.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Τα Κάρνεια και η Ανδανία, Π. Θέμελης


Ασβεστολιθική πεσσόσχημη στήλη, σπασμένη σε δύο συνανήκοντα κομμάτια που συγκολλήθηκαν, ήλθε στο φως τον Αύγουστο του 2001 στο χώρο του προσκηνίου του Θεάτρου της αρχαίας Μεσσήνης, σε μικρή απόσταση από τη δυτική κόγχη της σκηνής1. Αρ. ευρ. 11895, ύψ. 1,38 μ., πλ. 0,33-0,35 μ., πάχ. 0,27 μ. άνω, 0,28 μ. κάτω. Η άνω απόληξη, σπασμένη στο μεγαλύτερο τμήμα της, διαμορφώνεται σε έξεργο αστράγαλο και ανεστραμμένο λέσβιο κυμάτιο, που περιθέει τις τρεις πλευρές της στήλης. Η πίσω πλευρά αδρά κατεργασμένη. Η στήλη φέρει στην άνω λεία ορθογώνια επιφάνειά της εντορμίες, απολαξευμένες βάναυσα από τους μεταλλοθήρες, οι οποίοι αφαίρεσαν τη μολυβδοχόηση και τους σιδερένιους γόμφους στήριξης του αναθήματος, ενός χάλκινου αγαλμάτιου, το οποίο εικόνιζε πιθανότατα τον Απόλλωνα Κάρνειο2, όπως εικάζεται από το κείμενο της εξάστιχης επιγραφής στην πρόσθια όψη (εικ.1):
Καρνειασστάς Λέων
καί ιεροί Καρνείωι,
Παλίσσκιος, Τελέσστας,
Φίλων, Θάλων,
Ξενόλας, Νικόστρατος
ανέθηκαν.
Ο Καρνειαστής Λέων και έξι ιεροί, ο Παλίσσκιος, ο Τελέσστας, ο Φίλων, ο Θάλων, ο Ξενόλας και ο Νικόστρατος, ανέθεσαν στον Κάρνειο.
Γράμματα ύψους 0,015 μ. Τα Ο, Θ και Ω εμφανώς μικρότερα, δεν ξεπερνούν σε ύψος τα 0,008 μ. Σύμφωνα με τον τύπο των γραμμάτων, η επιγραφή είναι δυνατό να χρονολογηθεί στον πρώιμο -3ο αι. Ο τύπος αυτός ασβεστολιθικής πεσσόσχημης στήλης με κυματιοφόρο στέψη για τη στήριξη αναθήματος η για την αναγραφή καταλόγου θρησκευτικών αξιωματούχων δεν είναι σπάνιος στη Μεσσήνη, ιδιαίτερα κατά τον -3ο αι.3. Δεν υπάρχουν δυστυχώς φιλολογικές περιγραφές ούτε και βεβαιωμένες απεικονίσεις του Καρνείου, που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αποκατάσταση του εικονογραφικού τύπου του αγαλμάτιου που έφερε η στήλη. Ο Παυσανίας (3.21.8, 3.25.10, 3.26.5, 3.26.7 και 3.24.8) αναφέρει εικόνες, λατρευτικά αγάλματα και ξόανα του Καρνείου Απόλλωνα στο Γύθειο, στο όρος Κνακάδιον κοντά στην πόλη Λας, στην αγορά του Οιτύλου, στα Λεύκτρα και την Καρδαμύλη, κατασκευασμένα «καθά Δωριεύσιν επιχώριον». Ο Michael Petterson υποθέτει, ότι ο Δωρικός επιχώριος τρόπος απόδοσης του θεού παραπέμπει σε θηριομορφική σύλληψή του ως κριού. Ο σουηδός ερευνητής, προκειμένου να στηρίξει την υπόθεσή του, αναφέρεται σε δύο έργα, που θα μπορούσε όμως να παριστάνουν και τον Ερμή4. Άλλωστε ο κριός, είτε ακέραιος είτε ως pars pro toto, με απεικονισμένα δηλαδή μόνο τα κέρατά του, μπορεί να συνοδεύει και να χαρακτηρίζει αμφότερους τους θεούς, οι οποίοι στο Καρνάσιον άλσος της Ανδανίας συλλατρεύονταν. Ο Ερμής εικονίζεται συχνά με χλαμύδα ή κοντό χιτώνα και πέτασο, κρατώντας κηρύκειο στο δεξί και κριάρι στο αριστερό του χέρι5. Τον Κάρνειο θα μπορούσαμε να τον αναπλάσουμε ως γυμνό έφηβο με τόξο στο χέρι και κέρατα κριού να φυτρώνουν από τους κροτάφους του, όπως εμφανίζεται το κεφάλι του Απόλλωνος στον εμπροσθότυπο τετράδραχμων από το Μεταπόντιο, ή του Αλεξάνδρου Άμμωνος σε αργυρά τετράδραχμα του Λυσιμάχου6.


Σχόλια
Ενδιαφέρον γλωσσικό φαινόμενο αποτελεί ο διπλασιασμός του συριστικού στις λέξεις Καρνειασστάς, Παλίσσκιος και Τελέσστας, φαινόμενο που οφείλεται στην προφορά των λέξεων με παχύ το σίγμα7.

Στ. 1. Ο Λέων είναι ενδεχόμενο να ταυτίζεται με τον Λέοντα Λέοντος, ο οποίος περιλαμβάνεται σε κατάλογο Μεσσήνιων κιστιοκόσμων και προστατών της Αθηνάς Κυπαρισσίας, του -3ου αι.8. Κάποιος Λέων από τη Μεσσήνη σκοτώθηκε πολεμώντας ενάντια στους Σπαρτιάτες στη μάχη της ηλειακής Μακίστου, στα τέλη του -3ου αι.9.
Στ. 3. Το όνομα Παλίσσκιος δεν μαρτυρείται. Προέρχεται από το επίθετο παλίνσκιος η παλίσκιος, που σημαίνει ««shaded over again, thick-shaded», κατά το λεξικό Liddell-Scott-Jones (στη λέξη).
Στ. 3. Το -340, ο Μεσσήνιος Τελέστας αναδεικνύεται νικητής στην πυγμή παίδων στην Ολυμπία και αναθέτει στην ιερή Άλτι το χάλκινο άγαλμά του, έργο του γλύπτη Σιλανίωνα (Παυσανίας 6.14.4)10. Ο ίδιος πιθανότατα Τελέστας, σαράντα περίπου χρόνια αργότερα, ώριμος πλέον πολίτης και ιερός, αναθέτει με άλλους πέντε συμπολίτες του ένα χάλκινο αγαλμάτιο στον Κάρνειο. Ο Τελέστας Μαντικράτεος, απόγονος πιθανώς του προηγούμενου, τιμήθηκε τον -1ο αι. με χάλκινο ανδριάντα από τον αδελφό του Δαμόνικον, σύζυγο της Τιμαρχίδος (κόρης του Δαμαρχίδα) και πατέρα κοριτσιού, που ονομαζόταν Μεγώ11. Η Μεγώ είχε θητεύσει στο ιερό της Αρτέμιδας Ορθίας στη Μεσσήνη, όπου οι γονείς της ανέθεσαν άγαλμά της σε ανάμνηση νίκης της στο αγώνισμα της λαμπαδηδρομίας12.
Το όνομα Τελέσστας απαντά συχνά και στη Λακωνία, αρκεί να αναφέρουμε τη γνωστή χάλκινη υδρία του -600/ -590, που φέρει το όνομά του (Mainz, Archäologische Sammlung der Universität 201)13.
Στ. 4. Ο Φίλων ταυτίζεται πιθανώς με τον Φίλωνα της επιγραφής αρ. ευρ. 3621, κιστιόκοσμο και προστάτη της Αθηνάς Κυπαρισσίας14. Κάποιος Φίλων Σωτηρίχου Μεσσάνιος αναφέρεται ως θεαροδόκος σε επιγραφή της Επιδαύρου15. Ο Φίλων Πάπου τιμάται ως επιστάτης των εφήβων τον -2ο αι. στο Γυμνάσιο της Μεσσήνης16.
Στ. 5. Το όνομα Ξενόλας (Ξενόλαος) δεν απαντά σε επιγραφές της Μεσσηνίας - Λακωνίας17. Ο Θάλων ενδέχεται να ταυτίζεται με τον κιστιόκοσμο Θάλωνα, ο οποίος περιλαμβάνεται σε κατάλογο του -3ου αι., που έφερε στο φως ο Αναστάσιος Ορλάνδος το 1969 στη δυτική πτέρυγα του Ασκληπιείου18. Το όνομα Θάλων απαντά και στην επιγραφή της λεγάμενης «όκτωβόλου εισφοράς» (ΙΟ V 1, 1432, στ. 24), η οποία χρονολογείται κατά τη γνώμη μου στον -1ο αι. (πρώτο μισό), όπως ορθά πρότειναν οι W. Kolbe καί A. Giovannini19 και όχι στον -1ο αι., όπως υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, με μεγάλες μάλιστα μεταξύ τους αποκλίσεις20.
Στ. 6. Το όνομα Νικόστρατος απαντά στη Θουρία21.
Με τα Κάρνεια φαίνεται ότι σχετίζεται και η παρακάτω επιγραφή του -3ου αι., που ήλθε στο φως το 199922:
Αρ. ευρ. 10263. Ενεπίγραφη πλίνθος (βάση) από ασβεστόλιθο, σπασμένη αριστερά και πίσω. Υ„. 0,155 μ., πλ. μέγ. 0,296 μ., πάχ. 0,225 μ. (εικ. 2). Στην άνω επιφάνεια φέρει ορθογώνια αβαθή εγκοπή, 0,09 χ 0,095 μ., λοξά φερόμενη ως προς τις κάθετες πλευρές της πλίνθου, καθώς και μία δεύτερη κυκλική εγκοπή, από την οποία μικρό μόνο μέρος σώζεται. Στην πρόσθια επιφάνεια εξάστιχη επιγραφή σε δύο στήλες:


[ ] γροφεύς
[ Άριστόδαμος
[ ]εος θεών άγητήρ
[ ]δα Εΰτυχος
[ ]μέρου πρόσπολος
[ ]δα Λυδεύτυχος

Τα γράμματα είναι ανισομεγέθη (0,01-0,02 μ.), αλλά με επιμέλεια χαραγμένα και θα μπορούσαν να χρονολογηθούν, με βάση τον τόπο τους, στον πρώιμο -3ο αι. Στην αριστερή στήλη σώζονται οι καταλήξεις πατρώνυμων πέντε τουλάχιστον ονομάτων, ενώ στην τελευταία δεξιά στήλη τρία ονόματα συνοδευόμενα από τους τίτλους των αξιωμάτων τους: ο γροφεύς (=γραφεύς) Αριστόδαμος, ο αγητήρ θεών (=ιερέας) Εύτυχος και ο πρόσπολος Λυδεύτυχος. Με βάση τη μορφή της βάσης και τις διαστάσεις του λίθου και των γραμμάτων, εικάζεται ότι το σωζόμενο τμήμα της επιγραφής αντιστοιχεί στο 1/3 περίπου της χαμένης βάσης του αναθηματικού μνημείου. Ο κατάλογος επομένως των ονομάτων αριστερά θα πρέπει να απλωνόταν σε τρεις τουλάχιστον στήλες. Εκτός από τον γραφέα (γραμματέα) και τον πρόσπολον (υπηρέτη) με το αμάρτυρο όνομα Λυδεότυχος, ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το αξίωμα του «αγητήρος θεών». Μπορούμε, νομίζω, να δεχτούμε ότι η επιγραφή αφορά σε αξιωματούχους της πόλης, υπεύθυνους για τη λατρεία μιας ομάδας ή ενός ζεύγους θεοτήτων, όπως μαρτυρεί ο πληθυντικός «θεών αγητήρ». Σ’ αυτές τις θεότητες περιλαμβάνονταν, εκτός από τον Κάρνειο Απόλλωνα και την αδελφή του Αρτέμιδα, ο Ερμής με την Αφροδίτη και άλλες θεότητες.
Στην Κύπρο, η λέξη ηγήτωρ χρησιμοποιείται ως τίτλος του ανώτατου ιερέα της Αφροδίτης, ενώ ο Ησύχιος (Ζδ/ στη λ.) ερμηνεύει τη λέξη άγητης ως «ο ιερωμένος, άτιμος. έν δε τοίς Καρνείοις ο ιερωμένος της θεού. και εορτή Αγητόρια»23. Η λέξη άτιμος δηλώνει το νεαρό άνδρα, που δεν έχει ακόμη πλήρη πολιτικά δικαιώματα (Liddel-Scott-Jones στη λ.), ενώ η γιορτή Αγητόρια φαίνεται ότι ταυτίζεται με τα Κάρνεια. Αγήτωρ ήταν το επίθετο του Απόλλωνος Υπερτελεάτα στην Ασωπό της Λακωνίας (Παυσ. 3.22.10)24. Ηγήτωρ ή Ηγεμών είναι επίθετο που συνοδεύει έναν συγκεκριμένο κύκλο θεοτήτων. Την προσωνυμία Ηγεμόνη ή Ηγεμών, στη δωρική διάλεκτο Αγεμόνα η Αγεμών, φέρει κατά κύριο λόγο η Άρτεμις, σύμφωνα με τις φιλολογικές και τις επιγραφικές μαρτυρίες. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα από την Αιτωλία (IG IX, 12, 1, 92), την Αμβρακία25, τη Λακωνική26, την Αρκαδία, ιδιαίτερα την Τεγέα (Παυσ. 8.47.6)27, καθώς επίσης από την Επίδαυρο28 και την Τήνο, ανάθημα Ροδίων ναυάρχων στην Αρτέμιδα Αγεμόνεια Ορθωσία29. Οι ερευνητές συμφωνούν ότι η προσωνυμία Ηγεμόνη, που σημαίνει αφέντρα, κυρίαρχος και οδηγός30, συνοδεύει κυρίως την Αρτέμιδα ως Εκάτη και ενίοτε τον Ερμή, που στον Πειραιά μαρτυρείται ως Ηγεμόνιος από τον -4ο αι., καθώς και την Αφροδίτη31. Οι θεότητες αυτές λατρεύονταν ως Σωτήρες και στον πολιτικό, στρατιωτικό και ιδιωτικό τομέα. Όπως υποστήριξε πρόσφατα η Evelyn Harrison,, «Investigation of Rhodian and Athenian cult titles suggests that the type of the classicistic Agora Aphrodite S378, employed in Rhodes for a chthonian Artemis, was erected in Athens to represent Aphrodite Hegemone of the Demos, to whom, together with the three Graces an altar was set up in 197/6 B.C. outside the northwest corner of the Agora»32. Την προσωνυμία Ηγεμόνη είχε και η θεά Μεσσήνη, προσωποποίηση της πόλεως Μεσσήνης, ομώνυμη της πρώτης προδωρικής βασίλισσας της Μεσσηνίας. Το μεγάλο ενεπίγραφο αναθηματικό βάθρο IG V 1, 1443, που έφερε το άγαλμά της, καθώς και εκείνο του πατέρα της Τριόπα, βασιλέα του Άργους, συμπληρώθηκε με νέο θραύσμα (αρ. ευρ. 1342)33, που βρέθηκε στην ανασκαφή του 1989 34. Ναό Αρτέμιδος Ηγεμόνης με χάλκινο άγαλμά της, ύφους έξι περίπου ποδών, που την παρίστανε να κρατεί δάδες, είχε δει ο Παυσανίας μπροστά στην ανατολική είσοδο του τεμένους της Δέσποινας στη Λυκόσουρα: «Πρώτα μεν δη αυτόθι Ηγεμόνης εστί ναός Αρτέμιδος καί χαλκουν άγαλμα έχον δάδας, ποδών εξ είναι μάλιστα αυτό εικάζομεν, εντεύθεν δε ές τόν ιερόν περίβολον της Δέσποινας εστίν έσοδος» (8. 37.1).
Σύμφωνα με τον Παυσανία (3.13.4), όλοι οι Δωριείς λάτρευαν τον Κάρνειο Απόλλωνα και δεν είναι αναγκαίο να αποδώσουμε σε σπαρτιατική ή αθηναϊκή προπαγάνδα την εγκαθίδρυση της λατρείας του στο Καρνάσιον άλσος, κοντά στην Ανδανία, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι ερευνητές, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη λατρευτική «κοινή» μεταξύ Μεσσηνίων και Σπαρτιατών35. Υπάρχουν άλλωστε ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι τα Κάρνεια, ως αγροτική- ποιμενική γιορτή αρχικά, προϋπήρχαν της καθόδου των Δωριέων στην Πελοπόννησο, οι οποίοι την υιοθέτησαν και της έδωσαν πολεμικό χαρακτήρα36. Τα Κάρνεια γιορτάζονταν στη Σπάρτη και άλλες δωρικές πόλεις, συμπεριλαμβανομένων των Φαρών (σημ. Καλαμάτας), επί εννέα ημέρες κατά το μήνα Καρνείον (μέσα Αυγούστου - μέσα Σεπτεμβρίου), με θυσία κριαριού, πομπή, χορό, αγώνες μουσικούς και γυμνικούς37. Ο μήνας Καρνείος, ιερός για τους Δωριείς κατά τον Θουκυδίδη (5.54), μαρτυρείται σε πόλεις της Πελοποννήσου, της Κρήτης, της Δωδεκανήσου και της Σικελίας38. Το κυρίως δρώμενο των Καρνείων τελούνταν από άγαμους νέους άνδρες, πέντε από κάθε φυλή, που ονομάζονταν Καρνεάται ή Καρνιασταί και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην οργάνωση της εορτής για μια περίοδο τεσσάρων ετών (Ησύχιος, στη λ.). Ένας από τους Καρνεάτες, ονομαζόμενος και σταφυλοδρόμος, έτρεχε στεφανωμένος με ταινίες, οι υπόλοιποι τον κυνηγούσαν, αν τον έπιαναν ήταν καλό σημάδι για την πόλη, αν όχι ήταν κακό (Ησύχιος, στη λ. σταφυλοδρόμοι)39. Η γιορτή των Οσχοφορίων στην Αττική περιελάμβανε τελετουργικά στοιχεία παρόμοια με αυτά των Καρνείων, όπως πομπή με σταφύλια και αγώνα δρόμου40. Ο Michael Petterson υποστηρίζει ότι τα Υακίνθια, οι Γυμνοπαιδιές και τα Κάρνεια της Σπάρτης συγκροτούσαν μια λατρευτική ενότητα, έναν τελετουργικό κύκλο για την ακρίβεια, ο οποίος σχετιζόταν με τα τρία στάδια της μυητικής παίδευσης των ανδρών41.

Στην επιγραφή μας, ένας δρομέας Καρνιαστής, ο Λέων, φέρεται ως κύριος αναθέτης, μαζί με έξι ιερούς, οι οποίοι ανήκαν πιθανώς σε μία από τις πέντε γνωστές φυλές της Μεσσήνης, Αριστομαχίδα, Κρεσφοντίδα, Δαϊφοντίδα, Υλλίδα και Κλεολαία. Τα σωζόμενα ανάλογα παραδείγματα αναθημάτων εκ μέρους Καρνιαστών δεν είναι πολυάριθμα42. Οι Καρνεονίκαι, πάντως, δεν ταυτίζονται με τους σταφυλοδρόμους, ήταν απλώς νικητές στα μουσικά και τα άλλα αγωνίσματα της γιορτής των Καρνείων43. Οι Καρνιαστές ήταν άγαμοι νέοι άνδρες, όπως σημειώνει ο Ησύχιος, που είχαν ολοκληρώσει την εφηβική εκπαίδευση στα είκοσι χρόνια τους, αλλά δεν είχαν ακόμη κλείσει τα τριάντα, ώστε να αποκτήσουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα44. Δεν αποκλείονταν ωστόσο από πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα ή ιερατικά καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένου και του ρόλου του σταφυλοδρόμου και του ιερού (βλ. παρακάτω). Σ’ αυτή την ηλικιακή τάξη πρέπει να αναφέρεται η επιγραφή ΑΕΜ 8056, χαραγμένη σε ορθοστάτη βάθρου, υψ. 0,93 μ., μηκ. 0,575 μ., πάχ. 0,18 μ., του -1ου αι., που ήλθε στο φως το 1969 στη Μεσσήνη, μεταξύ Θεάτρου και Κρήνης Αρσινόης (εικ. 3)45:


[Οι ί]πποτρόφοι καί οι νεώτεροι
οι εις τα τριάκοντα
Μόσχον Ευαμέρ[ου] τον αυτών αγε[μόνα].
Ύψ. γραμμ. 0,035μ. Οι ιπποτρόφοι και οι νεώτεροι τιμούν με ανδριάντα τον ηγεμόνα τους Μόσχον Ευαμέρου. Το όνομα Μόσχος απαντά σε επιγραφή του -1ου αι. από την εκκλησία Παναγιά Βωλιμνιώτισσα, όπου το ιερό της Λιμνάτιδος, στα όρια Μεσσηνίας - Λακωνίας46. Το όνομα Ευάμερος είναι συχνό στη Λακωνία, καθώς επίσης στη Μεσσηνία και ιδιαίτερα στη Μεσσήνη47. Οι ιπποτρόφοι της επιγραφής μας ήταν πιθανώς οι εκτρέφοντες και συντηρούντες το άλογό τους όχι μόνο για τις ιπποδρομίες, αλλά και για τον πόλεμο48. Οι νεώτεροι οι εις τα τριάκοντα μπορεί να παραλληλιστούν με την ηλικιακή ομάδα νέων της Σπάρτης, που ο Ξενοφών (Αγησίλαος 1.31-Έλληνικά 3.4.23) αποκαλεί «τα δέκα άφ’ ήβης», δηλαδή μεταξύ είκοσι και τριάντα ετών49. Ο Θουκυδίδης (5.64.3) ονομάζει «νεώτερον μέρος» ένα τμήμα του Σπαρτιατικού στρατού, εννοώντας αυτούς που δεν ήταν ακόμη πλήρεις πολίτες, σύμφωνα με τον Anton Gomme50. Ο Michael
Petterson υποστηρίζει με πειστικά επιχειρήματα ότι οι Καρνεάται ανήκαν στους λεγάμενους νεωτέρους, στην ηλικιακή δηλαδή ομάδα μεταξύ είκοσι και τριάντα ετών. Το επίθετο άλλωστε νεώτεροι χρησιμοποιείται και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου για να δηλώσει ακριβώς τους νέους άνδρες που έχουν περάσει την εφηβεία και δανύουν την τρίτη δεκαετία του βίου τους.
Οι ιεροί, σύμφωνα με όσα περιλαμβάνονται στην επιγραφή των Μυστηρίων της Ανδανίας (IG V 1, 1390, στ. 1-13), ήταν νέοι άνδρες μυημένοι στα μυστήρια, εκλεγμένοι με κλήρο ανάμεσα στους επιφανείς πολίτες της Μεσσήνης. Ήταν υποχρεωμένοι να δεχτούν την εκλογή τους, και σε περίπτωση άρνησης πλήρωναν υψηλότατο πρόστιμο χιλίων δραχμών. Χρήζονταν ιεροί δίνοντας όρκο, κατά τον ενδέκατο μήνα πριν από τα μυστήρια, ενώπιον του Γραμματέως των Συνέδρων51, αφού προηγουμένως είχαν προσφέρει σπονδή αίματος και κρασιού στους βωμούς των θεών, πάνω στους οποίους καίγονταν τα ιερά σφάγια. Εκτός από τους άνδρες εκλέγονταν και γυναίκες ιερές με αντίστοιχες υποχρεώσεις και δικαιοδοσίες. Έδιναν τον ίδιο με τους ιερούς άνδρες όρκο με την εξής προσθήκη: «πεποίημαι δέ καί ποτί τον ανδρα ταν συμβίωσιν οσίως καί δικαίως»52. Ιεροί και ιερές φορούσαν στο κεφάλι λευκούς πίλους53. Σε συνέχεια αναλάμβαναν τα παρακάτω υπεύθυνα καθήκοντα:
α) φρόντιζαν για την οργάνωση και την ομαλή λειτουργία της τελετής των μυστηρίων θεοπρεπώς και δικαίως, έχοντας επί κεφαλής τους Δέκα (στ. 2-4 και στ. 132-144)54,
β) οι ιεροί άνδρες, με τη συμβολή του ιερέα, όρκιζαν τις ιερές, καθώς και τον γυναικονόμο στο άλσος του Καρνείου, μία μέρα πριν από την τέλεση των μυστηρίων (στ. 7-10 και 27)55,
γ) παρελάμβαναν το κιβώτιο (κάμπτραν) με τα ιερά βιβλία της μυστικής τελετουργίας από τον ιεροφάντη (Μνασίστρατον) και το παρέδιδαν στους επικατασταθέντας (13-14)56,
δ) μεριμνούσαν για την προμήθεια των ιερών θυμάτων με δημοπρασίες και εγγυητές (στ. 64-66),
ε) φρόντιζαν για την προμήθεια των ξύλων του δημόσιου βαλανείου (στ. 109-110),
στ) περιχαράκωναν το χώρο, όπου απαγορευόταν η είσοδος στους αμύητους (στ. 37),
ζ) όριζαν, τοποθετώντας ταινίες, το χώρο των παραπηγμάτων της γιορτής, εξέταζαν το μέγεθος των σκηνών, που δεν έπρεπε να ξεπερνά τα τριάντα πόδια, και δεν επέτρεπαν να τοποθετούνται κλίνες και αργυρώματα αξίας μεγαλύτερης των τριακοσίων δραχμών μέσα στις σκηνές (στ. 35-38)57,
η) όριζαν τον τόπο, όπου λάμβανε χώρα η εμποροπανήγυρις («τόπον αποδειξάντω έν ώι πραθήσεται πάντα») (στ. 99-100),
θ) επιμελούνταν, μαζί με τον αρχιτέκτονα, την κατασκευή δύο λίθινων θησαυροφυλακίων με κλειδαριές για τη φύλαξη των εισφορών. Τον ένα θησαυρό τοποθετούσαν στο ναό των Μεγάλων Θεών κρατώντας οι ίδιοι τα κλειδιά, ενώ τον δεύτερο θησαυρό τον τοποθετούσαν δίπλα στην Κρήνη της Αγνής, όπου και το άγαλμά της, παραδίδοντας το ένα κλειδί στον ιεροφάντη Μνασίστρατο (στ. 90-95)58,
ι) επέλεγαν κάθε χρόνο τους αυλητές και τους κιθαριστές για τις θυσίες και τα μυστήρια (στ. 73-75)59,
ια) απαγόρευαν το κόψιμο δένδρων από το ιερό άλσος, τιμωρώντας με μαστίγωση τους δούλους και με πρόστιμο τους ελεύθερους πολίτες, που συλλαμβάνονταν να κόβουν δέντρα (στ. 78-80),
ιβ) ετοίμαζαν, μαζί με τις ιερές, τα κατάλληλα για τη θυσία της κάθε θεότητας ζώα, καθώς και τα κρέατα για το ιερό δείπνο, από τα οποία έπαιρναν μερίδες: ο ιερέας των Μεγάλων Θεών και η ιέρεια, η ιέρεια του Καρνείου, ο Μνασίστρατος, η γυναίκα του και τα παιδιά του, οι καλλιτέχνες μουσικοί και οι βοηθοί τους (στ. 95-99),
ιγ) επέβαλαν πρόστιμα και σωματικές ποινές στους ατακτούντες και τους κλέφτες, τις οποίες εκτελούσαν οι ραβδοφόροι (στ. 75-78)60,
ιδ) κατέθεταν στο Πρυτανείο τον τελικό απολογισμό των πεπραγμένων της πανηγύρεως («συνέσιος αναφοράν») (στ. 111-112),
ιε) καταχωρούσαν τα ονόματα των παραβατών και τα αδικήματά τους στο γενικό ποινικό μητρώο, που φυλαγόταν στον «οίκον έν τώι ιερώι» (στ. 112-113).
Πόσο σημαντικός ήταν για έναν πολίτη ο τίτλος του ιερού, γίνεται φανερό και από το γεγονός ότι, μεταξύ των μεγάλων τιμών που απονέμουν στο Μεσσήνιο γλύπτη Δαμοφώντα Φιλίππου οι Λυκουράσιοι, συμπεριλαμβάνεται και ο τίτλος του πρώτου μεταξύ των ιερών61. Το έθος να εκλέγουν ιερούς μυημένους στα Κάρνεια και να τους αναθέτουν υπεύθυνα καθήκοντα, είχαν όχι μόνο οι Μεσσήνιοι, αλλά και οι Αρκάδες και οι Λάκωνες62. Οι ιεροί και οι ιερές έχαιραν ιδιαίτερης μεταχείρισης εκ μέρους της πολιτείας σε όλη τη διάρκεια του βίου τους, ενώ σε περίπτωση θανάτου σε μάχη έξω από τα όρια της χώρας είχαν το προνόμιο της ατομικής τιμητικής ταφής με το όνομά τους γραμμένο κατ’ εξαίρεση σε επιτύμβια στήλη, ενώ οι λοιποί νεκροί ενταφιάζονταν ή καίγονταν μαζικά σε πολυάνδριο63. Η πρακτική αυτή, την οποία ακολουθούσαν οι Λάκωνες, περιγράφεται στο επίμαχο χωρίο του Πλουτάρχου (Λυκούργος 27.3): «επιγράψαι δε τούνομα ούκ εξήν του νεκρού, πλην ανδρός καί γυναικός των ιερών αποθανόντων»64. Οι ιεροί και οι ιερές συγχέονται από πολλούς ερευνητές με τους ιερείς και τις ιέρειες, η σύγχυση μάλιστα αυτή συνεχίζεται αδικαιολόγητα έως τις μέρες μας65.
Ο Παυσανίας (4.33.4-5) επισκέφθηκε μεταξύ +155 και +160 το Καρνάσιον ή Καρνειάσιον άλσος, το ιερό δηλαδή δάσος του Καρνείου με τα κυπαρίσσια που βρισκόταν στην πεδιάδα του Στενυκληρικού πεδίου, όπου τελούνταν ακόμη στις μέρες του τα περίφημα μυστήρια της Ανδανίας. Εκεί αντίκρυσε μεταξύ άλλων τα αγάλματα του Απόλλωνα Καρνείου και του Ερμή με κριάρι. Στο Καρνάσιον φυλαγόταν η λεγάμενη παρακαταθήκη του Αριστομένη, το τελετουργικό δηλαδή των Μυστηρίων της Ανδανίας, που ο Μνασίστρατος παρέδιδε κατά την τέλεση των Μυστηρίων στους ιερούς, όπως όριζε το διάταγμα της επιγραφής IG V 1, 1390, που σχολιάσαμε παραπάνω66. Το άκρως σημαντικό αυτό τελετουργικό κείμενο, άρρηκτα δεμένο με την αναγέννηση του μεσσηνιακού έθνους, είχε αντιγραφεί σε ειλιτάριο παπύρου από το ενεπίγραφο έλασμα κασσιτέρου, που είχε ανακαλύψει το -369, φυλαγμένο σε χάλκινη υδρία και θαμμένο στην Ιθώμη ο Αργείος στρατηγός και οικιστής της Μεσσήνης Επιτέλης, σύμμαχος του Θηβαίου Επαμεινώνδα (Παυσανίας 4.20.4 και 4.26.6-8)67. Ο Παυσανίας (4.27.5) τονίζει ρητά ότι, μόλις ήλθε στο φως το πολύτιμο έλασμα κασσιτέρου με τις τελετουργικές διατάξεις, αντιγράφηκε από τους ιερείς σε πάπυρο («κατετίθεντο ές βίβλους»).
Μυθικός ιδρυτής των Μυστηρίων της Ανδανίας θεωρούνταν ο Καύκων, γιος του Κελαινού και εγγονός του Φλύου, επώνυμου του αττικού δήμου της Φλύας, όπου τελούνταν μυστικά δρώμενα της Δήμητρας και της Ρέας- Κυβέλης68. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Καύκων είχε μεταφέρει τα μυστήρια από την Ελευσίνα στην Ανδανία, όταν κυβερνούσε τον τόπο η προδωρική βασίλισσα Μεσσήνη, κόρη του Τριόπα, που μυήθηκε πρώτη στα μυστήρια (Παυσανίας 4.26.8)69.
Το ιερό του Καρνείου στην εύφορη πεδιάδα της Στενυκλάρου, που τη διέσχιζε ο ποταμός Βαλύρας, σημερινό ποτάμι της Μαυροζούμενας, βρισκόταν σε ακμή μέχρι τουλάχιστον τα χρόνια της επίσκεψης του Παυσανία, μολονότι η κώμη Ανδανία, οκτώ στάδια μακριά από το άλσος, κείτονταν ήδη σε ερείπια (Παυσανίας 4.33.4-6)70. Αντίστοιχο ιερό Καρνείου στην πρωτεύουσα Μεσσήνη φαίνεται ότι δεν υπήρχε. Η βουλή των Μεσσηνίων αποφάσισε να τελούνται ανανεωμένα και με ιδιαίτερη επισημότητα τα μυστήρια στο Καρνάσιον της πεδιάδος ύστερα από χρησμό, που ζήτησε ο Μνασίστρατος για λογαριασμό της Μεσσήνης από το μαντείο του Απόλλωνα Πυθείου ή Πυθαείου του Άργους. Ο Μεσσήνιος ιεροφάντης κατέφυγε στο τοπικής εμβέλειας μαντείο του Απόλλωνα Πυθείου για χρησμό, επειδή ο στρατηγός Επιτέλης που είχε βρει στην Ιθώμη τα ελάσματα των μυστηρίων ήταν Αργείος, αλλά και γιατί τα μυστήρια είχαν μεταφερθεί από την Ελευσίνα στην Ανδανία, όταν βασίλισσα του τόπου ήταν η Μεσσήνη, κόρη του βασιλιά του Άργους Τριόπα71.
Ο χρησμός δεν σώζεται ολόκληρος, γι’ αυτό και παραμένει μετέωρη και οπωσδήποτε ασαφής η επιταγή του θεού προς το Μνασίστρατο. Οι σωζόμενοι τελευταίοι στίχοι του έχουν ως εξής:
«Ο θεός έχρησε. Μεγάλοις Θεοίς Καρνείοις καλλιερούντι κατά τά πάτρια. λέγω δε και Μεσ[σανί]ο[υ]ς επ[ι]τελείν τα μυστή[ρια .
Ο θεός χρησμοδότησε· στους Μεγάλους θεούς Καρνείους θυσιάζουν κατά τα πάτρια (εννοείται οι Δωριείς), λέγω και στους Μεσσήνιους να τελούν τα μυστήρια [...].
Στο ελλείπον τμήμα του χρησμού υποθέτω ότι ο θεός όριζε να τελεί η πόλη της Μεσσήνης στο εξής επισήμως, με ευκοσμία και σεμνότητα τα μυστήρια στο Καρνάσιον άλσος και όχι αποκλειστικά ο Μνασίστρατος, ο οποίος εξακολουθούσε βεβαίως να μετέχει σε αυτά ως ιεροφάντης, και να διατηρεί τα προνόμια που περιγράφονται αναλυτικά στο κανονιστικό ψήφισμα (IG V 1, 1390)72. Μια ιδιωτική κατά παράδοση λατρεία τίθεται στο εξής υπό τον λειτουργικό, τελετουργικό, οικοδομικό και κυρίως οικονομικό έλεγχο της πρωτεύουσας73, σύμφωνα με ένα κανονιστικό πλαίσιο, που άφηνε στον ιεροφάντη Μνασίστρατο ορισμένα από τα κληρονομικά του προνόμια:
α) να έχει την επιμέλεια της ιερής Κρήνης Αγνής και του αγάλματος εφ’ όρου ζωής,
β) να μετέχει της θυσίας και των μυστηρίων μαζί με τους ιερούς,
γ) να λαμβάνει, κατά το ιερό δείπνο, ο ίδιος, η γυναίκα και τα παιδιά του την ανάλογη μερίδα κρέατος,
δ) να παίρνει τα δέρματα των θυμάτων και τις προσφορές, που τοποθετούσαν οι πιστοί στις ιερές τράπεζες, δίπλα στην Κρήνη της Αγνής,
ε) να δικαιούται του ενός τρίτου των εισπράξεων από τον θησαυρό της Κρήνης, από το λίθινο δηλαδή κιβώτιο με τις χρηματικές προσφορές των πιστών και των μυούμενων,
στ) να τιμάται από την πόλη της Μεσσήνης με στεφάνι χρυσό, βάρους έξι χιλιάδων δραχμών, κατά τον εορτασμό των Μυστηρίων.


 Στην Μεσσηνία διασώζονται μαρτυρίες για την τέλεση μυστηριακής λατρείας, γνωστής ως "Μυστήρια της Ανδανίας". Αναβίωσαν μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τους Σπαρτιάτες (-369). Συνδέονται με την λατρεία της Δήμητρας, του Κάρνειου Απόλλωνα και άλλων θεοτήτων. Σε αυτά αναφέρεται ο περιηγητής Παυσανίας (+2ος αι.) αλλά και σχετική επιγραφή (-1ος/ +1ος αι.). Εκμαγείο της επιγραφής εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο Μεσσηνίας ( εικόνα κάτωθεν). Σε αυτήν καταγράφονται λεπτομερειακά οι διατάξεις σχετικά με την τέλεση των Μυστηρίων.

Η Maddalena Zunino σημειώνει ότι «L’Apollon Pythaeus di Argo ha infatti ordinato a tutti i Messeni
di celebrare i Misteri»74. Η ίδια ερευνήτρια υποστηρίζει ότι η αναμόρφωση των μυστηρίων αφορούσε μεταξύ άλλων στη συνένωση της παλαιάς λατρείας της Αγνής με αυτήν των Μεγάλων Θεαινών της Ελευσίνας, όπως είχε προτείνει ο Ulrich von Wilamowitz το 1931 75. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Μνασίστρατος διατήρησε τον έλεγχο αποκλειστικά της λατρείας της Αγνής, της παλαιάς δηλαδή λατρείας του Καρνασίου, και όχι και τον έλεγχο των θεωρούμενων νεώτερων λατρειών76.
 Η λαμπρή πομπή προς το Καρνάσιον άλσος, όπου βρισκόταν το ιερό με το ναό των Μεγάλων Θεών, τα αγάλματα του Καρνείου και του Ερμή, καθώς και η Κρήνη Αγνή και το άγαλμά της77, πρέπει να ξεκινούσε σε τακτά χρονικά διαστήματα (ανά τέσσερα πιθανότατα χρόνια), την ίδια (γενέθλιο του θεού)78 ημέρα του ενδέκατου μήνα79 από τη Μεσσήνη, διανύοντας μια απόσταση 10 χιλιομέτρων περίπου με βόρεια- βορειοδυτική κατεύθυνση προς τα σύνορα Μεσσηνίας- Μεγαλοπολίτιδας. Οι διαμορφωμένοι από τη γεωμετρική- αρχαϊκή περίοδο πόλοι, η πόλις και η εδαφική της επικράτεια, εξέφραζαν συμβολικά την πολιτική και κοινωνική τους ένωση με τη μεγάλη και πολύωρη αυτή πομπική πορεία, που ξεκινούσε κάθε χρόνο από το αστικό κέντρο, την πρωτεύουσα Μεσσήνη και κατευθυνόταν προς το ιερό στις παρυφές της πεδιάδας, προκειμένου να τιμήσει εκεί τον Κάρνειο, τους Μεγάλους Θεούς και τις συλλατρευόμενες θεότητες80. Ανάλογο χαρακτήρα είχαν, για παράδειγμα, οι πομπές από την Αθήνα προς το ιερό των Μεγάλων Θεών της Ελευσίνας και προς το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, από την πόλη του Άργους προς το Ηραίο, από τη Σπάρτη στο Αμυκλαίο, από την Ερέτρια στο ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος81. Η πομπή των Μεσσηνίων περνούσε μέσα από την Αρκαδική Πύλη, κατηφόριζε προς την πεδιάδα της Στενυκλάρου, διάβαινε το ποτάμι της Βαλύρας πάνω από την τριπλή αρχαία γέφυρα και έπαιρνε την ευθεία βορειοδυτικά προς το Καρνάσιον82.
 Επί κεφαλής της πομπής βρισκόταν ο μέγας ιεροφάντης Μνασίστρατος, φορώντας άμφια, διαφορετικά από εκείνα των ιερέων και των ιερειών83. Ακολουθούσε ο ιερέας και η ιέρεια των θεών «οίς τα μυστήρια γίνεται», έπονταν οι αγωνοθέτες, οι ιεροθύτες και οι αυλητές. Μετά έρχονταν οι παρθένες ιερές που μετέφεραν τις κίστεις με τα «ιερά μυστικά», ακολουθούσε η Θοιναρμόστρια της Δήμητρας και οι Υποθοιναρμόστριες84, σε συνέχεια η ιέρεια της Δήμητρος «τας εφ’ ιπποδρόμωι», έπειτα η ιέρεια της Δήμητρος «εν Αιγίλαι», μετά οι λοιπές ιερές σε σειρά ανά μία (που όριζε με κλήρο ο γυναικονόμος), έπειτα οι ιεροί, με τη σειρά που όριζαν οι Δέκα. Στο τέλος φέρονταν τα ζώα της θυσίας, ανάλογα με τη σειρά που θυσιάζονταν στους βωμούς της Δήμητρας, του Ερμή, των Μεγάλων Θεών, του Απόλλωνα Κάρνειου και της Αγνής (στ. 28-34).
 Ο Παυσανίας (4.17.1) αναφέρει την κώμη Αιγίλα και το εκεί ιερό της Δήμητρας με αφορμή τη σύλληψη του Αριστομένη και την απελευθέρωσή του από την Αρχιδάμεια, ιέρεια της Δήμητρας85. Φαίνεται ότι εις μνήμη αυτής ακριβώς της παράδοσης τιμούσαν οι Μεσσήνιοι την ιέρεια της Δήμητρας «έν Αιγίλαι», προσφέροντάς της διακεκριμένη θέση στην πομπή των Μυστηρίων. Για το ιερό της Δήμητρας «έφ’ ιπποδρόμωι» και την ιέρειά της δεν γνωρίζω άλλες επιγραφικές η φιλολογικές μαρτυρίες86.

 




























Το 1858 ήλθε στο φως δίπλα στην πηγή Κεφαλόβρυσο η Διβάρι, κοντά στο χωριό Πολίχνη, ΝΑ του χωριού Κωνσταντίνοι, η γνωστή επιγραφή των Μυστηρίων της Ανδανίας (IG V 1, 1390) και εντοιχίστηκε δεξιά και αριστερά από την είσοδο του ανεγειρόμενου τότε ναού των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης (Εικ.πάνω)87. 
 Η επιγραφή χρονολογείται το «πεντηκοστόν πέμπτον έτος», χρονικός προσδιορισμός που επαναλαμβάνεται αρκετά συχνά στο κείμενο. Οι ως σήμερα εκδότες και μελετητές χρονολογούν την επιγραφή το -92/1, υπολογίζοντας το «πεντηκοστόν πέμπτον έτος» από το -146, έτος καταστροφής της Κορίνθου και υποδούλωσης της Ελλάδας στους Ρωμαίους. 
Εντούτοις, οι απόλυτα χρονολογημένες επιγραφές που έχουν έως σήμερα έλθει στο φως στη Μεσσήνη, καθώς και στη Μεσσηνία και τη Λακωνία γενικότερα, δεν λαμβάνουν ως αφετηρία χρονολόγησης το έτος -146, εκτός από μία η δύο προβληματικές εξαιρέσεις. Οι εφηβικοί κατάλογοι, οι αγορανομικές επιγραφές, καθώς και οι κατάλογοι αγωνοθετών, ιεροθυτών και χαλειδοφόρων, δέχονται ως αφετηρία μέτρησης του χρόνου το έτος -31, έτος της νικηφόρου για τον Οκταβιανό Αύγουστο ναυμαχίας στο Άκτιο και ανακήρυξής του, αμέσως μετά, σε «αυτοκράτορα του παντός κόσμου»88. Κατά συνέπεια, η επιγραφή της Ανδανίας είναι δυνατό να χρονολογηθεί το έτος -24 (55-31=24) και όχι αναγκαστικά το -92/1 (146-55=91). Η μορφή των γραμμάτων δεν συνηγορεί υπέρ μιας χρονολόγησης το -92/1, δεν είναι, δηλαδή, δυνατό να θεωρηθεί ο τύπος γραφής ως ασφαλές τεκμήριο για τη χρονολόγηση της επιγραφής στον πρώιμο -1ο αιώνα89. Με τη νεότερη, εξάλλου, χρονολόγηση συμφωνεί η ρέουσα, εύληπτη και εξελιγμένη δωρική διάλεκτος του κειμένου90. 
Η χρονική περίοδος του ύστερου Αυγούστου και του Τιβερίου είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη Μεσσήνη, όταν πλείστα όσα συντελούνται τότε στην πόλη, όπως η επισκευή πολλών δημόσιων οικοδομημάτων και ιερών, η αναβίωση της εφηβίας, η αναδιοργάνωση των ιερών και η αναζωογόνηση των εορτών91. Πρόσθετο στοιχείο, ενισχυτικό της χαμηλής χρονολόγησης, είναι η χρονική και νοηματική σχέση της επιγραφής των Μυστηρίων με τη γνωστή και σχολιασμένη επιγραφή, τη λεγάμενη της «οκτωβόλου εισφοράς» (IG VI, 1432), που αφορά στην είσπραξη χρημάτων από δήμους, οργανώσεις και φυσικά πρόσωπα. Ανάλογο τρόπο είσπραξης επιβάλλει και η κανονιστική επιγραφή IG V I 1390 των Μυστηρίων της Ανδανίας, στην οποία μάλιστα προβλέπεται, όπως σημειώσαμε, και η διάθεση χρημάτων για την επισκευή και την ανέγερση οικοδομημάτων (στ. 55-65 και 105). Η χρονολόγηση της επιγραφής της οκτωβόλου μεταξύ +35 και +44, που πρότειναν οι W. Kolbe και A. Giovannini, είναι νομίζω καλά τεκμηριωμένη. Στην ίδια περίοδο χρονολογείται, άλλωστε, και η επιγραφή SEG 23, 205.207 και SEG 35, 343, που σχετίζεται με την προσφορά χρημάτων από πολίτες της Μεσσήνης για την επισκευή δημόσιων οικοδομημάτων και ιερών και για την τέλεση ιεροπραξιών. Στην επιγραφή αυτή απαντούν πρόσωπα, γνωστά και από την επιγραφή της οκτωβόλου92.
Ουσιαστικό στοιχείο για τη χαμηλή χρονολόγηση της επιγραφής IG V I, 1390 το -24 αποτελεί και η ταύτιση, όπως πιστεύω, του ιεροφάντη Μνασίστρατου με τον Μνασίστρατο, γιο του Φιλοξενίδα, ο οποίος το -42, σε προχωρημένη ηλικία, εμφανίζεται να κατέχει το ανώτατο αξίωμα του Γραμματέως των Συνέδρων. Την πληροφορία για το Μνασίστρατο Φιλοξενίδα παρέχουν δύο αξιόλογες επιγραφές, η αρ. ευρ. 1013 από το ναό της Αρτέμιδας Ορθίας στον οίκο Κ της δυτικής πτέρυγας του Ασκληπιείου, καθώς και η αρ. ευρ. 6661, χαραγμένη στις τρεις κεντρικές μετόπες του Δωρικού Προπύλου του Γυμνασίου93. Στην πρώτη από τις δύο επιγραφές (την αρ. ευρ. 1013), ο Μνασίστρατος Φιλοξενίδα, ως Γραμματεύς των Συνέδρων, τιμάται τα μέγιστα με γραπτή εικόνα και ετήσια δημόσια ανακήρυξη και στεφάνωσή του κατά την ημέρα τέλεσης των Ιθωμαίων, ύστερα από ομόφωνη απόφαση των ιερών γερόντων της Ουπησίας Αρτέμιδος, της Γερουσίας δηλαδή των 76 Συνέδρων της πόλεως, που ασκούσαν θρησκευτικά και ταυτόχρονα πολιτικά καθήκοντα94. Και ο Φιλοξενίδας, ο πατέρας του Μνασίστρατου, κατείχε το αξίωμα του Γραμματέως των Συνέδρων το έτος +2/3, όταν ιερέας του Δία Ιθωμάτα ήταν ο Θεόδωρος, σύμφωνα με την επιγραφή SEG 23, 206 (αρ. ευρ. 1012)95.
Είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με μια πανίσχυρη οικονομικά και πολιτικά οικογένεια, καταγόμενη ενδεχομένως από τις «παλαιές» ιερατικές οικογένειες των Μεσσηνίων της διασποράς, οι οποίες, επιστρέφοντας το -369 στην πατρίδα, εγκατέστησαν τις παραδοσιακές λατρείες στην πρωτεύουσα και τα μεγάλα αγροτικά ιερά, όπως της Ανδανίας, αποκαθιστώντας έτσι τους θρησκευτικούς δεσμούς του τόπου με το παρελθόν, που είχε βίαια διακόψει η Σπαρτιατική κατοχή96.
Τότε πλάστηκε πιθανότατα η ιστορία με τον Αριστομένη και την απόκρυψη της παρακαταθήκης του στην Ιθώμη, με το όνειρο του Αργείου στρατηγού Επιτέλη, καθώς επίσης με τον ιδρυτή των Μυστηρίων Καύκωνα και τη μύηση της βασίλισσσας Μεσσήνης97. Η Ανδανία ήταν άλλωστε γενέτειρα του Μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη (Στ. Βυζάντιος, Εθνικών, στη λ. ’Ανδανία), ο οποίος φέρεται και ως ο πρώτος ιεροφάντης των Μυστηρίων, καταγόμενος από τη γενιά των Αιπυτιδών. Δεν υπήρχε επομένως εμπόδιο για να καλλιεργηθεί η πεποίθηση ότι ο Αιπυτίδης Αριστομένης ήταν πρόγονος του ιεροφάντη Μνασίστρατου98.
Η εκφορά του τοπωνυμίου απαντά ως Ανδανία και Ενδανία όχι ως Ανδανίαι, σε πληθυντικό δηλαδή αριθμό, όπως συμβαίνει με άλλες γνωστές κώμες, για παράδειγμα της Τεγέας: Γερεάται, Φυλακείς, Καρνάται, Κορυθείς, Μανθυρείς, Πωταχίδαι, Οιάται, Εχευηθείς, Αφείδαντες (Παυσανίας 8.44.7-49.1). Ο πληθυντικός δεν αποτελεί βέβαια τον κανόνα, γιατί απαντούν εξίσου συχνά ονόματα κωμών στον ενικό, όπως οι κώμες που συνέβαλαν στο συνοικισμό των Πατρών: Αρόη, Μεσάτις, Άνθεια, Βολίνη, Αργυρά, Άρβα (Στράβων 8, 337· Παυσανίας, 7.18.6). Οι τέσσερις κύριες κώμες που συνέβαλαν στο συνοικισμό της Σπάρτης: Αμύκλαι, Πιτάνη, Λίμναι και Μεσόα συνδυάζουν πληθυντικό και ενικό στην εκφορά99. Κώμες της Μεσσήνης, συμπεριλαμβανομένης της Ανδανίας αναφέρονται στην επιγραφή της οκτωβόλου (IG V 1 1432, 1433, 1433α, 1434), καθώς και στα θραύσματα μίας επί πλέον ή και περισσότερων επιγραφών (αρ. ευρ. 125, 145, 3541 + 6635 και 13192), που ήλθαν στο φως στα ανατολικά της αίθουσας ΓΓ, στη δυτική πτέρυγα του Ασκληπιείου. Στην αίθουσα αυτή στεγαζόταν πιθανότατα το αρχείο του Γραμματέως των Συνέδρων100. Ορισμένα από τα ονόματα κωμών και πλείστα τοπωνύμια θέσεων της Μεσσήνης που απαντούν στις παραπάνω επιγραφές είναι τα εξής: Αδέα, Αλεπακίδειοι, Αμαζώνιον, Αρτεμιταίον, Αυτομεία Αφρίσαι και Αφρώσαι, Βουμαδέραι, Δολιχαύαοι, Θέρμυδραι101, Θωρακίαι102 και Υποθωρακίαι103, Καλέα104, Κεραμείαι, Κλεόλα105, Κλεψύδρα, Κολοίροι, Κράδαι106, Λιμνάτις, Μέσα, Μεσόλα107, Πυθαείον, Ποικιλίαι, Πυλάνα108, Σελλάς109, Σκυλάκειοι110, Σχίνος111, Τρικάρανοι112, Υακίνθιον, Υπήλαφος, Φαγείνειοι, Φωρίσσαι.
Η σημασία του Καρνάσιου άλσους και του ιερού ως λατρευτικού κέντρου και τοπογραφικού ορόσημου των Μεσσηνίων προς τα βόρεια σύνορά τους, προβάλλεται και από το γεγονός, ότι εκεί ακριβώς έλαβε χώρα η εκδίκαση μιας άκρως σημαντικής υπόθεσης συνοριακών δαφορών μεταξύ Μεσσήνης και Μεγαλόπολης, σύμφωνα με την επιγραφή αρ. ευρ. 13910 και 139196 που ήλθε στο φως το 2004 στην αγορά της Μεσσήνης113. Η επιγραφή είναι χαραγμένη στον ορθοστάτη μεγάλου βάθρου ιππέων που αποκαλύφθηκε σε μικρή απόσταση από τη ΒΑ γωνία του δωρικού ναού της αγοράς. Εκτείνεται σε 184 στίχους (!) συγκροτημένους σε τέσσερις στήλες που παρέχουν την εντύπωση ανοιχτού ειλιταρίου παπύρου. Οι Μεγαλοπολίτες, καθώς και οι Καλιάτες114 διεκδίκησαν από τους Μεσσήνιους την κυριότητα περιοχής, που φέρεται με τα άγνωστα άλλοθεν τοπωνύμια Ενδανίκα (=περιοχή της Ανδανίας) - Πυλανίκα (=περιοχή της Πυλάνας), και Ακρειάτις - Βιπειάτις115, έπεισαν μάλιστα δεκαεπτά ηγεμόνες της Αχαϊκής Συμπολιτείας με επικεφαλής τον Σικυώνιο στρατηγό Απολλωνίδα Ετεάρχου116, να εξετασθεί η υπόθεση από σώμα 147 δικαστών, το οποίο συνήλθε στο Καρνάσιον άλσος. Οι Μεσσήνιοι υπέδειξαν στους δικαστές τους όρους της χώρας τους από τη Νέδα έως την Κλεολαία (βλ. παραπάνω τον δήμο Κλεόλα) και κατάφεραν να κερδίσουν τη δίκη με εκατό σαράντα ψήφους υπέρ αυτών και επτά μόνο υπέρ των Μεγαλοπολιτών και των Καλιατών117.


Πέτρος Θέμελης: "Τα Κάρνεια και η Ανδανία" 

1. Πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό στην κατασκευή της σκηνής των ρωμαϊκών χρόνων
2. Η εικόνα γενικά του Απόλλωνα, του δημοφιλέστερου θεού στη Λακωνία, δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί με βεβαιότητα στα σωζόμενα έργα τέχνης των αρχαϊκών χρόνων, όπως σημειώνει η PIPILIΡ 1987, 50.
3 THEMELIS 1994, 101-105 εικ. 5.
4. PETTERSON 1992, 61-62.
5. PIPILIΡ 1987, 52 εικ. 78 (146).
6. IMHOOF-BLUMER 1917, 5-9· BROWN 1995, πίν. III και IV· JUCKER 1993, 22.
7. BECHTEL 1921, 13-24, 322.
8. Θέμελης 1988, 62-63· 5ΕΟ 41 (1991), 341.
9. Θέμελης 1996, 163-165· SEG 47 (1997), 406· THÉMÉLIS 2001, 199-216. Το όνομα Λέων απαντά και σε επιγραφές της Λακωνίας: IG V 1, 8 και 551 LGPN III. A, s.v.5.
10. Ο Σιλανίων ο Αθηναίος, χαλκοπλάστης του -4ου αι. σύγχρονος του Λεωχάρη, άκμασε κατά την 113η Ολυμπιάδα (-327): Πλίνιος, Φυσική Ιστορία 34.51. Ήταν φημισμένος για την επίδοση του στην απόδοση των χαρακτηριστικών, δημιουργούσε κυρίως εικονιστικά αγάλματα καλλιτεχνών (Σαπφώ, Κόριννα, Πλάτων) και αθλητών (Σάτυρος Ηλείος, Τελέστας Μεσσήνιος, Δαμαρέτας Μεσσήνιος). LIPPOLD 1950, 272-274· POLLITT 1990, 92-93.
11. Θεμελης 2000, 64-65.
12. ΤΗΕΜΕLIS 1994, 101-122 εικ. 18 και 20· ΘΕΜΕΛΗΣ 1995, 73· SEG 46 (1996) 416-417· HABICHTΗ 2000, 121-122, όπου αναφέρονται και άλλα μέλη της οικογένειας των Μαντικράτεων· Α. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, ΠΑΕ 1962 [1966] 110-111 πίν. 112, SEG 23 (1968) 220· DAUXΏ 1973, 233-234· πρ,λ. και ΘΕΜΕΛΗΣ 1991, 99100· SEG 43 (1993) 144: Δαμόνικος κιστιόκοσμος και προστάτης της Αθηνάς Κυπαρισσίας τον -3ο αι.
13. HERFORT-KOCHΗ 1986, 81 αρ. Κ1.
14. Θέμελης 1991, 99-100· SEG 43 (1993) 144, στ. 12.
15. IG IV 12, 96, στ. 60-61, 64 (αρχές -3ου αι.).
16. ΘΕΜΕΛΗΣ 1997, 99-100· πρ,λ. και την επιγραφή: Π. Θεμελης 1988, 96 αρ. ευρ. 9614.
17. Μαρτυρείται άπαξ σε επιγραφή της Κορίνθου:LGPNIII.Α,5.ν.Ξενόλαος στην Αττική: LGPN II, 5.ν.
18. Α. Ορλανδος, ΠΑΕ 1969, 99-100, α.
19. W. KOLBE, IG V 1, 1432-1433 και Prolegomena ΧV·GIOVANNINI 1978, Appendice II, 115-122.
20. WILHELM 1914, 467-586 KAHRSTEDT 1954, 220 σημ. 6, 222 αρ 5 RE Suppl. XV (1978), 279 s.v. Messenien (E. MEYER) MIGEOTTE 1997, 51-61.
21. IG V 1,1384 και 1386.
22. Θεμελης 1999, 88-89.
23. PETTERSON 1992, 64· BUCKERT 1993, 483.
24. IG V1 977
25. Antoninus Liberalis, IV, 5· Πολύαινος, Στρατηγήματα 8.52· Τζουβαρα-Σουλη 1979, 23.
26. WIDE 1893, 198.
27. KEITZ 1911, 36· JOST 1985, 175-176, 327-328.
28. Β. Λαμπρινουδακης, Έργον 1987, 96, πίν. 115.
29. Ησύχιος, λ. 'Αγεμόνη· HARRISON 1991, 346.
30. HOENN 1946, 21· SIMON 1969, 21·PAPACHATZIS 1988, 7.
31. HARRISON, ό.π., σημ. 29.
32. HARRISON, ό.π., σημ. 29.
33. Θεμελης 1989, 110-112 πίν. 93α· πρβλ. ΙΟ V 1, 1443, II.
34. Θεμελης 2000α, 4-24.
35. FIGUEIRA 1999, 228-232Ø OGDEN 2004, 99.
36. PETTERSON 1992, 59-60, όπου σχολιάζονται οι διάφορες απόφεις για την προέλευση και το χαρακτήρα των Καρνείων.
37. Αθηναιος 14.6356-6 BURKERT 1993, 482· Για την πιθανή θέση του άλσους του Καρνείου Απόλλωνα των Φαρών στο Πέρα Καλαμίτσι βλ. Π. Θεμελης, ΑΑ 1965, Χρον. 207· Παπαχατζης 1979, 99 σημ. 1· ZUNINO 1997, 174-178, 321-322 και 331-334 για τον Κάρνειο Απόλλωνα και τα μυστήρια της Ανδανίας με βιβλιογραφία.
38. SAMUEL 1972, s.v. Karneios (Index).
39. Ανάθημα σταφυλοδρόμου βλ. ΙΟ V 1, 650-651 NILSSON 1957, 118-129· ο ίδιος 1941, 501· BURKERT 1993, 483· πρβλ. PETTERSON 1992, 70-71, ο οποίος υποστηρίζει ότι το δρώμενο των σταφυλοδρόμων δεν είχε σχέση με το ανάλογο μορφολογικά δρώμενο του αποδιοπομπαίου τράγου.
40. BURKERT 1993, 483 σημ. 22.
41. PETTERSON 1992, 57-72· πρβλ.TZIFOPOULOS 1998, 160 σημ. 70, ο οποίος παρατηρεί ότι « it is not unlikely that the Dromeia (αμάρτυρη εορτή στην Κρήτη)may have been analogous to the Spartan Karneia that included the dromos of the staphylodromoi, i.e. an imitation in or graduation from this third stage of a Cretan male’s upbringing »· πρβλ. ΛΑΜΠΡΙΝΟΥDΑΚΗΣ 1972, 99-112.
42. IG XII 3, Suppl. 1324 (Θήρα)· Α/Α77 (1973), 413-424 και Bulletin Épigraphique 1974, αρ. 549 (Κνίδος)· ΙΟ V 1, 650, 651 (σταφυλοδρόμος Σπάρτης)· ΙΟν 1, 222 (Λακωνία, ανάθημα δρομέα: στήλη με ζεύγος ανάγλυφων κεράτων κριού).
43. Σωσίβιος, FrGrHist 595 Ε 3· Ελλάνικος, λ. καρνεονίκαι: FrGrHist 4 Ε 85-6.
44. BRELICH 1969, 125 PETTERSON 1992, 86-87 με βιβλιογραφία και φιλολογικές μαρτυρίες.
45. ΘΕΜΕΛΗΣ 1996, 153. ίδιος 1993,, 55· ο ίδιος 2000,, 91, στ. 44· ο ίδιος 2002,
46. IG V 1, 1374. 37.
47. IG V 1, 21, 210, 211, 212, 902· ΘΕΜΕΛΗΣ 1990, 87· ο 48. 15/,
48. LSJ, στη λ.
49. PETTERSON 1992, 85-86 με βιβλιογραφία· πρβλ. PROTTZIEHEN 1987/ 2, 269, αρ. 64, στ. 23 (αγώνας λαμπάδας των νεωτέρωνστην Κέα).
50. GOMME 1970, 93 PETTERSON 1992, 85-89.
51. Του Πρωθυπουργού της χώρας, σύμφωνα με την ισχύουσα σήμερα κυβερνητική ιεραρχία,
52. Οι ιερές, όπως προκύπτει από το κείμενο της επιγραφής, ήταν είτε ώριμες γυναίκες είτε κορίτσια νεαρά (παίδες και παρθένοι σύμφωνα με την επιγραφή).
53. Το στοιχείο αυτό της αμφίεσης των ιερών παραπέμπει στους Διόσκουρους, οι οποίοι ταυτίζονται ενίοτε με τους Μεγάλους Θεούς (Παυσανίας, 10.38.7)· BURKERT 1993, 442. Για τη μεταμφίεση των Μεσσηνίων σε Διόσκουρους βλ. Παυσανίας, 4.27.1.
54. Οι Δέκα, που αποτελούσαν μια μικρή γερουσία, εκλέγονταν μεταξύ όλων των πολιτών ηλικίας άνω των σαράντα ετών για ένα έτος, τη δωδέκατη μέρα του έκτου μήνα και έδιναν τον ίδιο με τους ιερούς όρκο ενώπιον του Γραμματέως των Συνέδρων. Κατά την τέλεση των μυστηρίων φορούσαν «στρόφιον πορφύριον», κόκκινη ταινία γύρω στο μέτωπο. Είχαν την επιμέλεια των μυστηρίων και επέλεγαν τους είκοσι ραβδοφόρους και τους μυσταγωγούς μεταξύ των ιερών, επέβαλαν τα πρόστιμα και διέταζαν τη μαστίγωση των απείθαρχων, αποφάσιζαν επίσης κατά την κρίση τους για οποιοδήποτε θέμα, ενώ σε δύσκολες υποθέσεις συγκαλούσαν όλους τους ιερούς σε διαβούλιον, οπότε η απόφαση λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία.
55. Ο γυναικονόμος ορκιζόταν να φροντίζει, ώστε οι ιερές να φέρουν τη σεμνή και λιτή ενδυμασία, που όριζε το διάταγμα των μυστηρίων.
56. Εννοεί μάλλον τους Δέκα, όπως προκύπτει από το προτελευταίο κεφάλαιο της επιγραφής που φέρει τον τίτλο «τας καταστόσιος των δέκα».
57. Οι σκηνές βρίσκουν το ανάλογο τους στις έννέα σκιάδες των Καρνείων της Σπάρτης, όπου σιτίζονταν εννέα άνδρες. Κάθε σκιάδα περιελάμβανε μέλη τριών φατριών (φυλών): Αθηναιος, 4.141ε-£· PETTERSON 1993, 57 και 62.
58. Ένας παρόμοιος με του Καρνασίου θησαυρός (λίθινος κουμπαράς) βρίσκεται τοποθετημένος μέσα στο ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας στη δυτική πτέρυγα του Ασκληπιείου: ΧΛΕΠΑ 2001, 22· για θησαυρούς βλ. ΤΣΑΚΟΣ 1990-91, 17-28 πίν. 6-7· ΚΑΖΑΜΙΑΚΗΣ 1990-91, 29-44 πίν. 6-7.
59. Για το ρόλο των μουσικών στη λατρεία βλ. NORDQUIST 1994, 81-93.
60. Είκοσι ραβδοφόρους, με αστυνομικά καθήκοντα, επέλεγαν οι Δέκα «τους εΰθετωτάτους» μεταξύ των ιερών (στ. 42-45 και 147-148). Οι ραβδοφόροι η ραβδούχοι ταυτίζονται με τους μαστιγοφόρους. Η ράβδος που κρατούσαν ήταν μαστίγιο με οστέινη ή χάλκινη λαβή. Βλ. τη μάστιγα από το ιερό του Κορύθου Απόλλωνα στη Λογγά Πυλίας: Φ. ΒΕΡΣΑΚΗΣ, ΑΔ 2 (1916), αρ. 34 εικ. 39,1 και 38,1· πρβλ. Καλλιγας 1976, 61-68. Οι ποινές που επιβάλλονταν στους δούλους μεταφράζονταν συνήθως σε μαστιγώσεις, ενώ στους πολίτες σε χρηματικά πρόστιμα: HUNTER 1994, 154-189 και 243, σημ. 53 με βιβλιογραφία.
61. ΘΕΜΕΛΗΣ 1993α, 102, στίχοι 27-30.
62. Ηρόδοτος 9.85,1-2.
63. PRITCHETT 1985, 153-257.
64. BOER 1954, 299, πιστεύει ότι μόνο οι ιερείς είχαν αυτό το προνόμιο, διότι αγνοεί την ουσιώδη διάκριση μεταξύ ιερών και ιερέων- πρβλ. PRITCHETT 1985, 244-246, σημ. 430· MAKRES 2005 (τυπώνεται).
65. NORDQUIST 1994, 88 και 92, η οποία μεταφράζει τους ιερούς ως priests..
66. SOKOLOWSKI 1962, ηο 65.
67. Θ'εμελης 2000α, 28-40· OGDEN 2004, 89-103.
68. FERRETTO 1979/80, 1-7· ΛΟΥΚΑΣ 1988, 15-35.
69. OGDEN 2004, 97.
70. Το τοπωνύμιο επιβιώνει στο όνομα του νεοελληνικού χωριού Σανδάνι. Για την τοπογραφία της περιοχής, τη θέση της Ανδανίας και του Καρνασίου βλ. ROEBUCK 1941, 6-7.
71. ΜΙΤΣΟΣ 1978, 52-61· OGDEN 2004, 97.
72. Για το πρόβλημα ιδιωτικής και κρατικής λατρείας ALESHIRE1994, 9-16· πρβλ. CLINTON 1980, 258-288.
73. Τον οικονομικό έλεγχο της εορτής των μυστηρίων ασκούσαν οι λεγόμενοι Πέντε, εκλεγόμενοι κάθε χρόνο από το Δήμο (όχι δύο φορές οι ίδιοι) μεταξύ των πολιτών με περιουσία μεγαλύτερη του ενός ταλάντου (στ. 45-64).
74. ZUNINO 1997, 326.
75. WILAMOWITZ-MOELLENDORF 1932, 536-540· ROEBUCK 1941, 35 και σημ. 41 με βιβλιογραφία.
76. ZUNINO 1997, 330-333· Ο ΡεκαυχοΝ 1989, 115 χαρακτηρίζει τα μυστήρια απλώς ως «Mysteries of the Cabeiri at Andania»», παρανοώντας και κυρίως ισοπεδώνοντας τη λατρευτική-τελετουργική ποικιλότητα των μυστηρίων της Ανδανίας.
77. Που θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να την εικόνιζε ως Νύμφη της Πηγής. Τόσο στην επιγραφή των μυστηρίων όσο και στον Παυσανία, η Αγνή προβάλλει ως χωριστή λατρευτική οντότητα ανάμεσα στην Κόρη -Περσεφόνη και τη Δήμητρα. Για την εικονογραφική της απόδοση δεν υπάρχουν στοιχεία.
78. Για την ημέρα γέννησης του Απόλλωνα: Ησίοδος, "Εργα και 'Ημέραι 770.
79. Δεν είναι γνωστό με ποιο σημερινό μήνα αντιστοιχεί ο ενδέκατος μεσσηνιακός. Ισως τον Απρίλιο.
80. POLIGNIAC 1984, 48-50· ο ίδιος 1994, 3-5.
81. RINGWOOD 1929, 386· Για τις πομπές γενικά βλ. NILSSON 1966, 166-214· TSOCHOS 2002, 23-30, 243-258.
82. BLOUET 1833, πίν. 48. Θλίφη με καταλαμβάνει, όταν αντικρίζω τη μοναδική αυτή τριπλή αρχαία γέφυρα στο Νεοχώρι του Μελιγαλά, εγκαταλειμμένη στην τΰχη της, να κινδυνεύει να καταρρεΰσει υπό το βάρος των οχημάτων που περνοΰν ακόμη από πάνω της· πρβλ. και ROEBUCK 1941, 6 σημ. 13.
83. Για την αμφίεση του ιεροφάντη βλ. Οειντον 1974, 3235. Και στα μυστήρια του ιεροΰ της Δέσποινας στη Λυκόσουρα της Αρκαδίας η αμφίεση όσων μετείχαν στην πομπή ήταν αυστηρά καθορισμένη και ανάλογη με εκείνη των μετεχόντων στα μυστήρια και την πομπή του Καρνασίου της Ανδανίας: LOUCAS 1994, 97-99.
84. Στον 1ο αι. μ.Χ. ανήκει το ενεπίγραφο βάθρο αρ. ευρ. 9665, που έφερε άγαλμα προς τιμήν της [- - - ]ας Δάμωνος, θοιναρμόστριας της Δήμητρος: ΘΕΜΕΛΗΣ 1998, 95-96.
85. Θεμελης 2000α, 33.
86. Οι PROTT και ZIEHEN 19872, 181-182 συνοψίζουν τις υποθέσεις ταύτισης με τη Δήμητρα Χαμύνη του Σταδίου της Ολυμπίας, με τον ιππόδρομο του Λυκαίου η της ίδιας της Μεσσήνης.
87. SAUPPE 1859, 217-274- PASQUALI 1912, 94-104- ZIEHEN 1926, 29-60- GUARDUCCI 1934, 174-204- PIOLOT 1999, 195-228- ZUNINO 1997, 301, 301 κ.ε., με την προγενέστερη βιβλιογραφία- πρβλ. PIÉRART 1990, 330331.
88. ΘΕΜΕΛΗΣ 1990, 87-91, 93-94 και 99-100· ο ίδιος 1992, 71-73 και 79· ο ίδιος 2000,, 90-95· ο ίδιος 2002, 50-52.
89. Η περιοχή της Ανδανίας και το μεγαλύτερο μέρος της άνω πεδιάδας και τα ορεινά περάσματα προς την Αρκαδία είχαν δοθεί στους Μεγαλοπολίτες από την Αχαϊκή Συμπολιτεία, το -183/2, που θέλησε να ταπεινώσει έτσι τη Μεσσήνη μετά τη δολοφονία του Φιλοποίμενα. Παραμένει αβέβαιο, αν η περιοχή επεστράφη στους Μεσσήνιους μετά το -146: ROEBUCK, ό.π., 102-108.
90. Γεωργούντζος 1979, 38-43.
91. THEMELIS 2001, 119-126· ο ίδιος 2001α, 407-419· ο ίδιος 2002, 229-243. Την προσωπογραφία της Μεσσήνης, με βάση κυρίως τις απόλυτα χρονολογημένες εφηβικές επιγραφές, μελετά η Νίκη Μακρή.
92. MIGEOTTE 1985, 597-607.
93. Ορλάνδος 1965, 116-121 πίν. 42·SEG 23 (1968) 208· MORETTI 1987/8, 249, 8· SEG 38 (1988), 337.
94. THEMELIS 1994, 101-122.
95. Α. Ορλάνδος, ΠΑΕ 1960, 215-217· ο ίδιος, ΑΕ 1965, 111-115 πίν. 41· Για τη χρονολόγηση της επιγραφής βλ. και HERZ 1993, 272-278.
96. Πρβλ. ROEBUCK 1941, 27-36. Από τον ηγεμόνα της Δωρικης καθόδου Κρεσφόντη, υποστήριζαν ότι έλκουν την καταγωγή τους οι λεγόμενοι «ιεροί γέροντες της Ουπησίας», υπέυθυνοι για τη λειτουργία και τη διαχείριση του ιερού της Ορθίας Αρτέμιδος στη Μεσσήνη: THEMELIS 1994, 111-122. Γιος του Κρεσφόντη ήταν ο Αίπυτος, από τον οποίο, κατά την παράδοση, καταγόταν ο Αριστομένης. H DESHOURS 1989, 95 (C.GRANDJEAN, REG109, 1996, 691, σημ. 7) σημειώνει ότι ο Μνασίστρατος ήταν μέλος του γένους των ιερέων του επιφορτισμένου με τη φύλαξη των μυστηρίων από την ίδρυση της Μεσσήνης έως την αναδιοργάνωση των μυστηρίων και ότι καταγόταν πιθανώς από τη Βοιωτία. Η ίδια θεωρεί τον Μνασίστρατο Φιλοξενίδα και τον Ασκληπιάδη Μνασιστράτου (5ΕΟ 11, 982) απόγονους του ιεροφάντη των μυστηρίων Μνασίστρατου.
97. Η πρώτη βασίλισσα της χώρας κατά το μύθο είχε το ανάκτορό της στην Ανδανία (Παυσανίας, 4.1.2-8).
98. OGDEN 2004, 99. Για τις τάσεις των ηγετικών τάξεων στις πόλεις κατά τη ρωμαιοκρατία βλ. ΡΙΖΑΚΗΣ 2001, 181-197.
99. Για την διάκριση κώμη - πόλις βλ. HANSEN 1995, 4581· πρβλ. JOST 1986, 145-158· HATZOPOULOS 1993, 151-171· ο ίδιος, 1990, 57-68.
100. ΘΕΜΕΛΗΣ 1991, 106 πίν. 70β· ο ίδιος 1994, 77-78· COQUEUGNIOT 2001, 16-23· πρβλ. TOD 1911/2, 106107· ο ίδιος, BSA 28 (1926/7) 143, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι επιγραφές σχετίζονται με την είσπραξη φόρου ακίνητης περιουσίας.
101. Πρβλ. «Θέρμυδρα, λιμην της μιας των έν Ρόδω πόλεων» (Στ. Βυζάντιος στη λ.).
102. Πρβλ. Θώραξ, πόλη της Αιτωλίας (Στ. Βυζάντιος στη λ.).
103. Βρισκόταν τοπογραφικά χαμηλότερα μάλλον από τον δήμο Θωράκειαι.
104. Πρβλ. την πόλη Καλλίαι: Παυσανίας 8.27.7.
105. Πρβλ. τη φυλή Κλεολαία, μία των πέντε στη Μεσσήνη.
106. Πρβλ. Κράδη, πόλη της Καρίας (Στ. Βυζάντιος στη λ.).
107. Η Μεσόλα αναφέρεται ως μία των «πέντε πόλεων της Μεσσήνης» κατά τον Στ. Βυζάντιο στη λ.
108. Πύλαι και Πυλαία ονομαζόταν «τόπος Αρκαδίας» κατά τον Στ. Βυζάντιο, στις λέξεις· τόπος που ενδεχομένως ταυτίζεται με τη θέση του σημερινού χωριού Δερβένι (= στενό πέρασμα, πύλη) στα όρια Μεσσηνίας Αρκαδίας, στην περιοχή της σημερινής Τσακώνας, που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Πυλανίκα, σύμφωνα με την επιγραφή των συνοριακών διαφορών Μεσσήνης Μεγαλόπολης που εξετάζουμε παρακάτω.
109. Πρβλ. τη Σελλασία της Λακωνικής, καθώς και τους Σελ-λούς της Δωδώνης (Στ. Βυζάντιος, Εθνικών, στις λ.).
110. Πρβλ. τη Σκυλάκη, πόλη κοντά στην Κύζικο (Στ. Βυζάντιος στη λ.).
111. Πρβλ. «Σχινούσσα, Φωκική νήσος» και «Σχοινους, Αρκαδίας χωρίον» (Στ. Βυζάντιος στις λ.).
112. Ταυτίζεται πιθανώς με το σημερινό χωριό Τρίκορφο, κείμενο σε μικρή απόσταση νότια της Μεσσήνης· πρβλ. Τρικάρανον, φρούριο της Φλειασίας (Στ. Βυζάντιος στη λ.).

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΣΕΙΡΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ» ΑΡ. 5 αμύμονα έργα ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Βασίλη Κ. Λαμπρινουδακη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Ε. Σημαντώνη-Μπουρνιά Α.Α. Λαιμοΰ, Λ.Γ. Μενδώνη, Ν. Κούρου