.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Περιστεριά: Οι ανασκαφές Κορρέ, 1976



Οι ανασκαφές Πύλου συνεχίστηκαν στον επιβλητικό λόφο της Περιστεριάς (ΒΑ. της Κυπαρισσίας), επειδή δεν ήταν δυνατό να συνεχιστεί η ανασκαφή της Κουκουνάρας -ελλείψει σχετικών πιστώσεων δεν απαλλοτριώθηκε η έκταση Γουβαλάρη. Στην Περιστεριά είχαν διεξαχθεί παλαιότερα ανασκαφές της Εταιρείας από τον Σπ. Μαρινάτο κατά τις ανασκαφικές περιόδους 1960-1962, 1964-1965, οι οποίες είχαν φέρει στo φως το πλουσιότερο κέντρο της Δυτικής Πελοποννήσου κατά την πρώτη μυκηναϊκή περίοδο, τις «Μυκήνες» της Δ. Πελοποννήσου. Η εφετινή ανασκαφή είχε σαφώς συμπληρωματικό χαρακτήρα και συνεχίστηκε στους εξής τομείς:
1) δυτικά του θολωτού τάφου 1
2) στο εσωτερικό του θολωτού τάφου 1
3) στη νοτιοανατολική οικία
4) στο νοτιοανατολικό τμήμα του «Κύκλου»
5) στην είσοδο του θολωτού τάφου 3 και στο νοτιοδυτικό-νότιο τμήμα του «Κύκλου».
Τέλος, βρέθηκε και ανασκάφηκε και τέταρτος θολωτός τάφος στα νότια του λόφου της Περιστεριάς, που ανήκε στο νεκροταφείο του πληθυσμού της περιοχής. Ο τάφος αυτός ονομάστηκε νότιος θολωτός 1 της Περιστεριάς. Σε πρώτη φάση καθαρίστηκαν τα αντικείμενα που περισυνέλεξε ο επιστάτης της Περιστεριάς κ. Γ. Παναγίτσας από το 1965 ως το 1976, πριν από την έναρξη της ανασκαφής. Πρόκειται, κατά το πλείστον, για επιφανειακά ευρήματα, τα όποια στη συνέχεια συγκολλήθηκαν, μελετήθηκαν, καταγράφηκαν και φωτογραφήθηκαν. Τα υπόλοιπα από αυτά προέρχονται από τα απορριφθέντα χώματα των επιχώσεων των θολωτών τάφων 1,2,3 (όστρακα αμαυρόχρωμων αγγείων, πιθαμφορέων ανακτορικού ρυθμού, κυπέλλων Κεφτί, όστρακο αδριατικής κεραμικής, τρία τμήματα πήλινων ειδωλίων ζώων κ.ά.), από τη νοτιοανατολική οικία (χάλκινα νομίσματα) κτλ.
 Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα ευρήματα του Γ. Παναγίτσα το 1970 από τον αναστηλούμενο θολωτό τάφο 1: σκαραβαίος από αμέθυστο, λεπίδα από οψιανό, λίθινα σφονδύλια, πέντε σφαιρικές ψήφοι αμεθύστου και κομμάτια από τέσσερα, τουλάχιστον, χρυσά ελάσματα σε σχήμα waz με έκκρουστη διακόσμηση, ψήγματα χρυσού (κατάλοιπα ελασμάτων) και δύο χρυσά ελάσματα, από τα οποία το δεύτερο έχει διακόσμηση foliate band και ρόδακα. Στα χώματα του θολωτού τάφου 3 βρέθηκε χρυσό έλασμα με μορφή γλαυκός σε οπή προσραφής στο μέσο του μετώπου.



Θολωτός τάφος 1
Η ανασκαφή του ταφικού θαλάμου δεν είχε ολοκληρωθεί λόγω της πτώσεως της θόλου κατά την ανασκαφική ερευνά (1960-65). Τα άσκαφα σημεία ήταν δύο: το βόρειο-βορειοδυτικό απέναντι από την είσοδο και το νότιο- νοτιοανατολικό. Πρώτα καθαρίστηκε το δάπεδο, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί με όλα τα κατάλοιπα της αναστηλωτικής εργασίας, και στη συνέχεια ερευνήθηκε η περιφέρεια του δαπέδου στο βορειοδυτικό τόξο για ανεύρεση οστράκων από τους πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού του τάφου. Με την ευκαιρία μετρήθηκε και η διάμετρος του δαπέδου που ανέρχεται σε 12,03- 12,04μ.
Ο νότιο-νοτιοανατολικός όγκος είχε θεωρηθεί από τον Μαρινάτο ότι αποτελούσε βωμό. Είχε μέγιστο ύψος 0,83μ. Ο βόρειο-βορειοδυτικός όγκος χωμάτων, και λίθων, ήταν ο μόνος που ερευνήθηκε φέτος. Είχε ύψος 0,97μ. και στα κατώτερα σημεία του παρουσίαζε κάποια αναμόχλευση. Σε ύψος 0,50μ. από το δάπεδο βρέθηκαν δύο μικρά συμπιεσμένα φυλλάρια χρυσού που θα ανήκαν, αναμφισβήτητα, στο μυκηναϊκό στρώμα του δαπέδου. Μαζί βρέθηκαν και ίχνη από κάρβουνα, παράλληλα δε και μελαμβαφή όστρακα μέχρις αμέσως επάνω από το δάπεδο του ταφικού θαλάμου. Η αναμόχλευση παρατηρήθηκε και στο μυκηναϊκό στρώμα. Στα μεταγενέστερα στρώματα, μαζί με τα μελαμβαφή όστρακα υπήρχε μεγάλος αριθμός ολοτρόχων λίθων. Στο αρχικό μυκηναϊκό στρώμα βρέθηκαν πολλά όστρακα πιθαμφορέων ανακτορικού ρυθμού, που ανήκαν, κατά βάση, σε δύο αγγεία.
Από την τελική μελέτη της στρωματογραφίας προέκυψε ότι η μυκηναϊκή επίχωση του τάφου στο σημείο αυτό, τουλάχιστον, έφθανε σε ύψος 0,25μ. από το αρχικό δάπεδο. Στο στρώμα του δαπέδου βρέθηκαν ορισμένα φυλλάρια και ψήγματα χρυσού. Με το σκάψιμο σε βάθος κάτω από το δάπεδο, κατά μήκος του δυτικού- βορειοδυτικού τόξου της περιφέρειας του ταφικού θαλάμου, επιβεβαιώθηκε η αρχική υπόθεσή μας ότι για τη θεμελίωση της θόλου είχε σκαφτεί κυκλικός δακτύλιος, στην κοίτη του οποίου τοποθετήθηκαν οι θεμέλιοι λίθοι της θόλου. Στο νότιο- νοτιοανατολικό όγκο αφαιρέθηκε το ανώτερο στρώμα, που περιελάμβανε μεταγενέστερα όστρακα, οστά γνάθου ζώου, κάρβουνο κτλ. Κάτω από αυτό φάνηκαν λίθοι, κατά το πλείστον, κανονικά τοποθετημένοι. Ο όγκος δικαιολογούσε ως ένα σημείο την άποψη του Μαρινάτου για βωμό. Η απουσία, όμως, τέφρας από το αμέσως επόμενο στρώμα, η ύπαρξη μεγάλων ποσοτήτων χώματος ενδιάμεσα, οδηγούν στη σκέψη ότι πρόκειται για μεταγενέστερο κτίσμα. Από τη σε βάθος ανασκαφή του δαπέδου του τάφου προέκυψε ότι τα παλαιότερα όστρακά του ανάγονται στις αρχές της δεύτερης μυκηναϊκής περιόδου. Έτσι, Ο τάφος πρέπει να θεωρηθεί νεότερος από τον 3.


Πιν.68: α. Ο περίβολος του θολωτού τάφου 1.

Περίβολος θολωτού τάφου 1
Δύο μεγάλοι λίθοι στα δυτικά του δρόμου του θ.τ.1, από τους όποιους ο ένας αμυγδαλίτης, ορατού μήκους 1μ. περίπου, οδήγησαν στην ανακάλυψη ενός λιθοσωρού.
Για τις μεγάλες πέτρες του λιθοσωρού και τις μικρότερες πλακωτές είναι δυνατό να υποστηριχθεί η άποψη ότι είναι κατάλοιπα του οικοδομικού υλικού του τάφου 1. Ο επιμήκης λιθοσωρός εκτείνεται προς Β. και κάμπτεται προς τα ΒΑ. έτσι, δημιουργεί ένα ανθεκτικό αντιστήριγμα για τα χώματα του τύμβου, που υπήρχε γύρω από τον τάφο 1: πρόκειται για τον περίβολο του μεγαλύτερου ταφικού μνημείου της Περιστεριάς. Πρόβλημα, όμως, αποτελεί η φύση του περιβόλου αυτού. Πρόκειται για αναλημματικό τοίχο ή για όριο; Η πρόκειται για περίβολο που εκπληρώνει και τους δύο αυτούς σκοπούς; την απάντηση θα δώσει μάλλον το μέλλον, όταν θα αποκαλυφθεί ο περίβολος στο σύνολό του (Πίν.68α). Το ανασκαμμένο μήκος του περιβόλου είναι 27,10μ.

ΜΕ- YE I τάφος
Αφορμή για την ανασκαφή του παλαιοτέρου, ως τώρα, τάφου της Περιστεριάς έδωσε ο αμυγδαλίτης λίθος που διακρινόταν στην επιφάνεια του εδάφους. Αρχικά διαπιστώθηκε ότι βορειοδυτικά του αμυγδαλίτη βρέθηκαν σε αταξία τεμάχια ανθρώπινων οστών, πιο πέρα δε τμήμα ταινίας από χρυσό έλασμα, ένα χάλκινο μονόστομο μαχαιρίδιο, σε κακή κατάσταση διατηρούμενο, πέντε ψήγματα χρυσού, πέντε τεμάχια χαλκού, δύο κομμάτια αργυρού μικροαντικειμένου, όστρακο πίθου και διάφορα όστρακα. Τα ευρήματα προέρχονται, ως επί το πλείστον, από το νοτιοδυτικό τμήμα του τάφου, και μάλιστα από τα ανώτερα στρώματα, και η ύπαρξή τους ερμηνεύεται από την αναμόχλευση του σημείου. Η έρευνα του νοτιοδυτικού τάφου απέδωσε χάλκινη σμίλη, χρυσή κυλινδρική ψήφο από συμπαγή χρυσό, πήλινο σφονδύλιο, κομμάτια χαλκού κ.ά.
Στο δυτικό τμήμα του τάφου αυτού σώζονταν μόνο ορισμένοι από τους λίθους των θεμελίων. Συγκεκριμένα σώζονταν μόνο οι λίθοι της βορειοδυτικής και της νοτιοδυτικής γωνίας και απουσίαζαν λίθοι της δυτικής πλευράς, ίσως λόγω κατωφέρειας του εδάφους ή λόγω καλλιέργειας. Ομοίως, βρέθηκαν στη θέση τους και οι λεπτές καλυπτήριες πλάκες του νοτιοδυτικού τμήματος του τάφου.

Πιν.68: β. Ο ΜΕ τάφος.

Το ανθρωπολογικό υλικό συνίσταται από συγκεντρωμένα οστά ανακομιδών στη νοτιοδυτική γωνία του τάφου και αμέσως βορειότερα. Κοντά τους βρέθηκαν τμήματα δύο χάλκινων αγγείων. Οι ανακομιδές είχαν τοποθετηθεί πάνω στο από χαλίκια δάπεδο του τάφου. Οι λεπτές ασβεστολιθικές καλυπτήριες πλάκες του τάφου είχαν πέσει και βρίσκονταν αμέσως πάνω από το δάπεδο (Πίν.68β). Από τις πλάκες αυτές αφαιρέθηκαν δύο στο βορειοδυτικό τμήμα του τάφου, με αποτέλεσμα να βρεθούν αμέσως η λαβή ενός από τα χάλκινα αγγεία, μια οστέινη περόνη, 22 χρυσοί ρόδακες και χάλκινο λογχοειδές αντικείμενο. Οι ρόδακες είχαν σχήμα δισκοειδές από φύλλο χρυσού με συμφυή σωληνίσκο για ανάρτηση και με έκκρουστη διακόσμηση, η όποια είχε στο κέντρο οφθαλμό μέσα σε στικτό κύκλο και γύρω από αυτόν άλλους μικρότερους ανάγλυφους οφθαλμούς, περιβαλλόμενους όμοια από στικτούς κύκλους (Πίν.69α). Μαζί με τους 22 ρόδακες βρέθηκαν και 6 ατρακτοειδείς ταινίες από λεπτό έλασμα χρυσού (Πίν.69γ). Το τμήμα του τάφου που ανασκάφηκε περιελάμβανε τέσσερις ομάδες ανακομιδών. Όλα τα οστά και οι θόλοι των κρανίων είχαν πληγεί από την κατάρρευση του καλυπτήριου συστήματος και λόγω ελλείψεως επιχώσεως μέσα στον τάφο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άνευρεση δύο οστράκων ύστατης ΜΕ εποχής αγγείων, τμήματα των οποίων βρέθηκαν και σε άλλα σημεία του τάφου. Το γεγονός αυτό, μαζί με την ανεύρεση και άλλων χρυσών ροδάκων σε άλλα σημεία του τάφου, υποδηλώνει την αναμόχλευση που είχε υποστεί ο τάφος και η οποία, ως ένα σημείο, μπορεί να οφείλεται στην κατάρρευση της στέγης και στην άροση της περιοχής. Στις δυτικές ανακομιδές ανήκαν και δύο χάλκινα αγγεία που βρέθηκαν, το ένα με λαβές υπερυψωμένες και το άλλο με φυλλοσχήμους.


Πιν.69: α-δ) Κτερίσματα από το ΜE τάφο.
 
Η συνέχιση της ανασκαφής ανατολικότερα εμφάνισε την ίδια εικόνα. Φάνηκε, όμως, και το σχήμα του τάφου με όλες τις λεπτομέρειές του. Επρόκειτο για επιφανειακό αβαθή λακκοειδή τάφο, τετραπλεύρου σχήματος με στρογγυλεμένες τις εσωτερικές γωνίες, χτισμένο από πλακωτούς λίθους, ο οποίος έφερε λεπτές καλυπτήριες πλάκες και είχε δάπεδο γεμάτο από ποταμίσια και μη βότσαλα.
Στους λίθους της βορειοανατολικής γωνίας και πλευράς διακρίνεται μια μετακίνηση, που παραλλάσσει το σχήμα του τάφου και που οφείλεται σε ώθηση των λίθων του περιβόλου. Οι λίγες στρώσεις των χρισμένων πλευρικών λίθων δείχνουν το μικρό βάθος του τάφου που είχε χτιστεί αμέσως κάτω από την επιφάνεια. Οι καλυπτήριες πλάκες του ανατολικού και του κεντρικού τμήματος του τάφου ήταν σε παράλληλη διάταξη από Β. προς Ν. και απουσίαζαν από το βορειοανατολικό το νοτιοανατολικό τμήμα και από τη δυτική πλευρά.
Μια ταφή είχε τοποθετηθεί πάνω στις κεντρικές καλυπτήριες πλάκες του τάφου και σώζονταν από αυτήν το σύνολο των άκρων. Η θέση της υποδηλώνει μεταγενέστερη ταφή, που έγινε μετά από την κατάρρευση των καλυπτήριων πλακών του τάφου. Η περίοδος αυτή νοείται είτε η ύστατη ΥΕΙ είτε η πρώιμος YE II.
Από τα ευρήματα που σημειώθηκαν πάνω στις καλυπτήριες πλάκες αναφέρονται δύο όστρακα αδριατικής κεραμικής, άλλο όστρακο ΜΕ/ΥΕ I περιόδου και όστρακο με ζεύγος μαστοειδών αποφύσεων, χαρακτηριστικό της YE I, το αργότερο, περιόδου. Επίσης αιχμή βέλους από πυριτόλιθο. Αντίθετα προς τις ανακομιδές που είχαν τοποθετηθεί κατά μήκος της δυτικής, βόρειας και ανατολικής πλευράς, αιχμές βελών βρέθηκαν κατάσπαρτες σε διάφορα σημεία του τάφου. Ως προς τον προορισμό του τάφου δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόκειται, ουσιαστικά, για οστεοφυλάκειο και όχι για τάφο κοινό, έστω οικογενειακό. Την εντύπωση αυτή επιτείνει η ανεύρεση (πέρα του πλήθους των ροδάκων και των ταινιών των τοποθετημένων αρχικά μάλλον μέσα σε ξύλινο κυβωτίδιο) και άλλων χρυσών κτερισμάτων μέσα σε μικρό πήλινο αγγείο.
Στο βορειοδυτικό τμήμα του τάφου και μέσα στο βοτσαλωτό δάπεδο ήρθε στο φως μικρό δίωτο κανθαροειδές πήλινο αγγείο, υψ. 0,0586 μ., το όποιο περιείχε τέσσερις ατρακτοειδείς ταινίες από παχύ χρυσό έλασμα με έκκρουστη διακόσμηση και δίωτο χρυσό αγγείο (Πίν.69β,δ). Το αγγείο, δίωτο κανθαροειδές κύπελλο ή σκύφος, θυμίζει μινύειο ή αμυρόχρωμο κατά την τεχνική και μαρτυρεί για την κατοίκηση του χώρου από Μυκηναίους, όπως διαπιστώνεται από τα όμοια αγγεία τα προερχόμενα από τις Μυκήνες. Το κύπελλο κατασκευάστηκε από αρκετά παχύ έλασμα, με χείλος προς τα έξω και λαβές διακοσμημένες με την έκκρουστη τεχνική.


Περιστεριά: Το χρυσό δίωτο κανθαροειδές κύπελλο από τις ανασκαφές Κορρέ, Μουσείο Καλαμάτας.

Είκοσι διμερείς (κοιλόκυρτοι) κρινοειδείς ψήφοι από χρυσό βρέθηκαν κατάσπαρτες σε διάφορα σημεία του δαπέδου. Βρέθηκαν ακόμη δύο ψήφοι από σάρδιο.
Σ’ αυτό το σημείο διακόπηκε η ανασκαφή του παλαιότερου από τους τάφους της Περιστεριάς, ενώ στο μεταξύ συντηρήθηκαν τα χάλκινα σκεύη του δυτικού τμήματος του τάφου. Τα ευρήματα του νέου τάφου ανάγονται, ακριβώς, στα τέλη της ΜΕ (και στις αρχές της πρωτομυκηναϊκής) περιόδου. Τα χρυσά αντικείμενα πιστοποιούν την ακμή σ’ όλη τη διάρκεια της YE I περιόδου του ελάχιστα κατά τα λοιπά γνωστού σε μας πρωτομυκηναϊκού οικισμού της Περιστεριάς.
Η χρήση του τάφου διακόπηκε κατά την πρώτη ΥΕ περίοδο. Ως σύνολο ο τάφος είναι δυνατό να θεωρηθεί λίγο παλαιότερος από την «Ανατολική» οικία της Περιστεριάς.
Ο ΜΕ-ΥΕ I τάφος της Περιστεριάς χρησιμοποιήθηκε για πρώτες ταφές, όπως δείχνει η αλλοίωση του χώματος σε ορισμένα σημεία του. Ως την εποχή μας έφθασαν μόνο οι ανακομιδές του δίνοντας ένα σημαντικό στοιχείο: ότι τα πολύτιμα χρυσά κτερίσματα των ταφών παρέμεναν στον τάφο και μετά την ανακομιδή των ταφών.

Λιθοσωρός 2
Δυτικά και βορειοδυτικά του περιβόλου του θολωτού τάφου 1 ήρθε στο φως επιφανειακός λιθοσωρός άγνωστης χρήσεως, ο οποίος κάλυπτε, με τα σημερινά δεδομένα, από Β. ως Ν., έκταση 11,40μ. και χωριζόταν με κενό χώρο από τον περίβολο του τάφου 1. Οι λίθοι του ήταν κατά βάση αργοί ή μερικώς πλακωτοί και ορισμένοι ολότροχοι.
Στην ουσία, επρόκειτο για δύο σειρές λίθων, που βρίσκονταν ανάμεσα σε περισσότερους, και οι όποιοι είχαν τοποθετηθεί κανονικά πάνω στο έδαφος για υποδήλωση άγνωστο ποιας κατασκευής. Δυτικά του λιθοσωρού αποκαλύφθηκε τοιχιθεμελίωση σε σχήμα Π, με τις πλευρές του να συνεχίζουν προς ΒΔ. το οικοδομικό υλικό, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι ανομοιογενές.

Νότιος θολωτός τάφος
Η ανασκαφική δραστηριότητα στράφηκε και σε μια άλλη περιοχή του λόφου, τη νότια. Αφορμή γι’ αυτό έδωσε η ύπαρξη σωρού λίθων σε κάποιο σημείο και η μαρτυρία των ντόπιων ότι σε μικρό βάθος υπήρχε πλήθος λίθων. Μετά τη διάνοιξη δύο δοκιμαστικών τομών, ήρθε στο φως τοξοειδές τοιχίο, το όποιο διαπιστώθηκε ότι συνεχιζόταν και ότι αποτελούσε το θεμέλιο θόλου εσωτερικής διαμέτρου 5,08μ.
Τα στοιχεία που έδωσε η ανασκαφή είναι: 
α) η θόλος είχε πέσει και οι λίθοι της αποτελούσαν την ανώτερη επίχωση του εσωτερικού του τάφου, 
β) το θεμέλιο της θόλου αποτελούνταν από στρογγυλεμένους λίθους σε ομαλό σχηματισμό, 
γ) άλλοι τύποι λίθων και η θέση που βρέθηκαν στην εσωτερική λίθινη επίχωση του τάφου βεβαιώνουν ότι επάνω από το θεμέλιο υπήρχαν οι συνηθισμένοι πλακωτοί και από πάνω τους άλλοι αμμόλιθοι, που, σαν ελαφρότεροι, είχαν επιλεγεί για τα ανώτερα σημεία του τάφου.
Η ποσότητα των λίθων που βρέθηκαν δεν επιτρέπει την ανασύσταση πλήρους θόλου. Πιθανότατα, η θόλος συμπληρωνόταν κανονικά και οι ανώτεροι λίθοι αφαιρέθηκαν, γιατί προεξείχαν, για οικοδομικές ανάγκες της περιοχής και, κυρίως, για να διευκολυνθεί η καλλιέργεια του αγρού μέσα στον όποιο βρίσκεται ο τάφος.
Η επικάλυψη-στεγανοποίηση του τάφου πρέπει να γινόταν με στρώμα μάζας πηλού, όπως προκύπτει από την ανεύρεση επάνω από τον τάφο, έξω από αυτόν και ανάμεσα στους πεσμένους λίθους, πλήθους τεμαχίων πηλού.


Πιν.70: α) Νότιος θολωτός τάφος 1, ταφές κάτω από το δάπεδο

Ο τάφος είχε χρησιμοποιηθεί για πρώτες ταφές και για ανακομιδές. Οι πρώτες ταφές είχαν μετακινηθεί από το κέντρο προς την περιφέρεια, ενώ ορισμένα κρανία είχαν μείνει μετά την ανακομιδή των οστών στη θέση τους, για τις ανακομιδές χρησιμοποιήθηκαν και τρεις πίθοι. Οι νεότερες ταφές έμειναν αμετακίνητες στο κέντρο του δαπέδου του τάφου. Πρόκειται για δύο γυναικείες ταφές που πλαισιώνουν μια ανδρική, και οι τρεις εκτάδην (Πίν.70α). Τα πρώτα δείγματα αγγείων που εμφανίστηκαν κάλυπταν το σύνολο της δεύτερης μυκηναϊκής περιόδου (-15ος αί.), όπως το διακοσμημένο με κατακόρυφες ταινίες YE IIΑ ρυτό του ανατολικού τμήματος του τάφου.
Γενικώς, τα αγγεία-κτερίσματα βρέθηκαν κατά ομάδες, όλα θρυμματισμένα κοντά στα τοιχώματα της θόλου. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ένα τετράωτο πιεσμένο αγγείο με τις δύο λαβές του σε οριζόντια και τις δύο άλλες σε κάθετη τοποθέτηση. Σε υψηλότερο σημείο βρέθηκε κύπελλο κεφτί με πλαστικό δακτύλιο και ευρεία βάση, αδιακόσμητο. Μια από τις παλιότερες ανακομιδές φαίνεται ότι συνόδευε μόνωτο κύλικα με δύο προχοές. Το αγγείο αυτό ανεβάζει τη χρονολόγηση του τάφου στην πρώιμη πρώτη μυκηναϊκή περίοδο.
Από τις τρεις εκτάδην ταφές του κέντρου του δαπέδου του τάφου η ύπ’ αριθ. 39 είχε κτεριστεί με αλάβαστρο της YE ΙΙΒ φάσεως. Πάνω, όμως, από τα πόδια του νεκρού είχαν τοποθετηθεί μεταγενέστερα ορισμένα αγγεία:
α) ραμφύστομος πρόχους με μαστοειδή απόφυση κάτω από τη λαβή και διακόσμηση κατ’ ενώπιον
β) ομοίωμα τρίωτου πιθαμφορέα χωρίς σωζόμενη διακόσμηση,
γ) δίωτη κύλικα. Χρονολογούνται γύρω στο -1.400 ή και λίγο προηγουμένως.
Από αυτά γνωρίζουμε ότι και μετά από την τελευταία ταφή έγινε μια κατάθεση αγγείων προς τιμή του ή των προγόνων των κατοίκων της Περιστεριάς, η οποία είχε χάσει πιά τον παλιό της πλούτο και το μεγαλείο, όπως αυτός δηλωνόταν από τα παλιότερα ταφικά μνημεία.
Από τα κτερίσματά του ο νότιος θολωτός τάφος της Περιστεριάς φαίνεται να είναι ένας οικογενειακός τάφος, που ανήκε στο νεκροταφείο της περιοχής. Ο τάφος αυτός, ο οποίος με τα ταφικά του έθιμα υποδεικνύει ότι και ο τάφος του Βαγενά δεν ήταν ταφικός κύκλος, είχε χτισθεί σε χώρο που είχε χρησιμοποιηθεί παλαιότερα.

Πίν.70: β) Νοτιοανατολικό άκρο του «κύκλου».

Ο «Κύκλος» και οι θολωτοί τάφοι 2 και 3
Ο λεγόμενος «Κύκλος» είχε αρχικά χαρακτηρισθεί από τον Μαρινάτο «πεταλοειδές κτίσμα», αλλά το 1962, και στη συνέχεια το 1965, διαπιστώθηκε, ακριβέστερα, το ημικυκλικό του σχήμα. Στις φετινές ανασκαφές η έρευνα προχώρησε ακόμη περισσότερο: ο «Κύκλος» δεν ήταν παρά μόνο δύο τόξα, των όποιων το διαφορετικό υλικό κατασκευής δείχνει μάλλον και τη σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα κατασκευή τους.
Στο νοτιοανατολικό σημείο του «Κύκλου» την πορεία της ανασκαφής ανέκοψαν διάφορα λιθολογήματα που ήρθαν στο φως σε διάφορα επίπεδα (Πίν.70β) Τα λιθολογήματα αυτά αποκαλύφθηκαν στην προσπάθειά μας να διευρύνουμε το στενό όρυγμα που είχε ανοιχθεί μπροστά από τον κύκλο κατά τις προηγούμενες ανασκαφές. Τα λιθολογήματα του νοτιοανατολικού- νότιου νοτιοανατολικού σημείου, τα υπολείμματα πλήθους αναστραμμένων κυλικών και ενός πήλινου ειδωλίου στο νοτιοδυτικό τμήμα και, τέλος, το οικοδόμημα (Δυτική Οικία) μπροστά από το δυτικό τμήμα του «Κύκλου» κατέδειξαν την ανάγκη της καθολικής αποχωμάτωσης που πρέπει να γίνει, για να απομακρυνθεί το ανάχωμα με τις επιχώσεις που δημιούργησαν οι προηγούμενες ανασκαφικές περίοδοι στην Περιστεριά, πάνω σε μεταγενέστερα από τον κύκλο, προφανώς, κτίσματα.

 
Τα ευρήματα που σημειώθηκαν στο νοτιοανατολικό σημείο του «Κύκλου» είναι ένας φακοειδής σφραγιδόλιθος από στεατίτη με παράσταση ελάφου (Πίν.71α)., τεμάχια πίθων με ανάγλυφη διακόσμηση, όστρακα αγγείων της τρίτης, κυρίως, μυκηναϊκής περιόδου, τεμάχια αγγείων οικιακής χρήσεως, γυναικείο ειδώλιο και ζώδιο.
 Η διεύρυνση του ορύγματος μπροστά από τον «Κύκλο» συνεχίστηκε σ’ όλο το μήκος του ως τη βορειοδυτική απόληξή του. 
 Συγχρόνως επιδιώχτηκε η παρακολούθηση της κατασκευής του «Κύκλου» σ' όλο το μήκος του, για ν’ αποδειχθεί ότι ο λεγόμενος «Κύκλος» ή ημικύκλιο ήταν μύθος και ότι αποτελείται από δύο ανεξάρτητα τόξα, που απέχουν μεταξύ τους πολλά μέτρα (Πίν.71β) και τα οποία βρίσκονται πάνω στην ίδια περίπου περιφέρεια.
 Δεξιά: Πίν.71. α) Σφραγιδόλιθος από στεατίτη


Το πρώτο, βορειοδυτικό-νοτιοδυτικό, τμήμα αποτελείται από μεγάλους κατεργασμένους λίθους στην εξωτερική όψη του τόξου και από μικρότερους στην εσωτερική. Αντιθέτως, το νότιο-νοτιοανατολικό τόξο είναι κατασκευασμένο από μικρούς πλακωτούς λίθους. Πέρα από τα υλικά δομής, τα δύο τόξα διαφέρουν και ως προς την τεχνική και ως προς την εποχή που κατασκευάστηκε το καθένα. Η χρονική αλληλοδιαδοχή στην κατασκευή των τόξων είναι σύμφωνη και με τη νέα σειρά ιδρύσεως που δίνουμε στους θολωτούς τάφους 3 και 2. Σύμφωνα μ' αυτήν, ο μικρότερος θολωτός τάφος 3, λόγω των παλαιότερων οστράκων της επιχώσεώς του και των υπόλοιπων ευρημάτων, πρέπει να θεωρηθεί παλαιότερος του μεγαλυτέρου τάφου 2.

Πίν.71: β) Νοτιοδυτικό τμήμα μεταξύ δύο τμημάτων του «κύκλου»

Το σημαντικό δε συμπέρασμα μετά από την ανασκαφή του στομίου του θολωτού τάφου 3 είναι ότι, λόγω της απουσίας των ανώτερων τμημάτων του στομίου και μάλιστα των ανωφλίων, πρέπει να δεχθούμε ότι το νοτιο- δυτικό-δυτικό-βορειοδυτικό τόξο, το οποίο στο δυτικό τμήμα έχει κατασκευαστεί πάνω στο στόμιο του θολωτού τάφου, πρέπει να ιδρύθηκε μετά την καταστροφή του θολωτού τάφου 3. Γιατί, αν ο θολωτός τάφος υφίστατο όταν ιδρύθηκε το τόξο, θα υφίστατο και το ανώτερο τμήμα του στομίου.

Θολωτός τάφος 3
Η ανασκαφή του είχε αρχίσει το 1965 αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί (Πίν.71γ-δ). Στο εσωτερικό του τάφου ερευνήθηκαν εφέτος ορισμένα σημεία μετά από την αφαίρεση της σύγχρονης επιχώσεως. Στο δάπεδο του πεταλοειδούς σκάμματος βρέθηκαν μικρότατα ψήγματα φυλλαρίων χρυσού σ’ όλο το μήκος του μέσα στη θόλο. Μπροστά από το «βωμό» που είχε αφεθεί στο νοτιοανατολικό τμήμα του δαπέδου ήρθαν στο φως τα πρώτα μικρών διαστάσεων οστά ζώου και ανθρώπου κατά τη διαπίστωση του καθηγητή Ε. Βreitinger. Τα μικρά αυτά οστά φυσικά δεν επαρκούν για να καλύψουν το κενό κάποιας ταφής που ποτέ δε βρέθηκε μέσα στον τάφο. Γεγονός, πάντως, είναι ότι το μεγαλύτερο τμήμα του τάφου «ξυρίστηκε» κυριολεκτικά στα τέλη της YE I ή κατά την πρώιμο YE II περίοδο και απομακρύνθηκαν τα πάντα από το δάπεδο. Το ότι ο τάφος χρησιμοποιήθηκε για ταφές αποδεικνύεται από τη διπλή ανακομιδή που βρέθηκε στην εσωτερική πλευρά του στομίου και από το θησαυρό των χρυσών κτερισμάτων μέσα στο βαθύ πεταλοειδές σκάμμα.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα ευρήματα, η επίχωση του νοτιοδυτικού τμήματος της θόλου, που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη κλίση του κροκαλοπαγούς δαπέδου ως τα θεμέλια της θολού, είναι διπλάσιο από ότι είχε αρχικά υποτεθεί, είναι δηλ. 0,60μ. Στηριζόμενοι στην άποψη ότι ο τάφος «ξυρίστηκε» μετά την καταστροφή του στα τέλη της πρωτομυκηναϊκής φάσεως, ότι δηλ., αφαιρέθηκαν όλοι οι μικροί πλακωτοί λίθοι της θόλου που είχε πέσει για να χρησιμεύσουν ως οικοδομικό υλικό σε άλλα κοσμικά η ταφικά κτίσματα της Περιστεριάς, πιστεύουμε ότι το μεγαλύτερο τμήμα (ΝΔ.-Δ.-ΒΔ.-Β.) του τάφου καλύφθηκε με χώματα και ο δυτικός «Κύκλος» είχε πιά ως επίπεδο εδράσεως το ανώτατο επιφανειακό στρώμα αυτής της επιχώσεως.

Πίν.71: γ). Δυτικό τμήμα του «κύκλου» και ο θολωτός τάφος 3.

Κατά τις εφετινές ανασκαφές βρέθηκε η είσοδος του θολωτού τάφου (Πίν.71δ) προς τα δυτικά, όπως έδειχνε η ύπαρξη του πεταλοειδούς σκάμματος και παρακολουθήθηκε στα ελεύθερα σημεία του το στόμιο του τάφου, που είχε επικαλυφθεί από τους λίθους του βορειοδυτικού-δυτικού τμήματος του «Κύκλου», ενώ το ή τα ανώφλια δεν υπάρχουν πιά. Το γεγονός αυτό αποτελεί την τελική απόδειξη ότι ο τάφος είχε ήδη καταστραφεί όταν χτίστηκε το πρώτο αυτό τόξο. Επειδή δε στο υλικό του τόξου αυτού του «Κύκλου» χρησιμοποιήθηκαν και αμυγδαλίτες, πρέπει να διαπιστωθεί αν αυτοί προέρχονταν από το ανώφλι του τάφου. Έτσι αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο «Κύκλος» δεν ήταν αναλημματικός τοίχος για τον τύμβο των τάφων 2 και 3, και, βεβαίως, ουδέποτε υπήρξε κοινός τύμβος πάνω από έναν τάφο ήδη καταστραμμένο και πάνω από έναν υφιστάμενο. Επίσης, εξάγεται το συμπέρασμα ότι εφόσον το βορειοδυτικό-δυτικό τμήμα του «Κύκλου» χτίστηκε πάνω στο στόμιο ενός καταστραμμένου θολωτού τάφου, ο «Κύκλος» δεν «περιέβαλλε λακκοειδείς τάφους και παλαιότερους τάφους». Η ύπαρξη του τόξου του «Κύκλου» μόνο σ’ αυτήν την πλευρά του τάφου, όπου διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν σε μικρή απόσταση κοσμικά κτίρια, οδηγεί στη σκέψη ότι ο δυτικός «Κύκλος» χτίστηκε για να δημιουργηθεί «εν άβατον τέμενος», για να διαχωριστούν τα κοσμικά κτίρια από τα ταφικά κτίσματα.
Ήδη στο σημείο στα δυτικά του στομίου του τάφου 3 βρέθηκαν, σε απόσταση 2μ. περίπου, οι τοίχοι του οικοδομήματος που ονομάστηκε Δυτική Οικία και που χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΑ περίοδο και ίσως λίγο πριν. Το στόμιο του τάφου έχει μεγάλο μήκος: 3,90μ. Η νότια πλευρά και 3,70μ. η βόρεια. Η διαφορά στο μήκος των δύο πλευρών εξηγείται από το επικλινές του εδάφους.


Πίν.71: δ). Δυτικό τμήμα του «κύκλου» και ο θολωτός τάφος 3.

Η πρόσοψη του στομίου είναι ιδιότυπης κατασκευής, γιατί δε φθάνει ως το δάπεδο της εισόδου του τάφου, δηλ. μέχρι το φυσικό πέτρωμα της περιοχής, το όποιο παρακολουθείται από το εξωτερικό αυτό σημείο να αποτελεί το δάπεδο και του πεταλοειδούς σκάμματος του τάφου. Έτσι το πεταλοειδές σκάμμα εμφανίζεται να έχει μήκος τουλάχιστον 8,40μ. Στο εξωτερικό αυτό σημείο το βάθος του σκάμματος βρίσκεται 0,31μ. βαθύτερα από το δάπεδο του σκάμματος, ακριβώς μέσα από τον «Κύκλο» στο σημείο της αργολιθοδομής δηλ. η όποια συμπληρώνει την περιφέρεια της θόλου.
Η πρόσοψη του τάφου δίνει την εικόνα που είναι γνωστή από το θολωτό τάφο 2 του Ρούτση. Οι παραστάδες είναι χτισμένες με πλακωτούς λίθους, ειδικά δε η κατώτερη πλάκα που χρησιμεύει σαν βάση βρίσκεται σε σημαντικό ύψος από το δάπεδο του σκάμματος, 0,60 και 0,65μ. Επειδή το σωζόμενο ύψος των παραστάδων είναι μικρό, είναι σαφές ότι σώθηκαν μόνο τα κατώτερα μέρη τους. Ο δρόμος του τάφου δεν είχε πλευρές με επένδυση, αλλά δεν ήταν δυνατό να παρακολουθηθεί λόγω της υπάρξεως τοίχων οικοδομήματος, το όποιο ονομάστηκε Δυτική Οικία. Η άνευρεση της εισόδου του τάφου επιβεβαίωσε την παλαιότητά του σε σχέση με τους θολωτούς τάφους.

Θολωτός τάφος 2
Καθαρίστηκε ο τάφος. Οι καταστροφές τις όποιες έχει υποστεί το μνημείο από την έκθεσή του στις καιρικές συνθήκες επιβάλλουν τη στέγασή του. Η έρευνα σε μικρό τμήμα των χωμάτων που βρίσκονται μπροστά (νότια) από τον τάφο και προέρχονται από τις παλιότερες ανασκαφές του απέδειξε ότι το χώμα χρειάζεται κοσκίνισμα. Εφέτος διαπιστώθηκε το ακριβώς αίτιο της δημιουργίας του οχετού σ’ αυτό το ταφικό μνημείο: από σημείο του βορειοανατολικού τεταρτοκυκλίου του δαπέδου του τάφου αναβλύζει νερό για μεγάλο χρονικό διάστημα του έτους. 

Δυτική Οικία
Το τμήμα του οικοδομήματος που ήρθε στο φως αντιστοιχεί, περίπου, στο πλάτος του δρόμου του τάφου 3. Ο δρόμος αυτός επιχώθηκε, πιθανόν, κατά τα τέλη της ΥΕ II φάσεως και ιδρύθηκε η «Δυτική Οικία», η όποια ανανεώθηκε σε μεταγενέστερη φάση όπως δείχνουν δύο εφαπτόμενοι τοίχοι.


Πίν.71: α) Περιστέρια. Νοτιοανατολική οικία, δωμάτιο Μ 1

Νοτιοανατολική Οικία
Το 1965 ο Μαρινάτος είχε βρει πολλούς χώρους δύο κτισμάτων, από τα όποια το παλαιότερο -μια οικία της ΥΕ ΠΙΑ φάσεως το αργότερο- βρισκόταν κάτω από μεταγενέστερο κτίσμα αγνώστου προορισμού του +1ου αι. (εποχής του Νέρωνος). Όγκοι κεραμικής, προερχόμενοι από την οικία, που φυλάσσονταν έξω από το φυλάκειο της Περιστεριάς, ερευνήθηκαν εν μέρει και έδωσαν σημαντικό αριθμό ειδωλίων και οστράκων της ΥΕ ΙΙΙΑ φάσεως.
Κατά την έρευνα του χώρου απομακρύνθηκε η επίχωση της τελευταίας δεκαετίας, αρχικά, και συνεχίστηκε η ανασκαφή (Πίν.72α) στο μυκηναϊκό δωμάτιο 1 (Μ1), άρχισε η έρευνα στο ανατολικό δωμάτιο (Μ2) και έγινε η πρώτη γνωριμία με το δωμάτιο Μ3. Στο μέλλον θα μετακινηθεί η υπερκείμενη ρωμαϊκή οικία με ειδική κατασκευή και θα ανασκαφεί το σύνολον της νοτιοανατολικής οικίας των μυκηναϊκών χρόνων.

Γ. ΣΤ. ΚΟΡΡΕΣ- ΑΔ 31 1976 σελ. 81





Βολιμίδια: Οι ανασκαφές Μαρινάτου, 1960 και 1964




Οι ανασκαφές του 1960

 Εις την νεκρόπολιν των Βολιμιδίων, μίαν των μεγίστων και σπουδαιοτέτων μέχρι τούδε γνωστών, επανήλθομεν λόγω επειγούσης ανάγκης, όπως ανασκαφώσι τρεις τάφοι εκ των πολλών εισέτι, οι οποίοι παραμένουν άσκαφοι.
  Εξ αυτών οι δύο ανήκουν εις την ομάδα Αγγελοπούλου, λαβόντες τους αριθμούς Α10 και All. Αμφότεροι είναι του τυπικού διά τα Βολιμίδια σχήματος, μετά δρόμων βραχέων εχόντων κάθετα τοιχώματα και μετά στρογγύλων, κορυφουμένων θαλάμων, ως είναι οι θολωτοί τάφοι. Δυστυχώς ο ιδιοκτήτης του χώρου Γ. Στασινόπουλος έκτισε και εφύτευσε τόσον επιμελώς περί τους τάφους, ώστε η ανασκαφή των απέβη δυσκολωτάτη και εν μέρει ανέφικτος. 
 Όντως, ο οικίσκος αυτού κείται υπεράνω του τάφου Α10, ούτινος διά τούτο μικρόν μόνον τμήμα του δρόμου και της θόλου ανεσκάφη. Προ της θύρας, εν μέρει τετειχισμένης, ευρέθησαν οι πόδες τουλάχιστον δέκα κυλικών. Εκ του θαλάμου μόνον τεμάχιον τριών περίπου τ.μ. δεξιά της θύρας κατέστη δυνατόν να σκάφη και παρέσχε την εξής εικόνα:
 Το άνω μέρος της θόλου είναι κατεστραμμένον και ο τάφος είναι πλήρης επιχώσεως. Μέχρι βάθους 1.80μ. από της επιφανείας του εδάφους τα χώματα είναι μελανά, περιέχοντα λείψανα ζωικών οστών (βοών, προβάτων, χοίρων), ενίοτε επί τεμαχίων κεράμων, όπερ εν Πύλω είναι τυπικόν φαινόμενον της λατρείας των νεκρών κατά την Ελληνιστικήν κυρίως περίοδον. Πολλά οστά είναι κεκαυμένα, τέφρα και άνθρακες εμφανίζονται λίαν συχνώς, ομού μετά κεραμεικής, ήτις, αν και ακαθόριστος εισέτι, φαίνεται αντιπροσωπεύουσα την Αρχαϊκήν μέχρι και της Ρωμαϊκής εποχής. Εντός της επιχώσεως περιέχονται και τεμάχια Μυκηναϊκών αγγείων και ανθρωπίνων οστών εκ της αναμοχλεύσεως του τάφου. Αξιομνημόνευτος είναι η εύρεσις κάτω σιαγόνος ανθρώπου με ένα κυνόδοντα και χαίνουσαν την οπήν του ετέρου, ενώ η υπόλοιπος σιαγών στερείται τελείως φατνωμάτων και το οστούν είναι λείον. Τούτο σημαίνει κατά τους ιατρούς άτομον προ μακρού χρόνου νωδόν, οπότε η συνοστέωσις των φατνωμάτων καθιστά την σιαγόνα ενιαίαν πλάκα. Προφανώς τούτο το φαινόμενον παρετηρήθη, μετά την διάλυσιν των σαρκών, εις νεκρόν των Πλαταιών. Υπό του Ηροδότου περιγράφεται: γνάθος... έχουσα οδόντας μονοφυέας, εξ ενός οστέου πάντας, τους τε οδόντας και τους γομφίους (IX 83).
 Εντεύθεν δε βραδύτερον εθρυλείτο, ότι και ο Πύρρος είχεν ενιαίους τους οδόντας της άνω σιαγόνος, ως και είς υιός του Προυσίου, βασιλέως της Βιθυνίας.
 Το μικρόν τμήμα του δαπέδου, όπερ κατέστη δυνατόν να καθαρισθή, παρουσίασε τρεις σκελετούς εκτεταμένους παρ’ αλλήλους, ως ει είχον ταφή συγχρόνως. Αι κεφαλαί ήσαν προς Ν. Τρίωτον προχοΐδιον και μικρά τινα αντικείμενα Μυκηναϊκής εποχής ευρέθησαν ομού, ως και κεκαυμένα οστά ζώων. Ο δρόμος του τάφου έχει πλάτος 1.55 προ της θύρας, εκαθαρίσθη δε μέχρι 3μ. είς μήκος, αλλά προχωρεί περαιτέρω. Το καθαρισθέν τμήμα του κύκλου του δαπέδου έχει μήκος χορδής 4.50μ., επομένως ο τάφος είναι αρκούντως ευρύχωρος, παρά την στενότητα του δρόμου. Μέγιστον διατηρούμενον ύψος της θόλου 2.35μ. Η θύρα είναι τετειχισμένη (ύψ. 1.70, πλ. 1.30 κάτω, 1.10 άνω, ακριβής όμως μέτρησις ήτο ανέφικτος). Ο τάφος επεχώσθη εκ νέου.

Πιν.154 α. Παλαίπυλος (Βολιμίδια), τ. Α11. Διακρίνονται κύκλω αί κόγχαι του δαπέδου κι είς το μέσον ο σκελετός νεκρού ελληνιστικής έποχης.
 Είς απόστασιν 5- 6μ. Ανατολικώτερον ευρέθη ο τάφος A11. Ο δρόμος δεν εσκάφη ολόκληρος, διότι αποτελεί σήμερον την αυλήν και περιλαμβάνει την συκήν του ιδιοκτήτου. Η θόλος όμως εσκάφη ολόκληρος και επεχώσθη εκ νέου μετά την φωτογράφησιν και σχεδίασιν. Τα του τάφου έχουν ως εξής: Ο δρόμος ανεσκάφη μέχρι μήκους 2.50μ. Έχει κάθετα τοιχώματα (ως και ο Α10), μετρεί δε πλάτος 1.95 προ της θύρας, αν και η διάμετρος της θόλου είναι 4.60μ. μόνον. Μέγιστον διατηρούμενον ύψος της θόλου 2.40μ. Τα δύο τρίτα της θύρας ευρέθησαν τετειχισμένα, έχει δ’ αύτη ύψος 1.80 και πλάτος 0.95 κάτω και 0.80 είς το άνω μέρος. Το εσωτερικόν της θόλου ευρέθη περιέχον τόσους λίθους, ώστε κλίνω να επανέλθω είς την παλαιάν γνώμην, ότι τινές των τάφων συνεπληρούντο κτιστώς είς το ανώτατον μέρος της θόλου αυτών. (Σήμερον η διάμετρος της οπής της θόλου είναι ακριβώς 4 μέτρα.) Προ της τειχίσεως της θύρας και είς διάφορα βάθη ευρέθησαν τεμάχια κυλικών και μία μόνωτος ακέραια, είς δε το δάπεδον του δρόμου παρουσιάσθη αβαθής λάκκος πλήρης θρυμματισμένων οστών και ολίγων μυκηναϊκών οστράκων.
 Το εσωτερικόν της θόλου είχε πολλάκις αναμοχλευθή μέχρι του πυθμένος. Ανω των 47 κρανίων υπελογίσθησαν είς διάφορα ύψη της επιχώσεως. Αύτη, ευθύς μετά το επιφανειακόν στρώμα, παρουσίασε σταθερώς μελανά χώματα, εντός των οποίων, ομού μετά των λίθων και των κρανίων, ευρίσκοντο διαρκώς αγγεία διαφόρων Ελληνικών περιόδων, από της αρχαϊκής και κατόπιν, ολίγα Μυκηναϊκά όστρακα και μικρά αντικείμενα εξ άλλων υλικών, πλήθος ζωικών οστών και τεμάχια χονδρών πίθων ακαθορίστου εισέτι εποχής. Επ’ αυτού του δαπέδου ευρέθησαν τεμάχια λεπτού κονιάματος (τα οποία πολλάκις εσημειώθησαν εντός όμοιων τάφων), κομβία στεατίτου και μέγας επίχρυσος δακτύλιος, ίσως εκ σκεύους, τέλος ολίγα μικρά υστερομυκηναϊκά αγγεία.
 Το δάπεδον παρουσίασε δέκα μικράς κόγχας, αίτινες περιείχον θρύμματα οστών, ασήμαντα όστρακα και ενίοτε ανά εν ή δύο κρανία. Είς το μέσον του δαπέδου παρουσιάσθη λάκκος περιέχων καλώς διατηρούμενον σκελετόν άνευ κτερίσματος τίνος. (Μήκος 1.75, πλάτος 0.65, βάθος 0.28.) Εκ της στάσεως και της διατηρήσεως είναι πιθανόν, ότι ανήκει εις την Ελληνιστικήν περίοδον (πίν.154α).

 Περί τα 100μ. προς Α. της ομάδος Αγγελοπούλου υπάρχει η ομάς των τάφων Βοριά. Πέντε τάφοι έχουν ήδη ανασκαφή, ων ο εις είχεν ευρεθή άθικτος (ΠΑΕ 1952, 487 έξ.). Έτερος, άθικτος ωσαύτως, ευρέθη κατά την παρούσαν περίοδον (Βοριά 6). Κείται εντός αγρού του καθηγητού κ. Ιω. Βοριά, όστις παρέσχεν ημίν και αύθις πάσαν ευκολίαν ανασκαφής μετά της συνήθους αυτώ ελευθεριότητος. Ο τάφος ανεκαλύφθη υπό του παλαιού εργάτου των ανασκαφών μας κ. Τάση Καλογεροπούλου κατά την διάνοιξιν μικρού οχετού υδρεύσεως. Εις τι κτύπημα, η αιχμή της σκαπάνης εβυθίσθη εις το κενόν. Λόγω κεκτημένης πείρας ο Καλογερόπουλος αντελήφθη την ύπαρξιν ταφικού θαλάμου, εισαγαγών δε κάλαμον εις την οπήν, εβεβαιώθη ότι υπήρχε 2.50 μέτρων κενόν περίπου, επομένως ο θάλαμος ήτο κοίλος.
 Ίνα σκάψωμεν τον τάφον, παρέστη ανάγκη να θυσιάσωμεν την μίαν εκ των δύο σύκων του κ. Βοριά, αίτινες «έβοσκον» εντός του δρόμου. Ούτος έχει το σύνηθες σχήμα, μετά καθέτων τοιχωμάτων, εις το βάθος δ’ ευρέθη άθικτος η θύρα και τετειχισμένη έως άνω (πίν.154β). 
 Εις την επίχωσιν ευρέθησαν όστρακα χονδρών αγγείων, εν ή δύο σχεδόν πλήρη μικρά αγγεία, τεμάχια των συνήθων κυλικών και δύο ή τρία μόνον όστρακα πρωίμου ΥΕΙΙ εποχής.
Δεξιά: Πιν.154 β. Βολιμίδια, τ. Β6 μετά την αφαίρεσιν της μιας συκης έκ του δρόμου.

 Αφαιρεθείσης της στερεάς τειχίσεως της θύρας οι οφθαλμοί ημών αντίκρυσαν το θέαμα αθίκτου ταφικού θαλάμου, ως αφήκαν τούτον οι τελευταίοι χρησιμοποιήσαντες Μυκηναίοι. Τα τοιχώματα της θόλου διετηρούντο καλώς, όπου δε ήσαν άνευ διαβρώσεως φαίνονται λεία, σχεδόν λειοτριβηθέντα. Το κέντρον της θόλου φέρει επί της οροφής την συνήθη κοιλότητα, ενταύθα ουχί μαστοειδή, αλλά σχήματος αβαθούς τρυβλίου, λείαν εκ της τριβής του ξύλου. Το δάπεδον εκαλύπτετο υπό επιχώσεως 0.15- 0.20 πάχους, εφ’ ης ευρίσκοντο, ελαφρώς βυθισμένοι, δύο πρακτικώς άθικτοι σκελετοί (πίν.155α), κρανία και οστά σωρευθέντα εις την έναντι της θύρας πλευράν της θόλου, και ολίγα τινά αγγεία (πίν.155β). Κρημνίσεις αγγείων και ελαφραί μετακινήσεις κρανίων ίσως οφείλονται εις ισχυρούς σεισμούς, διότι και εξ άλλων άθικτων τάφων υπάρχουν ανάλογα δεδομένα. Ενταύθα ευρέθησαν κρανία ελαφρώς έξω της φυσικής αυτών θέσεως, με το κάτω μέρος προς τα άνω, ενώ η κάτω σιαγών ήτο είς την θέσιν της. Τέσσαρες σκελετοί, ων οι δύο σχεδόν άθικτοι, έκειντο επί του δαπέδου. Ο καλύτερον διατηρούμενος (πίν.155α) είχε μήκος περίπου 1.65μ. υπολογιζομένων και των διαλυθέντων άκρων ποδών.

Πιν.155α: Βοριά τ.6. Δύο σκελετοί επί του δαπέδου.

 Μετά την αφαίρεσιν της επιχώσεως εδείχθη, ότι η θόλος περιέκλειε και δύο αβαθείς λάκκους, Βόρειον και Νότιον, αμφοτέρους κατά τον άξονα του δρόμου. Ο Βόρειος περιείχε δύο κρανία και ασήμαντα τεμάχια κεραμεικής (ΥΕ ΙΙΙΑ). Ο Νότιος περιείχε δύο κρανία, οστά εν αταξία και παρέσχε τρία μικρά αγγεία (ΙΙΙΑ-Β) και χαλκούν εγχειρίδιου μήκους 0.22μ. καλώς διατηρούμενου. Εις τον πυθμένα του λάκκου ανεφάνη εις ετι σκελετός, εν απολιθώσει εντός του πετρώματος, άνευ κτερίσματος, όστις αφέθη επί τόπου. Γενικώς ο τάφος απεδείχθη πενιχρός και το σύνολον των ευρεθέντων αγγείων (ακαθαρίστων εισέτι) θα είναι πιθανώς ολιγώτερα των δέκα. Ο τάφος είναι ελαφρώς ωοειδής (μείζων διάμ. 3.74μ.).

Πιν.155β. Βοριά τάφος 6. Αγγεία επί του δαπέδου.

Οι ανασκαφές του 1964

 Η εκτεταμένη και σπουδαία νεκρόπολις εις τα Βολιμίδια, παρά το Β. άκρον της Χώρας Τριφυλίας, είναι ήδη λίαν γνωστή εκ προηγουμένων εκθέσεων. Είτε διότι μέγας Μυκηναϊκός συνοικισμός έκειτο πλησίον, είτε διότι πάντες οι περίοικοι εξέλεξαν την αυτήν θέσιν διά το πλεονέκτημα του μαλακού, αλλά συγχρόνως ανθεκτικού πετρώματος, το αποτέλεσμα είναι, ότι μία των μεγίστων, ίσως η μεγίστη Μυκηναϊκή νεκρόπολις, είναι η των Βολιμιδίων. Αι εφετειναί ανασκαφαί προσέθεσαν και νέους θαλαμωτούς τάφους εις τάς δυο περίπου δωδεκάδας των ήδη ανασκαφέντων. Αρκετοί ακόμη τάφοι περιμένουν την έρευναν. Τινές μοι είναι ήδη γνωστοί, αλλά πολύ περισσότεροι θα υπάρχουν ακόμη αφανείς εντός των αγρών και της χέρσου.
 Κατά την παρούσαν περίοδον ανεσκάφησαν τρεις περαιτέρω θαλαμωτοί τάφοι και επεσημάνθη η θέσις ενός μεν έτι ασφαλώς (ανεσκάφη ήδη τμήμα του δρόμου), τριών δε άλλων το σχήμα παραμένει εισέτι προβληματικόν. Εις τέλος, ο και σπουδαιότατος πάντων, ανοίγει νέον κεφάλαιον εις την ιστορίαν της νεκροπόλεως: Είναι συνδυασμός σπηλαίου και λάκκου, κατ’ ουσίαν όμως ανήκει εις τους λακκοειδείς τάφους (Schachtgraber, Shaftgraves), ανήκει εις καθαρώς Μεσοελλαδικήν περίοδον και ευρέθη άθικτος. Πλήν του πρώτου των τάφων, αριθμουμένου ως «Βορηά 7», πάντες οι άλλοι κείνται παρά την οδόν από Χώρας εις Κεφαλόβρυσον και εν μέρει, δυστυχώς, υπό το κατάστρωμα της οδού και επομένως είναι δυσπρόσιτοι. Ωνομάσθησαν ομάς Κεφαλοβρύσου και έλαβον τους αριθμούς 1-4. Πλην του ΜΕ λακκοειδούς (έχοντος την αρίθμησιν Κεφαλοβρύσου 1) και πάντες οι λοιποί εφέτος ανασκαφέντες τάφοι παρουσίασαν σημαντικόν ενδιαφέρον, διότι ο μέν Κεφαλοβρύσου 2 απέδωκε σημαντικά ίχνη και μεταγενεστέρας χρησιμοποιήσεως και λατρείας των Μυκηναϊκών νεκρών κατά την Ελληνικήν εποχήν, οι δε Κεφαλοβρύσου 3 και Βορηά 7 ευρέθησαν άθικτοι. Ο εις εισέτι βέβαιος τάφος, ου μόνος ο δρόμος ανεσκάφη, έλαβε τον αριθμόν Κεφαλοβρύσου 4. Εις την αυτήν ομάδα ανήκει και τάφος γνωστός ήδη εις εμέ από ετών, όστις ευρίσκεται υπό το κατάστρωμα της οδού. Οι τάφοι 1 και 2 παρουσιάσθησαν κατά την τοποθέτησιν υδροσωλήνων του υδραγωγείου Χώρας, ο δε Βορηά 7 κατά την τοποθέτησιν ηλεκτροφόρου στύλου.

ΠΙΝ.81α. Βορηά τ.7, δρόμος, η γωνία της Ρωμ. δεξαμενής και η άθικτος Θύρα του τάφου. β. Βορηά τ.7, η τείχισις της θύρας του τάφου.
 Ο τάφος ούτος (Βορηά 7), εξ ου αρχίζομεν την περιγραφήν ημών, ευρίσκεται ολίγα μέτρα προς Ν. του μικρού υποκαύστου, το οποίον προ πολλού έχει ανασκαφή (ΠΑΕ 1954, 306 κε.). Ο δρόμος του (πίν.81α) αποκαλυφθείς σχεδόν ολόκληρος, ανεσκάφη μέχρι μήκους 5.75μ. από της θύρας. Έχει διεύθυνσιν από Δ. προς Α., πλάτος εις το έξω μέρος 1.29, εις το έσω μέρος 1.75μ. και κατωφερές δάπεδον. Τα τοιχώματα του δρόμου είναι εντελώς κάθετα. Εις το βάθος του δρόμου ανοίγεται η κάθετος ορθογώνια (2.75X 1.79) πρόσοψις του τάφου, εις το μέσον της οποίας η ορθογώνια ωσαύτως θύρα έχει ύψος 1.45 και πλάτος κάτω μεν 1μ., άνω δε 0.89μ.
 Τον δρόμον φράσσει εν μέρει η ΝΑ. γωνία (πίν.81α) τετραγώνου σχεδόν κτίσματος, εσωτερικών διαστάσεων 2.74X 2.44 και ύψους 1μ., το οποίον είναι εσκαλισμένον εις τον βράχον και έχει τας πλευράς επενδεδυμένας διά λεπτού τοίχου εκ λίθων, πήλινων πλακών και ασβέστου αναμείξ (πίν.81γ). Το δάπεδον σύγκειται εκ του αυτού υλικού, φέρει δ΄ εις το μέσον κοιλότητα βάθους 0.35 και διαμέτρου 0.41μ. Εις την ΝΔ. γωνίαν διατηρούνται τρεις βαθμίδες πλάτους 0.44 και εις την ΝΑ. γωνίαν του δαπέδου ορθογώνια εκβάθυνσις 0.53X 0.56, βάθους δε μόνον 10 εκατοστών, του πυθμένος συγκειμένου εξ ορθογωνίων μικρών πλακών, αίτινες ίσως αποτελούν παλαιότερον δάπεδον. Το κονίαμα γενικώς μου φαίνεται υδραυλικόν και δεν ευρίσκω καλυτέραν ερμηνείαν πλην της υδατοδεξαμενής. Το εσωτερικόν του χτίσματος ήτο πλήρες τεμαχίων μεγάλων κεράμων και ολίγων θραυσμάτων δυο τουλάχιστον πίθων γιγαντιαίων διαστάσεων. Ευρέθη και δισκοειδές τεμάχιον πήλινον, ασφαλώς πώμα τουυ ετέρου των πίθων. Η παρουσία του υποκαύστου 15μ. Βορειότερον ενισχύει την ανωτέρω ερμηνείαν του χτίσματος.

Πίν.81: γ. Ρωμ. δεξαμενή πλησίον τ. Βορηά 7. δ. Τμήμα της αθίκτου θόλου τ. Βορηά 7
 Η θύρα του τάφου ευρέθη άθικτος και τετειχισμένη έως άνω (πίν.81β), μία δε μόνωτος κυλιξ ευρέθη (τεθραυσμένη εις τεμάχια) κολλημένη επί της τειχίσεως εις ύψος 0.25 από του δαπέδου. Εξωτερικώς η τείχισις ήτο αμελεστέρα εις το κάτω και επιμελεστέρα εις το άνω ήμισυ, ενώ εσωτερικώς συνέβαινε το αντίθετον. Επομένως ανήκει αυτή εις τινα των μεταγενεστέρων χρησιμοποιήσεων, οπότε ηνοίχθη ο τάφος, η δε τείχισις συνετελέσθη εκ νέου χωρίς να έχη αφαιρεθή ολόκληρος η επίχωσις του δρόμου.
 Διά τούτο ήρχισαν τειχίζοντες τον τάφον έσωθεν μεν μέχρις ύψους 60 εκ., τον δ’ υπόλοιπον έξωθεν. Μερικοί λίθοι του κατωτάτου δαπέδου ήσαν στερεώς προσκεκολλημένοι επί του πώρου του κατωφλιού και προφανώς ανήκον εις την αρχικήν τείχισιν. Το πάχος της τειχίσεως υπό το ανώφλιον ήτο 58- 60 εκ., ενώ της κατωτέρας τειχίσεως ήτο 80-90 εκατοστά. Η τείχισις εσχημάτιζε κοινόν πρόσωπον μετά των παραστάδων και της λοιπής προσόψεως του τάφου. (Είς άλλους τάφους ευρίσκεται μερικά εκατοστά έσω της προσόψεως.)
 Μόλις αφηρέθησαν λίθοι τινές της ανωτάτης τειχίσεως και φως εισήλθε μετά 3.250 περίπου έτη εκ νέου εις τον τάφον, ηδύνατο τις να διακρίνη τον ευμεγέθη, κυκλικόν θάλαμον του τάφου τελείως κενόν πάσης επιχώσεως. Αφαιρεθέντος ολοκλήρου του τοίχου η πρώτη ημών φροντίς ήτο νά φωτογραφήσωμεν, άθικτον εισέτι, το εσωτερικόν του τάφου. (Μίαν άποψιν δεικνύει ο πίν.81δ.)  Ολίγον δεξιώτερον του κέντρου του κυκλικού δαπέδου εφαίνοντο μικρός σωρός και βώλοι χωμάτων (ορατοί επί του πίν.81δ) και παρ’ αυτούς τρία μικρά τεμάχια Ρωμαϊκών κεράμων. Αναβλέψαντες εύρομεν την λύσιν: Κατά την Ρωμαϊκήν εποχήν, συνεπεία έργου τίνος (όπερ βραδύτερον απεδείχθη ότι ήτο μικρά δεξαμενή ομοία προς την περιγραφείσαν ήδη, αλλά μικρών διαστάσεων) διετρήθη η στέγη του τάφου είς το σημείον εκείνο. Την σχηματισθείσαν οπήν εκάλυψαν αμέσως διά τετραγώνου πηλίνης πλακός και ασβέστου. Ούτε κατήλθον είς τον τάφον, ούτε άλλως έθιξαν τι.
 Κατά τα άλλα το δάπεδον ήτο επίπεδον πλην της περιφερείας, ένθα ήτο ελαφρώς υψωμένον συνεπεία καθιζήσεως αλάτων. Έναντι της εισόδου φυσική οπή εις το πέτρωμα είναι ορατή. Η κορυφή της θόλου φέρει και ενταήθα την εκ προηγουμένως ανασκαφέντων τάφων γνωστήν μαστοειδή εσοχήν. Αύτη και το πέριξ αυτής πέτρωμα είναι λειότατα εκ της τριβής, ώστε oι μικροί χάλικες, ούς εμπεριέχει ο πώρος, φαίνονται ως ψηφιδωτόν. Επί του δαπέδου ελάχιστα μόνον τεμάχια σεσαθρωμένων οστών υπήρχον και διεκρίνοντο τα άνω μέρη 16 εν όλω ακεραίων ή τεθραυσμένων αγγείων.
 Εντός στρώματος μαλακής κόνεως και χώματος πάχους 10 εκ. περίπου ήσαν βυθισμένα τα υπόλοιπα τμήματα των αγγείων, άτινα ήσαν: Δυο ψευδόστομοι αμφορείς εν τεμαχίοις (εικ.1). Πούς κύλικος και κυκλικός λαιμός αγγείου. Λαιμός και μέρος της κοιλίας μεγάλης πρόχου (ύψος σωζόμενον 0.25). Τεμάχιον κυλικος ή κυπέλλου μετά της λαβής. 

Τα λοιπά αγγεία ήσαν σχεδόν ή πλήρως ακέραια: Μικρά πρόχους (εικ.2), αμφίχοον προχοΐδιον δίωτον, θήλαστρον, τρίωτος αμφορίσκος (εικ.3), έτερον θήλαστρον, ασκός, μικρά πρόχους, ευρύστομον προχοΐδιον, δειροκύπελλον και κυλινδρικόν αλάβαστρον ευρεθέν ανάστροφον. Όταν ανεσηκώθη, εντός του χώματος έκειτο κωνικόν σφονδύλιον στεατίτου. 
 Το κοσκίνισμα των χωμάτων απέδωκε μικράς τινας ψήφους και εξαρτήματα περιδέραιων εξ υαλομάζης, στεατίτου και ημιπολύτιμου υλικού.
 Ουδέν έτερον απέδωκεν ο τάφος ούτος, ουδέ κόγχας παρουσίασεν. Η διάμετρος της θόλου είναι 5.25μ., επομένως ο τάφος ανήκει εις τους μείζονας και φαίνεται ότι η χρήσις αυτού υπήρξε περιωρισμένη. Περίεργον και ενδιαφέρον συγχρόνως είναι το (και άλλοτε παρατηρηθέν εις τους τάφους Βολιμιδίων) γεγονός, ότι ο τάφος ούτος ηνοίχθη και εκλείσθη διά τελευταίαν φοράν, ουχί διά να γίνη ταφή εντός αυτού, άλλ’ εις τελευταίος ευτρεπισμός και ίσως θυσίαι ή χοαί, ων πάντως δεν παρετηρήσαμεν ίχνος. 
Δεξιά: Εικ.1. Ψευδόστομος αμφορέας από τον τάφο βοριά 7

 Χρονολογικώς τα αγγεία του τάφου άρχονται ταύτα από του -1425 περίπου και τα νεώτατα εξ αυτών δεν κατέρχονται κάτω του 1250. (Περίοδοι III A 1 μέχρι III Β κατά Furumark.)

Εικ.16, αριστερά: Πρόχους. Εικ.17, δεξιά: Τρίωτος αμφορίσκος.
 
Ο έτερος άθικτος ευρεθείς τάφος ευρίσκεται (ως και ολόκληρος η υπόλοιπος ομάς) μεταξύ 150 και 200μ. ανατολικώτερον, κατά το δεξιόν πλευρόν της λεωφόρου προς Κεφαλόβρυσον. Έλαβε τον αριθμόν «Κεφ.3» και ο δρόμος του, ως ευρισκόμενος υπό την οδόν και το υδραγωγείον, εσκάφη είς μικρόν μόνον μέρος προ της εισόδου μόλις υπέρ το 1μ. Η θύρα ευρέθη εντελώς τετειχισμένη (πίν. 85α). Το άνω ήμισυ της τειχίσεως ήτο πάχους 40-45 εκ. το δε κάτω ήμισυ 70-75 εκ. Ολίγον κάτω του ύψους τούτου υπήρχεν επίχωσις είς την θόλον, υπέρ την οποίαν εκρέμαντο κατά την στιγμήν του ανοίγματος εντός της κενής θόλου τα απειράριθμα ριζίδια των πέριξ ευκαλύπτων ως κόμαι γυναικών. Εφαίνοντο ωσαύτως δύο κρανία είς το Β. μέρος της θόλου και περί το μέσον αυτής το στόμιον μικρού αγγείου. Τούτο ήτο μόνωτος πρώιμος λεβητοκύαθος (πίν. 94δ), όστις, ως κατόπιν απεδείχθη, έκειτο ακριβώς υπέρ την κεφαλήν νεαράς νεκράς ταφείσης εντός λάκκου. (ύψος του αγγείου 0.09μ.)
 Όταν αφηρέθη η επίχωσις, ήτις ήτο καθαρόν υπόλευκον Μυκηναϊκόν χώμα, απεδείχθη ότι πρόκειται περί θόλου ελαφρώς ελλειψοειδούς. (Διάμ. από κατωφλιού μέχρι του βάθους 3.45-3.50, η δε κάθετος προς ταύτην 4.25- 4.30μ.). Το ύψος της επιχώσεως έφθανε τα 30-35 εκ. προ της θύρας, εις δε την λοιπήν θόλον είχε πάχος 15 μέχρις 20 εκ. 
Δεξιά: Πιν.85α. Κεφαλοβρύσου τ. 3, η τετειχισμένη θύρα

 Το δάπεδον περιείχεν ένα λάκκον ολίγον αριστερά του κέντρου, όστις περιείχεν υπτίαν, με την κεφαλήν ολίγον ανεγηγερμένην, την μνημονευθείσαν νεκράν, και δυο μικροτέρους και αβαθεστέρους, οίτινες ευρέθησαν κενοί. Πέριξ του δαπέδου ο τάφος έδειξεν 8 κόγχας, τινές των οποίων εντός ή προ αυτών εδείκνυον ήδη λείψανα κρανίων και μακρών οστών. Ανεσκάφησαν μετά μεγάλης δυσκολίας, διότι η επίχωσίς των είχε μεταβληθή εκ νέου εις πωρίον, παρουσίασαν δ’ ολίγα σχετικώς ευρήματα: Αι περισσότεροι κόγχαι ήσαν κεναί ή είχον μόνον μερικά οστά και κρανία. Εις ευρήματα πλουσιωτέρα πασών υπήρξεν η κόγχη 1, παρασχούσα εν δίστομον και εν μονόστομον μαχαίριον (μήκ. 0.155 και 0.17, πίν. 94γ κάτω και άνω). 

Το μονόστομον φέρει πεπλατυσμένος διά σφιρηλατήσεως τας δύο ακμάς της συμφυούς, μετάλλινης λαβής, ώστε ο λεπτός χαλκούς φλοιός, να περιβάλλη εν μέρει τας άλλοτε ξυλίνας δυο πλάκας της λαβής. Αγγεία παρέσχεν η κόγχη μικρόν αμφοροειδές με ατροφικά ώτα, μικράν πρόχουν μετά λοξοτμήτου στομίου (πίν.94β) και τρεις κυάθους, πάντα εξ απλού πηλού, τέλος δε δύο ατρακτοειδείς ακόνας μετ’ οπών προς ανάρτησιν και δύο δονακοτρίπτας εξ ερυθρωπού ψαμμίτου. Ετέρα κόγχη απέδωκε δίωτον λεβητοειδές αγγείον (ύψ. 0.10, πίν.94α). Η κόγχη 8, πλην ενός κρανίου και τινων οστών, απέδωκε δύο βέλη μετά γναμπτών όγκων, εν οφίτου πρασίνου και εν οψιανού. Το κοσκίνισμα των χωμάτων απέδωκε μόνον απολέπισμα πυρίτου. Τοιαύτα απολεπίσματα, ως γνωρίζομεν εξ άλλων τάφιον, απετίθεντο μετά των λοιπών κτερισμάτων, ίνα ο νεκρός δύναται να κατασκευάζη ο ίδιος τας αιχμάς των βελών του. 

(Όρα και κατωτέρω, τάφος Κεφ.1.) Κατά την εξαγωγήν των αποπετρωμένων κρανίων και μακρών οστών εκ των κογχών ευρέθη εν εισέτι μονόστομον μαχαίριον υπό του κ. Breitinger (πίν.94γ, μέσον). Αμφότερα διετήρησαν ολίγα ίχνη του ξύλου των λαβών. Εντός της επιχώσεως του τάφου ευρέθη μικρόν γραπτόν τρίωτον αμφορείδιον (ύψ. 0.08) και έτερον δίωτον εξ απλού πηλού. Ευρέθησαν ωσαύτως τρεις μικροί κύαθοι απλού πηλού εντός της κόγχης 1.
 Η χρονολογία του τάφου τούτου είναι πρωιμωτέρα της του προηγουμένου, διότι και ο λεβητοκύαθος (εικ. πάνω) και τα εκ των κογχών αγγεία (πίν.94α.β) είναι των αρχών του 15ου αιώνος (Μυκ. I- II κατά Burumark). Εκ του τέλους του αυτού αιώνος (περί το 1400 ή ολίγον πριν) προέρχεται το αμφορείδιον (Μυκ. ΙΙΙΑ), κατά τι δε μόνον υστερώτερα (III A 2 όψιμα) είναι και τα λοιπά αγγεία.

Πιν.94: α, β. Αγγεία Κεφαλοβρύσου τ. 3
Πιν.94: γ. Τρία χαλκά μαχαίρια, Κεφαλοβρύσου τ. 3.



ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ

Πρακτικά τής Αρχαιολογικής Εταιρείας 1960 και 1964







Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Βολιμίδια: Οι ανασκαφές Μαρινάτου, 1953- 4




Οι ανασκαφές του 1953

 Αι ανασκαφαί του 1953 εν Πύλω διεξήχθησαν κατά Ιούλιον και Αύγουστον. Σκοπός ετέθη εφέτος, να εξακριβωθή κατά το δυνατόν η έκτασις των μελλουσών ερευνών και αι ελπίδες τας οποίας παρέχει η συνέχισις του ανασκαφικού έργου. Προς τούτο ηρευνήθησαν εννέα τάφοι εκ των συστάδων, αίτινες εξηκριβώθησαν ήδη από του προηγουμένου έτους, εγένετο έρευνα εις νέας θέσεις ιιεσονειότερον, επί της κορυφογραμμής Ρούτση, και τέλος ανεζητήθη ο συνοικισμός, εις τον οποίον ανήκουσιν αι συστάδες των τάφων.
 Η τοποθεσία Βολιμίδια, εν χιλιόμετρον προς Β. της κωμοπόλεως Χώρας και πέντε περίπου από του ανακτόρου Εγγλιανού, παρουσιάζει πολλάς συστάδας μυκηναϊκών θαλαμωτών τάφων, ως ήδη εξετέθη πέρυσιν. Εφέτος ηρευνήθησαν τρείς τάφοι της συστάδος Κορωνιού και εξ της συστάδος Αγγελοπούλου. Αι δύο συστάδες απείχον αλλήλων περί τα 200μ, πέρυσιν, αλλ΄ ήδη η απόστασις μεταξύ αυτών ελαττούται σταθερώς δια της ανακαλύψεως των νέων τάφων. Εις την συστάδα Κορωνιού ανεσκάφη εις νέος τάφος, ο 4 (σχ.7), παραπλεύρως του τάφου 1 (ανασκαφέντος πέρυσιν υπό του συναδέλφου κ. Γεωργίου Μυλωνά). Ταυτοχρόνως απεκαλύφθη, ότι ο τάφος 1 φέρει εις την αριστερά τω εισερχομένω παρειάν του δρόμου του ένα εισέτι μικρόν τάφον, προσιτόν δια μικράς θύρας κατ’ ευθείαν εκ του δρόμου. Ο δεύτερος δι ούτος τάφος δίδει πρόσοδον εις τρίτον έτι μεγαλύτερον, ώστε ο τάφος 1 Κορωνιού είναι τριπλούς (βλ. σχ.1).
 Πάντων των τάφων τούτων τα σχήματα είναι κυκλικά, οι νεκροί κείνται εκτάδην επί του δαπέδου ή εντός λάκκων ανοιγομένων επί του δαπέδου, των δε παλαιοτέρων νεκρών τα οστά ανευρίσκονται εντός μικρών βόθρων ή κογχών κατά την περιφέρειαν του θαλάμου ανοιγομένων. Τα κτερίσματα ήσαν ολίγα και συνήθη, διότι οι τάφοι είχον απογυμνωθή τούτων λόγω της μακροχρονίου χρήσεως.
 Περί τα 10μ. δυτικώτερον, εις την αυτήν δε γραμμήν προς τον ήδη γνωστόν τάφον 3, ανεκαλύφθησαν οι τάφοι 5 και 6. Ο πρώτος ήτο μικρός, πενιχράς κατασκευής και επί πλέον είχε καταστραφή κατά την Ρωμαϊκήν αυτοκρατορικήν περίοδον (σχ.8). Το κυριώτερον εύρημα εξ αυτού ήτο ριθμός λιθίνων βελών και άλλων μικρών αιχμών ή κοπτερών λεπίδων εκ πυρίτου και άλλων σκληρών λίθων.

 Ο τάφος 6 είναι ενδιαφέροντος σχήματος (σχ.9). Την ύπαρξίν του επρόδωσεν εις ημάς η παρουσία ωραίας και μεγάλης κυπαρίσσου, ης το ανάστημα δεν εδικαιολογείτο επί του ξηρού συμπαγούς βράχου. Ο δρόμος φέρει αριστερά και έτερον βοηθητικόν μικρόν τάφον, ο δε θάλαμος του κυρίως τάφου δύναται να χαρακτηρισθή σωστόν μυκηναϊκόν columbarium, λόγω των πολλών κογχών εις διάφορα ύψη των τοιχωμάτων του. Φέρει 14 κυρίας κόγχας και βόθρους, ων αι από του αρ. 9 μέχρι του 14 είναι κοιλότητες εις διάφορα από του δαπέδου ύψη. Εκ των ευρημάτων ιδιαιτέρως πρέπει να μνημονευθή το της κόγχης 5, διότι είναι η συλλογή εργαλείων ενος προϊστορικοῦ τεχνίτου (εικ.1): Μία σφύρα (χάλιξ) εκ σκληρού λίθου, τριπτήρ κυβικού σχήματος εκ ψαμμίτου, ακόνη φέρουσα και εγκοπήν, εκ ψαμμίτου ωσαύτως, λίθινον πλακίδιον, όπερ ήτο η ορθή γωνία του τεχνίτου, ακόνη σχήματος σικυτοειδούς φέρουσα και οπήν προς ανάρτησιν, μετάλλινα δε εις κοπεύς διατηρών τμήμα της οστεΐνης λαβής, μία μονόστομος μάχαιρα διατηρούσα ίχνη της ξυλίνης λαβής, μία σμίλη και εις οπεύς, πάντα εκ χαλκού. 

Εικ. 1. Κορωνιού, τάφος 6. Εργαλεία Μυκηναίου τεχνίτου.

 Είς την συστάδα Αγγελοπούλου δύο τάφοι είχον ήδη καθαρισθή κατα την προηγουμένην σκαφικήν περίοδον, ο 1 τελείως (ο μέγιστος των μέχρι τούδε ανακαλυφθέντων) και ο 2 ατελώς. Μία μόνη τάφρος ανοιχθείσα βορειότερον, απεκάλυψεν ετέρους 7 δρόμους, οι δ΄ υποτιθέμενοι τάφοι αριθμήθησαν από 3 μέχρις 9. Προς το τέλος της σκαφικής περιόδου απεδείχθη, ότι το εν κατασκεύασμα (το υπ’ αρ.3) ήτο κεραμεική κάμινος Ελληνιστικής ή Ρωμαϊκής εποχής, οι δ’ άλλοι εξ ήσαν τάφοι. Διετηρήθη όμως η αρχική αρίθμησις και διατηρείται και νυν, δια να μη επέλθη σύγχυσις εις τα κιβώτια των ευρημάτων, άτινα μετεφέρθησαν εις το ιδρυόμενον Μουσείον Χώρας.
Η συστάς των τάφων τούτων παρουσίασεν ασύνηθες ενδιαφέρον, ου μόνον δια την διατήρησιν των τάφων, αλλά και δια τας γενομένας ταφικάς παρατηρήσεις, αι οποίαι χύνουσι νέον φως εις τας παραδόσεις της κλασσικής αρχαιότητος τας σχετικάς προς τον σεβασμόν ή και την λατρείαν των προγόνων.

 Ο τάφος 2, προσιτός δια δρόμου βαθμιδωτού, είχεν ερευνηθή εν μέρει το προηγούμενον έτος. Ήδη έκτοτε είχε τονισθή, ότι κατά την Ελληνιστικήν εποχήν φαίνεται. να ησκήθη λατρεία, διότι ευρέθη πυρά εντός του δρόμου. Η συμπλήρωσις της ανασκαφής εβεβαίωσε την εικασίαν. Τα στρώματα εντός του τάφου, όστις ήτο πλήρης επιχώσεως μέχρι της κορυφής, είναι διδακτικά. Δεικνύουν ότι μέχρι τινός ο τάφος επληρούτο βαθμηδόν δια της οπής της στέγης. Κατόπιν επληρώθη αποτόμως το υπόλοιπον ανώτατον μέρος, λόγω αιφνιδίας διευρύνσεως της οπής, έκτοτε δ΄ ο τάφος ελησμονήθη.
 Η ελληνιστική λατρεία εντός του δρόμου του τάφου απεδείχθη ότι ησκήθη και εις το εσωτερικόν του θαλάμου, όστις ήτο σχεδόν κενός παντός μυκηναϊκού ευρήματος. Το δάπεδόν του διαιρείται εις δύο διά χαμηλού χωρίσματος αφεθέντος επίτηδες κατά την λάξευσιν του τάφου. Το βόρειον ήμισυ του κύκλου του δαπέδου κατελαμβάνετο από μίαν πυράν, καείσαν επ’ αυτού του δαπέδου, εν τω μέσω δε ταύτης έκειτο, άριστα διατηρούμενος, ο σκελετός χοίρου εις στάσιν υπτίαν, με τους πόδας προς τον ουρανόν. Το νότιον ήμισυ του δαπέδου έφερεν ωσαύτως τα ίχνη άλλης πυράς, εφ’ ης έκειντο τα τεμάχια ενός μυκηναϊκού και ενός ελληνιστικού αγγείου.
 Τεμάχια ελληνιστικής κεραμεικής περιείχεν ολόκληρος η επίχωσις του τάφου, εις δε το πέρυσιν ευρεθέν νόμισμα του Άργους προσετέθη εφέτος και έτερον της Μεσσήνης.

Εικ. 2 Αγγελοπούλου, τάφοι 7, 6, 5 και 4. Διακρίνονται οι λακκοειδείς Ελληνιστικοί τάφοι.

 Των λοιπών εξ τάφων λεπτομερής περιγραφή δεν είναι δυνατή. Θα σημειωθώσι μόνον τα κυριώτερα εκάστου χαρακτηριστικά. Των πρώτων τεσσάρων (4-7) αι στέγαι ευρέθησαν διάτρητοι και οι θάλαμοι ήσαν πλήρεις επιχώσεως, ένθα εγένοντο ενδιαφέρουσαι παρατηρήσεις, διότι γενικώς η σκόπιμος ή τυχαία διάτρησις των τάφων συνέβη κατά την Ελληνικήν πρώιμον προκεχωρημένη εποχήν. Οι δύο τελευταίοι τάφοι (8-9) διετήρουν αθίκτους τας στέγας αυτών. Ο 9 ήτο κατά το ήμισυ περίπου πλήρης επιχώσεως, λόγω της παραβιάσεως της θύρας αυτού. Ο 8 όμως ήτο τελείως άθικτος και περιήλθεν εις ημάς, όπως αφήκαν αυτόν οι τελευταίοι Μυκηναϊκοί επισκέπται του.
 Πάντες οι εξ τάφοι κείνται παραπλεύρως αλλήλων (εικ.2), έχοντες τους δρόμους προς Δ. και τους θαλάμους προς Α. με αξονικότητα πρακτικώς ακριβή. Η τεχνική αυτών κατασκευή είναι η αυτή, με ασημάντους μόνον παραλλαγάς (τούτο δε ισχύει περί πάντων των μέχρι τούδε ερευνηθέντων τάφων).
 Οι δρόμοι είναι βραχείς, με κατωφερή, σπανίως βαθμιδωτά δάπεδα, τοιχώματα κάθετα και πλάτος ευρυνόμενον εφόσον προχωρούμεν προς την είσοδον του τάφου. Οι θάλαμοι είναι πρακτικώς τέλειοι κύκλοι συγκλίνοντες σχεδόν κανονικώς εις θόλον. Προς το μέρος της θύρας όμως, επειδή ενίοτε λαμβάνεται φροντίς να είναι κάθετοι και εσωτερικώς αι ακμαί των παραστάδων της θύρας, η υπεράνω ταύτης θόλωσις του τάφου συντελείται με αποτομώτερον ρυθμόν, ίνα η κορυφή της θόλου συμπέση προς το μέσον του τάφου. Η κορυφή αύτη καταλήγει εις μαστοειδή εσοχήν, ήτις πέρυσιν ηρμηνεύθη ως έχουσα σχέσιν προς μηχανικόν τινα οδηγόν, βοηθούντα εις την κανονικην λάξευσιν του τάφου

 Αι εφετειναί ακριβείς μετρήσεις απέδειξαν, ότι η μαστοειδής κοιλότης δεν συμπίπτει προς το μαθηματικόν κέντρον του τάφου (σχ.10). Κατά την περιφέρειαν των τάφων, ενίοτε δε και ολίγον υψηλότερον εις τα τοιχώματα του θαλάμου, λαξεύονται μικροί ημικυκλικοί περίπου βόθροι ή κόγχαι, ένθα αποτίθενται τα οστά των παλαιοτέρων νεκρών και όσα κτερίσματα δεν είχον αξίαν δια τους επιζώντας.
Ο τάφος 4 είναι μέγας και ωραίος (σχ.11). Ήτο πλήρης επιχώσεως, ήτις περιείχεν άφθονον κεραμεικήν Ρωμαϊκής και Πρωτοχριστιανικής εποχῆς, τεμάχια υαλίνων αγγείων, τεμάχια λύχνων (εις μετά σταυρού) και 15 νομίσματα χαλκά Ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, ως και σκαραβαίον της αυτής,ως υποθέτω, εποχής.
Του τάφου 5 (σχ.12) η θύρα εφράχθη κατά τινα των μεταγενεστέρων χρησιμοποιήσεων δια μεγάλης πλακός ευρεθείσης εις την θέσιν της (εικ.3). Η επίχωσις του θαλάμου περιείχεν άφθονα σχετικώς γεωμετρικά αγγεία, διπλούν πέλεκυν χαλκούν, χαλκά τινα αντικείμενα και ολίγα τεμάχια ηλέκτρου.

Εικ. 3. Αγγελοπούλου, τάφος 5, με την είσοδό του φραγμένη από μεγάλη πλάκα.

 Ο τάφος 6 (σχ.13) παρουσίασε το μεγαλύτερον ενδιαφέρον. Προ του ανωφλίου ευρέθη διαγωνίως εντός του δρόμου ο σκελετός μεγάλου ανδρός (1,90 μήκος, παρά την ανέγερσιν της κεφαλής επί του τοιχώματος του δρόμου, ώστε πιθανώς το αρχικόν ύψος του ανδρός τούτου ήτο 2 μέτρων). Δυστυχώς η χρονολογία του παραμένει προβληματική, διότι ήτο ακτέριστος. Η επίχωσις του θαλάμου περιείχεν εις τα ανώτερα στρώματα πλήθος ρωμαϊκής κεραμεικής (terra sigillata), αλλά και μελαμβαφή και υστερογεωμετρικά αγγεία. Ομού μετά τούτων ανευρέθησαν οστά πελωρίων ζώων, άτινα δυνατόν να προέρχωνται εκ κάπρων, βοών ή ελάφων (ελπίζομεν να καταστή δυνατή η ἐξέτασις των παρ΄ ειδικού), καθώς και κέρατα ελάφων σεβαστου μεγέθους. Τούτο μας δίδει την απόδειξιν, ότι μέχρι της Ρωμαϊκής εποχής τα θηρία ταύτα έζων εις την περιοχήν, πράγμα άλλως το οποίον αναφέρει ο Παυσανίας ρητώς περί Σκιλλούντος (V 6, 6).
 Eντός oλίγου όμως, το πράγμα προσέλαβεν ιδιαίτερον ενδιαφερον. Διότι μόλις ετελείωσεν η ελληνική επίχωσις (ήτις εις πάντας ανεξαιρέτως τους τάφους έχει μελανόν χρώμα) και ήρχισεν η μυκηναϊκή (ήτις πάλιν πάντοτε έχει το υπόλευκον χρώμα του πώρου ένθα ελαξεύθησαν οι τάφοι), το πρώτον πράγμα το οποίον ανεφάνη, ήτο ωραία κεφαλή ελάφου πηλίνη.

Αγγελοπούλου τάφος 6: Τριποδικό ρυτό με σφαιρικό σώμα, κάθετη λαβή και ψηλό λαιμό, ο οποίος φέρει έξεργο δακτύλιο και καταλήγει σε πεπλατυσμένο οριζόντιο χείλος. Πρόκειται για ιδιόμορφο αγγείο, θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο φέρει οπές στον πυθμένα, στα τρία πόδια του καθώς επίσης και στα τρία πλαστικά ζωόμορφα διακοσμητικά στοιχεία τα οποία εκφύονται γύρω από το λαιμό του.
 Εντός ολίγου κατέστη φανερόν, ότι επρόκειτο περί μυκηναϊκού ρυτού κοσμουμένου με κεφάλας ελάφων και βοός (εικ.4). Το δε αγγείον τούτο ίστατο ως ανώτατον πάντων επί σωρού 50 περίπου διαφόρων μυκηναϊκών αγγείων, άτινα απετέλουν ποτέ τα κτερίσματα των νεκρών του τάφου (εικ.5).

Εικ. 5, Αγγελοπούλου, τάφος 6, σωρός αγγείων

 Οταν εφθάσαμεν εις το δάπεδον του τάφου, εύρομεν δύο νεκρούς εντός αβαθών λάκκων, φέροντας μυκηναϊκά και ελληνιστικά κτερίσματα ομού (εικ.6). Ώστε η ιστορία του τάφου τούτου παρουσιάζεται ως εξής: Κατά την Ελληνιστικήν εποχήν ηνοίχθη. Οι δύο νεκροί έτυχον τιμών και κτερισμάτων. Ο σωρός των αγγείων (ίσως εκ της Μυκηναϊκής εποχής προερχόμενος) με το ρυτόν των ελάφων επί κεφαλής, έδωκεν αφορμὴν εις την δοξασίαν, ότι ήρωες των θηρίων, ηρωικοί κυνηγοί ή τι ανάλογον είχον αποτεθή εντός του τάφου. Εντεύθεν ορμηθέντες οι άνθρωποι εσέβιζον τους νεκρούς του τάφου μέχρι της Ρωμαϊκής εποχής, ρίπτοντες δια της οπής της στέγης κέρατα, κρανία και τεμάχη εκ των φονευομένων θηραμάτων.

Εικ. 6. Αγγελοπούλου, τάφος 6, νεκρός εκτερισμένος με ψευδόστομον αμφορέα είς τον αριστερόν μηρόν και ελληνιστική λύχνον είς τον δεξιόν ώμον.

 Των τάφων 7 και 9 (σχ.14, 15) (του τελευταίου διπλού) (εικ.7) παρατρέχομεν την περιγραφήν χάριν συντομίας. 
 Ο τάφος 8 (σχ.16), μόλις αφηρέθησαν οι πρώτοι λίθοι, οίτινες ανήκον εις την άθικτον τείχισιν της θύρας, παρουσίασε τον κυκλικόν θάλαμον τελείως κενόν επιχώσεως (μόλις περί τα 10 εκ επιχώσεως υπήρχον επί του δαπέδου).
 Εις το βάθος διεφαίνοντο τα κοιλώματα δύο κογχών και σωρός λεπτών θρυμμάτων οστών, εφ΄ ων εν μηριαίον και μία κνήμη πρακτικώς ακεραία. Αριστερα τω εισερχομένω έκειτο ο μόνος κατά χώραν σκελετός, εκτάδην, με την κεφαλήν κεκλιμένην επί του δεξιού κροτάφου. Παρά τον αριστερόν ώμον του νεκρού έκειτο τρίωτον αμφορείδιον, 24 δε άλλα αγγεία καθ’ όλην την λοιπήν έκτασιν του δαπέδου και κατά ωρισμένην σειράν. Εξαιρέσει ενός κυλινδρικού αλαβάστρου, πάντα τα λοιπά ήσαν εις κεκλιμένην θέσιν ή και ανάστροφα.

Εικ. 7. Αγγελοπούλου, τάφος 9, είσοδος και κόγχη.

 Γενικώς ως προς τας ταφάς παρατηρούμεν τα ακόλουθα: Εις τα δάπεδα των τάφων απετίθεντο οι νεκροί εκτάδην. Όταν ο τάφος επληρούτο, οι παλαιότεροι νεκροί απεκομίζοντο και τα οστά των ετίθεντο εντός επί τούτω ανοιγομένων κογχών ή βόθρων. Δια τούτο εντός των βόθρων ανευρίσκονται συχνάκις αγγεία ΥΕ Ι περιόδου, τα οποία σχεδόν ουδέποτε ευρέθησαν επί των δαπέδων, ένθα μόνον ΥΕ ΙΙΙ κεραμεική, μέχρι και της τελευταίας φάσεως, ανευρίσκεται. Οι ύστατοι των νεκρών εθάπτοντο εντός λάκκων ανοιγομένων εις τα δάπεδα των τάφων, ούτοι δε είναι σχεδόν πάντοτε ακτέριστοι, αν και οι λάκκοι ανακαλύπτονται συνήθως άθικτοι και καλυπτόμενοι εισέτι υπό των πλακών των.
 Αι επιχώσεις των δρόμων ευρέθησαν πάντοτε άθικτοι, παρουσιάζουσαι το υπόλευκον Μυκηναϊκής εποχής πωρόχωμα, εντός του οποίου τα όστρακα ήσαν μόνον μυκηναϊκά, συχνότατα δε πρωτομυκηναικά. Μόνον προ της θύρας εκάστου τάφου υπήρχε σφηνοειδές τμήμα μελανής γης, περιεχούσης δε και ελληνικήν κεραμεικήν ενίοτε. Κατά ταύτα μετά την πρώτην ή τας πρώτας ταφάς ο δρόμος των τάφων επληρούτο ολοσχερώς καθαρού χώματος, προερχομένου εκ της λαξεύσεως του μαλακού υπολεύκου πώρου.
 Κατά τας μεταγενεστέρας ταφάς ηνοίγετο μικρόν μόνον τμήμα του δρόμου προ της θύρας. Αφηρείτο το ανώτερον ήμισυ της τειχίσεως της θύρας και κατεβιβάζετο ο νεκρός εντός του τάφου. Αι παρατηρήσεις έδειξαν, ότι η θύρα δεν εκλείετο πλέον μετά της αυτής φροντίδος, εχρησιμοποιείτο μια πλαξ (τάφος Αγγελοπούλου 5) ή ετοποθετούντο μερικοί λίθοι ομού μετά φρυγάνων, ώστε να σχηματισθή πρόχειρος έμφραξις της θύρας, και επανερρίπτοντο τα χώματα. Οι περισσεύοντες λίθοι εκ της αρχικής τειχίσεως της θύρας αφήνοντο εντός του δρόμου, ως έδειξαν επανειλημμένα περιστατικά.
 Προ των θυρών των τάφων εγίνοντο σπονδαί και αι χρησιμοποιούμεναι κύλικες εθραύοντο επί τόπου. Πάντοτε ευρέθησαν τα τεμάχια προ των θυρών ή μεταξύ των λίθων της θύρας ή σπανιώτερον και εντός του δρόμου (εικ.8).

Εικ. 8. Αγγελοπούλου, τάφος 6, θραυσμέναι κύλικες προ της εισόδου

 Ανεσκάφησαν ήδη αρκετοί τάφοι, ώστε να δυνάμεθα να συναγάγωμεν το συμπέρασμα, ότι παρά την μεγαλοπρέπειαν και το μέγεθός των δεν περιέχουν ιδιαιτέρως πολύτιμα ευρήματα. Εκ πολυτίμου μετάλλου ουδέν ίχνος παρουσιάσθη μέχρις ώρας, ακόμη δε και τα χαλκά ευρήματα είναι εξαιρετικώς σπάνια. Φαίνεται ότι αφηρούντο επιμελώς κατά τους μεταγενεστέρους ενταφιασμούς. Ευτυχώς ανευρίσκονται αρκετά αγγεία εκ των ΥΕ Ι ενταφιασμών, τούτων δ΄ η πλειονότης είναι μόνωτα κύπελλα (του λεγομένου τύπου Βαφειού), ων μέγας αριθμός φέρει ως διακόσμησιν την «διάστικτον σπείραν».

Από τον τάφο Αγγελοπούλου 4. Αριστερά: Κεραμική υδρία ύστερης Γεωμετρικής περιόδου.Δεξιά: Χάλκινος διπλούς πέλεκυς μικρών διαστάσεων.
 Ίσως αποδειχθή κάτι περισσότερον από απλή σύμπτωσις, ότι εις τα αντίπεραν της Μεσογείου εύρε τεμάχια της αυτής κεραμεικής εις την Λιπάραν ο δόκτωρ Β. Βρέα. Δύο γλυπταί λίθοι εκ της πρωίμου Μυκηναϊκής περιόδου ανεκαλύφθησαν ωσαύτως, η μία εκ σαρδώνυχος, παριστώσα γνωστόν θέμα ("ιστία πλοίου") και η άλλη εξ ερυθρωπού ιάσπιδος, φέρουσα ωραίαν παράστασιν λεαίνης και υπέρ αυτήν πτηνόν, κάτωθεν δ΄ αυτής βουκράνιον.
 Τα Βολιμίδια, ένθα αι συστάδες των ανωτέρω τάφων, είναι ωραία και εύφορος τοποθεσία. Εις απόστασιν 500 μέτρων αναβλύζουσιν αι άφθονοι πηγαί του Κεφαλοβρύσου, ων τα ύδατα ου μόνον τροφοδοτούσι το υδραγωγείον ης Χώρας, αλλά και αρδεύουσι, μεγάλας εκτάσεις καλλιεργησίμου γης. Εκεί πλησίον πρέπει να έκειτο ο ακμαίος συνοικισμός, εις τον οποίον ανήκουσιν οι τάφοι. Διάφοροι δοκιμαί εγένοντο, αλλ’ υπό δυσμενείς όρους λόγω της εντατικής καλλιεργείας.
 Πασών επιτυχεστέρα υπήρξεν η εις τα κτήματα του κ. Δημητρίου Πατριαρχέα, περί τα 100μ. προς Ν. των τάφων και αμέσως δεξιά της οδού της αγούσης εις Κεφαλόβρυσον. Εις αρκετά σημεία υπάρχουσι, λείψανα τοίχων, καλύπτονται όμως σήμερον υπό αμπέλων.
 Εις εν σημείον ο βράχος εφαίνετο κοίλος, εντὸς δε της κοιλότητος φύεται ελαία. Δοκιμή γενομένη εκεί έδειξεν, ότι δεν πρόκειται περί τάφου. Τοιχάριον με διεύθυνσιν απὸ Ν. προς Β. εισχωρεί μέχρι βάθους 1μ. περίπου, εις το στρώμα δε τούτο ευρέθη αφθονία κεραμεικής ΥΜ ΙΙΙ, κυρίως μέγα πλήθος ποών κυλίκων. Μετά το 1μ. βάθους παύουσι ταυτοχρόνως και ο τοίχος και αι κύλικες. Η δοκιμή ημών έφθασεν εις εν εισέτι μέτρον βάθους, ενταύθα δε πάσα η χρονολογήσιμος κεραμεική είναι ΥΕ Ι, ένθα αφθονούσι πάλιν τα κύπελλα τύπου «Βαφειού». Πολλά τεμάχια πίθων μετά σχοινιωτής διακοσμήσεως ανεφάνησαν, πολλά οικιακής χρήσεως όστρακα κεράμων, τεμάχια πλίνθων ωμών, τέφρα και άνθρακες, ουδέν όμως ίχνος τοίχου. Τα ευρήματα είναι τόσον πυκνά, ώστε δίδουσι την εντύπωσιν αποθέτου. Ίσως αι μέλλουσαι σκαφαί κατά το σημείον τούτο αποβώσι περισσότερον διαφωτιστικαί.

Τάφος Αγγελοπούλου 7: Αριστερά, Μυκηναϊκό γυναικείο ειδώλιο τύπου Ψ. Η μορφή έχει τα χέρια απλωμένα και ελαφρά υψωμένα. Δεξιά: Ειδώλιο σε μορφή ταύρου.
Τάφος Αγγελοπούλου 8: Κύπελλα τύπου "Κεφτί"
Αριστερά από τον τάφο Αγγελοπούλου 5, Πρόχους με τριφυλλόσχημο στόμιο και γραπτή διακόσμηση με καστανό χρώμα, η οποία συνισταται σε παράλληλες περιμετρικές γραμμές Δεξιά από τον τάφο Αγγελοπούλου 6, μικρό φλασκί με ομόκεντρους κύκλους ως διακοσμητικό μοτίβο


Οι ανασκαφές του 1954
 Aι ανασκαφαί του έτους τούτου διεξήχθησαν κατά τους μήνας Ιούλιον, το πρώτον δεκαήμερον του Αυγούστου και, κατόπιν μηνιαίας διακοπής λόγω του Διεθνούς Φιλολογικού Συνεδρίου της Κοπεγχάγης, ένθα μετέσχον ως αντιπρόσωπος της τε Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Πανεπιστημίου Αθηνών, επί δέκα εισέτι ημέρας του Σεπτεμβρίου. Αι ανασκαφαί εφέτος εξετάθησαν εις ευρυτέραν τοπικήν περιοχήν της Πυλίας, διότι προέχει κυρίως το γεγονός, να κερδίσωμεν συνολικήν εικόνα του πολιτισμού της περιοχής ταύτης. Τα αποτελέσματα υπήρξαν πράγματι λίαν ενθαρρυντικά, διότι η Δυτική Μεσσηνία αποδεικνύεται πλήρης ακμαίου και τόσον πυκνού Μυκηναϊκού πολιτισμού, ώστε αναμφισβητήτως πρέπει να απετέλει τότε, ομού μετά του Αργολικού πεδίου, δύο πρωτεύοντα κέντρα της Ελλάδος. Τούτο άλλως ενθυμείται καλώς και η παράδοσις, διότι παρ’ Ομήρω η στρατιωτική συμβολή του Νέστορος έρχεται δευτέρα μετά την του Αγαμέμνονος. Κατά την εφετεινήν περίοδον μετ’ ευχαριστήσεως έσχομεν αρκετάς επισκέψεις ημεδαπών και ξένων επισκεπτών. Ο έφορος του Αρχαιολογικού Μουσείου του Leiden κ. Η. Brunsting ελθών εξ Ολλανδίας διέτριψεν ένα μήνα και συμμετέσχεν ευγενώς εις την διεξαγωγήν της ανασκαφής. Ο επιμελητής της Ακροπόλεως κ. Σπ. Ιακωβίδης μετέσχεν ωσαύτως επί ένα μήνα, εκπονήσας και τα σχέδια μετά της οικείας αυτώ ακριβείας και καλαισθησίας. Ομάς φοιτητών μου εκ των κ. κ. G. Beckel, Διον. Μινώτου, Δημ. Κακάμπουρα και των δεσποινίδων Αργυρούς και Μαρίας Παντελίδου, Έφης Δημητριάδου, Τασούλας Δημητριάδου και Αύρας Παπαδημητρίου μετέσχον ωσαύτως επί δεκαήμερον και παρέσχον προθύμους και πολυτίμους υπηρεσίας. Διαβατικοί επισκέπται, παραμείναντες επί εν ή δύο εικοσιτετράωρα, ήσαν ο κ. W. Auerbach, ο κ. J. Warren και η κ. Ελίκη Ζάννα. Εδέχθημεν επί πλέον και ομαδικάς εκδρομάς Πυλίων και Μεσσηνίων.

 Εις την περιοχήν Βολιμιδίων εσυνεχίσαμεν την ανασκαφήν θαλαμωτών τάφων, περιορισθέντες κυριώτατα εις έρευναν του κτήματος του κ. I. Βοριά (κληρονομιά Τσουλέα). Ο κ. Βοριάς είναι άξιος θερμών δημοσίων ευχαριστιών, διότι ου μόνον προθυμότατα παρέσχε το κτήμα του εις την επιστημονικήν έρευναν, αλλά και πρωτοστατεί εις πάσαν καλήν ενέργειαν εν Χώρα. Ήδη κατά το παρελθόν είχομεν ανασκάψει εις την ανωτέρω περιοχήν δύο τάφους. Εφέτος ανεσκάφησαν τρεις νέοι, ων οι δύο ήσαν ήδη γνωστοί ημίν, ο δε τρίτος ανεκαλύφθη εφέτος, και επί πλέον ανεκαλύφθη μικρόν υπόκαυστον, διατηρούμενον ικανοποιητικώς, εντός του αγρού του κ. Βοριά. Τρεις νέοι θαλαμωτοί τάφοι ανεκαλύφθησαν εις τα πέριξ, οίτινες θα ανασκαφώσι βραδύτερον.
 Ο εις κείται υπό την δημοσίαν οδόν Χώρας- Κεφαλοβρύσου και οι έτεροι δυο εντός του αγρού του κ. Κωνστ. Δημητρακοπούλου, αποτελούντες συνέχειαν προς ΝΑ. της μεγάλης και σπουδαίας συστάδος Αγγελοπούλου. Προς το Β. ταύτης μέρος ανεκαλύφθη νέος τάφος (Μαστοράκη 1), όστις και ανεσκάφη. Κατά την ΝΔ. τέλος παρυφήν της Χώρας, είς απόστασιν ημισείας περίπου ώρας από των Βολιμιδίων, ανεκαλύφθη ετέρα συστάς θαλαμωτών Μυκηναϊκών τάφων. Ανεσκάφη πλήρως είς και ετέρου ο δρόμος. Τα αποτελέσματα των ανωτέρω σκαφών είναι εν βραχεί τα ακόλουθα:

Αριστερά: Τάφος Βοριά 5. Ψευδόστομος αμφορέας μικρού μεγέθους με χαρακτηριστική γραμμική διακόσμηση από φυτικά κυρίως μοτίβα. Δεξιά: Τάφος Βοριά 4. Πήλινη κύλικα με πόδι και δύο μικρές στρογγυλεμένες λαβές ακριβώς κάτω από το χείλος
 Ο τάφος «Βοριά 3», υπέρ τον οποίον διέρχεται το υδραγωγείον της Χώρας, εσυλήθη ατελώς είς άγνωστον εποχήν (σχ.17). Η στέγη του είχε καταρρεύσει είς άγνωστον ωσαύτως εποχήν και ήτο πλήρης επιχώσεως, ήτις όμως, παραδόξως, άφηνε κενόν χώρον κατά την Ανατ. περιφέρειαν του τάφου. Η επίχωσις ήτο καθαρόν χώμα και λίθοι. Ο δρόμος του τάφου (μη ανασκαφείς πλήρως) κείται προς Ν. Το δάπεδον του τάφου ευρέθη ωσαύτως καθαρόν παντός αρχαίου. Περιείχεν όμως ο τάφος μικρόν βόθρον, τρεις ορθογωνίους λάκκους και ευρείαν κόγχην είς την δυτικήν πλευράν των τοιχωμάτων του, ήτις απήρτιζεν ένα εισέτι λάκκον. Πάντες ούτοι οι λάκκοι διήκουσι παραλλήλως από Β. προς Ν.
 Ο λάκκος 1 ευρέθη ακάλυπτος, διότι εις την ανωτέραν επίχωσίν του είχε δεχθή εξ ανακομιδής τα οστά προγενεστέρου νεκρού. Ομού μετά των οστών ευρέθησαν μεγάλη και καλώς διατηρουμένη αιχμή λόγχης (είναι η πρώτη ανευρισκομένη, εν Πύλω), μία πλατεία σμίλη, περί τας δυο δωδεκάδας χαλκών και λίθινων αιχμών βελών και τέσσαρα μικρά αγγεία YE III. Η επίχωσις του δευτερογενούς τούτου ενταφιασμού απετελείτο εκ μελανοτέρου χώματος, υπό το οποίον ανεφάνησαν τα λευκάζοντα χώματα της κυρίας ταφής. Αυτή, ως κατά κανόνα συμβαίνει εν Πύλω οσάκις νεκροί θάπτονται εντός λάκκων, εστερείτο κτερισμάτων. Παρουσίασεν όμως συγκινητικήν εικόνα στοργής και μετά θάνατον:
Εις το βάθος του λάκκου ανεπαύοντο δυο νεκροί ενηγκαλισμένοι. Ο πρώτος σκελετός έκειτο εκτάδην (μήκος 1.55), επί δε του αριστερού του ώμου ανεπαύετο η κεφαλή δευτέρου κατά τι μικροτέρου σκελετού (1.40μ.). Επί της παρειάς του πρώτου σκελετού εστηρίζετο το κρανίον του δευτέρου, ου το σώμα είχεν εναγκαλισθή ο πρώτος νεκρός διά της αριστεράς χειρός του. Δυνατόν να επρόκειτο περί συζυγών, δυνατόν περί μητρός και κόρης (λόγω του μικρού αναστήματος), αλλά περισσοτέρου ενδιαφέροντος είναι το γεγονός, ότι οι δυο νεκροί ετάφησαν και άρα απέθανον συγχρόνως.
  Ο λάκκος 2 ευρέθη κεκαλυμμένος επιμελώς διά πλακών, επομένως περιήλθεν εις ημάς άθικτος, αλλ’ ουδέν περιείχε και ο σκελετός, λόγω υγρασίας, είχε σχεδόν καταστραφή πλήρως. Έκειτο εκτάδην. Ο λάκκος 3 ήτο ο μέγιστος πάντων (2μ. μήκους, 0.45 πλάτους και 0.40 βάθους). Εχρησίμευσεν ως οστεοφυλάκιου, διότι περιείχεν 7 κρανία, ισάριθμα αγγεία (εν αταξία) και υπό την μόνην σωζομένην καλυπτήρα πλάκα δυο εισέτι εθρυμματισμένα μικρά αγγεία. Η κόγχη εκαλύπτετο επιμελώς διά πλακών όρθιων, αλλ’ ουδέν κτέρισμα περιείχε και τα ολίγα διασωθέντα οστά δεν απετέλουν πλήρη σκελετόν.

Τάφος Βοριά 5. Αριστερά: Πρόχους με ηθμό, τύπος γνωστός και ως "τσαγιέρα" από υπόλευκο πηλό. Χρηστικό αγγείο από πηλό υπόλευκου χρώματος, με σφαιρικό σώμα, ψηλό λαιμό και την χαρακτηριστική οπή για την ροή του υγρού λίγο χαμηλότερα από τους ώμους του αγγείου. Τόσο στο στόμιο όσο και εσωτερικά του χείλους φέρει μικρές οπές σαν σουρωτήρι. Η συνολική εικόνα του αντικειμένου προσομοιάζει στην γνωστή μας ‘τσαγιέρα’ εξ ου και η ονομασία. Δεξιά: Μικρός ασκός. Φέρει διάκοσμο από κυματοειδείς γραμμές με μελανό χρώμα και λαβή κατά μήκος του επάνω μέρους.
 Ο τάφος «Βοριά 4» (σχ.18), κείμενος περί τα 15μ. Δυτικώς του προηγουμένου, ήτο σχεδόν κενός εις τον θάλαμόν του και εφέρετο ως συληθείς ουχί προ πολλών ετών διά της διατρήτου στέγης αυτού. Ο δρόμος, άθικτος από της Μυκηναϊκής εποχής, παρουσίασεν ασυνήθως πολλάς κύλικας (τουλάχιστον 12 αγγεία), είναι δε πως μακρύς εν σχέσει προς τους δρόμους των γειτονικών τάφων. Κατά τα άλλα όμως έχει πρακτικώς κάθετα τοιχώματα και ευρύνεται κανονικώς εφόσον προχωρεί προς την θύραν. Προ του ανωφλίου του τάφου, σχεδόν εις το ακριβές μέσον του δρόμου, ανεκαλύφθη εντός της επιχώσεως, υπόλευκου και σκληροτάτης, ως είναι πάντοτε η Μυκηναϊκή επίχωσις των δρόμων ενταύθα, περίεργος κάθετος οπή. Είχε διάμετρον 0.25, ήρχιζεν εις βάθος 0.80 από του ανωτάτου σημείου του ανωφλιού και διετηρείτο μέχρι βάθους 0.50, ένθα συνήντα το κενόν υπό το κατώφλιον, όπερ επεξετείνετο κατά τι και εντός του δρόμου.
 Εις την ελαχίστην επίχωσιν, ήτις έκειτο επί του δαπέδου του τάφου, ανεύρομεν τα τεμάχια μεγάλων Μυκηναϊκών αγγείων. Επί του δαπέδου ευρέθησαν 5 βόθροι (ο εις μικρότατος) και εις αβαθής λάκκος, ένθα ανεπαύετο μέγας σκελετός (μήκ. 1.75). Πέντε άλλων κρανίων λείψανα παρουσίασαν αι κόγχαι και ελάχιστα αγγεία, εξ ων εν θήλαστρον είναι πρακτικώς ακέραιον.

Τάφος Βοριά 1: Πήλινο σύνθετο αγγείο που αποτελείται από τρεις όμοιες πυξίδες. Τα επιμέρους αγγεία έχουν επίπεδη βάση, κυλινδρικό σώμα, υποτυπώδη λαιμό και κλειστό στόμιο με όρθιο χείλος που τείνει προς τα έξω. Κάθε πυξίδα στο ύψος του ώμου φέρει δύο ζεύγη αντικριστών κατακόρυφων λαβών. Στον κορμό και στο λαιμό διακοσμούνται με γραπτό διάκοσμο. Μεγάλη υπερυψωμένη λαβή ενώνει τα τρία αγγεία. Πιθανότατα το αγγείο χρησιμοποιήθηκε στην ολοκλήρωση του τελετουργικού των ταφικών εθίμων αποδίδοντας τις τελευταίες χοές στην μνήμη του νεκρού (με τριών ειδών υγρά: νερό, κρασί, γάλα, μέλι ή λάδι).

 Ο τάφος «Βοριά 5» υπήρξεν ο περισσότερον ενδιαφέρων (σχ.19). Κατά την Ρωμαϊκήν εποχήν ηνοίχθη παραπλεύρως τούτου μέγα όρυγμα, το όποιον διέτρησε την στέγην του τάφου ολίγον χαμηλότερου της κορυφής. Η σχηματισθείσα οπή δεν ήτο μεγάλη, φαίνεται δε ότι ουδεμία σύλησις εγένετο.
 Πάντως ελλείπει μέγα μέρος και εκ της κορυφής της στέγης, εκείθεν δ’ ο τάφος επληρώθη επιχώσεως, ουχί βραδύτερον της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου. Η επίχωσις φέρει πάντα τα χαρακτηριστικά του φορυτού. Περιείχε μέλαν χώμα πλήρες μεγάλων και μικρών θραυσμάτων αγγείων (αφθονούσιν οι οξυπύθμενοι αμφορείς), τεμάχια υαλίνων αγγείων, τεμάχια μαχαιριών και άλλων εργαλείων σιδηρών, πολλά οστά ζώων, ων μεταξύ και χαυλίους αγριόχοιρων, πολλούς δισκοειδείς περιστροφικούς μυλολίθους και τινα χαλκά νομίσματα, ων εν, καλώς διατηρούμενου, ανεγνωρίσθη υπό του κ. Brunsting ως ανήκον εις τον Κωνστάντιον. Η μελανή επίχωσις έφθανε μέχρι του δαπέδου του τάφου, επομένως ούτος, καθ’ ην στιγμήν ανεκαλύφθη, ήτο τελείως κενός επιχώσεως.
 Τα Μυκηναϊκά αγγεία ήρχισαν να παρουσιάζωνται εντός των μελανών χωμάτων εις ύψος 0.50 από του δαπέδου. Ήσαν τεμάχια μεγάλων κεραμεικών σκευών, ων τινα ελπίζεται να αποκατασταθώσιν. Επειδή δε η μνημονευθείσα επίχωσις των 50 εκατοστών ήτο άλλως καθαρωτάτη, περιέχουσα αραιότατα μόνον Ρωμαϊκά όστρακα, εξάγεται το συμπέρασμα, ότι τα μεγάλα αγγεία εθραύσθησαν κατά την ανακάλυψιν του τάφου, αλλά παρέμειναν εντός αυτού και ερρίφθη η εισέρρευσε μελανόν χώμα. Ύστερον επηκολούθησεν η βαθμιαία πλήρωσις του τάφου διά φορυτού. Μεταξύ των ευρημάτων της κατωτάτης επιχώσεως, ομού μετά των Μυκηναϊκών αγγείων, ήσαν τεμάχια τινα Αρρετινής κεραμεικής (terra sigillata) και κοντόχονδρον δακρυδόχον ακέραιον.

Εικ. 10. Βοριά, τάφος 5, νοτία ομάς αγγείων

 Το δάπεδον του τάφου παρουσίασεν έξ κόγχας ή βόθρους και δυο λάκκους, αμφοτέρους καλυπτόμενους διά πλακών. Πλην μεμονωμένων ευρημάτων (μερικών μικρών αγγείων ακεραίων και τεμαχίων εκ μεγαλύτερων, ως και μονοστόμου μαχαιριού μετά τεσσάρων ήλων) ανευρέθησαν επί του δαπέδου δυο ομάδες αγγείων. Η μία (παρά την κόγχην 2) απετελείτο εξ ένδεκα αγγείων, με κέντρον ευμεγέθη τρίωτον στάμνον (εικ. 10). Πέριξ ταύτης, ως να εχύθησαν εκ του εσωτερικού, ανευρέθησαν δέκα και τέσσαρα κωνικά σφονδύλια και κομβία, ων εν αργυρούν, εν πήλινον και τα λοιπά εκ στεατίτου. Νοτιώτερον ευρέθη άλλη ομάς εκ 13 ή 14 αγγείων, σχεδόν πάντων ακεραίων, μεταξύ των βόθρων 5 και 6. Το μέγιστον των αγγείων ήτο τρίωτος αμφορίσκος και πάλιν υπό το χείλος αυτού, ως να είχον χυθή εκ του εσωτερικού, έκειντο ένδεκα σφονδύλια μέλανος ή πορφυρού στεατίτου.
 Εκ της ομάδος των αγγείων τούτων μία ασυνήθης πρόχους φέρει ηθμόν κατά τε το στόμιον και την προχοήν, ην έχει επί της κοιλίας. Εις μικρός αμφορίσκος φέρει πώμα ισχυρώς εισέτι επικείμενον του στομίου (πιθανώς πόδα κύλικος. Δεν αφηρέθη). Όμοιον πώμα έφερε και ο μνημονευθείς μείζων αμφορίσκος, το οποίον ήτο πους κύλικος. Ευρέθη εις το εσωτερικόν του αγγείου, καθόσον ήτο ελαφρώς μικρότερον της διαμέτρου του στομίου. Τα λοιπά αγγεία ήσαν εκ των συνήθων. Μικροτέρα ομάς αγγείων, κατά το πλείστον τεθραυσμένων, έκειτο και υπέρ τον λάκκον 1. Πάντα τα ευρεθέντα αγγεία είναι YE III εποχής. Ανευρέθησαν εισέτι κατά το δάπεδον του τάφου τεμάχια συρμάτων αργύρου ή αργυρίτου μόλυβδου, ίσως εκ τίνος διακόσμου.
 Οι λάκκοι, κατά το ειωθός, καίπερ άθικτοι, ουδέν εύρημα περιείχον. Αι καλυπτήρες πλάκες του πρώτου εξ αυτών ευρίσκοντο εις τι βάθος από του χείλους του λάκκου, ο δε νεκρός ευρίσκετο εν κενώ. Διετηρούντο ολίγα μόνον ίχνη εκ των κνημών και των δύο χειρών ατόμου νεαράς ηλικίας 15 περίπου ετών.

Εικ. 11. Βοριά, τάφος 5, σκελετός λάκκου 2.

 Του λάκκου 2 ο σκελετός, ευρισκόμενος εν κενώ υπό τας καλυπτήρας πλάκας, διετηρείτο καλύτερον και επροξένησεν εις ημάς πολλήν απορίαν, διότι ευρίσκετο εν φαινομενική μεγάλη αταξία (εικ.11). Το κρανίον ήτο κεκλιμένον δεξιά, η κάτω σιαγών όμως διετηρείτο εις το μέσον των ώμων οριζοντίως και υπ’ αυτήν όρθιος ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος. Οι υπόλοιποι σπόνδυλοι δεν ευρίσκοντο πάντες εις τας θέσεις των, αλλ’ είχον παραπέσει εκατέρωθεν ή εξείχον της γραμμής της σπονδυλικής στήλης. Το δεξιόν οστούν της λεκάνης ήτο ηνωρθωμένον, ενώ το αριστερόν κατέκειτο, αμφότερα δε τα μηριαία οστά ήσαν εξηρθρωμένα και είχον μετατοπισθή προς τα δεξιά. Τέλος η αριστερά κνήμη ευρίσκετο υψηλά, παρά το μηριαίον οστούν, ενώ η αντίστοιχος περόνη έκειτο εις την φυσικήν θέσιν του σκελετού, όστις ήτο ύπτιος. Το όλον μήκος του νεκρού, ως είχεν, ήτο 1.50μ., αλλ’ υπέρ την κεφαλήν του 25 περίπου εκατοστά χώρου παρέμενον κενά, πράγμα ασυνήθες, διότι οι λάκκοι πάντοτε είναι στενόχωροι και ο νεκρός βιάζεται συνήθως εντός αυτών (του παρόντος λάκκου το μήκος ήτο 1.90).
 Πάντα τα ανωτέρω εξηγούνται, αν παραδεχθώμεν ότι ο νεκρός είχε ταφή ημιανακλινόμενος και στηριζόμενος επί παχέος προσκεφαλαίου, ίσως δε και επί στρώματος, μετά την διάλυσιν των οποίων τα οστά υπέστησαν ελαφράς κατακρημνίσεις.
 Ο τάφος ολόκληρος περιείχε κατ’ ελάχιστον όριον εξ ή επτά κρανίων λείψανα, πάντα δε τα κρανία και οστά ήσαν ισχυρώς μελανά εκ της υγρασίας (η «καύσις» παλαιοτέρων αρχαιολόγων).

Θαλαμωτός τάφος Μαστοράκη, Βολιμίδια

 Ο τάφος «Μαστοράκη 1» κείται εις το μέσον της αποστάσεως μεταξύ των συστάδων Αγγελοπούλου και Κορωνιού (σχ.20). Εντός αυτού εφύετο μία κυπάρισσος, ην απεμακρύναμεν, και εις τον δρόμον αυτού μία συκή αφεθείσα επί τόπου. Ήτο εις εκ των ελάχιστων τάφων, οίτινες ανεκαλύφθησαν κατά τους χρόνους της Ενετοκρατίας. Διά τούτο η κένωσις και σύλησις αυτού υπήρξε πλήρης. Μέχρι του δαπέδου η επίχωσις ήτο πλήρης οστράκων υαλωτών, ανευρέθησαν δε και δύο αργυρά νομίσματα, ων το εν διατηρεί εισέτι λείψανα της επιγραφής venetiae...dux. To δάπεδον έφερε τρεις λάκκους και δύο κόγχας, άπαντα σεσυλημένα. Ελάχιστα ήσαν τα διαφυγόντα αντικείμενα: Γλωσσοειδές μαχαίριον, λείψανα ενός ή δύο άλλων, ψήφοι τινές υαλομάζης και σαρδίου και ολίγα μικρά αγγεία, ων μεταξύ υψίλαιμος τριφυλλόστομος πρόχους των τελευταίων Γεωμετρικών χρόνων ευρεθείσα εντός του λάκκου 1.

Θαλαμοειδής τάφος στη θέση Άγιος Ηλίας.

 Η νέα νεκρόπολις του Αγίου Ηλία, εις το αντίθετον άκρον της κωμοπόλεως Χώρας, περιλαμβάνει άγνωστον εισέτι αριθμόν τάφων. Ασφαλώς γνωστοί είναι μέχρι της στιγμής πέντε. Πλήρως ανεσκάφη ο εντός του αγρού Σταύρου Μανιάτη (υπ’ αρ.1)(εικ.12, δεξιά), επειδή δε παραπλεύρως άανεφάνη και έτερος, ανεσκάφη και τούτου ο δρόμος. Η σπουδαιότης της νεκροπόλεως έγκειται εις τούτο, ότι είναι μεταγενεστέρα της των Βολιμιδίων, ανήκουσα εκ των μέχρι τούδε παρουσιασθέντων συμπτωμάτων εις την εσχάτην περίοδον του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι δρόμοι των τάφων είναι στενοί και λίαν μακροί, τα δε τοιχώματα τούτων συγκλίνουσι προς τα άνω, ώστε εις τινα σημεία το πλάτος ελαττούται εις 60-70 εκατοστά (εικ.4). Οι θάλαμοι είναι μικρών γενικώς διαστάσεων και είναι προσιτοί διά στενής προσόψεως εις το βάθος του δρόμου, ένθα όμως ανοίγεται υπερμεγέθης θύρα. Εις τον πλήρως σκαφέντα τάφον 1 η θύρα έχει ύψος 1.65, επί πλάτους 0.90 κάτω και 0.80 άνω. Το μήκος του δρόμου είναι 7.50 και η διάμετρος του θαλάμου, ακανονίστως κυκλικοί, 3.60. 
 Οι τάφοι είναι εσκαλισμένοι εις μαλακώτατον αμμώδες πέτρωμα και γενικώς δίδουσι την εντύπωσιν της πενίας και της παρακμής, μη δυνάμενοι να συγκριθώσι προς τους μεγαλοπρεπείς θαλάμους των Βολιμιδίων. Εις τον ανασκαφεντα τάφον το δάπεδον δεν παρουσίασε λάκκους, αλλά μόνον τρεις μικρούς βόθρους, ένθα είχον τοποθετηθή οστά εν δεύτερα μετακομίσει. Τέσσαρα κρανία είναι απολύτως βέβαια και δύο εισέτι άλλων υπήρχον τεμάχια. 

 Περιέργως πάντα ανήκουσιν εις μικρά παιδία. Ελάχιστα άλλα οστά παρετηρήθησαν, πάντα εις κακήν κατάστασιν διά την υγρασίαν. Τα ευρήματα του τάφου ήσαν πενιχρά: Μόνωτος κύαθος άγραφος μετά λεπτοτάτων τοιχωμάτων, ψευδόστομος αμφορεύς, τεμάχια βαθέος ποτηριού και ολίγα άλλα όστρακα ήσαν τα μόνα ευρήματα, εις α προσετέθη χαλκούν ξυρόν μετά τριών ήλων. Ο δρόμος και η τείχισις της θύρας, ήτις διετηρείτο εις ύψος ενός μέτρου, παρουσίασαν τεμάχια πολλών κυλικών.
 Ο δρόμος του ετέρου τάφου (2) είναι καθ’ όλα όμοιος προς τον του προηγουμένου. Φέρει όμως εις το δεξιόν τοίχωμα και ολίγον προ του τέλους εσκαλισμένην κόγχην.
 Το στόμιον εφράσσετο διά λίθων και ασφαλώς η κόγχη εγένετο όπως δεχθή ταφάς. Ευρίσκεται τόσον υψηλά, ώστε δεν είναι προσιτή εκ του δαπέδου του δρόμου. Επομένως, όταν ηνοίχθη, εκενώθη μέρος μόνον του δρόμου. Προ της θύρας ευρέθησαν τεμάχια κυλικών μελανού ή ξανθού πηλού. Ο θάλαμος είναι πλήρης χωμάτων και η σκαφή του ανεβλήθη διά προσεχή περίοδον.

Σπυρίδων Μαρινάτος

Βιβλιογραφία- Πηγές:
-Π.Α.Ε. 1953, 1954.
-Ιστότοπος Ψηφιακή Πυλία






Printfriendly