.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Μεσσήνιος Ήρωας Αριστόδημος

Ο Αριστόδημος υπήρξε μία από τις ηρωικές μορφές που ενέπνευσε την μακροχρόνια αντίσταση των Μεσσηνίων έναντι των Σπαρτιατών και που είχαν ενσαρκώσει τον πόθου του λαού της για ελευθερία και είχαν κατευθύνει την πάλη του κατά της ωμής κατοχής. Αγωνίστηκε υπεράνθρωπα, αλλά έπεσε χωρίς να φέρει αποτέλεσμα. Οι Μεσσήνιοι, αμέσως μόλις οριστικά ξαναβρήκαν την ελευθερία τους, ανάστησαν τον ήρωα και τον ύψωσαν σε σύμβολα της ζωτικότητάς τους.


Η μακροχρόνια αντίσταση των Μεσσηνίων έναντι των Σπαρτιατών εμπνέεται, σύμφωνα με τον Παυσανία, από δύο ηρωικές μορφές που είχαν ενσαρκώσει τον πόθου του λαού της για ελευθερία και είχαν κατευθύνει την πάλη του κατά της ωμής κατοχής. Αγωνίστηκαν και οι δύο υπεράνθρωπα, αλλά έπεσαν χωρίς να φέρουν αποτέλεσμα. Οι Μεσσήνιοι, αμέσως μόλις οριστικά ξαναβρήκαν την ελευθερία τους, ανάστησαν τις δύο αυτές μορφές και τις ύψωσαν σε σύμβολα της ζωτικότητάς τους.
Ο Μύρων και ο Ριανός1 βρήκαν ζωντανές στα χείλη του Μεσσηνιακού λαού τις σχετικές παραδόσεις. Απ΄αυτές ξέφυγαν οριστικά την λησμονιά μόνο όσες και όπως τις διέσωσε ο Παυσανίας στα "Μεσσηνιακά". Παρασυρμένος ο Παυσανίας από τους στίχους του Ριανού, φαίνεται να προσέχει περισσότερο τον Αριστομένη ή μόνον αυτόν. Η δράση όμως του Αριστόδημου είχε ένα μεγαλείο τουλάχιστον εφάμιλλο. Τι αποτελεί ιστορική αλήθεια στην δράση μιάς μυθοποιημένης μορφής και δημιούργημα των πόθων και των ονείρων ενός λαού, δεν έχει την κύρια σημασία προκειμένου για μορφές εξυψωμένες σε σύμβολα. Μεγαλύτερη σημασία παίρνει τότε το προβαλλόμενο πρότυπο ζωής και η αξία που αυτό ενδέχεται να έχει για την ζωή κάθε ανθρώπου.
Για να βρεί κατανόηση το φέρσιμο του Αριστόδημου χρειάζεται εξοικείωση με τον τρόπο του σκέπτεσθαι τον ημερών του. Για τον Παυσανία ήταν ένας παιδοκτόνος, ο οποίος κατά την γνώμη των μάντεων δεν έπρεπε να γίνει Βασιλιάς (10.5). Η προθυμία του όμως να καταστρέψει την οικογενειακή του ευτυχία για να σώσει την Μεσσηνία των ξεχώρισε από τους υπόλοιπους Αιπυτίδες, οι οποίοι έκαναν ότι μπορούσαν (απαρνήθηκαν και την Πατρίδα) για να αποφύγουν την δοκιμασία 2. Άν το ιερατείο έκρινε τη θυσία ανωφελή και ζήτησε νέα ανθρωποθυσία, αυτό δεν μειώνει την προθυμία και τον πατριωτισμό του Αριστόδημο, όπως το δείχνει η πανηγυρική αναγνώριση της υπεροχής του από τον Μεσσηνιακό λαό, ο οποίος εξέλεξε τον Αριστόδημο Βασιλιά.
Με τους αλλεπάλληλους χρησμούς που παραθέτει ο Παυσανίας, τις προσπάθειες των δεισιδαιμόνων αντιπάλων να γνωρίσουν την θέληση του θεού και να κερδίσουν τον πόλεμο, και ιδίως με την απαρίθμηση των θεϊκών σημαδιών που προανήγγειλαν την πτώση της Ιθώμης και την σκλαβιά των Μεσσηνίων, ο Παυσανίας αφήνει σιγά σιγά την φλυαρία και αρχίζει να προσφέρει λαογραφικό και λατρευτικό υλικό που έχει ενδιαφέρον καθεαυτό, και όχι ως ιστορικό στοιχείο για τον πόλεμο:

Ο μάντις Οφιονέας, τυφλός εκ γενητής, μετά από δυνατό πονοκέφαλο, άρχισε ξαφνικά να βλέπει και από τα δύο του μάτια, για να εκπληρωθεί μια σκοτεινή προφητεία σχετική με την πτώση της Ιθώμης, και κατόπιν έχασε και πάλι οριστικά πια την όρασή του. Από ένα χάλκινο άγαλμα οπλισμένης Άρτεμης έπεσε η ασπίδα. Τα κριάρια που επρόκειτο να θυσιάσει ο Αριστόδημος στον Ιθωμάτα Δία όρμησαν από μόνα τους κατά του βωμού, έσπασαν τα κέρατά τος και κατόπιν, χτυπώντας τον βωμό με το κεφάλι, σκοτώθηκαν. Τα σκυλιά των πολιορκημένων Μεσσηνίων μαζεύονταν κάθε βράδι στο ίδιο μέρος και έβγαζαν μακρόσυρτες ανατριχιαστικές κραυγές και στο τέλος κατέφυγαν όλα μαζί στο στρατόπεδο των Λακεδαιμονίων. Όλοι ταράχτηκαν από τα σημάδια αυτά και ιδιαίτερα ο Αριστόδημος, ο οποίος είδε και ένα όνειρο: Είχε φορέσει τα όπλα του και ετοιμαζόταν να βγεί στην μάχη, ενώ τα σπλάγχνα των ιερείων βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι. Ξαφνικά παρουσιάστηκε η κόρη του, μαυροφορεμένη, δείχνοντάς του το στήθος και την κοιλιά της, σκισμένα από τον Αριστόδημο όταν την είχε θυσιάσει. Πέταξε πέρα τα σπλάγχνα από το τραπέζι, του έβγαλε τα όπλα και του φόρεσε το χρυσό στεφάνι και το λευκό ιμάτιο που συνήθιζαν οι Μεσσήνιοι να φορούν στους νεκρούς κατά την κηδεία, και κατόπιν τον άφησε. Ο Αριστόδημος κατάλαβε πως η μοίρα της πατρίδας του ήταν σφραγισμένη, ελπίδα σωτηρίας δεν υπήρχε και άδικα είχε θυσιάσει την κόρη του. Έσπευσε στον τάφο της και σφάχτηκε μόνος του πάνω σ΄αυτόν3, απελπισμένος, γιατί η τύχη ες το μηδέν ανήγαγε τα τε έργα αυτού και τα βουλεύματα.   
Η περιγραφή των τελευταίων στιγμών της απελπισίας του Αριστόδημου και των ανάλογων στιγμών του Αριστομένη αργότερα, παρά την συντομία της, έχει μια ζωντάνια και αποζημιώνει τον αναγνώστη των Μεσσηνιακών. Και οι δύο ήρωες φλογίζονται από τον ίδιο πόθο της ελευθερίας που τον καταπνίγει η κρύα πραγματικότητα. Δέχονται σιωπηλά το χτύπημα και εκφράζουν την απόγνωση, ο ένας με την αυτοκτονία, ο άλλος με δάκρυα και κλάματα σαν μικρό παιδί. Το δράμα της ζωής και του θανάτου του Αριστόδημου είναι δημιούργημα των μετακλασικών χρόνων, κομμένο όμως πάνω στο καλούπι των τραγικότερων μορφών που μπόρεσε ποτέ να παρουσιάσει η Ελληνική ιστορία.  Με την ιστορία του Αριστόδημου οι τραγικοί θα πλούτιζαν το αρχαίο δραματολόγιο με μια ακόμα, ίσως την συγκλονιστικώτερη, πάλη του ήρωα με την μοίρα του.

1. Ο Ριανός ο Κρης ήταν Έλληνας ποιητής και γραμματικός, κάτοικος της Κρήτης και φίλος του Ερατοσθένη (-275/  -195). H Σούδα λέει ότι αρχικά ήταν σκλάβος και παρατηρητής στην παλαίστρα αλλά αργότερα στη ζωή του απέκτησε καλή μόρφωση και αφιερώθηκε στη μελέτη της γραμματικής, μάλλον στην Αλεξάνδρεια. Ετοίμασε μια αναθεώρηση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, που χαρακτηρίστηκε από σωστή κρίση και ποιητικό αισθητήριο, ενώ τα σχόλια περιλάμβαναν συχνά δυναμικές παρατηρήσεις του. Έγραψε επίσης επιγράμματα, έντεκα από τα οποία σώζονται στην Παλατινή Ανθολογία και στον Αθήναιο και δείχνουν κομψότητα και ζωντάνια.  Ιδιαίτερα γνωστός όμως έγινε σαν συγγραφέας επών (μυθολογικών και εθνογραφικών), το πιο διάσημο από τα οποία ήταν τα έξι βιβλία των Μεσσηνιακών που ασχολούνταν με το Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο και την κεντρική φιγούρα του Αριστομένη, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από τον Παυσανία στο τέταρτο βιβλίο του σαν έγκυρη πηγή. 
2. Μετά το τέταρτο έτος του πολέμου, φαίνεται ότι η κατάσταση των Μεσσηνίων χειροτέρεψε. Εξαντλήθηκαν οικονομικά, έχασαν δούλους οι οποίοι αυτομόλησαν προς τους Λακεδαιμόνιους και τέλος προσβλήθηκαν από λοιμώδη νόσο. Άρχισαν σιγά - σιγά να εγκαταλείπουν τις πόλεις και να αποσύρονται προς το όρος Ιθώμη, όπου υπήρχε μικρή και απρόσιτη πόλη. Οι Λακεδαιμόνιοι τους απέκλεισαν και τους περικύκλωσαν απ' όλες τις πλευρές. Ο μάντης Τίσις που είχε πάει στους Δελφούς έφερε τον χρησμό ο οποίος έλεγε ότι πρέπει να θυσιασθεί σε νυκτερινή τελετή μια παρθένα από τη γενιά των Αιπυτιδών. Έγινε κλήρωση μεταξύ επτά κοριτσιών που ανήκαν σ' αυτό το γένος και ο κλήρος έπεσε στην κύτη κάποιου Λυκίσκου. Επειδή ο μάντης Επήβολος αμφισβήτησε την πατρότητα του Λυκίσκου, η θυσία ματαιώθηκε και επικράτησε σύγχυση. Και τότε ο Αριστόδημος, ένα επιφανής Μεσσήνιος, προσέφερε για θυσία τη δική του κόρη.
3. Ο πόλεμος είχε φθάσει στο εικοστό έτος. Οι Μεσσήνιοι έστειλαν πάλι να ζητήσουν χρησμό από το Μαντείο των Δελφών ο οποίος έλεγε ότι εκείνοι που θα στήσουν πρώτοι εκατό τρίποδες στο βωμό του Ιθωμάτα Διός εκείνοι θα είναι και οι νικητές. Οι Μεσσήνιοι πίστεψαν ότι αφού ο ναός θα ήταν μέσα στα τείχη τους θα κατάφερναν να στήσουν πρώτοι τους τρίποδες. Αλλά δεν είχαν χαλκό και αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ξύλο. Οι Λακεδαίμονες έμαθαν τον χρησμό και ένας Σπαρτιάτης, που λεγόταν Οίβαλος κατασκεύασε πρόχειρα εκατό τρίποδες από πηλό και παριστάνοντας τον κυνηγό αναμείχθηκε με αγρότες και μπήκε απαρατήρητος στην Ιθώμη. Όταν το πρωί, οι Μεσσήνιοι, είδαν τους τρίποδες στο ναό, ταράχτηκαν γιατί κατάλαβαν ότι τους είχαν προλάβει οι Λακεδαίμονες. Ο Αριστόδημος τους έπεισε να στήσουν κι αυτοί γύρω από τον βωμό τους δικούς τους τρίποδες που είχαν ήδη φτιαχτεί. Αλλά άρχισαν να συμβαίνουν παράξενα πράγματα: ο τυφλός μάντης Οφιονέας βρήκε την όρασή του, έπεσε η χάλκινη ασπίδα του Απόλλωνα, τα κριάρια που οδήγησε ο Αριστόδημος στον ναό του Ιθωμάτα Διός έσπαγαν τα κέρατά τους στον βωμό και τα σκυλιά έφυγαν το βράδυ ουρλιάζοντας και πήγαν στο στρατόπεδο των Λακεδαιμονίων. Όλα τα θεϊκά σημεία έδειχναν πως ήρθε η ώρα να καταληφθεί η Ιθώμη. Ο Αριστόδημος στην απελπισία του αυτοκτόνησε στον τάφο της κόρης του. Οι Μεσσήνιοι σε απόγνωση δεν εξέλεξαν άλλον βασιλιά αλλά τοποθέτησαν σαν "στρατηγό - αυτοκράτορα" τον Δάμι, ο οποίος πήρε για συναρχηγούς τον Κλεόνι και τον Φυλέα. Στη συνέχεια, ίσως γιατί οι Λακεδαιμόνιοι είχαν περισφίξει τον κλοιό στην Ιθώμη, οι Μεσσήνιοι έφυγαν από την Ιθώμη. Ορισμένοι πήγαν στη Σικυώνα και άλλοι στο Άργος, οι ιερείς πήγαν στην Ελευσίνα ενώ ο πολύς λαός επέστρεψε στα χωριά της καταγωγής του. Οι Λακεδαιμόνιοι κατέστρεψαν την Ιθώμη και στη συνέχεια κατέλαβαν και τις υπόλοιπες μεσσηνιακές πόλεις.


Βιβλιογραφία και πηγές:
Παπαχατζή, Παυσανία Μεσσηνιακά.
Ιστότοπος: Gistor

Ο Αριστόδημος : Τραγωδία εις πέντε πράξεις υπό Monti , Vincenzo, 1754-1828,
Ελευθεριάδης , Θεμιστοκλής Μ. Εν Αθήναις : Α.Ι. Λεβεντιάδου (τυπ. ο Απόλλων) 1862





Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Το Προϊστορικό Ρίον, Μεσσηνία

 
Το Μυκηναϊκό Ρίο
Από τους πρώτους οικισμούς στην νοτιοανατολική Μεσσηνία, θετικά γνωστός από τις πηγές, αλλά σχεδόν αβεβαίωτος ανασκαφικά, είναι το Ρίο.
Η πρώτη γνωστή μαρτυρία από τις ιστορικές πηγές για το Ρίο συνδέεται τον Βασιλιά Κρεσφόντη, που οδήγησε τους πρώτους Δωριείς στη Μεσσηνία, γεγονός που συνδέεται με την πτώση του Μυκηναϊκού κόσμου στην Μεσσηνία περίπου στα -1050.
Σύμφωνα με μια παράδοση, όταν ο Κρεσφόντης κατέλαβε τη Μεσσηνία, έχτισε την πόλη Στενύκλαρο και την έκανε πρωτεύουσά του. Διαίρεσε την Μεσσηνία σε πέντε διοικητικές περιοχές με αρχηγούς ανθρώπους δικούς του και κάτω από τη δική του εξουσία.
Οι πόλεις αυτές ήταν το Στενύκλαρον, η Πύλος, το Ρίον, η Μεσόλα και η Υαμείτης. Αξίζει να σημειώσουμε ότι εκτός της Πύλου οι υπόλοιπες αυτές πόλεις κυριολεκτικά αφανίζονται από τον χάρτη της ιστορίας μετά την επικράτηση των Σπαρτιατών στο τέλος του πρώτου Μεσσηνιακού πολέμου (μέσα -8ου αιώνα).
Το Ρίο λοιπόν ήταν μια από τις πέντε αυτές περιοχές και ο Στράβων το τοποθετεί κάπου "απέναντι από το ακρωτήριο Ταίναρο" και θα πρέπει να εννοεί τη μύτη εκείνης της ξηράς στην περιοχή της σημερινής Κορώνης.
Αν κρίνουμε από την ετυμολογία του ονόματός του*, το Ρίο πιθανώς να βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού κάστρου της Κορώνης και προς το Μπούργο. Εθνολογικά οι κάτοικοί του θα ήταν ασφαλώς οι Αχαιοί των Μυκηναϊκών χρόνων, όμως τα σημάδια και τα μνημεία τους στην περιοχή Κορώνης δεν μπορεί μέχρι στιγμής να θεωρηθούν καθόλου ικανοποιητικά. Οι πιό κοντινές επιβεβαιωμένες θέσεις της εποχής του χαλκού είναι στο Χαροκοπιό, 3,5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά, στο Καφειριό, 8,5 χιλιόμετρα στα βόρεια και στην Φοινικούντα, 13 χιλιόμετρα στα ανατολικά. Η έλλειψη λειψάνων της εποχής του χαλκού στην Κορώνη σίγουρα έχει να κάνει με την συνεχή κατοίκηση και καλλιέργεια αυτής της περιοχής.
Η λέξη Ρίο έχει ταυτιστεί με τοπωνυμία που αναφέρονται στις πήλινες πινακίδες από το λεγόμενο ανάκτορο του Νέστορα στον Άνω Εγκλιανό Χώρας, και που είναι γραμμένες στην Γραμμική Γραφή Β' (-1200). Σύμφωνα με τις πινακίδες η προφανής τοποθεσία για το ri-jo (Ρίον), αν το ka-ra-do-ro (Χαράδρα) ταυτίζετε με την προϊστορική ακρόπολη της Φοινικούντας, είναι κοντά στην σύγχρονη Κορώνη.


Μας είναι άγνωστες οι συνθήκες της κατάληψης του τόπου από τους Δωριείς του Κρεσφόντη. Και ούτε μάθαμε ποτέ για τη διαγωγή των κατακτητών και τη μοίρα του ντόπιου πληθυσμού στο Ρίο. Αν πιστέψουμε στην παράδοση, τουλάχιστον στο διάστημα της βασιλείας τεσσάρων-πέντε διαδόχων του Κρεσφόντη, οι νεοφερμένοι Δωριείς έζησαν πλάι πλάι με τους ντόπιους που άλλωστε θα πρέπει να ήταν και οι περισσότεροι.
Το περίφημο απόσπασμα του Ευριπίδη για την Ειρήνη, από τη χαμένη τραγωδία του Κρεσφόντης, που αναφέρεται στην ίδια ιστορία, μιλάει για εμφύλιο πόλεμο κι ασφαλώς καθρεφτίζει το σύγχρονό του αδελφοκτόνα σπαραγμό, στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, τότε ακριβώς που πρωτοπαίχτηκε τούτο το έργο. Πιθανόν όμως ν' απηχεί και τους θρύλους για τη βία και το ματοκύλισμα, που θα ακολούθησε την εισβολή του Κρεσφόντη στη Μεσσηνία, μεταξύ των συγγενών φυλών Αχαιών και Δωριέων, ή και των Δωριέων μεταξύ τους. Οι θρύλοι τούτοι ασφαλώς θα κυκλοφορούσαν στην Αθήνα και στα χρόνια του Ευρυπίδη, μια και πολλά σπίτια της αρχαίας Αθήνας καυχιόταν πως είχαν μεσσηνιακή καταγωγή και μάλιστα από την Πυλία.
Πάντως καμιά θετική πληροφορία δε μας μιλά για ταραχές ή ανακατατάξεις στον πληθυσμό. Η διατήρηση των ιερών και η συνέχιση της παλιάς λατρείας αποδεικνύει πως ουσιαστικά ελάχιστα πράγματα άλλαξαν, αν άλλαξαν κι αυτά. Η γλώσσα έπειτα των Μεσσηνίων ήταν δωρική με ένα έντονο χαρακτήρα που ασφαλώς κληρονομήθηκε από τον προδωρικό πληθυσμό και που διατηρήθηκε μέχρι τα μεταγενέστερα χρόνια.
Πάντως, το μόνο θετικά γνωστό είναι πως στα χρόνια του έκτου βασιλιά στη Στενύκλαρο, του Φίντα (γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα), ξέσπασε ο πρώτος Μεσσηνιακός πόλεμος που αναστάτωσε και το δωρικό και τον προδωρικό πληθυσμό ολόκληρης της Μεσσηνίας. Μπορεί να θεωρήσει κανείς αυτόν τον Φίντα σαν ιστορικό πρόσωπο γιατί μια του πράξη μαρτυριέται από κάποια άλλη πηγή. Ο βασικός μας πληροφοριοδότης, ο Παυσανίας, φαίνεται να είχε μπλεχτεί και ο ίδιος σε μια θάλασσα πληροφοριών, κάτι, σαν μεταξύ έπους και λαϊκών θρύλων. Και μια και δεν βρήκε μνημεία ενδιαφέροντα να θαυμάσια, γοητεύτηκε από τους αλληλοσυγκροούμενους, αλλά συναρπαστικούς αυτούς θρύλους και προσπάθησε να τους βάλει στη σειρά. Μα την ιστορία της αρχαίας Μεσσηνίας (πριν τον τέταρτο αιώνα τουλάχιστον) δεν κατόρθωσε ουσιαστικά να την αναπαραστήσει.
Φαίνεται πως στα χρόνια του Αντίοχο και του Ανδροκλή, προγόντων του Φίντα (γύρω στα -764), άρχισαν οι πρώτες εχθροπραξίες του Μεσσηνιακού Πολέμου. Οι Σπαρτιάτες γενικεύουν κατόπιν και τις εισβολές στο Μεσσηνιακό έδαφος. Αργότερα η κεντρική Μεσσηνία γύρω από την Ιθώμη και τη Στενύκλαρο γίνεται το θέατρο του πολέμου. Και ολόκληρος ο Μεσσηνιακός πληθυσμός για χρόνια θα συνταραχθεί από τη συμφορά της πολιορκίας και των επιδρομών.
Η σιωπή που καλύπτει τα ανατολικά παράλια της Πυλίας δηλώνει πως η περιοχή τυλιγμένη στην απομόνωσή της θα δεχόταν ασφαλώς τους κραδασμούς του πολέμου, αλλά δεν θα πρέπει νάγινε άμεσος χώρος των εχθροπραξιών. Αν πάντως ίσχυε διοικητικό σύστημα που είχε ορίσει ο Κρεσφόντης, θα πρέπει για χάρη της Στενύκλαρου να στρατολογήθηκε και ο λαός του Ρίου. Δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί η βοήθειά του και η συμβολή του στη Μεσσηνιακή αντίσταση εναντίον των Σπαρτιατών, φαίνεται όμως πως οι Σπαρτιάτες θα είχαν λόγους να εκδικηθούν αργότερα και το Ρίο και τους κατοίκους του.
Μετά τον πρώτο Μεσσηνιακό πόλεμο (περίπου μετά το -723) η Μεσσηνιακή αντίσταση είχε τσακιστεί και εκατοντάδες Μεσσήνιοι βρίσκονταν πρόσφυγες στη συμμαχική διασπορά. Φαίνεται πως στα ίδια χρόνια, μετά τη λήξη του πολέμου, πολλοί από τους κατοίκους του Ρίου είχαν ξεκοπεί από τον τόπο του. Πάντως, η Σπάρτη δεν προχώρησε σε περαιτέρω καταστροφές. Φαίνεται να σεβάστηκε την αυτονομία πολλών πόλεων ή απλώς κουρασμένη και κείνη από τον πόλεμο και άλλες πολιτικές ταραχές στη Λακωνία, θέλησε απλώς να διατηρήσει τις περισσότερες Μεσσηνιακές πόλεις σαν περιοικίδες κι απλώς να τις κρατάει στη σφαίρα της δικής της πολιτικής επιρροής.
Σε πολλές πόλεις όπως το Ρίο, έκανε ωστόσο κάτι που επηρέασε σοβαρά την εθνολογική σύνθεση των ντόπιων: Μετακίνησε στη Μεσσηνία πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν και αποτέλεσαν μόνιμους κατοίκους της περιοχής, ιδιαίτερα στην Πυλία. Οι Δωριείς Μόθωνες εγκαταστάθηκαν στη Μεθώνη. Οι απόγονοι του εκθρονισμένου βασιλιά Ανδροκλή ρίζωσαν στην περιοχή των Υαμίτειδας, δυτικά του Παμίσου, και οι Ασιναίοι από τα παράλια της Αργολίδας στο Ρίο. Κι ήταν οι Ασιναίοι, φίλοι και σύμμαχοι των Σπαρτιατών, που θα αποτελέσουν στο εξής μόνιμο μέρος του πληθυσμού της περιοχής αυτής. Με την εγκατάστασή τους το παλιότερο όνομα παύει να μελετιέται. Η μικρή χερσόνησος που τόσο παραστατικά τη χαρακτήριζε το τοπωνύμιο Ρίο, αρχίζει τώρα τη νέα ιστορική της διαδρομή με το όνομα Ασίνη.

Το κάστρο της Κορώνης. Σ΄αυτήν την οχυρή τοποθεσία, πιθανότατα υπήρχε το Προϊστορικό Ρίον.

Οι Μεσσήνιοι εγκαταλείπουν το Ρίο: Ριανός ο Κρης, Μεσσηνιακά
Ο Ριανός ο Κρης ήταν Έλληνας ποιητής και γραμματικός, κάτοικος της Κρήτης και φίλος του Ερατοσθένη (-275/ -195).
H Σούδα λέει ότι αρχικά ήταν σκλάβος και παρατηρητής στην παλαίστρα αλλά αργότερα στη ζωή του απέκτησε καλή μόρφωση και αφιερώθηκε στη μελέτη της γραμματικής, μάλλον στην Αλεξάνδρεια. Ετοίμασε μια αναθεώρηση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, που χαρακτηρίστηκε από σωστή κρίση και ποιητικό αισθητήριο, ενώ τα σχόλια περιλάμβαναν συχνά δυναμικές παρατηρήσεις του. Έγραψε επίσης επιγράμματα, έντεκα από τα οποία σώζονται στην Παλατινή Ανθολογία και στον Αθήναιο και δείχνουν κομψότητα και ζωντάνια.
Ιδιαίτερα γνωστός όμως έγινε σαν συγγραφέας επών (μυθολογικών και εθνογραφικών), το πιο διάσημο από τα οποία ήταν τα έξι βιβλία των Μεσσηνιακών που ασχολούνταν με το Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο και την κεντρική φιγούρα του Αριστομένη, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από τον Παυσανία στο τέταρτο βιβλίο του σαν έγκυρη πηγή.
Άλλα παρόμοια ποιήματα ήταν τα Αχαϊκά, τα Ηλιακά και τα Θεσσαλικά. Τα Ηράκλεια ήταν ένα μεγάλο μυθολογικό έπος, μάλλον μίμηση του ομώνυμου ποιήματος του Πανυάσι, που είχε τον ίδιο αριθμό βιβλίων (δεκατέσσερα).
Σε πάπυρο του +2ου αιώνα βρίσκονται αποσπασματικοί στίχοι από κάποιο έπος ιστορικού περιεχομένου. Πιθανότατα πρόκειται για υπολείμματα από τα Μεσσηνιακά του Ριανού, όπως υποδεικνύει και η λέξη ρίον (= κορυφή, άκρο), η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως κύριο όνομα Ρίον και να ταυτιστεί με την ομώνυμη τοποθεσία στη Μεσσηνία, γνωστή και από αλλού. Γεγονός είναι ότι το απόσπασμα είναι τμήμα από κάποιο λόγο, στον οποίο ο αγορητής προσπαθεί να πείσει τους ακροατές του για την κρισιμότητα της κατάστασης, λόγω της επικείμενης άφιξης των εχθρών, και για την αναγκαιότητα αναχώρησης από την πατρίδα, προκειμένου να αναζητηθεί μια νέα. Γνωρίζουμε από τις αρχαίες πηγές ότι ένα μέρος των Μεσσηνίων κατάφερε τελικά να ξεφύγει από τους Σπαρτιάτες με πλοία και να αποφύγει έτσι την υποταγή και τη δουλεία. Όσοι δεν έφυγαν έγιναν οι γνωστοί είλωτες.

.....
[                       ] γιατί πολύ μακριά [                          ]
δεν κάθονται άπρακτοι οι εχθροί απ' τη δική μας χώρα
και αν στην ακοή τους φτάσει ο θόρυβος
του θρήνου, του στεναγμού μας του κακόφωνου,
αμέσως εναντίον μας θα φτάσουν αναρίθμητοι
και τότε ούτε ο άριστος απ' τους ημίθεους τον όλεθρό μας θα αποτρέψει.
... (οι εχθροί μας θα φτάσουν περνώντας)
γοργά πάνω απ' την πολύ απόκρημνη έδρα του Δία 
αθόρυβα, σιωπηλά. Κρύψτε λοιπόν μες στην καρδιά τους σκοπούς σας,
για να αποφύγετε ήσυχοι την επιδρομή,
μέχρι να ετοιμάσουμε το στόλο για αναχώρηση,
ελπίζοντας να μην μας αρπάξουν και μας ρίξουν στα βράχια οι θύελλες.
Αμέσως μετά αφήνοντας το απόκρημνο Ρίον,
την πατρίδα μας, θα αναζητήσουμε μια ξένη γη,
και πάνω σε αρχαία θεμέλια θα πυργώσουμε (μια πολιτεία καινούργια)...

* Ρίον, το. Η κορυφή (ή ακρώρεια) όρους/ το εξέχον μέρος του όρους (είτε προς τα άνω είτε προς τα εμπρός)./ Ακρωτήριον Ι. Σταματάκου "Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης".

Βιβλιογραφία και Πηγές:
-Κουμάνης Εμίλιος, Φιλλιπίδης Θοδωρής, Βλάχου Έρικα: "Το κάστρο της Κορώνης και της ευρύτερης περιοχής"
-Στράβων: Γεωγραφικά, Βιβλίο Η, Κεφ. 4, Παρ. 5&7
-THE MINNESOTA MESSENIA EXPEDITION Reconstructing a Bronze Age Regional Environment Edited by William A. McDonald and George R. Rapp, Jr.
-Ιστότοπος: Η Αναμενωμένη





Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Το οθωμανικό Τέμενος της Αγοράς στην Αρκαδιά/Κυπαρισσία

Το χαμένο οθωμανικό Τέμενος της Αγοράς στην Αρκαδιά/Κυπαρισσία
-The lost ottoman mosque of the agora in Arcadia/Kyparissia


Η ύπαρξη του ερειπωμένου τεμένους αποκαλύφθηκε την δεκαετία του 1980 κατά τη διάρκεια εργασιών φωτογραφικής και σχεδιαστικής τεκμηρίωσης του παραδοσιακού οικιστικού συγκροτήματος που βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του φρουρίου της Άνω Πόλης της Κυπαρισσίας, στα πλαίσια της εκπόνησης της διπλωματικής μεταπτυχιακής εργασίας της γράφουσας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.


Το τέμενος, χωρίς τον τρούλο του, κατείχε τη θέση υπερυψωμένου αίθριου της κατοικίας του Παναγιώτη Αντωνόπουλου, που ήταν γνωστός ως «Κάμπρας» στη μικρή κοινωνία της Άνω Πόλης. Από το εσωτερικό του αιθρίου καθίσταντο ορατά τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά στοιχεία και τα ίχνη επί των τοιχοποιιών που ήταν αρκετά για να καθοδηγήσουν τη γραφική αποκατάσταση του τεμένους.
Η θέση του τεμένους είναι χαρακτηριστικής σημασίας για την πολεοδομική ανάπτυξη του οικισμού της Αρκαδιάς.
Το τέμενος της αγοράς προβαλλόταν στο ψηλότερο σημείο της μεσαιωνικής αγοράς και μετέπειτα παζαριού της οθωμανικής περιόδου,που αναπτυσσόταν με γραμμική σταυροειδή διάταξη διατρέχοντας το κέντρο του οικισμού.
Ενταγμένο στο πλάτωμα όπου ανοίγεται η είσοδος στο μεσαιωνικό φρούριο ,την γνωστή ως «πλατεία Ελένης Χαμέρη» με τον πλάτανο και την περίοπτη κρήνη, επί της κεντρικής οδού που οδηγούσε στην πίσω ρούγα και τους Μύλους αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα τοπόσημα του οικισμού.


Η κατασκευή του τεμένους χρονολογείται στους πρώτους μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Τούρκους καθώς διακρίνεται σαφώς στην γνωστή γραφική απεικόνιση της πόλης της Αρκαδιάς από τον Coronelli που δημοσιεύτηκε το 1685 στη Βενετία (εικ.1)
Πρόκειται για μία τυπική διάταξη τεμένους εξωτερικών διαστάσεων 11,00Χ11,00 μ. με πάχος λιθοδομής 1,20μ.και άφθονη χρήση κεραμιδιών στους αρμούς της τοιχοποιίας του.
Στη διαμόρφωση των τόξων των ημιχωνίων στήριξης του σφαιρικού τρούλου, του «μιχράμπ» και των τοξωτών φεγγιτών χρησιμοποιούνται λαξευτοί λίθοι. Το «μιχράμπ» έχει κωνική προς τα άνω απόληξη , είναι ημικυκλικό σε κάτοψη και φέρει ανατολίτικο διάκοσμο με πρισματικά ανάγλυφα στοιχεία.
Τα ορθογώνια ανοίγματα του τεμένους έφεραν ανακουφιστικό χαμηλωμένο τόξο και τύμπανο σε ελαφρά εσοχή πιθανότατα διακοσμημένο.
Στη δυτική του όψη διακρίνονται ίχνη προστώου στον όροφο με τρείς τρουλίσκους υποβασταζόμενους με κίονες. Στο ισόγειο της δυτικής κύριας όψης του υπήρχαν τρία καταστήματα, διάταξη την οποία ευνόησε η επικλινής διαμόρφωση του εδάφους και ήταν αρκετά διαδεδομένη στην αρχιτεκτονική τεμενών ιδίως σε κεντρικούς χώρους των πόλεων και σε αγορές.


Η ιδιοκτησία στην οποία περιλαμβάνεται το ιδιαίτερα σημαντικό αυτό μνημειακό κτίσμα δωρήθηκε από τον ιδιοκτήτη της μετά θάνατον στον Δήμο Κυπαρισσίας , προκειμένου να στεγάσει το Λαογραφικό Μουσείο της Άνω Πόλης.
Η μελέτη αποκατάστασης του κτιριακού συγκροτήματος ολοκληρώθηκε από την γράφουσα το 1995.
Ως γενική αρχή που τέθηκε από την μελέτη ήταν η επιλογή της δεύτερης οικοδομικής φάσης του ως κυρίαρχης στη σημερινή κατάσταση , κατοχυρωμένης στη συνείδηση των πολιτών.
Τα στοιχεία της πρώτης οικοδομικής φάσης και ιδιαίτερα των ερειπίων του τεμένους διατηρούνται και αναδεικνύονται αφού ολοκληρωθεί η αρχιτεκτονική τεκμηρίωση του με σχολαστικούς καθαρισμούς, καθαιρέσεις ευτελών προσθηκων και αρχαιολογική διερεύνηση του χώρου.Στόχος είναι να συμπληρωθεί ο τρούλος ώστε να αναδειχθεί το τέμενος ως κεντρικός πυρήνας του μουσείου με δυνατότητα πολλαπλών χρήσεων.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΝΟΥΣΟΥ-ΝΤΕΛΛΑ







Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Το αρχαίο Θέατρο της Πλατιάνας, Τριφυλία


 Το θέατρο της Πλατιάνας είναι χτισμένο στην ανατολική απόληξη του όρους Λαπίθα, στα νότια της ομώνυμης κοινότητας, του Δήμου Κρεστένων- Ανδρίτσαινας, του Νομού Ηλείας. Το χαρακτηριστικό στοιχείο του θεάτρου είναι η μοναδική του θέση. Η απόκρημνη θέση του προσφέρει ανεμπόδιστη θέα ιδίως προς το βορρά και την κοιλάδα του Αλφειού.



Ο αρχαιολογικός χώρος


 Το θέατρο βρίσκεται εντός της ακροπόλεως του αρχαιολογικού χώρου της Πλατιάνας. 
Η οχυρωμένη, ελλειπτική και μακρόστενη πόλη (μέγιστου μήκους: 600μ., και πλάτους: 200μ.) περιβάλλεται από μία σειρά τειχών, πιθανώς του -4ου ή -3ου αιώνα που σώζονται στο σύνολό τους σε πολύ καλή κατάσταση (σε ορισμένα σημεία γύρω στα 5μ. ύψος).
 Διαθέτει τρεις μεγάλες πύλες στα ΒΔ, ΝΔ και Α, όπου είναι η κύρια πύλη, καθώς και αρκετούς αμυντικούς πύργους, κυρίως ορθογώνιας αλλά και τραπεζιόσχημης κάτοψης. Τα τείχη έχουν κτιστεί από ογκόλιθους κατά το πολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας.
 Υποδιαιρείται σε 8 βαθμιδωτά άνδηρα (επίπεδες επιφάνειες), που συγκρατούνται από αναλημματικούς τοίχους, κτισμένους κατά το τραπεζοειδές ή ορθογώνιο σύστημα τοιχοποιίας.
Σε ένα από τα άνδηρα αυτά υπάρχει το αρχαίο θέατρο της Πλατιάνας.
 Η πόλη είχε πιθανόν εγκαταλειφθεί έως τον -2ο αι., καθώς δεν μνημονεύεται από τον περιηγητή Παυσανία. Για την ταύτισή της έχουν προταθεί οι πόλεις της αρχαίας Τριφυλίας Τυπανέαι και Ύπανα, οι οποίες μνημονεύονται από τον Πολύβιο σε σχέση με την εισβολή του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου του Β΄ στην περιοχή κατά τη διάρκεια του Συμμαχικού πολέμου(-220/ -217), καθώς και από άλλες αρχαίες πηγές και επιγραφικές μαρτυρίες. Η ταύτιση της θέσης με αρχαία πόλη δεν είναι ακόμη απολύτως ασφαλής, μελλοντικές ωστόσο έρευνες και ευρήματα μπορούν να συνδράμουν προς την κατεύθυνση αυτή. 


Από την ανεύρεση λίθινων τεχνέργων κατά τη διάρκεια εργασιών αποψίλωσης στην κορυφή και στα πρανή του λόφου εικάζεται πως η θέση είχε και προϊστορικές φάσεις κατοίκησης.



Το θέατρο

 Μια πρώτη εκδοχή του σκηνικού οικοδομήματος του θεάτρου φαίνεται να ξεκινάει στα μέσα του -4ου αι. Στα μέσα του -3ου αι. αποκτά την τυπική διάρθρωση ενώ εκτεταμένες μετασκευές φαίνεται ότι συντελέστηκαν την εποχή της ρωμαιοκρατίας. 

 Η ορχήστρα έχει διάμετρο 12,00μ. και το κοίλο 34,5 μ. Το κοίλο είναι ημικυκλικό με έντονα άνισα μήκη αναλημματικών τοίχων παρόδων. Από τις γενικές διαστάσεις του κοίλου προκύπτει ότι το θέατρο διέθετε από 10 έως 12 σειρές καθισμάτων με μέγιστη χωρητικότητα όχι μεγαλύτερη των 850 ατόμων. 
 Στο θέατρο διακρίνεται η χαρακτηριστική διάρθρωση των αντίστοιχων ελληνιστικών κατασκευών: το κοίλο, η ορχήστρα και το σκηνικό οικοδόμημα. Στα σχέδια αυτά φαίνεται οτι το θέατρο αποπνέει ένα στιβαρό και λιτό χαρακτήρα.


 Το θέατρο αποτελεί αξιόλογο παράδειγμα ενός μικρού επαρχιακού πολίσματος το οποίο χαρακτηρίζεται από την εμφατική παρουσία ενός και μόνο υλικού δομής: του σκληρού ασβεστολιθικού τοπικού πετρώματος. Η αρχιτεκτονική του θεάτρου προσαρμόστηκε στις δυνατότητες που προσέφερε ο χώρος της Ακρόπολης σε επαφή με το τείχος φαινόμενο που παραπέμπει ευθέως στο θέατρο της Πλευρώνας στην Αιτωλοακαρνανία και κατασκευαστικά μοιάζει πάρα πολύ. Τα καθίσματα του κοίλου αποτελούνταν από κτιστές λιθοδομές αντιστήριξης που σταδιακά και προς τα επάνω διαμόρφωναν τα καμπύλα όρια επάληλλων στρωμάτων επιχώσεων.
 Πλακόστρωτο και καθίσματα δεν διαχωρίζονταν με ιδιαίτερες διαμορφώσεις. Σήμερα διασώζονται κατά τόπους και ελαφρά μετακινημένες οι πλάκες των καθισμάτων κυρίως στις πρώτες έξι σειρές. Σχετικά καλύτερα διασώθηκε η δομή του κοίλου στη δυτική κερκίδα. Εκεί ο αναλημματικός τοίχος που ήταν κτισμένος με ογκώδεις λίθους διατηρήθηκε σε μεγαλύτερο ύψος και συγκράτησε τη συνοχή της κατασκευής σε σχετικά μεγάλη έκταση. 


 Είναι σαφές ότι πολλά καθίσματα από ογκώδεις λίθους της δυτικής κερκίδας προέρχονται από διάλυση άλλου αρχαίου κτηρίου και προφανώς είναι επέμβαση της ρωμαϊκής εποχής.
Θα πρέπει να φανταστούμε αρχικά την οχύρωση της πόλης. Ο πύργος ενδέχεται να σχετίζεται με το πρώτο οικοδομικό πρόγραμμα της κατασκευής του σκηνικού οικοδομήματος. Στο πρώτο αυτό θέατρο πρέπει να φανταστούμε μόνο τον αναλημματικό τοίχο που κινείται παράλληλα με το τείχος της πόλης. 



Σε επαφή με αυτόν θα υπήρχε μόνο ο κύκλος της ορχήστρας και γύρω του οι πρώτες σειρές καθισμάτων πιθανώς σκαλισμένες και στον βράχο. 
 Στην συνέχεια κατασκευάστηκε στο επίπεδο της ορχήστρας το α’ σκηνικό οικοδόμημα το οποίο οριζόταν από τον αναλημματικό τοίχο και την κατασκευή του προσκηνίου. Ο αναλημματικός τοίχος διατηρείται σχεδόν στο πλήρες αρχικό του ύψος.
 Το προσκήνιο ορίζεται από στυλοβάτη που βρέθηκε όπως ήταν αναμενόμενο σε μικρή απόσταση από τον τοίχο και δύο μικρούς εγκάρσιους πλευρικούς τοίχους. Συγχρόνως ή σύντομα κατασκευάζεται και ο επάνω όροφος της σκηνής με τον τοίχο και το θύρωμα με τις κονσόλες.
 Από τον όροφο διασώθηκαν διάσπαρτοι οι δύο ογκώδεις λίθοι κονσόλες στήριξης του ανωφλίου του κεντρικού θυρώνα. Στο ανατολικό τμήμα του αναλημματικού τοίχου θα μπορούσαμε να υποθέσουμε και κατασκευή κλίμακας που να οδηγεί στην στέγη για τις ανάγκες της εξέλιξης του έργου. Το κοίλο αυτή την εποχή πιθανώς εκτεινόταν σε μικρότερη έκταση από αυτή που καταλαμβάνει σήμερα. 

 Στην ρωμαϊκή φάση η σκηνή μεταφέρεται στον όροφο, οι λίθοι του προσκηνίου χρησιμοποιούνται στον τοίχο του pulpitum, το οποίο σώζεται σε ερειπιώδη μορφή. Το σκηνικό οικοδόμημα επεκτείνεται προς το τείχος και καταλαμβάνει πλέον όλο τον χώρο. Αυτή την εποχή υπήρξαν αναδιατάξεις και επισκευές στο περιμετρικό τοίχο – την άντυγα. Πιθανώς υπήρξε αύξηση των θέσεων στην περιοχή του περιμετρικόυ διαδρόμου με αποτέλεσμα να γίνουν τροποποιήσεις στις εισόδους των κλιμάκων. Εντωμεταξύ στον αναλημματικό διανοίγεται πέρασμα για την κατασκευή κλίμακας για την εξυπηρέτηση της επικοινωνίας των επιπέδων.


 Η κατάσταση διατήρησης του μνημείου είναι κακή και είναι αποτέλεσμα συνδυασμού δύο κύριων παραγόντων που έδρασαν καταστροφικά: της φυσικής φθοράς όσο και της ανθρωπογενούς δράσης. Είναι δεδομένο ότι η θεμελίωση των καθισμάτων πάνω σε επιχώσεις και βράχο προκάλεσε μετά από την απόπλυση του υλικού επιχώσεως μια ανισότροπη συμπεριφορά με αποτέλεσμα τις τοπικές καταβυθίσεις και φαινόμενα μκροολισθήσεων προς την κατωφέρεια του κοίλου.
Η σεισμική δράση δεν μπορεί να αγνοηθεί αλλά δύσκολο να ανιχνευθεί στο συγκεκριμένο ερείπιο επειδή εξέχει ελάχιστα του εδάφους. Η σεισμική δράση βεβαιώνεται σε άλλες γειτονικές κατασκευές της Ακροπόλεως και στον ίδιο τον πύργο.



 Το υλικό, τοπικός σκληρός ασβεστόλιθος, που διακρίνεται από τις πυκνές ασυνέχειες δομής και με τους πολλούς εγκλεισμούς με τα χρόνια απολεπίζεται και διαρρέει, φαινόμενο το οποίο είναι καλά μελετημένο για το ναό της Φιγάλειας. 
 Το μνημείο λεηλατήθηκε συστηματικά αφού φαίνεται ότι αποτελούσε για αιώνες έναν προσφιλή τόπο εύκολου προσπορισμού λίθων ποικίλων διαστάσεων. Η εικόνα όμως της γενικότερης ακανονιστίας της μορφής των λιθοδομών του περιμετρικού αναλημματικού τοίχου και τμήματος του κοίλου οφείλεται όχι στις μεταγενέστερες περιπέτειες του μνημείου αλλά πρωτίστως σε μία αιτία που ανάγεται ήδη από τα αρχαία χρόνια. Η γραφική θα λέγαμε ακανονιστία που παρουσιάζουν τα συγκεκριμένα τμήματα του μνημείου οφείλονται στην χρήση λίθων από άλλα προυπάρχοντα του θεάτρου κτήρια ή σε ανατοποθετήσεις.
 Φαίνεται ότι το κοίλο αναδιαμορφώθηκε ριζικά ή επεκτάθηκε βιαστικά τα ρωμαϊκά χρόνια σε ένα οικοδομικό πρόγραμμα χωρίς ιδιαίτερες αισθητικές αξιώσεις. Εκτός των άλλων η χαοτική εικόνα του κοίλου οφείλεται κυρίως στην έκθεση του υλικού πλήρωσης των υποδομών των καθισμάτων από την ερείπωση του και την κατεδάφιση των ανώτερων σειρών των καθισμάτων. Η λατύπη αποτελεί προϊόν της κατεργασίας των λίθων του θεάτρου, η οποία γινόταν επιτόπου, όσο και στον κατακερματισμό τους με σκοπό την ευκολότερη απομάκρυνση τους κατά την διάλυση του θεάτρου. Η λατύπη αυτή αποτελεί εν μέρει και προϊόν της σταδιακής αποσάθρωσης τους. Όλες οι δράσεις που προτείνονται είναι εναρμονισμένες με τις επικρατούσες αρχές σύγχρονης διαχείρισης και αναστήλωσης των μνημείων.


Από την παρουσίαση της μελέτης Aνάδειξης «Αρχαίου Θεάτρου στην Πλατιάνα»

ΠΗΓΗ: Διάζωμα







Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Ελληνιστικός "τύμβος των αθλητών", Τραγάνα Τριφυλία


Ο τύμβος Τσοπάνη Ράχη βρισκόταν σε χαμηλό ύψωμα, περίπου 1,5 χιλιόμετρο ΝΔ της Τραγάνας Τριφυλίας.[1] Είναι το ψηλότερο σημείο της περιοχής που αποτελεί μια πολύ μεγάλη ανοιχτή και επίπεδη έκταση με αμμώδης χώμα, όπου μέχρι πρόσφατα κυρίως καλλιεργούνταν καρπούζια.
Σε ανασκαφές που έγιναν στις αρχές του 1960 και εντός Τύμβου ανασκάφηκαν τάφοι της Ελληνιστικής περιόδου. Οι τάφοι ήταν κιβωτιόσχημοι με επένδυση από πέτρινες πλάκες και οι νεκροί είχαν ενταφιαστεί εντός ξύλινων φέρετρων. Οι σκελετοί αλλά και τα κτερίσματα ανήκουν κυρίως σε νεαρούς άνδρες και ο αρχαιολογικός χώρος ονομάστηκε "Τύμβος των αθλητών".Στα ευρήματα συγκαταλέγονται χρυσά διαδήματα, ένα ασημένιο αγγείο, γυάλινα αγγεία, χάλκινα και ασημένια νομίσματα, λυχνάρια, πολλά κεραμικά αγγεία, και μια μεγάλη βάση στήλης.


Σύμφωνα με τους Αμερικάνους αρχαιολόγους του The Pylos Regional Archaeological Project το 1995 δεν φαινόταν σχεδόν τίποτα από τον αρχαιολογικό χώρο αφού ήταν εγκαταλελειμμένος και πλήρως καλυμμένος με άγρια βλάστηση. Στον τύμβο είχε ανεγερθεί ένα αγροτόσπιτο ενώ μιά πέτρινη πλάκα, ίσως κάλυμμα τάφου, ήταν το μόνο ορατό σημείο του μνημείου.(Εικόνες κάτω)


Ο Τύμβος [2]
Από το 1962 έως το 1965 η Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματοποίησε ανασκαφές στην περιοχή βόρεια του κόλπου του Ναυαρίνου, στη θέση Τσοπάνη Ράχη ή Ρείκια, μέσα στα κτήματα της οικογένειας Κοκκέβη, όπου αποκαλύφθηκε τύμβος ελληνιστικών χρόνων (βλ. Σχέδ.1 κάτοψη του τύμβου).
Η θέση του τύμβου, κάπου πεντακόσια μέτρα Ανατολικά της ακτής, βρίσκεται σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων Β - ΒΔ. του αρχαίου Κορυφάσιου, όπου τα ίχνη της κλασσικής, ελληνιστικής, ρωμαϊκής και μεσαιωνικής Πύλου, πάνω από τα όποια δεσπόζουν σήμερα, στην κορυφή του απότομου αυτού βραχόβουνου, τα ερειπωμένα τείχη φραγκοβενετσιάνικου κάστρου, του γνωστού Παλιόκαστρου ή Παλιού Ναυαρίνου. 

Ο τύμβος, που σε κάτοψη είναι ωοειδής και που και τώρα ακόμα δεσπόζει, λίγο- πολύ, στο κέντρο του εκτεταμένου εκεί ψηλού κάμπου, δεν φαίνεται να ήταν αρχικά πολύ πιο ψηλός από όσο σήμερα δείχνει, σύμφωνα με τα δεδομένα της ανασκαφής.
Ένας ογκώδης αστράγαλος από πουρί της περιοχής, επιτύμβιο σήμα πρωτόφαντο, θα έπρεπε να ήταν στημένος στην κορυφή μάλλον του τύμβου, μιά και βρέθηκε κυλισμένος στα ριζά του, λίγα μέτρα μόνο πιο πέρα από την αρχική του θέση, που την προσδιόρισαν υπολείμματα πέτρινου υπόβαθρου στο κέντρο πάνω της χωμάτινης τεχνητής επίχωσής του.


Ο τύμβος περιείχε πέντε συνολικά τάφους σκαμμένους μέσα στο στερεό έδαφος.
Οι δύο από αυτούς (τάφοι 1ος και 5ος), παράλληλα και κοντά ο ένας στον άλλον στα νότια του κέντρου του τύμβου, ήταν λάκκοι που περιείχαν αρχικά τα ξύλινα φέρετρα των νεκρών.
Οι υπόλοιποι τρείς (τάφοι 2ος, 3ος και 4ος), ακριβώς στο πλάι ο ένας του άλλου και στα βόρεια αυτοί του κέντρου του τύμβου, είναι κιβωτιόσχημοι με πλευρές ντυμένες με πώρινες πλάκες- τούτους περιβάλλει φτηνός πέτρινος χτιστός ορθογώνιος περίβολος, που βρίσκεται σε ψηλότερο από τούς τάφους επίπεδο και ο οποίος, μέσα στην τεχνητή επίχωση του τύμβου, καθόριζε απλώς την έκταση που αυτοί, βαθύτερα, κατείχαν.
Εκτός από τη βορειοδυτική, ο χώρος προς τις υπόλοιπες τρεις πλευρές του ταφικού τούτου περιβόλου, δηλαδή το ένα τέταρτο σχεδόν της όλης έκτασης του τύμβου, περιείχε μικρές ή μεγαλύτερες λατρευτικές πυρές που το πάχος της σταχτόμαυρης ανθρακιάς τους, ανάκατο με σπασμένα τα περισσότερα αγγεία, ξεπερνούσε το ένα μέτρο.
Στούς τάφους και στις πυρές του τύμβου αποκαλύφτηκαν συνολικά μερικές εκατοντάδες διάφορα πήλινα αγγεία και σκεύη- επίσης μερικά από μολύβι, από χαλκό, από ασήμι κι από γυαλί. Βρέθηκαν ακόμα μετάλλινα εργαλεία και ποικίλα είδη καθημερινής ή πιο ειδικής χρήσης, όπως στλεγγίδες, μαχαιρίδια, κάτοπτρα, ψαλίδια, κοσμήματα κλπ. 
Σημειώνεται ότι κάθε τάφος περιείχε, μεταξύ άλλων, από ένα ως οχτώ λυχνάρια, καθώς και ότι σε τρεις από αυτούς βρέθηκαν από ένα ως δύο χάλκινα ή αργυρά νομίσματα.
Ένας τάφος (ο πρώτος) είχε δύο σκελετούς, πού ο καθένας τους είχε στο κεφάλι του από μιά χρυσή ταινία. Ένας άλλος τάφος ο (πέμπτος) περιείχε ένα μόνο σκελετό, πού το κεφάλι του βρέθηκε στεφανωμένο από τρία ζεύγη χρυσών ταινιών, οι όποιες, συνδεδεμένες ιδιόμορφα μεταξύ τους, σχημάτιζαν επάνω στο κρανίο ολόκληρο πλέγμα.


Τα δεδομένα της ανασκαφής γενικά, ειδικότερα μάλιστα τα νομίσματα και τα λυχνάρια, για τα οποία θα γίνη λόγος αμέσως παρακάτω, όπως και μια σειρά ολόκληρη από αγγεία πού βρέθηκαν στους τάφους και στις πυρές, τοποθετούν τον τύμβο προς το τέλος του -3ου και τις αρχές τού -2ου αιώνα. Η ανυπαρξία επιγραφής κάνει αδύνατη την εξακρίβωση του προορισμού του τύμβου- ωστόσο, οι χρυσοστεφανωμένοι νεκροί, η πληθώρα των μαχαιριδίων και των στλεγγίδων, ο μεγάλος επιτύμβιος αστράγαλος και η ταυτόχρονη ταφή που διαπιστώθηκε στον πρώτο τάφο, φανερώνουν ίσως ότι στον τύμβο ήταν θαμμένοι μαχητές ή και αθλητές δοξασμένοι, πού ιδιαίτερα τους τίμησαν οι συγγενείς και η πόλη. 
Θα πρέπη επίσης, λόγω της γεωγραφικής θέσεως του τύμβου, να θεωρηθή σαν βέβαιη η σύνδεσή του με την κοντινή, ακμάζουσα τότε, ελληνιστική Πύλο, που από τον 3ο αιώνα την διεκδικούσαν οι Μεσσήνιοι και η Αχαϊκή Συμπολιτεία.

Στο βορειοδυτικό τμήμα της περιφερείας του Τύμβου και σε βάθος 0,20 μ. από της σημερινής επιφανείας αυτού, απεκαλύφθη η ανωτέρω εικονιζόμενη υπερμεγέθης πωρίνη βάσις εις σχήμα αστραγάλου, ελαφρώς αποκεκρουμένη, φέρουσα επί της μιας των πλαγίων όψεων μικράν οπήν σχήματος τραπεζίου αρχικώς χρησιμεύσασαν δια την ανύψωσιν του λίθου δια του συστήματος του λύκου (καμπάνα), εν συνεχεία δε δια την στερέωσιν πιθανώς ενεπιγράφου στήλης 

Χρονολόγηση των Τάφων
Και πρώτα πρώτα θα γίνη λόγος για τα πέντε νομίσματα που βρέθηκαν σε τέσσερεις τάφους του τύμβου.
Ο πρώτος τάφος, στον οποίο βρέθηκε και ο σκύφος μιλλεφιόρι, περιείχε σύγχρονη ταφή δύο νεκρών, που τα στεφανωμένα με χρυσές ταινίες κεφάλια τους ήταν τοποθετημένα κανονικά το ένα δίπλα στ’ άλλο. Στο ύψος των κεφαλιών βρέθηκαν δύο χάλκινα νομίσματα που σίγουρα συνόδευαν καθέναν από τους νεκρούς. Το ένα είναι μεγαρικό και έχει κεφαλή Αθηνάς από τη μιά μεριά και οβελίσκο ανάμεσα σε δελφίνια από την άλλη, μαζί με τα αρχικά του ονόματος της πόλεως. Το νόμισμα αυτό κυκλοφόρησε περίπου μετά τα -307. Τό άλλο νόμισμα, με κεφαλή Δήμητρας μπροστά και τον Ιθωμάτα Δία με τρίποδα στην πίσω όψη, είναι των Μεσσηνίων και κυκλοφόρησε μετά τα -280 περίπου.
Γι’ αυτά τα νομίσματα δεν μπορεί από την μέχρι σήμερα γνωστή βιβλιογραφία να προσδιοριστούν κατώτατα όρια κυκλοφορίας τους, ωστόσο πρέπει να πλησιάζουν η να μην ξεπερνούν το -146, όριο δηλαδή που γενικότερα αποτελεί σταθμό για την ελληνική νομισματοκοπία, μια και χάνουν από τότε οι πόλεις της Ελλάδας την ανεξαρτησία τους. Για τον τάφο αυτό του τύμβου, αφού η ταφή των νεκρών είναι ταυτόχρονη, το -280, είναι ένα σίγουρο terminus post quem, ενώ στα μέσα του -2ου αιώνα (-146), καθορίζεται ένα πιθανό κατώτατο terminus ante quem.
Τα όρια αυτά επιβεβαιώνονται από ένα ασημένιο νόμισμα της Αχαϊκής Συμπολιτείας πού βρέθηκε στον τρίτο τάφο του τύμβου: Στη μια όψη του έχει παράσταση κεφαλής Διός και στην άλλη το γνωστό μονόγραμμα της Συμπολιτείας, κλεισμένο σε στεφάνι. Δυστυχώς το σύμβολο και το όνομα της πόλεως είναι δυσδιάκριτα λόγω φθοράς και δεν μπορεί να δοθή έτσι ειδικότερη χρονολογία. Πάντως το νόμισμα κόπηκε μετά τα -280 ή στα -251, και κυκλοφόρησε ίσαμε τα -146.


Σημαντική για τον τύμβο χρονολογία είναι εκείνη που μας δίνει ο δεύτερος τάφος του, στον οποίο και βρέθηκε ο αριθ. 2 γυάλινος κωνικός σκύφος. Στον τάφο αυτό υπήρχε ο σκελετός ενός μόνο νεκρού που τον συνόδευε ένα ασημένιο νόμισμα της μεσσηνιακής πόλεως της Κορώνης, με κεφαλή Αθηνάς μπροστά και τα γράμματα ΚΟΡ με τσαμπί σταφυλιού μέσα σε στεφάνι, στην πίσω όψη. Το νόμισμα αυτό κόπηκε στα -220 και κυκλοφόρησε ίσαμε το -182. Παρέχεται έτσι ένα terminus post quem και ένα terminus ante quem, για τον τάφο, τα όποια και περιορίζουν την ταφή σ’ αυτόν σε χρονική διάρκεια λιγότερη από δυό γενιές.
Γιά το χάλκινο νόμισμα πού συνόδευε τον, επίσης μοναδικό, νεκρό του πέμπτου τάφου και στον οποίο βρέθηκε ο αριθ. 2 γυάλινος «μεγαρικός» σκύφος, δεν μπορεί να γίνη λόγος γιατί έχει κατεστραμμένες και τις δύο του όψεις. Στον τέταρτο τάφο του τύμβου δε βρέθηκε νόμισμα.
Παρά την έλλειψη νομισματικών χρονολογικών στοιχείων για τους δύο αυτούς τάφους, μπορούμε να πούμε ότι αυτοί είναι σε όλα σύγχρονοι με τούς τρεις προηγούμενους, πράγμα πού στηρίζεται τόσο στα ανασκαφικά δεδομένα, όσο και στην ομοιότητα των πολυπληθών ευρημάτων, τα οποία, κοινά σε όλους, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να τοποθετηθούν χαμηλότερα από το α' τέταρτο του -2ου αιώνα.
Σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν πιο πάνω για τα νομίσματα, συμπεραίνει κανείς εύκολα την εποχή του τύμβου, που θα μπορούσε να περιοριστή στην περίοδο τουλάχιστον από το -220 ίσαμε το -182, χρονολογία δηλαδή απόλυτα σίγουρη πού προσφέρει το νόμισμα του μοναδικού νεκρού του δεύτερου τάφου και την οποία αδίσταχτα μπορούμε να δεχτούμε και σαν τη χαμηλότερη χρονολογία για τις ταφές στον τύμβο, παρά το γεγονός ότι τα νομίσματα των άλλων τριών τάφων, αλλά και τα περισσότερα από τα ευρήματα πού αποκαλύφθηκαν σ’ αυτούς, δικαιολογούν χρονολογίες ακόμα παλαιότερες. Οι χρονολογίες πού μας δίνουν τα νομίσματα θα συσχετιστούν με εκείνες πού βγαίνουν για τούς τάφους, από την εξέταση της χρονολόγησης των λυχναριών πού βρέθηκαν επίσης σ’ αυτούς.
Στους πέντε τάφους του τύμβου βρέθηκαν συνολικά δεκαπέντε λυχνάρια. Τέσσερα από αυτά (βλ.Πίν.68α-ς' και 69β, ε), αποκαλύφθηκαν στους αριθ. δεύτερο, πέμπτο και πρώτο τάφους, οι οποίοι περιείχαν αντίστοιχα τα αριθ. 1, 2 και 3 γυάλινα αγγεία.
Τα τέσσερα αυτά λυχνάρια, που τυπολογικά ανήκουν στην ίδια ομάδα, έχουν παράλληλό τους εκείνα της αγοράς των Αθηνών, που ο Howland συγκεντρώνει στον τύπο 43D και για τα οποία δέχεται ότι εμφανίζονται περίπου από το -225 και ότι εξακολουθούν να βρίσκωνται μέχρι λίγο πιό κάτω από τα μέσα τού -2ου αιώνα. Μιά σύγκριση επίσης των λυχναριών αυτών με τα γνωστά από τις ανασκαφές της Κορίνθου οδηγεί στα ίδια χρονολογικά αποτελέσματα. Μπορεί επίσης γενικότερα να ειπωθή εδώ ότι τα λυχνάρια και των πέντε τάφων του τύμβου έχουν παράλληλα ανάμεσα στα λυχνάρια εκείνα μόνο του -3ου και -2ου αιώνα από τις ανασκαφές της Κορίνθου, που ο Broneer συμπεριλαβαίνει, σε διάφορες ποικιλίες και ομάδες, από τον τύπο VIII μέχρι και του τύπου XV, για τον οποίο σαν χαμηλότερη χρονολογία δέχεται την εποχή λίγο πριν από τα μέσα του -2ου αιώνα.
Σημειώνουμε ακόμα εδώ ότι δυό λυχνάρια του τύμβου Τσοπάνη Ράχη, από τον τρίτο τάφο (βλ. Πίν.69α, δ, γ, ς), διαφορετικού αυτά τύπου από τα άλλα, έχουν παράλληλό τους στην ομάδα εκείνη των λυχναριών της Κορίνθου, που ο Broneer συγκεντρώνει στον τύπο XVII. Τα δύο αυτά λυχνάρια μπορεί να συγκριθούν επίσης με μερικά σχήματα λύχνων πού περιλαβαίνονται στους τύπους λυχναριών 33Α και 33Β της αγοράς των Αθηνών και τους οποίους χρονολογεί ο Howland ανάμεσα στα -225/ -180, για τον τύπο 33Β και -225/ -125, για τον τύπο 33Α.
Γενικά επίσης αναφέρεται εδώ, ότι τα λυχνάρια της Τσοπάνη Ράχη βρίσκονται πολύ πιο κοντά με εκείνα που ανήκουν στις ομάδες I- III από τις ανασκαφές της Ταρσού και τα οποία χαρακτηρίζονται ως Early- and Middle Hellenistic, ενώ αντίθετα δεν έχουν καμιά σχέση με τα λυχνάρια των ομάδων IV- VIII, από τις ίδιες ανασκαφές πού χρονολογούνται ως Late Hellenistic.



Η χρονολογία πού, σύμφωνα με τα προηγούμενα, δεχόμαστε για τους τάφους του τύμβου Τσοπάνη Ράχη, πλησιάζει έτσι, και από τα πάνω και από τα κάτω, το έτος -200, πράγμα πού συμφωνεί πέρα για πέρα και με τη χρονολογία πού πρόσφερε κατά κύριο λόγο το νόμισμα του δεύτερου τάφου του τύμβου, το όποιο, ξαναθυμίζουμε εδώ, ανήκει στην περίοδο -220/ -182.

Οι αρχαιολογικοί χώροι της περιοχής
Σε μικρή απόσταση από τον Τύμβο στην Τσοπάνη Ράχη, από τις 20 Φεβρουαρίου του 2007 έως τις 31 Ιουλίου του 2010 στο πλαίσιο των εργασιών για την ανέγερση της ξενοδοχειακής μονάδας Costa Navarino – Navarino Dunes με γήπεδο γκολφ δεκαοκτώ διαδρομών, το οποίο αναπτύσσεται σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, βορειοδυτικά του χωριού Ρωμανός, διεξήχθησαν σε διάφορα σημεία της τεράστιας έκτασης, συνεχόμενες σωστικές αρχαιολογικές ανασκαφές.
Ήρθε στο φως εκτεταμένος Πρωτοελλαδικός οικισμός, -3200 έως -2200, που είναι ο μεγαλύτερος της Μεσσηνίας που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Στα ευρήματα του οικισμού συγκαταλέγονται αξιόλογα αγγεία της εποχής αλλά και εργαστήριο χαλκού, μοναδικού για ολόκληρη την Πελοπόννησο. Στην ίδια περιοχή ανασκάφτηκαν Μυκηναϊκός Θολωτός τάφος, -1600, τάφοι και οικίες της εποχής του Σιδήρου, -1100 έως -800, πρώιμος Αρχαϊκός Ναός, επίσης μοναδικού για την Μεσσηνία αλλά και οικιστικές εγκαταστάσεις των Ελληνιστικών χρόνων.
Σε ότι αφορά την Ελληνιστική περίοδο, όταν και κατασκευάστηκε ο "Τύμβος των Αθλητών", στην ίδια περιοχή υπήρχε ναός όπου γινόταν λατρεία μιας θεότητας, προστάτιδας των άγριων ζώων και της φύσης, της Αρτέμιδος ή της Πότνιας Θηρών. Ο ναός θα πρέπει να ήταν σε λειτουργία από τους αρχαϊκούς χρόνους, -7ος αι., έως την Ελληνιστική Εποχή, -3ος έως -2ος αι.(εικ. κάτω). Εξωτερικά του βόρειου τοίχου του ναού αποκαλύφθηκαν λείψανα θεμελίων και άλλων κτισμάτων, γεγονός που φανερώνει ότι στο περιβάλλον του υπήρχαν και άλλα βοηθητικά οικοδομήματα, που εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του ή και τους πιστούς που επισκέπτονταν το ναό.


Επίσης ανασκάφηκε μεγάλο διώροφο κτιριακό συγκρότημα αγροτικού χαρακτήρα των Ελληνιστικών χρόνων. Βοηθητικοί χώροι της αγροικίας χρησίμευαν πιθανόν ως αποθήκες, εργαστήρια, χώροι παρασκευής εμπορευμάτων κ.λπ., για την εξυπηρέτηση των αγροτικών αναγκών των κατοίκων. Να σημειώσουμε ότι σε απόσταση 3 χιλιομέτρων, στην θέση του Παλαιόκαστρου, τοποθετείτε η αρχαία Πύλος των Κλασσικών- Ελληνιστικών χρόνων.
Όλα αυτά τα ευρήματα  καταδεικνύουν την αρχαιολογική σπουδαιότητα της περιοχής επιβεβαιώνοντας τη συνεχή και χωρίς διακοπή κατοίκηση του χώρου κατά την αρχαιότητα. Η εγγύτητα με τη θάλασσα, η εξασφάλιση ύδατος από τον ποταμό Σέλα και τους χειμάρρους που καταλήγουν σε αυτόν, το ήπιο κλίμα και η ευφορία των πεδινών εδαφών, ήταν από τους κυριότερους λόγους της ιδιαίτερης προτίμησης των ανθρώπων για την κατοίκηση της περιοχής αυτής.
Δυστυχώς τα περισσότερα από τα σπουδαία αυτά ευρήματα καταχώθηκαν, στερώντας τις επόμενες γενιές από ένα σπουδαίο κληροδότημα.

Πηγές 
[1] Ιστότοπος: The Pylos Regional Archaeological Project
[2] Γ. Α. Παπαθανασόπουλος: Ελληνιστικά Γυάλινα αγγεία του Μουσείου Πύλου, Αρχ. Δελτίο 21, 1966, Μελέται Α
Σχετικοί σύνδεσμοι:
Ρωμανός Μεσσηνία: Αρχαϊκός ναός και κατοίκηση Ελληνιστικών χρόνων
Τραγάνα Τριφυλία: Προϊστορικός οικισμός και θολωτοί τάφοι
Ρωμανός Μεσσηνία: Πρωτοελλαδικός οικισμός, Θολωτός τάφος και ευρήματα εποχής Σιδήρου
Η αρχαία Πύλος των Κλασσικών- Ελληνιστικών χρόνων


ΕΥΡΗΜΑΤΑ "ΤΥΜΒΟΥ ΑΘΛΗΤΩΝ", -3ος/ -2ος ΑΙΩΝ
Αριστερά: Πήλινη οινοχόη με τριφυλλόσχημο στόμιο από τον τάφο 3 του ελληνιστικού τύμβου των Αθλητών στην Τσοπανη Ράχη. Φέρει ραδινή λαβή και, από το σημείο όπου η λαβή ενώνεται με το σώμα και κάτω διακοσμείται με κάθετες γραμμές χτενωτής διακόσμησης.
Δεξιά: Μελαμβαφής κάνθαρος με ευρύ λαιμό, ημισφαιρικό σώμα, λαβές με πεπλατυσμένες λοξές αποφύσεις και βαθμιδωτή βάση. Γύρω από το λαιμό φέρει διακόσμηση από φύλλα κισσού και κάτω από αυτήν τριπλή σειρά μαστοειδών αποφύσεων. Η διακόσμηση αυτή ανήκει στον τύπο της "Δυτικής Κλιτύος" και προέρχεται από αττικά εργαστήρια. Ο συγκεκριμένος κάνθαρος όμως, όπως και οι παρόμοιοι από την Τσοπάνη Ράχη, αποδίδονται σε εργαστήριο της Δυτικής Πελοποννήσου που μιμείται τα αττικά πρότυπα.

















Αριστερά: Ελληνιστική λάγυνος από τις ανασκαφές στον τύμβο της Τσοπάνη Ράχης. Το σχήμα της είναι ιδιαίτερα ραδινό, με ψηλή λαβή, σχεδόν γωνιώδη. Στη λευκή επιφάνεια του αγγείου, γύρω από τον ώμο, αναπτύσσεται με ερυθρωπή βαφή, το διακοσμητικό μοτίβο που συνίσταται σε γιρλάντες από φύλλα που στερεώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα με κορδέλες δεμένες σε κάποια υποθετική οροφή. Η βάση του λαιμού και το κάτω μέρος του αγγείου διακοσμούνται με ταινίες από το ίδιο χρώμα.
Δεξιά: Ιχθυοπινάκιο με υπολείμματα τροφής από τον κιβωτιόσχημο τάφο 3 του τύμβου της Τσοπάνη Ράχης. Διακρίνεται στο κέντρο ψαροκόκκαλο και περιμετρικά αυτού μικρότερα οστά ζώων και πτηνών. Το ιχθυοπινάκιο παραπέμπει στο τελευταίο νεκρόδειπνο προς τιμήν των νεκρών.

Αριστερά: Μελαμβαφής σκύφος με εσωτερική διακόσμηση λευκού χρώματος από κάθετες γραμμές ψηλά στο σώμα του αγγείου και σχηματοποιημένο ρόδακα στο κέντρο της βάσης.
Δεξιά: Πήλινος ηθμός (σουρωτήρι) που βρέθηκε τοποθετημένο ως κτέρισμα στον ελληνιστικό Τύμβο των Αθλητών στην Τσοπάνη Ράχη.


Αριστερά: Μόνωτη μελαμβαφής οινοχόη, με έξω νεύον χείλος και πολύ στενή βάση.
Δεξιά: Γυάλινο μπωλ με χείλος ελαφρώς έσω νεύον από υαλόμαζα σκούρου πράσινου-κυανού χρώματος, με ανάγλυφη διακόσμηση από επαναλαμβανόμενες σπείρες σε όλη την έκταση του σώματος.

Γυάλινο ελληνιστικό μπωλ από την Τσοπάνη Ράχη. Σκυφοειδές ανοικτό αγγείο από υαλόμαζα στην απόχρωση του μελιού, κατασκευασμένο σε μήτρα. Διαμορφώνεται από ημισφαιρικό σώμα. Κάτω από το χείλος φέρει τρεις οριζόντιες διακοσμητικές γραμμές. Η ζώνη που διαμορφώνεται από τις οριζόντιες γραμμές μέχρι τον πυθμένα του αγγείου διακοσμείται από κάθετες ανάγλυφες ραβδώσεις.

Σκύφος Μεγαρικός σκύφος Μεγαρικό εργαστήριο Β’ μισό -2ου αι. Κτέρισμα  Τάφος 3, τύμβος Τσοπάνη-Ράχη. Ανάγλυφος σκύφος με χείλος ελαφρώς έσω νεύον, πηλό κοκκινωπό και ερυθρή βαφή. Ακόσμητη ζώνη κάτω από το χείλος, που ακολουθείται από μια ζώνη με οκτάφυλλους ρόδακες και στο σώμα επάλληλα οξυκόρυφα φυλλάρια με κεντρικές νευρώσεις.
Ο σκύφος ανήκει τυπολογικά στους ιωνικούς ανάγλυφους σκύφους. Παράλληλα βρίσκουμε στο εργαστήριο των Ωραίων Μεδουσών (από την Δήλο) αλλά και στο ελληνιστικό νεκροταφείο της Πύλου.

Αριστερά: Αλάβαστρον Φιαλίδιο για αρωματικές ύλες από υαλόμαζα, -4ος/ -1ος αι. Κτέρισμα ελληνιστικός τύμβος Τσοπάνη Ράχης ύψος 10 εκ., εξωτερική διάμετρος 3 εκ.
Μικρό αλάβαστρο από μπλε γυαλί κατασκευασμένο με την τεχνική του Millefiori, με προσμίξεις δηλαδή άλλων χρωμάτων γυαλιού σε "φέτες", οι οποίες τοποθετούνταν έτσι ώστε να σχηματίζουν γραμμικά μοτίβα και έμπαιναν στο ίδιο καλούπι. Το συγκεκριμένο έχει μοτίβα στο σχήμα το "φτερού", σε υπόλευκο και κίτρινο χρώμα. Φέρει δύο μαστοειδείς αποφύσεις εν είδει λαβών. Τα αλάβαστρα χρησιμοποιούνταν κυρίως ως μυροδοχεία ή πάντως για την μεταφορά καλλυντικών υλών. Η κατεργασία γυαλιού ήταν γνωστή στη Δυτική Μ. Ασία, την Κρήτη και την Αίγυπτο ήδη από το -1500. Στις πινακίδες Γραμμικής Β' είναι γνωστός ο όρος ku-wa-no-wo-ko, που σημαίνει τον τεχνίτη που κτασκευάζει αντικείμενα από λάπις λάζουλι και γυαλί (δηλαδή στην ουσία από μπλε γυαλί). Θεωρείται ότι η κατεργασία γυαλιού ήταν μια ακόμη από τις δραστηριότητες που ελέγχονταν από τα ανακτορικά κέντρα.
Δεξιά: Αμφικωνικό μικρό αγγείο με επιγραφή. Β’ μισό -2ου αι. Κτέρισμα- Τάφος 3.
Άωτο ημίβαφο μικρογραφικό αγγείο με αμφικωνικό σώμα, ακέραιο. Ο πηλός του είναι ωχροκίτρινος και η βαφή καστανομέλανη. Έξω νεύον χείλος, βάση κωνική και στον ώμο φέρει την επιγραφή ΑΛΥΠΟΥ. Παράλληλο υπάρχει από τον Πειραιά, από σύνολο που περιείχε νομίσματα κοπής του -87 ανήκει στην κατηγορία των φαρμακευτικών μικρογραφικών αγγείων. Τα παραδείγματα που βρέθηκαν στην Αγορά των Αθηνών έχουν θεωρηθεί εισηγμένα.

3ος/ -2ος αι. Τσοπάνη Ράχη. Ελληνιστική Περίοδος. Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου. Πήλινος μεγαρικός σκύφος με ανάγλυφη παράσταση Μαινάδων. Αποτελεί εξαιρετικό δείγμα της όψιμης ελληνιστικής εποχής.




Printfriendly