.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Η Ναυμαχία της Μεθώνης, 1825


 Μετά την απόβαση του Ιμπραήμ πασά στην Μεθώνη, τον Φεβρουάριο του 1825, η απόδοση των χερσαίων ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων ήταν από μηδαμινή έως ελάχιστη, καθώς δεν κατάφεραν να περιορίσουν τις δυνάμεις των Τουρκοαιγυπτίων στα όρια του αρχικού γεωγραφικού προγεφυρώματος, όπως αρχικά ήταν ο στόχος τους. Ετσι μοναδική αξιόμαχη ελληνική δύναμη, ικανή να επιφέρει στον εχθρό κάποια βλάβη, τέτοια που να αντισταθμίσει, έστω εν μέρει, τις επιτυχίες του, ήταν ο ελληνικός στόλος.
 Μέσα σε αυτό το άσχημο πλαίσιο για την έκβαση του αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης, ο ελληνικός στόλος με αρχηγό τον ναύαρχο Ανδρέα Βώκο «Μιαούλη»  προσπαθεί να επιφέρει κάποια σημαντικά πλήγματα στον εχθρό.  Ετσι στις 29 Απριλίου 1825 ο Μιαούλης εξέθεσε την ανάγκη σε κοινή συγκέντρωση Υδραίων και Σπετσιωτών μοιράρχων και κυβερνητών. Οι Σπετσιώτες από την πλευρά τους, βλέποντας ότι ήταν ανάγκη να μείνουν ελληνικά πλοία που να παρακολουθούν τον εχθρό, αποφάσισαν να αναλάβουν αυτό το έργο, έστω και μόνοι. Ετσι, ενώ οι Υδραίοι κινήθηκαν προς το Νότο, οι Σπετσιώτες κινήθηκαν ανοικτότερα προς την νήσο Πρώτη. Οι κινήσεις αυτές του Ελληνικού Στόλου έδωσαν την δυνατότητα στους Αιγυπτίους να αποσπάσουν το μεγαλύτερο μέρος από τα βαριά σκάφη τους, έντεκα φρεγάτες και τέσσερα βρίκια, και να τα στείλουν στο λιμάνι του Ναβαρίνου, ώστε να αυξήσουν την δύναμη πυρός εναντίον του φρουρίου.

  
 Ομως, η έντονη ανησυχία του ναυάρχου Μιαούλη για τον κίνδυνο που περιβάλλει το Νεόκαστρο, σε συνδυασμό με την οργή και την θλίψη του για την απόβαση των Αιγυπτίων στην Σφακτηρία και τον θάνατο πολλών και σημαντικών Ελλήνων, τον οδήγησε στην σκέψη να πράξει κάτι άκρως παράτολμο πριν απομακρυνθεί: να εισχωρήσει στο λιμάνι του Ναβαρίνου τα δύο περιπολικά του και να κάψει όσα περισσότερα πλοία του Αιγυπτιακού Στόλου μπορούσε. Ετσι κάλεσε τους δύο κυβερνήτες των περιπολικών, τον Ανδρέα Πιπίνο και τον Δημήτρη Ραφαλιά και τους ανακοίνωσε τα σχέδιά του. Ο Πιπίνος του δήλωσε με θάρρος ότι συμφωνεί, αλλά ο κίνδυνος ήταν τόσο μεγάλος που δεν βρίσκονταν αρκετοί ναύτες, καθώς μόνο έξι συμφώνησαν να τον ακολουθήσουν. Ετσι ο Μιαούλης προκήρυξε αμοιβή 1.000 γρόσια σε αυτούς που θα συμμετείχαν, εάν κατάφερναν να κάψουν κάποια φρεγάτα και έτσι παρουσιάσθηκαν λίγοι ακόμη ναύτες από διάφορα πλοία και καταρτίσθηκε το πλήρωμα της αποστολής.  Ομως, ο κυβερνήτης του δεύτερου πυρπολικού, ο Δημήτρης Ραφαλιάς, δεν θέλησε να ριψοκινδυνεύσει. Τότε παρουσιάσθηκε ως εθελοντής ο Γιώργης Πολίτης, απλός ναύτης, και ζήτησε να οδηγήσει το πυρπολικό. Ετσι ο Ραφαλιάς, παραιτήθηκε από την θέση του και αντικαταστάθηκε από τον Πολίτη, ενώ και για αυτό το περιπολικό, βρέθηκαν λίγοι ακόμη ναύτες από διάφορα πλοία για να επανδρώσουν το πλήρωμα. Ενώ εξελίσσονταν αυτό το σχέδιο, έφθασαν τέσσερα νέα περιπολικά που έρχονταν από την Υδρα: των Αντώνη Μπίκου, Αναστασίου Ρομπότση, Δημήτρη Τσαπέλη και Κ. Μπελεμπίνη, καθώς και η γολέτα «Τερψιχόρη» με λίγα πολεμοφόδια.
 Ετσι την ίδια νύκτα η υδραίικη μοίρα, δώδεκα πλοία και τα έξι πυρπολικά, αγκυροβόλησαν πίσω από την Σαπιέντζα, ενώ έμειναν εκεί και όλη την επόμενη ημέρα, προσπαθώντας να μην γίνουν αντιληπτά από τον εχθρό.  Ομως ένα αυστριακό πλοίο είδε την ελληνική μοίρα και ειδοποίησε τους επικεφαλής της αλγερινής και της αιγυπτιακής μοίρας για την παρουσία του ελληνικού στόλου και τους ανακοίνωσε ότι σε λίγο θα δέχονταν επίθεση. Ετσι ο διοικητής της αλγερινής μοίρας διέταξε τα πλοία του να τεθούν σε κίνηση και να ανοιχθούν, ενώ οι Αιγύπτιοι φάνηκαν νωθροί σε όποιο σχεδιασμό, καθώς πολλοί κυβερνήτες και πληρώματα τους βρίσκονταν στην Μεθώνη και διασκέδαζαν.

 
 Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Μιαούλης έδρασε τάχιστα, καθώς παρέκαμψε την Σαπιέντζα και μπήκε στο στενό ανάμεσα σε αυτή και την Σχίζα και μέσα σε μια ώρα, στις 30 Απριλίου 1825 κατά τις 5 μ.μ., τα ελληνικά σκάφη βρίσκονταν ξαφνικά μπροστά στον εχθρό. Η φορά του ανέμου ήταν νοτιοανατολική στον άξονα του στενού της Σαπιέντζας – Μεθώνης, όπου βρίσκονταν ο Αιγυπτιακός Στόλος, και τα ελληνικά σκαριά είχαν τον καιρό από την πρύμνη.
 Ετσι, τα ελληνικά πλοία καθώς μπήκαν στο στενό άρχισαν τους κανονιοβολισμούς εναντίον των εχθρικών πλοίων. Η επίθεση άρχισε εναντίον της αλγερινής μοίρας και λίγο έλειψε να χτυπήσουν και το αυστριακό, καθώς δεν διέκριναν την σημαία του. Οι Αιγύπτιοι ξαφνιασμένοι, βρεθήκαν υποχρεωμένοι τη στιγμή εκείνη να κάνουν τους απαραίτητους χειρισμούς ώστε να κινηθούν, ενώ πάνω στον πανικό τους δεν σκέφθηκαν ούτε καν να κόψουν τις άγκυρες. Ετσι, ενώ τα ελληνικά πλοία συμπλέκονταν με τα αλγερινά που βρίσκονταν σε κίνηση και τα αιγυπτιακά βρίσκονταν καθηλωμένα, τα έξι ελληνικά πυρπολικά μπόρεσαν να αναπτυχθούν καλά και να επιλέξουν τα θύματά τους, προκαλώντας την περαιτέρω σύγχυση των αιγυπτιακών πληρωμάτων. Μέσα στον πανικό τους τα αιγυπτιακά πληρώματα εγκατέλειψαν τους χειρισμούς, καθώς κάποια από αυτά όρμησαν να μπουν στις βάρκες και άλλα έπεσαν στην θάλασσα. Σε αυτό το κλίμα ένα από τα πυρπολικά έδωσε φωτιά στην ωραία κορβέτα «Svezia», η οποία μεταδόθηκε και σε μια άλλη γειτονική της. Το δεύτερο πυρπολικό έκαψε την φρεγάτα «Ασία» των 44 κανονιών, ενώ άλλα πυρπολικά έκαψαν δύο βρίκια και δύο γολέτες. Από αυτά τα σκάφη πήραν φωτιά και άλλα πέντε μεταγωγικά, φθάνοντας έτσι τις απώλειες του εχθρού σε δώδεκα πλοία. Μέσα σε αυτή την κόλαση βρήκαν το θάνατο οι μισοί άνδρες από τα εχθρικά πληρώματα, ενώ πολυάριθμοι ακρωτηριάσθηκαν ή έπαθαν φρικτά εγκαύματα. Η φωτιά πρόσβαλε και ένα μικρό εμπορικό σκάφος με ιονική σημαία και από αυτό μεταδόθηκε σε μια μικρή πολεμική γολέτα, που την είχαν εγκαταλείψει οι Ελληνες στο Νεόκαστρο, οι οποία τινάχτηκε και αυτή στον αέρα. Ενα ολλανδικό βρίκι, που βρισκόταν στο λιμάνι της Μεθώνης, μόλις που σώθηκε κόβοντας την άγκυρα και βγαίνοντας από το λιμάνι. Από τις ανατινάξεις κινδύνευσε και η Μεθώνη, καθώς μερικά πυρακτωμένα ελάσματα έπεσαν πάνω σε σπίτια και τους μετέδωσαν τη φωτιά.  Για την καταστολή των πυρκαγιών αυτών διατέθηκαν στρατιωτικά αποσπάσματα, τα οποία όμως δεν κατάφεραν να καταστείλουν την πυρκαγιά σε μια αποθήκη όπου φυλάσσονταν μανδύες και αρβύλες. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο υποναύαρχος Σαχίνης γράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο χαρακτηριστικά: «Εως της 11 ώρας μ.μ. η θέα της πυρκαγιάς των εχθρικών πλοίων ήτον άξιο παρατηρήσεως καθώς ακούγονται οι κρότοι τους οποίους οι πυρυταποθήκαι έκαμνον».
 Ετσι η τολμηρή αυτή επίθεση κατέληξε στη μεγαλύτερη τέτοιου είδους επιτυχία του Ελληνικού Στόλου, ενώ αν προκαλούσε και εκρήξεις μέσα στην πόλη της Μεθώνης, όπως λίγο έλειψε, θα αποτελούσε καίριο πλήγμα για τον Ιμπραήμ. Μια άλλη τέτοια επιχείρηση εναντίον του εχθρικού στόλου που είχε μπει στο λιμάνι του Ναβαρίνου μπορούσε να φέρει τον Ιμπραήμ σε απελπιστική θέση. Αλλά για μια τέτοια επιχείρηση χρειάζονταν περισσότερα πυρπολικά και ο Μιαούλης διαπίστωνε με μεγάλη του πίκρα πόσο περιορισμένα μέσα διέθετε, καθώς αναφέροντας το κατόρθωμα του στόλου στην Υδρα δεν παρέλειψε να επαναλάβει, για άλλη μια φορά, την ανάγκη που είχε από πυρπολικά. Παρά τη μεγάλη έκτασή της και τις φρικτές για τους Αιγυπτίους συνέπειές της, αυτή η καταστροφή δεν υπήρξε καίρια και ούτε μπορούσε να επιδράσει στην έκβαση του πολέμου, ενώ ο ίδιος ο Ιμπραήμ τη δέχθηκε με πολλή ψυχραιμία καθώς αρκέσθηκε να πει: «Ο πατέρας μου είναι πλούσιος, θα φτιάσει άλλα, περισσότερα, δυνατότερα και ωραιότερα πολεμικά!». Ο Μιαούλης ύστερα από αυτό το κατόρθωμα οδήγησε την υδραίικη μοίρα στον Αλμυρό, ενώ οι Σπετσιώτες, αφού έμειναν τρεις μέρες στα ανοικτά του Νεόκαστρου και της Μεθώνης, πήγαν και ενώθηκαν μαζί του.  

Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτισμικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Πηγή: eleftheriaonline.gr




Επιγραφές από την Αρχαία Κορώνη


Εισαγωγή
Η παρούσα μελέτη παρουσιάστηκε στο επιστημονικό δριο που οργάνωσε ο δήμος Πεταλιδίου στις 5-7 Αυγούστου 2005 με θέμα: «ΟΜΗΡΙΚΗ ΑΙΠΕΙΑ- ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΡΩΝΗ- ΠΕΤΑΛΙΔΙ. Παρελθόν- Παρόν και Μέλλον». Θερμές ευχαριστίες απευθύνουμε στο Δήμαρχο Ηλία Κουτσοδημητρόπουλο, τον Δήμο Πεταλιδίου και τον κ. Κομματά, για την ευκαιρία που μας έδωσαν να συμμετάσχουμε στο συνέδριο.
To αντικείμενο της μελέτης είναι οι επιγραφές της Αρχαίας Κορώνης, το οποίο εντάσσεται στην ευρύτερη μελέτη των επιγραφών της Μεσσηνίας, την οποία φιλοδοξούμε να εκπονήσουμε με την υποστήριξη του καθηγητή και διευθυντή των ανασκαφών της αρχαίας Μεσσήνης, Πέτρου Θέμελη. Η μελέτη αυτή βρίσκεται στο αρχικό της στάδιο για το οποίο απαραίτητη προϋπόθεση υπήρξε η αμέριστη συμπαράσταση της Ζ’ Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων, και ιδιαιτέρως της διευθύντριας, κας Ξένης Αραπογιάννη.
Ήδη από το αρχικό στάδιο της μελέτης, μας προέκυψε ότι οι επιγραφές χρειάζονται επανεξέταση και περαιτέρω μελέτη, ώστε να αναδειχθούν ως σημαντικά μνημεία, που φωτίζουν, με μοναδικό τρόπο, την ιστορία της περιοχής. Ευελπιστούμε ότι θα μπορεσουμε να προχωρήσουμε στο έργο αυτό, με την απαραίτητη συμπαράσταση των αρμοδίων φορέων και προσώπων.
Τέλος, είναι απαραίτητο να σημειώσουμε ότι η παρούσα εργασία έχει βασιστεί στη σχετική βιβλιογραφία και ότι δεν έχε προβεί σε αυτοψίες των λίθων και αναγνώσεις κειμένων.

Οι Επιγραφές
Ο αριθμός των επιγραφών που σώζονται και μπορούμε να αποδώσουμε στην αρχαία Κορώνη ανέρχεται στις 18. Καλύπτουν την χρονική περίοδο από τα ύστερα κλασικά χρόνια έως και τον +3ο αιώνα.
Οι περισσότερες από αυτές είναι ευρήματα του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου και δημοσιεύτηκαν από τους ερευνητές της εποχής εκείνης, όπως τον Σ.Α. Κουμανούδη, τον Αθ. Πετρίδη, τον Augustus Boeckh, τους Le Bas και Foucart, τον E.S. Foster, τον M.N. Τοd και άλλους. Η βασική βιβλιογραφική αναφορά για τις επιγραφές της αρχαίας Κορώνης αλλά και όλης της Μεσσηνίας είναι το Corpus των Inscriptiones Graecae, τόμος V1, που εκδόθηκε το 1913 από τον Gualtherus Kolbe (αρ. 1392-1401).
Μεταξύ των νεότερων αρχαιολόγων, που έχουν μελετήσει ή δημοσιεύσει επιγραφές της αρχαίας Κορώνης, αναφέρουμε τον Natan Valmin, την Ξένη Αραπογιάννη, τον Πέτρο Θέμελη, τον Γεώργιο Παπαθανασόπουλο, την Γεωργία Χατζή, τον Άγγελο Χωρέμη
Στην παρούσα μελέτη παρουσιάζονται 6 επιγραφές της αρχαίας Κορώνης, οι οποίες, κατά τη γνώμη μας, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είναι αντιπροσωπευτικές από διαφορετικά είδη επιγραφών, δηλ. ένα ψήφισμα (αρ.1), μια αναθηματική επιγραφή (αρ.2), μια τιμητική (αρ.3), ένας κατάλογος εφήβων (αρ.4), μια επιτύμβια (αρ.5) καθώς και μια αναθηματική του -5ου αιώνα που προέρχεται από το Ιερό του Απόλλωνος Κορύθου που βρίσκεται κοντά στο Πεταλίδι (αρ. 6).


1. IG V1, 1392
Αγαθαί Τύχαι
Επί γραμματέως τών Συνέδρων Νικαγόρου
του Δ[ι]οκλείδα, έτους όγ[δ]οηκοστού ενάτου
Επεί ανακληθεί[σ...]
Η επιγραφή αυτή είναι η αρχή ενός ψηφίσματος. Ο Μ.Ν. Tod, που την είχε δει το 1905, αναφέρει ότι η επιγραφή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1875 από τον τότε γραμματέα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Σ.Α. Κουμανούδη στο περιοδικό "Αθήναιον". Εκεί ο Κουμανούδης (σελ. 103) περιγράφει γλαφυρά την εικόνα των αρχαιοτήτων στο Πεταλίδι της εποχής του: «Κατά τον δυτικόν μυχόν του Μεσσηνιακού κολπου κατοικείται σήμερον το Πεταλίδιον, όν εκτισμένον επί το ερειπίων της αρχαίας πόλεως Κορώνης. Καθ' άπαν τό χωρίον σώζονται θεμέλια αρχαίων οικοδομών αναμεμιγμένα μετά μεταγενεστέρων και λίθοι αρχαίοι εντετειχισμένοι εν ταις οικίαις και ερριμμένοι εν ταίς αυλαίς των οικιών τήδε κακείσε».
Για τον ακριβή τόπο εύρεσης της επιγραφής ο Κουμανούδης γράφει: «ευρέθη έν τη ακροπόλει Κορώνης και νυν είναι εντετειχισμένη εν τη βορειοδυτική γωνία της οικίας του Στεφ. Μ. Μαρκοπούλου». Ο M. Tod το 1905 είδε την επιγραφή εντοιχισμένη στη Οικία του Δ. Κουτσοδημητροπούλου και όχι του Στεφάνου Μαρκοπούλου, που αναφέρει ο Κουμανούδης. Παράλληλα, στην έκδοση της της επιγραφής στο Corpus των IG V1 του 1913 o Kolbe αναφέρει ότι η επιγραφή ήταν εντοιχισμένη στην οικία του Δ. Κουτσοδημοπούλου (προφανώς μετέγραψε λανθασμένα την πληροφορία το M. Tod).
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, ο Δήμαρχος μας πληροφόρησεσε ότι η επιγραφή βρίσκεται εντοιχισμένη στην οικία του και ελπίζουμε κάποια στιγμή να προβούμε σε αυτοψία. Η επιγραφή αυτή είναι σημαντική, καθώς αποτελεί μαρτυρία για την ύπαρξη Συνεδρίου στην Αρχαία Κορώνη. Το Συνέδριο ήταν το πιο σημαντικό πολιτικό όργανο της πόλης για την λήψη δημοσίων αποφάσεων κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, όπως γνωρίζουμε και από την αρχαία Μεσσήνη, από την οποία έχουμε σημαντικό αριθμό τέτοιων ψηφισμάτων που σώζονται σε πλήρη μορφή.
Στον στίχο 2-3 του ψηφίσματος σώζεται το όνομα του Γραμματέως των συνέδρων, Νικαγόρας γιος του Διοκλείδα, για τον οποποίον δεν έχουμε άλλη μαρτυρία. Στη συνέχεια αναγράφεται το έτος του ψηφίσματος: Ογδοηκοστό ένατο. Ποιο είναι όμως το έτος 89; γιά να το υπολογίσουμε, λαμβάνουμε ως αφετηρία το έτος -31, δηλαδή το έτος, κατά το οποίο ο Οκταβιανός νίκησε τον Αντώνιο στο Άκτιο. Μετά από λίγο, ο Οκταβιανός ανακηρύχθηκε ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης και πήρε τον τίτλο του Αυγούστου. Στο εξής οι ελληνικές πόλεις άρχισαν σταδιακά να χρονολογούν τις αποφάσεις τους με βάση τη νίκη του Αυγούστου στο Άκτιοκή χρονολόγηση). Αν λοιπόν αφαιρέσουμε από το έτος 89 που αναφέρει η επιγραφή μας, το έτος 31, η επιγραφή μας χρονολογείται με ακρίβεια στο έτος +58.
Το κείμενο αυτής της επιγραφής είναι ελάχιστο, οι πληροφορείες όμως που μας παρέχει είναι σημαντικές. Πρόκειται για ένα αξιόλογο μνημείο του τόπου, το οποίο ελπίζουμε να αναγνώσουμε εκ νέου, με την άδεια της Ζ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων και του δημάρχου Πεταλιδίου.


2. IG V1, 1394
[Γαΐου Καίσαρος]
[Σεβα]σ[τ]ου Γερ-
[μ]ανικού μητέρα
[Αγρι]ππείνην θυγα-
[τρι]δήν Θεού Καίσαρος
[Σεβ]αστού, γυναίκα
[Γερμ]ανικού Καίσαρος,
[...]ας Φιλοκράτους
[α]νέθηκε
Η επιγραφή αναφέρεται ως χαμένη ήδη από το 1913, όταν δημοσιεύτηκε στο corpus των IG V1. O Kolbe, εκδότης του corpus, χαρακτηριστικά αναφέρει: «nunc periiss videture». Η επιγραφή έγινε γνωστή από τον Γάλλο περιηγητή Μ. Fourmont (1690-1746), ο οποίος, ως μέλος της Ακαδημείας των επιγραφών του College de France, επισκέφθηκε την Ελλάδα, με εντολή του Λουδοβίκου 15ου, μεταξύ των ετών 1728 και 1731, με σκοπό την αντιγραφή επιγραφών. Ο Fourmont, που έκανε απόγραφο της επιγραφής, λέει στα χαρτιά του, σύμφωνα πάντα με τον Kolbe, ότι την είδε στη Λογγά, χωριό που απέχει δύο περίπου ώρες από το Πεταλίδι. Ο  Kolbe ακόμη αναφέρει ότι κάποτε η επιγραφή κάλυπτε την αγία τράπεζα στην εκκλησία των Γενεθλίων της Παναγίας.
Αυτό που δημιουργεί σύγχυση σε σχέση με τον τόπο ευρέσεως είναι ότι ο A. Boeckh, πολύ προγενέστερος του Kolbe, αναφέρει το 1828 τη θέση Λογγή (ο ίδιος έκανε και τις συμπληρώσεις στο αποσπασματικό κείμενο). Στη συνέχεια αναφέρει ότι δεν γνώριζε την τοποθεσία αυτή και κατόπιν μνημονεύει το χωριό Λόγγος, το οποίο τοποθετείται μεταξύ Βοστίτσας και Πάτρας. Προφανώς ο Εoeckh έχει κάνει λάθος στις τοπογραφικές του πληροφορίες και κατά πάσα πιθανότητα η επιγραφή προέρχεται από το χωριό Λογγά κοντά στο Πεταλίδι. Όμως ο τόπος ευρέσεως της επιγραφής θα ταυτιζόταν σωστά, αν γνωρίζαμε πού ήταν η εκκλησία των Γενεθλίων της Παναγίας. Ελπίζουμε να το μάθουμε κυρίως με τη βοήθεια των παλαιών κατοίκων της περιοχής και ότι η επιγραφή κάποτε θα βρεθεί.
Από τις περιγραφές προκύπτει ότι η επιγραφή ήταν χαραγμένη σε ορθογώνια βάση αγάλματος, που θα απεικόνιζε την Αγριππίνα (-14/ +33), κόρη του Μάρκου Αγρίππα και της Ιουλίας, κόρη, με την σειρά της, του αυτοκράτορα Αυγούστου. Η Αγριππίνα δηλαδή ήταν εγγονή του Αυγούστου, η οποία παντρεύτηκε τον Γερμανικό (πιθανόν το +5), ανηψιό του αυτοκράτορα Τιβερία με τον οποίο απέκτησε 9 παιδιά. Ο Γερμανικός πέθανε το +19 και για τον θάνατό του η Αγριππίνα υποπτευόταν ως εν μέρει υπεύθυνο, τον Τιβέριο, διάδοχο του Γερμανικού στον αυτοκρατορικό θρόνο. 
Ένας από τους γιούς της Αγριππίνας ήταν ο μετέπειτα αυτοκράτορας Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Γερμανικός, γνωστός Καλλιγούλας (+37 έως +41). Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιγραφή δεν παραλείπει κανένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την αυτοκρατορική ταυτότητα της Αγριππίνας, ότι δηλαδή ήταν μητέρα το Καλλιγούλα, εγγονή του Αυγούστου και τέλος, γυναίκα του Γερμανικού.
Στους στίχους 8-9 αναφέρεται ο αναθέτης του αγάλματος Αγριππίνας, δυστυχώς όμως μόνο η κατάληξη του ονόματός του και το πατρώνυμό του σώζονται στον λίθο: -ίας Φιλοκράτους ανέθηκε. Ο λόγος για τον οποίο ο γιος του Φιλοκράτους ανέθεσε το άγαλμα της Αγριππίνας μας είναι άγνωστος. Γνωρίζουμε όμως ότι η Αγριππίνα θεοποιήθηκε μετά τον θάνατό της από τον γιο της Καλλιγούλα, όταν ο ίδιος έγινε αυτοκράτορας, επομένως η επιγραφή θα πρέπει πιθανότατα να χρονολογηθεί μετά το +37.

3. SEG 11 (1950) 985 
A πό[λις] 
ά τών Κο[ρωναίων] 
Γ[άϊον] Ασίνιον [Τουκουρι]
ανόν τό[ν εαυταίς] 
ευερ[γέταν] 
αρετάς [ένεκα].


Μαρμάρινο βάθρο (εικ. δεξιά), σπασμένο δεξιά και κάτω. Στο πάνω μέρος απολήγει σε κυμάτιο καιστην άνω επιφάνεια σώζει ορθογώνιο τόρμο, πιθανόν για την ένθεση αγάλματος. Το κείμενο της επιγραφής δεν σώζεται πλήρως. Όπου αυτό συμπληρώνεται, τίθεται σε γκύλες.
Το βάθρο δεν έχει βρεθεί στην αρχαία Κορώνη, στο σημερινό Πεταλίδι, αλλά στον Βυζαντινό Ναό της Αγίας Σοφίας, ο οποίος βρίσκεται στο κάστρο της σημερινής Κορώνης που ταυτίζεται με την αρχαία Ασίνη. Εντάσσεται όμως στη μελέτη μας, επειδή αναφέρει την πόλη των Κορωναίων και επειδή, κατά τη γνώμη μας, σχετίζεται με την προηγούμενη επιγραφή (αρ. 2).
Σύμφωνα λοιπόν με το κείμενο, η πόλη των Κορωναίων τιμά τον ευεργέτη της Γάιο Ασίνιο [Τουκουρι]ανό.

Την επιγραφή δημοσίευσε πρώτος ο Ν.S. Valmin το 1934/5 ο οποίος θεώρησε ότι η σημερινή Κορώνη θα πρέπει να ταυτιστεί με την αρχαία Κορώνη, επειδή αναφέρεται η πόλη των Κορωναίων. Η τοπογραφική ταύτιση του Valmin είναι βεβαίως λανθασμένη, εφόσον δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αρχαία Κορώνη συμπίπτει με το σημερινό Πεταλίδι.
Από το κάστρο της σημερινής Κορώνης η επιγραφή μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Βασιλικού Τριφυλίας και το 1966 στο Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Καλαμάτας από τον καθηγητή Πέτρο Θέμελη, όπου φυλάσσεται έως σήμερα στην έκθεση του Μουσείου με αριθμό ευρετηρίου 410.
Ο τιμόμενος Γάιος Ασίνιος [Τουκουρι]ανός δεν ήταν Ασίνιος, όπως θα νόμιζε κανείς, αλλά Ρωμαίος. Το Ασίνιος εδώ δεν έχει καμία σχέση με την Ασίνη, τον τόπο εύρεσης της επιγραφής. Το όνομα Ασίνιος είναι γνωστό λατινικό nomen gentis (Asinius) και ανήκει στην επιφανή οικογένεια των Asinii με πρώτο σημαντικό μέλος της τον C. Asinius Pollio (-1oς/ +1ος αιώνας).
Η συμπλήρωση [Τουκουρι]ανός στον στ. 3 είναι η πιο πιθανή, με βάση τον αριθμό των γραμμάτων που λείπουν και την κατάληξη -α- νός που σώζεται στο στ. 4.
Δεν γνωρίζουμε αν ο τιμώμενος ήταν γνωστό ιστορικό πρόσωπο. Ένας Γάιος Ασίνιος Τουκουριανός μαρτυρείται ως ανθύπατος Σαρδηνίας (PIR 2, A. 1254), που ανήκε μάλλον στο δεύτερο μισό του +1ου αιώνα. Θα μπορούσε να είναι αυτός ο τιμώμενος. Όμως η μορφή των γραμμάτων χρονολογεί την επιγραφή στον +2ο αι. και όχι στον 1ο. Εξάλλου θα ήταν δύσκολο να εξηγήσει κανείς, γιατί η πόλη των Κορωναίων θα τιμούσε έναν ανθύπατο Σαρδηνίας, εκτός εάν υποτεθεί ότι ο ίδιος υπήρξε και ανθύπατος της Aχαΐας.
Αλλά και ο λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να τιμάται από τους Κορωναίους ο Γάιος Ασίνιος Τουκουριανός, ως ευεργέτης τους, μας είναι άγνωστος. Θεωρούμε ότι η απάντηση θα μπορούσε να αναζητηθεί στην σχέση της Κορώνης με την Αγριππίνα, όπως προέκυψε από την προηγούμενη επιγραφή (αρ.2). Στα χρόνια του αυτοκράτορα Τιβερίου η οικογένεια του Asinii ήταν στενά συνδεδεμένη με τον Γερμανικό και μάλιστα η Αγριππίνα ήταν ετεροθαλής αδελφή της γυναίκας του Γάϊου Ασινίου Γάλλου, γιου του Γάιου Ασινίου Πωλλίονα. Την περίοδο εκείνη οι Asinii υπήρξαν από τις ισχυρότερες οικογένειες της Ρώμης. Όταν δε οι σχέσεις Τιβερίου και Αγριππίνας κλονίστηκαν μετά το +26, η οικογένεια των Asinii υπέστη τις δυσμενείς συνέπειες. Οι δεσμοί φιλίας όμως της οικογένειας των Asinii διατηρήθηκαν και με την Αγριππίνα την νεότερη (+15/ +59). Και όταν έγινε αυτοκράτορας o Καλλιγούλας, γιός του Γερμανικού και της Αγριππίνας, οι Asinii ανέκτησαν την δύναμή τους, ενώ στη συνέχεια επί του αυτοκράτορος Κλαυδίου (+41/ +54) οι Asinii έχασαν εκ νέου την πολιτική τους επιρροή. Αργότερα, η Αγριππίνα η νεότερη, κόρη της Αγριππίνας και του Γερμανικού και μητέρα του μετέπειτα αυτοκράτορα Νέρωνα απέκτησε μεγάλη ισχύ, ώστε οι Asinii προωθήθηκαν για ακόμη μια φορά στο πολιτικό προσκήνιο της Ρώμης.
Έτσι λοιπόν από τις δύο αυτές τιμητικές επιγραφές της Κορώνης (αρ. 2 και 3) προκύπτει ότι η Κορώνη και ίσως η ευρύτερη περιοχή είχε ιδιαίτερες σχέσεις με την Αγριππίνα και την στενά συνδεδεμένη με αυτήν οικογένεια των Asinii. Παραμένει δυσερμήνευτο το γιατί ο λίθος βρέθηκε στην Ακρόπολη της αρχαίας Ασίνης και όχι στην αρχαία Κορώνη.

4. IG V1, 1398





























































































Τρία θραύσματα αρράβδωτου κίονα, που σώζουν κατάλογο εφήβων του +3ου. Η εφηβεία ήταν πολιτικός και κοινωνικός θεσμός κατά την αρχαιότητα, μέσω του οποίου οι νέοι λάμβαναν στρατιωτική, αθλητική αλλά και φιλοσοφική εκπαίδευση. Πολλές πόλεις συνήθιζαν να αναγράφουν σε στήλες ή κίονες στα αρχαία γυμνάσια καταλόγους ονομάτων των εφήβων που αποφοιτούσαν κάθε έτος.

Ο εφηβικός κατάλογος της αρχαίας Κορώνης (εικ. δεξιά) εντοπίστηκε το 1875 από τον Π. Σταματάκη. Σύμφωνα με τη δημοσίευση του Σ.Α. Κουμανούδη (Αθήναιον 4, 1875, σελ.103-107), o Σταματάκης επισκέφθηκε το Πεταλίδι τον Ιανουάριο του 1875 κατ' εντολήν της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, προκειμένου να εντοπίσει και να αντιγράψει τις επιγραφές της περιοχής. Μεταξύ άλλων εντόπισε και την εν λόγω επιγραφή. Για την ακρίβεια, Ο Κουμανούδης αναφέρει τα εξής: «ευρεθέντα καί τά τρία (εννοεί και τα τρία θραύσματα του κίονα που φέρουν τον κατάλογο των εφήβων) πρό πολλών ετών καθαριζομένου του φρέατος, του εν τή οικία του υποστρατήγου Ν. Πιεράκου».
 Ο κίονας αρχικά θα είχε ύψος πάνω από 2μ. Από τα τρία θραύσματα τα δύο βρίσκονται στην αυλή του Μπενακείου Αρχαιολογικού Μουσείου Καλαμάτας με αριθμό ευρετηρίου 6335 και 6340, ενώ το τρίτο θραύσμα δεν έχει εντοπιστεί ακόμη.
Στον στ. 1 αναγράφεται το έτος ΣOZ που είναι ο αριθμός 277, από τον οποίο προκύπτει η χρονολόγηση της επιγραφής στο έτος +246.


Στους στ. 2-9 αναγράφονται ο Γυμνασίαρχος Γ. Κλώ(διος) Ιούλιος) Κλεόβουλος, γιος του Γάιου Ιουλίου Θεαγένη, καθώς και ο αρχέφηβος Γάιος Ιούλιος Κλεοβούλου, γιός του Γυμνασίαρχου. Ακολουθούν τα ονόματα των εφήβων που αποφοίτησαν από την εκπαίδευσή τους το έτος +246.
Ο Γυμνασίαρχος και ο γιος του ήταν μέλη επιφανούς οικογένειας της αρχαίας Κορώνης. Όπως προκύπτει από την παρούσα επιγραφή ο Γυμνασίαρχος Γάιος Κλώδιος Ιούλιος Κλεόβουλος υπήρξε και προστάτης δια βίου του Κοινού των Αχαιών. Το αξίωμα αυτό φαίνεται ότι ήταν εξέλιξη ενός προγενεστέρου αξιώματος, αυτό του αρχιερέως.
Ο ίδιος είναι επίσης γνωστός από την τιμητική επιγραφή που ίδρυσε προς τιμήν του στην Ολυμπία. Ο γιος του, Γάιος Ιούλιος Θεαγένης (Inschr. Von Olympia 452). Από την επιγραφή της Ολυμπίας προκύπτει ότι ήταν και στρατηγός του Κοινού των Αχαιών, προστάτης δια βίου των Ελλήνων καθώς και αγωνοθέτης των Μεγάλων Αντινοείων, τα οποία τελούνταν στην Μαντίνεια, όπως γνωρίζουμε από τον περιηγητή Παυσανία (VIII, 9,8).
Ο πατέρας του Γυμνασίαρχου, Γάιος Ιούλιος Θεαγένης (ομώνυμος με τον εγγονό του), πληροφορούμαστε ότι ήταν «αιώνιος πρεσβευτής και λογιστής της πόλεως» (στ. 14-18), αξίωμα αντίστοιχο του ρωμαϊκού Curator cίνίtatis. Είναι ακόμη γνωστός και ως στρατηγός του Κοινού των Αχαιών, από μια δεύτερη τιμητική επιγραφή από την Ολυμπία, που ίδρυσε ο γιος του, ο Γυμνασίαρχος Γάιος Κλώδιος Ιούλιος Κλεόβουλος, με τη συγκατάθεση της βουλής της Ολυμπίας, μετά από ψήφισμα του Κοινού των Αχαιών (Inschr. Von Olympia 451).
Τέλος, ο γιός του Γυμνασίαρχου Γάιος Ιούλιος Θεαγένης Kλɛoβούλου, Θεαγένους έκγονος, απαντά ως Αρχέφηβος στον εφηβικό κατάλογο της Κορώνης και αναθέτης του ανδριάντα του πατέρα του στην Ολυμπία.
Από τον μακρύ κατάλογο των ονομάτων των εφήβων που ακολουθεί στο κείμενο της επιγραφής (στ. 19 κ.εξ.), αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλος αριθμός αυτών είναι Αυρήλιοι, που σημαίνει ότι πρέπει να απέκτησαν την Ρωμαϊκή πολιτεία (το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη) το +212 με την λεγόμενη Constitutio Antoniana, σύμφωνα με την οποία ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος παραχώρησε ρωμαϊκή πολιτεία σε όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας.

5. SEG 11 (1950) 990
Ρόδα Νεμερίου
Χρηστή χαίρε
Επιτύμβια αετωματική στήλη από πεντελικό μάρμαρο που φέρει ανάγλυφη παράσταση και επιγραφή. Την είδε ο Ν.S. Valmin το 1929 στο σχολείο του Πεταλιδίου. Σήμερα δεν γνωρίζουμε που βρίσκεται. Στη δημοσίευσή του ο Ν.S. Valmiη αναφέρει ότι βρέθηκε περίπου 3 χιλιόμετρα βορείως της πόλης του Πεταλιδίου, 500 μέτρα από τη θάλασσα, στο χωράφι του Ν. Καπότα.
Οι διαστάσεις της, σύμφωνα με τον Valmiη είναι: ύψος περίπου 63 εκατοστά, πλάτος 36 εκ. και πάχος 8 εκ. Τα γράμματα χρονολογούν την επιγραφή στον +2ο αι. Φέρει ανάγλυφη παράσταση καθιστής γυναίκας στα αριστερά, που δεξιώνεται έναν άντρα στα δεξιά και ανάμεσά τους απεικονίζεται ένα παιδί. Η επιγραφή είναι χαραγμένη κάτω από το ανάγλυφο. Το γυναικείο όνομα Ρόδα είναι σπάνιο στην Πελοπόννησο καθώς απαντά μια ακόμη φορά στην Ερμιόνη τον +1ο αιώνα.
 Η δημοσίευση του Valmin περιλαμβάνει και σχέδιο, το οποίο αποτελεί σημαντικό τεκμήριο έως ότου το μνημείο εντοπιστεί.


6. Αιχμή δόρατος από το Ιερό του Απόλλωνος Κορύθου 
Σε μικρή απόσταση από το Πεταλίδι, στην θέση της βυζαντινής εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα στο Λογγά, ο Φρειδερίκος Βερσάκης διενήργησε ανασκαφές, το 1916, και αποκάλυψε ιερό που ήταν αφιερωμένο, σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, στον Απόλλωνα Κόρυθο ή Κόρυνθο. Η ανασκαφή δημοσιεύθηκε στο Αρχ. Δελτ. 2 (1916) σελ. 88-114. Σύμφωνα με τον Βερσάκη, τα ευρήματα από την ανασκαφή του ιερού μαρτυρούν ότι η λατρεία του Απόλλωνος Κορύθου ανάγεται στην πρώτη (-) χιλιετία και φτάνει μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, γεγονός που το καθιστά από τα πλέον σημαντικά ιερά της Μεσσηνίας.
Κατά την ανασκαφή του Βερσάκη βρέθηκαν συνολικά 11 επιγραφές. Οι οποίες αυξάνουν το σύνολο των επιγραφών της ευρύτερης περιοχής του Πεταλιδίου σε 29.
Ο Απόλλων Κόρυθος είναι θεός του πολέμου, όπως μαρτυρεί το επίθετο του θεού (κόρυς -υθος= περικεφαλαία). Την πολεμική φύση του Απόλλωνος Κορύθου φανερώνουν και οι χάλκινες αιχμές από δόρατα που αφιερώθηκαν στο ιερό του και ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές. Δύο μάλιστα φέρουν επιγραφές της αρχαϊκής εποχής και συγκεκριμένα των αρχών του -5ου αιώνα. Η πρώτη ενεπίγραφη αιχμή μας πληροφορεί ότι αφιερώνεται στο ιερό του Απόλλωνα: «Απέλλονος ιαρόν».


Η δεύτερη αιχμή δόρατος βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Φέρει επιγραφή, χαραγμένη από τα δεξιά προς τα αριστερά: «Μεθάν[ιοι]/ ανέθε[ν]/ Αθαναι[...]/ λαίδος». Είναι από τις ελάχιστες αρχαϊκές επιγραφές της Μεσσηνίας, και γι' αυτό οι δυνατότητες συμπλήρωσης των στίχων 1 και 3, όσο και η ερμηνεία του κειμένου έχουν απασχολήσει έντονα την έρευνα.
Ποιοί είναι άραγε οι Μεθάνιοι του στ. 1 που αφιερώνουν το δόρυ στο θεό Απόλλωνα και με αφορμή ποιά νίκη; Είναι οι κάτοικοι των Μεθάνων της Αργολίδας; Οι κάτοικοι της Μεθώνης της Μεσσηνίας ή μήπως οι Μεσσήνιοι (θ=σ, σσ) που νίκησαν τους Αθηναίους στον Μεσσηνιακό πόλεμο του -456/5.
H λέξη "Αθανα" τι σημαίνει; Τη Θεά Αθηνά, όπως πίστευε ο Βερσάκης, ή τους Αθηναίους που νικήθηκαν από τους Μεσσήνιους το 456/5. Την απάντηση στα ερωτήματα αυτά επιχείρησαν να δώσουν σημαντικοί ερευνητές, όπως η L. Jeffery (LSAG, σ.203-4), ο W. Pritchett (Greek State at War, vol.5 (1991), σ.77 κ.ε.), ο R. Bauslaugh (Hesperia 59, 1990, σ. 661-8) κ.ά.

Επίλογος
Στόχος της μελέτης μας ήταν η ανάδειξη της σημασίας των επιγραφικών μαρτυριών της Αρχαίας Κορώνης, ως ιστορικά κείμενα αλλά και ως αρχαιολογικά μνημεία. Επίσης επιδιώξαμε να δώσουμε έμφαση στην ανάγκη επανεξέτασης και περαιτέρω μελέτης των επιγραφών, όχι μόνο της αρχαίας Κορώνης, αλλά και της Μεσσηνίας στο σύνολό της. Το έργο αυτό φιλοδοξούμε να εκπονήσουμε με την υποστήριξη της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, του Διευθυντή των ανασκαφών της Αρχαίας Μεσσήνης, των τοπικών φορέων καθώς και των κατοίκων της περιοχής.

Ανδρονίκη Μακρή, Ιστορικός - Επιγραφολόγος




Κυριακή 23 Απριλίου 2017

Αναθηματική επιγραφή Απόλλωνος Κορύθου


Αναθηματική επιγραφή Απόλλωνος Κορύθου

Πεσσόσχημη στήλη σπασμένη κάτω και αριστερά. Η άνω δεξιά γωνία είναι αποκεκρουμένη. Φέρει επίστεψη, στην αριστερή πλευρά της οποίας σώζει μέρος της αρχικής επιφανείας. Στο άνω μέρος της στήλης διακρίνεται τόρμος ελλειψοειδούς σχήματος στο κέντρο (βάθους 0.5μ., μήκους 0.7μ.) καθώς και τέσσερις άλλοι παράπλευροι τόρμοι με ίχνη από μολύβι για την στερέωση αναθήματος.
Βρέθηκε το 1916 στην ανασκαφή, την οποία διενήργησε ο Φρ. Βερσάκης στο ιερό του Απόλλωνος Κορύθου στον Άγιο Ανδρέα του Λογγά Μεσσηνίας. 
Φυλάσσεται στο Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Καλαμάτας με αρ. ευρ. 6770 1
Ύψος (σωζ.): 0.30μ., πάχ.: 0.115μ., πλ.: 0.25μ. ύψ, στέψης: 0.155μ., πλ. στέψης: 0.33μ., πάχ, στ.: 0.15μ. Ύψ. γραμ. 0.015μ.
Έκδ. Φρ. Βερσάκης, AΔ 2(1916) 115-117, άρ. 81. 
Πρβλ. Christina F. Dengate, The Sanctuaries of Apollo in the Peloponnesos, Chicago 1988, 182-191. M. Zunino, Hiera Messeniaka, Udine 1997, 168-179, σημ.118.
Αρχές του -5ου αι.
[Απ]όλλον[ι] 
[K]oρíθv[] 
[άν]έθεκε [κ]
[α]ί Fενυαλί- 
5 [] Θεαρίov
[καί] Πραξίας.

1, 2, 3/4, 4/5 ανέγν και συμπλ. Ματθ. 6 Διακουμάκου. II 1 [Απ]όλλων[ι] Βερσάκης. || 2 [K]ópuθα. Bερσάκ. || 4-5 [τάνδ]ɛ Ενυάλι/[vov] θεάριον Βερσάκ. Il 6 Πραξίας Βερσάκ.


Σχόλια

2 Κορίθν[οι]= Κορίθνωι. Την ύπαρξη του ιερού του Απόλλωνος Κορύθου στην Μεσσηνία γνωρίζουμε από τον Παυσανία (ΙV 34,7), ο οποίος παραδίδει την γραφή Κόρυνθον για το επίθετο του θεού. Η γραφή του επιθέτου όμως στις επιγραφές που βρέθηκαν στο εν λόγω ιερό εμφανίζει ποικιλομορφία: Κόριθνος στην παρούσα επιγραφή (-5ος αι.), Κόριθος (-2ος αι.), Κόρυθος2 (+2ος/3ος αι.) και Κόρυνθος3 (+2ος αι.).
Το επίθετο Κόρυθος παράγεται από την λ. κόρυς- κόρυθος= περικεφαλαία, όπως υποστήριξε ο Φρ. Βερσάκης. Η μορφή Κόριθνος (-νθος) όμως που παρέχει η σχολιαζόμενη επιγραφή επιβάλλει, όπως μου παρατήρησε ο Άγγελος Ματθαίου, επανεξέταση της ετυμολογικής σχέσεως των λ. Κόρυ(ν)θος, Κόριθνος4. 
Το επίθετο αποδίδει την πολεμική ιδιότητα του Απόλλωνα Κορύθου, η οποία βεβαιώνεται α) από την παρούσα επιγραφή, όπου ο Απόλλων συλλατρεύεται με τον Ενυάλιο, κατεξοχήν πολεμική θεότητα, που κυρίως ταυτίζεται με τον Άρη β) από το χάλκινο αγαλμάτιο οπλίτη, εύρημα χωρικού προ της ανασκαφής του ιερού, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο ΕΑΜ 147895 και γ) από την ανάθεση στο ιερό στυρακίων (βλ. AΔ2 (1916) 88-91, εικ.24, 25, 26, 28, 29).
Ίσως η ίδρυση της λατρείας του Κορύθου στην Μεσσηνία ερμηνεύεται από την πληροφορία του Παυσανία (ΙV34, 8) ότι οι κάτοικοι των αρχαίων Κολωνίδων, στην οποία ανήκε το ιερό του Κορύθου, δεν ήταν Μεσσήνιοι, αλλά τους έφερε από την Αττική ο Κόλαινος, τον οποίο οδήγησε στην αποικία το πουλι κόρυδος= κόρυθος= πτηνό με λοφίο, κορυδαλλός. 
Ακολουθώντας την πορεία του Παυσανία, η πιθανώτερη θέση της πόλεως των αρχαίων Κολωνίδων τοποθετείται μετά την αρχαία Κορώνη (σημερινό Πεταλίδι) και το ιερό του Κορύθου, στην περιοχή της σημερινής Νέας Κορώνης (τέως Καντιάνικα).


 
4 Σύμφωνα με τις επιγραφικές μαρτυρίες, ο πολεμικός Ενυάλιος λατρεύεται είτε μόνος του6 είτε συλλατρεύεται με τον θεό Άρη ή με την Ενυώ, πολεμική θεότητα και αυτή, την οποία ο μύθος παραδίδει άλλοτε ως αδελφή του θεού Άρη και άλλοτε ως κόρη του Ενυαλίου7. Η συλλατρεία του με τον Απόλλωνα στην Μεσσηνία μαρτυρείται για πρώτη φορά.
5 Ο Βερσάκης υποστήριξε ότι η λέξη θεάριον είναι αιτιατική πτώση του επιθέτου θεάριος= ο μαντεύων, ο προβλέπων, ενός από τα επίθετα του Απόλλωνος. Στην συνέχεια θεώρησε ότι η λατρεία του Απόλλωνος της Μεσσηνίας μεταφέρθηκε από την Τροιζήνα της Αργολίδας, όπου έχει ανασκαφεί αλλά και ταυτιστεί επιγραφικά ιερό αφιερωμένο στην λατρεία του Απόλλωνος Θεαρίου8. Κατά την γνώμη του ο Απόλλων του Λογγά λατρευόταν με δύο ιδιότητες, εκείνη του πολεμικού θεού, ερμηνεύοντας την λ. ενυαλι- του στίχ. 4 επίσης ως επιθετικό προσδιορισμό της λ. κόρυθα και εκείνη του θεραπευτή, στηριζόμενος στον Παυσανία (ΙV 34,7), ο οποίος αναφερόμενος στο ιερό παραδίδει την πληροφορία των εντοπίων ότι και νοσήματα ο θεός ιάται.
Το όνομα Θεαρίων είναι επιγραφικώς γνωστό κυρίως από την Αργολίδα9. 
5-6 Ο Θεαρίων και ο Πραξίας είναι οι αναθέτες στον Απόλλωνα Κόρυθο και τον Ενυάλιο. Κατά την αρχαϊκή εποχή συχνή είναι η χρήση του ανέθεκεν, του γ ενικού προσώπου αντί του γ πληθυντικού, όταν πρόκειται για δύο ή περισσότερους αναθέτες, IGΙ3 690: [Μ]νεσιάδες κεραμεύς με και Ανδοκίδες ανέθεκεν∙ IGI3, 690: [Λυσ]έας ανέθε[κε]ν και Αρισ[τίον- - -]. IGI3 832: [- -] ανέθε[κεν]/ και Φρύνε και Σμικ[ύθε]/ ταθεναίαι.
6 Ο Βερσάκης ανέγνωσε το όνομα Πραξίας, όνομα κοινό στην Πελοπόννησο και αλλού. Σήμερα στον λίθο δεν διακρίνεται το τελικό Σ.


Μαρία Διακουμάκου

1. Η παρουσα επιγραφή εντοπίστηκε πρόσφατα στο Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Καλαμάτας. Ευχαριστώ θερμά την προϊσταμένη της ΛH Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, κ. Ξένη Αραπογιάννη και το προσωπικό της Εφορείας, γιατί με προθυμία διευκόλυναν την μελέτη της επιγραφής. Ευχαριστώ επίσης τον Α. Π. Ματθαίου, ο οποίος διάβασε και συμπλήρωσε το κείμενο της επιγραφής. Τέλος, για την παρότρυνση και το ενδιαφέρον της ευχαριστώ την φίλη Ολγα Οικονομίδου.
2. B7. N. Valmin, Inscriptions de la Messénie, Lund 1928-1929, 39, αριθ 18
3. Φρ. Βερσάκης, Α.Δ 2(1916) 117, άρ. 82. 
4. O. H. Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch, I, Heidelberg 1973, 926, ήδη έχει επισημάνει την αβεβαιότητα περί την ετυμολόγηση του επιθέτου Κόρυ(ν)θος. Ο P. Chantraine, Dictionnaire étymologique de la Langue Grecque, I, Paris 1990, 569, θεωρεί ότι η μορφή Kóρυνθος, όπως και κάποιες άλλες, εμφανίζει ένα ένρινο προ του θ. Επίσης ότι ασφαλώς υπάρχει σαφής σχέση μεταξύ των λ. κόρυς, κόρυδος, κορύνη, κόρυμβος και περαιτέρω με το τοπωνύμιο Κόρινθος (βλ. και Frisk, όπ.π., όπου αναφέρει την άποψη του Chantraine). Η μορφή Κόριθνος της σχολιαζόμενης επιγραφής φαίνεται να ενισχύει την άποψη του Chantraine (Α.Π.Μ.)
5. Βερσάκης, όπ. π., σ. 106-109, άρ. 65, πίν. Α.
6. SEG XI 327 (Ολυμπία -7ος αι.): το ΕνυFαλίο ιαρά. IK Rhodische Peraia, 251 Α37 (Ρόδος, -440/420): εις στάλαν λιθίναν και καταθέμεν παρ τον βωμόν το Ενυαλίο.
7. SEG XXI 629.17. IG II2: 1072: ιερεύς Άρεως Ενυαλίου και Ενυούς και Διός Γελέοντος. Die Inschriften von Ephesos, Bonn 1980, 892: Διί, Αρεί, Ενυαλίω και Ανδρεία. IG XII 5, 913.13 (-2ος αι.). Διι Σωτήρι, Αθάναι Σωτήραι, Ενυώι, Ένυαλίωι, Νίκαι...
8. IGIV 748.755. Πρβλ. σχετ: Die Inschriften der Rhodischen Peraia (Theangela), Bonn 1991, 1και 7.
9. IGIV 729, IGIV1, 110. 111.




Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Αρχαίες Θαλάμες: Επιγραφή από τον βωμό του Διός Καβάτα


Η Επιγραφή

Τμῆμα κυβολίθου ἀπὸ μάρμαρο. Σώζεται ἀκέραιο μέρος τῆς ἄνω πλευρᾶς, ὅπου ὑπάρχει κοιλότητα πλάτους 0.30μ. προφανῶς γιὰ τὴν ἐναπόθεση προσφορῶν.
Δεξιά, ἀριστερὰ καὶ κάτω ὁ λίθος εἶναι ἀποκεκρουμένος. Στὸ κάτω δεξιὸ μέρος τῆς ἐνεπίγραφης ἐπιφάνειας ὑπάρχει στρογγυλὴ ὀπή (μὲ διάμετρο 0.065 καὶ βάθος 0.025μ.) ἀπὸ τὴ δεύτερη χρήση τοῦ λίθου ὡς κατωφλιοῦ.
Βρέθηκε τὸ 1868 ἀπὸ τὸν Ἀθ. Πετρίδη στὸ χωριὸ Κουτίφαρη (ὅπου τοποθετεῖται ἡ πόλις τῶν Θαλαμῶν, βλ. παρακάτω). Φυλάσσεται στὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Μεσσηνίας μὲ ἀρ. εὑρ. 6327 (εἰκ.1-2). 
Ὕψος (μέγ. σωζ.): 0.765μ., πλ. (μέγ. σωζ). 0.49μ., πάχ. (μέγ. σωζ.) 0.19μ. 
Ὕψος γραμμ. 0.04 (ΔΙΟΣ)- 0.07μ. (Λ, Ε).
Δεξιὰ καὶ πλαγίως τοῦ κειμένου τῆς ἐπιγραφῆς διακρίνονται τὰ γράμματα ΔΟ ΧΒΧ ὕψ. 0.35- 0.30μ., ἀμελῶς χαραγμένα, τὰ ὁποῖα δὲν σχετίζονται μὲ τὴν ἐπιγραφὴ καὶ εἶναι κατὰ τὴ γνώμη μου ἀβέβαιης χρονολόγησης καὶ αἰτιολόγησης. Ἐκδ. Ἀθ. Πετρίδης, Πανδώρα 19(1868)337-338. E. S. Forster, BSA 10(1904)171-172, ἀρ. 14. IG V 1, 1316.
Πρβλ. R. Meister, Ber. Sächs. Gesellsch. d. Wiss. Phil.-hist. Κlasse 1905, 281, ἀρ. 1. M. Nillson, Griechische Feste von religiӧser Bedeutung, Leipzig 1906, 473. F. Solmsen, RhM 62(1907) 329κἑ. M. Nilsson, RhM 63(1908)313. A. B. Cook, Zeus: A study in ancient religion, vol. II, Cambridge 1925, 13-24. G. Vollgraff, Mededeelingen der kon. Akad., Amsterdam 1926, 243. E. Bourguet, Le Dialekte Lakonien, Paris 1927, VII, 54 [SEG11, 946]. F. Sokolowski, Lois sacrées des cités grecques (Supplément,) Paris 1962, 68, n. 30 [SEG22, 309]. E. Lupu, Greek Sacred Law, Boston 2005, doc. 1, 130–131.
Ἀρχὲς -5ου αἰ. 
Διὸς Καβάτα.
πέμποι
ϝέτει
θύεν·
5 Λεhίον
Γαιhύλο
Μτφρ.: Τοῦ Διὸς Καβάτα. Νὰ τελεῖται θυσία κάθε πέντε χρόνια. Λησίων Γαισύλου.



Κριτικὸ ὑπόμνημα

1 Καβα Πετρίδης || 2 πέμπο Πετρίδης· πέμπτοι (τὸ Τ μικρότερο, χαραγμένο μεταξὺ δύο γραμμάτων) Forster παρὰ Nilsson (Gr. Feste 473) || 4 φύεν Πετρίδης || 5 ΛΕΕΙΟ Πετρίδης· [?ἱ] λήhιον = ἱλήσιον Forster· [ἀ]λέhιον = ἀλήσιον˙ Nilsson (βλ. παρακάτω τὸν σχολιασμό)· Λεhίoν (= Λησίων) Ματθαίου || 6 ΓΑΙΕ./..Λ../ Πετρίδης; Γᾶι? Forster “I can make nothing of the second half of this line: it is doubtful whether the fourth letter is Θ or B. The fifth letter seems to be Υ, but this is shown to be improbable by the undoubted V of. l. 4. The last two letters seem to be ΛΟ” · Γαιβόλο[ι] (ἐπίθετον τοῦ Διός) Forster (Gr. Feste 473)· Γαιαβόλοι Solmsen· ΓαιFόχοι (ἐπίθετον τοῦ Διός) Meister· γαιᾶχο[ν] Nilsson· Γαιhύλο Kolbe.

Σχολιασμός

Ὁ στίχος 1 ἔχει χαραχθεῖ λίγο δεξιότερα ἀπὸ τοὺς στίχ. 2-4. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς στίχ. 5-6. Φαίνεται πὼς ὁ χαράκτης ἤθελε νὰ δημιουργήσει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τρεῖς ἑνότητες: ἡ πρώτη περιλαμβάνει τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ γιὰ τὸν ὁποῖο ἱδρύεται ὁ βωμός, ἡ δεύτερη τὸν ἱερὸ νόμο καὶ ἡ τρίτη τὸν ἱδρυτὴ τοῦ βωμοῦ.
1 Καβάτα= Καταβάτα. Στὴ λακωνικὴ διάλεκτο ἡ πρόθεση κατά ὑφίσταται ἀποκοπὴ τῆς συλλαβῆς -τα πρὶν ἀπὸ τὰ ὀδοντικὰ σύμφωνα, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ κ, π, β, μ1, π.χ. καβαίνων= καταβαίνων [Ἀλκμάν, fr. 18 (38B, 36D)], κάβασι= κατάβηθι, κάβλημα= κατάβλημα (Ἡσύχ.). Παρομοίως καὶ ὁ τύπος Καβάτας ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὸ Καταβάτας2. Ἐνῶ τὸ φαινόμενο εἶναι γνωστὸ ἀπὸ φιλολογικὲς μαρτυρίες, ἐπιγραφικῶς μαρτυρεῖται πρώτη φορὰ στὴ Λακωνία. Ὁ τύπος Καβάτας θεωρεῖται ἐπιβίωση τῆς προδωρικῆς διαλέκτου στὴ Λακωνία, καθὼς τὸ ἴδιο φαινόμενο τῆς ἀποκοπῆς τῆς προθέσεως παρατηρεῖται καὶ στὴν ἀρχαία ἀρκαδο-κυπριακὴ διάλεκτο ἐπικρατοῦσα σὲ ὅλη τὴν Πελοπόννησο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν Δωριέων3.
2 πέμποι= πέμπτωι. Ὁ τύπος εἶναι ἀμάρτυρος, πρβλ. ὅμως τὸ αἰολικὸ πέμπε καὶ τὶς λέξεις πεμπ-άς, πεμπ-άζω (βλ. LSJ9 s.v.).
 Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιγραφή, ἔπρεπε νὰ τελεῖται θυσία στὸ ἱερὸ τοῦ Διὸς Καβάτα κάθε πέντε χρόνια. Ἡ πενταετηρὶς αὐτὴ προσφορὰ συνδέθηκε ἀπὸ μελετητὲς τῆς ἐπιγραφῆς μὲ τὴν πανελλήνια ἑορτὴ τοῦ Διὸς στὴν Ὀλυμπία καὶ θεωρήθηκε ἀναφορὰ σὲ αὐτήν4. Τὸν συσχετισμὸ ἐνισχύει καὶ ὁ ἱερὸς νόμος τῶν μέσων τοῦ -5ου αἰ. ἀπὸ τὸν Σελινοῦντα τῆς Σικελίας, ὅπου στοὺς στίχ. 7-8 ἀναφέρεται ὅτι οἱ θυσίες θὰ πρέπει νὰ τελοῦνται κάθε πέμπτο ἔτος, ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο τελοῦνταν καὶ ἡ Ὀλυμπιάδα5.
5 Ὁ Forster συμπλήρωσε [?ἱ]λήhιον= ἱλήσιον= θυσία μὲ ἐξευμενιστικὸ χαρακτήρα (propitiatory offering). Ὁ Nilsson, τὸν ὁποῖον ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἄλλοι μελετητές, συμπλήρωσε []λέhιον= ἀλήσιον= πᾶν τὸ ἀληλεσμένον (Ἡσύχ.), θεωρώντας ὅτι μετὰ τὸ θύεν τοῦ προηγούμενου στίχου θὰ ἀναγραφόταν τὸ εἶδος τῆς προσφορᾶς πρὸς τὸν θεό. Ἡ αὐτοψία τοῦ λίθου ἔδειξε ὅτι τὸ κείμενο σὠζεται ἀκέραιο. Ἀριστερὰ ἀπὸ τὸ Λ τῆς λ. λεhίον δὲν ὑπάρχει ἄλλο γράμμα, ἀλλὰ χῶρος ἀνεπίγραφος 7 ἑκ. Τὴ διαπίστωση αὐτὴ καὶ τὴ νέα ἀνάγνωση τοῦ στίχου ἔκανε ὁ Ἄγγελος Π. Ματθαίου. Ἡ λέξη εἶναι χαραγμένη λίγο δεξιότερα ἀπὸ τοὺς προηγούμενους στίχους, ὅπως καὶ ἐκείνη τοῦ ἑπόμενου στίχου, Γαιhύλο (βλ. παραπάνω). Ἄλλωστε, δὲν ὁρίζεται πάντοτε τὸ εἶδος τῆς προσφορᾶς στοὺς ἱεροὺς νόμους6. 
Λεhίον= Λησίων· εἶναι κύριο ἀρσενικό ὄνομα, στὸ ὁποῖο ἐμφανίζεται τὸ φαινόμενο τῆς δωρικῆς δάσυνσης τοῦ σ μεταξὺ φωνηέντων7. Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸ ὄνομα ἀπαντᾶ στὴν Πελοπόννησο. Γνωρίζουμε μόνο τὸ ὁμόρριζο Λησίας ἀπὸ ἐπιγραφὴ τοῦ -2ου αἰ. ἀπὸ τὴ Μεγαλόπολη Ἀρκαδίας (LGPN III.A s.v.).
6 Γαιhύλο= Γαισύλο· εἶναι τὸ πατρωνυμικὸ τοῦ Λησίωνος. Τὰ τρία πρῶτα γράμματα τοῦ ὀνόματος εἶναι εὐκρινῆ, τὰ τρία ἑπόμενα διακρίνονται μὲ δυσκολία.
Τὸ ὄνομα, ὅπως παρετήρησε ὁ Kolbe ποὺ τὸ ἑρμήνευσε, μαρτυρεῖται στὸν Πλούταρχο, Δίων 49: Γαισύλῳ τῷ Σπαρτιάτῃ.



Τὸ εἶδος τοῦ μνημείου

Ὁ ἐνεπίγραφος λίθος ἀνῆκε σὲ βωμὸ τοῦ Διὸς Καβάτα. Βωμοὶ τοῦ Διὸς Καταιβάτου εἶναι γνωστοὶ ἀπὸ τὴ Μῆλο, τὴ Θάσο, τὴ Θήρα, τὴ Ρόδο, τὴ Ροδιακὴ Περαία στὴν Καρία ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ Ὀλυμπιεῖον, τὴν Ἀκρόπολη καὶ τὸ Ἀσκληπιεῖον τῶν Ἀθηνῶν8. Στὰ μνημεῖα αὐτὰ τὸ ὄνομα καὶ τὸ ἐπίθετο τοῦ θεοῦ ἀναγράφονται στὸν πρῶτο στίχο τῆς ἐπιγραφῆς σὲ γενική πτώση, ἡ ὁποία προσδιορίζει τὴν λέξη βωμός ποὺ παραλείπεται9. Σπανιότερα, ἡ λέξη βωμός ἀναγράφεται, ὅπως:
1. Στὸν βωμὸ τοῦ Διὸς Ἐλαστέρου ἀπὸ τὴν Πάρο τοῦ -5ου αἰ. (IGXII 5,1027): Βωμὸς Διὸς Ἐ[λαστέ]|ρο, τῶν ἀπὸ Μ[αν]δρο|θέμιος· μέλιτι σπένδεται.
2. Στὸν βωμὸ τῆς Ἀθηνᾶς Νίκης τῶν μέσων τοῦ -6ου αἰ. ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη (IG Ι3 596): τες Ἀθε[ναίας]| τες Νίκες | βομός| Πατροκλες | ἐποίεσεν.
Ἡ Γενικὴ πτώση δηλώνει τὸ μνημεῖο ποὺ ἀνήκει στὴν θεότητα, τὸ ὁποῖο ἵδρυσε κάποιος ἰδιώτης, ὅπως ἐδῶ (βλ. καὶ IG I3 596). Τὸν βωμὸ τοῦ Διὸς Καβάτα ἵδρυσε καὶ ἀνέθεσε ὁ Λησίων Γαισύλο, ἴσως στὸν τόπο, ὅπου ἔπεσε κεραυνός (βλ. παρακάτω).

Ἡ λατρεία τοῦ Διὸς Καταιβάτου

 Οἱ ἐπιγραφικὲς μαρτυρίες πού σώζονται σχετικὰ μὲ τὴ λατρεία τοῦ Διὸς Καταιβάτου χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸν -5ο αἰ. ἕως τὸν +1ο αἰ.10. Ἡ ἀναφορὰ κάποιων ἀπὸ αὐτὲς σὲ ἄβατον ἢ ἄδυτον τοῦ θεοῦ, ὅπου δὲν ἦταν ἐπιτρεπτὴ ἡ εἴσοδος, δηλώνει τὴ χθόνια φύση αὐτῆς τῆς μορφῆς τοῦ Διός (βλ. σημ.9, IG II2 4964, 4965). Ἱερὰ τοῦ Διὸς Καταιβάτου ἱδρύονταν κυρίως στὴν ὕπαιθρο11, σὲ τόπους ὅπου ἤλαυνε ὁ κεραυνός. Oἱ τόποι αὐτοὶ ὀνομάζονταν ἐνηλύσια ἢ ἠλύσια12.
 Ὁ Cook ταύτισε τὸν Καταιβάτη μὲ τὸν Κραταιβάτη13, ἐπίθετο τοῦ Διός, τὸ ὁποῖο μαρτυρεῖται ἅπαξ σὲ ἀνάγλυφη στήλη, ποὺ βρέθηκε στὴν Ἀργολίδα (IGIV 669: Διὸς Κραταιβάτα). Τὸ ἀνάγλυφο παριστᾶ τὸν Δία στὸν τύπο τοῦ Καταιβάτου, δηλαδὴ μὲ τὸν κεραυνὸ στὸ δεξί του χέρι καὶ προτεταμένο τὸ ἀριστερό. Τὸ ἐπίθετο Κραταιβάτης ἑρμηνεύτηκε ὡς λάθος τοῦ χαράκτη ἢ ὡς σκόπιμη παράφραση τοῦ Καταιβάτου. Ἡ δεύτερη ἐκδοχὴ φαίνεται πιθανότερη καὶ λόγω τῆς παράστασης τοῦ ἀναγλύφου τῆς στήλης καὶ ἐπειδὴ τὸ ἐπίθετο κραταιός, τόσο στὸν Ὅμηρο ὅσο καὶ στὰ ἐπιτύμβια ἐπιγράμματα, ὅπου ἀπαντᾶ14, ἀναφέρεται στὴ Μοῖρα καὶ στὸ ἀναπόδραστο τοῦ θανάτου. Ἑπομένως, τὸ ἐπίθετο ἀποδίδει τὴ χθόνια φύση τοῦ θεοῦ15.



Ὁ τόπος εὑρέσεως τῆς ἐπιγραφῆς καὶ ἡ ἱστορία τοῦ μνημείου

 Ὁ λόγιος Ἀθ. Πετρίδης ἐντόπισε τὸ 1868 τὸ μνημεῖο ἀκέραιο στὰ θεμέλια τοῦ σχολείου τῆς κοινότητας Κουτίφαρι ἢ Κουτίφαρη τῶν Θαλαμῶν. Γιὰ τὸν τόπο εὑρέσεως σημειώνει16: «Παρὰ τῷ χώρῳ, ἐν ᾧ τὸ Μαντεῖον τῆς Ἰνοῦς ὑπῆρχε17, πρό τινος ᾠκοδομήθη Δημοτικὸν Σχολεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον συχνάζουσιν οἱ παῖδες Κουτίφαρης, Λαγκάδος καὶ τινων «ξωμονίων». Γινομένης δὲ τῆς οἰκοδομῆς τοῦ σχολείου, ὅτε καὶ ὑλικὸν ἀνεσκάπτετο ἐκ τοῦ χώρου τοῦ ἱεροῦ, ἐγένετο ἡ ἀνακάλυψις τῆς ἑπομένης ἐπιγραφῆς, ἥτις διαφυλάττεται μέσα εἰς τὸ σχολεῖον».
Ὁ Πετρίδης ἀνέγνωσε πέντε ἐπιγραφές, χαραγμένες, ὅπως σημειώνει, σὲ δύο πλευρὲς τοῦ μνημείου:
Πλευρὰ Α: Ἱερὸς νόμος ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς (IGV1, 1316) (σχ.1) καὶ κατάλογος ὀνομάτων τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων (IGV1, 1317a).
Πλευρὰ Β: Δύο ψηφίσματα τῆς πόλεως τῶν Θαλαμῶν (IGV1, 1312 fr.α, b) τοῦ -3ου αἰ. καὶ κατάλογος θιασωτῶν τοῦ +2ου αἰ. (IGV1, 1315).

 Ἡ πλευρὰ Α σώζει τὴν ἀρχαιότερη ἐπιγραφὴ ποὺ χαράχτηκε στὸν λίθο, τὸν ἱερὸ νόμο ποὺ ὁρίζει τὶς θυσίες πρὸς τιμὴν τοῦ Διὸς Καβάτα καὶ χρονολογεῖται στὶς ἀρχὲς τοῦ -5ου αἰ. Πολὺ ἀργότερα, ὁ λίθος χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴ χάραξη νέων ἐπιγραφῶν. Ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ Πετρίδη φαίνεται ὅτι ὁ ἱερὸς νόμος χαράχτηκε στὸ δεξιὸ ἄκρο τῆς ἐνεπίγραφης ἐπιφανείας, γεγονὸς παράδοξο, ἀφοῦ ἡ πρώτη ἀναγραφὴ θὰ ἔπρεπε νὰ καταλαμβάνει τὸ μέσον τῆς ἐπιφανείας.
 Λίγα χρόνια μετὰ τὴ δημοσίευση τοῦ Πετρίδη, οἱ Ph. Le Bas-Waddington18 καὶ ὁ Ρ. Foucart19 δημοσίευσαν χωριστὰ τὸν κατάλογο ὀνομάτων τῆς πλευρᾶς Α (=IGV1, 1317a) καὶ χωριστὰ τὴν πλευρὰ Β (=IGV1, 1312, 1315), ἀναφέροντας διαφορετικὸ τόπο εὑρέσεως, τὴν Κουτήφαρη (Θαλάμες) γιὰ τὴν πλευρὰ Α καὶ τὴν Καρδαμύλη γιὰ τὴν πλευρὰ Β20. Μνημονεύουν τὴ δημοσίευση τοῦ Πετρίδη καὶ ἀπὸ τὰ σχόλιά τους προκύπτει ὅτι στὴν ἐποχή τους ὑπῆρχαν δύο λίθοι: ἕνας ποὺ ἔσωζε τὸν ἱερὸ νόμο καὶ ἕνας δεύτερος ποὺ ἔσωζε τὴν πλευρὰ Β (κατὰ Πετρίδη) καὶ τὸ ἄλλο μισὸ τῆς πλευρᾶς Α (κατὰ Πετρίδη).
 Στὴ συνέχεια, ὁ Forster21 δημοσίευσε τὸν ἱερὸ νόμο τῆς πλευρᾶς Α, ἀναφέροντας ὡς τόπο εὑρέσεως τὰ ἐρείπια τοῦ παλαιοῦ σχολείου τῶν Θαλαμῶν, καθὼς καὶ τὴν πλευρὰ Β, σημειώνοντας ὅτι βρέθηκε ἐντοιχισμένη σὲ κατάστημα λίγο νοτιότερα τῆς μεγάλης πηγῆς τοῦ χωριοῦ. Ὁ Forster ἀγνόησε τὴν πληροφορία τοῦ Πετρίδη ὅτι εἶχε ἀναγνώσει ὅλες τὶς ἐπιγραφὲς στὶς πλευρὲς ἑνὸς λίθου.
 Τὸ 1913 ὁ G. Kolbe δημοσίευσε στὶς IGV1 τὴν πλευρὰ Β ἀπὸ ἔκτυπο τοῦ Prott, ὁ ὁποῖος εἶδε τὸ θραῦσμα ἐντοιχισμένο ὡς ὑπέρθυρο στὴν οἰκία τοῦ Π. Γαϊτάνου στὶς Θαλάμες. Εἶναι ἄραγε ἡ οἰκία αὐτὴ τὸ κατάστημα, ὅπου τὴν εἶδε ὁ Forster λίγα χρόνια πρίν; Ὁ Kolbe δημοσίευσε καὶ τὸν ἱερὸ νόμο ποὺ φέρει ἡ πλευρὰ Α, τὸν ὁποῖο ἐντόπισε στὸν χῶρο, ὅπου κάποτε ὑπῆρχε σχολεῖο, στὸ σημεῖο δηλαδὴ ποὺ εἶδε τὸν λίθο ὁ Πετρίδης. Μνημόνευσε τὴ δημοσίευση τοῦ Πετρίδη, χωρὶς νὰ διευκρινίσει ὅτι οἱ ἐπιγραφὲς ἦταν χαραγμένες στὸν ἴδιο λίθο. Τὴν ἄλλη ἐπιγραφὴ τῆς πλευρᾶς Α (IGV1, 1317a) τὴν δημοσίευσε ὡς ξεχωριστὸ μνημεῖο καὶ σχολίασε ὅτι ὁ Πετρίδης ἐσφαλμένα τὴν ἀπέδωσε στὸν ἴδιο λίθο μὲ τὴν πλευρὰ Α.


 Τὸ 2006 κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐργασίας μας μὲ τὴν Ἀνδρονίκη Μακρῆ στὸ Μπενάκειο Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Μεσσηνίας, ἔχοντας λάβει τὴν ἄδεια γιὰ τὴ σύνταξη Καταλόγου τῶν ἀρχαίων ἐπιγραφῶν ποὺ φυλάσσονται σὲ αὐτό, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐνεπιγράφων λίθων εἴδαμε στὴν αὐλὴ τοῦ Μουσείου τὸν ἱερὸ νόμο τῆς ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς (πλευρὰ Α τοῦ ἀρχικοῦ λίθου). Μὲ πρωτοβουλία τῆς τότε Ἐφόρου Ξένης Ἀραπογιάννη ἡ ἐπιγραφὴ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν αὐλὴ στὸν χῶρο συντήρησης τοῦ Μουσείου, ὅπου ἀποκαταστάθηκε τὸ φυσικὸ χρῶμα τοῦ λίθου καὶ κατέστη δυνατὴ ἡ ἀνάγνωση τῆς ἐπιγραφῆς22. Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ μᾶς ἔδωσε ἡ Χρύσα Σγουροπούλου, ἀρχαιολόγος τῆς ΛΗ´ ΕΠΚΑ Ἐφορείας Ἀρχαιοτήτων, ἡ ἐπιγραφὴ ἐντοιχίστηκε τὸν 19ο αἰ. μαζὶ μὲ ἄλλες στὴν κρήνη τοῦ οἰκισμοῦ τῶν Θαλαμῶν, κοντὰ στὸ ἐβραϊκὸ πηγάδι καὶ στὸ σημεῖο ὅπου τὴν εἶδε ὁ Πετρίδης (φωτ.3). Τὸ 1999 οἱ ἐπιγραφὲς τῆς κρήνης ἀποτοιχίστηκαν ἀπὸ τὴν Ἐφορεία Ἀρχαιοτήτων καὶ μεταφέρθηκαν στὸ Μπενάκειο Μουσεῖο Καλαμάτας.


 Τὸν Μάρτιο τοῦ 2007 ἐπισκεφτήκαμε τὶς Θαλάμες μὲ σκοπὸ τὴν ἀναζήτηση τοῦ τεμαχίου τοῦ ἀρχικοῦ λίθου, ὅπου ἦταν χαραγμένες οἱ ἐπιγραφὲς τῆς πλευρᾶς Β καὶ ὁ κατάλογος ὀνομάτων τῆς πλευρᾶς Α (IGV1, 1317a). Τὸ τεμάχιο μὲ τὶς ἐπιγραφὲς τῆς πλευρᾶς Β ἐντοπίστηκε ἐντοιχισμένο μεταξὺ δύο παραθύρων, στὸν δεύτερο ὄροφο οἰκίας, ποὺ ἀνήκει στὸν Σταῦρο Γαλέα, νοτιότερα ἀπὸ τὴ γνωστὴ κρήνη τοῦ οἰκισμοῦ (φωτ.4). Πρέπει νὰ διαπιστωθεῖ ἐὰν ἡ οἰκία Γαλέα ταυτίζεται μὲ τὴν οἰκία Π. Γαϊτάνου, ὅπου εἶχε δεῖ ὁ Prott τὴν πλευρὰ Β. Χρειάζεται ἐπίσης νὰ ἀποτοιχιστεῖ ὁ λίθος, ὥστε νὰ φανεῖ, ἄν σώζεται ἡ ἐπιγραφὴ τῆς πλευρᾶς Α (IGV1, 1317a) στὴν πλαϊνὴ πλευρὰ τοῦ θραύσματος αὐτοῦ.

ΜΑΡΙΑ Σ. ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ
Νέα ἀνάγνωση τοῦ Μεσσηνιακοῦ ἱεροῦ νόμου (IGV1, 1316)

1. F. Bechtel, Die griechischen Dialekte, Berlin 1921–1924, 331–332.
2. Διαφορετικὴ ἄποψη γιὰ τὴν ἐτυμολογία τοῦ ἐπιθέτου Καβάτας διατυπώνει ὁ M. Vollgraff, Mededeelingen der Kon. Akad., 247–249, ὑποστηρίζοντας ὅτι Καβάτας= Εὐβάτης, ὅπου κα= εὖ, ὡς πρῶτο συνθετικὸ πολλῶν ὀνομάτων, ὅπως Εὐβάτης, Εὔβατος, ἄποψη ἡ ὁποία δὲν βρῆκε ὑποστηρικτές.
3. F. Solmsen, ὅπ. π., 332. E. Bourguet, ὅπ. π., 54–56. Ὁ συγγγραφεὺς σημειώνει ὅτι καὶ σήμερα ἐπιβιώνει στὴ Λακωνία ὁ ρηματικὸς τύπος καββαίνω ἢ καβαίνω τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς στὸν παρεφθαρμένο τύπο καμβαίνου τῆς τσακωνικῆς διαλέκτου.
4. M. Nilsson, RhM 63(1908)315. E. Bourguet, Le dialekte Lakonien, VII 54.
5. E. Lupu, Greek Sacred Law. A Collection of New Documents (NGSL), Leiden 2005, 360 καὶ ἑξῆς, ἀρ. 27, στίχ. 7–8: τõν hιαρõν hα θυσία πρὸ ϙοτυτίον καὶ τᾶς ἐχεχερίας πένπ[τοι] | ϝέτει
hõιπερ hόκα hα Ὀλυνπιὰς ποτείη.
6. Βλ. BCH 102(1978)325–331 [SEG 28, 421] (Ὀλυμπία, περ. -200).
7. F. Bechtel, ὅπ. π.320–321. C. D. Buck, The Greek Dialects, Chicago 1955, 59.
8. Μῆλος: IGXII 3, 1093, 1094: Διὸς Καταιβάτο. Θάσος: IGXII Suppl. 406: Διὸς Καταιβάτου. Θήρα: IG XII 3, 1360: Διὸς Καταιβάτο. Ρόδος: IK Rhodische Peraia, 202: Διὸς Καταιβάτα. Ἀθῆναι: IGII2 4964: [Δι]ὸ[ς Καται]βάτο· ἄβ[ατον] ἱερόν. IGII2 4965: Διὸς Κα[τα]αιβάτο[υ] ἄβατον. IG II2 4998: [Δ]ιὸς [Κ]αταιβάτου. Βλ. καὶ IG I3, 256 bis= EM 13537.
9. Ἡ ἴδια διατύπωση παρατηρεῖται καὶ σὲ βωμοὺς ἄλλων θεῶν, π.χ. Ἁλιμοῦς: W. Peek, AM 66(1941)195–196, ἀρ. 3: Ἑστίας θύειν τρεῖς ἑβδόμους [β]οῦς. Γιὰ τὴν ἐπιγραφὴ δὲν δίνει χρονολόγηση οὔτε ὁ Peek, οὔτε ὁ Sokolowski, LSSG 21. Ἀκρόπολη: IG II2 4986: Ἡρακλέως θύειν τρία μονόμφαλα (-3ος/2ος αἰ.) Πειραιεύς: IG II2 4998: Ἀρτέμιδος· ἀκολούθοι μονόμφαλα (-4ος αἰ.). Τὸν ἴδιο τύπο ἀναγραφῆς, ἀλλὰ στὸν στίχ. 3 τῆς ἐπιγραφῆς παρατηροῦμε σὲ βωμὸ ἀπὸ τὴν Χίο: Ζολώτας, Ἀθηνᾶ 20(1908)225, ἀρ. 30: Οἶνον μὴ προσφέρε[ν]˙ Μοιρέων καὶ Ζανὸς Μοιρηγέτεω (-4ος αἰ.).
10. Ἡ ἀρχαιότερη σωζόμενη ἐπιγραφικὴ μαρτυρία εἶναι ὁ ἱερὸς νόμος τῶν Θαλαμῶν ποὺ παρουσιάζεται ἐδῶ (IGV1, 1316) καὶ ἡ πιὸ ὕστερη εἶναι ὁ βωμὸς ἀπὸ τὸ Ὀλυμπιεῖον τῶν Ἀθηνῶν (IG II2 4998).
11. Βλ. Α. Π. Στεφάνου, Χιακὰ Μελετήματα Ι (1958) 33-34 καὶ Dunst, APF 16(1958)183, n.13 [SEG 17, 406], οἱ ὁποῖοι δημοσιεύουν ἐπιγραφὴ τοῦ 4oυ αἰ. π.Χ. ἀπὸ τὴ Χίο, τὸν ὅρον τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ζηνὸς Φαντῆρος Καταιβάτεω: Ἱερ[ὸν] Ζανὸς Φαντῆρος Καταιβάτεω˙ Εὄνικο[ς] [Σ] υρηκόσιος]. Οἱ ἐκδότες τῆς ἐπιγραφῆς λανθασμένα τὴν θεωροῦν ἐπιτύμβια. Ὅρον τοῦ ἱεροῦ τοῦ Καταιβάτου ἀπὸ τὴν Πάρο δημοσιεύει ὁ Γ. Παπαδόπουλος, Ἐπιγραφὲς Πάρου, ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΟΝ 2(2013)21-22,ἀρ.5.
12. Βλ. Πολυδ. IX41· Ἀρτεμίδωρος, Ὀνειροκρ. ΙΙ 9· Ἡσυχ. s.v. ἠλύσιον. Βλ. ἐπίσης Cook, Zeus, II 13–24, ἔργο ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ ἐμπεριστατωμένη παρουσίαση τῆς λατρείας του. Βλ. REΧ 2 (1919) 2422-2461 s.v. Kataibates ἀρ.1 (Α. Adler)· RE Suppl. XV (1978) 1068, 1086.
13. Cook, Zeus, II 32. Βλ. καὶ Schwabl, RE Suppl. XV, 1978, s.v. Κραταιβάτης.
14. Βλ. Ὁμ. Β 334: Μοῖρα κραταιή· IGXII 7, 111, 289 κἄ.
15. Ἡ ἴδια αὐτὴ ἰδιότητα τοῦ Καταιβάτου ἀπαντᾶ σὲ ὕστερη ἀναθηματικὴ ἐπιγραφὴ ἀπὸ τὴ Λέσβο μὲ τὸ συνώνυμο ἐπίθετο Κεραύνιος, βλ. IGXII 2, 126. Σχετικά μὲ τὴ σύνδεση τοῦ Διὸς Καταιβάτου μὲ τὸν Δία Καππώτα βλ. Ι. Ταϊφᾶκος, Δεὺς Καππώτας, Ἐν Ἀθήναις 1970, 4–13 καὶ W. Kendrick Pritchett, Pausanias Periegetes, Amsterdam 1998, 111–113.
16. Ἀθ. Πετρίδου, Περὶ τινων ἐν Μάνῃ ἐπιγραφῶν, Πανδώρα 19(1868)337–338. Οἱ Θαλάμες κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ἀνῆκαν στὴ Λακωνικὴ καὶ ὄχι στὴ Μεσσηνία, ὅπως σήμερα.
17. Γνωρίζουμε ἀπὸ τὸν Παυσανία (ΙΙΙ 26) ὅτι στὶς Θαλάμες λατρευόταν ἀρχικὰ ἡ Πασιφάη, ἡ ὁποία στὴ συνέχεια συνδέθηκε μὲ τὴν Ἰνώ. Τὸ ἱερὸ καὶ μαντεῖο τῆς Ἰνοῦς-Πασιφάης ἱδρύθηκε πλησίον ἱερῆς πηγῆς. Οἱ χρησμοὶ δίνονταν κατὰ τὴν ὕπνωση τῶν πιστῶν μὲ τὴ μορφὴ ὀνείρων.
18. Ph. Le Bas-Waddington, Voyage archeologique en Gréce et en Asie Mineure: Inscriptions Grecques et Latines recueillies en Gréce et en Asie Mineure, deuxieme partie : Mégaride et Péloponnése, Paris 1847–1851, n. 281, 281b, 289.
19. P. Foucart, Explication des Inscriptions Grecques et Latines recueillies en Gréce et en Asie Mineure, deuxieme partie: Mégaride et Péloponnése, Paris 1876, n. 281, 281b, 289.
20. Τὴν ἐπιγραφὴ IGV1, 1317a, ἡ ὁποία χαράχτηκε στὴν πλευρὰ Α πολὺ ἀργότερα ἀπὸ τὸν ἱερὸ νόμο, δημοσίευσε ὁ Foucart ἀπὸ ἔκτυπο ποὺ βρῆκε στὰ χαρτιὰ τοῦ Le Bas: “Mais, dans les papiers de Le Bas, j’ ai trouvé un estampage avec la mention: côte N.-O. de la Laconie, provenance incertaine; c’ est l’ inscription publiée sous le n. 289”.
21. South-Western Laconia, BSA 10(1903–04)171–172.
22. Ἡ ἐξαιρετικὴ ἐργασία συντήρησης ὀφείλεται στὴν κ. Εἰρήνη Τεμπελοπούλου, συντηρήτρια τῆς ΛΗ´ ΕΠΚΑ.





Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Το Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στην Μεσσηνία


«Οι σκληροί εχθροί της Ελλάδος είχαν ερηµώσει τους κάµπους της, τόσο γόνιµους άλλοτε. Όταν δεν εύρισκαν πια κεφάλια για να κόψουν, η λύσσα τους εστράφηκε εναντίον των πόλεων και των σπιτιών. […] Eπελέκησαν όλα τα δένδρα, αφήνοντας πίσω τους ερείπια και στάχτες, και σκόρπισαν παντού το θάνατο και την ερήµωση. Άπλωσαν πάνω στα παράλια σχεδόν όλου του Μοριά έναν πένθιµο πέπλο»1. Αυτή ήταν η εικόνα της Πελοποννήσου στις αρχές του 1829, ύστερα από την ολέθρια δράση του Ιµπραήµ, που από το 1825 είχε έλθει σε βοήθεια των Τούρκων. Ο αιγυπτιακός στρατός είχε προξενήσει τεράστιες καταστροφές στις καλλιέργειες, στις πόλεις και στα χωριά και είχε επιφέρει την ερήµωση σε περιοχές που άλλοτε έσφυζαν από ζωή. Η παραµονή του στην Πελοπόννησο και η τήρηση του ελέγχου των σηµαντικών φρουρίων της, παρά την ήττα του στη ναυµαχία του Ναβαρίνου, οδήγησε τις Μεγάλες ∆υνάµεις στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου (7/19 Ιουλίου 1828)2, µε το οποίο αποφασίσθηκε η αποστολή γαλλικών στρατευµάτων στην Πελοπόννησο για την αποµάκρυνση του Ιµπραήµ. Το εκστρατευτικό σώµα, που θα έστελνε η Γαλλία στο όνοµα και των τριών ∆υνάµεων, είχε ρητή υποχρέωση να περιορισθεί στην Πελοπόννησο, να δράσει µε τρόπο που δε θα έθετε σε κίνδυνο τις σχέσεις της Γαλλίας µε την Πύλη και τον πασά της Αιγύπτου και έπρεπε να ανακληθεί αµέσως µετά το τέλος της αποστολής του. Η Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή υπό τον Στρατηγό Nicolas-Joseph Maison ξεκίνησε από την Τουλόν την 5/17 Αυγούστου 1828. Η δύναµή της έφθανε σε 14.000 άνδρες, που χωρίσθηκαν σε τρεις µοίρες, υπό τον Maison, τον Sebastiani και τον Schneider. Οι δύο πρώτες έφθασαν στην Πελοπόννησο στις 17/29 Αυγούστου. Ο Maison αποβιβάσθηκε στο Πεταλίδι, όπου έµεινε για λίγο προτού στρατοπεδεύσει στη Γιάλοβα, και ο Sebastiani κοντά στην Κορώνη. Η τρίτη µοίρα υπό τον Schneider αποβιβάσθηκε στο Ναβαρίνο τέσσερις ηµέρες αργότερα3.
 Στο µεταξύ, πριν ακόµη φθάσει στην Πελοπόννησο ο γαλλικός στρατός, ο Μεχµέτ Αλής της Αιγύπτου, µε τη συνθήκη της Αλεξανδρείας της 28ης Ιουλίου/9ης Αυγούστου 1828, είχε ήδη συµφωνήσει για την εκκένωση της Πελοποννήσου και τη διατήρηση της τουρκικής κυριαρχίας µόνο σε πέντε φρούρια4. 
 Έτσι, ως τις αρχές Οκτωβρίου ο Ιµπραήµ και τα στρατεύµατά του είχαν αποχωρήσει από την Πελοπόννησο και ο γαλλικός στρατός είχε καταλάβει τα τρία µεσσηνιακά φρούρια χωρίς σοβαρή αντίσταση. Λίγο αργότερα παραδόθηκαν στους Γάλλους τα φρούρια της Πάτρας και του Ρίου, ύστερα από σύντοµη αντίσταση στο τελευταίο, και ως τα τέλη του Οκτωβρίου όλη η Πελοπόννησος ήταν ελεύθερη. Η καθαρά στρατιωτική αποστολή του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος ολοκληρώθηκε έτσι, πολύ σύντοµα, σχεδόν σε δύο µήνες, και χωρίς µακροχρόνιες επιχειρήσεις, παρά τις προσδοκίες τόσο του ίδιου του γαλλικού στρατού όσο και των Ελλήνων, που µε αγωνία περίµεναν την προώθησή του πέρα από τον Ισθµό5. Τα στρατεύµατα, σύµφωνα µε το πρωτόκολλο του Ιουλίου 1828, έπρεπε να αποχωρήσουν. Όµως την 4/16η Νοεµβρίου 1828 υπογράφηκε στο Λονδίνο νέο πρωτόκολλο, κυρίως ύστερα από τις πιέσεις της αγγλικής πολιτικής, µε το οποίο οι τρεις ∆υνάµεις (Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία) έθεταν την Πελοπόννησο υπό την προστασία τους και έδιναν στη γαλλική κυβέρνηση τη δυνατότητα να αποφασίσει κατά πόσο θα άφηνε τµήµα του στρατού της στην Ελλάδα, µε τη δέσµευση ότι δε θα προχωρούσε πέρα από τον Ισθµό6. Αυτό ήταν αποτέλεσµα και των ενεργειών του Καποδίστρια, ο οποίος ήθελε την παραµονή του γαλλικού στρατού στην Πελοπόννησο µε το σκεπτικό ότι διαφορετικά η χώρα θα ήταν εκτεθειµένη σε κίνδυνο7. Συνεπώς, το µεγαλύτερο µέρος του στρατού αποχώρησε σταδιακά από τον Ιανουάριο ως το Μάιο του 1829, οπότε έφυγε και ο Maison8, ενώ ένα τµήµα του, η 3η Μεραρχία, παρέµεινε υπό τον Στρατηγό Schneider, µε τη σύµφωνη γνώµη των τριών ∆υνάµεων και κυρίως της Αγγλίας, που εξασφαλίσθηκε µε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830. Το σώµα αυτό, µάλιστα, που θα παρέµενε για ένα χρόνο, στο εξής χαρακτηριζόταν απροκάλυπτα ως “corps d’occupation”9.


 Στο διάστηµα που παρέµειναν στην Πελοπόννησο, τους πρώτους µήνες υπό την αρχηγία του Maison και αργότερα υπό τον Schneider, οι Γάλλοι στρατιώτες επιδόθηκαν σε ποικίλες εργασίες αποκατάστασης της ζωής στις περιοχές όπου ήταν εγκατεστηµένοι και κυρίως στη Μεσσηνία, όπου βρισκόταν το αρχηγείο τους. Από τις πιο σηµαντικές δραστηριότητές τους, υπό την καθοδήγηση του σώµατος του Μηχανικού, ήταν η αποκατάσταση των φρουρίων που κατέλαβαν στην Πελοπόννησο και η ανοικοδόµηση των πόλεων που είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους µακροχρόνιους πολέµους και από το στρατό του Ιµπραήµ. Πράγµατι, όταν έφθασαν οι Γάλλοι, η κατάσταση της χώρας ήταν άθλια και η όψη της φοβερή10. ∆εν υπήρχαν καν οικήµατα κατοικήσιµα ούτε άλλου είδους καταλύµατα για τους στρατιώτες ούτε η κατάλληλη υποδοµή στα φρούρια ώστε να εξασφαλίζεται η αµυντική τους πληρότητα. Στο στρατόπεδο, όπου διέµεναν αρχικά, στη Γιάλοβα, οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά αντίξοες, καθώς η περιοχή ήταν ελώδης και πολλοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους από τις επιδηµίες11. Οι συνθήκες ήταν πιο ανεκτές στην Πάτρα και στην Κορώνη, ανάλογα προβλήµατα όµως υπήρχαν και εκεί12.


 Το πρώτο φρούριο που παραδόθηκε στα γαλλικά στρατεύµατα, την 6η Οκτωβρίου 1828, ήταν αυτό του Ναβαρίνου (εικ.1). Κατασκευασµένο από τους Τούρκους το 1573, ήταν από τα πιο σηµαντικά φρούρια της Πελοποννήσου, καθώς είχε τον έλεγχο του µοναδικού σε όλη την ανατολική Μεσόγειο ασφαλούς λιµανιού, που θα µπορούσε να φιλοξενήσει έναν ολόκληρο στόλο13. Είχε την ονοµασία «Νιόκαστρο», για να διακρίνεται από το παλαιότερο φράγκικο φρούριο της περιοχής, το Παλαιόκαστρο, που ήταν κτισµένο στο βόρειο άκρο του όρµου του Ναβαρίνου. Στη διάρκεια των αιώνων είχε υποστεί σοβαρές ζηµιές από τις συνεχείς πολιορκίες, µε πιο πρόσφατη την καταστροφή του Έβδοµου, του ισχυρού δυτικού του προµαχώνα, που συνέβη το 1825 κατά την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης14.
Όταν περιήλθε στην κατοχή του γαλλικού στρατού, το φρούριο ήταν σε κακή κατάσταση: «Αι οχυρώσεις του Ναβαρίνου είναι εις αθλίαν κατάστασιν, καθώς και το πυροβολικόν το οποίον εύροµεν· η πόλις δεν είναι παρά εις σωρός δυσωδών ερειπίων και δεν διαθέτει ουδέν οίκηµα εξ όσων µας είναι απαραίτητα· πρέπει να κατασκευάσωµεν τα πάντα»15. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας µέσα στο κάστρο, εκτός από τη φρουρά του, κατοικούσαν Τούρκοι. Ο ελληνικός πληθυσµός είχε συγκεντρωθεί έξω από το κάστρο, ανατολικά, στην περιοχή Βαρούσι (σηµερινά Καλύβια) και νοτιότερα, πιο κοντά στο τείχος, στις Καµάρες, κοντά στο ενετικό υδραγωγείο16. Η κατάσταση της πόλης ήταν το ίδιο κακή µε αυτή του φρουρίου: «ξύλινα παραπήγµατα, στηµένα στην ακτή, έξω από την ερειπωµένη πόλη, ανάµεσα στα οποία κυκλοφορούσαν κάτισχνοι και ρακένδυτοι άνδρες […]»17.


Αµέσως µετά την κατάληψη του φρουρίου από το γαλλικό στρατό, τοποθετήθηκε φρουρά από πενήντα άνδρες επάνω στην ακρόπολη και τα συνεργεία των στρατιωτών άρχισαν την επίπονη εργασία τους για να καθαρίσουν το χώρο από τα ερείπια και από τα εφόδια που είχε αφήσει πίσω του ο στρατός του Ιµπραήµ.
Μέσα στο κάστρο, στις παρυφές της ακρόπολης, στα παλαιά τούρκικα σπίτια που σώζονταν αριστερά της εισόδου της πόλης, εγκαταστάθηκαν ο φρούραρχος, ο γενικός επιµελητής και ο ταµίας του γαλλικού στρατεύµατος. Το τζαµί, που σήµερα έχει µετατραπεί σε ναό του Σωτήρα, χρησιµοποιήθηκε ως αποθήκη αλεύρων και σιτηρών18. Το πρώτο και κύριο µέληµα του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος ήταν η αναστήλωση του τείχους και των κατεστραµµένων προµαχώνων του φρουρίου.
Σύµφωνα µε υπολογισµούς, που περιλαµβάνονται στο υπόµνηµα του Audoy, διοικητή του Μηχανικού, προς τον Maison (µε ηµεροµηνία 11 ∆εκεµβρίου 1828), οι εργασίες οχύρωσης στο Ναβαρίνο θα διαρκούσαν 50 ηµέρες, το κόστος τους ανερχόταν σε 20.000 φράγκα και για την ολοκλήρωσή τους χρειάζονταν 38 κτίστες, 4 ξυλουργοί και 80 εργάτες19. Με την επίβλεψη των Γάλλων µηχανικών και µε τη συµβολή των στρατιωτών του Πυροβολικού και, κυρίως, του Μηχανικού αναστηλώθηκε ο Έβδοµος, κατασκευάσθηκε τάφρος και κρυφό µονοπάτι περιµετρικά στην ακρόπολη και επισκευάσθηκε ο εξαγωνικός περίβολος της ακρόπολης, η οποία, τιµής ένεκεν, ονοµάσθηκε «Πύργος του Μαιζώνα»20. Ακριβώς αριστερά της βόρειας εισόδου του κάστρου κατασκευάσθηκε το κτήριο του στρατώνα, ένα απλό, ορθογώνιο λίθινο οικοδόµηµα µε διαστάσεις 47x 16µ., που εξακολουθεί να χρησιµοποιείται µέχρι σήµερα (εικ.2- 4). Είναι διώροφο, στεγάζεται µε τετράρριχτη στέγη και η πρόσβαση στον όροφό του γίνεται από δύο εξωτερικές κλίµακες στα άκρα της ανατολικής µακράς πλευράς. Μετά την αποχώρηση των Γάλλων, εξακολούθησε να χρησιµοποιείται ως στρατώνας, ακόµα και όταν το φρούριο λειτουργούσε ως κέντρο εκπαίδευσης της χωροφυλακής του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ενώ αργότερα στέγασε τη φρουρά των φυλακών βαρυποινιτών, που βρίσκονταν στην ακρόπολη. Από το τέλος του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου ως το 1982 χρησιµοποιήθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία ως αποθήκη και εργαστήριο συντήρησης αρχαιοτήτων. Σήµερα λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος της συλλογής René Puaux και ως ξενώνας της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων21.
Ενώ το έργο της αποκατάστασης του κάστρου είχε σχεδόν ολοκληρωθεί και τα γαλλικά στρατεύµατα ετοιµάζονταν να αποχωρήσουν, µία νέα καταστροφή έπληξε το Ναβαρίνο τη νύκτα της 6ης προς 7ης Νοεµβρίου 1829. Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ένας κεραυνός κτύπησε το φρούριο, κατέστρεψε τις δύο πυριτιδαποθήκες του, το µετέτρεψε σε σωρό ερειπίων, η δε πόλη επίσης καταστράφηκε, αφού ούτε µία οικία της δεν ήταν πια κατοικήσιµη. Έχασαν τη ζωή τους είκοσι έξι στρατιώτες του Πυροβολικού και του Μηχανικού και τραυµατίσθηκαν είκοσι οκτώ22. Σε επιστολή του προς τον Eynard, ο Καποδίστριας περιγράφει το γεγονός µε απελπισία: «[...] Ο κεραυνός χτύπησε τις πυριτιδαποθήκες του Ναβαρίνου και µαζί µε αυτές το φρούριο που οι µηχανικοί της αποστολής είχαν κατορθώσει να φέρουν στην καλύτερη αµυντική κατάσταση. Αυτό το σηµείο είναι στο εξής ανοιχτό και είναι το κλειδί για την Πελοπόννησο»23. Ο Schneider, που στο µεταξύ είχε αντικαταστήσει τον Maison, κατόρθωσε να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του Υπουργού Στρατιωτικών της Γαλλίας για την παραµονή του γαλλικού στρατού, µε το επιχείρηµα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν µπορούσε µόνη της να αποκαταστήσει το φρούριο, ενώ είχε ήδη ολοκληρώσει τους υπολογισµούς του για τη δαπάνη και το σχέδιο των απαιτούµενων εργασιών. Έτσι, µαζί µε ένα ελληνικό τάγµα, οι Γάλλοι εργάσθηκαν για την αποκατάσταση του Ναβαρίνου µε έξοδα της Γαλλίας24. Οι πέτρες των κατεστραµµένων τουρκικών σπιτιών χρησίµευσαν στην αποκατάσταση της αποθήκης, ενώ οι πόρτες και τα παράθυρα µεταφέρθηκαν βαθµιαία στις νέες κατοικίες που κτίζονταν γύρω από το λιµάνι25. Οι Γάλλοι κράτησαν στην κατοχή τους το φρούριο για τα επόµενα χρόνια, επεµβαίνοντας όποτε χρειαζόταν για τη συντήρησή του ή τον καλλωπισµό του26.


 Παράλληλα µε τις εργασίες αποκατάστασης του Νιόκαστρου, έγινε ο σχεδιασµός και η οικοδόµηση της σύγχρονης πόλης της Πύλου, έξω από τα τείχη του κάστρου, το οποίο εγκαταλείφθηκε πια ως τόπος κατοικίας. Το έργο, που ξεκίνησε ήδη από το Σεπτέµβριο του 1828, ανέλαβαν και πάλι οι µηχανικοί του εκστρατευτικού σώµατος και το σχέδιο της νέας πολιτείας χαρτογράφησε ο Audoy, µε εντολή του Maison. Ο οικισµός των Τούρκων που βρισκόταν µέσα στο κάστρο διαλύθηκε και το οικοδοµικό του υλικό χρησιµοποιήθηκε για τη νέα πόλη. Ο οικισµός τοποθετήθηκε βορειοανατολικά του φρουρίου και αναπτύχθηκε αµφιθεατρικά γύρω από την κεντρική δηµόσια πλατεία, που δηµιουργήθηκε στο σηµείο όπου παλαιότερα ήταν ρέµα. Η πλατεία είχε σχήµα τραπεζίου και καταλάµβανε έκταση περίπου 500 τ.µ. δίπλα στην ακτή, ενώ στις τρεις πλευρές της περικλειόταν από στοά µε κιονοστοιχίες, που εξυπηρετούσε την αγορά, ακολουθώντας το πρότυπο γαλλικής παράλιας µεσογειακής πόλης. Η µορφή και ο βασικός ιστός της πόλης, αυστηρός και λειτουργικός αλλά χαριτωµένος, παραµένουν στην ουσία αναλλοίωτα µέχρι σήµερα (εικ. 5-6). Ο οικισµός στα δυτικά έφθανε µέχρι και τη σηµερινή οδό Κωστή Τσικλητήρα και άφηνε ακάλυπτη, για καθαρά στρατιωτικούς λόγους, την υπόλοιπη περιοχή, που εξασφάλιζε ορατότητα και πεδίο δράσεως στους υπερασπιστές του φρουρίου. Η ολοκλήρωση του σχεδίου έγινε στις 26 ∆εκεµβρίου 1830 και φέρει έγκριση του Καποδίστρια µε ηµεροµηνία 15 Ιανουαρίου 183127.
 Για τις πρώτες ανάγκες του εκστρατευτικού σώµατος αρχικά χρησιµοποιήθηκαν τα µισοκατεστραµµένα υπόστεγα κοντά στην αποβάθρα της πόλης, που οι τουρκικές αρχές χρησιµοποιούσαν ως αποθήκες. Το µεγαλύτερο, που διέθετε τρεις χώρους, στα τέλη Οκτωβρίου του 1828 µετατράπηκε σε νοσοκοµείο για να δεχθεί τους ασθενείς από το στρατόπεδο της Γιάλοβας. Σε ένα δεύτερο παράπηγµα, πιο δυτικά, υπήρχαν γραφεία Γάλλων αξιωµατικών, της υγειονοµικής υπηρεσίας και η αίθουσα των εγχειρήσεων. Κοντά στο µεγάλο υπόστεγο, σε ένα µικρό κατάστηµα, στεγάσθηκε το φαρµακείο. Όλα τα κτίσµατα ήταν πετρόκτιστα και διορθώθηκαν από τους µηχανικούς του στρατού. Το έδαφος ισοπεδώθηκε, στους τοίχους ανοίχθηκαν παράθυρα και οι επιφάνειες καλύφθηκαν µε ασβέστη. Το συγκρότηµα του νοσοκοµείου βρισκόταν ανάµεσα στα σύγχρονα ξενοδοχεία «Νέστωρ» και «Ναβαρίνο» και σήµερα έχει κατεδαφιστεί. Σε άλλα παρόµοια υπόστεγα στεγάσθηκαν τα πυροβόλα, το ελληνικό τελωνείο και ένα αστυνοµικό τµήµα, ενώ, κοντά στο σηµερινό µουσείο, ένα µεγάλο οικοδόµηµα µε «υαλοσκεπή» εξώστη χρησιµοποιήθηκε ως κοιτώνας των Γάλλων αξιωµατικών (πρόκειται για το γνωστό ως «Σκορδουλέικο» αρχοντικό, που επίσης έχει κατεδαφιστεί)28.


 Από τα πρώτα δηµόσια οικοδοµήµατα της νέας πόλης και από τα πιο επιβλητικά ήταν το διοικητήριο, που ανεγέρθηκε το 1829 µε δαπάνες της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής (εικ. 7). Το κτήριο βρισκόταν σε κεντρικό σηµείο της Πύλου, στην πλαγιά ανατολικά της πλατείας, στη σύγχρονη οδό Επισκόπου Γρηγορίου Μεθώνης (αρ. 19). Ο δρόµος αυτός, µάλιστα, σχεδιάστηκε από τους Γάλλους µηχανικούς έτσι ώστε να οδηγεί από την πλατεία στο συγκεκριµένο οικοδόµηµα. Το διοικητήριο δέσποζε στη γύρω περιοχή και φιλοξενούσε δεξιώσεις, τελετές και επίσηµες εκδηλώσεις των Γάλλων. Μετά την αποχώρηση του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος, προσφέρθηκε στο ελληνικό κράτος και στέγασε διοικητικές και στρατιωτικές υπηρεσίες. Το 1930, όταν επισκέφθηκε την Πύλο ο René Puaux, το «ροζ κτήριο του ταχυδροµείου» ήταν το µόνο που είχε αποµείνει από εκείνη την εποχή. Αργότερα, παραχωρήθηκε στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισµών Πυλίας, που το κατεδάφισε το Νοέµβριο του 198629. Στο βόρειο µέρος της πόλης εγκαταστάθηκαν Γάλλοι έµποροι και µερικές οικογένειες Γάλλων αξιωµατικών, που έµειναν στην Πύλο µόνιµα, και έτσι σχηµατίσθηκε µία µικρή συνοικία, που ονοµάσθηκε «Φραγκοµαχαλάς». Μάλιστα, διέθετε και τη δική της καθολική εκκλησία, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας και δεν υπάρχει πια, αν και µνηµονεύεται στην τοπωνυµία «Φραγκοκλησά», που ακόµη χρησιµοποιείται για την περιοχή30. Έξω από την πόλη, στη θέση «Στρογγυλό», πάνω από τις σπηλιές, βρισκόταν το νεκροταφείο, όπου είχαν ταφεί οι 915 Γάλλοι στρατιώτες που πέθαναν λόγω των ανθυγιεινών συνθηκών στο στρατόπεδο της Γιάλοβας. Η περιοχή πήρε την ονοµασία της από τον κυκλικό µαντρότοιχο του νεκροταφείου31. Από τις επεµβάσεις που βελτίωσαν καθοριστικά τις συνθήκες ζωής στην Πύλο ήταν η επισκευή και συντήρηση που πραγµατοποιήθηκε το 1832 στο υδραγωγείο του Χανδρινού, το οποίο µέχρι και το 1827 ήταν ερειπωµένο. Μετά την επισκευή του, χρησιµοποιήθηκε για την ύδρευση της πόλης µέχρι το 1907 32.


 Σταδιακά, ο ασήµαντος µικρός οικισµός του Ναβαρίνου εξελίχθηκε σε σηµαντική κωµόπολη, που το 1833 πήρε το όνοµα Πύλος για να θυµίζει την οµώνυµη οµηρική πολιτεία33. Στο διάστηµα από το 1828 έως το 1833 πολλές οικογένειες από την ορεινή Τριφυλία, τη Γορτυνία και τα Επτάνησα εγκαταστάθηκαν στη νέα πόλη. Ήδη από την άνοιξη του 1829, µόλις έξι µήνες µετά την αποχώρηση του Ιµπραήµ, το Ναβαρίνο είχε εντελώς µεταµορφωθεί σε «νέο κάστρο», µε τις οχυρώσεις που πρόσθεσαν οι Γάλλοι από την πλευρά της ξηράς, και σε «νέα πόλη», που στη θέση των αποθηκών και των δύο τριών εργαστηρίων που είχε αφήσει ο Ιµπραήµ τώρα βρίσκονταν «µία καλή πλατεία, καλοί δρόµοι, περισσότερα από 200 εργαστήρια, περισσότερα από 20 ξενοδοχεία και πολλά άλλα καλά οικήµατα»34.


 Το δεύτερο φρούριο που κατέλαβαν τα γαλλικά στρατεύµατα ήταν αυτό της Μεθώνης, που παραδόθηκε ύστερα από διαπραγµατεύσεις την 7η Οκτωβρίου 1828 (εικ. 8). Ήταν το µεγαλύτερο κάστρο της Πελοποννήσου και ένα από τα σπουδαιότερα για την άµυνα όλου του Μοριά. Κτισµένο στα τέλη του 13ου αιώνα από τους Βενετούς, πέρασε στην κυριαρχία των Τούρκων και στη συνέχεια του Ιµπραήµ, το 182635. Σε αυτό βρισκόταν το αρχηγείο του Ιµπραήµ, ενώ στο εσωτερικό του, όπως και στο Ναβαρίνο, κατοικούσαν Τούρκοι και Άραβες. Η πρόσβαση στο φρούριο γινόταν από την ανατολική πλευρά, όπου υπήρχε ξύλινη γέφυρα µήκους 40 βηµάτων. Αµέσως µετά τις πύλες του πρώτου και του δεύτερου τείχους σχηµατιζόταν µια µεγάλη πλατεία στη δεξιά πλευρά της οποίας βρισκόταν το παλάτι του κυβερνήτη της Μεθώνης και µετέπειτα η κατοικία-διοικητήριο του Ιµπραήµ. Αριστερά υπήρχε η «οδός της αγοράς», ο πιο µακρύς και ο πιο φαρδύς δρόµος της πόλης, που κατέληγε στην πυριτιδαποθήκη. Από τις δύο πλευρές ξεκινούσαν άλλοι δρόµοι, «σκοτεινά σοκάκια ανάµεσα σε µισοερειπωµένες καλύβες κατάµεστες από Τούρκους και Άραβες, στοιβαγµένους κι ανακατωµένους»36. Η αµυντική κατάσταση της Μεθώνης, όταν την κατέλαβαν οι Γάλλοι, φαίνεται ότι ήταν κάπως καλύτερη από αυτή του Ναβαρίνου: «Η Μοθώνη είναι εν φρούριον ισχυρότατον το οποίον διαθέτει, πράγµα σπάνιον εις την Ανατολήν, ένα προφυλακτήριον δρόµον πασσαλωτόν, µίαν τεραστίαν τάφρον, διπλούν περίβολον και τείχη µε ισχυράς επάλξεις» 37. Η κατάσταση στην παλαιά πόλη των Τούρκων όµως δεν ήταν τόσο καλή. Ο Ιµπραήµ είχε προξενήσει πολλές καταστροφές στην άλλοτε «χαρωπή» Μεθώνη, τόσο στα οικήµατα όσο και στις καλλιέργειες. Τα κατοικήσιµα σπίτια ήταν µόλις γύρω στα εκατό και, µάλιστα, σηµειώθηκαν ατυχήµατα όταν στέγες και πατώµατα κατέρρευσαν επάνω σε Γάλλους στρατιώτες38.


 Αµέσως και εδώ άρχισαν εργασίες αποκατάστασης του φρουρίου και της πόλης, µε πολύ εντατικούς ρυθµούς, καθώς µέσα στο κάστρο εγκαταστάθηκε και το αρχηγείο του γαλλικού σώµατος39. Σύµφωνα µε υπολογισµούς που περιλαµβάνονται στο υπόµνηµα του Audoy, διοικητή του Μηχανικού, προς τον Maison (11 ∆εκεµβρίου 1828), το κόστος για τις εργασίες οχύρωσης στη Μεθώνη ανερχόταν σε 5.370 φράγκα, ενώ χρειάζονταν 50 ηµέρες για την ολοκλήρωσή τους και έπρεπε να εργασθούν 18 κτίστες, 2 ξυλουργοί και 113 εργάτες40. Οι Γάλλοι στρατιώτες, εκτός από τις καθηµερινές τους ασκήσεις, ασχολούνταν µε την επιδιόρθωση των οχυρώσεων και µε τον καθαρισµό των ανθυγιεινών τµηµάτων της τουρκικής πόλης, η οποία σύντοµα έγινε, ιδίως προς την πλευρά της ξηράς, τόσο καθαρή όσο και τα καλύτερα φρούρια της Γαλλίας, όπως χαρακτηριστικά επισηµαίνει ο Mangeart. Οι άνδρες του Μηχανικού και εδώ κατεδάφισαν πολλά κτίσµατα, ωστόσο αρκετά ερείπια παρέµειναν. Στην κεντρική αρτηρία, που διέσχιζε όλη την πόλη, εγκαταστάθηκαν πρόχειρα καταστήµατα. Ο Maison εγκαταστάθηκε στο οίκηµα που χρησιµοποιούσε και ο Αιγύπτιος πασάς, στα αριστερά της εισόδου, δίπλα στον τοίχο του κάστρου (εικ. 9). Η µορφή του µάς παραδίδεται από την περιγραφή του Mangeart: ήταν ένα µεγάλο σπίτι από πέτρες και ξύλα, κτισµένο σε τετράγωνο οικόπεδο. Χωριζόταν σε δύο µέρη από µία πτέρυγα κτισµάτων και έτσι σχηµατίζονταν δύο αυλές. Στο υπόγειο ήταν οι στάβλοι και από πάνω βρίσκονταν τα διαµερίσµατα που κρατούσε ο Ιµπραήµ και οι άνθρωποι της ακολουθίας του.
 Ένας πλατύς διάδροµος οδηγούσε σε όλα τα δωµάτια· το ανάκτορο έδινε την εντύπωση µικρού χωριού µέσα στην πόλη, µε τα τείχη του και τις πύλες του. Κοντά στο συγκρότηµα αυτό δέσποζε ο εντυπωσιακός κόκκινος κίονας από γρανίτη. Στην κεντρική µεγάλη πλατεία, κοντά στον κίονα, οι Γάλλοι είχαν στήσει µία ξύλινη εξέδρα, όπου φιλοξενούνταν ψυχαγωγικά θεάµατα αλλά και η κυριακάτικη λειτουργία (εικ. 10-11). Στη γωνία του εγκάρσιου δρόµου που κατεβαίνει ως την πύλη «του Μαντρακιού» ή «της ∆ογάνας» υπήρχε το τζαµί, στο χώρο του αρχαίου ναού της Αθηνάς. Το 1830 υπήρχαν ακόµη οι ιωνικοί κίονες και το κτίσµα είχε µετατραπεί σε αποθήκη της επιµελητείας του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος.


 Κοντά βρισκόταν και το παλαιό σπίτι του Σουλεϊµάν Μπέη, Γάλλου στρατιωτικού στην υπηρεσία του Ιµπραήµ, στο οποίο εγκαταστάθηκε µετά την κατάληψη του φρουρίου ο ∆ιοικητής του 27ου Συντάγµατος Πεζικού. Σε ένα ετοιµόρροπο σπίτι, που επισκευάσθηκε πρόχειρα, στεγάσθηκε το νοσοκοµείο, που διέθετε τέσσερα δωµάτια, ενώ δύο ακόµη δωµάτια παραχωρήθηκαν από το Πυροβολικό στην περιοχή του ναυστάθµου, δίπλα στην αποθήκη του Πυροβολικού41. Μέσα στην πόλη υπήρχαν και πολλά καταστήµατα, καπηλειά, εστιατόρια και καφενεία, από τα οποία το ένα είχε και µπιλιάρδο. Σε κάποια απόσταση, προς τα βόρεια, είχαν εγκατασταθεί στις όχθες του ποταµού πολυάριθµες καλύβες, που το σύνολό τους έµοιαζε, σε µικρογραφία, σαν µία από τις ακρινές συνοικίες του Παρισιού. Εκεί συνήθως συγκεντρώνονταν οι στρατιώτες του πεζικού, µηχανικού και µεταγωγικού, που αποτελούσαν τη φρουρά της Μεθώνης42.


 Σηµαντικό ήταν το έργο που επιτελέσθηκε από τους Γάλλους στη βόρεια είσοδο του κάστρου. Ανακαινίσθηκε η πύλη, που µε τη µνηµειακή µορφή της αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία του κάστρου. Η ξύλινη γέφυρα στην είσοδο αντικαταστάθηκε µε τη λιθόκτιστη από δεκατέσσερα τόξα, που σχεδιάσθηκε και κατασκευάσθηκε από τους µηχανικούς του εκστρατευτικού σώµατος και σώζεται µέχρι σήµερα (εικ.12). Έχει ύψος 4 µ., µήκος 45 µ., πλάτος 3 µ. και αποτελείται από 14 καµάρες (τόξα). Το 1833, λίγο πριν από την αποχώρηση του στρατεύµατος, οικοδοµήθηκε και ο µικρός µονόχωρος ναός της Μεταµορφώσεως του Σωτήρα43. Οι Γάλλοι έµειναν στη Μεθώνη µέχρι την αποχώρησή τους από την Ελλάδα και ως το 1830-1832 πραγµατοποιούσαν εργασίες συντήρησης και εξωραϊσµού του φρουρίου. ∆ιαµόρφωσαν δύο ευρύχωρες πλατείες, λιθόστρωσαν τους δρόµους, φύτευσαν 300 δένδρα (πλατάνια, λεύκες και ελιές) στη µία πλατεία και στα προπύλαια, ενώ µελετούσαν και την ανέγερση στρατώνα44.


 Με την καθοδήγηση των µηχανικών του εκστρατευτικού σώµατος, από το Σεπτέµβριο του 1828 άρχισε ο σχεδιασµός του οικισµού της Μεθώνης έξω από τα τείχη, όπως συνέβη και στην Πύλο. Ο παλαιός οικισµός µέσα στο κάστρο διαλύθηκε και το οικοδοµικό του υλικό χρησιµοποιήθηκε για την ανέγερση των νέων κτηρίων45. Ο νέος οικισµός εκτεινόταν από το παλαιό Βαρόσι µέχρι το κάστρο. Το ρυµοτοµικό σχέδιο της Μεθώνης εκπονήθηκε στις 4 Μαΐου του 1829 από τον Audoy. Ακολουθεί το ορθογώνιο πολεοδοµικό σύστηµα και αποτελείται από δύο κύριους δρόµους και κάθετα δροµάκια. Αυτό ήταν πιθανότατα το πρώτο σχέδιο ελληνικής πόλης που πήρε την έγκριση του Ιωάννη Καποδίστρια και φέρει την υπογραφή του46. Η παρουσία του γαλλικού στρατού συνέβαλε ουσιαστικά στην ανάπτυξη της Μεθώνης, η οποία µέσα σε περίπου έξι µήνες είχε αρχίσει «να παίρνει µορφή», όπως έγραφε ο Maison47. Οι κάτοικοι που είχαν καταφύγει στην Τύνιδα και στην Τεργέστη επέστρεψαν και µαζί τους εγκαταστάθηκαν και άλλοι, από άλλα µέρη της Ευρώπης. Τους παραχωρήθηκε εθνική γη και έτσι αµέσως σηµείωσε πρόοδο η γεωργία, µε την καθοριστική συµβολή και των Γάλλων, που δίδαξαν πρώτοι την καλλιέργεια της πατάτας στη Μεσσηνία το Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1829, ενώ ο Maison υποσχέθηκε ότι θα τους έδινε και σπόρους κριθαριού48.
Παράλληλα, από τις πρώτες ασχολίες των κατοίκων ήταν η προσπάθεια για την ίδρυση σχολείου. Για το σκοπό αυτό αρχικά παραχωρήθηκε µία εκκλησία, που ως τότε χρησίµευε ως σιδηρουργείο του γαλλικού στρατού. Το ∆εκέµβριο του 1829 όµως άρχισε η οικοδόµηση του νέου σχολείου, σε θέση εγκεκριµένη από τονΚαποδίστρια και µε σχέδιο που εκπονήθηκε και πάλι από τον Audoy. Το κτήριο ολοκληρώθηκε στα µέσα Φεβρουαρίου 1830, µε εισφορές των κατοίκων (εικ.13)49.
 Καθοριστική για τους Γάλλους ήταν και η επικοινωνία των δύο φρουρίων που κράτησαν στην κυριαρχία τους, καθώς στο ένα ήταν εγκατεστηµένο το αρχηγείο τους και στο άλλο βρισκόταν το µεγαλύτερο µέρος του σώµατος. Η περιοχή µεταξύ Ναβαρίνου και Μεθώνης, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δράσης του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο, ήταν ολότελα κατεστραµµένη και τα χωριά είχαν ισοπεδωθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύµατα. Ο δρόµος, πετρώδης και αρκετά δύσβατος, στενός στην αρχή και πλατύτερος αργότερα, περνούσε µέσα από µία πεδιάδα στην οποία είχαν αποµείνει µόνο χαλάσµατα και τα ερείπια ενός αρχαίου παρεκκλησίου, αφιερωµένου στον Άγιο Νικόλαο, του µοναδικού µνηµείου που σεβάσθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ παλαιότερα υπήρχαν χωριά και περίπου 10.000 ελιές50.
 Οι µηχανικοί και οι στρατιώτες της Γαλλικής Αποστολής προχώρησαν στη χάραξη και κατασκευή του δρόµου που ένωνε τις δύο πόλεις. Όπως αναφέρει ο Puaux, περίπου στα µισά του δρόµου, στο ύψος του Καινούργιου Χωριού, κοντά σε µία πηγή και µία παµπάλαια συκιά, υπήρχε το καπηλειό του Πανάγου, ενός Έλληνα βετεράνου της ναπολεόντειας στρατιάς. Οι Γάλλοι στρατιώτες που εργάζονταν για την κατασκευή του δρόµου πήγαιναν εκεί, έπιναν ρακί και αγόραζαν κυνήγι. Εκεί κοντά ο Schneider είχε κατασκευάσει και ένα σανατόριο για τους στρατιώτες, το οποίο όµως γρήγορα εγκαταλείφθηκε51.


 Ο δρόµος αυτός, αν και µικρού µήκους (µόλις 12 χιλιοµέτρων), ήταν ο πρώτος αµαξιτός δρόµος που κατασκευάσθηκε στην Ελλάδα (εικ. 14). Ο µόνος άλλος που άνοιξε το 1830 για τις φορτηγές άµαξες ήταν αυτός µεταξύ Άργους και Ναυπλίου52. ∆υστυχώς όµως αµέσως µετά την αποχώρηση των Γάλλων η οδός καταστράφηκε και οι άµαξες που τη διέσχιζαν παρέµειναν εγκαταλελειµµένες στο φρούριο της Μεθώνης53.
 Το τρίτο µεσσηνιακό κάστρο που κατέλαβαν οι Γάλλοι στις 9 Οκτωβρίου 1828 ήταν αυτό της Κορώνης (εικ. 15). Από τα λαµπρότερα κάστρα της Πελοποννήσου, κατασκευάσθηκε στους βυζαντινούς χρόνους στην άκρη του λιµανιού της πόλης και στη συνέχεια πέρασε στα χέρια των Φράγκων, των Ενετών και, τελικά, των Τούρκων54. Η ελληνική πόλη, που άλλοτε εκτεινόταν στην παραλία, κάτω από το κανόνι του φρουρίου, είχε αφανιστεί από τους Αιγυπτίους και οι κάτοικοί της είχαν αποµακρυνθεί, ενώ µέσα στο κάστρο διέµεναν και εδώ µόνο Τούρκοι. Όταν έφθασε το γαλλικό εκστρατευτικό σώµα, η γενική εικόνα του φρουρίου ήταν µάλλον ικανοποιητική. Η οχύρωση είχε διατηρηθεί αρκετά καλά, αν και η κατάσταση του πυροβολικού αναφέρεται ως «αξιοθρήνητη». Στην πόλη βρίσκονταν µόνο δύο λόχοι κατοχής και οι κάτοικοί της δεν είχαν επιστρέψει ακόµη55. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Maison: «Το φρούριον αυτό είναι, από απόψεως οχυρώσεως, εις καλυτέραν κατάστασιν από την του Ναβαρίνου· αλλ’ όπως και τα δύο άλλα φρούρια, δεν παρέχει παρά σωρούς ερειπίων τους µεν επί των δε [...]»56.



 Οι µηχανικοί του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος κατασκεύασαν την πρόσβαση στην κεντρική είσοδο του κάστρου και αποκατέστησαν την εκκλησία, που είχε µετατραπεί από τους Τούρκους σε τζαµί57. Αν και η Κορώνη παραδόθηκε αµέσως στις ελληνικές αρχές58, οι Γάλλοι επανεγκατέστησαν εκεί φρουρά59, και µέχρι το 1830 µε δική τους µέριµνα έγιναν περιορισµένης έκτασης εργασίες στο φρούριο, καθώς και επισκευές στην οροφή των στρατώνων και στη σκοπιά που είχε παρασυρθεί από τον αέρα60. Παράλληλα, ο λοχαγός των Οχυρωµατοποιών ανέλαβε να προβεί στο σχεδιασµό του προαστίου του κάστρου, όπως είχε γίνει και στις άλλες πόλεις61. Παρά την περιορισµένη παρουσία των Γάλλων, πολύ γρήγορα, ήδη από την άνοιξη του 1829, η πόλη είχε αναβιώσει, οι κάτοικοί της είχαν επιστρέψει και τα σπίτια είχαν αρχίσει να ξανακτίζονται, ενώ αναπτύχθηκε και η οικονοµία της, που βασίσθηκε στην καλλιέργεια της σταφίδας και στην αγγειοπλαστική62.
Το αρχικό σχέδιο των Γάλλων, που δεν υλοποιήθηκε τελικά, προέβλεπε ότι θα οχυρώνονταν όλα τα φρούρια που κατέλαβαν τα στρατεύµατά τους, καθώς και ο Ισθµός της Κορίνθου, µε σκοπό την ανάσχεση πιθανής τουρκικής εισβολής63. Μάλιστα, την περίοδο από το ∆εκέµβριο 1828 έως τον Ιανουάριο 1829 οργανώθηκε ειδική αποστολή, που ασχολήθηκε µε τον υπολογισµό των εξόδων και των διαδικασιών που απαιτούνταν για να γίνουν οχυρωµατικά έργα στη Μεθώνη, στο Ναβαρίνο, στο Ρίο και στον Ισθµό. Υπεύθυνος για τις µελέτες αυτές ήταν ο αξιωµατικός του Μηχανικού Audoy, και σύµφωνα µε τους υπολογισµούς του η δαπάνη για την οχύρωση του Ισθµού θα έφθανε τα 565.000 φράγκα ενώ των τριών φρουρίων ήταν µόλις 52.670 φράγκα64.


 Το ενδιαφέρον των Γάλλων επικεντρώθηκε στα µεσσηνιακά φρούρια και στην Πάτρα. Στη Μεθώνη βρισκόταν το αρχηγείο του Ιµπραήµ και εκεί υπήρχε η κατάλληλη υποδοµή προκειµένου να εγκατασταθεί και ο Maison. Το Ναβαρίνο ήταν το ασφαλέστερο λιµάνι όλης της Μεσογείου και το µόνο όπου θα µπορούσε να αποβιβασθεί στρατός σε περίπτωση ανάγκης, εποµένως η ετοιµότητά του ήταν καθοριστικής σηµασίας. Οι Γάλλοι κράτησαν υπό την εποπτεία τους και τα δύο αυτά φρούρια, στα οποία πάντα κυµάτιζαν οι σηµαίες των συµµάχων, και τα κατέστησαν ετοιµοπόλεµα65. Αντίθετα, η Κορώνη παραδόθηκε στο ελληνικό κράτος σχεδόν αµέσως και στο φρούριό της έγιναν πολύ λιγότερες εργασίες, κυρίως οι αναγκαίες επισκευές, αν και διέθετε την καλύτερη και πληρέστερη υποδοµή για τη στέγαση των στρατιωτών66. Φαίνεται ότι, πριν καν αποβιβασθεί στην Πελοπόννησο, ο Maison είχε αποφασίσει για τις επιλογές και τις κινήσεις του. Έγραφε στον Καποδίστρια στις 9 Οκτωβρίου 1828: «Θα διατηρήσω τις πόλεις της Μεθώνης και του Ναυαρίνου, που µου είναι αναγκαίες για τα καταστήµατα που σκέπτοµαι να ανοίξω προς χρήση των στρατευµάτων µου. Η Κορώνη δεν είναι ικανή ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτό το ρόλο· θα την παραδώσω λοιπόν στην ελληνική κυβέρνηση µόλις µου υποδείξετε το άτοµο και τη φρουρά στα οποία µπορούµε να εµπιστευθούµε αυτή τη θέση»67. Λίγο αργότερα, βέβαια, προσπάθησε να εγκαταστήσει φρουρά και στην Κορώνη και ζήτησε από τον Καποδίστρια σχετική άδεια, παρά το γεγονός ότι η αρχική συµφωνία προέβλεπε ότι όλα τα φρούρια θα παραδίδονταν στην ελληνική κυβέρνηση και θα κυµάτιζε σε αυτά η ελληνική σηµαία. Ο Καποδίστριας υποχρεώθηκε να το δεχθεί και, παρά την προσπάθειά του να καθυστερήσει τη διαδικασία, η ελληνική φρουρά παρέδωσε την Κορώνη στη γαλλική τον Ιούνιο του 182968.
Αντίστοιχο ενδιαφέρον επέδειξαν οι Γάλλοι και για το φρούριο της Πάτρας, όπου επίσης επιδόθηκαν σε εργασίες ανοικοδόµησης. ∆εν είναι τυχαίο ότι τα τρία αυτά φρούρια (Ναβαρίνο, Μεθώνη, Πάτρα) είχαν τον έλεγχο των πιο σηµαντικών λιµανιών της δυτικής Πελοποννήσου και η κατοχή τους σήµαινε έλεγχο της εµπορικής κίνησης, αλλά θα διευκόλυνε σηµαντικά και ενδεχόµενη στρατιωτική επέµβαση της Γαλλίας στο µέλλον στην περίπτωση κήρυξης πολέµου εναντίον της από την Τουρκία ή στην περίπτωση δικής της εκστρατείας για την κατάληψη της Πελοποννήσου69.
 Είναι γεγονός ότι η γαλλική κυβέρνηση είχε ενδιαφερθεί σοβαρά για την Πελοπόννησο πριν καν ξεκινήσει η αποστολή του εκστρατευτικού σώµατος και είχε φροντίσει για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά µε το εµπόριο και την παραγωγή της περιοχής, καθώς και για την υπάρχουσα υποδοµή στέγασης και σίτισης του στρατού70. Επί πλέον, υπήρχε ήδη το ενδιαφέρον για την ίδρυση εκεί γαλλικής αποικίας, το οποίο εκφράσθηκε ως επίσηµη πρόταση του Στρατηγού Schneider στον Καποδίστρια το 183171. Είναι, επίσης, γεγονός ότι όλο το έργο ανοικοδόµησης ξεκίνησε αφού είχε εκπληρωθεί ο τυπικός σκοπός της εκστρατείας, δηλαδή η εκδίωξη του αιγυπτιακού στρατού, και αφού εξασφαλίσθηκε η παραµονή ενός µέρους του στρατεύµατος παρά την ασφυκτική πίεση της Αγγλίας για το αντίθετο. Πράγµατι, οι Γάλλοι προσπαθούσαν µε κάθε τρόπο να παρατείνουν την παραµονή τους στην Ελλάδα, γεγονός, βέβαια, που εξυπηρετούσε και τον Καποδίστρια, ο οποίος είχε υποβάλει σχετικό αίτηµα στον Υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας72.
 Η παρουσία των Γάλλων στην Πελοπόννησο ωφέλησε µε πολλούς τρόπους το νεοσύστατο κράτος. Τα στρατιωτικά τµήµατα βοήθησαν στην οργάνωση τακτικού στρατού, στην καταπολέµηση της πανούκλας που έπληξε την περιοχή των Καλαβρύτων, στον εµβολιασµό των κατοίκων, στην οικονοµική ενίσχυση των φτωχών και στην ανάπτυξη της καλλιέργειας. Οι Γάλλοι επιχειρηµατίες συνέβαλαν στην οικονοµική και πολιτιστική ανάπτυξη των περιοχών όπου εγκαταστάθηκαν, εισάγοντας στην Ελλάδα δείγµατα του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, βγάζοντας τους κατοίκους από την αποµόνωση που για αιώνες είχαν υποστεί, ενώ η επιστηµονική αποστολή που ακολούθησε τη στρατιωτική ήταν η πρώτη οργανωµένη προσπάθεια µελέτης του φυσικού και αρχαιολογικού πλούτου της Πελοποννήσου73. Επί πλέον, η συνδροµή του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος ήταν καθοριστική στο γενικότερο έργο ανοικοδόµησης του Καποδίστρια. Μετά το σχεδιασµό των δύο πόλεων, που έγινε µε δική τους πρωτοβουλία, οι µηχανικοί του χρησιµοποιήθηκαν από τον Κυβερνήτη για το σχεδιασµό και την ανοικοδόµηση των πόλεων της Πελοποννήσου και αργότερα και της Στερεάς Ελλάδας74 . Όµως η οργάνωση του τακτικού στρατού σε συνδυασµό µε την αποστολή επιστηµονικής οµάδας ήταν πάγια τακτική της Γαλλίας για την ενίσχυση και εδραίωση της επιρροής της σε µία ξένη χώρα, γνωστή και από άλλες περιπτώσεις75 . Επί πλέον, αρκετά συχνά η συµπεριφορά και η δραστηριότητα των Γάλλων ήταν περισσότερο πιεστική απέναντι στην ελληνική πολιτεία απ’ ό,τι θα περίµενε κανείς, ενώ και ορισµένες πράξεις τους, όπως η εµπλοκή στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, η αποστολή στη Γαλλία φυτωρίων, η αρπαγή αρχαιοτήτων και ο έµµεσος εκβιασµός στον Καποδίστρια για αλλαγή του συντάγµατος προκειµένου να µεταφερθούν στη Γαλλία αρχαιότητες που απέσπασε η επιστηµονική αποστολή, δείχνουν τις «αποικιακές και αρπακτικές προοπτικές της γαλλικής πολιτικής» 76 . Είναι γεγονός ότι και οι εργασίες που έκαναν οι Γάλλοι στα µεσσηνιακά φρούρια πολλές φορές δηµιούργησαν διενέξεις µε τους Έλληνες επιτρόπους, ακριβώς επειδή κινούνταν µάλλον πιεστικά και εκβιαστικά προς την ελληνική κυβέρνηση και µερικές φορές προέβαιναν σε ενέργειες χωρίς τη δική της έγκριση ή συγκατάθεση77 .  Παρ’ όλα αυτά, το έργο ανοικοδόµησης των φρουρίων αντιµετωπίσθηκε µε ενθουσιασµό όπως προκύπτει από τα δηµοσιεύµατα της εποχής, τις µαρτυρίες των σύγχρονων Ελλήνων και Γάλλων, καθώς και από την επίσηµη αλληλογραφία της ελληνικής πολιτείας. Μάλιστα, ο ίδιος ο Καποδίστριας αναφερόταν δηµοσίως στους Γάλλους εκφράζοντας την ευγνωµοσύνη του στην προσφώνησή του κατά τη ∆΄ Εθνοσυνέλευση στο Άργος την 11η Ιουλίου 1829: «[...] Εκ των φρουρίων της Μεσσηνίας και της Αχαΐας ανεχώρησαν, τω όντι, οι µουσουλµάνοι, και οι κάτοικοι των µερών αυτών […] επανήλθον, τέλος πάντων, εις τα ερείπια και τας ερήµους της φίλης αυτών πατρίδος. […] Χάρις εις την παρουσίαν των γαλλικών στρατευµάτων, χάρις εις τους άθλους και τους αγώνας των, χάρις εις τας βοηθείας, όσας ο στρατός ούτος αφθόνως επέχυσε παντού, όπου εστρατοπέδευσεν, αι επαρχίαι αύται αρχινούν να επανορθώνονται. Τα φρούρια της Κορώνης, της Μοθώνης, του Νεοκάστρου και των Πατρών προκύπτουσιν εκ νέου, ως διά θάυµατος από τους σωρούς των ερειπίων των και είναι ήδη εις ασφαλή και αµυντικήν στάσιν»78. Το ίδιο επισηµαίνεται και από τον Α. Φραντζή: «[…] όλα δε ταύτα και πολλαί άλλαι λαµπραί οχυρώσεις και οικοδοµαί κατεσκευάσθησαν (ως φαίνονται σήµερον) µε αδράς δαπάνας χρηµάτων της φιλανθρώπου Γαλλίας, εις την οποίαν τόσον δι’ αυτά, καθώς και διά τον των οθωµανών διωγµόν, επίσης και διά τας οποίας έσχον ωφελείας οι περί τα φρούρια δυστυχείς Έλληνες απολαύσαντεςικανάς ποσότητας χρηµάτων, και εξοικονοµήσαντες τας δυστυχεστάτας περιστάσεις των, µεταξύ της εις τα φρούρια διαµονής των Γαλλικών στρατευµάτων, το Ελληνικόν έθνος οφείλει ιδιαιτέρως απείρους ευγνωµοσύνας εις γενεάς γενεών, κηρύττον διαπρυσίως εις αιώνα τον άπαντα τας ευεργεσίας αυτής και τας χάριτας»79.
Τα γαλλικά στρατεύµατα άρχισαν την εκκένωση της Πελοποννήσου µετά την άφιξη του Όθωνα, όπως προέβλεπε το Πρωτόκολλο της 25ης Απριλίου/7ης Μαΐου 1832, και τελικά αποχώρησαν στις 7 Αυγούστου 183380. Η παρουσία τους στα µεσσηνιακά φρούρια ήταν καθοριστική για τη διαµόρφωση και την εξέλιξη των πόλεων που βλέπουµε σήµερα και τα µνηµεία που ακόµη διατηρούνται θα θυµίζουν το πέρασµά τους. «Ξοδεύτηκαν πολλά χρήµατα» έγραφε χαρακτηριστικά ο Buchon «αλλά ποτέ χρήµα δεν τοποθετήθηκε καλύτερα από κείνο που δαπανήσαµε για την Ελλάδα. Αφήσαµ’ εκεί ευγενικές αναµνήσεις»81. Ωστόσο, υπάρχουν πάντα εκείνοι που υιοθετούν την άποψη του Σπηλιάδη και κάποιου ανώνυµου Γάλλου, ότι «διά ν’ αφήσουν τα Γαλλικά στρατεύµατα αγαθάς αναµνήσεις εις τους Έλληνας, και ν’ αποφέρουν την αιωνίας ευγνωµοσύνην των, έπρεπε ν’ αναχωρήσουν αµέσως αφού υπεχρέωσαν τον Ιµπραίµην ν’ αφήση την Πελοπόννησον»82.

∆ρ Πηγή Π. Καλογεράκου Ιστορικός-Αρχαιολόγος
"Η συμβολή του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος στην αποκατάσταση των φρουρίων και των πόλεων της Μεσσηνίας"*

* Θερµές ευχαριστίες οφείλονται στον Αντισυνταγµατάρχη (ΤΘ) Βασίλειο Αναστασόπουλο και, όλως ιδιαιτέρως, στον Οµότιµο Καθηγητή του Πανεπιστηµίου Αθηνών Γεώργιο Στυλ. Κορρέ, άοκνο µελετητή της Μεσσηνίας, για τον εντοπισµό δυσεύρετου βιβλιογραφικού υλικού.
1 Η περιγραφή ανήκει στο Γάλλο J. Mangeart, που συνόδευε το γαλλικό εκστρατευτικό σώµα στο Μοριά, βλ. J. Mangeart, Αναµνήσεις από τον Μοριά, (ελλ. µετάφρ. Γ. Τσουκαλά), στο Ε.Γ. Πρωτοψάλτης (επιµ.), Αποµνηµονεύµατα αγωνιστών του ’21, Αθήνα 1957, 118, αρ. 20.
2 Α.Β. ∆ασκαλάκης, Κείµενα-πηγαί της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β΄, µέρος 2ον (1827-1832), Αθήναι 1967, 767-770, αρ. 6.
3 Γενικά, για την αποστολή του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος στην Πελοπόννησο και όλη τη διπλωµατική και στρατιωτική δραστηριότητα που ακολούθησε βλ. Π. Περρωτής, «Η εκστρατεία του Μαιζώνος εις Πελοπόννησον», Ελληνικά 9 (1936), 37-54. Β. Κρεµµυδάς, «Ο γαλλικός στρατός στην Πελοπόννησο. Συµβολή στην ιστορία της καποδιστριακής περιόδου», Πελοποννησιακά 12 (1976-77), 75-102. ∆έσποινα Θέµελη-Κατηφόρη, Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στην περίοδο του Καποδίστρια (1828-1831), Αθήνα 1985, 45 κ.εξ. Ξένη Μπαλωτή, Μαιζών, ένας µεγάλος φιλέλληνας. Η εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, Αθήνα 1993, 135-140. Σ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. ∆΄, Αθήναι 1968, 298-303. ∆. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τ. 12, Αθήναι 1960, 32-33. Του ιδίου, Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, τ. 1ος, Αθήναι 1970, 279-288. Για τη σύνθεση του σώµατος βλ. Μπαλωτή, ό.π., 137-140. Γενική Εφηµερίς της Ελλάδος (στο εξής ΓΕΕ), έτος Γ΄, αρ. 63 (29/8/1828), 262-263.
4 Στην Πάτρα, στο Χλεµούτσι, στη Μεθώνη, στην Κορώνη και στο Νεόκαστρο, βλ. ∆ασκαλάκης, ό.π., 771-773, αρ. 8. ΓΕΕ, έτος Γ΄, αρ. 77 (17/10/1828), 318-319.
5 Η Γαλλία είχε υποβάλει σχετικό υπόµνηµα στις συµµαχικές δυνάµεις, µε το οποίο ζητούσε την επέκταση των επιχειρήσεων του στρατού της και πέρα από την Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα, βλ. ∆ασκαλάκης, ό.π., 794-798, αρ. 15. Την ίδια διάθεση είχε και η ελληνική κυβέρνηση, όπως φαίνεται από τη σχετική αλληλογραφία µεταξύ Καποδίστρια και Maison, βλ. Περρωτής, ό.π., 39-40. Κρεµµυδάς, ό.π., 80. Μπαλωτή, ό.π., 62-63, 152-156. Χ. Λούκος, Η αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια 1828-1831, Αθήνα 1988, 83-85. Βλ. και την αναφορά του Λοχαγού De Ligniville, απεσταλµένου στην Πελοπόννησο, προς τον Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας σχετικά µε το γαλλικό εκστρατευτικό σώµα στο Μοριά. Αρχείο Γενικού Επιτελείου Στρατού/∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού (στο εξής Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ), Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΛ, Υποφ. 8, σ. 14 (αντίγραφο µε ελληνική µετάφραση· στο εξής: Αναφορά De Ligniville)
6 ∆ασκαλάκης, ό.π., 803-804, αρ. 18. ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 34 (4/5/1829), 132. Μπαλωτή, ό.π., 64.
7 Επιστολή του Κυβερνήτη προς τον Υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, την 3/15η ∆εκεµβρίου 1828 ή Ιανουαρίου 1829, βλ. Κρεµµυδάς, ό.π., 89-90.
8 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 38-39 (22/5/1829), 150. Τρικούπης, ό.π., 343. Μπαλωτή, ό.π., 67.
9 ∆ασκαλάκης, ό.π., 964-965, αρ. 12. Περρωτής, ό.π., 50-51. Θέµελη-Κατηφόρη, ό.π., 86. Λούκος, ό.π., 90. Μπαλωτή, ό.π., 190. J.P. Pellion, La Grèce et les Capodistrias pendant l'occupation française de 1828 à 1834, Paris 1855, 126.
10 Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του ίδιου του Maison σε επιστολή προς τη σύζυγό του µέσα από το πλοίο, ανοιχτά της Κορώνης, βλ. Μπαλωτή, ό.π., 59, καθώς και του Υπολοχαγού Μηχανικού Cavaignac, σε επιστολή προς τη µητέρα του, επίσης από την Κορώνη, βλ. E. Cavaignac, “Expédition de Morée (1828-1829). Lettres d'Eugène Cavaignac”, Revue des Deux Mondes 141 (1897), 52.
11 Αναφορά De Ligniville, ό.π., 5-7. Mangeart, ό.π., 40-41. Pellion, ό.π., 89-90. Cavaignac, ό.π., 58. R. Puaux, Ελλάδα, γη αγαπηµένη των θεών (ελλ. µετάφρ. Γ. Σπανός, εισαγωγή-σηµειώσεις-σχόλια Χ
Μπάλτας), Αθήνα 1995, 167-170. Η. Μισιρλής, Η Πύλος στη διαδροµή των αιώνων. Ιστορική
ανασκόπηση και ενθυµήµατα, Αθήνα 2003, 134-135.
12 «Παρ’ όλες τις κοπιώδεις εργασίες οι συνθήκες στέγασης στη Μεθώνη, στο Ναβαρίνο, στην
Κορώνη, στην Πάτρα και στο Κάστρο του Μοριά απέχουν πολύ από το επιθυµητό (ερειπωµένα
χαµόσπιτα από πηλό ή καλάµια, και οι στρατιώτες κοιµούνται στριµωγµένοι στο πάτωµα)», βλ.
Αναφορά De Ligniville, ό.π., 15.
13 Mangeart, ό.π., 195.
14 Για την ιστορία του Νιόκαστρου βλ. Ι.Θ. Σφηκόπουλος, Τα µεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, έκδοσις δευτέρα, Αθήναι 1987, 361-366. Ε. Καρποδίνη-∆ηµητριάδη, Κάστρα της Πελοποννήσου, Αθήνα 1990,
186-199. G. Papathanasopoulos - T. Papathanasopoulos, Pylos-Pylia. A journey through space and
time, Archaeological Receipts Fund, Athens 2000, 48-60. Γ. Μπίρης, Ένας δρόµος στο νότο: Χώρα,
Πύλος, Μεθώνη. Το βασίλειο του Νέστορα και ο Μόθων Λίθος, Αθήνα 2000, 79-81.
15 Αναφορά του Maison από το Ναβαρίνο προς τον Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας, της 11ης
Οκτωβρίου 1828, βλ. Mangeart, ό.π., 213. Για την αµυντική κατάσταση του φρουρίου βλ. Αναφορά De Ligniville, ό.π., 11.
16 Puaux, ό.π., 199. Β.∆. Καλδής, Ταξίδι στη νεώτερη Πύλο, Αθήνα 1978, 12. Χ. Μπάλτας, Πύλος.
Ναβαρίνο, Νιόκαστρο, Ανάκτορο Νέστορος, Αθήνα 1987, 18. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 91.
17 Σύµφωνα µε την περιγραφή του νεαρού καλλιτέχνη Amaury-Duval, που ήλθε στην Ελλάδα ως
σχεδιαστής του αρχαιολογικού τµήµατος της Γαλλικής Επιστηµονικής Αποστολής την 4η Φεβρουαρίου 1829, βλ. Κ. Σιµόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, πέµπτος τόµος, 1826- 1829, Αθήνα 1984, 548-549. Επίσης, R. Anderson, Observations upon the Peloponnesus and Greek Islands made in 1829, Boston 1830, 121, και E. Quinet, De la Grèce moderne et de ses rapports avec l'antiquité, Paris 1830, 9-11.
18 Puaux, ό.π., 181. Μπάλτας, ό.π., 62. Μισιρλής, ό.π., 132-134. Αθηνά Ταρσούλη, Κάστρα και
πολιτείες του Μοριά, Αθήνα χ.χ., 226.
19 Κρεµµυδάς, ό.π., 95, σηµ. 1.
20 “Extrait du journal du Capitaine Pelissier Aide de Camp du Général Baron Durrieu pendant la
campagne de Morée, 1828”, βλ. Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΛ, Υποφ. 13, σ. 7
(αντίγραφο µε ελληνική µετάφραση· στο εξής: Ηµερολόγιο Pelissier). Mangeart, ό.π., 194-195. Α.Π.
Μιχαήλ, Ιστορία της πόλεως Πύλου, Εν Αθήναις 1888 (φωτ. ανατύπωση, εκδ. Καραβία, Αθήνα 1980), 93. Μπαλωτή, ό.π., 65. Καλδής, ό.π., 63-64. Μπάλτας, ό.π., 53-55. Papathanasopoulos -
Papathanasopoulos, ό.π., 54. K. Andrews, Castles of the Morea, Amsterdam 1978, 57. Καρποδίνη-
∆ηµητριάδη, ό.π., 192.
21 Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 85. Μπίρης, ό.π., 80. Μπάλτας, ό.π., 60. Καλδής, ό.π., 68.
22 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 80-81 (30/11/1829), 323-324, αρ. 86 (18/12/1829), 342-343. M. Byrne, Memoires of Miles Byrne, Chef de Bataillon in the service of France, edited by his widow, vol. ΙΙΙ, Paris 1863, 330-331.
23 Επιστολή της 28ης Νοεµβρίου/10ης ∆εκεµβρίου 1829 από το Ναύπλιο, βλ. Κ. ∆αφνής (επιµ.), Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Ι΄, Κέρκυρα 1983, 3, αρ. 1.
24 Επιστολή του Καποδίστρια προς τον Eynard της 19/31ης ∆εκεµβρίου 1829 από την Αίγινα, βλ. στο ίδιο, 6, αρ. 2. Κ.Α. ∆ιαµάντης, Νικολάου Σπηλιάδου Αποµνηµονεύµατα, Τόµος τέταρτος, Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και τα µετ’ αυτόν (2 Απριλίου 1827-25 Ιανουαρίου 1833), Μέρος Πρώτον (1827- 1831), Βιβλιοθήκη Γενικών Αρχείων του Κράτους, Αθήναι 1970, 164, αρ. 9. Περρωτής, ό.π., 48. Μπαλωτή, ό.π., 221.
25 Puaux, ό.π., 182.
26 Για παράδειγµα, το 1830 φύτευσαν κυπαρίσσια, όπως προκύπτει από τη σχετική αλληλογραφία µεταξύ των ελληνικών και γαλλικών αρχών στη Μεσσηνία, βλ. ΓΑΚ, ΓΓ Φ.234 (αντίγραφο στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΜ, Υποφ. Γ).
27 Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισµού και Περιβάλλοντος, Έκθεση σχεδίων ελληνικών πόλεων 1828-1900, Αθήνα 1984, 14. Καλδής, ό.π., 18. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 91. Μπίρης, ό.π., 75.
28 Η επιλογή του Ναβαρίνου για την εγκατάσταση των νοσοκοµείων και των κάθε είδους αποθηκών ήταν προσωπική απόφαση του Maison, βλ. Μπαλωτή, ό.π., 61. Για τις πρώτες εγκαταστάσεις των Γάλλων βλ. Puaux, ό.π., 177. Επίσης, Αναφορά De Ligniville, ό.π., 19.
29 Puaux, ό.π.,176. Καλδής,ό.π.,31-32.Μπάλτας, ό.π.,16-18.Papathanasopoulos-Papathanasopoulos, ό.π., 85.
30 Καλδής, ό.π., 18. Μισιρλής, ό.π., 152.
31 Μισιρλής, ό.π., 135. Για τις συνθήκες στη Γιάλοβα βλ. και παραπάνω, σηµ. 11
32 ΓΑΚ, ΓΓ Φ. 238Α (αντίγραφο στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΜ, Υποφ. 7Α). Καλδής, ό.π., 47. Μπάλτας, ό.π., 66-67. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 85. Σ.∆. Λουκάτος, «Η ανοικοδόµηση των ερειπωµένων πόλεων στην ελεύθερη Ελλάδα επί Ιω. Καποδίστρια», Έτος Καποδίστρια. ∆ιακόσια χρόνια από τη γέννησή του (οι επίσηµες οµιλίες), Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, Αθήναι 1978, 84, 156, αρ. 49-50.
33 Μπάλτας, ό.π., 18-19.
34 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 36 (11/5/29), 142. Λουκάτος, ό.π., 156.
35 Για την ιστορία του κάστρου βλ. Σφηκόπουλος, ό.π., 367-370. Papathanasopoulos Papathanasopoulos, ό.π., 94-109. Μπίρης, ό.π., 125 κ.εξ. Καρποδίνη-∆ηµητριάδη, ό.π., 166-183.
36 Σύµφωνα µε την περιγραφή του µαθητευόµενου διερµηνέα Charles Deval, ο οποίος το φθινόπωρο του 1826, επιστρέφοντας στη Γαλλία από την Κωνσταντινούπολη, έφθασε στα µεσσηνιακά φρούρια και κατέγραψε τις εµπειρίες του από τη δίµηνη παραµονή του στην περιοχή της Μεθώνης. Το χρονικό του εκδόθηκε το 1828, βλ. Σιµόπουλος, ό.π., 100.
37 Αναφορά του Maison προς τον Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας, από το Ναβαρίνο, της 11ης Οκτωβρίου 1828, βλ. Mangeart, ό.π., 214. Για την αµυντική κατάσταση του φρουρίου βλ. Αναφορά De Ligniville, ό.π., 11-12.
38 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 36 (11/5/29), 141.
39 Κανονικά το αρχηγείο έπρεπε να εγκατασταθεί στο Ναβαρίνο, όπου βρίσκονταν και τα πλοία, αλλά εκεί δεν υπήρχε κατάλληλη κατοικία για τον στρατάρχη, βλ. Αναφορά De Ligniville, ό.π., 14.
40 Κρεµµυδάς, ό.π., 95, σηµ. 1.
41 Mangeart, ό.π., 193-194, 197. Puaux, ό.π., 203-204. Καρποδίνη-∆ηµητριάδη, ό.π., 178, 180.
Ταρσούλη, ό.π., 220. Αναφορά De Ligniville, ό.π., 17-18.
42 Mangeart, ό.π., 196-197.
43 Mangeart, ό.π., 197. Andrews, ό.π., 65. Καρποδίνη-∆ηµητριάδη, ό.π., 178, 180. Ν. Κωτσίρης,
Συµβολή στην ιστορία της Μεθώνης, Αθήνα 1983 (β΄ έκδοση), 168.
44 ΓΑΚ, ΓΓ Φ. 233, 234, 236Α (αντίγραφα στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΜ,
Υποφ. Γ).
45 Andrews, ό.π., 61. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 107.
46 Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισµού και Περιβάλλοντος, ό.π., 13. Κωτσίρης, ό.π., 168. Μπίρης, ό.π., 128-129, 152. Λουκάτος, ό.π., 86, 134-135, αρ. 31-32.
47 Μπαλωτή, ό.π., 65.
48 Θέµελη-Κατηφόρη, ό.π., 65. Ελένη Κούκκου, «Φύτευση γεωµήλων στη Μεθώνη από το γαλλικό στρατό», Flash Μεσσηνίας 189 (Μάιος 2005), 61-62.
49 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 12 (9/2/1829), 45. Κωτσίρης, ό.π., 168. Μπίρης, ό.π., 154-155. Λουκάτος, ό.π., 135, αρ. 32. Κ. ∆αφνής (επιµ.), Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Η΄, Κέρκυρα 1987, 48-50, αρ. 16. Α.Β. ∆ασκαλάκης, Κείµενα-πηγαί της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως, Σειρά Τρίτη, Τα περί παιδείας, µέρος Β΄, Αθήναι 1968, αρ. 362, 178, 276, 281. Ελένη Καλαφάτη, Τα σχολικά κτίρια της πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης, 1821-1929. Από τις προδιαγραφές στον προγραµµατισµό, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Αθήνα 1988, 80, σηµ. 1.
50 Σιµόπουλος, ό.π., 99. Ηµερολόγιο Pelissier, ό.π., 6. Mangeart, ό.π., 196. Anderson, ό.π. 121.
51 Puaux, ό.π., 200.
52 Μπάλτας, ό.π., 19. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 85. Anderson, ό.π. 121.
53 Σύµφωνα µε τη διήγηση του Αριστοµένους Μιχαήλ, ο οποίος, παιδί ακόµη, πρόλαβε να ανεβεί σε µία από αυτές τις άµαξες στη Μεθώνη, βλ. Μιχαήλ, ό.π., 93.
54 Για την ιστορία του κάστρου βλ. Σφηκόπουλος, ό.π., 370-372. Καρποδίνη-∆ηµητριάδη, ό.π., 150-163.
55 Ηµερολόγιο Pelissier, ό.π., 4-5. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 110-117.
56 Αναφορά του Maison από το Ναβαρίνο προς τον Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας, της 11ης Οκτωβρίου 1828, βλ. Mangeart, ό.π., 215. Για την αµυντική κατάσταση του φρουρίου βλ. Αναφορά De Ligniville, ό.π., 12.
57 Byrne, ό.π., 328. Papathanasopoulos - Papathanasopoulos, ό.π., 110-117.
58 Πρώτος φρούραρχος Κορώνης ορίσθηκε ο Νικήτας Σταµατελόπουλος στις 15 Οκτωβρίου 1828, βλ. Τ. Γριτσόπουλος - Κ. Κοτσώνης, «Αργολικόν Ιστορικόν Αρχείον 1791-1878», Πελοποννησιακά 20 (1993-94), Αθήνα 1994, έγγρ. 378, 313-314. Επίσης, ΓΑΚ, ΓΓ Φ. 143 (αντίγραφο στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΛ, Υποφ. 7).
59 Φρούραρχος ορίσθηκε ο Tαγµατάρχης Villani στις 29 Οκτωβρίου 1829, βλ. ΓΑΚ, ΓΓ Φ. 224 (αντίγραφο στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΜ, Υποφ. 7Β).
60 Όπως αναφέρεται σε επιστολή του Gérard προς τον Καποδίστρια, της 13ης ∆εκεµβρίου 1830, βλ. Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΜ, Υποφ. 7Β (αντίγραφο µε ελληνική µετάφραση).
61 Λουκάτος, ό.π., 86, 134-135, αρ. 31-32.
62 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 36 (11/5/29), 141.
63 Υπάρχει σχετική εντολή του Γάλλου Υπουργού Στρατιωτικών για οχύρωση του Ισθµού, βλ. Περρωτής, ό.π., 40.
64 Κρεµµυδάς, ό.π., 94-95.
65 Α. Φραντζής, Επιτοµή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τόµος τρίτος, Εν Αθήναις 1841 (φωτοτυπική ανατύπωσις εκδ. Β.Ν. Γρηγοριάδης, Αθήναι 1975), 82-84. Αναφορά του Maison από το Ναβαρίνο προς τον Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας, της 11ης Οκτωβρίου 1828, βλ. Mangeart, ό.π., 213.
66 Αναφορά De Ligniville, ό.π., 16.
67 Επιστολή Maison προς Καποδίστρια, της 9ης Οκτωβρίου 1829, βλ. Μπαλωτή, ό.π., 149-150. Το ίδιο έγραφε και στην αναφορά του από το Ναβαρίνο προς τον Υπουργό Στρατιωτικών της Γαλλίας, την 11η Οκτωβρίου 1828, βλ. Mangeart, ό.π., 215.
68 Σχετική αλληλογραφία της περιόδου Ιανουαρίου-Μαρτίου 1829, βλ. Κρεµµυδάς, ό.π., 93 και σηµ.1. Μπαλωτή, ό.π., 174-181,193-194. Επίσης, ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 47 (3/7/1829), 185-186.
69 Κρεµµυδάς, ό.π., 93, 95, 98, σηµ. 3 και 4. Θέµελη-Κατηφόρη, ό.π., 62.
70 Βασιλική Πλαγιανάκου-Μπεκιάρη, «Πληροφορίες για την Πελοπόννησο από δύο γαλλικά υποµνήµατα των ετών 1827 και 1828», Πρακτικά του Α΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Σπάρτη, 7-14 Σεπτεµβρίου 1975), Αθήναι 1976-1978, 391-398. Επίσης, βλ. Θέµελη- Κατηφόρη, ό.π., 50-51.
71 ∆αφνής, ό.π., 99-104, αρ. 38. Κρεµµυδάς, ό.π., 94-100. Θέµελη-Κατηφόρη, ό.π., 63, 175.
72 Για τις διαπραγµατεύσεις για την παραµονή γαλλικών στρατευµάτων στην Πελοπόννησο βλ. παραπάνω, σηµ. 7. Επίσης, Περρωτής, ό.π., 43 κ.εξ, 51-54.
73 Για το έργο των Γάλλων στην Πελοπόννησο βλ. ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 49 (13/7/1829), 195. Mangeart, ό.π., 102-108. Μπαλωτή, ό.π., 165-167. Loukia Droulia, “Reflets et répercussions de l’expédition française en Grèce”, στο M.-N. Bourguet et al., Enquêtes en Méditerranée. Les expéditions françaises d’Égypte, de Morée et d’Algérie, Actes de Colloque (Athènes-Nauplie, 8-10 juin 1995), Athènes 1999, 49-54.
74 Λουκάτος, ό.π., 80 κ.εξ. Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισµού και Περιβάλλοντος, ό.π., 7-8.
75 Κρεµµυδάς, ό.π., 79, σηµ. 2, 99, 101. Βλ. και ΓΕΕ, έτος Γ΄, αρ. 61 (22/8/1828), 255. Θέµελη- Κατηφόρη, ό.π., 9, 67 κ.εξ. Σιµόπουλος, ό.π., 530-561.
76 Ηµερολόγιο Pelissier, ό.π., 25, 31. Σιµόπουλος, ό.π., 549-550. Κρεµµυδάς, ό.π., 94 κ.εξ., 100, σηµ. 1. Θέµελη-Κατηφόρη, ό.π., 9, 86. Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, Ιστορικά έγγραφα περί αρχαιοτήτων και λοιπών µνηµείων της ιστορίας κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως και του Καποδίστρια, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αριθ. 59, Εν Αθήναις 1967, λα-λβ. Λούκος, ό.π., 67 κ. εξ., 91. ∆ιαµάντης, ό.π., 109-110, 164. Γ.Κ. Ασπρέας, Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος 1821-1828, β΄ έκδοση, Αθήναι, 79.
77 Για παράδειγµα, υποχρέωσαν τη ∆ιοίκηση των Μεσσηνιακών Φρουρίων να πληρώσει χρήµατα για τον καθαρισµό και την επισκευή δρόµου µέσα στο κάστρο της Μεθώνης και για τη µεταφορά των δένδρων πριν δοθεί σχετική έγκριση από τον Κυβερνήτη, βλ. ΓΑΚ, ΓΓ Φ. 233 και 284 (αντίγραφα στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Καποδιστριακή Περίοδος, Φ. ΑΜ, Υποφ. 7).
78 ΓΕΕ, έτος ∆΄, αρ. 49 (13/7/1829), 195.
79 Φραντζής, ό.π., 82-85.
80 ∆ασκαλάκης, Κείµενα-πηγαί, σηµ. 2, 1119-1124, αρ. 9, άρθρο 14. Περρωτής, ό.π., 43-44, 53-54. Κρεµµυδάς, ό.π., 90, σηµ. 2.
81 Ταρσούλη, ό.π., 225.
82 ∆ιαµάντης, ό.π., 164.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Anderson, R., Observations upon the Peloponnesus and Greek Islands made in 1829, Boston 1830.
Andrews, K., Castles of the Morea, Amsterdam 1978.
Ασπρέας, Γ.Κ., Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος 1821-1828, β΄ έκδοση, Αθήναι.
Βιγγοπούλου, Ιόλη, Θ. Βασιλείου, Πύλος. Ταξίδι στο χρόνο, Αθήνα 2009.
Blouet, A., Expédition scientifique de Morée, ordonnée par le Gouvernement Français. Architecture, Sculptures,Inscriptions et Vues du Péloponèse,des Cyclades et de l'Attique,Premiervolume,Paris1831.
Byrne, M., Memoires of Miles Byrne, Chef de Bataillon in the service of France, edited by his widow, vol. ΙΙΙ, Paris 1863.
Γρηγοράκης, Π., Σοφία Μιγάδη, ∆έσποινα Χαραλάµπους, Μεθώνη-Κορώνη, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Αθήνα 1984.
Cavaignac, E., “Expédition de Morée (1828-1829). Lettres d'Eugène Cavaignac”, Revue des Deux Mondes 141 (1897), 47-70.
∆ασκαλάκης, Α.Β., Κείµενα-πηγαί της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόµος Β΄, µέρος 2ον (1827-1832), Αθήναι 1967.
∆αφνής, Κ. (επιµ.), Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τόµος Η΄,Κέρκυρα1987, τόµοςΙ΄, Κέρκυρα 1983.
De Chateaubriand, F.A., Travels in Greece, Palestine, Egypt and Barbary, during the years 1806 and 1807, translated from the French by F. Shoberl, New York 1814.
∆ιαµάντης, Κ.Α., Νικολάου Σπηλιάδου Αποµνηµονεύµατα, Τόµος τέταρτος, Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και τα µετ’ αυτόν (2 Απριλίου 1827 – 25 Ιανουαρίου 1833), Μέρος Πρώτον (1827-1831), Βιβλιοθήκη Γενικών Αρχείων του Κράτους αριθ. 9, Αθήναι 1970.
Droulia, Loukia, “Reflets et répercussions de l’expédition française en Grèce”, στο M.-N. Bourguet et al., Enquêtes en Méditerranée. Les expéditions françaises d’Égypte, de Morée et d’Algérie, Actes de Colloque (Athènes-Nauplie, 8-10 juin 1995), Athènes 1999, 45-55.
Έκθεση σχεδίων ελληνικών πόλεων 1828-1900, Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισµού και Περιβάλλοντος, Αθήνα 1984.
Hugo, A., France militaire. Histoire des armées françaises de terre et de mer de 1792 à 1837, Paris 1838.
Θέµελη-Κατηφόρη, ∆έσποινα, Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στην περίοδο του Καποδίστρια (1828-1831), Αθήνα 1985.
Καλδής, Β.∆., Ταξίδι στη νεώτερη Πύλο, Αθήνα 1978.
Καλδής, Φ.Π., «Πώς εξαφανίζονται τα γαλλικά κτήρια-µνηµεία στην Πύλο», εφηµ. Ελευθερία, Πέµπτη, 3 Μαϊου 2001, 4.
Καρποδίνη-∆ηµητριάδη, Ε., Κάστρα της Πελοποννήσου, Αθήνα 1990. 
Κόκκινος, ∆., Η Ελληνική Επανάστασις, τόµος 12, Αθήναι 1960.
Κόκκινος, ∆.Α., Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, τόµος 1ος, Αθήναι 1970.
Κοτσώνης, Κ.Λ., «Τρεις περιοδείες του πρώτου Κυβερνήτου της Ελλάδος Ιωάννου Καποδίστρια στη Μεσσηνία (1828-1829)», Πρακτικά του Γ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (Φιλιατρά- Γαργαλιάνοι, 24-26 Νοεµβρίου 1989), Αθήνα 1991, 113-209.
Κούκκου, Ελένη, «Φύτευση γεωµήλων στη Μεθώνη από το γαλλικό στρατό», Flash Μεσσηνίας 189 (Μάιος 2005), 61-63.
Κρεµµυδάς, Β., «Ο γαλλικός στρατός στην Πελοπόννησο. Συµβολή στην ιστορία της καποδιστριακής περιόδου», Πελοποννησιακά 12 (1976-77), 75-102.
Κτεναβέας, Σ., «Η Μεσσηνία προς τους ελευθερωτάς της», Μεσσηνιακόν Έτος 1 (1938), 17-21.
Κωτσίρης, Ν., Συµβολή στην ιστορία της Μεθώνης, Αθήνα 1983 (β΄ έκδοση).
Λουκάτος, Σ.∆., «Η ανοικοδόµηση των ερειπωµένων πόλεων στην ελεύθερη Ελλάδα επί Ιω. Καποδίστρια», Έτος Καποδίστρια. ∆ιακόσια χρόνια από τη γέννησή του (οι επίσηµες οµιλίες), Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, Αθήναι 1978, 79-207.
Λούκος, Χ., Η αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια 1828-1831, Αθήνα 1988.
Mangeart, J., Αναµνήσεις από τον Μοριά (ελλ. µετάφρ. Γ. Τσουκαλά), στο Ε.Γ.
Πρωτοψάλτης (επιµ.), Αποµνηµονεύµατα αγωνιστών του ’21, αρ. 20, Αθήνα 1957.
Μαρκεζίνης, Σ.Β., Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, τόµος 1, Αθήναι 1966.
Μισιρλής, Η., Η Πύλος στη διαδροµή των αιώνων. Ιστορική ανασκόπηση και ενθυµήµατα, Αθήνα 2003.
Μιχαήλ, Α.Π., Ιστορία της πόλεως Πύλου, Εν Αθήναις 1888 (φωτ. ανατύπωση, εκδ. Καραβία, Αθήνα 1980).
Μπάλτας, Χ., Πύλος. Ναβαρίνο, Νιόκαστρο, Ανάκτορο Νέστορος, Αθήνα 1987.-- «Η νεώτερη Πύλος», Πύλος-Ναυαρίνο, Καθηµερινή-Επτά Ηµέρες, 2/10/1994, 12-14.
Μπαλωτή, Ξένη, Μαιζών, ένας µεγάλος φιλέλληνας. Η εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, Αθήνα 1993.
Μπίρης, Γ., Ένας δρόµος στο νότο: Χώρα, Πύλος, Μεθώνη. Το βασίλειο του Νέστορα και ο Μόθων Λίθος, Αθήνα 2000.
Papathanasopoulos, G., T. Papathanasopoulos, Pylos-Pylia. A journey through space and time, Archaeological Receipts Fund, Athens 2000. Pellion, J.P., La Grèce et les Capodistrias pendant l'occupation française de 1828 à 1834, Paris 1855.
Περρωτής, Π., «Η εκστρατεία του Μαιζώνος εις Πελοπόννησον», Ελληνικά 9 (1936), 37-54. 
Πρωτοψάλτης, Ε.Γ., Ιστορικά έγγραφα περί αρχαιοτήτων και λοιπών µνηµείων της ιστορίας κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως και του Καποδίστρια, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αριθ. 59, Εν Αθήναις 1967.
Puaux, R., Ελλάδα, γη αγαπηµένη των θεών (ελλ. µετάφρ. Γ. Σπανός, εισαγωγή- σηµειώσεις-σχόλια Χ. Μπάλτας), Αθήνα 1995.
Quinet, E., De la Grèce moderne et de ses rapports avec l'antiquité, Paris 1830.
Ράδος, Κ.Ν., «Οι Γάλλοι εν τω Μωρέα», Ηµερολόγιον Ανατολής 1896, 296-306.
Ρούσσος, Γ., Νεώτερη ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1974, Τόµος πρώτος: Από τον ερχοµό µέχρι την δολοφονία του Καποδίστρια, Αθήναι 1975.
Σιµόπουλος, Κ., Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, πέµπτος τόµος, 1826-1829, Αθήνα 1984.
Σπονδύλης, Η., «Το Νιόκαστρο», Πύλος-Ναυαρίνο, Καθηµερινή-Επτά Ηµέρες,2/10/1994, 7-9.
Στυλιανόπουλος, Π.Ν., Ιστορία της Μεσσηνίας, Αθήναι 1954.
Σφηκόπουλος, Ι.Θ., Τα µεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, έκδοσις δευτέρα, Αθήναι1987.
Ταρσούλη, Αθηνά, Κάστρα και πολιτείες του Μοριά, Αθήνα, χ.χ.
Tarsouli, Georgia, Messenia (Pylos), Athens, χ.χ.
Τιρς, Φ., Η Ελλάδα του Καποδίστρια. Η παρούσα κατάσταση της Ελλάδος (1828- 1833) και τα µέσα για αν επιτευχθεί η ανοικοδόµησή της (ελλ. µετάφρ, Α. Σπήλιου, εισαγωγή–επιµέλεια–σχόλια Τ. Βουρνά), Αθήνα 1972.--Το Λεύκωµα Πεϋτιέ (της συλλογής Στεφάνου Βαλλιάνου), Έκδοση Εθνικής
Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήναι 1971.
Τρικούπης, Σ., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόµος ∆΄, Αθήναι 1968.
Tsakopoulos, P., “Technique d'intervention et appropriation de l'espace traditionnel. L'urbanisme militaire des expéditions françaises en Méditerranée”, Revue des mondes musulmans et de la Méditerranée 73-74 (1994), 209-227.
Τσοπάνης, Κ., «Γαλλικά στρατεύµατα στην επαναστατηµένη Ελλάδα (1828). Η συµβολή του βασιλιά Καρόλου Ι΄ στην απελευθέρωση της Ελλάδας», Στρατιωτική Ιστορία 85 (2003), 44-53.
Φραντζής, Α., Επιτοµή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τόµος τρίτος, Εν Αθήναις 1841 (φωτοτυπική ανατύπωσις εκδ. Β.Ν. Γρηγοριάδης, Αθήναι 1975).
Ψύλλας, Γ., Αποµνηµονεύµατα εκ του βίου µου, Μνηµεία της Ελληνικής Ιστορίας, τόµος 8, Αθήναι 1974. 






Printfriendly