιτσας καταλάβανε αιφνιδιαστικά το Κάστρο της Καλαμάτας ο Γοδεφρείδος και ο Ζάν Σωντερόν στάλθηκαν πάλι στη Πόλη στο νέο αυτοκράτορα Ανδρόνικο II Παλαιολόγο γιο του Μιχαήλ για να ζητήσουν την απόδοση του Κάστρου25. Βέβαια ο αυτοκράτορας προσποιήθηκε πώς αποδέχεται την αίτησή τους, κρυφά όμως διέταξε να μην αποδοθεί. Ο Διοικητής τού Μυστρά ο φραγκόφιλος Σγουρομάλης όμως προσποιήθηκε ότι δεν έλαβε το μήνυμα και έδωσε το Κάστρο στους Φράγκους με αποτέλεσμα να εκπέσει τού τίτλου του και να εξοριστεί στην Κυνουρία όπου και πέθανε ελεεινός και τρισάθλιος.
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι όταν ο αυτοκράτορας προσποιήθηκε ότι παραδίδει το Κάστρο δήλωσε ότι το παραδίδει στον Ελληνομαθή Βαρώνο της Αρκαδιάς και όχι στο Πρίγκηπα Φλωρά. Και τούτο από προσωπική εκτίμηση για το Βαρώνο26. Νομίζουμε ακόμη πως και η απονομή του τίτλου του Κοντόσταυλου το 1290 σημαίνει αύξηση τού κύρους τού Γοδεφρείδου στο Πριγκηπάτο.
Για να τελειώνουμε με τούς απογόνους του Βιλαίν I πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι ο μεγάλος Γερμανός μεσαιωνολόγος Karl Hopf σημειώνει ότι υπήρξε και μία αδερφή Αλίκη ή Alix που την παντρέφτηκε ο Καγκελάριος Λεονάρδος Βερόλι σε δεύτερο γάμο27. Αυτό τό συμπεραίνει ο Γερμανός σοφός από το ότι τα προικώα χτήματα βρίσκονταν μεταξύ Μεθώνης και Κυπαρισσίας. Άρα η Αλίκη αυτή πρέπει κατά τον Ηopf να ήταν αδερφή των Εράρδου και Γοδεφρείδου αφού τα χτήματα αυτά ήταν στη περιοχή τής Αρκαδιάς. Τον ισχυρισμό αυτό του Hopf θεωρεί σα καθαρή υπόθεση ο νεώτερος Γάλλος μεσαιωνολόγος ο Α. Βon28.
Ο Γοδεφρείδος πέθανε το 1297 αφίνοντας κληρονόμο του και διάδοχό του το γυιό του Βιλαίν II. Αυτός παντρέφτηκε τήν Αρχόντισσα (Ντάμα) τής Μόραινας καί τής Λυσσαριάς τήν Ελένη ντέ Μπριέλ πού ήταν κόρη του Γοδεφρείδου II ντέ Μπριέλ γνωστού από το επεισόδιο του Αρακλώβου29. Η μητέρα της Μαργαρίτα ήταν κόρη της περίφημης Μαργαρίτας του Πασαβά γνωστής από την αντιδικία της με τό Γουλιέλμο Βιλλαρδουΐνο για τη Βαρωνία τής Άκοβας30.
Η νύφη αυτή έδωσε προίκα το Τιμάριο της Μόραινας ή Μαρίνας των Σκορτών κατά το Στ. Δραγούμη γνώμη μέ τήν οποία συμφωνούμε καί μεις παρά τις λεπτόλογες αντιρρήσεις τού Α. Βon. Επίσης και το Τιμάριο της Λυσσαριάς το οποίο βρίσκεται κοντά στο χωριό Μέτζαινα τής Χαλανδρίτσας κατά τη γνώμη μας καί όπως υποστηρίζει καί ο Μ. Τριαντάφυλλου στο Ιστορικό Λεξικό τών Πατρών31. Και όχι στην Άλυσσο τής Αχαΐας πού την τοποθετεί ο αείμνηστος Δραγούμης32. Έτσι βλέπουμε τούς Βαρώνους της Αρκαδιάς να ξαπλώνουνται και πολύ βορειότερα στα Σκορτά και στην Αχαΐα.
Ο Βιλαίν πέθανε γρήγορα αφίνοντας ένα γυιό τον Εράρδο και μια κόρη την Αγνή ή Αννιέζα.
Ο Εράρδος II παντρέφτηκε τη Balzana Cozadin κόρη ή αδερφή τού Φραγκίσκου Κοζαδίνου άρχοντα ενός τμήματος της Θήρας και μετά Κύθνου και Σερίφου33.
Μετά τον θάνατό του ή γυναίκα του παντρέφτηκε τον τριτημόριο τής Ευβοίας Pietro Dalle Carceri πού ήταν και άρχοντας των Ωρεών και ο οποίος με το γάμο του λόγω προικός μπαίνει κατά το μισό στη Βαρωνία της Αρκαδιάς για ένα διάστημα.
Ο ίδιος είχε πάρει κι’ ενα τμήμα από τη Βαρωνία τής Χαλανδρίτσας μετά την εξαφάνηση του Βαρώνου Νικόλα ντε λά Τρεμούϊγ και την εχτέλεση τού τελευταίου ντε Νιβελό πιθανώς Ιωάννη πρώην Βαρώνου τού Γεράκι- Λακωνίας. Οι δύο αυτοί άρχοντες είχαν συμμαχίσει με τον εχθρό των Φράγκων τού Πριγκηπάτου τον Καταλανό Ινφάντη Φερδινάνδον, γαμπρό της δεύτερης κόρης του Γουλιέλμου Βιλλαρδουΐνου της Μαργαρίτας τής Άκοβας ή του Mattagrifon πού σκοτώθηκε στη Μανωλάδα.
Όταν ο Εράρδος II πέθανε η αδελφή του η Αννιέζα παντρέφτηκε τον Στέφανο Μαύρο (Le Maure) Άρχοντα του Σωτήρος ή Saint Sauver ή Canto Salvatore που ήταν γυιός του Νικόλα Μαύρου34.


Οι Les Maures ή Μαύροι φαίνεται πώς υπήρξαν από τις Φραγκικές οικογένειες πού εγκατασταθήκανε στο Μορηά μετά την Κουγκέστα. Πάντως μεταξύ μάλλον του 1250 και 1290. Γι’ αυτούς πού είναι η τρίτη οικογένεια πού κυριάρχησε στην Αρκαδιά για αρκετά χρόνια, παρά τις προσπάθειες μου κι' εδώ και στο Παρίσι δεν μπόρεσα να πληροφορηθώ ούτε την καταγωγή τους ούτε το οικόσημό τους35. Ο Νικόλας Μαύρος αναφέρεται στην αρχή σα Καστελλάνος της Καλαμάτας και μάρτυρας σε μιά δωρεά τής Ισαβέλλας Βιλλαρδουΐνας στην αδερφή της Μαργαρίτα το 1204. Έπειτα σαν Καπιτάνος των Σκορτών στην επανάσταση τού 1304.
Αργότερα υπήρξε μάρτυρας στους αρραβώνες της εγγονής του Βιλλαρδουΐνου Μαχώ Ντ’ Αϊνό με τον 11ετή γυιό του Φιλίππου του Τάραντα μετά το θάνατο τού πρώτου ανδρός της Δούκα των Αθηνών, Γουΐδονα Ντε Λα Ρός36. Στη διένεξη του Πρίγκηπα της Μαγιόρκας με τούς Φράγκους της Μαχώ Ντ’ Αϊνώ, έλαβε το μέρος της αν και είχε δώσει όρκο υποτέλειας στο Φερβινάνδο. Λίγο αργότερα σαν Βαΐλος τού Πριγκηπάτου, φυλάκισε τη Μαργαρίτα Βιλλαρδουϊνα στο Χλομούτσι όπου και πέθανε. Ο γυιός του Στέφανος πού όπως είπαμε παντρεύτηκε την Αγνή ή Αννέζα Ντ’ Ολνέϋ μετά το 1324, γίνεται ο πρώτος Μαύρος κυρίαρχος της Αρκαδιάς. Μέ την ευκαιρία της διαμνημόνευσής τους πρέπει να σας γνωρίσουμε πως η πρώτη έδρα των Μαύρων πριν πάρουν την Αρκαδιά ήταν το Κάστρο τού Σωτήρος. Κανείς όμως ιστορικός και ερευνητής μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να το προσδιορίση τοπογραφικά. Αναμφίβολα βρίσκονταν στη Μεσσηνία καί μάλιστα κάπου γύρω από τη Κυπαρισσία και ίσως τον Αετό ή το Σιδηρόκαστρο που ήταν Κάστρα δικά τους, αλλά πού ακριβώς άγνωστο. Είναι ένα από τα Κάστρα φαντάσματα που μόνο το όνομά τους διασώθηκε στο πέρασμα του χρόνου.
Ο καθηγητής κ. Αντουάν Μπόν που στο βιβλίο του La Moree Franque δίνει πολύτιμες πληροφορίες στη τοπογραφία του μεσαιωνικού Μορηά, αναφέρει μια τοποθεσία 15 χμ. ευθεία από τη Κυπαρισσία σε μια βόρεια πλαγιά του βουνού Σέχι ή Σέσσι, νότια του χωριού Βαρυμπόπη ή Μοναστήρι πώς υπήρξε μια Μονή αφιερωμένη στο Σωτήρα. Η τοποθεσία αυτή κατά τη γνώμη τού κ. Καθηγητή θα μπορούσε να είναι η έδρα των Μαύρων37. Πάντως επειδή εκεί δεν υπάρχουν ερείπια κάστρου η γνώμη αυτή παραμένει πάντα μια υπόθεση. Πάνω σ’ αυτά έχουμε νά προτείνουμε καί μεις κάτι. Στο δρόμο για το Σιδηρόκαστρο δεξιό από το κονοστάσι των αγίων Θεοδώρων και νοτιοδυτικά από το Κακόβατο, λίγα μέτρα από τη Δημοσιά υπάρχουν κρυμένα τα ερείπια από ένα παληό Μοναστήρι του Σωτήρα ίσως του XII αιώνα, δεν μπόρεσα να εξακριβώσω, γιατί τα ερείπια είναι πνιγμένα από τα πουρνάρια. Δέν αποκλείεται γύρω εκεί να υπάρχουν και ερείπια Κάστρου ανεξερεύνητα. Νομίζω πώς οι φιλίστορες Τριφύλιοι θα έπρεπε να επιμεληθούν για το ξεκαθάρισμα των πολύτιμων αυτών ερειπίων και οι νεώτεροι Τριφύλιοι ιστοριοδίφες όπως οι αγαπητοί φίλοι Βασίλειος Σταυρόπουλος και Στάθης Παρασκευόπουλος να ασχοληθούν με τη τοπογραφική αυτή διαπίστωση. Μιά άλλη υποψήφια θέση είναι το Κάστρο της γέφυρας του Δαμιά, πάνω στο Νέδα, Βόρεια από τα Πλατάνια δεξιά από τη τοποθεσία Κόρακας.
Γιά το Βαρώνο Στέφανο Μαύρο το Στενή τού Χρονικού λίγα πράγματα γνωρίζουμε. Ένα γράμμα του Φίλιππου του Τάραντα το 1324 προς τούς βαρώνους του Πριγκηπάτου το ονομάζει κυρίαρχο του Σωτήρος και όχι της Αρκαδιάς. Αυτό σημαίνει πως δεν είχε ακόμα παντρευτεί την Αγνή38. Πέθανε μετά το 1330 χωρίς να ξέρουμε πώς και πότε ακριβώς. Ο διάδοχός του και γυιός του ο Εράρδος ο ΙΙΙος έπαιξε σπουδαίο ρόλο στα γεγονότα τής εποχής του από το 1344 -1388 που πέθανε.
Λίγο αργότερα άφ’ ότου έγινε βαρώνος οι Φράγκοι Τοπάρχες του Πριγκηπάτου μαζεύτηκαν στη Ροβιάτα της Ηλείας για ν’ αποφασίσουν σε ποιόν θα πρόσφεραν την ηγεμονία του Πριγκηπάτου, προκειμένου να εξασφαλίσουν βοήθεια για τούς κινδύνους πού τούς απειλούσαν. Διάλεξαν γιά ηγεμόνα τους τον Ιάκωβο II της Μαγιόρκας πού μόλις είχε χάσει το βασίλειό του από το Βασιληά τής Αραγώνας. Ο Ιάκωβος ήταν γυιός του Ινφάντη Φερδινάνδου που όπως ξέραμε σκοτώθηκε στη Μανωλάδα διεκδικώντας το Πριγκηπάτο της Αχαΐας για λογαριασμό της γυναίκας του Ισαβέλλας Ντε Σαμπράν, κόρης της Μαργαρίτας Βιλλαρδουΐνας και εγγονής του Γουλιέλμου Βιλλαρδουΐνου απο την άλλη εγγονή του Γουλιέλμου τη Μαχώ Ντ’ Αϊνώ κόρης της περίφημης Ιζαμπό Βιλλαρδουΐνας. Ήταν λοιπόν ο Ιάκωβος από τη μάνα του απόγονος κατ’ ευθείαν των Βιλλαρδουΐνων και από τη γιαγιά του Άννα γυναίκα του Γουλιέλμου Βιλλαρδουΐνου των Αγγελοδουκάδων Κομνηνών της Ηπείρου. Όπως ο πατέρας του κι’ αυτός όμως σκοτώθηκε νέος λίγο αργότερα πολεμώντας τον Αραγώνιο εχθρό του κι’ έτσι δε πρόφτασε ν’ αξιοποιήσει την προσφορά αυτή των Φράγκων Ευγενών, (δηλαδή να γίνει Πρίγκηπας της Αχαΐας. Πρόφτασε όμως ν’ απονείμει στον Εράρδο III Βαρώνο της Αρκαδιάς το τίτλο του Στρατάρχη της Αχαΐας, τίτλο που πάντα έφερε ο Εράρδος. Η πράξη της απονομής του τίτλου υπογράφτηκε στο Μοντελιέ στις 24/11/1345 39.
Μαζί με το τίτλο τού παραχώρησε και τις χτήσεις του Νικόλαου Γκίζη στην Κορινθία. Δεν τις πήρε όμως ποτέ αυτές γιατί είχε προφτάσει η Αικατερίνη τού Βαλουά να τις δώσει στον ευνοούμενο της Νικόλαο Ατζαγιόλι γόνο μιας Φλωρεντινής οικογένειας πού αργότερα κατάλαβε και το Δουκάτο τής Αθήνας από τούς Καταλανούς. Στα 1348 ο Βαρώνος αυτός της Αρκαδιάς ο καινούργιος Μαρεσάλος του Μορηά, έπαθε ένα ατύχημα που το πλήρωσε ακριβά. Ένας Βουργούνδιος ιππότης ο Λουδοβίκος Σαφόρ με μερικούς συντρόφους του επωφελήθηκε από την απουσία του και κατάλαβε με δόλο το Κάστρο τής Αρκαδιάς. Αιχμαλώτισε τη γυναίκα και τη κόρη του και τον ανάγκασε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό για να πάρει πίσω το κάστρο και την οικογένειά του39α.

Αριστερά: Ο θυρεός του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Μέσον: Ο θυρεός της οικογένειας Ζαχαρία Δεξιά: To έμβλημα της δυναστείας των Παλαιολόγων
Στη διαμάχη μεταξύ της Ιωάννας I τής Νεάπολης και του Ιάκωβου ντε Μπώ (Jaques De Baux) για την ηγεμονία του Πριγκηπάτου μια αποστολή που αποτελέσανε ο Βαρώνος Εράρδος, ο Λεονάρδος Τόκκο και ο Ιωάννης Μίζιτο40 έδωσε όρκο πίστης στη βασίλισσα41.
Δεν άργησε όμως όπως και ο πρόγονός του Νικόλας Μαύρος νά παρασπονδίσει μόλις ήρθαν οι Ναβαρρέζοι του ντε Μπώ στο Μορηά και να δώσει όρκο σ’ αυτούς για να διατηρήσει την περιουσία του και τους τίτλους του42. Φαίνεται όμως ότι στη διοίκησή του ήταν συνετός και καλός ηγεμόνας γιατί πεθαίνοντας το Χρονικό έγραψε γι’ αυτόν:
Επλούταιναν τά ορφανά, εχάρησαν οι χήρες
οί πένητες καί οί φτωχοί πολλά λογάριν έποικαν
εις τον καιρό όπου λαλώ του Αφέντη Αρκαδίας
όλοι τον μνημονεύσατε, καλός αφέντης ήταν43.
Φαίνεται δηλαδή πως η Αρκαδιά στις μέρες του πέρασε καλά. Πέθανε το 1388 και άφησε μια κόρη πού το όνομά της δεν διασώθηκε αλλά που ξέρουμε πως παντρεύτηκε τον Ανδρόνικο Ασάν Ζαχαρία Γενουάτη την καταγωγή γυιό του Κεντηρίωνα I. Ο Εράρδος είχε μια αδελφή ονόματι Λουκία. Αυτή παντρεύτηκε τον Ιωάννη Καλόφερο Λάσκαρη ίσως προ του 1374 44.
Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς πήρε προίκα αλλά μετά το 1374 γαμπρός και πεθερός τσακώθηκαν πάνω σ’ αυτό το θέμα, και υποχρέωσαν τον Πάπα Γρηγόριο τον XI να επέμβη και να προσπαθήσει να τούς συμφιλιώσει όπως δείχνει ένα γράμμα του της 8/ 12/ 1374 που διασώθηκε45.
Ο ελληνικής καταγωγής αυτός Άρχοντας όπως θα δούμε δεν είχε καθόλου ελληνική συνείδηση. Υπήρξε πάντοτε ένας υπηρέτης των Φράγκων. Αφού πρώτα ασχολήθηκε με προσωπικές του εμπορικές υποθέσεις, έγινε μετά ένας σημαντικός διπλωματικός παράγοντας, αλλά για τους Φράγκους και μόνο. Αφού υπηρέτησε για κάμποσο τον Ιάκωβο Ντέ Μπω τον αρχηγό τής Ναβαρέζικης ακρίδας πού κατάκλυσε το Μορηά για λίγο, στη συνέχεια βρέθηκε να υπηρετεί τον Αμεδαίο του Πεδεμοντίου, που κι’ αυτός διεκδικούσε το Πριγκηπάτο τής Αχαΐας και ήταν ξάδερφος του Αμεδαίου του VII της Σαβοΐας. Αν και η καταγωγή του ήταν από την Κων/πολη και συνδέονταν με φιλία με προσωπικότητες όπως ο Φιλόσοφος Κυδώνης46, βρέθηκε πάντα στο αντίθετο στρατόπεδο των συμφερόντων του Δεσποτάτου του Μυστρά και γενικώτερα τού Ελληνισμού. Η διαγωγή του στα 1389- 91 σαν πρεσβευτή του Αμεδαίου υπήρξε εχθρική σχετικά με τα ελληνικά συμφέροντα47. Για τις ανθελληνικές αυτές ενέργειες του πήρε διάφορους τίτλους και αμοιβές από τ’ αφεντικά του πού όμως σχεδόν πάντα υπήρξαν εικονικά.
Ο Ιωάννης Καλόφερος Λάσκαρης από το γάμο του αυτό απόχτησε ένα γυιό τον Εράρδο IV που δεν υπήρξε καλύτερος από τον πατέρα του ο όποιος πέθανε το 1392. Διεκδίκησε απο τον Ανδρόνικο Ασάν Ζαχαρία χωρίς επιτυχία τη Βαρωνία της Αρκαδιάς και πέθανε το 1409 χωρίς απογόνους48. Έτσι από τότε οριστικοί και αδιαφιλονίκητοι κυρίαρχοι τής Αρκαδιάς παραμένουν οι Ζαχαρία ή Κεντηρίωνες, οι Γενοβέζοι αυτοί που από το 1388 με γάμο με την κόρη του Εράρδου III του Μαύρου είχαν γίνει κυρίαρχοί της. Ο πρώτος Βαρώνος της Αρκαδιάς από την οικογένεια των Ζαχαρία, ο Ανδρόνικος Ασάν Ζαχαρίας ήταν γυιός του Κεντηρίωνα τού I, μεγάλου Κοντόσταυλου της Αχαΐας και Αυθέντη του Δαμαλά, της Χαλανδρίτσας του Σταμιρού και της Λυσσαριάς. 'Ο πατέρας του Κεντηρίωνα ο Μαρτίνο Ζαχαρία ήταν γνωστός από τη δράση του στη Μ. Ασία και στο Αιγαίο κατά των Τούρκων. Υπήρξε άρχοντας της Χίου. Όταν οι Βυζαντινοί τον έδιωξαν από κει ήρθε στο Μορηά όπου παντρεύτηκε τη Ζακελίνα Ντέ Λά Ρός, ενώ ο αδερφός του Βαρθολομαίος παντρεύτηκε τη Γουλιέλμα Παλαβιτσίνι αρχόντισσα της Βοδονίτσας όπως έχομε γράψει αλλού49. Έτσι οι Γενοβέζοι αυτοί άρχοντες βάλαν χέρι στις Μοραΐτικες περιοχές των Φράγκων για να γίνουν τελικά και Πρίγκηπες της Αχαΐας.
Όταν οι Ναβαρέζοι ήρθαν στο Μορηά, ήταν από κείνους πού δώσαν όρκο πίστης σ’ αυτούς κι’ έτσι ο Κεντηρίωνας διατήρησε τις γαίες του. Πέθανε το 1382, τον διαδέχτηκε ο γυιός του Ανδρόνικος Ασάν Ζαχαρίας πού όπως είπαμε παντρεύτηκε την κόρη του Εράρδου III του Μαύρου που, όταν εκείνος πέθανε στα 1388, ο Ζαχαρίας έγινε Βαρώνος τής Αρκαδιάς. Ο Ανδρόνικος είχε μιαν αδερφή τη Μαρία Ασανίνα πού παντρεύτηκε αργότερα το Πέτρο Λεμπούρ Ντε Σαν Σουπεράν, ένα εκ των αρχηγών της τυχοδιωκτικής συμμορίας των Ναβαρέζων που έγινε και Πρίγκηπας του Μορηά.
Γιά πρώτη φορά ο νεαρός Ανδρόνικος Ζαχαρίας αναφέρεται να περιβάλλεται προσωρινά το αξίωμα του Βαΐλου της Αχαΐας, όταν ο πατέρας του Κεντηρίων πήγε στην Ιταλία να διαπραγματευτεί το Πριγκηπάτο με τη Βασίλισσα της Νεάπολης Ιωάννα I. Στη συνέχεια το Αραγωνικό Χρονικό μας πληροφορεί πως όταν ένας καινούργιος Βαΐλος της Ιωάννας στο Μορηά ο Φρανσουά Ντέ Σαν Σεβερίνο ήρθε σε πόλεμο με το Δεσπότη του Μυστρά το Μανουήλ Καντακουζηνό επειδή προσπάθησε να καταλάβει το ελληνικό Κάστρο Γαρδίκι στη Μεσσηνία, ο Ανδρόνικος διακρίθηκε στις μάχες πού δεν είχαν όμως σαν αποτέλεσμα την κατάληψη του Κάστρου από τούς Φράγκους50.
Ο Ανδρόνικος μετά το γάμο της αδερφής του Μαρίας με το Σαν Σουπεράν, έγινε μέγας Κοντόσταυλος. Για μερικούς με προτροπή του γαμπρού του και για άλλους με προτροπή των Ενετών έπιασε αιχμάλωτο με δόλο τον Δούκα των Αθηνών Νέριο Ατζαγιόλι που τον φυλάκισε σ’ ένα Κάστρο κοντά στο Αίγιο, στο Κάστρο της Λιστρίνας. Το 1395 σε μια μάχη με στρατό ελληνικό πού αρχηγός του ήταν ο Δημήτριος Ραούλ ή Ράλλης, πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με το γαμπρό του Σαν Σουπεράν όταν οι Φράγκοι τσακίστηκαν κυριολεκτικά51. Δέν κατόρθωσαν φαίνεται ακόμα μιά φορά οι θωρακοφορεμένοι Φράγκοι να πετύχουν μια μπριλλάντε νίκη όπως την ονομάζει ο Αντουάν Μπόν αυτή πού πέτυχαν κάτω από τα τείχη τού Γαρδικιού άλλα αυτή τη φορά τσακίστηκαν και πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πλήρωσαν μεγάλο λύτρα 50.000 περίπου υπέρπυρα για να λευτερωθούν52. Στη συνέχεια αυτός κι’ο γαμπρός του εξακολούθησαν το καταστρεπτικό τους έργο κατά του Δεσποτάτου και τού Ελληνισμού συμμαχούντες κατά κανόνα με τους Τούρκους. Μάταια ο Πάπας Βονιφάτιος ο IX προέτρεπε τον Ανδρόνικο να αναλάβει ισχυρό αγώνα κατά των Τούρκων53. Πέθανε ένα χρόνο πριν από το γαμπρό του τον Σάν Σουπεράν το 1401, άφησε πίσω του τέσσαρες γυιούς τον Εράρδο IV τής Αρκαδιάς, τον Κεντηρίωνα II Βαρώνο της Αρκαδιάς, τον Μπενουά και τον Στέφανο πού έγινε επίσκοπος και Διοικητής Πατρών από το 1404 ως το 1424 πού πέθανε. Απ’αυτούς ο Κεντηρίων υπήρξε ο σπουδαιότερος και έγινε όπως θα δούμε ο τελευταίος Φράγκος Πρίγκηπας του Μορηά. Στην αρχή εμφανίζεται στούς γενεαλογικούς πίνακες σα βαρώνος τής Αρκαδιάς. Αλλά και ο αδερφός του Εράρδος ο IV αναφέρεται στους πίνακες "τής Αρκαδιάς"54. Ο καθηγητής κ. Α. Βon που προσπάθησε να εξηγήσει την παραπάνω διπλή προσωνυμία γράφει ότι ο μεν Κεντηρίωνας κατείχε βασικά τη Χαλανδρίτσα ενώ ο Εράρδος τη Βαρωνία τής Αρκαδιάςς και του Σωτήρος που προερχόντουσαν από την προίκα της μητέρας του, κόρης του Εράρδου II του Μαύρου55. Επειδή όμως ο μεν Εράρδος υπήρξε μια ασήμαντη προσωπικότητα και η ιστορία του είναι σχεδόν άγνωστη ενώ ο Κεντηρίωνας όχι μόνο Πρίγκηπας της Αχαΐας έγινε αλλά και όταν ατύχησε διατήρησε σα μοναδικό τιμάριο από το χαμένο Πριγκηπάτο του τη βαρωνία τής Αρκαδιάς θα θεωρήσουμε αυτόν σαν ουσιαστικό βαρώνο τής Αρκαδιάς.
Αφού λοιπόν ο Κεντηρίωνας δημιούργησε όχι λίγες στενοχώριες στο θείο του από αγχιστεία τον Σάν Σουπεράν, μετά το θάνατό του προσπάθησε με κάθε μέσο και ατιμία να εκπαραθυρώσει τη θεία του και τ’ ανήλικα ξαδέρφια του από το Πριγκηπάτο. Η άτυχη θεία του η Ασανίνα μετά το θάνατο του άντρα της μη μπορώντας να φανταστεί πόσο άτιμος και παληάνθρωπος θάταν ο ανηψιός της τον έκανε Βαΐλο του Πριγκηπάτου δηλαδή ουσιαστικά Πρίγπηπα περιβάλλοντάς τον μ’ όλη την εμπιστοσύνη της κι’ έτσι ξέθρεψε τό φίδι στο κόρφο της.
Αυτός δεν αρκέστηκε όμως σ’ αυτό και θέλησε να γίνει και τυπικά κύριος του Πριγκηπάτου. Κατόρθωσε ν’ αποχτήσει την εύνοια του Βασιλιά της Νεάπολης και Ουγγαρίας Λαδίσλαου και με την γελοία δικαιολογία ότι τάχα οι νόμιμοι κληρονόμοι του Σαν Σουπεράν, δηλαδή η θεία του και τα ξαδέλφια του σύμφωνα με τα συνήθεια, δεν ανακοίνωσαν εγκαίρως την υποτέλειά τους στο Λαδίσλαο ξέπεσαν από τους τίτλους τους. Έτσι ο άτιμος ανηψιός ανακυρήχτηκε Πρίγκηπας στις 20/ 4/ 1404. Αφού ξεφορτώθηκε τους δικούς του, από τόν πρώτο χρόνο ήρθε σε ρήξη με το Λεονάρδο II Τόκο αυθέντη της Ζακύνθου56, λίγο αργότερα τσακώθηκε με το Δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο I Παλαιολόγο. Έτσι στα δυο τελευταία χρόνια της ζωής και της Δεσποτείας του Θεόδωρου I Παλαιολόγου, του περίεργου αυτού χαρακτήρα με τα πολύ μεγάλα προσόντα και τα πολύ μεγάλα ελαττώματα, όταν είχε επί τέλους βρει το σωστό δρόμο δηλαδή, τής ανασυγκρότησης και της ισχυροποίησης του Μυστρά, ο Κεντηρίωνας με τις βλακείες του και τις κακίες του τον ανάγκασε να σταματήσει το σωτήριο για τον ελληνισμό αυτό έργο του, για να πολεμήσει μ’ αυτόν. Ο Κεντηρίωνας υπήρξε ένας αποτυχημένος ηγεμόνας. Οι ικανοτητές του ήταν ελάχιστες, δεν ήταν καθόλου λαοφιλής και ποτέ δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει καλές σχέσεις με κανένα. Μάλιστα κινδύνεψε από τις αρχές της ηγεμονίας του ν’ αντικατασταθεί από τον Ιωάννη Ντε Λουζινιάν κόμη της Βυρηττού στο Πριγκηπάτο όταν ήρθε σε διαφωνίες με τον πρώην φίλο του Λαδίσλαο Βασιλέα της Νεάπολης57. Ούτε με τον αδερφό του τον Στέφανο των Πατρών που ήταν και ο καλύτερος Ζαχαρία, οι σχέσεις του ήταν πάντα αγαθές, πολλές φορές βρέθηκαν αντιμέτωποι58. Στην περίοδο τής Δεσποτείας του Θεόδωρου II Παλαιολόγου ανηψιού του Θεόδωρου I και γυιού του αυτοκράτορα Μανουήλ II Παλαιολόγου ή πολιτική και η διαγωγή του εξακολούθησαν να είναι ίδιες. Πρόσφερε κομμάτια τού Πριγκηπάτου στους Ενετούς ή στους Γενοβέζους μέ τήν προσδοκία απραγματοποίητων υποσχέσεων βοήθειας. Ακόμη και το Σουλτάνο Μωάμεθ τον I αναγνώρισε για επικυρίαρχό του προκειμένου να σωθεί. Την εποχή πού ο αυτοκράτορας Μανουήλ II κατέβηκε στην IIελοπόννησο τον προσκύνησε και αναγνώρισε την επικυριαρχία του59. Αργότερα το ξέχασε και ανάγκασε το Θεόδωρο II και τον αδερφό του Ιωάννη τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη VIII να εκστρατεύσουν εναντίον του60.
Η εκστρατεία αυτή του στοίχισε το χάσιμο της Ανδρούσας πρωτεύουσας του Πριγκηπάτου επί Ναβαρέζων και διάφορων άλλων τοποθεσιών όπως το κάστρο του Αρχαγγέλου61. Ο θάνατος τής γυναίκας του Ιωάννη Παλαιολόγου και η αναχώρησή του για τη Κων/πολη έδωσε μια ανάπαυλα στις επιχειρήσεις. Το 1421 όμως ξανάρχισαν και αποτέλεσμα ήταν να χάσει ο Κεντηρίωνας το Κάστρο του Grisi μεταξύ Μεθώνης και Κορώνης.

Διάφορες προσπάθειες για ειρήνευση των αντιμαχομένων χριστιανών απέτυχαν62. Αποτέλεσμα τηςδιαμάχης ήταν να γίνει επιδρομή από το Ντουραχάν με τρομερές καταστροφές και λεηλασίες εις βάρος μάλλον του Δεσποτάτου. από Λατινικές πηγές πληροφορούμαστε πως στην επιστροφή τους οι Τούρκοι χτυπήθηκαν από τούς Έλληνες πού ελευθέρωσαν 7000 σκλάβους Έλληνες και Ενετούς. Οι Τόκοι στην εκστρατεία αυτή ήταν σύμμαχοι των Τούρκων63. Επακολούθησε ρήξη Δεσποτάτου και Τόκων οπότε οί τελευταίοι κατανικηθήκανε και εγκαταλείψανε επί τέλους την Πελοπόννησο. Με τη κάθοδο του Κων/νου Παλαιολόγου στο Μορηά η θέση του Κεντηρίωνα γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Ο Θωμάς Παλαιολόγος πού είχε έρθει προτύτερα με τον Φραντζή είχε εγκατασταθεί στα Καλάβρυτα. Από κεί άρχισε να πιέζει τον Κεντηρίωνα μέσα στη Χαλανδρίτσα πού ήταν η έδρα του. Τελικά αναγκάστηκε να του δώσει για γυναίκα τη κόρη του Αικατερίνη και μαζύ με αυτή και όλο το Πριγκηπάτο έκτος από τη Βαρωνία της Αρκαδιάς πού την κράτησε σαν τελευταίο του καταφύγιο64. 
Δεξιά: Πορτραίτο του Θωμά Παλαιολόγου, περ. 1471.

Μετά από δυό χρόνια πέθανε στα 1432. Η Βαρωνία περιήλθε στον Θωμά πού φυλάκισε τη πεθερά του στο Χλομούτσι όπου και πέθανε. Έτσι έπειτα από 237 περίπου χρόνια η Αρκαδιά και το Κάστρο της L' Ouvre De Geants ξαναγύρισε στα ελληνικά χέρια. Δηλαδή η Αρκαδιά έμεινε 57 χρόνια στους Βιλλαρδουΐνους, 62 χρόνια στους D' Aulnay, 62 χρόνια στούς Μαύρους και 48 χρόνια στους Ζαχαρία. Στους Παλαιολόγους έμεινε 28 χρόνια δηλαδή μέχρι το 1460 που την κατέλαβε ο Μωάμεθ. Για νά τελειώσουμε έχουμε να προσθέσουμε καί τά παρακάτω.
Όταν ό Θωμάς κατέλαβε τη Κυπαρισσία, μαζί της έπεσε και η Μοστενίτσα το τελευταίο καταφύγιο τών Τευτόνων καλογήρων Ιπποτών στο Μορηά. Αναφορικά με τη Μοστενίτσα που η θέση της δεν έχει προσδιοριστή μέχρι σήμερα, η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι είναι το Monciniaco ή Maconico των χωρογραφικών πινάκων των Κάστρων του Μορηά δηλαδή το Ελληνικό Μαγγανιάκο όπου υπάρχουν ερείπια κάστρου καί Πύργου (Μελίπυργου).

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΦΗΚΟΠΟΥΛΟΣ
Τριφυλιακή Εστία, τεύχος 40, 1981

ΣΗΜ. "Τριφυλιακής Εστίας" Η μελέτη του μεσαιωνοδίφη συνεργάτη μας κ. Ιω. Σφηκόπουλου δόθηκε σάν διάλεξη στίς 12.12.80 στην αίθουσα Γραμμάτων καί Τεχνών του Ύπ. Πολ/σμού μπροστά σέ πάρα πολλούς Κυπαρίσσιους καί φίλους του συλλόγου «Αρκαδιά». Αλλά τό θέμα έχει μιά πολύ μεγάλη αξία γιά την τοπική ιστορία μας επειδή αναφέρεται σέ πηγές καί στοιχεία πού μάς ήταν σχεδόν άγνωστα ώς τώρα. Καί πού οι τόσες περισπούδαστες λεπτομέρειες αποχτούν μιά ιδιαίτερη σημασία γιά τήν ιστορική πορεία καί εξέλιξη τής αιώνιας αυτής πόλης. Χαιρόμαστε πού βρίσκουμε τήν καλή ευκαιρία νά συμπεριλάβουμε ανάμεσα στίς εκλεκτές συνεργασίες τής «Τ.Ε.» καί τήν ωραία αυτή μελέτη του εξαίρετου Μεσαιωνοδίφη κ. Ίω. Σφηκόπουλου.
1) Ιωάννης Σφηκόπουλος «Τά Μεσαιωνικά Κάστρα του Μοριά», Αθήναι 1967, σελ. 311- 13.
2) Δ. Ζακυνθινός «Le Despotat Grec de Moree Τομ. II σελ. 152 σημ.11. Α. Βon "le moree Fraque" σελ. 412 σημ. 2.
3) Άθ. ΙΙετρίδης: Περί της αρχαίας Κυπαρισσίας εν Πελοποννήσω Έλλην. Φιλολογικός Σύνδεσμος Τομ. Θ. 1884/85.
4) Α. Βon. ;o.π. σελ. 669.
5) Κ. Andrews, Castles of Morea, Gennadion Monoerhaphs, IV, Ρrinston N.J. 1953. Α.Βon ;o.π. σ, 669- 670.
6) Κ. Andrews ό.π, σελ. 86.
7) Κ. Andrews ό.π. σελ. 888.
8) Κ. Andrews ό.π.
9) Π. Καλονάρος, Χρον. τού Μορέως.
10) Ιωάννης Σφηκόπουλος δ.π.
11) Π. Καλονάρος ό.π. στ. 1679- 83 σελ. 71.
12) Π. Καλονάρος ό.π. στ. 1673- 74 σελ. 76.
13) Π. Καλονάρος ό.π. στ. 1686-88 σελ. 71.
14) Π. Καλονάρος ό.π. στ. 1757 — 58
15) Π. Καλονάρος ο.π. στ. 1769- 70.
16) Π. Καλονάρος ό.π. στ. 1788- 1790.
17) Π. Καλονάρος ό.π. στ. 1325- 27.
18) Α. ΒΟΝ. δ.π. σ. 128
18α) J. Longnon Libre de la Con gueste σ. 702.
19) Α. ΒΟΝ. ;o.π.
20) D. Zakythinos, ό.π. τοιι. I. σελ. 7.
21) D. Zakythinos, ό.π. τομ. I σελ. 58, σημ·. 2.
22) Α. ΒΟΝ, δ.π. σελ. 154 ση,μ. 6.
23) Α. ΒΟΝ., δ.π. σελ. 114
24) D. Zakythinos, ό.π. σελ. 62 — ΙΤ. Καλονάρος δ.π. στ. 8759 — 64.
25) D. Zakythinos, ό.π. σελ. 62 — 63 Α. Β-ΟΝ δ.π. σελ. 168.
26) D. Zakythinos, ό.π.
27) Κ. Hopf Gesh Greech Etc. Τομ. 1. σελ. 1319.
28) Α. ΒΟΝ δ.π. σελ. 156 σημ. 1.
29) Π. Καλονάρος, δ.π. σημ. 8113 — 8475.
30) Σ. Μαριδάκη, Ή εν Γλαρέτζα Δίκη κλπ. 1957,
31) Α. ΒΟ'Ν, δ.π. σελ. 392.
32) Κ. Τριαντάφυλλου. Ιστορικόν Λεξικόν των Πατρών, Πάτραι 1959 σελ. 357.
33) Στ. Δραγούμης Χρονικόν τοΰ Μορέως, Τοπωνυμικά, σελ. 242.
34) Α. ΒΟΝ δ.π. σελ. 172 σημ. 3.
35) D. Zakythinos, ό.π. σελ. 68 — Α. ΒΟΝ, δ.π. σελ. 178.
36) J. Longnon, L' Empire Latin. σελ, 295.
37) Α. ΒΟΝ, δ.π. σελ. 430 σημ. 1.
38) R. Caggese, Roberto d' Angio E.I. Suoi Tempi. Florans 1922 σελ. 314 — 315.
39) Du Gange, Histoire de l'em Pire de Constantinople Τομ. 2 σ. 226 Ed Buchon
39α) Α. More- Fatio Libro De Los fechos Geneve 1895 σελ. 682
40) 'Ο Ελληνικής καταγωγής Φράγκος Βαρώνος τών Μύλων, πιθανόν νά όνομάξετο Μισθός, κατά τόν ’Άγγ. Φουριώτη.
41) Α. Μorel Fatio o.π. στ. 714- 722. δ.π, σελ. 156 σημ. 3.
42) Α. Rubio, Y Liuch "Los Navaron In Grecia" σελ. 166-171.

43) Π. Καλονάρος, δ.π. στ. 8471 — 74. 
44) Δ. Ζακυθινός, δ.π. σελ. 149 σημ, 1.
45) F. Lerazoli greorio IX Eggiovanna I. Di Napoli Arch, Stor Per Le Prov. Napoletane 24, 1899  Ρ. 417- 418. 
46) F. gerazoli ό.π. 23, 1898.
47) Δ. Ζακυθινός, δ.π. σελ. 149.
48) Α. ΒΟΝ, δ.π. σελ. 413 — 14.
49) Ί. Σφηκόπουλος «Ή Μαρκιονεία καί τό Κάστρο τής Βοδονίτσας» διάλεξις 16.4.1976.
50) Α. Morel- Fatio ό.π. στ. 714- 722
51) W. Miller ό.π. σελ. 430 ση,μ. 89
52) W. Miller ό.π. - Α. Ζακυθινός, σ. 156 σημ. 3
53)  W. Miller ό.π. 15,1 καί 155 σημ.
54) Α. ΒΟΝ δ.π. σελ. 748 πίνας α)α 27.
55) Α. ΒΟΝ δ.π. σελ. 281 
56) Δ. Ζακυθινός, δ.π. σελ . 162.
57) Α. ΒΟΝ σελ. 281 σημ . 4.
58) Δ. Ζακυθινός δ.π. σελ 162, σημ. 2.
59) Δ. Ζακυθινός, δ.π. σελ . 172 σημ. 2.
60) Δ. Ζακυθινός, δ.π. σελ . 175.
61) Τό κάστρο αυτό είναι τά ερείπια που  βρίσκονται στό Μοναστήρι, τώρα εκκλησία των Ταξιαρχών, ανατολικά του χωριού Κωνσταντίνου 
62) Δ. Ζακυθινός, ο.π. σελ. 196.
63) Δ. Ζακυθινός, ο.π. σελ. 197 σημ. 3.
64) Δ. Ζακυθινός, δ.π. σελ. 196.






Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Μεσσηνία: Ο Πολιτισμός της Ελιάς στην Μεσσηνιακή γη


Μεσσηνία: Ο Πολιτισμός της Ελιάς στην Μεσσηνιακή γη. 
Messinia: Olive Culture in the land of Messinia


ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΒΙΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
BIOPOLITICS INTERNATIONAL ORGANISATION
www.biopolitics.gr
Ο παρόν οδηγός εκδόθηκε στα πλαίσια του Έργου Bιοτουρισμός και Ανάδειξη του Πολιτισμού της Ελιάς στην Μεσσηνιακή Γη
The present guide was created under the project Biotourism and the Promotion of Olive Culture in Messinia








Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Καιάδας, Πέτρος Θέμελης




Ο περιηγητής τού +2ου αί., Παυσανίας, κατά την περιγραφή τής μυθιστορηματικής απόδρασης τού Μεσσήνιου θρυλικού ήρωα και επαναστάτη Αριστομένη από τον Καιάδα, όπου τον έριξαν ζωντανό μαζί με πενήντα Μεσσήνιους αιχμαλώτους οι Λακεδαιμόνιοι, μιλά για "απότομο και βαθύ βάραθρο" (Παυσ. 4, 18-4-7). Ή δράση τού Αριστομένη τοποθετείται από τον Παυσανία στο δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο, ακριβέστερα ανάμεσα στο -685/ -668. (Ο ιστορικός Beloch τοποθετεί την έναρξη τού δεύτερου Μεσσηνιακού Πολέμου γύρω στο -620/610). Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι ο Αριστομένης έπαιξε ηγετικό ρόλο σε σειρά εξεγέρσεις των υποδουλωμένων Μεσσηνίων, πού έληξαν τό -490.
 Στον Καιάδα είχε αποφασιστεί να πεταχτεί και το πτώμα τού καταδικασμένου σε θάνατο προδότη βασιλιά τής Σπάρτης, Παυσανία (-467), ό όποιος, όμως, τελικά θάφτηκε έξω από το βάραθρο (Θουκιδ. 1. 134, 1), ενώ αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν και ενταφιάστηκαν στή Σπάρτη. Ό Θουκυδίδης, τέλος, αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια τού Πελοποννησιακού Πολέμου (-431/ -404) οί Σπαρτιάτες αφάνισαν δυο χιλιάδες είλωτες καί "...ούδείς ήσθετο ότω τρόπω έκαστος διεφθάρη" (Θουκ. 4 80, 4). Υπάρχει το ενδεχόμενο νά τούς πέταξαν στον Καιάδα.
Καί στή δημοκρατική Αθήνα τα πτώματα των καταδίκων πού θανατώνονταν με το φρικτό βασανιστήριο τού "αποτυμπανισμού" (βλ. Άρχ. 11, σ. 42) ρίχνονταν σε βάραθρο, σύμφωνα μέ αρχαίο νόμο ή ψήφισμα, λεγόμενο «τού Καννωνού». Ό νόμος αυτός ίσχυε, όπως φαίνεται, τουλάχιστον από τίς αρχές του -5ου αί. ώς καί τά χρόνια τού ρήτορα Δημοσθένη (8. 61). Άπό τό παρακάτω χωρίο τού Ξενοφώντα "...τό Καννωνού ψήφισμα έστιν ίσχυρότατον, ό κελεύει, έάν τις τόν τών Αθηναίων δήμον άδική, δεδεμένον άποδικεΐν έν τώ δήμω, και έάν καταγνωσθή άδικεϊν, άποθανείν είς τό βάραθρον έμβληθέντα" βγαίνει το συμπέρασμα ότι στο βάραθρο κατακρημνίζονταν και ζωντανοί οι καταδικασμένοι (Ξενοφ.'Ελλην. 1,7.20). Ακόμα και ο Μιλτιάδης, ο κύριος συντελεστής τής πανωλεθρίας των Περσών στο Μαραθώνα, μετά την αποτυχία του να καταλάβει την Πάρο καταδικάστηκε να ριχτεί στο βάραθρο, γλίτωσε τον ατιμωτικό αυτό θάνατο χάρη στην επέμβαση τού πρύτανη (Πλ,Γοργίας 5,16).



Τα πτώματα των δεκαεφτά "αποτυμπανισμένων" καταδίκων πού αποκάλυψε στο Φαληρικό Δέλτα ο Αντώνιος Κεραμόπουλος τό 1923 δεν ρίχτηκαν σε βάραθρο, αλλά σέ ένδειξη επιείκειας ενταφιάστηκαν. Ο "καταποντισμός" ολόσωμων πτωμάτων, άταφων, στο βάραθρο ήταν ή σκληρότερη τιμωρία, ή "εσχάτη των ποινών". Τουλάχιστον από τα ομηρικά χρόνια (-8ος αί.) το να αφεθεί άταφος ένας νεκρός, έρμαιο των ορνέων ή των σκυλιών, θεωρούνταν ή χειρότερη μοίρα για θνητό, όσο ατιμωτικός και βασανιστικός κι αν ήταν ο τρόπος τού θανάτου του. Τα έπη, κυρίως ή Ιλιάδα, προσφέρουν πλήθος παραδείγματα, πού πολλά απηχούν μυκηναϊκά ήθη, έθιμα και δοξασίες.
Η λαϊκή παράδοση τοποθετεί τον Καιάδα στις χαράδρες κοντά στο χωριό Παρόρι τής περιοχής τού Μιστρά και κυρίως σ' ένα από τα φαράγγια τού Ταΰγετου, μετά το χωριό Τρύπη, δίπλα στο δρόμο πού οδηγεί στην Καλαμάτα. Ή δεύτερη αυτή θέση σημειώνεται ως Καιάδας και σε χάρτες της περιοχής.
Η παρουσία βάραθρου με οστά ανθρώπων στην Τρύπη ήταν τουλάχιστον από τή δεκαετία τού '60 γνωστή στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Σπάρτης. Ωστόσο κανένας αρχαιολόγος δεν αποτόλμησε κάθοδο στο εσωτερικό και εξερεύνηση ή ανασκαφή, για να επιβεβαιώσει την παράδοση και τις φιλολογικές μαρτυρίες.
Ο δάσκαλος κ. Ανδρέας Γ. Ασπιώτης, πού κατάγεται από την Τρύπη και υπηρέτησε εκεί από τό 1929 ως τό 1958, συγκαταλέγεται ίσως ανάμεσα στούς πρώτους πού επιχείρησαν κάθοδο στό σπηλαιοβάραθρο και μάλιστα μαζί με μαθητές του σχολείου. Σύμφωνα με επιστολή του, έφτασε ως το πρώτο πλάτωμα σε βάθος 20-25 μ. και πήρε από το πλήθος των οστών ένα κρανίο και ένα σπόνδυλο πού τα παρέδωσε στον καθηγητή τής φυσικής κ. Αποστολάκο. Τον Οκτώβριο τού 1980 οι Ν. Λελούδας, Στ. Παυλίδης και Κ. Τζικόπουλος, μέλη της Ε.Σ.Ε.. πραγματοποίησαν κάθοδο στον "Καιάδα" σε συνεννόηση με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου και κατοίκους τού χωριού Τρύπη (άρ. Μητρώου Ε.Σ.Ε 4343), χωρίς, όμως να κάνουν γνωστά τα αποτελέσματα τής εξερεύνησής τους.
Στις 18 Φεβρουάριου 1983 η δημοσιογράφος Ιουλία Πιτσούλη βρέθηκε συμπτωματικά στην περιοχή τής Τρύπης. Από τον κ. Γ. Καρβουνιάρη, ιδιοκτήτη τού ξενοδοχείου «ΚΑΙΑΔΑΣ», πού χτίστηκε τά τελευταία χρόνια δυτικά από το χωριό, καθώς και από ντόπιους οδηγήθηκε στην είσοδο τού βάραθρου, όπου φτάνει κανείς εύκολα, ανεβαίνοντας το σύγχρονο τσιμεντένιο κλιμακοστάσιο με 118 σκαλοπάτια. Κατόπι με τη βοήθεια τής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας κατέβηκε στο εσωτερικό αφού ειδοποίησε και την τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων Σπάρτης. Το θέαμα πού αντίκρισε ήταν συναρπαστικό: ανάμεσα σε πέτρες, χώμα και όγκους ασβεστολιθικών βράχων υπήρχαν εκατοντάδες θραύσματα οστών, άλλα διαλυμένα και σκόρπια στις ρωγμές και στα διάκενα, κι άλλα συσσωρευμένα σε σχεδόν άθικτα στρώματα. Ορισμένα δείγματα πού περισυνέλεξε τα παρέδωσε στον επιμελητή κ. Ζ. Μπάνια. Αμέσως μετά την επιστροφή της με ενημέρωσε σχετικά με το εντυπωσιακό εύρημα. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, θεώρησα αναγκαία και επείγουσα την προκαταρκτική- αναγνωριστική έρευνα τού σπηλαιοβάραθρου. Συγκρότησα ομάδα από τούς: α) Ευάγγελο Καμπούρογλου, γεωλόγο β) Θεόδωρο Πίτσιο, ανθρωπολόγο, τότε επιμελητή τού Ανθρωπολογικού Μουσείου τού Πανεπιστημίου Αθηνών και γ) Ιωάννη Ιωάννου, πεπειραμένο στέλεχος τής Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Η αυτοψία πραγματοποιήθηκε στις 10 και 11 Μαρτίου 1984 με τη συμμετοχή τού επιμελητή Αρχαιοτήτων κ. Ζ. Μπάνια και τής Ι. Πιτσούλη. Τα αποτελέσματα τής πρώτης αυτής αυτοψίας περιγράφονται στις δύο εκθέσεις τού θ. Πίτσιου και τού Ε. Καμπούρογλου, πού ακολουθούν.
 

Γεωλογική Έκθεση
Το σπηλαιοβάραθρο "Καιάδας" βρίσκεται στο δυτικό άκρο τού χωριού Τρύπη σε απόσταση 10 χλμ. από τη Σπάρτη, δίπλα στο δημόσιο δρόμο Σπάρτης- Καλαμάτας. Η περιοχή παρουσιάζει πολλές υψομετρικές εναλλαγές, λόγω τού έντονου τεκτονισμού. Το ανάγλυφο είναι τραχύ και άδενδρο με θαμνώδη κατά τόπους βλάστηση και διασχίζεται από βαθιές χαράδρες. Το υδρογραφικό δίκτυο χαρακτηρίζεται από χειμάρρους με πολύ απότομα πρανή. Ο Καιάδας αναπτύσσεται κατά μήκος άξονα διεύθυνσης Ν 17” Δ (είκ.1). Ο χαρακτηρισμός του ώς σπηλαιοβάραθρου είναι δικαιολογημένος, λόγω των μεγάλων κλίσεων πού κυμαίνονται από 35°- 50°. Οι παρειές των τοιχωμάτων του είναι σχεδόν κατακόρυφες ή έχουν κλίσεις 60°- 80°. Το μήκος πού μπορέσαμε νά εξερευνήσουμε έφτανε περίπου το 50 μ. Η είσοδος τώρα γίνεται από άνοιγμα πλάτους περίπου 0,50μ., πού το αφήνει πεσμένος ογκόλιθος, διαστ. 1,5X 1μ., καί βρίσκεται 30μ. ψηλότερα από το δημόσιο δρόμο και 730 μ. από την επιφάνεια τής θάλασσας (είκ. 3 καί 4).



Η θέση αποτελεί έξαρμα με δύο άνδηρα τού κύριου ορεινού όγκου τής οροσειράς τού Ταΰγετου (είκ.3). Το ένα άνδηρο έχει επίχωση και τμήμα του έχει μετατραπεί σε μαντρί, ενώ το άλλο έχει την αρχική είσοδο τού σπηλαιοβάραθρου. σήμερα επιχωμένη με λατύπες και Terra rossa πού αφήνουν oρισμένα διάκενα. Το πλάτος του από την είσοδο ως τα 30 μ. κυμαίνεται από 1-3 μ. Στα πρώτα 9 μ. το δάπεδο παρουσιάζει κλίση 40° Ν. και πλάτος από 1,62-1,20μ. Από τα 9 μ. ως τα 11,5 μ. κλίση 45° και πλάτος ως 2,10 μ. Από τα 11,5 μ. ως τα 20 μ. η κλίση είναι της τάξεως των 40°, ενώ το πλάτος μειώνεται στα 1,20 μ. Τα ανατολικά τοιχώματα είναι κατακόρυφα, ενώ τα δυτικά με εναλλασσόμενες κλίσεις σχηματίζουν διάφορα επίπεδα. Σε βάθος 21 μ. το πλάτος φθάνει στα 3,10 μ. Εδώ τα τοιχώματα καλύπτονται από ασθενή σταλακτιτικό διάκοσμο με μορφή δακτυλογλυφών, αποτέλεσμα παλαιότερης έντονης σταγονορροής. Από τα 24 μ. ως τα 30 μ. έχουμε κλίση 45° και πλάτος ως 2,30 μ. Στο σημείο αυτό, στο ανατολικό τοίχωμα, υπάρχει σχισμή από πτώση ογκόλιθων, μέσα στην οποία βρίσκονται σφηνωμένα ανθρώπινα οστά (είκ.5). Εδώ το ύψος τής οροφής κυμαίνεται από 16 και πάνω μέτρα.
Από τη σημερινή είσοδο και ως το βάθος των 30 μ. το κεκλιμένο δάπεδο τού βάραθρου είναι επιχωμένο με λεπτομερές υλικό και φερτούς λίθους μικρών διαστάσεων. Από τα 30μ. ως τα 41 μ. το δάπεδο είναι έντονα ανώμαλο από το πλήθος των λίθων (ορισμένοι είναι πεπλατυσμένοι), πού έχουν αποκολληθεί, ενώ στα τοιχώματα δημιουργούνται σχισμές και κοιλώματα. Στό βάθος τών 35 μ. από τή σημερινή είσοδο καί σέ κοίλωμα διαστάσεων 2X 1μ. υπάρχει καταβόθρα με άγνωστη κατεύθυνση. Εδώ είναι και το μόνο σημείο τού σπηλαίου πού παρουσιάζει ακόμα σταγονορροή, ενώ τα υπάρχοντα οστά, συμπιεσμένα από τούς ογκόλιθους, έχουν καλυφτεί από ασβεστιτικό υλικό (περιασβέστωση).
 Στο βάθος των 35 μ. ή υψομετρική διαφορά από την είσοδο είναι 25μ., ενώ το ύψος τής οροφής ξεπερνά τα 18 μ. Στο σημείο αυτό δημιουργείται είδος δεύτερου επιπέδου πάνω από την οροφή, το όποιο δεν εξερευνήθηκε. Από τα 35 ως τα 50μ. ή κατάσταση παραμένει ή ίδια με τούς πολυάριθμους πεσμένους ογκόλιθους, πού δεν επιτρέπουν τη διέλευση στο εσωτερικό.
Το σπήλαιο έχει διανοιχτεί μέσα σέ λατυποπαγή ασθεστόλιθο χαλαρής συνοχής, έντονα τεκτονισμένο και άστρωτο. Επιφανειακά παρουσιάζεται καρστικοποιημένος με ενδιάμεσες παρεμβολές υλικού αποσάθρωσης (terra rossa). Ο έντονος κατακερματισμός και ή αποσάθρωση έχουν δημιουργήσει συνθήκες αστάθειας παρατηρείται πτώση ογκόλιθων από τά υψηλότερα σημεία ακόμα και σήμερα. Το πάχος τού ασβεστόλιθου πάνω από το σπήλαιο είναι πολύ μικρό. Στο παρελθόν υπήρχε άνοιγμα με μορφή εισόδου. Μικρή ποσότητα σκελετικού υλικού παρατηρήθηκε και σε επιχωμένο πρανές έξω από τό σπήλαιο, σε απόσταση 3μ. από τη σημερινή του είσοδο (είκ. 6).    - Ε. Καμπούρογλου

Ανθρωπολογική Έκθεση
Κατά την επίσκεψη τού σπηλαιοβάραθρου "Καιάδας" (10-11/3/1983) στο χωριό Τρύπη τής Σπάρτης έγιναν οι παρακάτω διαπιστώσεις σε σχέση με το ανθρωπολογικά και γενικότερα το σκελετικό υλικό:
1 Το τελικό και βαθύτερο τμήμα τού βαραθρώδους σπηλαίου περιέχει ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό οστών, πού διαπιστώνεται από επιφανειακά ευρήματα, καθώς και από την εξέταση φυσικών τομών τής επίχωσης τού δαπέδου. Η επίχωση αυτή αποτελείται στο μεγαλύτερο ποσοστό της από οστά, και το πάχος της ξεπερνάει τα τρία μέτρα (είκ. 7).
2. Σχεδόν το σύνολο τού οστέινου υλικού προέρχεται από ανθρώπινους σκελετούς και η σύνθεση των ευρημάτων δείχνει πώς στο βάραθρο έχουν ριχτεί ολόκληρα σώματα και όχι ελεύθερα οστά.
3. Οι συσχετισμοί των οστών δείχνουν πώς το σκελετικό υλικό έχει υποστεί σχετική διασπορά και ισχυρή ανάμειξη, ενώ η μορφολογία των οστών φανερώνει έλλειψη σοβαρής μετακίνησης και μεταφοράς. Μάλλον η εναπόθεση σκελετικού υλικού ήταν μεγαλύτερη από την ιζηματογένεση τού χώρου, με αποτέλεσμα τη διάλυση και ανάμειξη των σκελετών λόγω απουσίας ανατομικής υποστήριξης και διαχωρισμού
4. Η διαπίστωση ομάδων ανθρώπινων οστών, πού αντιπροσωπεύουν ολόκληρους σκελετούς, σε φυσικές σχισμές ή εσοχές των κατακόρυφων τοιχωμάτων τού σπηλαιοβάραθρου και σε ύψος αρκετών μέτρων (3-6 μ.) από το σημερινό δάπεδο (είκ. 8) υποδεικνύει την ύπαρξη παλαιάς εισόδου στην οροφή του βάραθρου, από όπου γινόταν ή τροφοδοσία του. Τα ευρήματα αυτά αντιστοιχούν στο τμήμα τού σπηλαιοβάραθρου πού συγκεντρώνει τον κύριο όγκο τού σκελετικού υλικού και εμφανίζει σημαντικό ύψος οροφής, γεγονός πού ενισχύει την προηγούμενη υπόθεση, όπως και ο εντοπισμός τής πιθανής παλαιός εισόδου στο άνω μέρος τού λόφου τής σπηλιάς. Δηλαδή, τα σκελετικά υπολείμματα των εσοχών θα μπορούσε να ανήκουν σε άτομα πού συγκροτήθηκαν σε αυτές κατά την πτώση τους ή αναρριχήθηκαν ως εκεί προσπαθώντας να φτάσουν στην έξοδο.


Για καλύτερο έλεγχο των επιτόπιων παρατηρήσεων συγκεντρώθηκε αριθμός οστών από πέντε διαφορετικά σημεία τού σπηλαίου. Στα οστά αυτά μετά τον καθαρισμό και την συντήρησή τους έγιναν προσδιορισμοί σχετικοί με τον ελάχιστο αριθμό ατόμων, την ηλικία, το φύλο και την αναγνώριση οστών ζώων.
α. Ελάχιστος αριθμός ατόμων: δείγμα 1-2 δείγμα 2-3 (είκ. 9) δείγμα 3-5 δείγμα 4-4 δείγμα 5-3. Στο συνολικό δείγμα προσδιορίστηκε η παρουσία οστών πού προέρχονταν τουλάχιστον από 17 διαφορετικά άτομα. Αριθμός ενδεικτικός για την πυκνότητα και την ανάμειξη τού σκελετικού υλικού, μια και ο συνολικός όγκος ευρημάτων πού συγκεντρώθηκε αντιστοιχεί στον όγκο 1-2 φυσιολογικών σκελετών.
β. Από τα οστά πού παρουσιάζουν στοιχεία προσδιορισμού ηλικίας τα περισσότερα ανήκουν σε άτομα ενήλικα (20-30 ετών). Σε δύο περιπτώσεις βρέθηκαν ενδείξεις ώριμων ατόμων (30-40 ετών) και σε μια περίπτωση ατόμου παιδικής ηλικίας (περίπου 10 ετών).
γ. Και σε πέντε δείγματα οστών διαπιστώθηκαν συχνά σαφείς ενδείξεις αντρικού φύλου. Επίσης, από ανάλογες ενδείξεις (σε οστά δύο ατόμων) πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη η παρουσία σε μικρό ποσοστό γυναικείων σκελετών,
δ. Αναγνωρίστηκαν σκελετικά υπολείμματα τριών κατσικιών, από τα όποια προέρχονταν όλα τα οστά ζώων πού βρέθηκαν μέσα στο σπήλαιο. Η συσσώρευση τού μεγαλύτερου μέρους και των τριών σκελετών στο ίδιο σημείο τού δαπέδου είναι πιθανό να συσχετίζεται με την υποτιθέμενη παλαιό δίοδο στην οροφή τής σπηλιάς  θ. Πίτσιος




Συμπεράσματα
Από τις πιό πάνω εκθέσεις βγαίνει το συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με βάραθρο στην περιοχή τής αρχαίας Σπάρτης γεμάτο ανθρώπινο σκελετικό υλικό, γεγονός πού συμφωνεί με τις αρχαίες μαρτυρίες και την λαϊκή παράδοση για την μορφή και τον προορισμό τού Καιάδα.
Η κατακρήμνιση των μεγάλων ογκόλιθων και ή απόφραξη τής αρχικής στενής κατακόρυφης εισόδου (στομίου) του οφείλονται κυρίως σε σεισμούς ή άλλα φυσικά αίτια και λιγότερο στην απόρριψη λίθων από ποιμένες τής περιοχής. Είναι πιθανόν η πρώτη μεγάλη κατάπτωση βράχων στο εσωτερικό να έγινε κατά τον ιστορικά βεβαιωμένο καταστρεπτικό σεισμό τού -464, πού σώριασε σε ερείπια την Σπάρτη και έδωσε αφορμή για την εξέγερση των ειλώτων, γνωστή σαν τέταρτος Μεσσηνιακός Πόλεμος (-464/ -460/59) (Παυσ, 1, 24. 6). Και η επανάσταση αυτή κατέληξε στην δημιουργία νέων μεσσήνιων προσφύγων και στην εγκατάστασή τους στη Ναύπακτο με τη βοήθεια των Αθηναίων. Κατά τόν Πλούταρχο (Κίμων 16, 4) ο σεισμός τού -464 ήταν τρομακτικά ισχυρός: "Ή χώρα τών Λακεδαιμονίων χάσμασιν ένώλισθε πολλοίς και τών Ταϋγέτων τιναχθέντων κορυφαί τινές απερράγησαν» (άνοιξαν χάσματα και αποκόπηκαν βράχοι από τις κορφές τού Ταΰγετου). Είναι επομένως φυσικό να έπεσαν από τότε μεγάλοι βράχοι και στο εσωτερικό τού Καιάδα.
 Παρατηρήθηκε ότι και πάνω σε πεσμένους ογκόλιθους υπήρχαν οστά ανθρώπινων σκελετών, πού ρίχτηκαν προφανώς από την άνω, αρχική είσοδο και μετά το -464.
 Υπάρχει ακόμα το ενδεχόμενο ριγμένοι ζωντανοί στο βάραθρο κατάδικοι ή αιχμάλωτοι νά επέζησαν από την πτώση και να επιχείρησαν με τις τελευταίες τους δυνάμεις να αναρριχηθούν προς την έξοδο, χωρίς όμως να το κατορθώσουν. Άφησαν έτσι την τελευταία τους πνοή πάνω στούς πεσμένους ογκόλιθους, με αποτέλεσμα να παραμείνει εκεί ως σήμερα, σφηνωμένο ή αιωρούμενο, μέρος των οστών τους. Η σημερινή στενή είσοδος είναι επίσης φυσική και βρίσκεται πλευρικά περίπου στο μέσον τού βάραθρου. Αρχικά θά πρέπει νά ήταν πολύ στενότερη, πρίν διευρυνθεί πρόσφατα. Ύστερα άπ' αυτά δέν μπορεί νά μή φέρει κανείς στό νοΰ του τήν παράδοση γιά τή διαφυγή τού Αριστομένη από τόν Καιάδα (βλ. πιό πάνω), να μή σχετίσει τό σημερινό πλευρικό άνοιγμα μέ τήν τρύπα άπ' όπου βγήκε στήν επιφάνεια ό μεσσήνιος θρυλικός ήρωας καί ηγέτης, ξανακερδίζοντας έτσι τήν ελευθερία του. Ή έξοδος από τό άρχικό στόμιο τού βάραθρου, μέ τά σχεδόν κατακόρυφα τοιχώματα αρνητικής κλίσης, είναι και ήταν τελείως αδύνατη όχι μόνο σέ ανθρώπους (πού ρίχτηκαν πιθανώς ζωντανοί μέσα) άλλά ακόμη καί σέ ζώα.

Οι παρατηρήσεις, τέλος, του κ. Θ. Πίτσιου, για την παρουσία και μικρού αριθμού γυναικών μέσα στο βάραθρο θα μπορούσε να συσχετιστούν με την τελευταία μεσσηνιακή επανάσταση (-464/ -460), όπου πήραν μέρος και γυναίκες. Τίποτε δεν αποκλείει να ρίχτηκαν κι αυτές στον Καιάδα μαζί με τούς άντρες αιχμαλώτους.
Όλα τα στοιχεία, γεωλογικά και ανθρωπολογικά, μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε το βάραθρο τής Τρύπης ως τον Καιάδα τής Αρχαιότητας, πού χρησιμοποιήθηκε από τούς Σπαρτιάτες κυρίως στη διάρκεια των μεσσηνιακών πολέμων (-8ος/ -5ος αί.) για τον καταποντισμό των μισητών και μόνιμων εχθρών τους ή και κοινών καταδίκων. 
Λείπουν προς το παρόν αρχαιολογικά τεκμήρια για την ακριβή χρονολόγηση του πλούσιου και εντυπωσιακού στρώματος οστεολογικού υλικού. Σύμφωνα με πληροφορίες γέροντα ποιμένα τής περιοχής, έχουν βρεθεί κατά καιρούς στο εσωτερικό λύχνοι και σιδερένιοι χαλκάδες.
Πρόσφατο εύρημα από το σπηλαιοθάραθρο τής Τρύπης ενισχύει τον ταυτισμό του με τον Καιάδα και δίνει ελπίδες για την αποκάλυψη αρχαιολογικών αντικειμένων και στοιχείων, πού θα βροηθήσουν στην χρονολόγηση των επιχώσεων με τα οστά. Νεαροί επίδοξοι εξερευνητές έβγαλαν στην επιφάνεια θραύσμα κρανίου, πού είχε καρφωμένη πάνω του χάλκινη αιχμή βέλους, μήκους περίπου 4 έκ. (είκ.10).
 Κλείνοντας, όμως, πρέπει να σημειώσουμε ότι η σχετικά μεγάλη απόσταση του σπηλαιοβάραθρου της Τρύπης από τη Σπάρτη (10 χλμ.) αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στον ταυτισμό του με τον Καιάδα.

Σημείωση: Οι φωτογραφίες 3. 4. 6. 7. 9 και 10 είναι τού Θ Πίτσιου, οι 5 και 8 του Ε. Καμπούρογλου.

ΚΑΙΑΔΑΣ: Πέτρος Θέμελης Καθηγητής τού Πανεπιστημίου τής Κρήτης - Έφορος Αρχαιοτήτων





Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Ρωμαϊκό οδικό δίκτυο Τριφυλίας: Το Μιλιάριο του Επιταλίου




Το Ρωμαϊκό οδικό δίκτυο Ηλείας- Τριφυλίας

 Όπως είναι γνωστό, η Εγνατία οδός της οποίας η βασική αρτηρία έφτανε έως τον Έβρο και στη συνέχεια έως την Κωνσταντινούπολη (Τσατσοπούλου-Καλούδη 2005· Λιάμπη 2009, 23) διέθετε επίσης έναν κλάδο που συνέδεε τη Νικόπολη με το Αντίρριο η κατασκευή του οποίου χρονολογείται πριν το +112, και ο οποίος στη συνέχεια επεκτάθηκε και στην Πελοπόννησο με την κατασκευή της οδού Πατρών – Μεθώνης. Στόχος του κλάδου αυτού ήταν η οδική σύνδεση των λιμανιών της Δυτικής Ελλάδας (Αξιώτη 1980).
 Την πορεία του δρόμου στην Ηλεία μαρτυρούν τα λίθινα ενεπίγραφα οδόσημα-στήλες ( «μιλ(λ)ιάρια» ή «μιλ(λ)ιαρήσια», milliaria) τοποθετημένα ανά χίλια (mille) βήματα, δηλ. ένα μίλιον. Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί τέσσερα τα οποία έχουν βρεθεί σε θέσεις πλησίον της θάλασσας όπως το Επιτάλιο (Θέμελης 1969, 16-17) και η Σκαφιδιά (Βικάτου 1999, 244). Τα υπόλοιπα δύο αφορούν μεσόγειες θέσεις, εκ των οποίων το ένα έχει εντοπιστεί στην Φιγάλεια (Λαμπροπούλου 1991, σ. 283, υποσ. 3) και δεν αποκλείεται να αφορά στον ίδιο δρόμο δεδομένου ότι σύμφωνα με τις έρευνες του Cooper η πόλη διέθετε λιμάνι με νεώσοικους και αγκυροβόλιο στην πλωτή τότε Νέδα, σε απόσταση 11 χλμ. από την θάλασσα (Cooper 1972, 359-363). Ένα τέταρτο οδόσημο από πωρόλιθο με μη αναγνώσιμη επιγραφή (Βικάτου 1999, 243) αναφέρεται από την περιοχή της Δαφνιώτισσας (Μουζίκα) περ. 10 χλμ. ΝΑ της Ήλιδας, το οποίο, ωστόσο, δεν αποκλείεται να ανταποκρίνεται σε διαφορετικό οδικόν άξονα.


 Η πορεία του δρόμου (βλ. Baladié 1980, 267-277) τεκμαίρεται άμεσα από την αρχαία γραμματεία (Στράβων VIII, 3, 10) και έμμεσα από την μάλλον μεταγενέστερη λίθινη με τρεις χτιστές καμάρες εκ των οποίων η κεντρική μεγαλύτερη, γέφυρα του ρέματος Ανύσατος στη Μυρσίνη (κατά πάσα πιθανότητα η Μύρσινος ή αργότερα Μυρτούντιον, βλ. Στράβων, ό.π.) σε χρήση ακόμα και σήμερα πλησίον του ενός από τα δύο σημαντικότερα λιμάνια της Ηλείας από την αρχαιότητα, της Κυλλήνης (σε απόσταση π. 8 χλμ. ανατολικότερα). 
Οπωσδήποτε, ο προαναφερόμενος κλάδος της Εγνατίας θα περνούσε και από το άλλο μεγάλο λιμάνι, τη Φειά, όπως άλλωστε δείχνει και το οδόσημο της γειτονικής Σκαφιδιάς.
 Ένας άλλος συσχετισμός της πορείας του δρόμου θα μπορούσε να γίνει με τις λουτρικές εγκαταστάσεις. Πράγματι, τόσο στην Σκαφιδιά, όσο και στο Επιτάλιο υπήρχαν λουτρά ρωμαϊκής εποχής. 


Δεξιά: Χάρτης του οδικού δικτύου στην Πελοπόννησο κατά την Ρωμαϊκή, όπου σημειώνονται οι πόλεις- σταθμοί που αναφέρονται στην Tabula Peutingeriana

Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να υποθέσει και για τα επίσης σημαντικά λουτρά της Κυλλήνης, τα οποία ήταν επιπλέον και ιαματικά, το ίδιο και τα αντίστοιχα λουτρά του Καγιάφα, απ’ όπου η διέλευση του δρόμου θα ήταν υποχρεωτική λόγω της στενής λωρίδας που σχηματίζεται για αρκετά χιλιόμετρα ανάμεσα στο όρος Λαπίθας και τη θάλασσα.
Σε ότι αφορά το Ρωμαϊκό οδικό δίκτυο σημαντικά είναι όσα αναφέρει Γ. Α. Πίκουλας, στο "Ταξιδεύοντας στην αρχαία Ελλάδα":
Κατά τη ρωμαιοκρατία η νότια Ελλάδα, ως μέρος μιας απόμακρης επαρχίας, δεν γνώρισε νέες διανοίξεις αμαξηλάτων οδών. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει ότι οι ρωμαϊκές διανοίξεις οδών εξυπηρετούσαν πρωτίστως την απρόσκοπτη μεταφορά των λεγεωνών και η νότια Ελλάδα βρισκόταν πολύ μακριά από τα ευπαθή σύνορα της αυτοκρατορίας. Παραδείγματα, όπως αυτό της Εγνατίας στον βορειοελλαδικό χώρο αποτελούν τη μοναδική εξαίρεση του κανόνα. Η μόνη μαρτυρημένη διάνοιξη στη νότια Ελλάδα είναι η διαπλάτυνση της Σκιρωνίδος οδού (σημερινής Κακιάς Σκάλας) από τον Αδριανό (Παυσανίας Ι 44, 6) καθ' οδόν για την Κόρινθο, που εντάσσεται όμως στα κοινωφελή έργα του ρέκτη αυτοκράτορα. Παρέμεινε λοιπόν σε χρήση το παλαιότερο οδικό δίκτυο, συχνά παραμελημένο και ασυντήρητο, ακόμη και όταν επρόκειτο για κύριους άξονες. Αλλωστε τα ελάχιστα μιλιάρια/miliaria (ρωμαϊκοί οδοδείκτες· Πίκουλας 1992-98α), που έχουν βρεθεί στην Πελοπόννησο, σε συνδυασμό με την Tabula Peutingeriana [αντίγραφο ρωμαϊκού χάρτη ή και συμπίλημα χαρτών σωζόμενο στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Βιέννης (Codex Vindobonensis 324) που καταγράφει το τότε οδικό δίκτυο· εικ. 20] είναι ενδεικτικά για το μικρό ενδιαφέρον της Ρώμης γι' αυτήν την απόμακρη περιοχή της αυτοκρατορίας της.

Ο χάρτης του Πόιτινγκερ, ή Πευτιγγεριανός Πίνακας, είναι αρχαίος χάρτης του οδικού δικτύου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έχει ενταχθεί στο αρχείο του προγράμματος"Μνήμη του Κόσμου" της UNESCO. Δείχνει τους δρόμους που διέσχιζαν την επικράτεια ξεκινώντας από τα νησιά της Μεγάλης Βρετανίας δια μέσου των μεσογειακών χωρών και της Μικράς Ασίας και φτάνοντας μέχρι την Ινδία και τον ποταμό Γάγγη, την Σρι Λάνκα, τον Ινδικό Ωκεανό, και την αυτοκρατορία της Κίνας.

Το μιλιάριο του Επιταλίου

 Το 1967 ο τότε αρχαιολόγος της Ζ' Εφορείας Αρχαιοτήτων, Πέτρος Θέμελης, ανέσκαπτε ένα σύνολο ελληνιστικών και ρωμαϊκών οικοδομικών λειψάνων στο Επιτάλιο. Σ' έναν μικρό τοίχο αποκάλυψε ένα εντοιχισμένο σε δεύτερη χρήση μιλιάριο.
 Μιλιάρια είναι τα οδόσημα που τοποθετούσαν οι ρωμαϊκές αρχές σε σημαντικούς για την επικοινωνία και το εμπόριο δρόμους. Τα μιλιάρια έφεραν το όνομα και τους τίτλους του αυτοκράτορος, στην εποχή του οποίου γινόταν η σήμανση της οδού, που κατασκευαζόταν εκ θεμελίων ή επισκευαζόταν, και στο τέλος αναγραφόταν ένας αριθμός μιλίων που προσδιόριζε την απόσταση από κάποιο σημαντικό κέντρο ή από τη Ρώμη. Οι Ρωμαίοι οργάνωσαν το οδικό δίκτυο όλης της αυτοκρατορίας, ενώ οι Ελληνες είχαν ανέκαθεν δώσει βαρύτητα στη θαλάσσια επικοινωνία, χρησιμοποιώντας κατά κανόνα για τη δια ξηράς μετακινήσή τους τις φυσικές διόδους και τα μονοπάτια.

 Το μιλιάριο του Επιταλίου είναι ένα κολωνάκι από γκρίζο μάρμαρο, με ύψος 1,50 μ. και διάμετρο 0,30 μ. Φέρει λατινική επιγραφή που πληροφορεί ότι ο αυτοκράτωρ Τραϊανός, ο οποίος αναφέρεται με όλους τους επίσημους τίτλους του, διέταξε να τοποθετηθεί αυτό το μιλιάριο αφού έγιναν οι μετρήσεις των δρόμων. Η μακρά και περίπλοκη τιτλοφορία του αυτοκράτορος αποτελεί τη βάση για τη χρονολόγησή του μιλιαρίου με μεγάλη ακρίβεια, ανάμεσα στην 10η Σεπτεμβρίου και την 9η Δεκεμβρίου του έτους +115. Η απόσταση που αναγράφεται στο τέλος της επιγραφής είναι 9 μίλια, δηλ. με 13,5 χλμ. Η αφετηρία των μετρήσεων δεν αναφέρεται, αλλά πρόκειται πιθανότατα για την Ολυμπία, η οποία τον +2ο αι., γνωρίζει μεγάλη άνθηση κι αποτελεί πόλο έλξης αθλητών, θεατών και προσκυνητών, ιδιαίτερα την εποχή των ολυμπιακών αγώνων. Σε αρχαίους χάρτες, όπως την περίφημη Tabula Peutingeriana, αντίγραφο χάρτη της ρωμαϊκής εποχής, η Ολυμπία σημειώνεται ως ένας κόμβος όπου συναντώνται ο παραλιακός δρόμος της ΒΔ Πελοποννήσου και ο ηπειρωτικός δρόμος προς τη Μεγαλόπολη και την Τεγέα.
 Εντύπωση προκαλεί ωστόσο η φράση του μιλιαρίου mensuris viarum actis poni iussit (δηλ. "διέταξε να τοποθετηθεί το μιλάριο, αφού μετρήθηκαν οι δρόμοι"), η οποία δηλώνει το αυτονόητο, ότι δηλ. για να τοποθετηθεί το οδόσημο έχει προηγηθεί μέτρηση των οδικών αποστάσεων. Η φράση αυτή απαντά μόνο σε δύο ακόμη μιλιάρια, τα οποία προέρχονται από γειτονικές περιοχές και φέρουν πανομοιότυπο κείμενο, το ένα από την ευρύτερη περιοχή του Μεσολογγίου, το άλλο από την Πάτρα, ενώ στην ομάδα αυτή μπορεί πιθανότατα να συμπεριληφθεί ένα ακόμη τραιάνειο μιλιάριο από τη Μεγαλόπολη, του οποίου η επιγραφή δεν σώζεται ολόκληρη. Έχουμε επομένως ένα σύνολο τριών ή ίσως και τεσσάρων μιλιαρίων του Τραϊανού, της ίδιας ακριβώς χρονιάς, του +115, των οποίων οι πανομοιότυπες επιγραφές και οι κοντινοί τόποι προέλευσης πείθουν ότι προέρχονται από ένα κοινό για όλες αυτές τις περιοχές πρόγραμμα οδοποιίας ή συνολικότερης οργάνωσης της νοτιο-δυτικής ακτής του κορμού της ελληνικής Χερσονήσου.
 Σκοπός ενός τέτοιου προγράμματος θεωρείται συνήθως ότι ο Τραϊανός επιχείρησε να βελτιώσει τις συνθήκες οδικής επικοινωνίας στην περιοχή εν όψει της εκστρατείας που προετοίμαζε κατά των Πάρθων. Οι καλές συνθήκες οδικής επικοινωνίας αναμφισβήτητα εξυπηρετούν τη μετακίνηση και τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων σε καιρό πολέμου. Η σύνδεση ωστόσο του συγκεκριμμένου προγράμματος του Τραϊανού με την παρθική εκστρατεία δεν είναι ιδιαιτέρως πειστική, καθώς μόνο περιορισμένο ρόλο θα μπορούσε να παίξει η Αιτωλοακαρνανία και η δυτική Πελοπόννησος για τη γρήγορη μετάβαση στρατού και προμηθειών προς το Παρθικό βασίλειο, αφού υπήρχε η Εγνατία οδός, η μεγάλη αρτηρία που συνέδεε τη δύση με την ανατολή και που ο Τραϊανός την είχε πρόσφατα ανακαινίσει, το +112, όπως μαρτυρούν τα μιλιάρια με το όνομά του. Ο Τραϊανός άλλωστε εξεστράτευσε το +113, ενώ τα μιλιάρια της Πελοποννήσου χρονολογούνται μόλις το +115, δηλ. όταν η όλη επιχείρηση βρισκόταν ήδη εν εξελίξει.


 Το ενδιαφέρον του Τραϊανού για την Πελοπόννησο θα πρέπει επομένως να αναζητηθεί στην ευρύτερη στρατηγική του αυτοκράτορα, ο οποίος ενδιαφερόταν για γενικώτερη οργάνωση, για κάθε είδους έργο υποδομής, για τη συλλογή γεωγραφικών πληροφοριών για κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας, που στόχευαν τόσο σε πολεμικούς όσο και σε πολιτιστικούς σκοπούς, όπως έκανε και το πρότυπό του, ο Μ. Αλέξανδρος. Για το σκοπό αυτό διατηρούσε ένα επιτελείο από agrimensores, δηλ. χωρομέτρες, που του έδιναν πλήρεις αναφορές για τους δρόμους, τις αποστάσεις και τις ιδιομορφίες των περιοχών που επρόκειτο να διασχίσει, ενώ διέτασσε συχνά τη διεξαγωγή γενικών μετρήσεων, που κατά κανόνα στόχευαν στην εκπόνηση χαρτών.
 Ένας αυτοκράτωρ με την οργανωτική μανία του Τραϊανού, με το ενδιαφέρον του για την καταγραφή κάθε περιοχής κι ιδιαίτερα αυτών που είχαν μια ιδιάζουσα κατά περίπτωση σημασία, με την αγάπη του για τις γεωγραφικές γνώσεις και τις χαρτογραφήσεις δεν είναι παράξενο να ενδιαφέρθηκε για τη δυτική πλευρά του ελλαδικού κορμού. Ο χώρος αυτός είχε ανέκαθεν ζωτικό ενδιαφέρον για τους Ρωμαίους, καθώς αποτελούσε την πύλη για το πέρασμά τους στην Ανατολή. Οι μετρήσεις των δρόμων ίσως δεν αποσκοπούσαν μόνο στην βελτίωση του οδικού δικτύου, αλλά και στην ακριβέστερη γνώση και οργάνωση του χώρου, έργο που θα μπορούσε να είναι πολύπλευρο. 


 Δεν αποκλείεται η επιθυμία του να ήταν όχι μόνο η χαρτογράφηση αλλά ακόμη και η χάραξη καινούριων κτηματολογίων, γιατί οι προκάτοχοί του είχαν ήδη εκπονήσει κτηματολόγια στη βόρεια και τη δυτική Πελοπόννησο. Σ' ένα τέτοιο ευρύτερο έργο θα πρέπει να εντάσσεται κι η αναδιοργάνωση του οδικού δικτύου με την τοποθέτηση μιλιαρίων στους ήδη μετρημένους δρόμους.
 Το ενδιαφέρον του μιλιαρίου αυτού με το σπάνιο κείμενο βρίσκεται και στο ότι πρόκειται για το μοναδικό γνωστό από την Ηλεία ρωμαϊκό οδόσημο. Αν και το μιλιάριο δεν βρέθηκε in situ,
 δηλ. στην αρχική του θέση, αλλά σε δεύτερη χρήση, είναι βέβαιο ότι δεν έχει μεταφερθεί από πολύ μακριά, αλλά προέρχεται από το Επιτάλιο. Το Επιτάλιο αναφέρεται σε πολλά κείμενα αρχαίων συγγραφέων ως ένας κόμβος στρατηγικής σημασίας, το μόνο σημείο που μπορεί κανείς να διασχίσει τον Αλφειό, αφού εδώ πλαταίνει η κοίτη του. 
 Ηδη ο Ομηρος ονομάζει το Επιτάλιο "πόρον Αλφειοίο", δηλ. πέρασμα του Αλφειού (Ιλ. Β 592ς Λ 711). Τη σημασία του Επιταλίου για την οδική επικοινωνία καταδεικνύει η επιλογή του από τους Ρωμαίους για την τοποθέτηση οδοσήμου, δεδομένου ότι οι Ρωμαίοι δεν δημιουργούσαν δρόμους εκ του μηδενός, αλλά ακολουθούσαν τις πανάρχαιες διόδους επικοινωνίας τοποθετώντας τα μιλιάρια σε κομβικά σημεία των φυσικών αυτών οδών.
 Τα αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή του Επιταλίου αντανακλούν μια αναζωογόνηση της κατοίκησης κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Υπάρχουν λείψανα σπιτιών και εργαστηρίων, μεγάλο δημόσιο κτίριο που πιθανόν να είναι ναός, κεραμεικός κλίβανος για την όπτηση αγγείων οικιακής χρήσεως, ρωμαϊκό βαλανείο (λουτρό) και τάφοι. Η ακμή της περιοχής κατά τη ρωμαϊκή εποχή οπωσδήποτε σχετίζεται με την αναμόρφωση του οδικού δικτύου την εποχή αυτή.


- Το Ρωμαϊκό οδικό δίκτυο Ηλείας- Τριφυλίας: Christos Matzanas 2013, Burial Customs and Practices in the Ancient Coastal Cemetery at Savalia, Elis. Γ. Α. Πίκουλας, Ταξιδεύοντας στην αρχαία Ελλάδα, αν. Καθηγητής Αρχ. Ελλ. Ιστορίας Παν/μίου Θεσσαλίας [ΙΑΚΑ] Εκδότης περιοδικού ΗΟΡΟΣ
-Το μιλιάριον του Επιταλίου: Σοφία Ζουμπάκη, Ιστορικός - Αρχαιολόγος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στο Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας. Αναδημοσιεύεται από: Επιταλιώτικα Νέα, (έκδοση του συλλόγου Επιταλιωτών Αθήνας ο "Αλφειός") τεύχος 229, Φεβρ. 2009




Printfriendly