.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Κάστρο Ντεμπρίζ, Στρέφι Μεσσηνία

ή Κάστρο Πελεκανάδας (;) ή Κάστρο Molines (;)

  
Ερείπια άγνωστου κάστρου σε χαμηλό αλλά δύσβατο ύψωμα, 500 μέτρα δυτικά από το Στρέφι Μεσσηνίας, πάνω από το ποτάμι «Βελίκας» και πάνω από την ενετική γέφυρα με το ίδιο όνομα (Ντεμπρίζ).

Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Η τοποθεσία είναι στην λοφώδη περιοχή «Καραλογγιά» ανάμεσα στα χωριά Πελεκανάδα και Στρέφι της Μεσσηνίας. Το κάστρο ελέγχει τη γέφυρα πάνω από τον ποταμό Βελίκα που ήταν σημαντικός κόμβος στην παλιά διαδρομή από Ανδρούσα προς Ναβαρίνο. Το σημείο είναι στο νοτιοανατολικό άκρο της Βουφράδας. 
«Βουφράς» ήταν η αρχαία ονομασία της ημιορεινής περιοχής στην ενδοχώρα του βόρειου τμήματος της χερσονήσου Πυλίας. Επί Όθωνος είχε δημιουργηθεί Δήμος Βουφράδας με έδρα το χωριό Χατζή αποτελούμενη από 35 χωριά, τα «Βουφραδοχώρια».
To κάστρο επίσης εποπτεύει έναν εύφορο κάμπο που φτάνει μέχρι τη θάλασσσα. Η περιοχή ήταν πάντα σημαντική για την ελαιοπαραγωγή η οποία εκτινάχθηκε χάρη στα μέτρα που πήραν οι Ενετοί κατά την Α’ Ενετοκρατία.
Ένας άλλος ρόλος του κάστρου, και ίσως ο κύριος λόγος ύπαρξής του, ήταν η προστασία των συνόρων. Η περιοχή από τις αρχές σχεδόν της Φραγκοκρατίας ήταν στα όριο μεταξύ της βαρωνίας της Καλαμάτας και της ενετοκρατούμενης περιοχής του Αβραμίου. Οι Ενετοί δεν ήταν εχθροί των υπόλοιπων Φράγκων, είχαν όμως την τάση να επεκτείνονται με κάθε ευκαιρία. Αργότερα, από τις αρχές του 15ου αιώνα, ήταν στη μεθόριο μεταξύ Βυζαντινών (του Δεσποτάτου) και Ενετών και στη συνέχεια μεταξύ Τούρκων και Ενετών.


Το Όνομα του Κάστρου
Με την ονομασία «Ντεμπρίζ», που διασώζεται μέχρι σήμερα, προσδιορίζονται το συγκεκριμένο κάστρο, το Στρεφέικο γεφύρι και τα υπολείμματα ενός μεσαιωνικού νερόμυλου λίγο πιο πάνω από το κάστρο. Τελικά, φαίνεται ότι η ονομασία καλύπτει όλο το μικρό λεκανοπέδιο γύρω από τον ποταμό Βελίκα στο ύψος του χωριού Στρέφι.
Η προέλευση του ονόματος «Ντεμπρίζ» είναι άγνωστη. Φαίνεται να είναι φράγκικη. Πιθανότατα προέρχεται από το γαλλο-φλαμανδικό de bruges που σημαίνει «της γέφυρας». Αυτό σημαίνει ότι όλη η περιοχή, και το κάστρο, ονομάστηκαν έτσι λόγω γειτνίασης με τη γέφυρα. Αν είναι έτσι τότε, και η γέφυρα ονομάστηκε με αντιδάνειο «Ντεμπρίζ» ενώ αρχικά θα πρέπει να ονομαζόταν σκέτα «Μπριζ» (bruges =γέφυρα).
Στην περιοχή Καραλογγιά (δηλαδή εκεί όπου είναι και το Ντεμπρίζ) αναφέρεται από τοπικό μελετητή (Βασίλειος Παυλόπουλος, πατέρας του Προέδρου της Δημοκρατίας) η ύπαρξη του Κάστρου της Πελεκανάδας ή Κάστρου της Βουφράδας. Δεν γνωρίζουμε αν όντως υπάρχει άλλο κάστρο τόσο κοντά και μάλιστα με «επιβλητικά ερείπια». Μάλλον δεν υπάρχει, και αυτό που αποκαλεί ο Παυλόπουλος «Κάστρο Πελεκενάδας» είναι μάλλον αυτό που ονομάζουμε εδώ «Κάστρο Ντεμπρίζ». 
Το πρόβλημα είναι ότι κανένα από αυτά τα ονόματα δεν ήταν το αρχικό όνομα του κάστρου. Ούτε Ντεμπρίζ ούτε Στρεφιού ούτε Βουφράδας ούτε Πελεκανάδας ούτε Voianno (που ήταν το φράγκικο όνομα της Πελεκανάδας). Δεν υπάρχει κάστρο με ένα από αυτά τα ονόματα στα φράγκικα και στα ενετικά κατάστιχα. Πράγμα που σημαίνει ότι επί Φραγκοκρατίας είχε άλλο όνομα και μεταγενέστερα δανείστηκε το «Ντεμπρίζ» από τη γέφυρα.
Ποιο ήταν όμως το μεσαιωνικό του κάστρου; Παραμένει άγνωστο. Κανένας σύγχρονος μελετητής δεν έχει ασχοληθεί με αυτό το κάστρο εξ όσων γνωρίζουμε.
Η άποψη του Κατρολόγου είναι ότι πιθανόν να πρόκειται γα το κάστρο Molines που αναφέρεται σε αρκετά περιστατικά και λίστες κάστρων και δεν έχει ταυτισθεί. Οι λόγοι που συνηγορούν σε αυτήν την άποψη είναι:
α)Καταρχάς το διόλου ασήμαντο Κάστρο Ντεμπρίζ θα πρέπει οπωσδήποτε να καταγράφεται στις γνωστές μεσαιωνικές λίστες με τα φέουδα (αλλά με άλλο όνομα). Η μόνη περίπτωση να μην συμπεριλαμβάνεται είναι να ήταν οθωμανικό αλλά αυτό μάλλον αποκλείεται αφενός λόγω τεχνοτροπίας κατασκευής (από όσο μπορούμε να κρίνουμε από τη μοναδική διαθέσιμη φωτογραφία) και αφετέρου επειδή δεν υπήρχε λόγος για τους Τούρκους να κτίσουν κάστρο σε αυτό το σχετικά απομονωμένο σημείο στην περίοδο της pax ottomanica που επακολούθησε. 
β)Το Molines ήταν στο τρίγωνο που σχηματίζουν η Ανδρούσα, η Ίκλαινα και το Αβράμιο (Bonn, σελ 427-428).
γ)Το Molines σημαίνει «μύλοι». Από τα 35 παλιά τοπωνύμια της Βουφράδας τα 7 έχουν το συνθετικό «μύλος», π.χ. Μύλος του Χατζή κλπ. Αν μη τι άλλο αυτό σημαίνει στη Βουφράδα υπήρχαν πολλοί μύλοι (βασικά, νερόμυλοι) οπότε η ύπαρξη κάστρου Molines εκεί γύρω δεν θα ήταν έκπληξη.
δ)Υπάρχουν κατάλοιπα νερόμυλου κοντά στο Ντεμπρίζ.
Υπάρχει πάντως και η περίπτωση να πρόκειται για το κάστρο Castemu που βρισκόταν κοντά στο χωριό Χάστεμη (σύγχρονη ονομασία: Λευκοχώρα) 4 χιλιόμετρα ανατολικά από το Στρέφι. Το Στρέφι δεν αναφέρεται σε μεσαιωνικά έγραφα, άρα δεν είναι τόσο παλιό, πράγμα που εξηγεί γιατί το συγκεκριμένο κάστρο θα μπορούσε να λέγεται αρχικά της Χάστεμης και όχι του Στρεφιού.




Ιστορία
Το κάστρο βρίσκεται σε περιοχή που από την αρχή της Φραγκοκρατίας ανήκε στη βαρωνία της Καλαμάτας και επομένως είναι φράγκικο. Όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, ίσως ήταν το γνωστό από τις πηγές Molines ή, λιγότερο πιθανό, το Castemu.
Το κάστρο είναι στο σύνορο της επικράτειας του Πριγκιπάτου της Αχαΐας με την ενετική περιοχή του Αβραμίου (Avramio ή Lavramio) προς νότον. 
Υπενθυμίζεται ότι με τη συμφωνία της Σαπιέντζας του 1209, είχαν αποδοθεί στη Βενετία από τους Φράγκους κατακτητές της Μοριά οι πολύ σημαντικές καστροπολιτείες της Μεθώνης και της Κορώνης. Ο θύλακας Αβραμίου, στον οποίο δεν υπήρχε κάστρο, υπαγόταν από τα μέσα του 14ου αιώνα (και ίσως από πολύ νωρίτερα) στην Κορώνη αν και περιβαλλόταν από φέουδα της φράγκικης βαρωνίας της Καλαμάτας. Το σύνορό του με τις φράγκικες περιοχές ήταν νότια της Χάστεμης.
Αν ισχύει η υπόθεση ότι το Ντεμπρίζ είναι το μεσαιωνικό κάστρο Castemu, τότε κτίστηκε το 1402. Γνωρίζουμε (Bonn, σελ.274) ότι τη χρονιά εκείνη, οι Ενετοί αποφάσισαν να χτίσουν κάστρο στο Αβράμιο αλλά ο τότε Πρίγκηψ της Αχαΐας Κεντυρίων Ζαχαρίας τους το απαγόρευσε, και για να διασφαλίσει την περιοχή του έχτισε το Castemu. Πάντως η πιο πιθανή θέση για το κάστρο αυτό πρέπει να είναι λίγο πιο νότια, 1 χιλόμετρο βόρεια από το σημερινό χωρίο Βελίκα, σε ύψωμα όπου σώζονται ερείπια οχύρωσης (δεν συμπεριλαμβάνεται ακόμα στον Καστρολόγο).


Αν το κάστρο είναι το Molines πρέπει να χτίστηκε προς το τέλος του 13ου αιώνα, καθώς γνωρίζουμε ότι στις αρχές του 14ου αιώνα εκείνο το κάστρο πέρασε στη δικαιοδοσία του νέου καστελλάνου της Καλαμάτας, του Jean Misito (Ελληνικής καταγωγής), ο οποίος μάλιστα έκανε το Molines έδρα της βαρωνείας. Η προσωρινή αλλαγή της έδρας έγινε γιατί η Καλαμάτα είχε γίνει αμφισβητούμενη περιοχή υπό την πίεση των Βυζαντινών του Μυστρά.
Το 1423, τα κάστρα της Ίκλαινας, του Molines και του Αγίου Ηλία (αταύτιστο) παραχωρήθηκαν από τον τελευταίο ιδιοκτήτη τους Adam de Melpignano στη Βενετία. Ήταν μια πολύ ρευστή εποχή καθώς το Πριγκιπάτο της Αχαΐας είχε ήδη σχεδόν καταλυθεί από τους Βυζαντινούς ενώ ολόκληρη η Πελοπόννησος υπέφερε από την πιο σοβαρή εισβολή των Τούρκων μέχρι τότε υπό τον Τουραχάν Μπέη.
Το 1423 λοιπόν το κάστρο Ντεμπρίζ πέρασε υπό ενετικό έλεγχο. Αυτό ισχύει είτε ήταν το Molines, είτε το Castemu είτε κάποιο άλλο. Παρέμεινε υπό ενετικό έλεγχο τουλάχιστον μέχρι το 1467, όταν μετά την κατάκτηση της Πελποννήσου από τους Οθωμανούς οι Ενετοί διατήρησαν για λίγο κάποιες κτήσεις τους στην Πελοπόννησο και μάλιστα εκμεταλλευόμενοι τη χαώδη κατάσταση είχαν καταλάβει και την Ανδρούσα. Η Ανδρούσα ανακτήθηκε από τους Τούρκους το 1467 και μάλλον τότε οι Ενετοί αποχώρησαν και από την περιοχή του Βελίκα. Αν όχι τότε, το τέλος της ενετικής παρουσίας και η έναρξη της Τουρκοκρατίας ήρθε για το Ντεμπρίζ το αργότερο το 1500 όταν κατακτήθηκε από τους Οθωμανους η Κορώνη.
Σημειωτέον ότι η γέφυρα που είναι κάτω από το κάστρο είναι σίγουρα ενετική. Είναι μάλιστα πανομοιότυπη με άλλες ενετικές γέφυρες στην Κύπρο και στην Κρήτη. Μάλλον κατασκευάστηκε, τον 15ο αιώνα, την περίοδο που η περιοχή ήταν καθαρά ενετική κτήση δηλαδή μεταξύ 1423 και 1467. Δεν αποκλείεται πάντως να κατασκευάστηκε και λίγο πριν καθώς ήταν συνηθισμένο οι Ενετοί να εξάγουν τεχνογνωσία και να αναλαμβάνουν έργα εκτός των δικών τους περιοχών. Τέλος δεν αποκλείεται να είναι κατασκευή της Β’ Ενετοκρατίας (1685-1715). Αλλά μάλλον το πιο πιθανό είναι να είναι κατασκευή του 15ου αιώνα.

-Ιστοσελίδα Αριστομένης ο Μεσσήνιος: Ντεμπρίζ: Η γέφυρα των Φράγκων στην Μεσσηνία
-Ιστοσελίδα strefi.gr:  Κάστρο
-Antoine Bon, 1969, La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d'Achaïe (1205-1430), Editions de Boccard

Πηγή: Ιστοσελίδα Καστρολογος
Φωτογραφίες από τον Γιώργο Κωστόπουλο







Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Νήσος Σχίζα και σπήλαιο "Μαύρη Τρούπα", Μεσσηνία


Νήσος Σχίζα
Η Σχίζα είναι το μεγαλύτερο νησί των Μεσσηνιακών Οινουσσών, με έκταση 12,3 τ.χλμ.. Στο παρελθόν ονομαζόταν Καμπρέρα και Καβρέρα. Είναι ένα βραχώδες νησί το οποίο χρησιμοποιείται από την πολεμική αεροπορία ως πεδίο βολής Στην πραγματικότητα δεν έχει μόνιμο πληθυσμό, αν και στην απογραφή του 2001 αναφέρεται να έχει 2 κατοίκους. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Πύλου- Νέστορος, ενώ την περίοδο 1999 -2010 ανήκε στον Δήμο Μεθώνης. Νοτιοδυτικά της Σχίζας είναι το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου, γνωστό ως τάφρος ή φρέαρ των Οινουσσών με βάθος 5.121μ. Το υψηλότερο σημείο του νησιού είναι 201μ.[1]



Σημαντικότερο αξιοθέατο της Σχίζας είναι το σπήλαιο Μαύρη Τρύπα.[2] Βρίσκεται στη δυτική πλευρά του νησιού, σε απόσταση 400 μέτρων από τη θάλασσα διανοιγμένο μέσα σε Ηωκαινικό ασβεστολιθικό βράχο. Παραμένει μέχρι σήμερα ανεξερεύνητο. Το νησί είναι ενταγμένο στο δίκτυο Natura 2000, μαζί με τη γειτονική Σαπιέντζα και την περιοχή του ακρωτηρίου Ακρίτας, με τον κωδικό GR2550003
Η Σχίζα, σήμερα στο μεγαλύτερο της τμήμα πεδίο βολής, διατηρεί ίχνη κατοίκησης από τους προϊστορικούς χρόνους. 
Μια μεγάλη εγκατάσταση της ύστερης αρχαιότητας και των πρώιμων βυζαντινών χρόνων εκτείνεται σε πλάτωμα που απολήγει σε ακρωτήρι, στα βορειοανατολικά του νησιού. 
Η περιοχή περιλαμβάνει βαθύ ευλίμενο όρμο, στη θέση Λίμπι, με δύο μυχούς, που προσφέρει ασφαλές καταφύγιο. Η στεριά καλύπτεται από όστρακα και κτιριακά λείψανα σε επίπεδο θεμελίων, κτισμένα από ντόπιο ασβεστόλιθο (εικ. δεξιά). 
Στην παραλία του ενός των μυχών διατηρείται παλιό πηγάδι πόσιμου νερού (εικ. κάτω), ενεργό και σήμερα.
Στο βορειοανατολικό άκρο της Σχίζας, στον όρμο Καραβοστάσι, έχουν εντοπιστεί αρκετά ναυάγια. 
Από τα δυτικά προς τα ανατολικά έχουν βρεθεί δύο ελληνιστικά, ένα βυζαντινό του 10ου- 11ου αιώνα, τρία ρωμαϊκά στη βόρεια είσοδο του όρμου (-1ος έως +3ος αι.) και ένα ναυάγιο του 6ου- 7ου αιώνα στη νότια είσοδο του όρμου. Στην ίδια θέση υπάρχει προϊστορικός οικισμός.


Η έρευνα του Ματίας Νάταν Βαλμίν 1952 [3]
Με αφορμή μια επίσκεψη στη μικρή πόλη της Μεθώνης στη νοτιοανατολική Μεσσηνία, κατάφερα επιτέλους να βρω τη λεγόμενη Μαύρη Τρούπα ("Μαύρη Σπηλιά") στο νησί Σχίζα, που έψαχνα μάταια το 1929. 
Το σπήλαιο βρίσκεται περίπου στη μέση του νησιού, σε μερικές εκατοντάδες μέτρα ύψος σε μια δυσπρόσιτη χαράδρα. Η είσοδος είναι μόλις πάνω από ένα μέτρο ύψος και διπλάσιο πλάτος. Πρόκειται για ένα σταλακτιτικό σπήλαιο που αποτελείται από πολλούς θαλάμους.
Το δάπεδο είναι πολύ ανώμαλο και οι θάλαμοι είναι σε διαφορετικά επίπεδα με συνδέσεις μεταξύ τους, που σε ορισμένα σημεία ανοίγουν ως ψηλές και φαρδιές εισόδους, σε άλλα είναι στενές και χαμηλές τρύπες που μπορείς να περάσεις μόνο έρποντας στο στομάχι σου. 
Συνολικά, το σπήλαιο θα πρέπει να απλώνεται αρκετές εκατοντάδες μέτρα.
Είχαμε λίγο χρόνο και όχι αρκετό εξοπλισμό για να μπορέσουμε να αντέξουμε τον φτωχό σε οξυγόνο αέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν μπορείτε να μείνετε μέσα με φυσικό φωτισμό, μόνο ηλεκτρικές λάμπες ή παρόμοια είναι καλά, και πρέπει να φέρετε ένα μακρύ σχοινί για να βρείτε ξανά την έξοδο με ασφάλεια. Σε όλους τους θαλάμους βρίσκονταν σκελετοί από μικρά ζώα και, αν είδαμε σωστά, και από ανθρώπους που είχαν χάσει το δρόμο τους στο σπήλαιο.
Στον δεύτερο θάλαμο, μετρημένο απ' έξω, όπου το πάτωμα είναι πιο επίπεδο από τους άλλους, παρατήρησα ένα σωρό από πέτρες πάνω στον οποίο κείτονταν τα υπολείμματα άνθρακα και στάχτης. Η ασβεστολιθική συσσωμάτωση που έσταζε συνεχώς είχε καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της και τα εργαλεία που είχαμε φέρει δεν ήταν αρκετά για να διαρρήξουν, αλλά μπορέσαμε να καθαρίσουμε αρκετά για να βγάλουμε μερικά δείγματα στο φως. Αποδείχθηκε ότι θραύσματα αγγείων και (πιθανώς) τούβλα ήταν επίσης μεταξύ των τεμαχίων ασβέστη που είχαν σπάσει. Δεν υπάρχουν ίχνη ανθρώπινης εγκατάστασης σε όλη την περιοχή και στις μέρες μας όλο το νησί είναι ακατοίκητο. Μόνο το καλοκαίρι κάποιοι βοσκοί μένουν εκεί με τις κατσίκες τους. Επίσης, το νησί είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου άγονο. 
Τα όστρακα αποδείχθηκαν πολύ ενδιαφέροντα όταν καθαρίστηκαν. Λίγα ήταν βαμμένα μαύρα και φαίνεται ότι ανήκουν στην κλασική αρχαιότητα. Τα περισσότερα όμως ήταν ξεκάθαρα προϊστορικά, χειροποίητα και, αν κρίνουμε από τη διακόσμησή τους, μεσοελλαδικά ή ίσως περισσότερο Μεσομινωικά. Αρκετά ματ βαμμένα όστρακα σε μαύρο χρώμα σε ανοιχτόχρωμο φόντο είναι αρκετά καλά διατηρημένα ώστε να μην αφήνουν καμία αμφιβολία για τη χρονολόγησή τους. Δύο λιγότερο καλοδιατηρημένα κομμάτια έχουν μια γυαλιστερή και πολύ σκληρή ζωγραφιά με στίγματα κόκκινο και μαύρο, υποδηλώνοντας την τοπική τεχνική "Καμάρες". 
Τα υπολείμματα των οστών που κείτονταν μαζί με τα θραύσματα δεν μπορούσαν να προσδιοριστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και δεν πρέπει απαραίτητα να θεωρηθούν ως λείψανα θυσίας. Το σπήλαιο, από το οποίο μια ζωντανή λαϊκή παράδοση ισχυρίζεται ότι οι πειρατές έκρυβαν εκεί τα κλεμμένα πλούτη τους, αξίζει στην καλύτερη περίπτωση να εξεταστεί συστηματικά, αλλά αυτό δεν θα είναι εύκολο εγχείρημα.


Η έρευνα της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας [4]
Το σπήλαιον «Μαύρη Τρούπα» αριθμός 1029 ευρίσκεται στη νήσο Σχίζα παρά την Μεθώνη Μεσσηνίας, και σε ύψος 100μ. από την θάλασσα και σε απόστασι ενός χιλιομέτρου από την αρχή της τρίτης χαράδρας της τοποθεσίας Τρία Χαντάκια, από το λιμανάκι της Συκιάς.
Ιστορικό
Το σπήλαιο της νήσου Σχίζας «Μαύρη Τρούπα» είναι γνωστό πολύ πιο πριν του 1929 οπότε και αναγγέλεται επίσημα η ύπαρξίς του. Στο «Θάρρος», την εφημερίδα της Καλαμάτας, δημοσιεύεται τον Μάρτιο 1961 άρθρο με εντυπώσεις από επίσκεψί του στο σπήλαιο, του σουηδού Νατάν Βαλμίν. Ο Νατάν Βαλμίν περιορίζεται περισσότερο στον καθορισμό των θαυσμάτων αγγείων πού βρέθηκαν μέσα σ’ αυτό.
Αμέσως δείχνουν ενδιαφέρον ο διευθυντής της εφημερίδος «Νέστωρ» κ. Κ. Αλεβίζος και ο πρόεδρος της τουριστικής επιτροπής Μεθώνης κ. Κ. Τσούστουρας. Οι ανωτέρω ανέλαβον τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής του σπηλαιολόγου της Ε.Σ.Ε.
Η εξερεύνησις πραγματοποιείται την 30ην Ιουλίου 1961 με την βοήθεια των προαναφερθέντων και κατοίκων Μεθώνης και Φοινικούντος. Την μελέτη της εξερευνήσεως ανέθεσε η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρία εις τον γράφοντα.
Προσπέλασις
Η προσπέλασις γίνεται με βενζίνα από την Μεθώνη με μιας ώρας διαδρομή μέχρι σε ένα αντιστοίχως από τα τρία λιμανάκια Συκιά, Καλό Λιμάνι, Αρνάκι. Από εδώ σε δύσβατα μονοπάτια με πορεία μιάς ώρας φθάνουμε στην είσοδο του σπηλαίου. Είναι απαραίτητη η βοήθεια οδηγού λόγω της δυσκολίας ευρέσεως τής εισόδου, επειδή ευρίσκεται σε σημείο κρυμμένο από θάμνους και βράχια στο εσωτερικό της χαράδρας, αλλοιώς είναι προβληματική η ανακάλυψις της εισόδου. Ολόκληρος η Σχίζα είναι πετρώδης με θάμνους και ελάχιστα χαμηλά δένδρα γύρω από την τοποθεσία του σπηλαίου, κυρίως στο άνω μέρος της χαράδρας όπου και τα ποιμνιοστάσια των βοσκών και μοναδικών κατοίκων του νησιού μόνο κατά τους θερινούς μήνες.
Το σπήλαιο
Το σπήλαιο «Μαύρη Τρούπα» αποτελείται από ένα κεντρικό διάδρομο ο οποίος χωρίζεται σε δέκα θαλάμους και μικρά διαμερίσματα. Η είσοδός του είναι άνοιγμα πλάτους 2 μ. και 1 μ. ύψους.
Μετά το στόμιο της εισόδου ακολουθεί μικρός θάλαμος. Αριστερά του από σχισμή πολύ στενή μπαίνουμε σε θαλάμους 5X 5X 2,50, είναι θαυμάσια διακοσμημένος, κυρίως τα τοιχώματα με στρώματα σταλαχτιτικής ύλης. Από μικρό άνοιγμα στο βάθος αριστερά διακρίνεται η κύρια αίθουσα.
Σε 15μ. περίπου από την είσοδο και με κατάβασι 2,5μ. βρισκόμαστε στην κύρια αίθουσα. Τεράστιες κολώνες 6 μ. στολίζουν θεαματικά και της χαρίζουν μεγαλοπρέπεια στην αίθουσα τόσο που να θυμίζει ναό. Ένας σταλαγμίτης 4μ., μοναδικός στο είδος του στο κέντρο.
Στην άκρη και δεξιά υπάρχει ξηρολιθιά όπου το σταλακτιτικό υλικό έχει ενώση και στολίση όμορφα τις χτισμένες πέτρες. Σίγουρα πρόκειται για αρχαίο κτίσμα.
Από πάνω ακριβώς σταλαχτίτες από τους κεντρικούς πόρους των οποίων έχουν περάση ρίζες, των έξω του εδάφους θάμνων και κρέμονται παράξενα στο κενό σαν συνέχεια των σταλακτικών. Η αίθουσα έχει διαστάσεις 12X 10X 6.
Παρετηρήθησαν ρωγμές και μικρές καταβόθρες που δεν χωρά ανθρώπινο σώμα και που δεν αποκλείεται με την διάνοιξί τους να αποκαλύψουν άγνωστες αίθουσες του σπηλαίου.
Κατηφορικά 2μ. και ακολουθώντας τον διάδρομο συνέχεια της κυρίας αίθουσας προχωρούμε βαδίζοντας πάνω σε σταλαγμίτες. Ωραιότατοι σταλαχτίτες κρέμονται από την οροφή και αριστερά μας ένα σύνολο από σταλαγμίτες σε απίθανες κλίσεις με ύψος 1 μ. δίνουν εντύπωσι θεατρικής παραστάσεως. Ο διάδρομος είναι γλιστερός από το γουανό και την υγρασία μέχρι τον τελευταίο θάλαμό του που καταλήγει σε στενή καταβόθρα βάθους 3μ. και με συνέχεια προς τα δεξιά, αλλά αδύνατο το πέρασμα λόγω στενότητος για ανθρώπινο σώμα.
Οι τελευταίοι θάλαμοι διατηρούν πιο ακέραιο τον σταλαχτιτικό τους διάκοσμο λόγω της αποστάσεως και οι αρχαιοκάπηλοι δεν προχώρησαν τόσο μέσα για να προξενήσουν ζημιές.


Διαστάσεις
Το ολικό μήκος των διαδρόμων και αιθουσών είναι 130μ. περίπου, έχει δε κατευθείαν γραμμή μήκος στα 50μ.
Βιοσπηλαιολογία
Παρετηρήθη μεγάλη ποσότης γουανό, αλλά ίχνος ζωντανής νυχτερίδας. Είναι ανεξήγητο το γιατί εγκατελείφθη το σπήλαιο από τις νυχτερίδες. Ίσως οι εκρήξεις με δυναμίτες από τους αρχαιοκαπήλους δημιούργησαν ακατάλληλο περιβάλλον για ζωή μέσα στο σπήλαιο. Ουδέν σπηλαιόβιον παρετηρήθη αν και δεν έγινε επισταμένη έρευνα δια τον σκοπόν αυτό.
Ιστορία και Αρχαιολογία
Ο περιορισμένος χρόνος δεν επέτρεψε την έρευνα για τα περιφημοσυζητούμενα θραύσματα αγγείων τα όποια ο Βαλμίν τοποθετεί σύμφωνα με την διακόσμησί τους σε μεσοελλαδικά ή μεσομινωϊκά. Η ιδέα ότι ίσως είναι της τεχνοτροπίας των μοναδικών στον κόσμο κεραμεικών αριστουργημάτων του σπηλαίου Καμαρών, (αριθμός σπηλαιολογικού μητρώου 804), και αν τελικά αποδειχθή σχέσις μεταξύ των ευρυμάτων των δύο σπηλαίων θα γίνη πραγματικότης το όνειρο της αποδείξεως, πολλών γνωστών επιστημόνων και αρχαιολόγων, ότι η Κρήτη ήταν ενωμένη με την Πελοπόννησο.
Λέγεται ότι ήταν και άντρο του Νέστωρα. Ξένοι αρχαιολόγοι το επισκέπτονται με σχεδιαγράμματα και αυτό κίνησε και το ενδιαφέρον των βανδάλων, οι οποίοι έκαναν και τις ζημίες στην προσπάθεια τους να βρουν φανταστικούς θησαυρούς, πού όπως πιστεύεται έχουν κρύψει εκεί πειρατές.
Τουρισμός
Το σπήλαιο της Μαύρης Τρούπας δύναται να θεωρηθή τουριστικόν τοπικού ενδιαφέροντος, εξ αιτίας των καταστροφών του διακόσμου του. Αν διατηρούσε την αρτιμέλειά του θα ήταν πράγματι ένα αριστούργημα της φύσεως. Παρ’ όλα αυτά διατηρεί σπανίους σταλακτίτας, σταλαγμίτας, κολώνες και στολίσματα αξιόλογα από την σταλακτιτική ύλη στα τοιχώματα.
Αλλά υπάρχουν πολλά τουριστικά σύνδρομα. Η Μεθώνη με το κάστρο της, το μπούρτζι της, εφάμιλλο το του Ναυπλίου και κατάλληλο για ξενοδοχείο. Επίσης το κοντινό νησί Σαπιέντζα που ετοιμάζεται ως Εθνικός δριμός αναπτύξεως του κρητικού αιγάγρου. Οι φιλόξενοι κάτοικοι της Μεθώνης, η όμορφη αμμουδιά της παραλίας και όλα τέλος από πλευράς τοποθεσίας βοηθούν τον τουρισμό. Ενώ τόσο η Σχίζα όσο και η Σαπιέντζα είναι ιδεώδεις τόποι για υποβρύχιο ψάρεμα.
Λόγω εσωτερικής φυσικής διατάξεως του σπηλαίου η τουριστική αξιοποίησις αυτού δεν απαιτεί μεγάλο κονδύλι. Επίσης μπορεί να λυθή και το πρόβλημα διανοίξεως δρόμου με την βοήθεια του Μηχανικού του Στρατού μέχρι την είσοδο του σπηλαίου από ένα των τριών λιμανιών Καλό Λιμάνι, Αρνάκι και Συκιά.
Η νήσος Σχίζα έχει δυνατότητες δημιουργίας σε αυτήν διεθνούς κάμπινγκ με κέντρο τα αξιοθέατα του σπηλαίου Μαύρη Τρούπα.

Η έρευνα Αρχαιολογικής υπηρεσίας, 1981 [5]
Στο νησί Σχίζα, που ανήκει στο σύμπλεγμα των Οινουσών, νότια της Μεθώνης, ερευνήθηκε η πρώτη αίθουσα του σπηλαίου «Μαύρη Τρούπα», στα πλαίσια αιτήματος των κατοίκων της Μεθώνης για αξιοποίηση του σπηλαίου, από παλιά γνωστού για τουςσταλαγμίτες και σταλακτίτες του. Η σύντομη- και με όχι ευνοϊκές συνθήκες- έρευνα στην αίθουσα του σπηλαίου από αρχαιολογική άποψη, οδήγησε στη διαπίστωση ότι το σπήλαιο είχε κατοικηθεί στους προϊστορικούς χρόνους. Βρέθηκαν όστρακα γραπτά και χονδροειδή, πρωτοελλαδικής εποχής και πιθανότατα και παλιότερων περιόδων, και άλλα μεταγενέστερων χρόνων.

[1] Ιστότοπος: wikipedia
[2] Αριστέα Καββαδία- Σπονδύλη: Πρωτοβυζαντινή Πυλία
[3] Opuscula Atheniensia I (1953) σελ. 29-46, PI. I-III. (Publication of Scriptures by the Swedish Institute in Athens» 4°, II): Μάλθη, επίλογος. Προκαταρκτική έκθεση της Σουηδικής ανασκαφής στην Μεσσηνία 1952 από τον Νάθαν Βαλμίν.
[4] Ι. Ιωάννου. Σύμβουλος Ε.Σ.Ε. "Σπήλαιον Μαύρης Τρούπας νήσου Σχίζας Μεθώνης Μεσσηνία. Αριθμός 1029"
[5]. Ε. Παπακωνσταντίνου, ΑΔ 36 (1981) Χρονικά, 156.






Κάστρο Παλιακούμπα, Τριφυλία


Το κάστρο Παλιακούμπα της Τριφυλίας είναι εγκατάσταση του μεσαίωνα και βρίσκεται κοντά στον αρχαιολογικό χώρο της Ελληνιστικής περιόδου στην Πλιατάνα. Βρίσκεται 1 χλμ. ανατολικά από την αρχαία ακρόπολη της Πλατιάνας και 1 χλμ. νοτιοδυτικά από την γέφυρα της Τσεμπερούλας. Κοντά στον δρόμο Ανδρίσταινας- Κρεσταίνων υπάρχουν δύο πετρώδεις λόφοι. Στην κορυφή του ανατολικού λόφου υπάρχουν τα ερείπια της οχύρωσης, ενώ η τοποθεσία ονομάζεται Ρουπάκι.
Η τοποθεσία του κάστρου της Παλιακούμπας βρίσκεται σε στρατηγική θέση στην περιοχή της Τριφυλίας αφού ήλεγχε τους δύο κύριους παλιούς οδικούς άξονες της περιοχής. Τον δρόμο Πλατιάνα- Βρεστό- Ζούρτσα (Κάτω Φιγάλεια) και τον δρόμο Πλατιάνα- Λογγό- Φανάρι- Ανδρίσταινα.
Σύμφωνα με τον Meyer (Neue Pelop. Wander 39- 39), ο οποίος παραθέτει πηγές και χάρτες του 14ου μέχρι 17ου αιώνα, η Παλιακούμπα ταυτίζεται με το μεσαιωνικό κάστρο των Φράγκων Le Combe ή Acumba.
Το κάστρο αποτελείτε από τρία επίπεδα. Το υψηλότερο επίπεδο δεν είναι οχυρωμένο. Το μεσαίο και το χαμηλότερο επίπεδο είναι οχυρωμένα και περιέχουν σπίτια. Ο Meyer σημειώνει την εύρεση ενός χάλκινου νομίσματος (Tornesselo, Venetian Coin of Doge Antonio Venieri 1382- 1400).


Kourelis Konstandinos: Medieval Settlements in the Northwest Peloponnese, 2003, σελ. 339-340 
W. Kendrick Pritchett :Studies in Greek Topography 55- 56

Βιβλιογραφία για το Κάστρο Παλιακούμπας (Kourelis 2003)
Curtis (1851- 2) 89.
Ross (1841) 104
Bon (1969) 373, 391.
Dragoumis 1921, 38- 42
Furtwangler 1912, 235
Meyer 1957, 39- 39
Σφηκόπουλος 1987 304, 307-8.







Αρχαιολογικά ευρήματα Τριφυλίας: Κόκλα, Θέση Ρίζες και Αετός


Κόκλα
Το 1964 παρά το χωρίον Κόκλα Τριφυλίας απεκαλύφθη[1] το 1964, κατά την διάνοιξιν της νέας Εθνικής οδού Κυπαρισσίας- Μελιγαλά, μέγα και εκτεταμένον νεκροταφείον ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, του οποίου οι τάφοι είναι απλοί λακκοειδείς καλυπτόμενοι υπό ακανονίστων πλακών και πτωχοί εις κτερίσματα. Τα ευρημάτα της ανασκαφής κατετέθησαν εις το Μουσείον του χωρίου Βασιλικόν Τριφυλίας. Ο χώρος απέχει περί τα 700μ. από των μυκηναϊκών θολωτών τάφων και του προϊστορικού συνοικισμού Μάλθης.
Κατά την ερευνάν του ανωτέρω χώρου, διενεργηθείσαν τη επιβλέψει της Εφορείας υπό του επιστημονικού βοηθού αρχαιολόγου κ. Ηλ. Ανδρέου, απεκαλύφθη, πλήν του ανωτέρω νεκροταφείου (Εικ κάτω), αποθέτης περιέχων μέγα αριθμόν πρωτοελλαδικών και μεσοελλαδικών οστράκων (Εικ κάτω), καθώς και εις ετέραν θέσιν μυκηναϊκά όστρακα και θραύσμα ειδωλίου.



Περιοχή Γούβες[2]
Σε χαμηλό λόφο στην περιοχή Γούβες, περί τα 100 μ. Δ. της ακρόπολης της Μάλθης (Βασιλικού) και 60μ. Δ. των δύο θολωτών τάφων (βλ. θέση: Ραμοβούνι- «Μάλθη»), ανεσκάφη τμήμα ύστερου ΥΕ οικισμού ή ίσως μεμονωμένο ευμέγεθες οικοδόμημα. 
Η κεραμεική χρονολογείται κυρίως στην ΥΕ ΙΙΙΒ φάση. Επίσης, ανευρέθησαν και μερικές ασυνήθιστες λίθινες πλάκες με εγχάρακτα μοτίβα. Ίσως η θέση αυτή να ήταν το κέντρο του ύστερου ΥΕ οικισμού της περιοχής, ο οποίος δεν αντιπροσωπεύεται επαρκώς στην Ακρόπολη της Μάλθης, αλλά η ανασκαφή δεν ήταν αρκετά εκτενής ώστε να καθορισθεί ο χαρακτήρας ή το μέγεθος αυτού του οικισμού και η έλλειψη απεικονίσεως των ευρημάτων δυσχεραίνει την όποια προσπάθεια ερμηνείας.
Ο ανασκαφέας της θέσεως N. Valmin την ονομάζει «μινωικό οικισμό» («Minoische Siedlung»),[3] όμως η άποψη αυτή δεν στοιχειοθετείται από τα ανασκαφικά ευρήματα και παραμένει ανεξήγητος ο λόγος για τον οποίο ο ανασκαφέας προχώρησε σε αυτόν τον χαρακτηρισμό.[4] Ο οικισμός αυτός φαίνεται ότι αποτελούσε πυκνοκατοικημένο χωριό του συνήθους τύπου των ύστερων μυκηναϊκών χρόνων[5]. Είναι πιθανό και λογικοφανές, οι κάτοικοι της ακρόπολης να μετακινήθηκαν από την ακρόπολη στην θέση αυτή, ώστε να ευρίσκονται πλησιέστερα στα χωράφια τους, όταν το επέτρεψαν οι πολιτικές συνθήκες.[6]



Θέση Ρίζες[7]
Αί στερεωτικαί εργασίαι έσχον και ετερον εϋχάριστον αποτέλεσμα, τήν άπόκτησιν τών πρώτων αγγείων τής σκοτεινής Μεταμυκηναϊκής περιόδου, άτινα, διά τήν σπάνιν τοιοΰτων ευρημάτων, είναι πολύτιμα. Εν Τριφυλία μάλιστα είναι τα πρώτα και μόνα γνωστά παραδείγματα.
Πρόκειται περί επτά μικρών αγγείων (Εικ. κάτω) ευρεθέντων εις θέσιν Ρίζες, κατά το ήμισυ περίπου της διαδρομής από Κυπαρισσίας προς Περιστεριάν (6 χλμ. από Κυπαρισσίας επί λοφίσκου).
Τα αγγεία εύρεν εντός πίθου, ούτινος το κατώτερον αιχμηρόν τμήμα εσώθη (ζ), ο σιδηρουργός της ανασκαφής κ. Βασίλειος Λαμπρόπουλος και προθύμως παρέδωκε ταύτα ημίν. Επέμεινε ρητώς, ότι ουδ’ ίχνος τέφρας ή ανθράκων ή οστών υπήρχεν εντός του πίθου, όστις ευρέθη κεκλιμένος εντός του αγρού του. Δύσκολον όμως είναι να φαντασθή τις, ότι επρόκειτο περί άλλης περιπτώσεως εκτός τάφου,ίσως παιδικοί), ούτινος είχον διαλυθή τα οστά. Τα αγγεία είναι τα έξης :
1) Τέσσαρα μικρά και εν μέρει μικρότατα προχοΐδια, άτινα μόνον ως παιδικά αθύρματα είναι νοητά. Εν εκ τούτων ευρίσκεται εισέτι εντός μείζονος κυάθου (α. β και ε). Τα αγγεία ταύτα σύγκεινται εκ πορώδους καστανού ή μελανού πηλού και είναι χειροποίητα.
2) Τρεις τροχήλατοι μόνωτοι κύαθοι (γ- ε). Ο πρώτος φέρει μελαμβαφή την κάτω κοιλίαν επί κιτρινωπού πηλού, όστις άβαφος παραμείνας υπό τα χείλη φέρει πριονοειδή γραμμήν με οξείς οδόντας (υψ. 0.063, διάμ. χειλέων 0.073). Παρόμοιος ήτο και ο δεύτερος κύαθος, αλλ’ αποξεσθείς υπό του ευρέτου διατηρεί εξίτηλον την πριονοειδή γραμμήν. Έφερε και εσωτερικώς το μελαμβαφές βερνίκωμα. Ο τρίτος δεν φέρει την πριονωτήν γραμμήν, υπάρχει όμως στενή εξηρημένη ζώνη υπό τα χείλη. Εντός αυτού αφέθη το μικρόν χειροποίητον κυάθιον ή προχοΐδιον ως ευρέθη.
Πιστεύω, ότι τα αγγεία ταύτα ανήκουσιν εις Πρωτογεωμετρικήν μάλλον ή Υπομυκηναϊκήν εποχήν και αποτελούσιν ενδιαφέροντα δείγματα του πολιτισμού της αποσυνθέσεως, οπότε ο απομείνας πληθυσμός διεσπάρη κι κατώκει κωμηδόν ή κατά αγροικίας.


Αετός[8]
Εις το χωρίον Αετός Τριφυλίας επεσημάνθη βυζαντινός ναΐσκος, εντός τού οποίου διασώζεται ικανόν μέρος εκ των τοιχογραφιών αυτού, αρίστης τέχνης (Εικ. κάτω).
Επίσης εις το αυτό χωρίον διεπιστώθη η ύπαρξις κτίσματος ρωμαϊκών χρόνων.



Αετός
Το 1981, στη θέση Πούσια, μετά από υπόδειξη των Γ. Κοσμά και Κ. Παναγούλη, κατοίκων Κοπανακίου, επισημάνθηκε πύργος ελληνιστικών χρόνων, σχήματος τετραγώνου στην κάτοψη, με ένα εσωτερικό χώρισμα και είσοδο στα νότια. Σώζεται σε ύψος 1,50 μ. από την επιφάνεια του εδάφους, ενώ η τοιχοδομία, με μεγάλες ορθογωνικές, δουλεμένες, ασβεστολιθικές πέτρες, θυμίζει τα τείχη της Μεσσήνης.


Σημειώσεις:
[1] Γ. Α. Παπαθανασόπουλος Αρχ, Δελτίον 19 (1964): Χρονικά
[2] Βιβλιογραφία: MME, αρ. 223; GAC, 174, αρ. D 223. Valmin 1960, 119-122. Valmin 1953, 29-46. 1955 (Op
[3] Valmin 1928, 194, εικ. 6 & ΠΙΝ. XI, εικ. 2. Dickinson 1977, 93. Ομοιάζουν με πιθαμφορείς από τους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου.
[4] Valmin 1960, 119-122.
[5] McDonald and Hope Simpson 1969, 141, αρ. 27 Α.
[6] ό.π. 141. 48 Athen. 2), 66-74. McDonald and Hope Simpson 1969, 141, αρ. 27 Α. Συριόπουλος 1994, Α', 222, αρ. 409β
[7] Σπυρίδωνος Μαρινάτου : Ανασκαφαί εν Πύλω Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1965
[8] Γ. Α. Παπαθανασόπουλος Αρχ, Δελτίον 19 (1964): Χρονικά




Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Οι ανασκαφές στο Επιτάλιον Τριφυλίας


Είς μικράν απόστασιν πρός Ν. της οδογεφύρας του Αλφειού, δεξιά της εθνικής οδού Πύργου - Κυπαρισσίας, η οποία διέρχεται παρά τους Δ. πρόποδας των λόφων «Αγιωργίτικα» Επιταλίου, απεκαλύφθησαν τυχαίως, κατά τας εργασίας διανοίξεως της κυρίας αρδευτικής διώρυγος του φράγματος Αλφειού, ερείπια αρχαίων οικοδομημάτων (ΑΔ 22 (1967): Χρονικά, σ. 210-11).
Η τυχαία αυτή αποκάλυψις εγένετο αιτία να διενεργηθή, δαπάναις του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα, διαρκέσασα από 1ης Αυγούστου μέχρι 30ής Νοεμβρίου 1967 (πρβλ. και AAA I (1968), σ. 201- 204). Ο χώρος της αρδευτικής διώρυγος, εντός του οποίου επεσημάνθησαν αρχαιότητες, καλύπτει έκτασιν μηκ. 800 και πλ. 30μ. περίπου. Η τεραστία αύτη έκτασις δεν ήτο βεβαίως δυνατόν να ερευνηθή πλήρως κατά το τρέχον έτος. Η ανασκαφή περιωρίσθη κυρίως είς τέσσαρα τμήματα, τους Τομείς I, II, III και IV (Πίν. 120α Σχέδ. 1). Την άμεσον παρακολούθησιν της ανασκαφής είχον, πλην εμού, οι αρχαιολόγοι Γ. Μάντζιος και Ιω. Ψυχογυιού. Αι κατόψεις των Τομέων I και III εσχεδιάσθησαν υπό της αρχιτέκτονος Εύγ. Καστρίδου.


Τομεύς I
Απεκαλύφθη το ΝΔ. τμήμα ρωμαϊκού βαλανείου, το οποίον περιλαμβάνει τρία υπόκαυστα (Πίν. 120β) (είς το εν μόνον διατηρείται το δάπεδον του υπερκειμένου δωματίου) και μεγάλην ημικυκλικήν δεξαμενήν μετά μολυβδίνου αποχετευτικού αγωγού. Τα δύο εκ των υποκαύστων φαίνεται ότι προσετέθησαν μεταγενέστερον (+3ος αί.) είς το βαλανείον, του οποίου η αρχική μορφή δύναται, συμφώνως προς τα μέχρι στιγμής δεδομένα, να χρονολογηθή είς τους χρόνους του Αδριανού. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις και νεωτέρων (του +4ου αί.) προσθηκών και μετατροπών, περιωρισμένης όμως κλίμακος.
Παρά την Δ. εξωτερικήν πλευράν του βαλανείου διέρχεται αγωγός ύδατος (Σχέδ. 2) εστρωμένος δια κονιάματος εξ ασβέστου και άμμου και κεκαλυμμένος δια κεράμων στέγης (λακωνικών καλυπτήρων), εκκινών εκ λιθόκτιστου φρέατος, βάθ. 3.50 μ. περίπου, το οποίον αποχωματωθέν απέδωσεν εκ νέου καθαρόν ύδωρ (Πίν. 121α).
Προς Β. του βαλανείου απεκαλύφθη συγκρότημα συνεχομένων δωματίων (Πίν. 122β), τριών τουλάχιστον επαλλήλων φάσεων (από των αρχών του 2ου μέχρι του τέλους του +4ου αι.). Ιδιαίτερον ενδιαφέρον παρουσιάζει μέγα ορθογώνιον δωμάτιον (23X 22μ.), εντός του οποίου ευρέθησαν τέσσαρες πίθοι (Σχέδ. 2), δύο παρά την Ν. πλευράν του δωματίου και έτεροι δύο εκατέρωθεν της Β. εισόδου, αντιστοιχούντες προς δύο επιμήκη ορθογώνια κτιστά έδρανα, τα οποία ευρίσκονται εντός του παρακειμένου βορειοτέρου δωματίου (Πίν. 122α).
Πρόκειται μάλλον περί εργαστηρίου, του όποιου ο προορισμός δεν κατέστη εισέτι δυνατόν να εξακριβωθή· πάντως σχέσιν έχει προς την όπτησιν αντικειμένων εντός των πίθων και εν συνεχείς τοποθέτησιν (άπλωμα) αυτών επί των εδράνων, δι’ ετέραν επεξεργασίαν ή στέγνωμα. Είς το Δ. άκρον του Τομέως I ήλθε, τέλος, είς φως μέγας κεραμεικός κλίβανος (Πίν. 121β ), διαμ. 4.50 περίπου μ., ο οποίος, ώς διεπιστώθη εκ των απορριμμάτων του, εχρησιμοποιείτο διά την όπτησιν αγγείων οικιακής χρήσεως, ήτοι βαθέων και αβαθών πινακίων και χυτροειδών αγγείων, δυναμένων να χρονολογηθώσι προχείρως είς τον +2ον αι. Δέον να σημειωθή, ότι είς βαθύτερα στρώματα του Τομέως I ευρέθησαν πολυάριθμα όστρακα ελληνιστικών χρόνων, ως και πλήρη αγγεία και λύχνοι (Πίν. 128 α-γ), εβεβαιώθησαν δε σαφή ίχνη κτηρίων της αυτής εποχής, πιθανώς στοάς, ενσωματωμένα είς τα ρωμαϊκά οικοδομήματα.


Τομεύς II
Περιλαμβάνει μέγα ορθογώνιον οικοδόμημα με κατεύθυνσιν από Α. πρός Δ., μήκ. 22 καί πλ. 13 μ. (Πίν. 123α). Η Α. πλευρά αυτού δεν έχει εισέτι αποκαλυφθή. Το πάχος των τοίχων είναι 1μ., η δε θεμελίωσις, αποτελουμένη εκ μικρών ακανονίστων λίθων, φθάνει είς βάθ. 1.20μ. περίπου. Αι διαστάσεις και το σχήμα του οικοδομήματος δεικνύουν ότι πρόκειται τουλάχιστον περί δημοσίου κτηρίου, αν όχι περί ναού. Η ανεύρεσις μάλιστα πινακίου του +2ου αι. είς τον παρακείμενον Τομέα I, φέροντος επί τηςεξωτερικής αυτού επιφανείας εγχάρακτον την επιγραφήν ΗΡΑ (Πίν. 127β), καθιστούν λίαν δελεαστικήν την υπόθεσιν ότι πρόκειται περί ναού, της θεάς ταύτης. Εκ της αρχικής, εν τούτοις, κατασκευής του κτηρίου μόνον η θεμελίωσις σώζεται κατά χώραν, δυναμένη να χρονολογηθή είς την πρώιμον ελληνιστικήν περίοδον. Άπαν σχεδόν το λοιπόν οικοδομικόν υλικόν άνωθεν της θεμελιώσεως είναι προχείρως και βεβιασμένως επανατοποθετημένον. Η νεωτέρα αύτη κατασκευή εχρησιμοποιήθη και ως αποθήκη πίθων μέχρι και του τέλους του +4ου αι.
Επί μεταγενεστέρου τοιχίου, καθέτου προς την Ν. μακράν πλευράν του κτηρίου, ευρέθη εντετειχισμένος λίθινος κιονίσκος, ύψ. 1.50 και διαμ. 0,30μ. (Πίν. 123β), φέρων επί της μιάς όψεως την εξής εννεάστιχον λατινικήν επιγραφήν:
ΙΜΡ[ERATOR] CAISAR DI
VI NERVAI F[ILIUS] NERVA
TRAIANUS OPTUMUS
AUG[USTUS] GER[MANICUS] DACIC[US
PON
TIF[EX] MAX[IMUS] TRIB[UNUSJ POTE
[STATIS]
XVIIII IMP[ERA TOR] VIIII COS[UL] VI
P[A TER] P[A TRIAE] MENSURIS VIARUM
ACT1S PONI IUSSIT VIIII
Η επιγραφή δύναται εκ των τίτλων και των αξιωμάτων του αυτοκράτορος Τραϊανού να χρονολογηθή είς το +117. Το είδος της επιγραφής δεν είναι σπάνιον, αποτελεί εν τούτοις το πρώτον γραπτόν μνημείον της αρχαίας πόλεως του Επιταλίου.


Τομεύς III
Πλησιέστερον πρός την γέφυραν του Αλφειού ευρισκόμενος, περιλαμβάνει οικοδομήματα τεσσάρων επαλλήλων φάσεων (Πίν. 124). Η φάσις Α είς την πρώτην αυτής μορφήν του τέλους του -4ου αιώνος, περιλαμβάνει ορθογώνιον περίβολον πιθανώς τεμένους ναού, ο οποίος ενεσωματώθη (δεύτερα μορφή) κατά τους υστέρους ελληνιστικούς χρόνους (-2ος/ -1ος αί.) είς οικοδομήματα, εκ των οποίων δύο απεκαλύφθησαν εν μέρει επί του παρόντος: η μεγαρόσχημος οικία 1 (Πίν.125β) και η οικία 2 (Σχέδ. 3), η οποία περιλαμβάνει δωμάτιον λουτρού μετ’ ακοσμήτου μωσαϊκού δαπέδου και πήλινου λουτήρος (Sitzbad) κατά χώραν (Πίν. 125α).
Εκ της φάσεως Β σώζεται μόνον τοίχος θεμελιώσεως σχήματος Γ (Σχέδ.3), ο οποίος χρονολογικώς τοποθετείται μεταξύ της πρώτης και της δευτέρας μορφής της φάσεως Α, ήτοι πιθανώτατα είς τον -3ον αι.
Η φάσις Γ περιλαμβάνει ευμεγέθη οικίαν 3, με κατεύθυνσιν από Β. προς Ν., λοξώς ως προς την οικίαν 1 της φάσεως Α και επί των ερειπίων ταύτης φκοδομημένην (Σχέδ.3). Αποτελείται εκ δύο συνεχομένων δωματίων και ετέρου επιμήκους παρά την Α. αυτών πλευράν, ομοιάζοντος προς διάδρομον. η φάσις αύτη δύναται προχείρως να χρονολογηθή είς τον +2ον ή +3ον αί.
Η φάσις Δ αντιπροσωπεύεται μόνον εξ ενός τοίχου προχείρους κατεσκευασμένου, σχήματος Γ, εκτισμένου επί τής ΝΔ. γωνίας της οικίας 3. Ευρίσκεται σχεδόν εις την επιφάνειαν, διά τον λόγον δε αυτόν και κατεστράφη. Είναι προφανώς μεταγενεστέρα της φάσεως Γ, δεν δυνάμεθα εν τούτοις επί του παρόντος να χρονολογήσωμεν ταύτην επακριβώς. Πάντως δεν πρέπει να είναι παλαιοτέρα του β' ημίσεος του +4ου αί.


Τομεύς IV
Μεταξύ των Τομέων II και III εχαράχθησαν δοκιμαστικοί τάφροι κατά μήκος της διώρυγος, αι οποίαι εβεβαίωσαν την θέσιν ρωμαϊκού νεκροταφείου. Δεν ελλείπουν εν τούτοις και μεμονωμένα παραδείγματα ταφών κλασσικών χρόνων, εις μίαν των όποιων ανήκει και ο μελαμβαφής λύχνος του Πίν.128α, δεξιά.
Απροσδόκητος ήτο η αποκάλυψις μεσοελλαδικών και υστεροελλαδικών οστράκων εντός της αμμώδους επιχώσεως της καλυπτούσης τους τάφους. Επιφανειακή έρευνα της περιοχής μέχρι και των υπερκειμένων προς Α. της ανασκαφής τεσσάρων λόφων «Αγιωργίτικα » έδειξεν, ότι μέρος τουλάχιστον των οστράκων είχε παρασυρθή υπό των ομβρίων υδάτων εκ προϊστορικού συνοικισμού, ο οποίος ενετοπίσθη μετά βεβαιότητος επί των ανωτέρω λόφων.
Εντός μάλιστα οχυρωματικού ορύγματος εκ των χρόνων της γερμανικής κατοχής, μετά μικράν δοκιμαστικήν τομήν, απεκαλύφθη τμήμα μυκηναϊκής οικίας εκ δύο δωματίων, εντός δε του βορειοτέρου ευρέθη πήλινος λουτήρ (ασάμινθος) κατά χώραν. Το μεγαλύτερον, εν τούτοις, μέρος των προϊστορικών οστράκων του τομέως IV ανήκει κατά πάσαν πιθανότητα εις ΜΕ τάφους, υπολείμματα των οποίων εσημειώθησαν σχεδόν επιφανειακώς.

Κινητά ευρήματα
Τα κινητά ευρήματα είναι πολυπληθή και ποικίλα:
1. Νομίσματα, 142 χαλκά και 6 αργυρά. Το παλαιότερον είναι αργυρούς στατήρ Θηβών του -395/ -387, το δε καλύτερον ποιοτικώς αργυρούς στατήρ Φιλίππου Β' τού -359/ -336, αρίστης διατηρήσεως. Τα νεώτερα είναι ασσάρια του τέλους τού +4ου αι.
2. Χαλκά, κυρίως μικροαντικείμενα, ως λαβαί αγγείων, πόρπαι, περόναι, κρίκοι, ήλοι κλπ.
Ιδιαίτερον ενδιαφέρον παρουσιάζουν τρία θραύσματα εκ χαλκού χυτού αγάλματος φυσικού μεγέθους.
3. Σιδηρά, κυρίως ήλοι και εργαλεία.
4. Μολύβδινα, κυρίως μολυβδοχοήσεις συνδέσμων και ελάσματα.
5. Λύχνοι πολυάριθμοι, κλασσικών (Πίν.128α), έλληνιστικών (Πίν.128 β) και ρωμαϊκών χρόνων (Πίν.128γ). Εκ των ρωμαϊκών του +2ου και του +3ου αι. πολλοί προέρχονται εκ γνωστών κορινθιακών εργαστηρίων.
6. Αγγεία πήλινα (Πίν.126β, 127α-γ) (εκατοντάδες), χρονολογούμενα από του -4ου μέχρι του +4ου αι. Σημειούμεν ιδιαιτέρως την παρουσίαν πινακίων Terra Sigillata μετά σφραγίδων κεραμέων εντός πέλματος (Planta Pedis), τινά των οποίων φέρουν και εγχαράκτους ελληνικάς επιγραφάς (Πίν.127α), την εύρεσιν δύο ενσφραγίστων λαβών αμφορέων (Πίν. 127δ), ως και ενός σκύφου, ασυνήθως μεγάλου μεγέθους, φέροντος εντόνως αναγλύφους παραστάσεις εις επαλλήλους ζώνας (Πίν.126β).
7. Ειδώλια πήλινα ολίγα. Αξία μνείας τυγχάνει κεφαλή γυναικός του -4ου αί. (Πίν. 126α).
8. Υάλινα. Εκατοντάδες υαλίνων θραυσμάτων, ανηκόντων εις αγγεία αλλά και εις υαλοπίνακας, περισυνελέγησαν κυρίως εκ του Τομέως I των εργαστηρίων και καθιστούν λίαν πιθανήν και δελεαστικήν την υπόθεσιν ότι ευρισκόμεθα επί τα ίχνη εργαστηρίου υαλουργίας. Η θέσις άλλωστε της πόλεως, παραποτάμιος και παραθαλάσσιος, είναι λίαν ευνοϊκή διά την εγκατάστασιν τοιούτου εργαστηρίου.


Διά των προσφάτων ευρημάτων της ανασκαφής Επιταλίου η περιοχή αποκτεί μέγα αρχαιολογικόν ενδιαφέρον. Πιστεύω, ότι ο συνοικισμός επί των τεσσάρων λόφων «Αγιωργίτικα» πρέπει να ταυτισθή προς την ομηρικήν- μυκηναϊκήν πόλιν Θρύον ή Θρυόεσσαν, την τελευταίαν προς Β. του βασιλείου του Νηλέως, παρά τον πόρον του Αλφειού ποταμού (Ιλιάδος Λ, στ. 711).
Η μυκηναϊκή αύτη πόλις, την οποίαν επολιόρκησαν οι Επειοί ως αντίποινα διά την ληστρικήν επιδρομήν του νεαρού Νέστορος εις την χώραν των (Ιλιάδος Λ, στ. 670- 760), δεν φαίνεται να επωκίσθη κατά τους χρόνους της δωρικής καθόδου. Απουσιάζουν εντελώς επί του παρόντος τα γεωμετρικά, αλλά και τα αρχαϊκά όστρακα. Εις βαθύτερα στρώματα των Τομέων I και III ευρέθησαν όστρακα του -5ου και του -4ου αιώνος.
Κατά τον -5ον λοιπόν αι. εις νέος συνοικισμός εδημιουργήθη παρά τους Δ. πρόποδας των λόφων «Αγιωργίτικα), ελέγχων την στρατηγικήν θέσιν του ποταμίου πόρου, ο όποιος εξειλίχθη βαθμηδόν εις την μνημονευομένην κατά πρώτον υπό του Ξένοφώντος πόλιν του Επιταλίου (Ελληνικά ΙΠ, 2, 25).
Η πόλις αύτη εχρησιμοποιήθη ως ορμητήριον των επιδρομών του Άγιδος της Σπάρτης, το έτος -401, και του Φιλίππου του Ε΄ της Μακεδονίας, το -218. Κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Τραϊανού, ως μας διδάσκει το ανευρεθέν είς τον Τομέα II οδόσημον, μία σημαντική οδική αρτηρία διήρχετο διά του Επιταλίου. Τα ερείπια του ρωμαϊκού βαλανείου και του συγκροτήματος των εργαστηρίων, εξ άλλου, δεικνύουν ότι η ζωή της πόλεως παρετάθη μέχρι της υστέρας αρχαιότητος. Δέον να σημειωθή ενταύθα ότι περί την θέσιν του Τομέως III θα πρέπει ίσως να αναζητηθή και το περίφημον κατά την αρχαιότητα ιερόν της Αλφειούσης Αρτέμιδος, το κεκοσμημένον με τας σφόδρα ευδοκίμους γραφάς των Κορινθίων ζωγράφων Κλεάνθους και Αρήγοντος (Στράβων, 8.3.12).

Το Μιλιάριον του Επιταλίου
Εις το Αρχαιολογικόν Δελτίον (23, 1968, Χρονικά, σ.168) εδημοσιεύθη λατινική επιγραφή ρωμαϊκού οδοσήμου (μιλιαρίου)1, ευρεθείσα κατά τας ανασκαφάς εν Επιταλίω τον Οκτώβριον του 1967. Αναδημοσιεύομεν ενταύθα το κείμενον της επιγραφής (εικ. κάτω), απηλλαγμένον σφαλμάτων τινών, άτινα διέφυγον της προσοχής κατά την πρώτην παρουσίασιν:
IMP . CAISAR DI
VI NERVAI . F . NERVA
TRAIANV S OPTVMV S
AVG . GER . DACIC . PON
5 TIF . MAX · TRIB . POTE .
XVIIII . IMP . Villi . COS . VI .
P . P . MENSVRIS VIARVM
ACTIS PONI IVSSIT VΙΙΙΙ
Imp(erator) Caisar, divi
Nervai f( ilius), Nerva
Traianus optumus
Aug(ustus), Ger(manicus), Dacic(us), Pon-
5 tif(ex) max(imus), Trib(unicia) Pote(state)
XVIIII, Imp(erator) VIIII, Cos(ul) VI,
P(ater) P(atriae), mensuris viarum
actis poni iussit. VIIII
Ως έσημειώθη ήδη2, το ανευρεθέν μιλιάριον μαρτυρεί, ότι μία σημαντική οδική αρτηρία διήρχετο διά του Επιταλίου, συνδέουσα την Ηλείαν μετά της Τριφυλίας - Μεσσηνίας3. Η πόλις του Επιταλίου κατείχεν, από των μυκηναϊκών ήδη χρόνων4 συγκοινωνιακόν κόμβον μεγίστης στρατηγικής σημασίας, ελέγχουσα αποτελεσματικώς τον πόρον Αλφειοίο (Β 592) και το στενωπόν της διαβάσεως μεταξύ της τεναγώδους ακτής και των υπωρειών του λόφου «Αγιωργίτικα» Αγουλινίτσας.
Ο κατέχων το Επιτάλιον, παραποτάμων και παραθαλασσίαν πόλιν, ηδύνατο ευχερώς να ελέγχη την οδόν και τον πόρον του Αλφειού. Δυνάμεθα ούτω να κατανοήσωμεν πλήρως, διατί εχρησιμοποιήθη υπό του βασιλέως Άγιδος της Σπάρτης ως βάσις των επιδρομών του κατά της Ηλείας (-402/1)5.
Οι αυτοί λόγοι ωδήγησαν τον Φίλιππον Ε' της Μακεδονίας μετά την κατάληψιν του Επιταλίου (-218) να στρατοπέδευση περί το καλούμενον Αρτεμίσιον6 τον περίφημον κατά την αρχαιότητα ναόν της Αλφειούσης Αρτέμιδος, τον κεκοσμημένον με τας σφόδρα ευδοκίμους γραφάς των Κορινθίων ζωγράφων Κλεάνθους και Αρήγοντος7, ο οποίος ευρίσκετο παρά τας εκβολάς τουνΑλφειού. Η ανωτέρω μαρτυρία του Πολυβίου αποτελεί, πιστεύω, αδιαμφισβήτητον απόδειξιν του ότι το ιερόν της θεάς πρέπει να αναζητηθή πλησίον του Επιταλίου8.
Τo στρατηγικόν σημείον του περάσματος δεν ήτο δυνατόν να διαφυγή της προσοχής των εμπείρων περί τα πολεμικά Ρωμαίων. Εις αυτούς ωφείλετο προφανώς η οριστική διαμόρφωσις της οδού και η τοποθέτησις των οδοσήμων, ενδεικτικών των αποστάσεων μεταξύ των πόλεων, δια των οποίων αυτή διήρχετο, ως ακριβώς συνέβαινε με την Εγνατίαν οδόν.


Η διδομένη υπό του μιλιαρίου απόστασις των εννέα (VIIII) μιλίων (milia passuum) (στ. 9), ήτοι 13 1/2 περίπου χιλιόμετρα, πρέπει να έχη ληφθή εκ πόλεως προς Βορράν του Επιταλίου κειμένης. Υποθέτω ότι η πόλις αύτη είναι οι Λετρίνοι9, όχι μόνον διότι ήσαν η πλέον σημαίνουσα πόλις της κοιλάδος του Αλφειού, προς Βορράν του Επιταλίου κειμένη, αλλά και διότι διετηρείτο εισέτι κατά τους χρόνους της επισκέψεως του Παυσανίου10, ήτοι πεντήκοντα και πλέον έτη μετά την τοποθέτησιν του μιλιαρίου. Εξ Ολυμπίας μέχρι Λετρινών η απόστασις, κατά τον Παυσανίαν, ήτο 120 στάδια, ήτοι 22 χιλιόμετρα. Η απόστασις αύτη, ως και η απόστασις των 160 σταδίων εκ Λετρινών εις Ηλιδα (33 χιλμ.), την οποίαν και πάλιν εις τον Παυσανίαν οφείλομεν11, εβοήθησαν να υποστηριχθή, με στενά περιθώρια σφάλματος, ότι η πόλις των Λετρινών ευρίσκετο είτε εις την θέσιν του σημερινού Πύργου είτε εις ετέραν θέσιν ΒΔ. αυτού, προς την κατεύθυνσιν του λιμένος του Κατακόλου, παρά το χωρίον Άγιος Ιωάννης, ένθα έχουν επισημανθή αρχαιότητες12.
Περισσοτέρας πιθανότητας ταυτισμού παρουσιάζει, κατά την γνώμην μου, η δευτέρα θέσις, διότι συμφωνεί και με την διδομένην υπό του μιλιαρίου απόστασιν των 13 1/2 χιλιομέτρων περίπου εκ του Επιταλίου 13. Η σημερινή πόλις του Πύργου ευρίσκεται εξ μόλις χιλιόμετρα βορείως του σημείου ευρέσεως του οδοσήμου. Ο Πύργος εξ άλλου δεν έχει προσφέρει μέχρι σήμερον σαφείς ενδείξεις περί υπάρξεως αρχαίου οικισμού εις την περιοχήν του.


Πέτρος Γ. Θέμελης
Επιτάλιο: Αρχαιολογικόν Δελτίον 23, 1968: Χρονικά
Το Μιλιάριον του Επιταλίου: Αρχαιολογική Εφημερίς 1969, Χρονικά

1 Κυλινδρική στήλη εκ φαιού μαρμάρου. Υψ. 1.50, διάμ. 0.30 μ. Η κάτω απόληξις αδρώς ειργασμένη πρός ασφαλεστέραν στερέωσιν εντός του εδάφους (εικ. 1).
2 ΑΔ 23, 1968, Χρονικά, 171.
3 Πρβλ. Goodchild, Roman Roads and Milestones of Tripoli, 1948. Bartocini, Milestones, Epigraphica X, 1948, 150- 7.
4 Σχετικώς προς τα προϊστορικά ευρήματα της θέσεως, ταυτιζόμενης προς το Ομηρικόν Θρύον, βλ. εις AAA I, 1968, 201-204.
5 ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ Ελληνικά III 2. 25.
6 Πολυβίου IV 73. 4-5.
7 Στράβωνος VIII 343.
8 Πρβ. ανωτέρω σ. 16 σημ. 2.
9 Παυσ. VI 28. 8. Ξενοφ. 'Ελλην. III 2. 25-30.
10 Πρβ. Παυσ., έ.ά.: έπ εμού δέ οικήματα τε ελείπετο ολίγα
11 Αυτόθι.
12 Πρβ. ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ, Ηλιακά, 441, σημ. 1.
13 Η παρά τον Άγιον Ιωάννην θέσις συμφωνεί και προς την απόστασιν των 120 σταδίων εκ της Ολυμπίας, κατ' ευθείαν γραμμήν.







Printfriendly