.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Η Αρκαδιά (Κυπαρισσία) στον καιρό του Ιμπραήμ




Α. Η πρώτη επαφή με τον Ιμπραήμ

 Το 1825, έφερε στα νότια παράλια της Μεσσηνίας τον Τουρκοαιγύπτιο στρατάρχην Ιμπραήμ Πασά με το στόλο του, που σαν ρεύμα παλιρροιακό, άδειασε στη στεριά πεζικό και ιππικό, με σκοπόν αντικειμενικό, να σαρώση την επαναστατημένη Μεσσηνία πρώτα, κι’ ύστερα όλο τον επαναστατημένο Μοριά. Οι αγώνες των Μοραϊτών και των Ρουμελιωτών που σχεδόν είχαν κερδιθή με τους Τούρκους, και πέρασαν από την δοκιμασία του εμφυλίου πολέμου, θα περνούσαν τώρα και από την φωτιά του Ιμπραήμ.
 Παρ’ όλο, ότι ο εμφύλιος σπαραγμός, είχε συννεφιάσει τον ουρανό της επαναστατημένης Ελλάδος, αφού μάλιστα ο κορυφαίος της επαναστάσεως, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μαζί με τους συντρόφους- φίλους του οπλαρχηγούς, βρισκόταν κλεισμένος στης Ύδρας τις φυλακές, οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί δεν αδράνησαν.
 Συγκεντρώθηκαν στα νότια της Μεσσηνίας, προκειμένου ν’ αποκρούσουν τον νέον εχθρό τους. Από την συγκέντρωσι αυτή, δεν έλλειψαν βέβαια και οι οπλαρχηγοί της Αρκαδιάς, όσοι είχαν μείνει -γιατί μερικοί ήσαν, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, φυλακισμένοι- με τα παλληκάρια τους, για να πολεμήσουν τον Ιμπραήμ. Φαίνεται μάλιστα, πώς οι μέχρι χθες αντίπαλοι του εμφυλίου πολέμου, συμπολέμησαν, όπως είχαν συμπολεμήσει μέχρι τις παραμονές του εμφυλίου σπαραγμού.
 
Η πρώτη αντιμετώπισις του ιμπραήμ, έγινε από τους Έλληνες στην Σχινόλακκα, όπου πήραν μέρος και οι Αρκαδινοί, σχεδόν μισή χιλιάδα πολεμιστές, με αρχηγούς τον Παπατσώρη και τον αδερφό του Γρηγοριάδη, Γεώργιον. Οι Έλληνες υπεχώρησαν. Τελευταίοι άφησαν τις θέσεις τους, καλύπτοντας την υποχώρησι των υπολοίπων, οι Αρκαδινοί. Έφθασαν στα νότια ακραία σύνορα της Τριφυλίας, στην σημερινή Χώρα, που τότε λεγόταν Λιγουδίτσα. Εκεί είχε στρατοπεδεύσει και ο Γρηγοριάδης μαζί με τους Παπαθεοδωραίους και τον Μέλιο.
 Στις αρχές του Απριλίου, οι Αρκαδινοί με τους αρχηγούς τους (Γρηγοριάρηδες, Παπατσωραίους, Παπαθεοδωραίους, Συράκο, Μέλιο, Σαμπρή και Αντώνη Ντάρα), μαζί και μ’ όλους τους άλλους ήλθαν, για δεύτερη φορά, σε σύγκρουσι με τον Ιμπραήμ στο Κρεμμύδι. Οι Αρκαδινοί επολέμησαν δίπλα- δίπλα με τους Αργείους και τους Σουλιώτες και είχαν τ’ ανάλογα θύματά τους. 
Δεξιά: Ο Ιμπραήμ Πασάς 1789 -1848

Θύματα είχαν και οι άλλοι 'Έλληνες, μα τα πιο πολλά όμως, οι Τουρκοαιγύπτιοι. Στην συνέχεια ο Ιμπραήμ, βάδισε κατά το Νιόκαστρο.
 Στο παλαιό φρούριο του Ναυαρίνου (το παλαιόκαστρο), εκστρατέυσε ο Επίσκοπος Γρηγόριος της Μεθώνης, με τους συγγενείς του Παπαθεοδωραίους και τον γαμπρόν του Αναστάσιο Κατσαρό και με πολλούς Αρκαδινούς. Τους βοήθησαν και άλλοι 'Έλληνες. Όλοι όμως βρέθηκαν κυκλωμένοι από Τουρκοαιγυπτίους και αναγκάστηκαν να διασχίσουν τον κλοιό, με τα σπαθιά στα χέρια, για να σωθούν. Μάταια έτρεξε και ο Γρηγοριάδης από την Λιγούδιστα με τους άλλους, κι έφθασαν μέχρι το ύψος της Γιάλοβας, γιά να βοηθήσουν. Δέχτηκαν και αυτοί επίθεσι πολυαρίθμων εχθρών και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.
 Στο μεταξύ, ο Μεθώνης Γρηγόριος με τον αδερφό του και τον γαμπρό του Κατσαρό και μερικούς άλλους αιχμαλωτίσθηκαν, οδηγήθηκαν στην Μεθώνη κι’ εκεί βρήκαν τον θάνατο. Ο κλήρος της περιοχής, μετά τον Χριστιανουπόλεως Γερμανό, έχασε έναν ακόμα άξιο ιεράρχη και η Αρκαδιά έναν από τούς καλύτερους οπλαρχηγούς της τον Κατσαρό.
 Ό,τι αφόρα τον νεοαφιχθέντα εχθρό, τον Ιμπραήμ, αυτός εκέρδιζε συνέχεια έδαφος και ανηφόριζε, όλο ανηφόριζε βορειότερα. Ο κίνδυνος μεγάλωνε. Και η απειλή του, άρχιζε να διαγράφεται στον ορίζοντα της Μεσσηνίας και του Μοριά όλου.

Β. Η μάχη στο Μανιάκι και η Αρκαδινοί

 Η Μάχη στο Μανιάκι, υπήρξεν αναμφισβήτητα μιά λαμπρή σελίδα στην μακραίωνη της Ελλάδος ιστορία. Από τις πιό λαμπρές! Στην μνήμη των αγωνιζομένων Ελλήνων, μα και των Ευρωπαίων ακόμα, ξαναζωντάνεψαν οι Θερμοπύλες. Ο ίδιος ο Παπαφλέσσας, φέρεται από τον Φωτάκο να λέγη: «την μάχη μας θα την ονομάσουν ιστορικώς, Λεωνίδειον μάχην». Και πράγματι τέτοια υπήρξεν. Αντιγραφή της, θα έλεγε κανένας.
Λεωνίδας ο Παπαφλέσσας. Ξέρξης, ο Ιμπραήμ. Τριακόσιοι, οι λίγο περισσότεροι 'Έλληνες, που μαζεύτηκαν γύρω από τον Αρχιμανδρίτη. Πέρσες, οι χιλιάδες Τουρκοαιγύπτιοι. Και Θερμοπύλες, τα «Ταμπούρια» ανάμεσα -και μάλιστα πιο κοντά- στου Παιδεμένου (Φλεσσιάδα) και στο Μανιάκι. Εφιάλτης μονάχα, δεν υπήρξεν. Ούτε θα μπορούσε κανένας, να παρομοιάση με τον Εφιάλτη, μερικούς από τούς 'Έλληνες, που έφυγαν πριν αρχίση η μάχη, όταν δεν μπόρεσαν να πείσουν τον Δικαίο να πιάση την οχυρή τοποθεσία της Αγυιάς και ν’ αφήσουν τα Ταμπούρια, γιατί, κάθε θυσία μάταιη, θα ήταν. Άλλο όμως, είναι το θέμα. Γιά την μάχη και την θυσία στο Μανιάκι, τόσα πολλά έχουν γραφτή. Ενδιαφέρει η συμμετοχή των Αρκαδινών και στην μάχην αυτήν, από την οποία δεν έλλειψαν και ούτε ήταν δυνατόν να λείψουν.
 Την φοράν αυτήν, ο κλήρος έλαχε, να ενισχύσουν τοον Παπαφλέσσα -που είχε ρθή σχεδόν μονάχος του- στους Αρκαδινούς του Κάμπου και των Κοντοβουνίων.(1) Απουσίασαν οι συμπατριώτες τους των δύο άλλων περιοχών, οι οποίοι με αρχηγό τον Αθανάσιο Γρηγοριάδη έφθασαν μέχρι την ορεινή Μάλη, αλλά βρέθηκαν εκεί πολύ καθυστερημένα. Για την συμμετοχή των Αρκαδινών στην μάχη των Ταμπουριών- του Μανιακίου (όπως έμεινε πιά στην ιστορία, αν και ο τόπος της θυσίας είναι πιο κοντά στου Παιδεμένου), δεν αντιλέγει κανένας από τούς ιστορικούς.
 Ο Αμβρόσιος Φρατζής γράφει: «εκ μεν της Τριφυλίας ο Α. Γυφτάκης, o Μπουχανάς, ο Αναγ. Γκότζης, τρία τέκνα του Οικονόμου εκ Ληγούδιστας και άλλοι διάφοροι Καπιτάνιοι» και αλλού πάλι: «έμειναν δε μόλις οι περί τον Γρηγόριον Δίκαιον 900, και οι 650, Αρκάδιοι απέναντι εις ένα λόφον τοποθετημένοι, φυλάττοντες τα οπίσθια των άλλων» και τέλος όταν αναφέρεται στους φονευθέντες σημειώνει: «εφονεύθησαν δε και Αρκάδιοι 136, εξ ων οι επισημότεροι των Καπιτάνων ήτον ο Αναστάσιος Γυφτάκης, ο Μπουχανάς, ο Αναγ. Γκότζης, 3 τέκνα του Οικονόμου Ληγαύδιστας..».
Οι Αρκαδινοί πολέμησαν δίπλα στον Παπαφλέσσα και ο ίδιος κατά την διεξαγωγήν της μάχης τους κατηύθυνε από το ταμπούρι του. Γι’ αυτό γράφει ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, πού βρέθηκε μετά την μάχη στην Μάλη και άκουσε από τούς διασωθέντες (από «πρώτο χέρι», όπως συνηθίζεται να λέγεται, σε παρόμοιες περιπτώσεις) τα διαδραματισθένα:
«Μετά δε την κυρίευσιν των προμαχώνων και την σφαγήν των Ελλήνων μόνος ο προμαχών του ατρομήτου ήρωος Παπαφλέσσα, διέμενεν ακόμη ακλόνητος, διότι οι Αρκάδιοι πολεμούντες με απαράμιλλον ανδρείαν και καρτερίαν εφόνευον και επλήγωνον πολλούς από τους εχθρούς. Οι Αρκάδιοι επολέμησαν ακόμη επί μίαν ώραν αλλά τέλος και αυτοί καταβληθέντες υπό του πλήθους του εχθρού, έπεσαν όλοι ηρωϊκώς ομού μετά του αρχηγούν των Παπαφλέσσα. Διεσώθησαν εξ όλων των Αρκαδίων 10 και κατέφυγον εις Μάλην, κώμην της Τριφυλίας όπου εύρον τους ερχομένους προς επικουρίαν του Παπαφλέσσα, Αθανάσιον Γρηγοριάδην και Δ. Πλαπούταν, προς ους διηγήθησαν λεπτομερώς τα της μάχης εκείνης». Σ' άλλο σημείο, ο Γρηγοριάδης γράφει: «Το κέντρον των Ελλήνων κατείχον οι 700 Αρκάδιοι υπό αρχηγούς τον Αναγνώστην Γκότζην, τον Αναστάσιον Γυφτάκην, τον Ι. Μπουχανάν, τον Δ. Μέλιον, τον Αντώνιον Συράκον, τον Νάσον Κόντον και τα τρία τέκνα του Οικονόμου ιερέως Καλογεροπούλου εκ Λιγουδίστης της Τριφυλίας».

Αριστερά ο Παπαφλέσας και δεξιά αναπαράσταση της μάχης στο Μανιάκι

 Από τους κλεφτοκαπεταναίους αυτούς, εσώθησαν μονάχα οι τρεις τελευταίοι με 10 Αρκαδινούς, που έφθασαν στην Μάλη, ενώ οι τρεις πρώτοι και οι υπόλοιποι συμπολεμιστές τους, βρήκαν τραγικό θάνατον, όπως και ο ίδιος ο Παπαφλέσσας.
Η συμετοχή των Αρκαδινών στην προσπάθεια του Παπαφλέσσα, να αναχαίτιση τον Ιμπραήμ, φαίνεται ακόμα και από το γνωστό δημοτικό τραγούδι, που αναφέρεται στην μεγάλη θυσία του Δικαίου και το οποίον αξίζει να παρατεθή:
«Του Φλέσσα η μάννα κάθεται στην Πολιανή στη ράχη,
τα Κοντοβούνια 'γνάντευε και τα πουλιά ρωτάει:
-Πουλάκια μ΄ αηδονάκια μου πούρχεσθε στον αέρα, 
μην είδατε το στρατηγό, τον Φλέσα αρχιμανρδίτη;
-Στα κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλιμοχώρια,
Και παλληκάρια μάζωνε, όλους Κοντοβουνήσιους,
Τα μάζωξε, τα σύναξε, τ’ άκαμε τρεις χιλιάδες.
Κάθονταν και τ’ αρμήνενε, σαν μάνα, σαν πατέρας:
-Εμπρός, εμπρός, μωρέ παιδιά, στο Νιόκαστρο νά πάμε! 
να κάμωμ έναν πόλεμο με τους στραβαραπάδες
Κι’ άν δεν σας ντύσω μάλαμα, Φλέσα να μην με ’πούναι!
Και ο Κεφάλας τώλεγε και ο Κεφάλας λέγει:
-Του Μισιριού η Αραπιά στο Νιόκαστρο είν΄ φερμένη!
-Σιώπα, Κεφάλα, μην το λες και μην το κουβεντιάζης, 
να μην τακούσ΄ η Διοίκησις, λουφέδες δεν μας στείλη, 
να μην τακούσουν τα παιδιά και τα λιγοκαρδίση!
Ακόμη ο λόγος έστεκε και συντυχιά κρατιέται,
κι η Αραπιά τους έζωσε μια ’κοσαριά χιλιάδες.
-Άϊντε, παιδιά, να πιάσωμε στο έρημο Μανιάκι.
κι αρχίσανε τον πόλεμο απ την αυγή ως το βράδυ.
Μπραΐμης βάνει την φωνή, λέγει του παπα- Φλέσσα:
-Έβγα, Φλέσα, προσκύνησε με ούλο σου τασκέρι!
-Δεν σε φοβούμ΄ Μπραήμ πασά, στο νουν μου δε σε βάνω
κι εμέ μεντάτι μώρχονται οι Κολοκοτρωναίοι!
Και στα ταμπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες.
Ο Φλέσας βάνει μια φωνή και λέγει των στρατιώτων:
-Τώρα, παιδιά, θα σας ιδώ αν είστε παλληκάρια! 
Και τα σπαθιά τραβήξανε και κάμνουν το γιουρούσι.
Και μπαταργιά του ρίξανε πικρή, φαρμακωμένη,
τον Φλέσα τον εσκότωσαν μαζύ με τον Κεφάλα.
΄Οσ΄ είσθε φίλοι κλαύσετε και σείς εχθροί, χαρήτε». (2)

 Μετά την μάχη στα «Ταμπούρια» ο Ιμπραήμ, αφού διέταξε τους στρατιώτες του να φονεύσουν επί τόπου και τους τελευταίους Έλληνες που είχαν πιάσει κατά την διάρκεια της φονικής μάχης, ήταν πιά ελεύθερος να προελάσει κατά τον βορρά. Πρώτος στόχος του ήταν η Αρκαδιά. Είχε ακούσει πολλά για αυτήν. Και είχε κιόλας ιδή τι αξίζουν τ΄αρκαδινά ντουφέκια στο Μανιάκι. ξεκίνησε λοιπόν για να φτάση απ΄όποιο δρόμο μπορούσε στην ιστορική πόλι. Ήθελε να την ιδή, να την καταλάβη, να σφάξη, να κάψη, να αιχμαλωτίση, να λεηλατήση. Αυτή ήταν η πολεμική του και ο τρόπος του αγώνος του.  Έτσι, όπως θα φανή στην συνέχεια, ενήργησε και αυτά έπραξε.
 Πριν να κλείση το κεφάλαιον αυτό, θα πρέπει ν’ αναφερθή, ότι οι οπλαρχηγοί Γρηγοριάδης, Πλαπούτας και Παπατσώρης, έγραψαν κι’ έστειλαν γράμμα στην Καρύταινα, με το οποίον αφού ειδοποιούσαν για την μάχη στα «Ταμπούρια» και για το θάνατο του Παπαφλέσσα, καλούσαν τους Καρυτινούς και σε βοήθεια γιά την καλύτερη αντιμετώπισι του Ιμπραήμ.

Άποψη της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας) πριν την Επανάσταση

Γ. Η μάχη στην Αρκαδιά με τον Ιμπραήμ

 Μια ακόμα σελίδα ηρωισμού γιά την Αρκαδιά, μα και γιά όλους τους Αρκαδινούς, είναι και η μάχη που έγινε, αμέσως μετά την μάχη στο Μανιάκι, με τον Ιμπραήμ, στα νότια υψώματα της πόλεως, στο μέσον του τριγώνου που σχηματίζεται με κορυφές, την Αρκαδιά, τον συνοικισμό του Ροντακίου και το χωριό Ξηρόκαμπο (Μαλενίτι). Μα και συμφοράς σελίδα έγινε, η, μετά την μάχη αυτή, εισβολή των Τουρκοαιγυπτίων στην Αρκαδιά, γιά την Αρκαδιά.
Είχε πια πέσει, μεγαλόπρεπα μα και πένθιμα, η αυλαία στο θρυλικό Μανιάκι. Ο μπουρλοτιέρης των ψυχών, Παπαφλέσσας, σαν άλλος Λεωνίδας, είχε ξαναζωντανέψη με τον ηρωικό του θάνατο στην ελληνική μνήμη, του Λεωνίδα την θυσία. Το «φίλημα» του Ιμπραήμ προς τον γενναίο, μα νεκρό πια αντίπαλό του, ήταν ένα γεγονός, που και σήμερα αναντίρρητα συγκινεί. Οι Αρκαδινοί μόνοι σχεδόν σύντροφοι στην μάχη- θυσία του Παπαφλέσσα στα «Ταμπούρια», που πιο κοντά στο χωριό Παιδεμένου (Φλεσσιάδα), παρά στο Μανιάκι, βρίσκονται, είχαν πληρώσει γιά μιά ακόμα, πολλοστή φορά, βαρύ φόρο σ’ αίμα.
 Ο Ιμπραήμ, μετά από αυτή του την επικράτησι, έκοβε δρόμο γιά την πατρίδα των αντιπάλων ηρώων, την Αρκαδιά. «'Ηθελε να πάη και να πατήση την πρωτεύουσα εκείνων, που τόσο σκληρά τον πολέμησαν στο Μανιάκι». Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, ο Πλαπούτας και οι άλλοι δεν είχαν φτάσει γιά να συνδράμουν στην προσπάθεια του Παπαφλέσσα. Είχαν μείνει στις κορυφές των βουνών της Αρκαδίας και συγκεκριμένα στο χωριό της κορυφής, στην Μάλη.
 Ένας ανώτερος αξιωματικός του Γρηγοριάδη, ο Αντώνης Χαλαζονίτης, τα χαράματα της 21ης Μαΐου, ξημέρωνε η γιορτή των ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, έφερνε από τις γραμμές των προφυλακών στην Μάλη στους καπεταναίους την είδησι, πώς φάνηκαν προελαύνοντα τα εχθρικά μιλιούνια, του Ιμπραήμ οι ορδές. Στόχος τους, δίχως άλλο η Αρκαδιά. Αυτό ήταν αρκετό. Έφυγαν αμέσως για την πόλι, αφήνοντας πίσω τους τις κακοτράχαλες κορυφές και πλαγιές του αλλοτινού «Γειρήνιου» και σημερινού Γεράνιου. Στο μεταξύ ο εχθρός, είχε πλησιάσει και είχε φανή στην Λεντεκάδα.
 Φτάνοντας ο Γρηγοριάδης στην Αρκαδιά, πρώτα ειδοποίησε τον πληθυσμό να έχη ετοιμότητα για να αδειάση την πόλι σε δεδομένη στιγμή. Η μάχη θα γινόταν οπωσδήποτα, αν και δεν υπήρχαν ελπίδες νίκης. Ωστόσο στα ντουφέκια της Αρκαδίας και της Τριφυλίας, δεν ταίριαζε η υποχώρησις, δίχως μάχη και πόλεμο.
Έτσι έγιναν όλα. Και η πόλις άδειασε, γιατί τα γυναικόπαιδα κινήθηκαν προς τα ορεινά, για περισσότερη ασφάλεια. Και οι αγωνιστές πήραν θέσι για μάχη στα νότια αντερίσματα της Αρκαδίας. Και ο Ιμπραήμ έφτασε, κατά πώς αναμενόταν και στρατοπέδευσε γύρω στον χώρο, που υπάρχει σήμερα το λατομείο (νταμάρι), στην συμβολή του δρόμου που οδηγεί από την Κυπαρισσία στα Καμποχώρια και φεύγει αριστερά γιά τον Ξηρόκαμπο. Το μέρος αυτό, οι χωρικοί του Ξηροκάμπου και της γύρω περιοχής το λένε και σήμερα «Μπράμ», από το όνομα του Ιμπραήμ. Στο χωράφι μάλιστα του Ξηροκαμπίτη χωρικού Γιάννη Αναστασόπουλου βγαίνει νερό, που ο ίδιος θυμάται χτισμένη βρύση (τώρα πια το κτισμα δεν υπάρχει) και την ονομάζει βρύση του "Μπράμ".
Στα υψώματα της «Καργιούτας», μπροστά στο γραφικό εκκλησάκι της Παναγίας της Γελλούδα(3) (Γελλουδιώτισσα), δόθηκε η μεγάλη μάχη. Το ιππικό του Ιμπραήμ, δεν κατάφερε πολλά πράγματα. Εμποδίσθηκε από το ανώμαλο και το δασωμένο του εδάφους. Η μάχη κράτησε πολλές ώρες. Άρχισε από το πρωί και κράτησε ως τ’ απόγιομα. Υπήρξε δηλαδή, πολύωρη και πολύνεκρη. Οι απώλειες κατά τον Γρηγοριάδη, ήταν αυτές: «Κατά την εν Κυπαρισσία γενομένην έξοδον και την συγκροτηθείσαν μάχην εφονεύθησαν από τους Αρκαδίους 230, επληγώθησαν 43 και εζογρίθησαν 27. Μεταξύ των φονευθέντων ήτο και ο πιστός ιπποκόμος του Αθανασίου Γρηγοριάδου, Στάμος Χιώτης και ο Ιωάννης Σακελλάριος, στενός συγγενής των Γρηγοριαδών διατελών γραμματεύς του Γενικού αρχηγού Άθ. Γρηγοριάδου. Επίσης εφονεύθησαν 9 αξιωματικοί, ηχμαλωτίσθησαν δε καίι περί τα 1800 γυναικόπαιδα και γέροντες εν οις και 3 ιερείς και 2 καλογραίαι. Και άλλοι μεν εσφάγησαν ανηλεώς παρά των εχθρών, άλλοι ελιθοτριβήθησαν, άλλοι απηγχονίσθησαν, άλλοι επριονίσθησαν και άλλοι ασπλάγχνως εκάησαν εντός πεπυρακτωμένων κλιβάνων. Έκ των γυναικοπαίδων διεσώθησαν έξ όλων των αδυνάτων ψυχών από Κυπαρισσίας, έως 7.200 υπό την προστασίαν του γενικού αρχηγού Αθανασίου Γρηγοριάδου. Από τους Τούρκους εφονεύθησαν 500 στρατιώτου και 200 επληγώθησαν, οι πλείστοι θανασίμως επίσης και πολλοί αξιωματικοί εφονεύθησαν».
 Οι Αρκαδινοί υπεχώρησαν, εγκατέλειψαν την ωραία τους Αρκαδιά στα νύχια του γερακιού και τράβηξαν για τα ορεινά. Ο Ιμπραήμ με τον στρατό του μπήκε στην ερημωμένη από ανθρώπους πολιτεία. Έκαψε κι ελεηλάτησε. Άρπαξε και ρήμαξε. Κάηκαν ο Αη- Δημήτρης και η Αγία Τριάδα. Λεηλατήθηκαν τ’ αρχοντόσπιτο του Γρηγοριάδη και τα σπίτια άλλων καπεταναίων, όπως των Πονηροπουλαίων, του Κατσαρού, του Τομαρά και άλλων. Οι Μαμελούκοι περπάτησαν όλες τις γειτονιές κι’ όλα τα καλντερίμια και δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Η Αρκαδία, πλήρωσε άλλη μιά φορά, ακολουθώντας την βάσκανη μοίρα της, μιά μοίρα πού οι αιώνες της την φόρτωσαν.
Και ο Ιμπραήμ; «Στις 23 του Μάη, κι’ ενώ όλα τα γύρω είχαν λεηλατηθεί άγρια από τους Τούρκους κι’ από τους αραπάδες, ο Ιμπραήμ, μάζεψε ξανά το στρατό του, και σαρώνοντας κυριολεκτικά τον κάμπο των Φιλιατρών, των Γαργαλιάνων και της Χώρας, γύρισε γιά να ανασυγκροτηθή και γιά να εφοδιασθή στα κάστρα και στη γή του Νέστορα».
 Αυτή υπήρξε του ηρωισμού η σελίδα και η σελίδα της συμφοράς όμως, γιά την θρυλική Αρκαδία, την σημερινή Κυπαρισσία.

Η Αρκαδιά (Κυπαρισσία) το 1685

Δ. Οι Αρκαδινοί πολεμούν τον Ιμπραήμ

Το κάψιμο της Αρκαδιάς, από τον Ιμπραήμ, δεν το συγχώρεσαν ποτέ οι Αρκαδινοί. Συσπειρώθηκαν και με αρχηγό τους τον Αθανάσιο Γρηγοριάδη, τον πολέμησαν παντού, όπου επεχείρησε να περάση και να σταθή, μέσα στον Μοραΐτικο χώρο.
Και πρώτα πρώτα στην Δραμπάλα της Πολιανής στην ομώνυμη μάχη, πού έγινε στις 5- 6 Ιουνίου του έτους 1825. Στην μάχην αυτή, πήραν μέρος γύρω στα 1.500 Αρκαδινά ντουφέκια, που τα διηύθυναν με θαυμαστή επιτυχία, ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης και ο αδελφός του Γεώργιος, ο Δημήτριος Παπατσώρης με τους γυιούς του Αδάμ και Αναγνώστη, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο Κώστας Μέλιος, ο Γιώργης Συράκος και άλλοι καπεταναίοι. Όλοι πολέμησαν με θαυμαστή τόλμη και αντοχή και διακρίθηκαν.
 Τον ίδιο μήνα και συγκεκριμένα στις 20 Ιουνίου, ο Ιμπραήμ συναντήθηκε στους Μύλους της Λέρνης μέ τούς Αρκαδινούς. Στο πλευρό τους ήσαν, Λάκωνες, Αργείοι και Κυνούριοι. Ο Ιμπραήμ, πλήρωσε την συνάντησι αυτή, που εξελίχθηκε σε μάχη, με 250 Τουρκοαιγυπτίους.
 Τον επόμενο μήνα, οι Αρκαδινοί, πάλι με τον Γρηγοριάδη -σαν αρχηγό τους, τον Παπατσώρη και τους άλλους, καπεταναίους, σμίγουν με όλους τους Πελοποννησίους- στους οποίους όλους, αρχηγός ήταν ο Κολοκοτρώνης- κι πολεμούν στα Τρίκορφα. Ο Ιμμπραήμ χάνει κι’ εκεί μισή χιλιάδα περίπου μαχίμους. Οι Αρκαδικοί και πάλι αριστεύουν και συνεχίζουν τους αγώνες τους. Αγώνες, που συνεχίζονται στις 22 Ιουλίου, στις Καρυές. Αρχηγός τους κι εκεί, πάλιν ο Γρηγοριάδης, ο οποίος και αρίστευσε και κέρδισε τον τίτλο του «ήρωος των Καρύων». Στην μάχην αυτή νίκησαν οι 'Έλληνες. Οι εχθροί είχαν μεγάλες απώλειες. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και οι δυο αντιστράτηγοι. Ο Αλβανός Βελή Γκέκας και ο Τούρκος Αγάς Μουσταφάς.
 Στα τέλη του Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, οι νικητές των Καρυών αντιμετώπισαν τους Τουρκοαιγυπτίους στην κώμη Δραγουμάνου. Στην μάχην αυτή, για την οποία γίνεται λόγος, πολέμαρχος όχι μόνον στους Αρκαδινούς αλλά και στους άλλους Μοραΐτες, ήταν ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης, ο οποίος έδειξε για μιά ακόμα φορά τις πολεμικές, αλλά και τις στρατηγικές του ικανότητες.
Στις αρχές του Αυγούστου, ένα μέρος των Αρκαδινών, υστέρα από σχετική διαταγή του Γρηγοριάδη, άφησε το στρατόπεδο των Καρύων για να βρεθή στο ορεινό χωριό Ίσαρι, πού βρίσκεται βορειοανατολικά της Τριφυλίας και να πολεμήση εκεί τον εχθρό.
 Στην συνέχεια οι Αρκαδινοί και οι άλλοι Πελοποννήσιοι, επολέμησαν τους Τουρκοαιγυπτίους και σ’ άλλα μέρη της Αρκαδίας, για να γυρίσουν στο στρατόπεδο των Καρύων και από εκεί, στο τέλος του Σεπτεμβρίου να κατηφορίσουν και πάλι στην Τριφυλία, προκειμένου ν’ αντίμετωπισθή ο Ιμπραήμ στης Τριφυλίας τα βουνά, αφού μετά την άκαρπη περιπλάνησί του στον Μοριά, ξαναβρέθηκε στα νότια, για να ξαναρχίση πάλι από κει που είχε ξεκινήσει, όταν είχε ρθή στην Ελλάδα, με τον στόλο του, το πεζικό του και τους ιππείς του. Αλλά και αυτή τη φορά, οι Αρκαδινοί που τον πολέμησαν σ’ όλα τα σημεία της Πελοπόννησου, δεν ήταν δυνατόν, να τον υποδεχτούν στην ιδιαίτερή τους πατρίδα, με καλύτερα αισθήματα. Πάλαιψαν μαζί του σαν ίσοι προς ίσους και τον «τσάκισαν» στην κυριολεξία της λέξεως.
Οι αγώνες όμως των Αρκαδινών στην ίδια τους την περιφέρεια την Τριφυλία, ας αποτελέση ξεχωριστό κεφάλαιο.

Από αριστερά: Αθανάσιος Γρηγοριάδης, Δημήτρης Παπατσώρης, Γιαννάκης Μέλιος 

Ε. Ο Ιμπραήμ και πάλι στην Τριφυλία

Ύστερα από τους ανεπιτυχείς του αγώνες σε διάφορα μέρη του Μοριά, ο Ιμπραήμ «επανέκαμψεν» στην Μεθώνην. Άφησεν όμως ισχυρές δυνάμεις στην περιοχή της Τριπόλεως, με σκοπό και ο ίδιος να ξαναγυρίση.
 Τις δυνάμεις αυτές τις Αλβανο-τουρκο-αιγυπτιακές, βρήκαν την ευκαιρία να τις χτυπήσουν, στην Πιάνα και στην Αλωνίσταινα, τα ελληνικά κλέφτικα σώματα με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη και τον Γρηγοριάδη. Τους προξένησαν μάλιστα μεγάλες απώλειες. Εκείνη την εποχήν οι Αρκαδινοί, είχαν μόνιμο στρατόπεδο στις Καρυές, το οποίον ακόμα και κατά το διάστημα των πολεμικών επιχειρήσεων, το διοικούσε και το φρόντιζε ο αδερφός του Αθανασίου Γρηγοριάδη, ο Γεώργιος.
Ο Ιμπραήμ ξαναγύρισε στης Τριπολιτσάς τα μέρη. Οργίσθηκε εναντίον των Ελλήνων, γιά τις ζημιές που τους προξένησε. Δεν του στάθηκε όμως δυνατόν να τους βλάψη. Και πάλι ξανακατηφόρισε. Ήρθε στο Νιόκαστρο. Ήθελε γιά μια ακόμα φορά να εφαρμόση την πολεμική του: Να κάψη, να αιχμαλωτίση, να λεηλατήση, να σκοτώση. Και μάλιστα μέρη απροστάτευτα. Περιοχές που είχαν γεννήσει παλληκάρια, που τον πολεμούσαν στα κράκουρα του Μοριά. Και μια τέτοια περιοχή, ήταν και η Αρκαδία (Τριφυλία) με την πρωτεύουσα της την Αρκαδιά (Κυπαρισσία).
 Στο μεταξύ και ο Γρηγοριάδης, άφησε τις Καρυές. Κατέβηκε στην Ζούρτσαν. Οργανώθηκε όσο πιό καλά μπορούσε. Και περίμενε. Γνώριζε πώς ο αιμοβόρος Αιγύπτιος θα επανερχόταν. Δριμύτερος. Ήξερε ακόμα, πως στον κάμπο, δεν τα «βγάζει πέρα» με το ιππικό του Ιμπραήμ. Μονάχα στα βουνά, πολεμιόταν ο εχθρός. Πραγματικά ο Ιμπραήμ, στις αρχές του Οκτωβρίου του 1825, άφηνε το Νιόκαστρο και με μιά δύναμι 23000 πεζών και ιππικού, σαν αφρικανικός σιμούν, άρχισε να ποδοπατά την Αρκαδία (Τριφυλία) του Κάμπου. Πέρασε την Λιγούδιστα. Άφησε τα Φιλιατρά. Έκοβε και ξερρίζωνε τις ελιές. Έκαιγε τα χωριά του Κάμπου. Άρπαζε και προχωρούσε. Στο Στασιό έκανε «στάσι»! Βεβήλωσε το μοναστήρι του Αη- Γιάννη, που είναι στον κόρφο του Γεράνιου. Στη βρύση του «Μπράμ», σταμάτησε και θυμήθηκε τους νεκρούς, που είχε θάψει κει, μετά την μάχη της Αρκαδίας, την περασμένη χρονιά. Έφθασε στην Αρκαδιά. Η πολιτεία τον είχε ξαναγνωρίσει, πριν λίγους μήνες. Τον ξαναγνώριζε άλλη μιά φορά. Η βάσκανη μοίρα της, έτσι το ήθελε. Να ξαναπληρώση. Και πλήρωσε. Μισή χιλιάδα ανθρώπων βρήκαν το θάνατο από τα σπαθοντούφεκα των Μαμελούκων. Και ήταν όλοι, άνθρωποι αδύνατοι και απροστάτευτοι. Έτσι εκδικιόταν ο νέος Αττίλας!
 Και η προέλασίς του, συνεχίστηκε. Κοντά στην Νέδα, οι άνθρωποι του, αιχμαλώτισαν κάποιο Τουρκόπουλο και το σκότωσαν. Το μέρος και ο συνοικισμός κατοπινά ονομάστηκαν «Τουρκάκι». Ο Ιμπραήμ εκδικήθηκε αμέσως. Έκαψε πιό κάτω μιά γυναίκα. Και το χωριό της περιοχής πήρε την ονομασία «Καημένη Γυναίκα». Με την αλλαγή των τοπωνυμίων, το πρώτο έγινε «Πανόραμα» και η δεύτερη «Πρόδρομος». Πέρασε την Νέδα. Και ανηφόρισε στην Ζούρτσα. Σκαρφάλωσε στην Παύλιτσα (Φυγαλία), στην Βερβίτσα (Πετράλωνα), Γάρδιτσα (Περιβόλια), για να καταλήξη στου Σκληρού και να λοξοδρομήση στην Άλβαινα (Μίνθη), όπου τον περίμενε ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης με τους Παπαθεοδωραίους (αυτή ήταν και η πατρίδα των τελευταίων και του Επισκόπου Μεθώνης Γρηγορίου, του οποίου αδελφή είχε πάρει ο πολέμαρχος Γρηγοριάδης).
Όσους «χάλασε» στην Αρκαδία ο Ιμπραήμ, τόσους άφησε στην Άλβαινα στην διήμερη μάχη που έγινε εκεί. Πεντακόσιους οπλοφόρους. Μάταιος όμως ο κόπος του. Κατηφόρισε υποχωρώντας έφθασε μέχρι τον Αλφειό και ξαναγύρισε στην αποτεφρωμένη Αρκαδία (Τριφυλία), για να βρεθή ξανά στο Νιόκαστρο, πού το είχε σαν ορμητήρι.
Ο ανταρτοπόλεμος κατά των ορδών του Ιμπραήμ συνεχίστηκε και την επόμενη χρονιά (1826). (4)
Οι Αρκαδινοί έπιασαν τα μεσσηνιακά δερβένια που οδηγούν προς την Τριπολιτσά, γιά να εμποδίσουν τις εφοδιοπομπές του Ιμμπραήμ προς τις δυνάμεις που είχε αφήσει στην καρδιά του Μοριά. Τρείς- τέσσερες φορές τον αντιμετώπισαν οι Αρκαδινοί και αυτή την χρονιά, πότε τον ίδιο, και άλλοτε δικούς του με άλλους αρχηγούς. Αλλά η ώρα της εκδικήσεως στα ίδια τα χώματα της Αρκαδίας (Τριφυλίας), για τους Αρκαδινούς είχε σημάνει. Ο Ιμπραήμ θα πλήρωνε. Έπρεπε.
 Από το καλοκαίρι του 1826, πρώτα ο Γρηγοριάδης και ύστερα ο Δημήτρης Παπατσώρης με τους γυιούς του Αδάμ και Αναγνώστην, ο Παπαθεοδώρου και ο αδερφός του Γρηγοριάδη, αφού κατέβηκαν στην Αρκαδία (Κυπαρισσία), ανέβηκαν πάλι στην Ζούρτσα και ανασυγκροτήθηκαν. Κάπου 3.500 πολεμιστές, ετοιμάσθηκαν γιά την συνέχεια του αγώνος, ο οποίος δεν φαινόταν να παίρνη τέλος.




ΣΤ. Οι Αρκαδινοί χτυπούν παντού τον Ιμπραήμ 

 Οι Αρκαδινοί ζητούσαν εκδίκησι γιά τις ωμότητες του Ιμπραήμ. Άλλωστε η απόφασις ήταν μιά, οριστική και αμετακίνητη. «Ελευθερία ή θάνατος». Και ο πόλεμος θα συνεχιζόταν, «μέχρις εσχάτων».
 Από το άλλο μέρος ο υπερόπτης Αιγύπτιος, ήθελε να τιμωρήση και να καθυποτάξη τους αδούλωτους κλέφτες και καπεταναίους των βουνών. Και σαν πρώτους, «καρφιά» στα αλαζονικά του μάτια, έβλεπε τους Αρκαδινούς καπεταναίους, που πολύ τον είχαν ενοχλήσει και όχι λίγες απώλειες του είχαν προξενήσει. Αυτούς τους λογαριασμούς του, θέλησε να ξεκαθαρίση ο Ιμπραήμ, το 1827.
 Οι Αρκαδινοί, θέλησαν αυτή την φορά να πολεμήσουν στα δικά τους βουνά, στης Τριφυλίας τα χαμηλόβουνα. Και αν ήταν να βρουν τον θάνατο από τα βόλια των Αιγυπτίων, να πεθάνουν στα δικά τους χώματα. Και αν ήταν να νικήσουν -και αυτό ακράδαντα πίστευαν- να δείξουν στους εμπρηστές της Τριφυλιακής γης, τι αξίζει το "αρκαδινό τουφέκι" και πως εκδικείταιο τόπος αυτός, που δεν τον είχε σεβαστή.
 Κάτω από το Σουλιμά, προς την Αρκαδιά, στην προσηλιακή μεριά των βουνών του συγκροτήματος των Σουλιμοχωριών, βρισκόταν το Λάπι. Σήμερα, η εκκλησιά του μονάχα φαντάζει, σαν απολιθωμένο περιστέρι, στις λαπαίϊκες λάκκες, καθώς ο ταξιδιώτης περνά με το τραίνο και το αυτοκίνητο και πλησιάζει προς το Κοπανάκι, βλέποντας πάντα αριστερά. Στα ριζά του βουνού κατέβασαν τα σπίτια τους οι Λαπαΐοι και το χωριό τους ονομάζεται σήμερα Ριζοχώρι.
 Εκεί στο Λάπι οχυρώθηκαν οι Αρκαδινοί. Πολέμαρχος και αρχηγός του στρατοπέδου ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης. Κοντά του, όλοι οι καπεταναΐοι της Αρκαδίας (Τριφυλίας).
 Είχε πιά προχωρήσει ο Απρίλης. Η άνοιξις ήταν στις δόξες της. Μια τέτοιαν ώρα, 22 του Απριλίου, έφθασε εκει ο Ιμπραήμ με 15.000 πεζούς, 2.000 Αλβανούς, 1.500 Μαμελούκους και 25 τηλεβόλα. Έγραψε στους ταμπουρωμένους Αρκαδινούς και τους κάλεσε σε παράδοσι, τάζοντας τους «λαγούς και πετραχήλια». Τρεις αντιστράτηγοι πήγαν την επιστολή στον αρχηγό Γρηγοριάδη και στους άλλους «πρώτους» των Αρκαδινών. Οι Αρκαδινοί, σαν άλλοι Σπαρτιάτες, απάντησαν, κατά πως το πρόσταζε, από τα βάθη των αιώνων, του τόπου τους η ιστορία και της στιγμής η επιταγή. Λακωνική ήταν η απάντησις. Και κατέληγε έτσι, αφού απέκρουε τις δελεαστικές του Ιμπραήμ προτάσεις: "Λοιπόν σε περιμένωμεν προθύμως διά να σε πολεμήσωμεν και να μάθης και πάλιν τι είναι Αρκαδίων τουφέκι. Από του εν τη κώμει Λάπι γενικού στρατοπεδαρχείου των Αρκαδίων.
Ο γενικός στρατιωτικός αρχηγός: Αθανάσιος Γρηγοριάδης.
Οι υπαρχηγοί: Δ. Παπατσώρης, Δ ΠαπαΘεοδώρου, Γεώργιος Γρηγοριάδης, Αδάμ Παπατσώρης, Αναγνώστης Παπατσώρης, Γεώργιος Συράκος και Γεώργιος Γκότζης". 
Κοντά τους όμως ήσαν και ι Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο Κώστας Μέλιος, ο Αντώνης Συράκος, ο Γιώργης Μεγάλης, ο Αναγνώστης Σαμπρής, οι Πιπιλαίοι, οι Μπουντουραίοι, ο Κούκιας, ο Χαλαζονίτης, ο Κόντος, ο Γότσης και ο Καλαμπόκης
 Η μάχη υπήρξε πολύωρη και μαζί φονική, όπως όλες οι μάχες στις οποίες έπαιρναν μέρος και κρατούσαν τ’ Αρκαδινά ντουφέκια. Εφτακόσιους νεκρούς άφησε ο Ιμπραήμ, μπροστά στους προμαχώνες του Λάπι και άλλους μισούς περίπου τραυματίες.
Οι Αρκαδινοί είχαν περίπου πενήντα φονευθέντες και καμμιά τριανταριά τραυματίες ανάμεσα στους οποίους και ο Αδάμ Παπατσώρης -πληγωμένος στο χέρι.
«Ο Ιμπραήμ απελπισθείς του να αλώση την κώμην Λάπι και συνάμα φέρει εις υποταγήν τους Αρκαδίους, ως εκείνος ήθελε, υποχωρήσας μετ’ αισχύνην μετά την δύσιν του ηλίου, εστρατοπέδευσεν επί τίνος πεδιάδος εν αποστάσει μιας και ημισείας ώρας από των Σούλιμοχωρίων. Μετά δε ταύτα οι Αρκάδιοι υπό τον γενικόν αρχηγόν Γρηγοριάδην εστρατοπέδευσαν εις την κώμην Ψάρι, απέχουσαν μίαν περίπου ώραν από του Λάπι, προσέχοντες αγρύπνως τας στρατιωτικάς κινήσεις του Ιμπραήμ Πασά». Ήταν τ Άη- Γιωργιού. Η μέρα που ο μεγάλος της Ρούμελης σταυραϊτός, ο Καραϊσκάκης, αποχαιρετούσε τους Ελληνες και την ζωή, στο Φάληρο, στην γιορτή του ανήμερα.
 Την άλλη μέρα, 24 Απριλίου, ο Ιμπραήμ έστειλε με 7.000 περίπου άνδρες τον Ασλάν Μπέη κατά των Αρκαδινών των οχυρωμένων στο Ψάρι. Ο ίδιος βάδισε προς το Σιδηρόκαστρο, γιά να κτυπήση την εκεί δύναμι των Αρκαδινών (Τριφυλίων).
 Ούτε η μάχη στο Ψάρι, ούτε η κρουσις στο Σιδηρόκαστρο, είχαν για τον Ιμπραήμ κανένα αποτέλεσμα. Άφησε μονάχα μερικές εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες και ο ίδιος «αποπερατωθείσης της γενομένης εν τω τμήματι του Σουλιμά μάχης, ο Ιμπραήμ Πασάς, ώδευσε μετά του στρατού του διά ν’ απέλθη κατ’ ευθείαν εις τας Π. Πάτρας, λεηλατών δε και αφανίζων τα καθ’ οδόν μείναντα λείψανα των Κωμοπόλεων και κωμών των επαρχιών Τριφυλίας και Ολυμπίας, έφτασεν εις Ήλιδα τα αυτά πράττων, κακείθεν δε μετέβη είς τας Π. Πάτρας» κατά τον Φρατζήν.

Άποψη της Αρκαδιάς, αρχές 19ου αι.

Στο τέλος του Απριλίου και αφού ο Ιμπραήμ πια είχε εγκαταλείψει ντροπιασμένος την Τριφυλίαν, ένα μέρος του στοατού του, γύρω στις 7.000 με τον Ομέρ- Χουσείν Μπέην αρχηγό και με διαταγή του Ιμπραήμ κατευθύνθηκε προς τα Κοντοβούνια, που βρίσκονται απέναντι από τα Σουλιμοχώρια με στόχον αντικειμενικό να προσβάλη τον Αετό. Εκεί βρισκόταν οχυρωμένος, με καμμιά χιλιάδα κλέφτες, ο ντόπιος κλεφτοκαπετάνιος Γεώργιος Γκότσης με τον άλλο συντοπίτη του κλεφταρχηγό Γιάννη Καλαμπόκη, πού ήταν ταμπουρωμένος στο κάστρο του Αετού, πού βρίσκεται προς το μέρος του ερημωμένου πιά χωριού Βηδίσοβα (Δροσοπηγή). Στην μάχην αυτή, πληγώθηκε ο Καλαμπόκης.
Σαν γοργοπόδαροι μαραθωνοδρόμοι, έφθασαν σε βοήθεια, ο πανταχού παρών Παπατσώρης με τα λεβεντόπαιδά του (Αδάμ και Αναγνώστη), ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο Αντώνης Ντάρας (η άξια συνέχεια των Νταραίων), ο Μέλιος (Κώστας) και ο Συράκος (Αντώνης). Όλοι μαζί, σε μάχη μισής ημέρας περίπου, νίκησαν και πάλι τους Τουρκο-αλβανο-αιγυπτίους, που άφησαν στον Αετό, γύρω στους διακόσιους νεκρούς.
 Οι εχθροί θέλησαν να προχωρήσουν προς την Αρκαδιά. Τους παρέσυραν όμως ξανά οι Αρκαδινοί, κατά τα ορεινά. Και στο Λυκουδέσι, τους ξαναχτύπησαν. Πρωταγωνιστής κι’ εδώ ο Παπατσώρης με τους Σουλιμοχωρίτες καπεταναίους (Γκρίτζαλη, Ντάρα, Μέλιο, Συράκο) και οπωσδήποτα και με τους γυιούς του. Το αποτέλεσμα της μάχης, όπως το σημειώνει ο Γρηγοριάδης, πού δεν επήρε μέρος σ’ αυτήν, ήταν τούτο: "Εφόνευσαν 70 και επλήγωσαν 38, 26 εζώγρησαν, εκυρίευσαν 2 σημαίας, υπέρ τας 8.000 γιδοπρόβατα, διακοσίους ημιόνους, 60 ίππους, 145 βόας, και απηλευθέρωσαν από τας χείρας των εχθρών 700 γυναικόπαιδα αιχμαλωτισθέντα εις διάφορα χωριά των Κοντοβουνίων και τέλος τους ηνάγκασαν να φύγουν είς Νεόκαστρον».
Φοβερός πραγματικά ο απολογισμός του Ιμπραήμ σ’ αυτές τις μάχες, που έδωσε στην Τριφυλία, με τους Αρκαδινούς. Και τι κρίμα, η ιστορία να τις έχη περάσει «με ψιλά γράμματα» στις σελίδες της... Να μη τις έχει καν σημειώσει.
Στην συνέχεια, το ίδιο πάντα έτος (1827) και στις αρχές του καλοκαιριού, οι Αρκαδινοί, αφού επεκοινώνησαν με τον Κολοκοτρώνη, έπιασαν και πάλι τα Δερβένια που οδηγούν από την Μεσσηνία στην Αρκαδία -την σημερινήν Αρκαδία, για ν’ ανακόπτουν διάφορες αποστολές σε τρόφιμα και πολεμοφόδια πού έστελνε κάθε τόσο το Νιόκαστρο του Ιμπραήμ στις δυνάμεις του που βρίσκονταν στην Τριπολιτσά. Και «δούλεψαν» κι’ εκεί, αυτό τον καιρό, πολύ καλά.
Στις 30 Ιουνίου, ο Ιμπραήμ βρισκόταν στην περιοχή των Καλαβρύτων. Όχι ασφαλώς για προσκύνημα στα γειτονικά μοναστήρια της Λαύρας και του Σπηλαίου. Σκοπός του να καταλάβη το δεύτερο, πού είχε ισχυρή δύναμι καλογήρων και να το πυρπολήση κατά την συνήθειά του, που ήταν φαίνεται και «αδυναμία» του, σαν άλλος Νέρων.
 Ο Κολοκοτρώνης, διέταξε να κινηθούν Καλαβρυτινοί και Καρυτινοί. Απαραίτητοι όμως κρίθησαν και οι Αρκαδινοί. Πήραν διαταγή στα Δερβένια πού ήσαν. Και ταχύποδες καθώς ήσαν, βρέθηκαν στο Μέγα Σπήλαιο με άρχηγούς τον Κώστα Μέλιο, τον Α. Συράκο και Α. Ντάρα. Ο Ιμπραήμ και πάλι έστειλε γράμμα στο μοναστήρι. Πήρε την συνηθισμένη ελληνική απάντησι! Έδωσε μάχη. Πλήρωσε ακριβά... Οι Αρκαδινοί, γιά μιά ακόμα φορά, έδρασαν και σε κείνη την ημερήσια μάχη. Ύστερα ξαναγύρισαν πάλι στα μέρη τους, αφού έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους.
 Τον Σεπτέμβριο, του ίδιου έτους, ο Γρηγοριάδης με τον Πλαπούτα και μ’ άλλους πολέμησαν και έπληξαν τις αιγυπτιακές ορδές στην Καυκαριά των Καλαβρύτων που τις διηύθυνε ο Δελή Αχμέτ Πασάς. Ο τελευταίος, αφού νικήθηκε ήρθε στην Ηλεία. Αλλά κι’ εκεί δεν βρήκε ησυχία. Οι Αρκαδινοί, με τούς λοιπούς Πελοποννησίους, τον χτύπησαν και στην Ηλεία.
Στο τέλος του Οκτωβρίου, τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις, με τους Αχμέτ Μπέη και Γαλίπ Μπέην, άφηναν το Νιόκαστρο. Ο Ιμπραήμ τους είχε διατάξει να πλήξουν την Τριφυλία και να ισοπεδώσουν ότι είχε απομείνει όρθιο, από τις προηγούμενες επιδρομές των Αράβων. Πέρασαν την Λιγούδισταν. Ανέβηκαν στους Γαργαλιάνους, κατέβηκαν στα Φιλιατρά. Ήρθαν και πάλι στην «καταχτημένη » Αρκαδιά Σκαρφάλωσαν στο Σιδηρόκαστρο και στην Ζούρτσα. Αναδιπλώθηκαν κατά τα Σαυλιμοχώρια και τα Κοντοβούνια. Παντού συναντούσαν ένοπλη αντίστασι από τούς Αρκαδινούς και σε κάθε γωνιά, άφηναν νεκρούς και πληγωμένους. Πέρασαν και πάλι από την Αρκαδιά. Στις υπώρειες του Γερανιού, πλευροκοπήθηκαν οι Τουρκοαιγύπτιοι, από τους Αρκαδινούς. Έτσι γύρισαν στο Νιόκαστρο και μ’ άλλες απώλειες. Παράλληλα, οι Αρκαδινοί, στρατοπέδευσαν στην Λιγούδισταν, έτσι πού να έχουν επαφή με τον εχθρό.
 Για την χρονιά αυτή (5) (1827- 17 Αυγούστου) γράφει ο Φρατζής ένα χαριτωμένο στιγμιότυπο που έγινε ανάμεσα σε 55 Οθωμανούς, που άφησαν το Νιόκαστρο, για να πάνε στην Π. Πάτρα. Βρίσκονταν κοντά στο ποτάμι της Αρκαδίας, όταν μπροστά τους βρέθηκαν τρεις Αρκαδινοί, ο Ανδρέας Μπαρμπαγιαννόπουλος με τον αδερφό του Ευσταθούλη (από την Λεντεκάδα) και ο Αντώνης Μπαρτζελετόπουλος πού έρχονταν στην Αρκαδιά. Οι τρεις ντόπιοι «έδραμον επ’ αυτούς με τα ξίφη» και τους απείλησαν. Τους ζήτησαν να παραδοθούν. Οι Τούρκοι έπιασαν θέσι γιά μάχη. Τότε «ο Ανδρέας Μπαρμπαγιαννόπουλος, είπε Τουρκιστί: «εάν παραδοθήτε εις εμέ θέλω σας χαρίσει την ζωήν και θέλω σας διασώσει όπου αγαπάτε, άλλως δε όπισθεν φθάνει ο Κολοκοτρώνης με 5.000 και τότε δεν θέλει μείνει από σας μηδέ κόκκαλον». Φοβήθηκαν οι ΟΟθωμανοί. Παρέδωσαν τα όπλα. Και οι πενηνταπέντε! Τους ελαφυραγώγησαν υστέρα. Δεν τους θανάτωσαν όμως. Και τέλος τους διεμοίρασαν σαν υπηρέτες σε διάφορα γειτονικά μέρη.

Ζ. Το τέλος των αγώνων...

 Η αυλαία του μεγάλου και ιερού αγώνος, θα έπεφτε σε λίγο. Ο Ιμπραήμ με τον τουρκοαιγυπτιακό του στόλο, στις 8 Οκτωβρίου 1827, είχε νικηθή στο θεόκτιστο λιμάνι της Πύλου από τις τρεις δυνάμεις, πού ήρθαν επί τέλους να βοηθήσουν τους αγωνιζομένους Έλληνες.
 Ωστόσο και τον επόμενο χρόνο, 1828, οι Αρκαδινοί πολεμούν τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα που ξαναμπαίνουν στην Τριφυλία.
 Την άνοιξι, ο Γαλίπ Μπέη, μπήκε στην Τριφυλία, για να πάη προς την Πάτρα, μεταφέροντας τρόφιμα στον εκεί Δελή Αχμέτ Πασά. Ανήμερα τ’ Άη- Γιωργιού, οι Παπατσωραίοι με τον αδερφό του Γρηγοριάδη, κοντά στην Ζούρτσα, χτύπησαν την εφοδιοπομπή και άρπαξαν τρεις εκατοντάδες περίπου «ζωντανά» φορτωμένα με τρόφιμα και πολεμοφόδια. Ο Γαλίπ Μπέης, αναγκάστηκε ν’ αποσυρθή στην Βερβίτσα (Πετράλωνα). Μετά δύο μέρες ο Γαλίπ Μπέης, ξαναχτυπήθηκε κοντά στο ναό του Επικούρειου Απόλλωνος και αναγκάστηκε στου Σκληρού ν’ αποσυρθή. Στο μεταξύ «δρομαίοι» κατά τον Γρηγοριάδη, έφθασαν στην Ζούρτσα και άλλοι Αρκαδινοί με τον Γρηγοριάδη. Ο Γαλίπ Μπέης και πάλι χτυπήθηκε ύστερα από ένα τριήμερο. Κυνηγήθηκε μέχρι την Αρκαδία και περνώντας από τα Φιλιατρά τράβηξε για το Νιόκαστρο,
 Τον Μάϊο (για το 1828 γίνεται λόγος), ο Ιμπραήμ, ξαναμπήκε στην Τριφυλία. Για τελευταιαν όμως φορά. Και στην Τριφυλίαν έμελλε να χτυπηθή, όχι μόνον από τους Αρκαδινούς αλλά και από τους Αλβανούς που ήταν κάτω από τις διαταγές του. Συγκεκριμένα, ενώ ο Ιμπραήμ είχε στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα του στενού που οδηγεί, από την Τριφυλία στην Μεσσηνία, μπροστά από τα Σουλιμοχώρια, αντιμετώπισε ανταρσίαν από τους Αλβανούς. 
Δεξιά: Έλληνες μαχητές, 1825.

Οι αρχηγοί των Αλβανών (Αχμέτ, Ασάν, Γαλίπ, Μουστά, Μουσταφά, και Οσμάν Μπέηδες) με τέσσερεις χιλιάδες οπλοφόρους, διεμαρτυρήθησαν στον Ιμπραήμ γιά την τρίμηνη καθυστέρησι των «λουφέδων» (μισθών) και έφυγαν. Αλλά αυτό ίσως περνούσε, απαρατήρητο. Οι Αλβανοί ενώθηκαν με τους Αρκαδινούς, που βρίσκονταν στρατοπεδευμένοι στα Γουβαλάρια.(6)
 Αρχηγός των Αρκαδινών, που πήραν θέσι γιά μάχη μαζί με τους Αλβανούς, ήταν ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης και υπαρχηγός ο Δημήτρης Παπατσώρης. Ο Ιμπραήμ φρένιασε δυο φορές. Και γιά τους Αρκαδινούς και γιά τους Αλβανούς. Η μάχη κράτησε όλη σχεδόν την ημέρα. Ο Ιμπραήμ υποχώρησε. Οι Αρκαδινοί με τους Αλβανούς, ταμπουρώθηκαν στο Σουλιμά. Κάθε προσπάθεια γιά επίθεσι στο Σουλιμά, φάνηκε στον Ιμπραήμ μάταιη. Το Σουλιμά, έμεινε απάτητο, όπως και όλους τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Η ιστορία θα έπρεπε να το έχη γράψει μαζί με το Σούλι, την Μάνη και τα Σφακιά...
Ο Ιμπραήμ, αναδιπλώθηκε. Στις 20 Μαΐου, ξαναβρέθηκε στην Αρκαδιά. Ύστερα έφυγε για να γυρίση στο Νιόκαστρο. Οι Αρκαδινοί, έδειξαν καλή διαγωγή στους Αλβανούς και έγιναν συνεννοήσεις με τον Κυβερνήτη. Πήγε στο Σουλιμά και ο διοικητής (κυβερνητικές επίτροπος της επαρχίας) που είχε σαν έδρα του την Αρκαδιά, και οι Αλβανοί φυγαδεύτηκαν μέχρι την Αχαΐα, για να περάσουν στην Ρούμελη με πλοία και να φύγουν στα Βόρεια.
Έτσι τελείωσαν τους αγώνες τους, οι Αρκαδινοί, με τους Τουρκοαιγυπτίους, που ρήμαξαν την πρωτεύουσα της Τριφυλίας την Αρκαδιά και όλη την περιοχήν. Οι αγώνες άλλωστε, πλησίαζαν στο τέλος τους. Ο Γρηγοριάδης στις «Ιστορικές του Αλήθειες» σημειώνει γι’ αυτούς τους αγώνες και σαν πρωταγωνιστής, γράφει όλη την ωμή αλήθεια: 
«Κατά τους μάλλον ασφαλεστέρους ιστορικούς υπολογισμούς, καθ’ όλον το διάστημα των παρά των Αρκαδίων γενομένων διαφόρων ενεδρών, εφονεύθησαν και επληγώθησαν πλείονες των 5.000 Αιγυπτίων και Αλβανών. Προς επικουρίαν δε των Αρκαδίων, προσήρχοντο τότε και άλλοι πολλοί Μεσσήνιοι, ήτοι Ανδρουσάνοι, Ιμπλακιώται, Φαναρίται, Νεοκαστρίται, Μεθωναίοι και Κορωναίοι. Είναι ιστορικώς αληθές ότι η επαρχία Αρκαδίας (Τριφυλίας) από του έτους 1825 μέχρι του τέλους του ιερού Ελληνικού αγώνος, υπέστη τας περισσοτέρας επιδρομάς, λεηλασίας και σφαγάς από τας των άλλων επαρχιών της Πελοποννήσου. Και τούτο ως κείμενη πλησίον των Μεσσηνιακών φρουρίων, των κατεχομένων παρά των στρατευμάτων του Ιμπραήμ Πασά».

Στάθη Ηλ. Παρασκευόπουλου- Γιάννη Γερ. Παυλόπουλου
"Η Κυπαρισσία (Αρκαδιά) και η ιστορία των αιώνων της".
Κυπαρισσία 1971. Τύποις Όθωνος Καγιάφα.

(1) Ή επαρχία τής Αρκαδίας (Τριφυλίας), περιλάμβανε τήν περιοχή τού Κάμπου, των Κοντοβουνίων, τών Σουλιμοχωριών και τής Ζούρτσας.
(2) Από τό βιβλίο «Απομνημονεύματα της Έπαναστάσεως» τού Φωτάκου, σελ. 488.
(3) Ή τοπωνυμία τής Γελλούδα, πρέπει νά χάνεται στά μυθολογικά χρόνια καί πιθανόν είναι, στον χώρον αύτό νά γίνονταν Ιερουργίες γιά τόν έξευνισμό τής «παιδολετείρας» δαίμουος Γελλούς, ή οποία καί σ’ άλλα μέρη τής Ελλάδος λεγόταν Γελλούδα. Ή Γελλούδα ή Γελλώ ήταν νεράιδα πού άρπαζε τά νιογέννητα παιδιά καί τά θανάτωνε. Σά νεράιδα σύχναζε στά μέρη πού είχαν νερά πολλά. Στήν περίπτωσι τής «Κυπαρισσίας Γελλούδας» υπάρχει ή παράδοσις, ότι περνώντας τό εκεί ποτάμι ή νύμφη Γελλούδα, έχασε στά νερά τό πασούμι της καί καταράστηκε τό ποτάμι πού «καταχωνιάστηκε» τό νερό του γιά νά βγή στον «Αη- Λαγούδη» καί γιά νά γίνουν αργότερα στήν περιοχή τά «βυθίσματα», καί οί «κατολισθήσεις». Εκεί χτίστηκε τό έκκλησάκι, τής Παναγίας τής μεγάλης προστάτιδος των παιδιών.
(4) Στά 1826 έλαβε χώραν στη θέσι αυτή (Πηλαλίστρα- Κυπαρίσσίας) τραγικό αιματηρό γεγονός. Κατά την κατάληψη της πόλεως από τούς Αραβες, έφθασαν εκεί και εστρατοπέδευσεν ενα τμήμα τους. Μερικοί πατριώτες τότε μεταξύ τών όποιων καί ό έκ Μουριατάδας Παν. Μητρόπουλος συνελήφθη καί καθώς βεβαιώνει στά 1865 ο Κυπαρίσσιος οπλαρχηγός Αλέξης Μανούσος «παραχρήμα εσουβλίσθη καί ύψώθη υπό τών βαρβάρων, υποστάς μαρτυρικόν θάνατον υπέρ πατρίδος». Ό γυιός του εθνομάρτυρος Μητροπούλου Κωνσταντίνος είχε στά 1865 μετονομασθή έκ τού πατρικού ονόματος καί πρός τιμήν τού πατρός του εις Παναγιωτόπουλος (ΑΑΕΒ Φάκ Π. Μητροπούλου» «Πηλαλίστρα»- Στάθης Παρασκευόπουλος στά «Μεσσηνιακά 1968» Μίμη Φερέτου, σελ.371.
(5) Στις άρχές τού 1827 μερικοί Άρκαδινοί μέ τόν Μέλιο και μ΄ άλλους Πελοποννησίους, πήγαν στήν Αττική νά βοηθήσουν τούς εκεί μαχομένους Ελληνες.
(6) Συνοικισμός ανάμεσα στο σημερινό Δώριο καί το Ψάρι.




Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Τα Ελληνιστικά νεκροταφεία της Πύλου. Μέρος Α΄



 Όταν την άνοιξη του 1981 ο ιδιοκτήτης αγροκτήματος, που βρίσκεται στα ριζά του λόφου του Προφήτη Ηλία (Σχέδ.1 Πίν.1γ) κοντά στον όρμο της Βοϊδοκοιλιάς προέβη σε βαθιά άροση, εμφανίστηκαν όστρακα αγγείων και οστά από ανθρώπινους σκελετούς, που προέρχονταν από τη διάλυση ορισμένων ταφών. 

Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, πραγματοποίησε υπό την εποπτεία του υπογράφοντος τη μελέτη αυτή ανασκαφική έρευνα, που αποπερατώθηκε το καλοκαίρι του επομένου έτους1*.
 Αποκαλύφθηκαν συνολικά είκοσι τρεις τάφοι διαφόρων μορφών (συμπεριλαμβάνονται στην αρίθμηση και δύο ταφικές πυρές). Ο χώρος όπου εκτεινόταν το σύνολο των τάφων ήταν περίπου 1.000τ.μ. και περιβαλλόταν από ταφικό περίβολο τραπεζοειδούς σχήματος από αργολιθοδομή μιας μόνο σειράς ακατέργαστων λίθων σχετικά μεγάλων διαστάσεων (Πίν.1α-β), ενώ ανάμεσα στους τάφους υπήρχαν σε ορισμένα σημεία σκόρπιες μικρότερες, ακατέργαστες πέτρες ως είδος λιθορριπής (Σχέδ.2).
 Τόσο η θέση των τάφων, ακριβώς δίπλα στη ρίζα της βραχώδους πλαγιάς του λόφου, όπου όλη η έκταση παρουσιάζει μια αρκετά έντονη κλίση προς το μέρος της αποξηραμένης πια λιμνοθάλασσας, που οι ντόπιοι ονομάζουν Διβάρι2, όσο και η συνεχής καλλιέργεια των χωραφιών δεν επέτρεψαν την ασφαλή διάγνωση τύμβου. Ωστόσο η ύπαρξη του περιβόλου, η απουσία άλλων τάφων γύρω από αυτόν και το γεγονός ότι οι πλησιέστεροι προς το λόφο τάφοι βρέθηκαν σε σημείο βαθύτερο από τους άλλους, κάνει πιθανή την άποψη ότι το σύνολο των τάφων καλυπτόταν από χαμηλό τύμβο, που θα πρέπει να ανήκει στο ευρύτερο σύνολο του ελληνιστικού νεκροταφείου της Πύλου, μεγάλο τμήμα του οποίου, επίσης, ανασκάφηκε πριν από είκοσι περίπου χρόνια με την ευκαιρία των εργασιών αποξήρανσης του Διβαριού3.



 Βέβαιο θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι οι τάφοι ανήκουν σε κατοίκους της Πύλου των ελληνιστικών χρόνων, η οποία θα πρέπει να βρισκόταν, όπως είναι γενικά αποδεκτό, στο λόφο του Κορυφασίου4. Η αρίθμηση των τάφων που παρουσιάζονται παρακάτω δεν ανταποκρίνεται στον αριθμό των νεκρών που είχαν ενταφιαστεί στον τύμβο, γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις επισημάνθηκαν περισσότερες από μία ταφές μέσα στην ίδια ταφική κατασκευή.




ΟΙ ΤΑΦΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ

Τάφος 1
Ήταν μια ανοιχτή ταφή που διαλύθηκε κατά την άροση. Από το σημείο αυτό άρχισε και η ανασκαφική έρευνα. Τα οστά του νεκρού βρέθηκαν αναμοχλευμένα, γι’ αυτό και δεν έγινε δυνατή η διαπίστωση της κατεύθυνσης του σκελετού. Από την έρευνα των χωμάτων περισυλλέχτηκαν ένα πινάκιο (1693), ένας λύχνος (1691) και ένα τμήμα πήλινου ειδωλίου (1694). Με βάση τη μορφή του λύχνου και του πινακίου η ταφή μπορεί να χρονολογηθεί, με πιθανότητα, στον -1ο αι.
Κτερίσματα
1. ΑΕ ΜΠΥ 1961 (Πίν.2β-γ). Λύχνος μονόμυξος ακέραιος. Η βάση του είναι μια οριζόντια έδραση στο κάτω μέρος του σώματος. Δίσκος μικρός, με περιφέρεια που δηλώνεται με μια στενή αυλάκωση γύρω απο την οπή πληρώσεως, η οποία καταλαμβάνει όλο τον κύκλο του δίσκου. Μυκτήρας κοντός με χοντρό λαιμό και ίχνη φωτιάς στην οπή του. Φέρει επίχρισμα κοκκινωπό. Πηλός κιτρινωπός.
Ύψ. 0,032, μήκ. 0,079, πλ. 0,056, διάμ. βάσης 0,038μ. Παρόμοια: Agora IV, αριθ.516, σ.124, πίν.19, 45, τύπος 39.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1693 (Σχέδ.31 Πίν.2α). Μισό περίπου, ερυθροβαφές πινάκιο με πυθμένα επίπεδο και βάση δακτυλιόσχημη. Χείλος όρθιο με ελαφρά απόκλιση προς τα έξω. Στον πυθμένα φέρει περιφέρεια από μικρές, λοξά διευθετημένες εμπίεστες γραμμές. Πηλός κιτρινωπός. Ύψ. 0,026, διάμ. βάσης 0,095 μ. Παρόμοια: Samaria-Sebaste III, αριθ.5-10, σ.329, εικ.79, Hama III, 2, σ.91, εικ.36.
3. ΑΕ ΜΠΥ 1694 (Πίν.2δ). Τμήμα πήλινου ειδωλίου που σώζει το αριστερό κάτω μέρος του σώματος όρθιας πιθανώς, γυναικείας μορφής, που φορούσε πέπλο ή χιτώνα με απόπτυγμα στο ύψος των μηρών. Συγκολλήθηκε από δύο κομμάτια. Πηλός καστανοκίτρινος. Σωζ. ύψ. 0,087μ.



Τάφος 2
Σε πολύ μικρή απόσταση από τη διαλυμένη ταφή 1 βρέθηκε μια σχετικά μεγάλη, μόνωτη χύτρα (1686), που περιείχε τα καμένα οστά του νεκρού. Από τη χύτρα λείπει τμήμα του χείλους και του ώμου. Έχει σώμα σχεδόν σφαιρικό, χωρίς βάση και το χείλος στρέφεται προς τα μέσα. Ο πηλός είναι κόκκινος και περιέχει μίκκα (Πίν.2ε). Ύψ. 0,21, διάμ. χείλους 0,17μ. Παρόμοια: Corinth VII, 3, αριθ.657, σ.123-124, πίν.61, με τη διαφορά ότι η κορινθιακή χύτρα έχει επιπλέον και μια οριζόντια λαβή. Με βάση τη μορφή της χύτρας ο εγχυτρισμός των καμένων οστών του νεκρού μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στο -300.

Τάφος 3
Από τα διασκορπισμένα -από την άροση- κομμάτια ταφικού πίθου βρέθηκε, στη θέση του μάλλον, ο πυθμένας με ελάχιστα κομμάτια οστών και ένα λύχνο. Με βάση το λύχνο η ταφή θα πρέπει να χρονολογηθεί στις τελευταίες δεκαετίες του -1ου αι.
Κτερίσματα
ΑΕ ΜΠΥ 1695 (Πίν.2στ-ζ). Λύχνος μονόμυξος, μελαμβαφής. Λείπει το μεγαλύτερο μέρος του μυκτήρα. Η βάση είναι μια οριζόντια έδραση. Σώμα σχετικά στρογγυλό, ο δίσκος με υπερυψωμένη περιφέρεια και μεγάλη οπή πληρώσεως. Λαβή κάθετη στο πίσω μέρος του λύχνου, με αυλάκωση στη ράχη της. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0.044, μήκ. 0,089, πλ. 0,054, διάμ. βάσης 0,038μ. Πρβλ. ΑΕ ΜΠΥ 1757, του τάφου 13. Παρόμοια: Agora IV, αριθ.442, σ.101-103, πίν.15, 42, Kerameikos XI, σ.96, πίν.86-87, αριθ.592.



Τάφος 4
Ο τάφος ήταν κιβωτιόσχημος (Σχέδ.2. Πίν.3α-γ). Τις δύο μακριές πλευρές του αποτελούσαν δύο μεγάλες πλάκες από πωρόλιθο, ενώ δύο μικρότερες ήταν τοποθετημένες στις στενές του πλευρές. Ιδιαίτερης επιμέλειας, αφού όλες οι πλάκες ήταν πολύ καλά δουλεμένες, ο τάφος είχε κατασκευαστεί για να δεχτεί, όπως φαίνεται, διαδοχικά, μέλη της ίδιας οικογένειας. Οι καλυπτήριες πλάκες του, κι αυτές καλά δουλεμένες, πατούσαν αρκετά στέρεα πάνω στα χείλη του τάφου. Ο προσανατολισμός του ήταν Α.-Δ. Κατά τον καθαρισμό του εσωτερικού του τάφου διαπιστώθηκαν σε τρία στρώματα ισάριθμες ταφές, οι οποίες ονομάστηκαν A, Β και Γ, αντίστοιχα, από πάνω προς τα κάτω.
 Η ταφή A που βρισκόταν στο πάνω επίπεδο (Πίν.3β) περιείχε τα εξής κτερίσματα: πέντε πινάκια (1642, 1643, 1644, 1646, 1647), μία λάγυνο (1661) και τρία λυχνάρια (1667, 1668, 1669). Η ταφή Β περιείχε ένα μυροδοχείο (1654), ένα μεγαρικό σκύφο (1657), και τμήματα δύο άλλων, έναν κάνθαρο (1656) και ένα λυχνάρι (1666). Στην ταφή Γ (Πίν3γ), αυτή που αποκαλύφθηκε στο βαθύτερο σημείο του τάφου, ανήκουν τα αντικείμενα: ένα πινάκιο (1645), ένα φιαλίδιο (1648), ένα φλασκί (1649), τέσσερα μυροδοχεία (1650, 1651, 1652, 1653), δύο κάνθαροι (1670, 1655), ένας αρυτήρας (1658), δύο οινοχόες (1659, 1660), τέσσερις λύχνοι (1662, 1663, 1664, 1665) και τέσσερις στλεγγίδες.
 Η χρονολόγηση του τάφου και της πρωιμότερης ταφής Γ στα τελευταία χρόνια του -4ου αι. θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη, καθώς συνάγεται από τα στοιχεία που μας δίνουν ορισμένα αγγεία του συνόλου, όπως είναι τα λυχνάρια, τα μυροδοχεία, οι κάνθαροι και η οινοχόη (1660). Με αρκετή βεβαιότητα, επίσης, χρονολογήθηκαν και οι δυο μεταγενέστερες ταφές Β και Α, προς το τέλος του -3ου αι. η πρώτη, και στα τέλη του -2ου προς τον -1ο αι. η δεύτερη.



Κτερίσματα ταφής Α
1. ΑΕ ΜΠΥ 1642 (Σχέδ.30 Πίν.4α-β). Πινάκιο ερυθροβαφές, ακέραιο, με αποκρούσεις σε τρία σημεία του χείλους, το οποίο στρέφεται προς τα μέσα. Στον πυθμένα δύο εμπίεστοι ομόκεντροι κύκλοι από συνεχείς διπλές κουκκίδες. Απολεπισμένο αρκετά, ιδίως στην εσωτερική επιφάνεια. Στη βάση δύο εγχάρακτες συνεχείς περιφέρειες. Πηλός κοκκινωπός- κίτρινος. Ύψ. 0,035, διάμ. βάσης 0,145, διάμ. χείλους 0,22μ. Παρόμοια: Hama III, 2, εικ.26-27, Samaria-Sebaste ΙΙΙ, D156, D538, σ.314, εικ.73, BCH 94 (1970), αριθ.188, 39, σ.509, εικ.192.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1643 (Σχέδ.31 Πίν.4γ-δ). Πινάκιο ερυθροβαφές με πυθμένα επίπεδο και χείλη που στρέφονται ελαφρά προς τα έξω. Τα τοιχώματα είναι σαφώς διαρθρωμένα σε σχέση με τον πυθμένα, με μια ακμή. Στον πυθμένα δύο εγχάρακτες ομόκεντρες περιφέρειες. Στη μετάβαση από τον πυθμένα στα τοιχώματα δύο βαθμιδωτά επίπεδα και κάτω από το χείλος αυλάκωση. Στη βάση εγχάρακτη περιφέρεια και ημικύκλιο. Όλο το αγγείο έφερε κόκκινο χρώμα που έχει απολεπιστεί. Ακέραιο, με δύο μικρές αποκρούσεις στο χείλος. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,027, διάμ. βάσης 0,092, διάμ. χείλους 0,173 μ. Παρόμοια: Samaria-Sebaste III, αριθ.5-10, σ.329, εικ.79, Hama III, 2, σ.91, εικ.36.
3. ΑΕ ΜΠΥ 1644 (Σχέδ.31 Πίν.4ε-στ). Πινάκιο όμοιο με το προηγούμενο, ακέραιο. Λείπει μόνο μικρό τμήμα του χείλους. Πηλός κιτρινωπός. Ύψ. 0,027, διάμ. βάσης 0,095, διάμ. χείλους 0,173μ.



4. ΑΕ ΜΠΥ 1646 (Σχέδ.29 Πίν.5α). Βαθύ, ερυθροβαφές πινάκιο. Στον πυθμένα «ομφαλός» και γύρω του αυλάκωση. Το χείλος στρέφεται προς τα μέσα. Η βάση δακτυλιόσχημη. Πηλός κοκκινωπός και επίχρισμα αρκετά απολεπισμένο. Ύψ. 0,035, διάμ. βάσης 0,052, διάμ. χείλους 0,122μ. Παρόμοια: Samaria-Sebaste III, T200, T300, σ.262, εικ.55, αριθ.7, 8.
5. ΑΕ ΜΠΥ 1647 (Σχέδ.29 Πίν.5β). Βαθύ, ερυθροβαφές πινάκιο, αρκετά απολεπισμένο, με βάση μικρή, ανοιχτό κωνικό σώμα και χείλος που στρέφεται προς τα μέσα. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια. Λείπει τμήμα του χείλους και δύο μικρά τμήματα από τα τοιχώματα. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,037, διάμ. βάσης 0,058, διάμ. χείλους 0,143μ. Παρόμοια: ΑΔ32 (1977): Μελέτες, σ.253-254, Πίν.119 ζ, σ.414, BCH 94(1970), σ477, εικ.105, 106, Délos XXVII, πίν.47 D, σ.257, Hesperia III (1934), σ.433, εικ.116, El, Ε 18, εικ.82, Eretria II, σ.15, αριθ.19, 20, 23, 24, πίν.6, AM 85 (1970), σ.158, αριθ.193, Corinth VII,3, αριθ.104, σ.37, πίν.4, 45 και αριθ.131, σ.40-41, πίν.5,46.
6. ΑΕ ΜΠΥ 1661 (Σχέδ.8 Πίν.5γ-δ). Λάγυνος ερυθροβαφής, ακέραιη. Βάση δακτυλιόσχημη. Το σώμα έχει μορφή ανεστραμμένου κόλουρου κώνου και ξεχωρίζει από τον ώμο με πλαστικό δαχτυλίδι. Ο ώμος του αγγείου, δηλαδή το πάνω μέρος του σώματος, έχει μορφή πολύ ρηχής θόλου και στη βάση του φέρει δύο επάλληλες περιφερειακές αυλακώσεις. Γύρω από τη βάση του λαιμού δακτυλιόσχημο έξαρμα. Ο λαιμός, ψηλός και στενός, απολήγει σε χείλος που αποτελείται από δύο επάλληλα πλαστικά δαχτυλίδια. Η λαβή ταινιωτή, πλατιά, με δύο ρηχές αυλακώσεις στη ράχη της. Πάνω στην μπροστινή όψη του ώμου, συμμετρικά με τη λαβή, φέρει εγχάρακτο διακοσμητικό αντικείμενο, πιθανώς μουσικό όργανο (άρπα;) που πλαισιώνεται από δύο επίσης εγχάρακτα δελφίνια. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,155, διάμ. βάσης 0,116, διάμ. χείλους 0,04μ. Παρόμοια: SW Cypr. Exp. IV, 3, Μ 9, 9, εικ.29, 4.



7. ΑΕ ΜΠΥ 1667 (Σχέδ.13 Πίν.6 α-β). Λύχνος μονόμυξος, ακέραιος, με καστανό γάνωμα. Σώμα σχεδόν σφαιρικό με απλό πλάτυσμα ως βάση. Ο δίσκος-στόμιο περιβάλλεται από ένα πλαστικό, ταινιωτό δαχτυλίδι που στρέφεται ελαφρά προς τα μέσα. Πολύ μεγάλη οπή πληρώσεως. Μυκτήρας επιμήκης με καμπύλη απόληξη και ωοειδή οπή. Φέρει λαβή ταινιωτή, με αυλάκωση στη ράχη της, η οποία ξεκινά από το μέσον του ύψους του σώματος και φτάνει μέχρι το χείλος του δίσκου. Πηλός καστανοκίτρινος. Ύψ. 0,052, μήκ. 0,117, πλ. 0,055, διάμ. βάσης 0,035μ. Παρόμοια: Agora IV, αριθ.442, πίν.42, αριθ.504, πίν.45, Kerameikos XI, αριθ. 592, πίν.86, 87, Kabiren-Heiligtum III, αριθ. 1782-1787, πίν.53.
8. ΑΕ ΜΠΥ 1668 (Σχέδ.16 Πίν.6γ-δ). Λύχνος μονόμυξος, ακέραιος, με καστανοκίτρινο επίχρισμα απολεπισμένο σε πολλά σημεία. Σώμα σφαιρικό με βάση που μόλις διαμορφώνεται σε υποτυπώδες πλαστικό δαχτυλίδι. Ο δίσκος περιβάλλεται από τοιχώματα-στόμιο και έχει μεγάλη οπή πληρώσεως. Μυκτήρας επιμήκης με πολύ μεγάλη ωοειδή οπή. Η λαβή κατακόρυφη, ταινιωτή. Πηλός πορτοκαλέρυθρος. Ύψ. 0,058, μήκ. 0,11, πλ. 0,053, διάμ. βάσης 0,032μ. Πρβλ. λύχνο ΑΕ ΜΠΥ 1667.
9. ΑΕ ΜΠΥ 1669 (Πίν.6ε-στ). Λύχνος μονόμυξος ακέραιος, με γάνωμα καστανό-μαύρο, απολεπισμένο σε πολλά σημεία. Σώμα χαμηλό και στρογγυλό με απλό πλάτυσμα ως βάση. Ο δίσκος με τη μεγάλη οπή πληρώσεως περιβάλλεται από τοιχώματα. Μυκτήρας με καμπύλη απόληξη και κυκλική οπή, γύρω απο την οποία υπάρχουν ίχνη φωτιάς. Πηλός καστανός. Ύψ. 0,047, μήκ. 0,103, πλ. 0,055, διάμ. βάσης 0,032μ. Πρβλ. λύχνους ΑΕ ΜΠΥ 1667, 1668.
Κτερίσματα ταφής Β
1. ΑΕΜΠΥ 1654 (Σχέδ.23 Πίν.8α). Μυροδοχείο ακέραιο με καστανό επίχρισμα, αραιό, απολεπισμένο σε πολλά σημεία. Σώμα ατρακτόσχημο, πόδι ψηλό και λεπτό με βάση απλό πλάτυσμα. Ο λαιμός ψηλός και λεπτός με χείλος σε σχήμα λοξότμητου πλαστικού δαχτυλιδιού. Πηλός γκριζοκάστανος. Ύψ. 0,207, διάμ. βάσης 0,018, διάμ. χείλους (εσωτ.) 0,023, διάμ. κοιλιάς 0,05μ.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1656 (Σχέδ.6 Πίν7δ). Κάνθαρος ακέραιος με επίχρισμα καστανό, απολεπισμένο σε πολλά σημεία τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής επιφάνειας. Βάση χαμηλή, κυλινδρική, κοίλη κάτω. Σώμα απιόσχημο και χείλος που στρέφεται προς τα έξω. Λαβές μικρές ταινιωτές. Πηλός κιτρινωπός. Ύψ. 0,093, διάμ. βάσης 0,043, διάμ. χείλους 0,075μ.
Παρόμοια: Corinth VII, 3, αριθ.400, σ.79, πίν.15, 52, BSA73 (1978), σ.20, πίν.6, αριθ.76.
3. ΑΕ ΜΠΥ 1657 (Πίν.7ε). Μεγαρικός σκύφος σε σχήμα ημιτόμου με έδραση οριζόντια. Το χείλος στρέφεται ελαφρά προς τα μέσα και κάτω από αυτό υπάρχει ζώνη με ανάγλυφα φύλλα διακοσμημένα με κουκκίδες. Φέρει μαύρο επίχρισμα. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,063, διάμ. βάσης 0,042, διάμ. χείλους 0,011μ.
4. ΑΕ ΜΠΥ 1666 (Σχέδ.13 Πίν.6 ζ-η). Λύχνος μονόμυξος με γάνωμα καστανό-μαύρο. Βάση δακτυλιόσχημη, κοίλη κάτω και σώμα αμφικωνικό. Δίσκος με αυλακωτή περιφέρεια και μεγάλη οπή πληρώσεως στο κέντρο. Μυκτήρας με καμπύλη απόληξη και ωοειδή οπή. Ακέραιος. Πηλός καστανοκίτρινος. Ύψ. 0,032, μήκ. 0,102, πλ. 0,07, διάμ. βάσης 0,043 μ. Παρόμοια: Agora IV, αριθ. 461, σ.108.



Κτερίσματα ταφής Γ
1.ΑΕ ΜΠΥ 1645 (Σχέδ.29 Πίν.7α). Μικρό πινάκιο με πυθμένα ελαφρά βαθύ και χείλος που στρέφεται προς τα μέσα. Ακέραιο, με επίχρισμα κοκκινωπό. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,025, διάμ. βάσης 0,047, διάμ. χείλους 0,12μ. Παρόμοια: Corinth VII, 3, αριθ.97, σ.35, πίν.3, 44, Samaria-Sebaste ΙΙΙ, 4863, σ.222, εικ.37, 9.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1648 (Πίν.7β). Φιαλίδιο ακέραιο, με μαύρο επίχρισμα απολεπισμένο. Ο πηλός γκρίζος, ακάθαρτος, με προσμίξεις. Κακό ψήσιμο. Ύψ. 0,023, διάμ. βάσης 0,036, διάμ. χείλους 0,06μ. Παρόμοια: Corinth VII, 3, αριθ.57, σ.32, πίν.44, Agora XII, 2, σ.138, πίν.34, αριθ.943- 945. Samaria-Sebaste III, B 145, σ.250, εικ.49.
3. ΑΕ ΜΠΥ 1649 (Πίν.7γ). Φλασκί μελαμβαφές, χωρίς βάση, με δύο κάθετες ταινιωτές λαβές με ρηχό αυλάκι που συνεχίζεται σε όλη την κάθετη επιφάνεια του σώματος. Προφανώς το αυλάκι αυτό χρησίμευε ως υποδοχή για το σχοινί ή τη λωρίδα δέρματος για την ανάρτηση. Το σώμα του αγγείου έχει μορφή αμφίκυρτου φακού. Λείπει τμήμα του χείλους που είναι κατακόρυφο και στρέφεται λίγο προς τα μέσα. Πηλός κόκκινος. Ύψ. 0,17, διάμ. χείλους 0,048, διάμ. κοιλιάς 0,10μ. Παρόμοια: ΑΔ 22 (1967): Χρονικά, Πίν.76 γ, Dura-Europos IV, 1, αριθ.203, σ.36, εικ.8, πίν. ΙΙΙ, Hesperia ΧΙΙΙΙ (1974), αριθ.22, σ.203, 231, πίν.31.



4. ΑΕ ΜΠΥ 1650 (Σχέδ.21 Πίν.8β). Μυροδοχείο ακέραιο. Λείπει ένα μικρό τμήμα από τον ώμο. Συγκολλήθηκε από δύο κομμάτια στο σημείο του λαιμού. Σώμα μάλλον σφαιρικό, πόδι κοντό με βάση αδιαμόρφωτη, επίπεδη. Λαιμός σχετικά ψηλός και στενός με χείλος σε μορφή λοξότμητου πλαστικού δαχτυλιδιού. Επίχρισμα καστανό-μαύρο στα πάνω 2/3 του αγγείου. Στην κοιλιά τρεις παράλληλες γραμμές στο χρώμα του πηλού. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,104, διάμ. βάσης 0,02, διάμ. χείλους 0,015, διάμ. κοιλιάς 0,045μ. Παρόμοια: Alt-Ägina II, 1, αριθ.701-704, σ.88, πίν.55, Hesperia III (1934), Β7, σ.335, Β44, σ.342, AM81 (1966), σ.94-95, πίν.59, 1.
5. ΑΕ ΜΠΥ 1653 (Σχέδ.21 Πίν.8ε). Μυροδοχείο ακέραιο, ατρακτόσχημο. Βάση και χείλος σε μορφή πλαστικού δαχτυλιδιού. Επίχρισμα καστανόμαυρο στην εσωτερική επιφάνεια του χείλους. Στον ώμο φέρει εγχάρακτη περιφέρεια από τον τροχό. Πηλός κοκκινωπός κίτρινος. Ύψ. 0,105, διάμ. χείλους (εσωτ.) 0,016, διάμ. βάσης 0,021μ.
6. ΑΕ ΜΠΥ 1651 (Σχεδ.21 Πίν.8γ). Μυροδοχείο ακέραιο. Πόδι χοντρό και βαρύ με βάση δακτυλιόσχημη, επίπεδη. Σώμα σφαιρικό. Λαιμός σχετικά κοντός και λεπτός με χείλος σε σχήμα λοξότμητου πλαστικού δαχτυλιδιού. Μελαμβαφές εκτός από τη βάση και το κάτω μέρος του ποδιού. Το επίχρισμα σε πολλά σημεία απολεπισμένο. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,09, διάμ. βάσης 0,02, διάμ. χείλους (εσωτ.) 0,019, διάμ. κοιλιάς 0,042μ. Παρόμοια: βλ. ΑΕ ΜΠΥ 1650.
7. ΑΕ ΜΠΥ 1652 (Σχέδ.21 Πίν.8δ). Μυροδοχείο ακέραιο με απολεπίσματα στην κοιλιά. Βάση δακτυλιόσχημη, πόδι πολύ κοντό και χοντρό, σώμα σφαιρικό, λαιμός ψηλός με χείλος πολύ παχύ σε σχήμα λοξότμητου δαχτυλιδιού. Το χείλος φέρει επίχρισμα βαθύ κόκκινο, ενώ με το ίδιο επίχρισμα υπάρχουν δύο ταινίες στο λαιμό και δυο στον ώμο περιφερειακά. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,125, διάμ. βάσης 0,029, διάμ. χείλους (εσωτ.) 0,015, διάμ. κοιλιάς 0,072μ. Παρόμοια: πρβλ. ΑΕ ΜΠΥ 1650 και Hesperia XXXI (1962), αριθ.42, σ.38, πίν.21.



8. ΑΕ ΜΠΥ 1655 (Σχέδ.6 Πίν.9α). Κάνθαρος μελαμβαφής, ακέραιος (λείπει μόνο μικρό τμήμα του χείλους). Επίχρισμα μαύρο και σε μερικά σημεία σκούρο καστανό. Βάση κωνική, κοντή, διαμορφωμένη σε δύο επάλληλα, άνισα πλαστικά δαχτυλίδια. Σώμα σε σχήμα ημιτόμου. Λαβές σχετικά μικρές, ταινιωτές, που στο σημείο ένωσης με το χείλος του αγγείου διακοσμούνται με ανάγλυφες μάσκες που παριστάνουν σειλινούς. Πάνω και κοντά στο χείλος δύο παράλληλες εγχάρακτες περιφερειακές γραμμές και πιο κάτω ζώνη-μετόπη, και στις δύο πλευρές του αγγείου, διακοσμημένη με βλαστόσπειρα που φέρει φύλλα κισσού με την τεχνοτροπία «δυτικής κλιτύος». Συγκολλήθηκε από δύο κομμάτια. Πηλός κόκκινος. Ύψ. 0,08, διάμ. βάσης 0,045, διάμ. χείλους 0,075μ. Παρόμοια: Corinth VII, 3, αριθ.380, 378, σ.76, πίν.15, 52, Morel, La céramique campanienne, αριθ.3111 a, 3112 a. σ.247, πίν.86, ΑΔ 29 (1973-74): Χρονικά, σ. 318, Πίν.200β, αριθ.3011.
9. ΑΕ ΜΠΥ 1658 (Σχέδ.3 Πίν.9γ). Αρυτήρας ακέραιος, άβαφος. Σώμα σφαιρικό χωρίς ιδιαίτερη βάση, με συνεχές περίγραμμα ως το χείλος, που ορθώνεται στον ώμο και στρέφεται ελαφρά προς τα έξω. Λαβή ταινιωτή που αρχίζει από το χείλος και φτάνει στο μέσον του ύψους της κοιλιάς. Πηλός καστανοκόκκινος. Ύψ. 0,072., διάμ. χείλους 0,075 μ. Παρόμοια: Agora XII, 2, αριθ.1403, σ.334, πίν. 45, Corinth VII, 3, αριθ. 649, σ.122, πίν. 61, Hesperia XX (1951), πίν.52, αριθ.9-10, Hesperia LIII (1974), πίν.33, σ.236, αριθ.50.
10. ΑΕ ΜΠΥ 1659 (Σχέδ.28 Πίν.9δ). Οινοχοΐσκη ερυθροβαφής, ακέραιη. Βάση δακτυλιόσχημη με κυκλικό αυλάκι στην κάτω επιφάνεια. Σώμα φαρδύ με ώμο λοξό και σε κατατομή ευθύγραμμο. Λαιμός κυλινδρικός με εγκοπή στο κάτω μέρος. Το χείλος στρέφεται προς τα έξω. Η λαβή φέρει αυλακώσεις στη ράχη της. Πηλός κόκκινος. Ύψ. 0,058, διάμ. βάσης 0,03, διάμ. χείλους 0,043μ. Παρόμοια: Δρούγου- Τουράτσογλου, Π 2180, σ.101, 156, πίν.66, Corinth VII, 3, αριθ.281, σ.57, πίν.10, 49, αριθ. 631, σ.113, πίν.24, 60, AM 94 (1970), αριθ.24, σ.165, 196, πίν.54, 4.
11. ΑΕ ΜΠΥ 1660 (Σχέδ.27 Πίν.9 β). Τριφυλλόστομη μελαμβαφής οινοχόη. Λείπει τμήμα του χείλους. Σώμα απιόσχημο διακοσμημένο με κάθετες ραβδώσεις από τον ώμο μέχρι τη βάση. Ο ψηλός λαιμός έχει σχήμα κωνικό και έφερε γραπτή διακόσμηση από λευκό επίθετο χρώμα, που έχει απολεπιστεί, η οποία αποτελούνταν από γιρλάντα με φύλλα κισσού, κρεμάμενες ταινίες με κροσσωτά πέρατα και κλωνάρια έλατου ή φτέρης, όπως δείχνουν τα ίχνη. Η λαβή, λεπτή, κυκλικής διατομής, κατευθύνεται από τον ώμο προς τα πάνω σε σχεδόν ορθή γωνία και απολήγει μέσα στο στόμιο σε κεφάλι λιονταριού. Πηλός κιτρινωπός. Ύψ. 0,215μ. Παρόμοια: Agora XII, 2, αριθ.130, σ.245, πίν.7, Morel, La céramique campanienne, espèce 5640, τύπος 5445 C1, σ.378, πίν.181, Hesperia LUI (1974), σ.203, αριθ.20, πίν.31, AM 79 (1964), σ.44-46, πίν.35-37.



12. ΑΕ ΜΠΥ 1662 (Σχέδ.12 Πίν. 10α-β). Λύχνος μονόμυξος, ακέραιος, μελαμβαφής με απολεπισμένο το γάνωμα σε πολλά σημεία. Βάση δισκόμορφη, σώμα μάλλον κωνικό. Ο δίσκος με την οπή πληρώσεως είναι επίπεδος και στην περιφέρειά του φέρει κυκλική αυλάκωση. Λαβή ταινιωτή σχετικά μεγάλη. Μυκτήρας με κοντό λαιμό, στρογγυλή οπή και καμπύλη απόληξη. Πηλός γκριζοκάστανος. Ύψ. (με τη λαβή) 0,035, διάμ. βάσης 0,035, μήκ. (με τη λαβή) 0,125, πλ. 0,062μ. Παρόμοια: πρβλ. ΑΕ ΜΠΥ 1665.
13. ΑΕ ΜΠΥ 1663 (Σχέδ.12 Πίν.10γ-δ). Λύχνος μονόμυξος μελαμβαφής. Βάση δακτυλιόσχημη. Ο δίσκος με τη σχετικά μεγάλη οπή πληρώσεως είναι κοίλος και η περιφέρειά του ορίζεται από πολύ ρηχή αυλάκωση. Στη μια του πλευρά φέρει «ωτίο», λαβή με οπή για ανάρτηση. Ο μυκτήρας, χοντρός, έχει ελαφρά καμπύλη απόληξη και ωοειδή οπή. Πηλός κόκκινος. Ύψ. 0,038, μήκ. 0,09, διάμ. βάσης 0,042, πλ. 0,08μ.
14. ΑΕ ΜΠΥ 1664 (Σχέδ.13 Πίν.10ε-στ). Λύχνος μονόμυξος μελαμβαφής. Βάση δακτυλιόσχημη κοίλη κάτω. Σώμα σε σχήμα εχίνου και δίσκος με οπή πληρώσεως και περιφέρεια που τονίζεται με βαθιά αυλάκωση στο χρώμα του πηλού. Στη μια πλευρά ψευδολαβή, «ωτίο». Μυκτήρας επιμήκης με καμπύλη απόληξη και κυκλική οπή. Πηλός καστανός. Ύψ. 0,033, μήκ. 0,085, πλ. 0,06, διάμ. βάσης 0,037μ. Παρόμοια: Isthmia III, αριθ.116, τύπος VII, πίν.3, 16.
15. ΑΕ ΜΠΥ 1665 (Σχέδ.12 Πίν.10ζ-η). Λύχνος μονόμυξος μελαμβαφής, με απολεπισμένο το γάνωμα στα περισσότερα σημεία. Η βάση δακτυλιόσχημη, επίπεδη κάτω. Σώμα μάλλον κυλινδρικό, με λοξή μετάβαση προς τη βάση, δίσκος επίπεδος με οπή πληρώσεως στο κέντρο και αυλάκωση στην περιφέρειά του. Στη μια πλευρά ψευδολαβή, «ωτίο». Στην οπή του μυκτήρα ίχνη φωτιάς. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,03, μήκ. 0,103, πλ. 0,068, διάμ. βάσης 0,045μ. Παρόμοια: Agora IV, αριθ.239, 240, σ.61-62, πίν.37, τύπος 23D.



16. ΑΕ ΜΠΥ 1670 (Σχέδ.7 Πίν.11α). Το μισό περίπου μελαμβαφούς κανθάρου με διακόσμηση τύπου «δυτικής κλιτύος». Σώζεται ολόκληρη η βάση και η μία λαβή. Βάση δακτυλιόσχημη με αυλάκωση, σώμα λίγο φουσκωτό στο μέσον (σε σχήμα τουλίπας). Η διακόσμηση βρισκόταν στο πάνω μέρος. Κάτω από το χείλος που στρέφεται ελαφρά προς τα μέσα, εγχάρακτη γραμμή, περιφερειακή, με λευκό χρώμα και πιο κάτω δυό εγχάρακτες γιρλάντες με επίθετα λευκά σταγονίδια, πιθανώς σχηματοποιημένα φυλλάρια, κι ανάμεσά τους μία κάθετη γραμμή που πλαισιώνεται από δύο λογχόσχημα φύλλα στραμμένα προς τα κάτω. Πηλός καστανός-κόκκινος. Ύψ. 0,105, διάμ. βάσης 0,046μ. Παρόμοια: BSA 73 (1978), αριθ.19, 9.
17. Σιδερένια στλεγγίδα, ακέραιη, με διαβρωμένη επιφάνεια (Πίν.11β). Μήκ. 0,22, πλ.0,03μ.
18. Σιδερένια στλεγγίδα. Λείπει μέρος του καμπύλου στελέχους (Πίν.11γ). Μήκ. 0,218μ.
19. Τμήμα του καμπύλου στελέχους στλεγγίδας (Πίν.11δ). Μήκ. 0,107, πλ. 0,032μ.
20. Τμήμα σιδερένιας στλεγγίδας που σώζει μεγάλο μέρος της λαβής και την αρχή του καμπύλου στελέχους (Πίν.11ε). Μήκ. 0,135μ.



Ταφική πυρά 5
Η πυρά αποκαλύφθηκε σχεδόν επιφανειακά και καταλάμβανε μικρή έκταση (Πίν.12β). Επισημάνθηκαν καμένα οστά στις στάχτες και στα κάρβουνα, ενώ περισυλλέχτηκαν πολλά όστρακα αγγείων, αρκετά από τα οποία συγκολλήθηκαν. Η πλειονότητα των αγγείων και των οστράκων της πυράς αυτής ήταν μυροδοχεία με ατρακτόσχημο σώμα, μεγαρικοί σκύφοι και λευκές λάγυνοι, που όλα μαζί μας δίνουν στοιχεία για μια χρονολόγηση της πυράς στο -2οαι.
Κτερίσματα
1. ΑΕ ΜΠΥ 1738 (Πίν.13α). Το πάνω μέρος μεγαρικού σκύφου. Σώζεται το χείλος και τμήμα του σώματος με ανάγλυφη διακόσμηση. Λίγο κάτω από το χείλος υπάρχει μια ζώνη που διακοσμείται με ανάγλυφα αβγά και λόγχες, σχηματοποιημένα, ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια καλύπτεται με ανάγλυφα φυλλάρια. Πηλός γκρίζος. Ύψ. σωζ. 0,051μ.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1739 (Σχέδ.28 Πίν.13 δ). Μελαμβαφής οινοχόη που συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια. Λείπουν τμήματα του σώματος και το στόμιο. Βάση δακτυλιόσχημη, κοίλη κάτω. Σώμα σχεδόν σφαιρικό και λαβή ταινιωτή. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος, καμένος. Ύψ. 0,132, διάμ. βάσης 0,052μ. Παρόμοια: Corinth VΙΙ, 3, σ.114-115, πίν.24 και 60, Agora XII, σ.208, πίν.77 (πρωιμότερο παράδειγμα).
3. ΑΕ ΜΠΥ 1740 (Πίν.13ε). Λάγυνος που συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια, ενώ συμπληρώθηκαν μερικά σημεία του σώματος. Έχει σώμα σφαιρικό με τρεις ομάδες από δύο αυλακώσεις η καθεμία, στο πάνω μέρος του σώματος, επάλληλες. Στη βάση του λαιμού περιφερειακό πλαστικό δαχτυλίδι. Ο λαιμός είναι ψηλός και στενός με δύο περιφερειακές αυλακώσεις κοντά στο χείλος, το οποίο έχει τη μορφή πλαστικού λοξότμητου δαχτυλιδιού. Η λαβή, που σχηματίζει σχεδόν ορθή γωνία με τον ώμο, είναι ταινιωτή με δύο ρηχές αυλακώσεις στη ράχη της. Επίχρισμα καστανό-μαύρο. Πηλός καστανοκόκκινος. Ύψ. 0,21, διάμ. χείλους 0,048μ.
4. ΑΕ ΜΠΥ 1741 (Σχέδ.18 Πίν.13β). Το μεγαλύτερο τμήμα μεγαρικού σκύφου. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια. Βάση πολύ χαμηλή, δακτυλιόσχημη, σώμα σε σχήμα ημιτόμου και χείλος που κλίνει προς τα μέσα. Κάτω από το χείλος υπάρχει μια ζώνη που πλαισιώνεται από δύο πλαστικά λεπτά κορδόνια πάνω και κάτω και διακοσμείται με ανάγλυφα αβγά και λόγχες. Το υπόλοιπο κάτω τμήμα του σώματος έχει ανάγλυφα μακρόστενα φύλλα, ακτινωτά τοποθετημένα, που ξεκινούν από τη βάση. Φέρει κόκκινο επίχρισμα σε πολλά σημεία απολεπισμένο. Πηλός καστανοκόκκινος.
Ύψ. 0,065, διάμ. βάσης 0,04, διάμ. χείλους 0,117μ.
5. ΑΕ ΜΠΥ 1742 (Σχέδ.18 Πίν.13γ). Μεγαρικός σκύφος, του οποίου λείπει τμήμα του σώματος και του χείλους. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια. Επίχρισμα καστανό. Βάση δισκόμορφη με ελαφρά κοίλη την κάτω επιφάνεια, πάνω στην οποία υπάρχει ανάγλυφος ρόδακας. Σώμα σε σχήμα ημιτόμου με χείλη ελαφρά στραμμένα προς τα μέσα. Κάτω από το χείλος ζώνη με ανάγλυφα αβγά και λόγχες. Την επιφάνεια του υπόλοιπου σώματος καλύπτουν μικρά, ανάγλυφα, λογχόσχημα φυλλάρια. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,069, διάμ. βάσης 0,042, διάμ. χείλους 0,109μ.



6. ΑΕ ΜΠΥ 1743 (Σχέδ.23 Πίν.14α). Μυροδοχείο του οποίου λείπει τμήμα του λαιμού και το στόμιο. Άβαφο. Βάση με μορφή πλαστικού λοξότμητου δαχτυλιδιού, επίπεδη κάτω. Σώμα ατρακτόσχημο, λαιμός ψηλός και λεπτός. Πηλός καστανός. Ύψ. σωζ. 0,17, διάμ. βάσης 0,025μ.
7. ΑΕ ΜΠΥ 1744 (Σχέδ.22 Πίν.14β). Μυροδοχείο ακέραιο, άβαφο. Βάση επίπεδη και πόδι ψηλό και λεπτό. Σώμα ατρακτόσχημο, λαιμός ψηλός και λεπτός και στόμιο με μορφή πλαστικού δαχτυλιδιού. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,21, διάμ. βάσης 0,027, διάμ. χείλους 0,032μ.
8. ΑΕ ΜΠΥ 1745 (Πίν.14στ-ζ). Λύχνος μονόμυξος, μελαμβαφής, ακέραιος. Βάση κυλινδρική, κοίλη κάτω, σώμα σε μορφή εχίνου, δίσκος ελαφρά κοίλος με μεγάλη οπή πληρώσεως στο κέντρο. Μυκτήρας με χοντρό λαιμό και καμπύλη απόληξη. Στη μια πλευρά ψευδολαβή, «ωτίο». Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,03, μήκ. 0,098, πλ. 0,062, διάμ. βάσης 0,046μ. Παρόμοια: Agora IV, αριθ.538, πίν.46, 20.
9. ΑΕ ΜΠΥ 2076 (Πίν.12α). Τέσσερα όστρακα μεγαρικού σκύφου. Όμοιος με τον ΑΕ ΜΠΥ 1738, πλην της ζώνης κάτω από το λαιμό, όπου αντί των αβγών με τις λόγχες υπάρχουν ρόδακες. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος και επίχρισμα καστανό.
10. ΑΕ ΜΠΥ 1793 (Σχέδ.21 Πίν.14γ). Μυροδοχείο ατρακτόσχημο. Πόδι ψηλό και λεπτό, βάση μικρή και επίπεδη, λαιμός ψηλός και λεπτός με χείλος σε μορφή λοξότμητου πλαστικού δαχτυλιδιού. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,19, διάμ. βάσης 0,02, διάμ. χείλους 0,03μ.
11. ΑΕ ΜΠΥ 1794 (Πίν.14δ). Μυροδοχείο ατρακτόσχημο. Πόδι λεπτό με εγκοπή προς τη βάση. Σώμα επίμηκες, λαιμός ψηλός και χείλος σε μορφή λοξότμητου πλαστικού δαχτυλιδιού. Στον ώμο και στο μέσον του σώματος λεπτές περιφερειακές ταινίες με λευκό επίχρισμα (σώζονται μόνο τα ίχνη εξαιτίας της πυράς). Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,265, διάμ. βάσης 0,027μ.
12. ΑΕ ΜΠΥ 1795 (Πίν.14ε). Μυροδοχείο του οποίου λείπει ο λαιμός και το χείλος, καθώς και μέρος του σώματος, στο μέσον του οποίου σώζονται ίχνη περιφερειακής ταινίας από καστανό χρώμα. Πηλός γκριζοκάστανος. Ύψ. 0,165, διάμ. βάσης 0,028 μ.



13. ΑΕ ΜΠΥ 1796 (Πίν.14η). Μεγάλο τμήμα της βάσης και του σώματος λαγύνου. Βάση δισκόμορφη, κοίλη κάτω. Σώμα από δύο μέρη. Στο κάτω μέρος, προς τη βάση, φέρει περιφερειακά πλατιά πορτοκαλόχρωμη ταινία. Στον ώμο φέρει μια παρόμοια ταινία και δύο άλλες λεπτότερες. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. σωζ. 0,075, διάμ. βάσης 0,15μ. Παρόμοια: Hesperia IH, E 73, σ.405.
14. ΑΕ ΜΠΥ 2077 (Πίν.14θ). Λίθινη λίμα χρώματος βυσινί-κοκκινωπού. Στό μέσον φέρει επίμηκες βαθούλωμα για την τριβή των νυχιών. Μήκ. 0,034, πλ. 0,015, πάχ. 0,004μ.
15. Όστρακα λευκών λαγύνων που προέρχονται από τη βάση και τον ώμο (Πίν.15α-β). Πάνω στο λευκό βάθος διακρίνονται ανθέμια, μουσικά όργανα, ταινίες και κλαδιά αποδοσμένα με πορτοκαλί χρώμα.




Ταφική πυρά 6
Βρισκόταν ακριβώς δίπλα στην ταφική πυρά 5, με την οποία θα πρέπει να είναι σύγχρονη.
Κτερίσματα
1. ΑΕ ΜΠΥ 1746 (Σχέδ.25 Πίν.16α). Μυροδοχείο ακέραιο που συγκολλήθηκε από έξι κομμάτια. Πόδι ψηλό και λεπτό με βάση επίπεδη. Σώμα ατρακτόσχημο και λαιμός ψηλός και λεπτός με στόμιο σε μορφή πλαστικού δαχτυλιδιού. Άβαφο. Πηλός πορτοκαλέρυθρος. Ύψ. 0,175, διάμ. βάσης 0,023, διάμ. χείλους 0,031μ.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1792 (Σχέδ.23 Πίν.16β). Μυροδοχείο ατρακτόσχημο. Πόδι ψηλό, με βάση επίπεδη και εγκοπή στο κάτω μέρος. Λαιμός ψηλός και λεπτός με χείλος σε μορφή λοξότμητου πλαστικού δαχτυλιδιού. Στον ώμο και στο μέσον περίπου του σώματος ίχνη από δύο περιφερειακές λεπτές ταινίες από λευκό χρώμα και μια τρίτη στο μέσον του ύψους του λαιμού. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,21, διάμ. βάσης 0,027, διάμ. χείλους 0,023μ.



Ταφή 7
Μισοκατεστραμμένη ανοιχτή ταφή δίπλα στη νότια μακριά πλευρά του κιβωτιόσχημου τάφου 4. Στην ταφή αυτή ανήκουν τρία μυροδοχεία, δύο λύχνοι, ένα πινάκιο, ένα σιδερένιο ξίφος και δύο κουμπιά από υαλόμαζα. Η ταφή μπορεί να χρονολογηθεί στο β' μισό του -2ου αι.
Κτερίσματα
1. ΑΕ ΜΠΥ 1671 (Πίν.16γ). Μυροδοχείο ατρακτόσχημο, του οποίου λείπει τμήμα του λαιμού, το χείλος και τμήματα του σώματος. Πόδι ψηλό και λεπτό που κάτω πλαταίνει και διαμορφώνεται σε βάση-πέλμα, επίπεδη. Σώμα σχετικά λεπτό χωρίς ιδιαίτερη διόγκωση της κοιλιάς και ψηλός λαιμός. Σώζει σε πολλά σημεία καστανό επίχρισμα. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια. Πηλός κοκκινωπός.
Ύψ. 0,18, διάμ. βάσης 0,023μ.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1672 (Σχέδ.24 Πίν.16δ). Μυροδοχείο ατρακτόσχημο, ακέραιο, με καστανό επίχρισμα απολεπισμένο σε πολλά σημεία. Πόδι σχετικά κοντό και ιδιαίτερα λεπτό με βάση απλό πλάτυσμα. Σώμα ατρακτόσχημο με σχετικά διογκωμένη κοιλιά, λαιμός ψηλός με στόμιο σε σχήμα λοξότμητου δαχτυλιδιού. Πηλός κόκκινος. Ύψ. 0,175, διάμ. βάσης 0,022, διάμ. χείλους 0,03μ.
3. ΑΕ ΜΠΥ 1673 (Σχέδ.22 Πίν.16ε). Μυροδοχείο ατρακτόσχημο, ακέραιο, που σώζει καστανοκίτρινο επίχρισμα σε ορισμένα σημεία. Λαιμός ψηλός και λεπτός που καταλήγει σε στόμιο που έχει σχήμα λοξότμητου δακτυλιδιού. Το σώμα, στενό και επίμηκες, κατεβαίνει ομαλά προς το χαμηλό, λεπτό πόδι που κάτω διαμορφώνεται σε βάση οριζόντια έδραση. Συγκολλήθηκε από δύο κομμάτια. Πηλός καστανός. Ύψ. 0,223, διάμ. βάσης 0,024, διάμ. χείλους 0,032μ.
4. ΑΕ ΜΠΥ 1674 (Πίν.17α-β). Πινάκιο ρηχό, ακέραιο, με μαύρο επίχρισμα απολεπισμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος. Η βάση, χωρίς να προεξέχει ιδιαίτερα, περιβάλλεται από βαθιά αυλάκωση. Το σώμα, σε κατατομή, έχει ενιαία γραμμή μέχρι το χείλος που στρογγυλεύει σαν ένα δαχτυλίδι κυκλικής διατομής. Στον πυθμένα δύο ομόκεντροι εγχάρακτοι κύκλοι, που θα πρέπει να ήταν «γραμμένοι» με λευκό επίθετο χρώμα. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,02, διάμ. βάσης 0,05, διάμ. χείλους 0,14μ.



5. ΑΕ ΜΠΥ 1676 (Πίν.16 στ-ζ). Λύχνος μονόμυξος, ερυθροβαφής, του οποίου λείπει η λαβή και το πρόσθιο μέρος του μυκτήρα. Η βάση του μόλις και διαμορφώνεται σε πολύ λεπτό πλαστικό δαχτυλίδι. Στο πίσω μέρος έφερε κάθετη λαβή, όπως δείχνουν τα σημεία της αρχής κοντά στο δίσκο, και της απόληξής της στο κάτω μέρος του σώματος, κοντά στη βάση. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,032, μήκ. 0,082, πλ. 0,055, διάμ. βάσης 0,034μ. Παρόμοια: Agora IV, αριθ.555-559, πίν.46, σ.137.
6. ΑΕ ΜΠΥ 1677 (Σχέδ.14 Πίν.16η-θ). Λύχνος μονόμυξος, μελαμβαφής, ακέραιος. Σώμα σε σχήμα πιεσμένου εχίνου. Η περιφέρεια του δίσκου διαμορφώνεται σε λεπτό πλαστικό δακτυλίδι. Στο κέντρο του δίσκου μεγάλη οπή πληρώσεως. Μυκτήρας με σχετικά χοντρό λαιμό και καμπύλη απόληξη. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,029, μήκ. 0,09, πλ. 0,061, διάμ. βάσης 0,04μ. Παρόμοια: Agora IV, αριθ.538, σ.132, πίν.20, 46.
7. Δύο κουμπιά από υαλόμαζα. Έχουν μορφή σχεδόν ημισφαιρική (εχίνου). Το ένα από λευκή-γαλάζια υαλόμαζα και το άλλο χρώματος μελί (Πίν.18α).

Ταφή 8
Ανοιχτή ταφή σχεδόν διαλυμένη από την άροση και τις ρίζες των θάμνων, καθώς βρισκόταν σε πολύ μικρό βάθος. Διασώθηκαν τα περισσότερα από τα οστά του σκελετού και μερικά κτερίσματα που δίνουν μια χρονολόγηση της ταφής στο τελευταίο τέταρτο του -1ου αι.
Κτερίσματα
1. ΑΕ ΜΠΥ 1678 (Σχέδ.30 Πίν.18β). Πινάκιο ερυθροβαφές, ακέραιο, απολεπισμένο σε πολλά σημεία. Η βάση είναι δακτυλιόσχημη, κοίλη στο κάτω μέρος, όπου βρίσκεται εγχάρακτα αποδοσμένο το γράμμα Α. Στον πυθμένα τρεις ομόκεντροι, εγχάρακτοι κύκλοι. Τα τοιχώματα, σε κατατομή, έχουν μορφή συνεχούς καμπύλης γραμμής και το χείλος στρέφεται ελαφρά προς τα μέσα. Συγκολλήθηκε από δύο κομμάτια. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,032, διάμ. βάσης 0,14, διάμ. χείλους 0,225μ. Παρόμοια: Samaria-Sebaste III, σ.314, D171, εικ.73, 12.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1679 (Σχέδ.31 Πίν.17γ-δ). Πινάκιο ερυθροβαφές, από το οποίο λείπουν τμήματα του πυθμένα και του χείλους. Η βάση, δακτυλιόσχημη, φέρει στην κάτω κοίλη επιφάνεια εγχάρακτη σπείρα και το γράμμα Τ. Τα τοιχώματα ανεβαίνουν λίγο λοξά και ενώνονται με τον πυθμένα σχηματίζοντας αμβλεία γωνία. Εξωτερικά τα τοιχώματα φέρουν περιφερειακά πυκνές γραμμές ζιγκ-ζαγκ. Στον πυθμένα, εσωτερικά, εγχάρακτος κύκλος. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,03, διάμ. βάσης 0,091, διάμ. χείλους 0,165μ.
3. ΑΕ ΜΠΥ 1675 (Πίν.17ε-στ). Πινάκιο ερυθροβαφές, απολεπισμένο, του οποίου λείπουν τμήματα του χείλους. Βάση δακτυλιόσχημη, κοίλη κάτω, με εγχάρακτα τα γράμματα ΛΕ. Ο πυθμένας επίπεδος, με έναν εγχάρακτο κύκλο γύρω από το κέντρο. Τα χείλη στρέφονται ελαφρά προς τα έξω. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,02, διάμ. βάσης 0,075, διάμ. χείλους 0,143μ.
4. ΑΕ ΜΠΥ 1681 (Σχέδ.26 Πίν.20α). Μυροδοχείο άβαφο, από το οποίο λείπει τμήμα του λαιμού και το στόμιο. Πόδι κοντό και χοντρό και βάση αρκετά πλατιά, κωνική, επίπεδη κάτω. Σώμα σφαιρικό. Πηλός γκριζοκίτρινος. Ύψ. 0,14, διάμ. βάσης 0,037μ.
5. ΑΕ ΜΠΥ 1682 (Σχέδ.17 Πίν.18 γ-δ). Λύχνος μονόμυξος με μαύρο επίχρισμα. Η βάση έχει σχήμα ωοειδές. Το σώμα, αμφικωνικό, στον πάνω κώνο φέρει ανάγλυφη διακόσμηση από μια σειρά τρίφυλλων κοσμημάτων και πιο πάνω μια άλλη σειρά από τρίφυλλα κοσμήματα και κουκκίδες. Ο δίσκος, κοίλος, φέρει στο κέντρο οπή πληρώσεως γύρω από την οποία, σε κανονικά διαστήματα, υπάρχουν άλλες τρεις μικρότερες οπές. Η λαβή, κάθετη και πλατιά, φέρει στη ράχη δύο αυλακώσεις. Ο μυκτήρας έχει τριγωνική απόληξη και ωοειδή οπή. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,041, μήκ. 0,13, πλ. 0,063, διάμ. βάσης 0,038μ. Παρόμοια: Broneer, Corinth IV, 2, Type XIX, Agora IV, αριθ.649-654, σ.188, πίν.49, Kerameikos XI, αριθ.611-612, σ.97, πίν.88, Samaria-Sebaste III, D 192, εικ.87, Hesperia 43 (1974), αριθ.42, σ.30, πίν.7.



6. ΑΕ ΜΠΥ 1683 (Πίν.18 ε-στ). Λύχνος μονόμυξος, ακέραιος, με μαύρο επίχρισμα απολεπισμένο. Βάση δισκόμορφη, χαμηλή, σώμα σφαιρικό και μεγάλη οπή πληρώσεως στο δίσκο. Λαβή κάθετη, ψηλή, ταινιωτή, με μια αυλάκωση στη ράχη. Μυκτήρας κοντός και λεπτός με ωοειδή οπή και καμπύλη απόληξη. Πηλός κιτρινωπός. Ύψ. 0,051, μήκ. 0,10, πλ. 0,05, διάμ. βάσης 0,034μ. Παρόμοια: πρβλ. ΑΕ ΜΠΥ 1667.
7. ΑΕ ΜΠΥ 1684 (Πίν.18ζ-θ). Λύχνος μονόμυξος με καστανόμαυρο επίχρισμα, απολεπισμένο. Λείπει η λαβή, που ήταν κάθετη. Σώμα σφαιρικό με βάση απλό πλάτυσμα. Γύρω από την οπή πληρώσεως φέρει κολάρο. Μυκτήρας με χοντρό λαιμό και μεγάλη ωοειδή οπή. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,045, μήκ. 0,087, πλ. 0,05, διάμ. βάσης 0,037μ. Παρόμοια: πρβλ. ΑΕ ΜΠΥ 1667.
8. ΑΕ ΜΠΥ 1685 (Πίν.18θ-ι). Λύχνος μονόμυξος, άβαφος. Λείπει η λαβή, τμήμα του σώματος και του χείλους. Η βάση είναι απλό πλάτυσμα. Το σώμα είναι σφαιρικό και ο δίσκος, σχεδόν ανύπαρκτος, αντικαθίσταται με πολύ μεγάλη οπή πληρώσεως, στόμιο με κολάρο. Πηλός γκριζοκάστανος. Ύψ. 0,039, μήκ. 0,08, πλ. 0,068, διάμ. βάσης 0,031μ.
9. ΑΕ ΜΠΥ 1689 (Πίν.19β). Κύπελλο που σώζεται περίπου κατά το ήμισυ. Άβαφο, με σώμα σφαιρικό και μεγάλο, υπερυψωμένο χείλος που ξεχωρίζει από το υπόλοιπο σώμα και στρέφεται προς τα μέσα. Η βάση απλό πλάτυσμα. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,09, διάμ. βάσης 0,047, διάμ. χείλους 0,076μ.
10. ΑΕ ΜΠΥ 1692 (Πίν.19γ). Λάγυνος. Βάση δακτυλιόσχημη, κοίλη κάτω, σώμα σφαιρικό, λίγο πιεσμένο. Ο λαιμός είναι λεπτός και ψηλός και το στόμιο με χείλος κυκλικής σχεδόν διατομής, που στρέφεται ελαφρά προς τα έξω. Η λαβή, που ξεκινά κάτω από το χείλος και καταλήγει στον ώμο του αγγείου, σχηματίζει ορθή γωνία. Εξωτερικά φέρει κατστανοκόκκινο επίχρισμα. Πηλός καστανοκόκκινος. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια και λείπουν τμήματα του σώματος. Ύψ. 0,09, διάμ. βάσης 0,047, διάμ. χείλους 0,076μ. Παρόμοια: Agora V, F 45, σ.15, πίν.1.



11. ΑΕ ΜΠΥ 2708 (Σχέδ.11 Πίν.19α). Λοπάς. Η βάση είναι απλό πλάτυσμα που περιφερειακά φέρει δύο αυλακώσεις. Σώμα με πολύ λεπτά τοιχώματα σε σχήμα εχίνου και χείλη ψηλά που στρέφονται ελαφρά προς τα μέσα. Φέρει δύο κάθετες λαβές που στο πάνω μέρος έχουν μικρά πλαστικά εξάρματα και στη ράχη δύο αυλακώσεις. Στο εσωτερικό, στον πυθμένα, φέρει τρεις ομόκεντρους κύκλους από μικρές ομόρροπες γωνίες. Έφερε επίχρισμα καστανόμαυρο, που έχει σχεδόν απολεπιστεί. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,044, διάμ. βάσης 0,058, διάμ. χείλους 0,11μ. Παρόμοια: Πρωιμότερα παραδείγματα, μόνο για το σχήμα, βλ. Hesperia ΙΙΙ (1934), C 73, σ.368, εικ.52, Corinth VII, 3, αριθ.679, σ.126, πίν.29, 62, AM 94(1970), σ.188, πίν.71, 1-2.
12. Σιδερένιο μαχαίρι (Πίν.19ε). Μήκ. σωζ. 0,09μ. Παρόμοια: Corinth XII, αριθ.1567-1570, πίν.93, σ.203.
13. Σιδερένιο μαχαίρι (Πίν.19στ). Μήκ. σωζ. 0,075μ. Παρόμοια: βλ. αριθ. Κατ.12.
14. Δύο σιδερένια μαχαίρια (Πίν.19ζ). Μήκ. σωζ. 0,11 μ. Παρόμοια: βλ. αριθ. Κατ.12 και 13.
15. Τμήμα στλεγγίδας και κυκλικό σιδερένιο αντικείμενο άγνωστης χρήσης (Πίν.19 δ).
16. Σιδερένια λαβίδα (Πίν.19η). Αποτελείται από δύο μακριά στελέχη κυκλικής διατομής, τα οποία στο πάνω μέρος ενώνονται χιαστί με ένα καρφί και κάπως πλαταίνουν για να δημιουργηθούν τα δύο τμήματα της λαβίδας. Μήκ. 0,185μ. Παρόμοια: Corinth XII, αριθ.1444, σ.90, πίν.87.



Τάφος 9
 Ο τάφος αυτός μαζί με τους 12 και 13 αποτελούσαν μια τριάδα κιβωτιόσχημων τάφων (Πίν.20δ), που όχι μόνο βρίσκονταν ο ένας κοντά στον άλλο, αλλά είχαν κοινές πλευρές. Ο τάφος 12 βρισκόταν στο μέσον και οι άλλοι δύο τον πλαισίωναν. Ουσιαστικά όμως μόνο αυτός είχε δικές του τις τέσσερις πλευρές. Για την κατασκευή των άλλων δύο χρησιμοποιήθηκαν οι μακριές πλευρές του τάφου 12, δηλαδή προστέθηκαν δύο Π.
 Ο τάφος 9 βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του τάφου 12, είχε προσανατολισμό Α.-Δ. και οι πλευρές του αποτελούνταν από μονολιθικές πλάκες, ενώ καλυπτόταν από τρεις μεγάλες και στα σημεία, όπου στη δυτική πλευρά η ακατέργαστη καλυπτήρια πλάκα άφηνε κενά, είχαν τοποθετηθεί μικρότεροι αργοί λίθοι για το φράξιμο των κενών αυτών (Σχέδ.2). Τα οστά του μοναδικού νεκρού που περιείχε ο τάφος επισημάνθηκαν αρκετά βαθιά και ήταν αποσαθρωμένα, αλλά ο νεκρός ήταν κτερισμένος με αρκετά αγγεία. Περισυλλέχτηκαν πέντε μυροδοχεία (1720, 1721, 1722, 1723, 1735), δύο πινάκια (1724, 1725), μία πυξίδα (1726), ένας άωτος σκύφος (1727), ένας αρυτήρας (1728), πέντε λύχνοι (1729, 1730, 1731, 1733, 1734), ένα θραύσμα πήλινου ειδωλίου και διάφορα σιδερένια μικροαντικείμενα. Ο τάφος, με βάση τα δεδομένα των αγγείων, θα πρέπει να χρονολογηθεί στο τέλος του 2ου-αρχές του -1ου αι.
Κτερίσματα
1. ΑΕ ΜΠΥ 1720 (Σχέδ.2Γ Πίν.20β). Μυροδοχείο του οποίου λείπουν μικρά τμήματα του σώματος. Βάση δακτυλιόσχημη επίπεδη και πόδι σχετικά κοντό. Σώμα μάλλον χοντρό, ατρακτόσχημο, ο λαιμός πολύ λεπτός και το στόμιο σε μορφή λοξότμητου δαχτυλιδιού προς τα έξω. Πάνω στον ώμο φέρει δύο παράλληλες κυκλικές γραμμές χρώματος κίτρινου, και μια τρίτη στο μέσον του ύψους του λαιμού. Πηλός καστανοκόκκινος. Ύψ. 0,153, διάμ. βάσης 0,027, διάμ. χείλους 0,029μ.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1721 (Σχέδ.25 Πίν.20γ). Μυροδοχείο άβαφο, ακέραιο. Βάση επίπεδη, πόδι κοντό και λεπτό και σώμα ατρακτόσχημο. Ο λαιμός είναι λεπτός και το χείλος σε μορφή λοξότμητου πλαστικού δαχτυλιδιού. Στο χείλος και στην εσωτερική επιφάνεια του στομίου φέρει μαύρο επίχρισμα. Πηλός καστανωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,133, διάμ. βάσης 0,028, διάμ. χείλους 0,025μ.



3. ΑΕ ΜΠΥ 1722 (Πίν.21α). Μυροδοχείο ακέραιο, άβαφο. Βάση επίπεδη, δισκόμορφη, και πόδι λεπτό. Σώμα ατρακτόσχημο. Λαιμός ψηλός και λεπτός με χείλος διαστρεβλωμένο κατά την κατασκευή (πιθανώς κατά την όπτηση). Συγκολλήθηκε από δύο κομμάτια. Πηλός γκρίζος σκούρος. Ύψ. 0,12, διάμ. βάσης 0,02, διάμ. χείλους 0,023μ.
4. ΑΕ ΜΠΥ 1723 (Σχέδ.26 Πίν.21β). Μυροδοχείο ακέραιο. Σώμα απιόσχημο προς το σφαιρικό και βάση απλό πλάτυσμα στο κάτω μέρος του σώματος, χωρίς πόδι. Λαιμός ψηλός και λεπτός με χείλος δακτυλιόσχημο. Κόκκινο επίχρισμα μόνο στο χείλος και το λαιμό. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,109, διάμ. βάσης 0,024, διάμ. χείλους 0,025μ.
5. ΑΕ ΜΠΥ 1724 (Πίν.21δ). Βαθύ πινάκιο, ακέραιο. Βάση δακτυλιόσχημη και σώμα σε σχήμα ανεστραμμένου κώνου. Το χείλος-περίδρομος έχει καμπύλη διατομή, στρέφεται προς τα μέσα έντονα και στο σημείο που ενώνεται με τα τοιχώματα σχηματίζει οξεία γωνία. Στην εσωτερική επιφάνεια και στα χείλη φέρει μαύρο γάνωμα. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,029, διάμ. βάσης 0,049, διάμ. χείλους 0,116μ.
6. ΑΕ ΜΠΥ 1725 (Πίν.21γ). Βαθύ πινάκιο, ακέραιο, με επίχρισμα κόκκινο-καστανό. Βάση σχετικά μικρή, που αποτελείται από δύο επάλληλους δίσκους, κοίλη κάτω. Σώμα σε μορφή ανεστραμμένου κώνου σε δύο επίπεδα. Το επίχρισμα απολεπισμένο στο μεγαλύτερο μέρος του σώματος. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,035, διάμ. βάσης 0,039, διάμ. χείλους 0,115μ.
7. ΑΕ ΜΠΥ 1726 (Πίν.21ε). Μελαμβαφής πυξίδα. Βάση πλατιά σε σχήμα εχίνου, κοίλη κάτω. Σώμα κυλινδρικό με πλαστικό δαχτυλίδι γύρω και κάτω από το χείλος για τη στήριξη του πώματος. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,42, διάμ. βάσης 0,068, διάμ. χείλους 0,047 μ. Παρόμοια: Agora XII, αριθ. 1308-1312, σ.177-178, πίν.43, Olynthus V, σ.235, πίν.180, Hesperia IX (1940), σ.495, εικ.234, αριθ.19.
8. ΑΕ ΜΠΥ 1727 (Σχέδ.10 Πίν.21ζ). Σκύφος άωτος, ακέραιος. Λείπουν μόνο πολύ μικρά τμήματα του χείλους. Επίχρισμα καστανοκόκκινο. Σώμα σχεδόν σφαιρικό, μοιάζει με πολύ φουσκωτό εχίνο. Βάση επίπεδη, απλό πλάτυσμα. Χείλος ψηλό, στρέφεται προς τα μέσα και αρθρώνεται με σαφήνεια με το υπόλοιπο σώμα. Πηλός κόκκινος. Ύψ. 0,068, διάμ. βάσης 0,044, διάμ. χείλους 0,089μ.
9. ΑΕ ΜΠΥ 1728 (Σχέδ.3 Πίν.21η). Κύπελλο-αρυτήρας, καστανόβαφος, εκτός από τη βάση και μικρό τμήμα στο κάτω μέρος του σώματος. Σώμα σχεδόν σφαιρικό με επίπεδη έδραση, ελαφρά κοίλη κάτω. Το χείλος στρέφεται προς τα έξω. Λαβή λεπτή, ταινιωτή. Λείπουν μικρά τμήματα του χείλους. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια. Πηλός κόκκινος. Ύψ. 0,07, διάμ. βάσης 0.041, διάμ. χείλους 0,065μ.



10. ΑΕ ΜΠΥ 1729 (Σχέδ.15 Πίν.22α-β). Λύχνος μονόμυξος, ακέραιος, με επίχρισμα καστανόκόκκινο. Βάση δακτυλιόσχημη, ελαφρά κοίλη κάτω. Σώμα από δύο μέρη. Δίσκος ελαφρά κοίλος με αυλάκι στην περιφέρεια και μεγάλη οπή πληρώσεως. Μυκτήρας με καμπύλη απόληξη και ωοειδή οπή. Πηλός κόκκινος. Ύψ. 0,033, διάμ. βάσης 0,043, πλ. 0,063, μήκ. 0,091μ. Παρόμοια: Délos XXVI, αριθ.226, 229, 231, πίν.3 και Β, Samaria-Sebaste III, D 1269, σ.367, εικ.85.
11. ΑΕ ΜΠΥ 1730 (Σχέδ.14 Πίν.22γ-δ). Λύχνος μονόμυξος, ακέραιος, με σκούρο καστανό επίχρισμα. Έδραση επίπεδη. Σώμα από δύο μέρη, από τα οποία το πάνω, μεγαλύτερο. Δίσκος με αυλακωτή περιφέρεια και μεγάλη οπή πληρώσεως που καταλαμβάνει σχεδόν όλο τον κύκλο του δίσκου. Μυκτήρας με καμπύλη απόληξη και ωοειδή οπή. Πηλός καστανωπός. Ύψ. 0,031, μήκ. 0,082, πλ. 0,054, διάμ. βάσης 0,036 μ. Παρόμοια: Délos XXVI, αριθ.154, σ.23, πίν.3 και Β.
12. ΑΕ ΜΠΥ 1731 (Σχέδ.15 Πίν.22ε-στ). Λύχνος μονόμυξος, ακέραιος, με καστανέρυθρο επίχρισμα απολεπισμένο σε πολλά σημεία. Βάση πολύ χαμηλή, ελαφρά κοίλη κάτω. Σώμα ενιαίο, στρογγυλό και πάνω μεγάλη οπή πληρώσεως με αυλάκι γύρω της. Μυκτήρας με χοντρό λαιμό, κοντός, με πλατιά, καμπύλη απόληξη και κυκλική οπή. Πηλός καστανωπός. Ύψ. 0,03, μήκ. 0,076, πλ. 0,052, διάμ. βάσης 0,033μ. Παρόμοια: Corinth IV, 2, αριθ.154, 163, πίν.IV, Agora IV, αριθ.516, σ.124, πίν.19 και 45, Délos XXVI, αριθ.275, σ.26, πίν.5.
13. ΑΕ ΜΠΥ 1733 (Σχέδ.14 Πίν.22ζ-η). Λύχνος μονόμυξος, ακέραιος, με επίχρισμα καστανέρυθρο ως μαύρο. Βάση δακτυλιόσχημη, κοίλη κάτω. Σώμα από δύο μέρη, από τα οποία το πάνω είναι σχεδόν επίπεδο. Στο κέντρο φέρει οπή πληρώσεως και γύρω από αυτή αυλάκωση. Μυκτήρας με πολύ χοντρό λαιμό, με καμπύλη απόληξη και μικρή, ωοειδή οπή. Στη μία πλευρά ψευδολαβή. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,029, μήκ. 0,092, πλ. 0,075, διάμ. βάσης 0,052 μ. Παρόμοια: Délos XXVI, αριθ.140, σ.23, πίν.2 και Β.



14. ΑΕ ΜΠΥ 1735 (Σχέδ.21.Πίν.23α). Μυροδοχείο. Λείπει μεγάλο τμήμα του λαιμού και το στόμιο. Βάση επίπεδη, πόδι ψηλό και λεπτό, σώμα ατρακτόσχημο με αρκετά σφαιρική κοιλιά. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,157, διάμ. βάσης 0,025 μ.
15. ΑΕ ΜΠΥ 1736 (Πίν.21 στ). Τμήμα πήλινου ειδωλίου που σώζει ανάγλυφες πτυχές ενδύματος. Πιθανώς ανήκει στο κάτω μέρος της μορφής που παρίστανε. Πηλός καστανοκόκκινος. Ύψ. 0,062, πλ. 0,043μ.
16. ΑΕ ΜΠΥ 2079 (Πίν.23β). Μεγάλη χάλκινη εφηλίδα με οπή στο κέντρο. Έχει σχήμα σχεδόν ημισφαιρικό. Διάμ. 0,047, ύψ. 0,016μ.
17. Σιδερένιο μαχαίρι (Πίν.23γ). Σωζ. μήκ. 0,075μ.
18. Σιδερένιο μαχαίρι (Πίν.23δ). Σωζ. μήκ. 0,085μ.
19. Λαβή σιδερένιας στλεγγίδας (Πίν.23 στ). Σωζ. μήκ. 0,075μ.
20. Τμήμα σιδερένιας στλεγγίδας που σώζει τη λαβή και μέρος του καμπύλου στελέχους (Πίν.23ε). Σωζ. μήκ. 0,16μ.
21. Τμήμα σιδερένιας στλεγγίδας που σώζει το καμπύλο στέλεχος (Πίν.23ζ). Σωζ. μήκ. 0,13μ.



Τάφος 10
Μικρός κιβωτιόσχημος τάφος (Σχέδ.2). Οι δύο μακριές και η δυτική στενή πλευρά αποτελούνται από λεπτές λίθινες πλάκες κάθετα τοποθετημένες, ενώ η ανατολική και εν μέρει η νότια μακριά από κομμάτια κεραμιδιών τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Ο μισός τάφος καλυπτόταν με ένα μεγάλο κομμάτι λακωνικού στρωτήρα και με μια λεπτή, ακανόνιστου σχήματος πώρινη πλάκα ο υπόλοιπος μισός (Πίν.24γ). Στο εσωτερικό του διαπιστώθηκε παιδική ταφή (Πίν.24δ). Από το σκελετό του νεκρού βρέθηκαν λίγα μικρά οστά και μαζί μια πυξίδα με κάθετες λαβές (1747) και ένας αρυτήρας (1748). Η ταφή θα πρέπει να χρονολογείται στο τέλος του -4ου αι., ο τάφος δηλαδή είναι σύγχρονος με τον κιβωτιόσχημο τάφο 4 και με την ταφή Γ, που βρέθηκε στο κατώτερο στρώμα του.
Κτερίσματα
1. ΑΕ ΜΠΥ 1747 (Σχέδ.32 Πίν.25γ). Λεβητοειδής πυξίδα, της οποίας λείπει η μία λαβή. Βάση χαμηλή, σχεδόν κυλινδρική, κοίλη κάτω. Σώμα σφαιρικό που ξεχωρίζει με σαφήνεια από τον ώμο με μια ακμή. Οι κατακόρυφες λαβές ήταν ελαφρά διαγώνια τοποθετημένες πάνω στον ώμο. Εκτός από τη βάση και το κάτω μέρος του σώματος η υπόλοιπη επιφάνεια καλύπτεται με καστανόμαυρο επίχρισμα. Πηλός καστανοκόκκινος. Ύψ. 0,095, διάμ. βάσης 0,052, διάμ. χείλους 0,073μ. Παρόμοια: Agora XII, αριθ.1528-1529, σ.195-196, πίν.67, Δρούγου- Τουράτσογλου, Π1222, σ.159, πίν.7.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1748 (Πίν.25δ). Αρυτήρας που συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια, άβαφος. Σώμα σφαιρικό, χωρίς ιδιαίτερη βάση και χείλη σχεδόν κάθετα. Λαβή μικρή, ταινιωτή. Λείπουν τμήματα του χείλους και του σώματος. Πηλός καστανοκόκκινος. Ύψ. 0,055, διάμ. χείλους 0,053 μ. Παρόμοια: Agora XIII, 2, αριθ.1403, σ.334, πίν.45, Corinth VII, 3, αριθ. 649, σ.121, πίν.61, Hesperia XX (1951), πίν.52, αριθ.9-10, Hesperia LΙΙΙ (1974), πίν.33, σ. 236, αριθ.50.



Ταφή 11
Σε επαφή, σχεδόν, με τη βορειοδυτική γωνία του κιβωτιόσχημου τάφου 9 βρισκόταν μια υδρία, σχεδόν επιφανειακά στο σημερινό επίπεδο του εδάφους (Πίν.24α). Η υδρία περιείχε καμένα οστά και μαζί δύο χρυσές δανάκες. Το αγγείο, μετά τη συγκόλλησή του, αποκαταστάθηκε σχεδόν ολόκληρο (Πίν.24β). Έχει σώμα αρκετά ευρύ και στον ώμο φέρει διακόσμηση από μια παχιά γραμμή ζιγκ-ζαγκ που πλαισιώνεται πάνω και κάτω από δύο ταινίες σε καστανό χρώμα. Ο λαιμός, κυλινδρικός και ψηλός, απολήγει σε χείλος έντονα στραμμένο προς τα έξω.
Δανάκες
1. ΑΕ ΜΠΥ 2080 (Πίν.25α). Χρυσή δανάκη από νόμισμα Σικυωνίων5. Φέρει παράσταση με περιστέρι που πετά προς τα αριστερά. Στην περιφέρεια κοκκίδωση.
2. ΑΕ ΜΠΥ 2081 (Πίν.25β). Χρυσή δανάκη από νόμισμα Σικυωνίων. Παριστάνεται περιστέρι να πετά προς τα αριστερά. Στο πάνω μέρος επιγραφή ΟΛΥΜΠΙΑ και στο πεδίο γράμματα ΑΔ που επί τα λαιά είναι η κατάληξη ΔΑ. Δηλαδή η επιγραφή είναι ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ6.
Ο ίδιος ακριβώς τύπος συναντάται σε νόμισμα Σικυωνίων που χρονολογείται περίπου στα -160/50 -146 7. Η κοκκίδωση ωστόσο στην περιφέρεια, αρκετά περίτεχνη, είναι δείγμα ότι οι δανάκες χρονολογούνται αρκετά μεταγενέστερα, ίσως στον -1ο αι.

Τάφος 12

 Κιβωτιόσχημος τάφος που βρισκόταν ανάμεσα στους 9 και 13 και είχε κοινές με αυτούς τις δύο μακριές του πλευρές, οι οποίες αποτελούνταν από μεγάλες, καλά δουλεμένες πλάκες (Πίν.25ε). Η νότια πλευρά του, αυτή που ήταν κοινή με τον Τ13, αποτελούνταν από δύο πλάκες, από τις οποίες η μία, σε δεύτερη χρήση, πριν αποτελούσε βάση στήλης, όπως δείχνει η μακρόστενη βάθυνση στο πάνω μέρος και το καλοδουλεμένο μέτωπο στη μια στενή πλευρά της, όπου έφερε επιγραφή, τώρα φθαρμένη. Σε ένα σημείο όπου η επιφάνεια διατηρείται καλύτερα, σώζονται τα γράμματα ΠΠΙ. Ωστόσο, από ότι φαίνεται, η πλάκα αυτή δεν ήταν από την αρχή προορισμένη για βάση στήλης. Αρχικά θα πρέπει να αποτελούσε κάποιο αρχιτεκτονικό μέλος που διαμορφώθηκε κατάλληλα με ένα λάξευμα στο πάνω μέρος για τη στήλη και το ενεπίγραφο μέτωπο. Ο τάφος καλυπτόταν με τρεις πλάκες, από τις οποίες η μία ήταν ορθογώνια, σχεδόν τετράγωνη, και οι άλλες δύο τραπεζοειδούς σχήματος με τη μία πλευρά ακανόνιστη.



 Ο τάφος δεν περιείχε μία μόνο ταφή. Σε ένα πρώτο επίπεδο αποκαλύφθηκε ένας μολύβδινος λέβητας γεμάτος με καμένα οστά και δίπλα του μια μεγάλη πρόχους, επίσης γεμάτη με οστά (Πίν.26β-γ). Κοντά στη δυτική πλευρά βρέθηκαν συσσωρευμένα καμένα οστά και μαζί με αυτά ανακατεμένα τρία λυχνάρια (1713, 1718, 1719), ένα μόνωτο κύπελλο (1717), ένας κάνθαρος (1708), μία σιδερένια στλεγγίδα και το μεγαλύτερο μέρος μικρού χάλκινου αγγείου. Η ταφή αυτή, που θα πρέπει να ήταν αναμφίβολα μια ανακομιδή, ονομάστηκε ταφή Α, ο εγχυτρισμός στο λέβητα ταφή Β, και στην πρόχου ταφή Γ.
 Στο κάτω μέρος του τάφου αποκαλύφθηκε σκελετός νεκρού με το κρανίο τοποθετημένο στην ανατολική πλευρά (Πίν.26α). Στο στόμα του νεκρού βρέθηκε χάλκινο νόμισμα (2085), ενώ δίπλα στο κρανίο δύο άλλα νομίσματα χάλκινα (2084, 2086). Ένας μεγάλος αριθμός αγγείων αποτελούσε τα κτερίσματά του. Τρεις λάγυνοι (1696, 1697, 1698), ένας κάνθαρος (1709), δύο λυχνάρια (1714, 1715), δύο πινάκια (1710, 1711), τρεις σκύφοι (1705, 1706, 1707), ένας αμφορέας (1716), έξι μυροδοχεία (1700, 1701, 1702, 1703, 1704, 1699), και ενα πώμα αγγείου (1712). Για τη χρονολόγηση της ταφής αυτής (Δ), δυστυχώς δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα νομίσματα που συνόδευαν το νεκρό. Το ένα από αυτά, οβολός Σικυώνος, χρονολογείται στον -4ο αι., ενώ άλλα δύο, από τα οποία το ένα βρέθηκε στο στόμα του νεκρού, είναι νομίσματα Μεσσήνης με χρονολογία κοπής μετά το -280, αλλά φέρουν υστερόσημα: το ένα (2085), Ѧ και το άλλο (2086), Ă . Σύμφωνα λοιπόν με την κεραμική, η ταφή μπορεί να χρονολογηθεί στο α' τέταρτο του -1ου αι. Η πρώτη πάντως χρονολογικά ταφή του τάφου 12 είναι η ταφή Α. Τα οστά του νεκρού, μαζί με τα κτερίσματα, συγκεντρώθηκαν και ξανατοποθετήθηκαν στην ανατολική πλευρά του τάφου, αφού αυτός ξαναχρησιμοποιήθηκε για τον ενταφιασμό του νεκρού της ταφής Δ. Η πρώτη αυτή ταφή θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε προς τα τέλη του -3ου αι.
 Οι εγχυτρισμοί των καμένων οστών στην πρόχου-ταφή Γ και στο μολύβδινο λέβητα θα πρέπει να έγιναν μετά τον ενταφιασμό του νεκρού Δ, δηλαδή μετά το α' τέταρτο του -1ου αι.



Κτερίσματα ταφής Α
1. ΑΕ ΜΠΥ 1713 (Πίν.27β-γ). Λύχνος μονόμυξος, ακέραιος, μελαμβαφής. Βάση δακτυλιόσχημη, κοίλη κάτω. Σώμα στρογγυλό και στο πάνω μέρος μικρός δίσκος με αυλακώσεις στην περιφέρεια. Στη μία πλευρά ψευδολαβή. Μυκτήρας με πολύ χοντρό λαιμό και στενή, καμπύλη απόληξη με μικρή οπή. Πηλός κόκκινος. Ύψ. 0,031, μήκ. 0,088, πλ. 0,039, διάμ. βάσης 0,062μ.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1718 (Σχέδ.14 Πίν.27δ-ε). Λύχνος μονόμυξος, ακέραιος, με μαύρο γάνωμα. Βάση δακτυλιόσχημη, κοίλη κάτω. Σώμα από δύο μέρη και δίσκος κοίλος με μεγάλη οπή πληρώσεως. Μυκτήρας με χοντρό λαιμό, καμπύλη απόληξη και ωοειδή οπή. Πηλός καστανός. Ύψ. 0,028, μήκ. 0,098, πλ. 0,065, διάμ. βάσης 0,043μ.
3. ΑΕ ΜΠΥ 1719 (Πίν.27στ-ζ). Λύχνος μονόμυξος, ακέραιος, άβαφος. Λείπει η λαβή, από την οποία σώζεται η απόληξή της στον ώμο του λύχνου. Βάση δακτυλιόσχημη, σώμα από δύο μέρη. Δίσκος μικρός με αυλάκι στην περιφέρεια, το οποίο συνεχίζεται μέχρι την οπή του μυκτήρα. Στο πάνω μέρος του σώματος και γύρω από το δίσκο ακτινωτά, έκτυπα κοσμήματα. Μυκτήρας με ωοειδή απόληξη και οπή με ίχνη φωτιάς. Κατασκευάστηκε με μήτρα. Πηλός καστανοκόκκινος. Ύψ. 0,032, μήκ. 0,101, πλ. 0,072, διάμ. βάσης 0,04 μ. Παρόμοια: Agora IV, αριθ.583, πίν.47, αριθ. 585, πίν.47.



4. ΑΕ ΜΠΥ 1708 (Σχέδ.7 Πίν.28 α). Κάνθαρος μελαμβαφής, του οποίου λείπει τμήμα του χείλους και του σώματος. Βάση κωνική, κοίλη κάτω, που διαμορφώνεται σε δύο άνισα, επάλληλα δαχτυλίδια. Σώμα σφαιρικό, που στο μέσον περίπου του ύψους φέρει κυκλικά αυλάκι και διαιρείται με τον τρόπο αυτό σε δύο ζώνες. Η πάνω ζώνη, μέχρι το λαιμό, διακοσμείται με ανάγλυφα, σχηματοποιημένα λογχοειδή φύλλα σε δύο σειρές. Τα άκρα των φύλλων της κάθε σειράς συναντώνται στο μέσον του ύψους της ζώνης και είναι τοποθετημένα εναλλάξ, ένα από την πάνω κι ένα από την κάτω σειρά. Μια δεύτερη αυλάκωση ορίζει το πάνω μέρος της ζώνης αυτής στο σημείο όπου ξεκινά ο λαιμός του αγγείου, που είναι κάθετος, κυλινδρικός. Στην επιφάνειά του υπάρχουν τρεις παράλληλες κυκλικές γραμμές, εγχάρακτες, που διακόπτονται στα σημεία των λαβών. Η μεσαία γραμμή φέρει σχηματοποιημένα φύλλα κισσού από αραιωμένο πηλό (διακόσμηση τύπου «δυτικής κλιτύος»). Τα χείλη του αγγείου στρέφονται ελαφρά προς τα έξω. Οι λαβές ταινιωτές, σε σχήμα δαχτυλιδιού, φέρουν αυλάκι στη ράχη. Συγκολλήθηκε από τέσσερα κομμάτια. Πηλός κοκκινωπός καθαρός. Ύψ. 0,078, διάμ. βάσης 0,04, διάμ. χείλους 0,069μ. Παρόμοια: ΑΔ29 (1973-74): Χρονικά, σ.318, Πίν.200 α, αριθ.3006.
5. ΑΕ ΜΠΥ 1717 (Πίν.28β). Μόνωτο κύπελλο, άβαφο, ακέραιο. Βάση επίπεδη, απλό πλάτυσμα. Σώμα αμφικωνικό και χείλη ψηλά, στραμμένα προς τα μέσα. Λαβή ταινιωτή με αυλάκωση στη ράχη. Πηλός κοκκινωπός με μίκκα. Ύψ. 0,08, διάμ. βάσης 0,048, διάμ. χείλους 0,059μ.
6. ΑΕ ΜΠΥ 2082 (Πίν.27α). Το κάτω μέρος μικρού χάλκινου αγγείου, πιθανώς οινοχόης ή μυροδοχείου. Σώζεται το μεγαλύτερο μέρος του σώματος, σχήματος σφαιρικού και η δισκόμορφη βάση του, ελαφρά κοίλη στο κάτω μέρος. Λείπουν ο λαιμός και το στόμιο. Σωζ. ύψ. 0,055, διάμ. βάσης 0,036μ.
7. Τμήμα του καμπύλου στελέχους σιδερένιας στλεγγίδας (Πίν.28γ).
Κτερίσματα ταφής Δ
1. ΑΕ ΜΠΥ 1696 (Σχέδ.9 Πίν.28δ). Λάγυνος ακέραιη με επίχρισμα σκούρο κόκκινο ως καστανό από το ψήσιμο(;) Σώμα σε σχήμα κόλουρου κώνου με μια τάση σφαιρικότητας. Βάση δακτυλιόσχημη, λαιμός ψηλός και στενός και στόμιο πλατύ και επίπεδο. Η λαβή, με δύο αυλακώσεις στη ράχη, ξεκινάει κάτω από το χείλος και, αφού σχηματίσει ορθή γωνία στο ύψος αυτό, καταλήγει στον ώμο. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,134, διάμ. βάσης 0,078, διάμ. χείλους 0,035μ.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1697 (Σχέδ.9 Πίν.28ε). Λάγυνος ερυθροβαφής, ακέραιη. Βάση χαμηλή, δακτυλιόσχημη, κοίλη κάτω. Το σώμα σφαιρικό και ο λαιμός ψηλός και στενός, καταλήγει σε στόμιο με λεπτά χείλη, που ανοίγουν ελαφρά προς τα έξω. Η λαβή με δύο αυλακώσεις στη ράχη, ξεκινά κάτω από το χείλος, κατευθύνεται οριζόντια με μια ελαφρά ανάταση και σχηματίζει οξεία γωνία για να καταλήξει κάθετα στον ώμο του αγγείου. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,139, διάμ. βάσης 0,059, διάμ. χείλους 0,026 μ. Παρόμοιο: Agora V, F45, σ.15, πίν.1.
3. ΑΕ ΜΠΥ 1698 (Σχέδ.9·Πίν.28 στ). Λάγυνος ακέραιη με επίχρισμα καστανό ως μαύρο που έχει απολεπιστεί σε πολλά σημεία. Βάση σχετικά ψηλή, κωνική. Σώμα σφαιρικό. Λαιμός ψηλός με στόμιο πλατύ σε σχήμα πλαστικού λοξότμητου δαχτυλιδιού. Λαβή ταινιωτή με δύο αυλακώσεις στη ράχη. Είναι κάθετη στον ώμο και σχηματίζει οξεία γωνία στο σημείο στροφής προς το λαιμό. Πηλός καστανός. Ύψ. 0,194, διάμ. βάσης 0,079, διάμ. χείλους 0,043 μ.



4. ΑΕ ΜΠΥ 1699 (Σχέδ.24 Πίν.29α). Μυροδοχείο ακέραιο, άβαφο. Βάση πολύ μικρή, επίπεδη, πόδι ψηλό και λεπτό, σώμα ατρακτόσχημο. Λαιμός ψηλός με χείλος που στρέφεται προς τα έξω. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,185, διάμ. βάσης 0,021, διάμ. χείλους 0,036μ.
5. ΑΕ ΜΠΥ 1700 (Σχέδ.24 Πίν.29β). Μυροδοχείο του οποίου λείπει τμήμα του λαιμού και το στόμιο. Βάση πολύ μικρή, επίπεδη, κωνική. Πόδι ψηλό, σώμα ατρακτόχημο. Επίχρισμα αραιό στο χρώμα του πηλού. Συγκολλήθηκε από δύο κομμάτια. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,16, διάμ. βάσης 0,027μ.
6. ΑΕ ΜΠΥ 1701 (Σχέδ.25 Πίν.29γ). Μυροδοχείο ακέραιο με γκριζοκάστανο επίχρισμα από αραιό πηλό. Βάση μικροσκοπική κωνική, πόδι λεπτό και ψηλό, σώμα ατρακτόσχημο με τονισμένο τον ώμο. Λαιμός ψηλός και χείλος στραμμένο προς τα έξω και κάτω. Πηλός γκριζοκίτρινος. Ύψ. 0,131, διάμ. βάσης 0,016, διάμ. χείλους 0,027 μ.
7. ΑΕ ΜΠΥ 1702 (Πίν.29δ). Μυροδοχείο ακέραιο, άβαφο. Πόδι σχετικά κοντό και χοντρό. Βάση επίπεδη. Σώμα σφαιρικό, λαιμός ψηλός με χείλος σε σχήμα πλαστικού λοξότμητου δαχτυλιδιού. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,141, διάμ. βάσης 0,026, διάμ. χείλους 0,032μ.
8. ΑΕ ΜΠΥ 1703 (Σχέδ.26 Πίν.28ζ). Μυροδοχείο ακέραιο, χωρίς πόδι, αλλά με βάση-πλάτυσμα στο κάτω μέρος του σώματος. Σώμα σφαιρικό. Λαιμός ψηλός και στόμιο σε σχήμα πλαστικού δαχτυλιδιού, κυκλικής διατομής. Το σώμα άβαφο, ενώ ο λαιμός και το στόμιο έχουν καστανό επίχρισμα. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,156, διάμ. βάσης 0,04, διάμ. χείλους 0,032μ.
9. ΑΕ ΜΠΥ 1704 (Σχέδ.26 Πίν.28η). Μυροδοχείο ακέραιο, χωρίς πόδι, με καστανοκίτρινο επίχρισμα. Σώμα σφαιρικό και βάση απλό πλάτυσμα. Λαιμός ψηλός και χείλος με μορφή πλαστικού λοξότμητου δαχτυλιδιού. Πηλός καστανοκόκκινος. Ύψ. 0,113, διάμ. βάσης 0,022, διάμ. χείλους 0,029μ.
10. ΑΕ ΜΠ Y 1705 (Σχέδ.10 Πίν.29 ε). Σκύφος άωτος σε σχήμα ημιτόμου, του οποίου λείπει μικρό τμήμα του σώματος. Βάση απλό πλάτυσμα, ελαφρά κοίλη κάτω. Τα τοιχώματα είναι εξαιρετικά λεπτά και το χείλος έχει μορφή πλαστικού δαχτυλιδιού. Ανάγλυφη αγκαθωτή διακόσμηση καλύπτει όλη την εξωτερική επιφάνεια του σώματος. Φέρει μελανό επίχρισμα. Πηλός καστανός. Ύψ. 0,088, διάμ. βάσης 0,037, διάμ. χείλους 0,078μ. Παρόμοια: Tarsus I, αριθ.617-621, εικ.150, σ.189-190 (όπου θεωρούνται εισαγόμενα από τη Δύση γύρω στις αρχές του -1ου αι., σ.190), Agora V, F23, σ.13, πίν.1, Kerameikos IX, 403, 6, πίν.71, Μ. Marabini, Cosa, αριθ.79, 81, 82, σ.68, πίν.7, 8, 59, forms IV και VII, Kabiren-Heiligtum III, αριθ.603, σ.144, πίν.33, 53.
11. ΑΕ ΜΠΥ 1706 (Σχέδ.10 Πίν.29 στ). Σκύφος άωτος σε σχήμα ημιτόμου. Το σώμα στενεύει στο κάτω μέρος και καταλήγει σε βάση ελαφρά κοίλη κάτω. Χείλη όρθια, στραμμένα ελαφρά προς τα μέσα. Επίχρισμα γκρίζο-μελανό, τοιχώματα πολύ λεπτά. Ακέραιος. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,088, διάμ. βάσης 0,033 μ. Παρόμοια: Morel, La céramique campanienne, αριθ.17222 a4, σ.406, πίν.2, 203, Mayet, Céramique à parois fines, forme II-III, πίν. VII, Ampurias I, αριθ.29, σ.283, αριθ.23, σ.292, αριθ.27, αριθ.10-13, σ.297, 393.
12. ΑΕ ΜΠΥ 1707 (Σχέδ.10 Πίν.29 ζ). Σκύφος άωτος. Η βάση απλό πλάτυσμα, επίπεδη. Σώμα αμφικωνικό. Στο πάνω μέρος του σώματος φέρει βαθουλώματα διακοσμητικά, κυκλικά διευθετημένα και κατά κανονικά διαστήματα. Χείλος που ξεχωρίζει έντονα από το σώμα με μια βαθιά αυλάκωση, ψηλό, στραμμένο προς τα μέσα. Άβαφος. Ακέραιος, εκτός από ένα τμήμα του χείλους και του σώματος. Τοιχώματα εξαιρετικά λεπτά. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια. Πηλός κόκκινος. Ύψ. 0,098, διάμ. βάσης 0,04, διάμ. χείλους 0,077μ. Παρόμοια: Mayet, Céramique à parois fines, αριθ.81, forme VIA, σ.37, πίν.X.
13. ΑΕ ΜΠΥ 1709 (Σχέδ.7 Πίν.29η). Κάνθαρος ακέραιος. Η βάση, απλό πλάτυσμα στο κάτω μέρος του σώματος, επίπεδη. Σώμα σχεδόν σφαιρικό. Τα χείλη του αγγείου, ψηλά, τείνουν αρχικά προς τα έξω και στο πέρας στρέφονται ελαφρά προς τα μέσα. Οι λαβές, μικρές ταινιωτές, φέρουν στο πάνω μέρος πλαστικό έξαρμα. Έφερε μαύρο επίχρισμα που τώρα έχει απολεπιστεί κατά το μεγαλύτερο μέρος. Πηλός γκριζοκάστανος. Ύψ. 0,086, διάμ. βάσης 0,043, διάμ. χείλους 0,073μ. Παρόμοια: BCH 94 (1970), αριθ.61, 10, σ.478, εικ.110, 111, Ch. Williams- J. Machutosh- J. Fisher, Excavations at Corinth 1973, Hesperia XLIII (1974), αριθ. 44, σ.30, πίν.8.



14. ΑΕ ΜΠΥ 1710 (Σχέδ.31 Πίν.31α-γ). Πινάκιο ερυθροβαφές. Η βάση επίπεδη, κοίλη κάτω. Στο κέντρο περίπου του κοίλου τμήματος της βάσης εγχάρακτο το γράμμα Κ. Τα τοιχώματα, καμπυλωτά, ανοίγουν προς τα έξω, καθώς επίσης και το χείλος που έχει τη μορφή πλαστικού δαχτυλιδιού. Στον πυθμένα διπλοί ομόκεντροι κύκλοι που σχηματίζονται με εμπίεστες κουκκίδες. Ακέραιο, το επίχρισμα απολεπισμένο σε πολλά σημεία. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,025, διάμ. βάσης 0,091, διάμ. χείλους 0,143μ.
15. ΑΕ ΜΠΥ 1711 (Σχέδ.31 Πίν.31δ-ε). Πινάκιο ερυθροβαφές, ακέραιο. Η βάση κοίλη κάτω, αποτελείται από τρία βαθμιδωτά επίπεδα, από τα οποία τα δύο έχουν μορφή δαχτυλιδιών και το τρίτο είναι η επιφάνεια του κεντρικού κύκλου της βάσης. Τα τοιχώματα κατευθύνονται προς τα έξω. Στον πυθμένα δύο διπλές εγχάρακτες περιφέρειες που ανάμεσά τους φέρουν εμπίεστες κουκκίδες. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,027, διάμ. βάσης 0,09, διάμ. χείλους 0,147μ.
16. ΑΕΜΠΥ 1712 (Πίν.31 στ). Πώμα αγγείου, πιθανώς πυξίδας ή αμφορέα, με κιτρινωπό επίχρισμα από καθαρό πηλό. Στο κέντρο πλαστικό έξαρμα-λαβή. Πηλός καστανοκόκκινος, ακάθαρτος. Διάμ. 0,101, πάχ. 0,012μ.



17. ΑΕ ΜΠΥ 1714 (Σχέδ.17 Πίν.30α-β). Λύχνος μονόμυξος με μαύρο επίχρισμα. Βάση απλό πλάτυσμα, ωοειδές. Σώμα από δύο μέρη. Το πάνω μέρος, κωνικού σχήματος, φέρει κυκλικά σχηματοποιημένα φύλλα, λοξά τοποθετημένα, έκτυπα. Στο δίσκο, με τοιχώματα που κατευθύνονται λοξά προς τα έξω, υπάρχει στο κέντρο οπή πληρώσεως και γύρω από αυτή τρεις άλλες, πολύ μικρές. Μυκτήρας επιμήκης με έντονα καμπύλη απόληξη και μεγάλη οπή στο πάνω επίπεδο μέρος. Λαβή όρθια, ταινιωτή, δακτυλιόσχημη με δύο αυλακώσεις στη ράχη. Κατασκευάστηκε με μήτρα. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,031, μήκ. 0,122, πλ. 0,061, μέγ. διάμ. βάσης 0,041μ. Παρόμοια: Agora IV, αριθ. 658, 659, πίν.49, Bailey, Q173, πίν.32, 33, Kerameikos XI, αριθ.615, πίν.88.
18. ΑΕ ΜΠΥ 1715 (Σχέδ.16 Πίν.30γ-δ). Λύχνος μονόμυξος, ακέραιος, με επίχρισμα γκρίζο-μαύρο. Βάση κυκλική, απλό πλάτυσμα. Σώμα από δύο άνισα μέρη. Η οπή πληρώσεως καταλαμβάνει όλο το δίσκο του λύχνου και γύρω της υπάρχει στενό αυλάκι. Μυκτήρας με χοντρό λαιμό, καμπύλη απόληξη και ωοειδή οπή. Λαβή όρθια, ταινιωτή, με αυλάκωση στη ράχη. Πηλός γκρίζος. Ύψ. 0,046, μήκ. 0,095, πλ. 0,055, διάμ. βάσης 0,036 μ. Παρόμοιο: Agora IV, αριθ. 516, σ.124, πίν.19, 45.
19. ΑΕ ΜΠΥ 1716 (Πίν.30ε). Αμφορέας με κιτρινωπό επίχρισμα, του οποίου λείπει η μία λαβή και τμήμα του σώματος. Βάση δακτυλιόσχημη, κοίλη κάτω. Σώμα ωοειδές, λαιμός ψηλός και στενός. Το στόμιο πολύ ψηλό με χείλη που στρέφονται προς τα έξω. Λαβές ταινιωτές με δύο πολύ ρηχές αυλακώσεις στη ράχη. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,208, διάμ. βάσης 0,061, διάμ. χείλους 0,059μ.
20. ΑΕ ΜΠΥ 2083 (Πίν.30στ). Οστέινο στέλεχος, πιθανώς περόνη, με διακόσμηση στο πάνω μέρος από εγκοπές που σχηματίζουν επάλληλα δαχτυλίδια και ένα τμήμα με κατατομή κυματίου. Σωζ. μήκ. 0,082 μ. Παρόμοιο: BSA 44 (1949), από τον τάφο 20, σ.90, πίν.36, 5.
21. Σιδερένιο μαχαίρι (Πίν,30ζ). Σωζ. μήκ. 0,10μ. Παρόμοια: CorinthXII, αριθ.1567-1570, σ.203, πίν.93.
22. ΑΕ ΜΠΥ 2084 (Πίν.33α). Χάλκινο νόμισμα, οβολός Σικυώνος. Πρβλ. SNG Cop., αριθ.67. (Χρονολογία κοπής: -4ος αι.).
23. ΑΕ ΜΠΥ 2085 (Πίν.33β). Χάλκινο νόμισμα Μεσσήνης. Πρβλ. SNG Cop., αριθ.508 κ.ε. (Χρονολογία κοπής μετά το -280). Υστερόσημα: εμπρ. Ă , οπ. τρίποδας.
Από το στόμα του νεκρού της ταφής Δ.
24. ΑΕ ΜΠΥ 2086 (Πίν.33γ). Χάλκινο νόμισμα Μεσσήνης. Πρβλ. SNG Cop., αριθ.508 κ.ε. (Χρονολογία κοπής μετά το -280). Υστερόσημα: οπ. τρίποδας.



Τάφος 13
 Είναι ο τρίτος τάφος που χτίστηκε δίπλα στον Τ12 και έχει τη βόρεια πλευρά του κοινή με αυτόν. Μια ορθογώνια πλάκα έφραζε την ανατολική πλευρά, μια πολύ λεπτή τη δυτική και τρεις άλλες πλάκες αποτελούσαν τη νότια. Η μία από τις πλάκες της νότιας πλευράς είναι σε δεύτερη χρήση. Φέρει στη μια στενή πλευρά διακόσμηση από αργό κυμάτιο και στη μεγάλη επιφάνεια, που βρισκόταν κάθετα τοποθετημένη, υπάρχει μακρόστενη βάθυνση, προφανώς για να δεχτεί κάποια μικρή στήλη. Στην όψη αυτής της βάσης υπάρχει ταινία που έφερε επιγραφή, από την οποία σώζονται τα γράμματα Α και X .Ο τάφος καλυπτόταν με τρεις πλάκες, από τις οποίες οι δύο είχαν ακανόνιστο σχήμα. Η τρίτη καλυπτήρια πλάκα, στην ανατολική πλευρά του τάφου, ήταν μία επιτύμβια στήλη που απέληγε σε αέτωμα. Ήταν από ντόπιο ασβεστόλιθο με δουλεμένη τη μια πλευρά, αλλά ακόσμητη. Η πίσω πλευρά ήταν μόλις ξεχοντρισμένη. Τόσο η ίδια κατασκευή των τριών αυτών τάφων, όσο και η χρονολόγηση των ταφών τους δείχνει ότι πρώτος κατασκευάστηκε ο τάφος 12, γύρο) στα τέλη του -3ου αι., προστέθηκε ο τάφος 9 στη βόρεια πλευρά του, στα τέλη του -2ου αι., και ακολούθησε ο τάφος 13, στη νότια πλευρά του τάφου 12, στις αρχές του -1ου αι.
Ο τάφος περιείχε ένα σκελετό (Πίν.32α), με το κρανίο στην ανατολική πλευρά. Στη μια πλευρά του νεκρού, κοντά στο δεξί του χέρι, βρέθηκαν δύο νομίσματα, ανάμεσα στις κνήμες του ένα μυροδοχείο (1755), ένα άλλο γυάλινο μυροδοχείο βρέθηκε ανάμεσα στα πέλματα, κοντά στο αριστερό πόδι ένα πινάκιο (1756), και στη νοτιοδυτική γωνία του τάφου ένα λυχνάρι (1757). Σύμφωνα με τα νομίσματα ο τάφος θα πρέπει να χρονολογηθεί μετά το +4, δηλαδή στις πρώτες δεκαετίες του +1ου αι., εφόσον το ένα από τα δύο νομίσματα είναι δηνάριο Αυγούστου και χρονολογείται στο -2/ +4 και μετά.
Ύψ. 0,112, διάμ. βάσης 0,035μ.
Κτερίσματα
1. ΑΕ ΜΠΥ 1755 (Σχέδ.26 Πίν.32β). Μυροδοχείο. Λείπει ο λαιμός και το στόμιο, Βάση δισκόμορφη, ελαφρά κοίλη στο κάτω μέρος, πόδι χαμηλό και σώμα σφαιρικό με ίχνη τροχού. Άβαφο. Πηλός καστανοκίτρινος.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1756 (Πίν.32γ). Πινάκιο ερυθροβαφές, ακέραιο, απολεπισμένο σε πολλά σημεία. Βάση δακτυλιόσχημη με κοίλη την κάτω επιφάνεια, που διαμορφώνεται σε δύο επίπεδα, με εγχάρακτο κύκλο στο κέντρο και μέσα σ' αυτόν εγχάρακτο σταυρό ή το γράμμα X. Σώμα από δύο μέρη, το κάτω μέρος ελαφρά λοξό και το πάνω σχεδόν κάθετο με εγχάρακτες γραμμές λοξά διευθετημένες. Πυθμένας επίπεδος. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,032, διάμ. βάσης 0,085, διάμ. χείλους 0,158μ.
3. ΑΕ ΜΠΥ 1757 (Σχέδ.16- Πίν.32ε-στ). Λύχνος μονόμυξος με μία κατακόρυφη, ταινιωτή λαβή. Βάση δισκόμορφη, μόλις διαμορφωμένη, σχεδόν απλό πλάτυσμα. Σώμα ενιαίο, σφαιρικό. Ο δίσκος-στόμιο έχει μεγάλη οπή πληρώσεως και περιβάλλεται από πλαστικό δαχτυλίδι-περιχείλωμα. Μυκτήρας επιμήκης και σχετικά λεπτός, με μεγάλη ελλειψοειδή οπή. Επίχρισμα καστανό-μαύρο, απολεπισμένο. Στην οπή του μυκτήρα ίχνη φωτιάς. Πηλός καστανοκίτρινος. Ύψ. 0,054, διάμ. βάσης 0,032, μήκ. 0,11, πλ. 0,053μ.
4. ΑΕ ΜΠΥ 2087 (Πίν.32δ). Γυάλινο μυροδοχείο. Βάση απλό πλάτυσμα, σώμα σφαιρικό, λαιμός λεπτός και ψηλός. Φέρει λευκό επίχρισμα επίθετο και διακόσμηση από χρυσές, λεπτές ταινίες που σχηματίζουν ομόρροπες καμπύλες, οι οποίες κατευθύνονται προς το λαιμό. Σωζ. ύψ. 0.113μ.



5. ΑΕ ΜΠΥ 1772 (Πίν.33δ). Ασημένιο δηνάριο ρωμαϊκής δημοκρατίας. Διάμ. 0,017μ.
Εμπρ: σε κύκλο με κουκκίδες, πλοίο προς τα αριστερά. Επί του πεδίου πάνω επιγραφή ΑΝ και κάτω III. VIR. R.Ρ. Οπ. σε κύκλο με κουκκίδες λάβαρα και αετός, κάτω δυσανάγνωστα τα γράμματα UCXVI. Πρβλ. Η. Mattingly, Roman Coins, πίν.XX, 18, Crawford, RRC, αριθ.544/31, BMC II, σ.529, αριθ.211, -32/ -31.
6. ΑΕ ΜΠΥ 2088 (Πίν.33ε). Δηνάριο Αυγούστου, επάργυρο. Πρβλ. RICI2 (1984), σ.55, αριθ.207, -2ος αι/ +4ος αι. και μετά.

Τάφος 14

Μικρός κιβωτιόσχημος τάφος από ακατέργαστους λίθους, καλυμμένος με μία πλάκα, ακτέριστος. (Σχέδ.2 Πίν.34α).



Τάφος 15
Κεραμοσκεπής, ακτέριστος. Ο μισοκατεστραμμένος, από την άροση, σκελετός του νεκρού βρέθηκε με το κεφάλι ανατολικά, τοποθετημένος πάνω σε μεγάλο λακωνικό στρωτήρα ως είδος φερέτρου. Από τα κομμάτια κεραμιδιών που βρέθηκαν πάνω του, συμπεραίνουμε ότι ο νεκρός σκεπάστηκε με έναν άλλο λακωνικό στρωτήρα και γύρω-γύρω τοποθετήθηκαν μικροί λίθοι.

Τάφος 16

Ανακομιδή που επισημάνθηκε ακριβώς δίπλα στη νότια πλευρά του τάφου 4. Τα συγκεντρωμένα οστά ήταν σκεπασμένα με μια μικρή επιτύμβια πλάκα από ντόπιο ασβεστόλιθο με αέτωμα (Πίν.34 β). Η ανακομιδή, αναμφισβήτητα, έγινε σε νεκρό που ήταν ενταφιασμένος στον τάφο 4, αφού ένα κομμάτι μεγαρικού σκύφου, που συνόδευε τα οστά, κόλλησε με ένα άλλο παρόμοιο κομμάτι που βρέθηκε μέσα στον τάφο (1787). Η ταφή χρονολογείται με πιθανότητα στο β' μισό του -2ου αι.
Κτερίσματα
1. ΑΕ ΜΠΥ 1787 (Πίν.35α). Τμήματα μεγαρικού σκύφου. Κάτω από το χείλος υπάρχει ζώνη με ρόδακες κι αμέσως κάτω από αυτή μια άλλη με ρόμβους και κουκκίδες. Το υπόλοιπο σώμα καλύπτεται με μικρούς ανάγλυφους ρόμβους που φέρουν από μία εμπίεστη κουκκίδα. Σε ολόκληρη την επιφάνεια φέρει κόκκινο επίχρισμα. Πηλός κοκκινωπός-πορτοκαλόχρωμος. Σωζ. ύψ. 0,065 μ.
2. ΑΕ ΜΠΥ 2089 (Πίν.35β). Επτά όστρακα μεγαρικού σκύφου. Στην πάνω ζώνη, κάτω από το χείλος, έφερε ανάγλυφα ιωνικά αβγά κι ανάμεσα, αντί για τα λογχοειδή φύλλα, στριφτά κορδόνια. Το κάτω μέρος του αγγείου διακοσμούσαν μεγάλα επιμήκη φύλλα κι ανάμεσά τους σειρές από κουκκίδες. Πηλός πορτοκαλέρυθρος. Παρόμοια: Tarsus I, αριθ.163-164, σ.223, εικ.130, Eretria II, αριθ.15, σ.64, πίν.26, 41.



Τάφος 17
Λαξευτός κιβωτιόσχημος τάφος, με κατεύθυνση Α.-Δ. Ήταν καλυμμένος με δύο σειρές κεραμιδιών λακωνικού τύπου. Στην πρώτη σειρά είχαν τοποθετηθεί τέσσερις στρωτήρες κατά πλάτος του τάφου, ανά ζεύγη (Πίν.36α). Το πρώτο ζευγάρι στρωτήρων, αυτό που βρισκόταν στα δυτικά, είχε την πλατύτερη στενή πλευρά στα νότια, ενώ το άλλο ζευγάρι ήταν τοποθετημένο με την πλατύτερη στενή πλευρά βόρεια, για να εξισωθεί έτσι η ανισότητα των στενών πλευρών των κεραμιδιών. Πάνω από αυτά είχε τοποθετηθεί μια άλλη στρώση κεραμιδιών με την κυρτή επιφάνεια προς τα πάνω (Πίν.36β). Ο λάκκος που είχε λαξευτεί, ήταν αρκετά βαθύς και ο σκελετός του νεκρού αποκαλύφθηκε σε βάθος 1μ. περίπου. Ήταν ιδιαίτερα μεγάλος, μήκ. 1,80μ., με το κεφάλι στα ανατολικά, ελαφρά γερμένο στα αριστερά του. Πάνω στο στήθος του βρέθηκε σιδερένια αιχμή δόρατος.



Ταφή 18
Ταφική πυρά που αποκαλύφθηκε ακριβώς ανατολικά του τρίδυμου τάφου T9, Τ12 και T13. Η πυρά πραγματοποιήθηκε μέσα σε ρηχό λάκκο περίπου 1X 1μ., του οποίου τα τοιχώματα επενδύθηκαν με πηλό, ο οποίος ψήθηκε κατά τη διάρκεια της πυράς. Μαζί με το νεκρό τοποθετήθηκαν στην πυρά και διάφορα κτερίσματα κυρίως αγγεία, μεγαρικοί σκύφοι, ένας γαμικός λέβητας, ένα μολύβδινο κουταλάκι, δύο πινάκια. Από τους μεγαρικούς σκύφους που βρέθηκαν στην πυρά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτή πραγματοποιήθηκε μετά τα μέσα του -2ου αι., πιθανώς στο γ' τέταρτο.
Κτερίσματα
1. ΑΕ ΜΠΥ 2090 (Σχέδ.5 Πίν.36γ). Γαμικός λέβητας. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια. Συμπληρώθηκαν τμήματα του σώματος και η μία λαβή. Σώμα επίμηκες, ωοειδές. Βάση σε μορφή δύο επάλληλων δίσκων, κοίλη κάτω. Ο ώμος έχει μορφή ανοιχτού κόλουρου κώνου και ξεχωρίζει με σαφήνεια από το υπόλοιπο σώμα -το χείλος είναι κατακόρυφο. Στα σημεία απόληξής τους οι λαβές πλαισιώνονται από λωβούς που κατευθύνονται προς τα πάνω και γέρνουν τις κορυφές τους ελαφρά προς τα πλάγια. Φέρει διακόσμηση τύπου «δυτικής κλιτύος». Τον ώμο του αγγείου διακοσμούν μικροί μίσχοι που συγκρατούν σχηματοποιημένα, κυκλικά φύλλα και ρόδακες, που αποτελούνται από μικρές στιγμές κυκλικά διευθετημένες. Στο σώμα υπάρχουν πέντε ζώνες. Η πρώτη από πάνω διακοσμείται με σπειρομαίανδρο, η δεύτερη πλαισιώνεται από δύο σειρές λευκών στιγμών και φέρει δύο λευκές ταινίες. Η επόμενη από απλό μαίανδρο, τα διάχωρα του οποίου διακοσμούνται με τέσσερα άνθη ακτινωτά τοποθετημένα, έτσι ώστε η σύνθεση να έχει σχήμα τετράγωνο. Η τέταρτη, που είναι και η μεγαλύτερη ζώνη, φέρει συνεχόμενο βλαστό ζιγκ-ζαγκ και κατά διαστήματα ελικόσχημους καυλούς, κισσόφυλλα και σχηματοποιημένους ρόδακες με περιφερειακά διευθετημένες στιγμές. Την τελευταία ζώνη αποτελούν δύο πλατιές λευκές ταινίες, παράλληλες. Το υπόλοιπο 1/3 περίπου του αγγείου προς τα κάτω είναι μαύρο. Πηλός γκριζωπός. Ύψ. 0,248, διάμ. βάσης 0,138, διάμ. χείλους 0,08μ.



2. ΑΕ ΜΠΥ 1788 (Πίν.37α). Τμήμα από τον πυθμένα πινακίου με κυκλική κοιλότητα. Σώζεται εμπίεστο διακοσμητικό ανθέμιο. Έφερε μελανό επίχρισμα, απολεπισμένο. Πηλός γκρίζος. Σωζ. ύψ. 0,025μ.
3. ΑΕ ΜΠΥ 1799 (Πίν.37β). Μεγάλο τμήμα, το μισό σχεδόν, οξύβαφου πινακίου με χείλος που μόλις στρέφεται προς τα έξω. Ο πυθμένας κόκκινος. Πηλός καστανός σκούρος. Ύψ. 0,045, διάμ. χείλους 0,21μ.
4. ΑΕ ΜΠΥ 1800 (Σχέδ.29 Πίν.37γ). Πινάκιο. Βάση δακτυλιόσχημη, χείλος που στρέφεται προς τα μέσα, επίχρισμα καστανό. Λείπουν τμήματα του σώματος και του χείλους. Πηλός γκριζοκάστανος. Ύψ. 0,045, διάμ. βάσης 0,062, διάμ. χείλους 0,19μ. Παρόμοια: BCH 94 (1970), αριθ.188, 4-188, 7, σ.504-507, εικ.179-182, Hesperia III (1934), E1, εικ.82.
5. ΑΕ ΜΠΥ 1789 (Πίν.37δ). Τμήμα σκύφου με διακόσμηση τριών σειρών από «αγκαθωτές» προεξοχές. Στο εσωτερικό, μαύρο γάνωμα και στο εξωτερικό καστανό. Πηλός κοκκινιοπός-κίτρινος. Σωζ. ύψ. 0,095μ.
6. ΑΕ ΜΠΥ 2091 (Σχέδ.19- Πίν.37 στ-ζ). Μεγαρικός σκύφος. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια και συμπληρώθηκαν τμήματά του. Κάτω από το χείλος και στο σημείο, όπου το σώμα αρχίζει να στενεύει προς τα κάτω, φέρει ζώνη που ορίζεται από δύο λεπτά πλαστικά κορδόνια και διακοσμείται με μικρούς οκτάφυλλους ρόδακες με μικρά επιμήκη φύλλα, εναλλάξ. Κάτω από τη ζώνη αυτή υπάρχει μια άλλη λίγο, πλατύτερη διακοσμημένη με μεγαλύτερους οκτάφυλλους ρόδακες, κατά αραιότερα διαστήματα, ανάμεσα στα πέταλα των οποίων υπάρχουν κουκκίδες. Το υπόλοιπο σώμα καλύπτεται με λογχόσχημα φύλλα που φέρουν στο κέντρο κοίλη νεύρωση. Πηλός γκριζωπός. Κάτω από τη βάση ανάγλυφη επιγραφή (Πίν.37στ) από δεξιά προς τα αριστερά:








Ύψ. 0,065, διάμ. βάσης 0,046, διάμ. χείλους 0,10μ.
7. ΑΕ ΜΠΥ 2092 (Σχέδ.20α Πίν.37ε). Τμήμα μεγαρικού σκύφου. Κάτω από το χείλος ζώνη που ορίζεται με λεπτά ανάγλυφα κορδόνια και διακοσμείται με εξάφυλλους ρόδακες. Το υπόλοιπο σώμα καλυπτόταν με ρόμβους που σχηματίζονταν με πλαστικά κορδόνια. Σώζεται ένας ρόδακας. Επίχρισμα καστανό. Πηλός καστανοκόκκινος. Ύψ. 0,058 , πλ. 0,055μ.
8. ΑΕ ΜΠΥ 2093 (Πίν.38α). Τρία όστρακα μεγαρικού σκύφου. Κάτω από το χείλος ζώνη που ορίζεται με λεπτά πλαστικά κορδόνια και διακοσμείται με επτάφυλλους ρόδακες, ενώ κάτω από αυτή μια άλλη, στενότερη διακοσμείται με κουκκίδες. Στο υπόλοιπο τμήμα του σώματος υπάρχει παράσταση, πιθανώς κυνηγιού, από την οποία σώζονται μια μορφή με χλαμύδα, που ανεμίζει προς τα πίσω, να τρέχει προς τα δεξιά, καθώς και το πίσω μέρος ζώου, πιθανώς σκύλου, που τρέχει. Επίχρισμα καστανοκόκκινο ως μαύρο. Πηλός πορτοκαλέρυθρος. Ύψ. 0,085μ.9. ΑΕ ΜΠΥ 2094 (Πίν.38β). Όστρακα μεγαρικού σκύφου. Κάτω από το χείλος ζώνη που φέρει επτάφυλλους ρόδακες. Το υπόλοιπο σώμα καλύπτεται με ανάγλυφα κλαδιά φτέρης(;) Επίχρισμα κοκκινωπό. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Ύψ. 0,05μ.
10. ΑΕ ΜΠΥ 2095 (Πίν.38γ). Τμήματα από τη βάση και το σώμα μεγαρικού σκύφου- Η βάση, κάτω, φέρει ανάγλυφο ρόδακα. Από τη διακόσμηση του σώματος σώζονται ανάγλυφα ιωνικά αβγά, προφανώς από ζώνη κάτω από το χείλος, και κρεμάμενα άνθινα στεφάνια από γιρλάντες. Επίχρισμα καστανοκόκκινο. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος.
11. ΑΕ ΜΠΥ 2096 (Σχέδ.20,β Πίν.38ε). Τμήματα μεγαρικού σκύφου. Κάτω από το χείλος υπάρχει ζώνη με επτάφυλλους ρόδακες με κοίλα φύλλα. Από τη διακόσμηση του υπόλοιπου σώματος σώζονται μεγάλοι οκτάφυλλοι ρόδακες, όμοιοι με τους προηγούμενους, κι ανάμεσά τους λαγός. Πηλός γκρίζος.
12. ΑΕ ΜΠΥ 2097 (Σχέδ.20,γ Πίν.38 δ). Τμήμα από το σώμα μεγαρικού σκύφου. Σώζεται ανάγλυφη διακόσμηση με πλοχμό και πιο κάτω τμήμα λογχοειδούς φύλλου και ενός ανθεμίου ή άκανθας με φύλλα που γέρνουν προς τα κάτω. Επίχρισμα μαύρο στιλπνό. Πηλός γκρίζος. Μήκ. 0,051μ.
13. ΑΕ ΜΠΥ 2098 (Σχέδ.20,δ Πίν.39α). Τρία τμήματα από το πάνω μέρος μεγαρικού σκύφου. Κάτω από το χείλος ανάγλυφα αβγά κι ανάμεσά τους λογχοειδή φύλλα. Κάτω από αυτά μια σειρά κουκκίδες. Πιο κάτω ανάγλυφος, σύνθετος μαίανδρος με αβακωτό. Επίχρισμα καστανοκόκκινο ως μαύρο. Πηλός κοκκινωπός-κίτρινος. Μέγ. ύψ. 0,04μ.
14. ΑΕ ΜΠΥ 2099 (Σχέδ.20ε Πίν.39β). Τμήμα μεγαρικού σκύφου, που σώζει μέρος ανάγλυφου λογχοειδούς φύλλου και δύο καυλούς, από τους οποίους ο ένας απολήγει σε σπείρα. Επίχρισμα μαύρο στιλπνό. Πηλός καστανόφαιος. Μέγ. μήκ. 0,033μ.
15. ΑΕ ΜΠΥ 2100 (Πίν.39γ). Χάλκινο κουτάλι, πολύ χοντρό με μικρή και βαθιά κοιλότητα. Λείπει το στέλεχος της λαβής. Σωζ. μήκ. 0,07, πλ. 0,021, πάχ. περίπου 0,008μ.



Τάφος 19
Κεραμοσκεπής. Ο νεκρός είχε τοποθετηθεί απευθείας πάνω στο χώμα και σκεπάστηκε με δύο μεγάλους λακωνικούς στρωτήρες (Σχέδ.2 Πίν.39δ). Το κρανίο βρισκόταν στα ανατολικά και κάτω από αυτό υπήρχε μικρός επιμήκης λίθος που, προφανώς, είχε τοποθετηθεί ως προσκέφαλο (Πίν.39ε). Τα χέρια παράλληλα προς το σώμα. Ο τάφος ήταν ακτέριστος.



Τάφος 20
Παιδικός κιβωτιόσχημος. Τις πλευρές του όριζαν ακατέργαστοι λίθοι τοποθετημένοι στη σειρά και καλυπτόταν από άλλες, περισσότερες, ακατέργαστες πλάκες, λίγο μεγαλύτερες, με μικρούς λίθους στα κενά. Ο σκελετός του παιδιού βρέθηκε σχεδόν διαλυμένος. Ήταν κτερισμένος με μία οινοχοΐσκη (1782) και έναν ασκό τύπου guttus (1783). Ο τάφος χρονολογείται, με βάση κυρίως τη μορφή του ασκού στο πρώτο μισό του -3ου αι.
Κτερίσματα
1. ΑΕ ΜΠΥ 1782 (Πίν.40α). Οινοχοΐσκη. Σώμα κυλινδρικό, λαιμός στενός. Λείπει το χείλος και η λαβή. Η βάση δισκόμορφη, ελαφρά κοίλη κάτω. Επίχρισμα μαύρο ως κόκκινο σε όλη την επιφάνεια εκτός από τη βάση και το κάτω μέρος του αγγείου. Πηλός κοκκινωπός. Ύψ. 0,13, διάμ. βάσης 0,04μ.
2. ΑΕ ΜΠΥ 1783 (Σχέδ.4 Πίν.40β). Μελαμβαφής ασκός τύπου guttus. Βάση δακτυλιόσχημη, κοίλη κάτω, σώμα σε σχήμα εχίνου, χείλος στραμμένο προς τα έξω. Λείπει η λαβή που ξεκινούσε από το χείλος και κατέληγε στον ώμο. Πάνω στον ώμο, γύρω από τη βάση του λαιμού, τρεις εγχάρακτοι κύκλοι και κατακόρυφες αυλακώσεις. Ύψ. 0,05, διάμ. βάσης 0,038, διάμ. χείλους 0,035μ.



Τάφος 21
Στον τάφο αυτό ο νεκρός είχε τοποθετηθεί απευθείας στο χώμα, με λογισμένα τα σκέλη και καλύφθηκε με πέντε πλάκες, λίγο δουλεμένες, από ψαμμόλιθο (Σχέδ.2). Ακτέριστος.

Τάφος 22

Η ταφή αυτή αποκαλύφθηκε λίγο πιο βαθιά από το επίπεδο των άλλων τάφων. Η ταφή ήταν σε πιθάρι με ανάγλυφο ζωνάρι στην κοιλιά. Το στόμιο του πιθαριού έφραζαν ερμητικά μια σχιστόπλακα και μπροστά από αυτή μια μεγάλη πέτρα (Πίν.40ε). Περιείχε ταφή κτερισμένη με μία προχοΐσκη. Η ανακάλυψη της ταφής με τους υπόλοιπους τάφους ήταν πραγματικά μια έκπληξη. Τόσο το ίδιο το πιθάρι όσο και η προχοΐσκη χρονολογούνται στη μεσοελλαδική εποχή. Ήταν, ωστόσο, το μοναδικό εύρημα μιας τόσο παρωχημένης εποχής που συντρόφευε τους μεταγενέστερους νεκρούς της ελληνιστικής εποχής.
Κτερίσματα
ΑΕ ΜΠΥ 1780 (Πίν.40γ). Άβαφη, χειροποίητη προχοΐσκη. Λείπει η λαβή και τμήμα του χείλους. Πηλός γκρίζος-μαύρος, ακάθαρτος. Ύψ. 0,10, διάμ. βάσης 0,04, διάμ. χείλους 0,06μ.

Τάφος 23

 Το νεκρό του τάφου, που είχε τοποθετηθεί απευθείας στο έδαφος, σκέπαζε μια ορθογώνια κατασκευή, διαστ. περίπου 2χ 1,20μ., από λίθους (Πίν.40στ). Πάνω από το σκελετό υπήρχαν μεγάλοι λίθοι, μήκ. 0,50-0,60μ., και πάνω από αυτούς μια άλλη στρώση από μεγάλους και μικρότερους αργούς λίθους. Το κρανίο του νεκρού βρέθηκε στα Α. και είχε τοποθετηθεί πάνω σε μακρόστενη πλάκα ως προσκέφαλο, ενώ πλαισιωνόταν από δύο άλλες δεξιά κι αριστερά. Ο νεκρός ήταν κτερισμένος με ένα μόνο φιαλίδιο που βρέθηκε κοντά στο κεφάλι του. Χρονολογείται, με πιθανότητα, στα τέλη του -4ου αι.
Κτερίσματα
ΑΕ ΜΠΥ 1784 (Πίν.40δ). Μελαμβαφές φιαλίδιο με λεπτά τοιχώματα. Βάση δισκόμορφη επίπεδη και τοιχώματα σχεδόν κατακόρυφα. Πηλός καστανοκόκκινος. Ύψ. 0,025, διάμ. βάσης 0,033, διάμ. χείλους 0,052μ.


Διαβάστε το δεύτερο μέρος της παρουσίασης στον σύνδεσμο:
Τα Ελληνιστικά νεκροταφεία της Πύλου. Μέρος Β΄




Printfriendly