.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Ελληνιστικός "τύμβος των αθλητών", Τραγάνα Τριφυλία


Ο τύμβος Τσοπάνη Ράχη βρισκόταν σε χαμηλό ύψωμα, περίπου 1,5 χιλιόμετρο ΝΔ της Τραγάνας Τριφυλίας.[1] Είναι το ψηλότερο σημείο της περιοχής που αποτελεί μια πολύ μεγάλη ανοιχτή και επίπεδη έκταση με αμμώδης χώμα, όπου μέχρι πρόσφατα κυρίως καλλιεργούνταν καρπούζια.
Σε ανασκαφές που έγιναν στις αρχές του 1960 και εντός Τύμβου ανασκάφηκαν τάφοι της Ελληνιστικής περιόδου. Οι τάφοι ήταν κιβωτιόσχημοι με επένδυση από πέτρινες πλάκες και οι νεκροί είχαν ενταφιαστεί εντός ξύλινων φέρετρων. Οι σκελετοί αλλά και τα κτερίσματα ανήκουν κυρίως σε νεαρούς άνδρες και ο αρχαιολογικός χώρος ονομάστηκε "Τύμβος των αθλητών".Στα ευρήματα συγκαταλέγονται χρυσά διαδήματα, ένα ασημένιο αγγείο, γυάλινα αγγεία, χάλκινα και ασημένια νομίσματα, λυχνάρια, πολλά κεραμικά αγγεία, και μια μεγάλη βάση στήλης.


Σύμφωνα με τους Αμερικάνους αρχαιολόγους του The Pylos Regional Archaeological Project το 1995 δεν φαινόταν σχεδόν τίποτα από τον αρχαιολογικό χώρο αφού ήταν εγκαταλελειμμένος και πλήρως καλυμμένος με άγρια βλάστηση. Στον τύμβο είχε ανεγερθεί ένα αγροτόσπιτο ενώ μιά πέτρινη πλάκα, ίσως κάλυμμα τάφου, ήταν το μόνο ορατό σημείο του μνημείου.(Εικόνες κάτω)


Ο Τύμβος [2]
Από το 1962 έως το 1965 η Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματοποίησε ανασκαφές στην περιοχή βόρεια του κόλπου του Ναυαρίνου, στη θέση Τσοπάνη Ράχη ή Ρείκια, μέσα στα κτήματα της οικογένειας Κοκκέβη, όπου αποκαλύφθηκε τύμβος ελληνιστικών χρόνων (βλ. Σχέδ.1 κάτοψη του τύμβου).
Η θέση του τύμβου, κάπου πεντακόσια μέτρα Ανατολικά της ακτής, βρίσκεται σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων Β - ΒΔ. του αρχαίου Κορυφάσιου, όπου τα ίχνη της κλασσικής, ελληνιστικής, ρωμαϊκής και μεσαιωνικής Πύλου, πάνω από τα όποια δεσπόζουν σήμερα, στην κορυφή του απότομου αυτού βραχόβουνου, τα ερειπωμένα τείχη φραγκοβενετσιάνικου κάστρου, του γνωστού Παλιόκαστρου ή Παλιού Ναυαρίνου. 

Ο τύμβος, που σε κάτοψη είναι ωοειδής και που και τώρα ακόμα δεσπόζει, λίγο- πολύ, στο κέντρο του εκτεταμένου εκεί ψηλού κάμπου, δεν φαίνεται να ήταν αρχικά πολύ πιο ψηλός από όσο σήμερα δείχνει, σύμφωνα με τα δεδομένα της ανασκαφής.
Ένας ογκώδης αστράγαλος από πουρί της περιοχής, επιτύμβιο σήμα πρωτόφαντο, θα έπρεπε να ήταν στημένος στην κορυφή μάλλον του τύμβου, μιά και βρέθηκε κυλισμένος στα ριζά του, λίγα μέτρα μόνο πιο πέρα από την αρχική του θέση, που την προσδιόρισαν υπολείμματα πέτρινου υπόβαθρου στο κέντρο πάνω της χωμάτινης τεχνητής επίχωσής του.


Ο τύμβος περιείχε πέντε συνολικά τάφους σκαμμένους μέσα στο στερεό έδαφος.
Οι δύο από αυτούς (τάφοι 1ος και 5ος), παράλληλα και κοντά ο ένας στον άλλον στα νότια του κέντρου του τύμβου, ήταν λάκκοι που περιείχαν αρχικά τα ξύλινα φέρετρα των νεκρών.
Οι υπόλοιποι τρείς (τάφοι 2ος, 3ος και 4ος), ακριβώς στο πλάι ο ένας του άλλου και στα βόρεια αυτοί του κέντρου του τύμβου, είναι κιβωτιόσχημοι με πλευρές ντυμένες με πώρινες πλάκες- τούτους περιβάλλει φτηνός πέτρινος χτιστός ορθογώνιος περίβολος, που βρίσκεται σε ψηλότερο από τούς τάφους επίπεδο και ο οποίος, μέσα στην τεχνητή επίχωση του τύμβου, καθόριζε απλώς την έκταση που αυτοί, βαθύτερα, κατείχαν.
Εκτός από τη βορειοδυτική, ο χώρος προς τις υπόλοιπες τρεις πλευρές του ταφικού τούτου περιβόλου, δηλαδή το ένα τέταρτο σχεδόν της όλης έκτασης του τύμβου, περιείχε μικρές ή μεγαλύτερες λατρευτικές πυρές που το πάχος της σταχτόμαυρης ανθρακιάς τους, ανάκατο με σπασμένα τα περισσότερα αγγεία, ξεπερνούσε το ένα μέτρο.
Στούς τάφους και στις πυρές του τύμβου αποκαλύφτηκαν συνολικά μερικές εκατοντάδες διάφορα πήλινα αγγεία και σκεύη- επίσης μερικά από μολύβι, από χαλκό, από ασήμι κι από γυαλί. Βρέθηκαν ακόμα μετάλλινα εργαλεία και ποικίλα είδη καθημερινής ή πιο ειδικής χρήσης, όπως στλεγγίδες, μαχαιρίδια, κάτοπτρα, ψαλίδια, κοσμήματα κλπ. 
Σημειώνεται ότι κάθε τάφος περιείχε, μεταξύ άλλων, από ένα ως οχτώ λυχνάρια, καθώς και ότι σε τρεις από αυτούς βρέθηκαν από ένα ως δύο χάλκινα ή αργυρά νομίσματα.
Ένας τάφος (ο πρώτος) είχε δύο σκελετούς, πού ο καθένας τους είχε στο κεφάλι του από μιά χρυσή ταινία. Ένας άλλος τάφος ο (πέμπτος) περιείχε ένα μόνο σκελετό, πού το κεφάλι του βρέθηκε στεφανωμένο από τρία ζεύγη χρυσών ταινιών, οι όποιες, συνδεδεμένες ιδιόμορφα μεταξύ τους, σχημάτιζαν επάνω στο κρανίο ολόκληρο πλέγμα.


Τα δεδομένα της ανασκαφής γενικά, ειδικότερα μάλιστα τα νομίσματα και τα λυχνάρια, για τα οποία θα γίνη λόγος αμέσως παρακάτω, όπως και μια σειρά ολόκληρη από αγγεία πού βρέθηκαν στους τάφους και στις πυρές, τοποθετούν τον τύμβο προς το τέλος του -3ου και τις αρχές τού -2ου αιώνα. Η ανυπαρξία επιγραφής κάνει αδύνατη την εξακρίβωση του προορισμού του τύμβου- ωστόσο, οι χρυσοστεφανωμένοι νεκροί, η πληθώρα των μαχαιριδίων και των στλεγγίδων, ο μεγάλος επιτύμβιος αστράγαλος και η ταυτόχρονη ταφή που διαπιστώθηκε στον πρώτο τάφο, φανερώνουν ίσως ότι στον τύμβο ήταν θαμμένοι μαχητές ή και αθλητές δοξασμένοι, πού ιδιαίτερα τους τίμησαν οι συγγενείς και η πόλη. 
Θα πρέπη επίσης, λόγω της γεωγραφικής θέσεως του τύμβου, να θεωρηθή σαν βέβαιη η σύνδεσή του με την κοντινή, ακμάζουσα τότε, ελληνιστική Πύλο, που από τον 3ο αιώνα την διεκδικούσαν οι Μεσσήνιοι και η Αχαϊκή Συμπολιτεία.

Στο βορειοδυτικό τμήμα της περιφερείας του Τύμβου και σε βάθος 0,20 μ. από της σημερινής επιφανείας αυτού, απεκαλύφθη η ανωτέρω εικονιζόμενη υπερμεγέθης πωρίνη βάσις εις σχήμα αστραγάλου, ελαφρώς αποκεκρουμένη, φέρουσα επί της μιας των πλαγίων όψεων μικράν οπήν σχήματος τραπεζίου αρχικώς χρησιμεύσασαν δια την ανύψωσιν του λίθου δια του συστήματος του λύκου (καμπάνα), εν συνεχεία δε δια την στερέωσιν πιθανώς ενεπιγράφου στήλης 

Χρονολόγηση των Τάφων
Και πρώτα πρώτα θα γίνη λόγος για τα πέντε νομίσματα που βρέθηκαν σε τέσσερεις τάφους του τύμβου.
Ο πρώτος τάφος, στον οποίο βρέθηκε και ο σκύφος μιλλεφιόρι, περιείχε σύγχρονη ταφή δύο νεκρών, που τα στεφανωμένα με χρυσές ταινίες κεφάλια τους ήταν τοποθετημένα κανονικά το ένα δίπλα στ’ άλλο. Στο ύψος των κεφαλιών βρέθηκαν δύο χάλκινα νομίσματα που σίγουρα συνόδευαν καθέναν από τους νεκρούς. Το ένα είναι μεγαρικό και έχει κεφαλή Αθηνάς από τη μιά μεριά και οβελίσκο ανάμεσα σε δελφίνια από την άλλη, μαζί με τα αρχικά του ονόματος της πόλεως. Το νόμισμα αυτό κυκλοφόρησε περίπου μετά τα -307. Τό άλλο νόμισμα, με κεφαλή Δήμητρας μπροστά και τον Ιθωμάτα Δία με τρίποδα στην πίσω όψη, είναι των Μεσσηνίων και κυκλοφόρησε μετά τα -280 περίπου.
Γι’ αυτά τα νομίσματα δεν μπορεί από την μέχρι σήμερα γνωστή βιβλιογραφία να προσδιοριστούν κατώτατα όρια κυκλοφορίας τους, ωστόσο πρέπει να πλησιάζουν η να μην ξεπερνούν το -146, όριο δηλαδή που γενικότερα αποτελεί σταθμό για την ελληνική νομισματοκοπία, μια και χάνουν από τότε οι πόλεις της Ελλάδας την ανεξαρτησία τους. Για τον τάφο αυτό του τύμβου, αφού η ταφή των νεκρών είναι ταυτόχρονη, το -280, είναι ένα σίγουρο terminus post quem, ενώ στα μέσα του -2ου αιώνα (-146), καθορίζεται ένα πιθανό κατώτατο terminus ante quem.
Τα όρια αυτά επιβεβαιώνονται από ένα ασημένιο νόμισμα της Αχαϊκής Συμπολιτείας πού βρέθηκε στον τρίτο τάφο του τύμβου: Στη μια όψη του έχει παράσταση κεφαλής Διός και στην άλλη το γνωστό μονόγραμμα της Συμπολιτείας, κλεισμένο σε στεφάνι. Δυστυχώς το σύμβολο και το όνομα της πόλεως είναι δυσδιάκριτα λόγω φθοράς και δεν μπορεί να δοθή έτσι ειδικότερη χρονολογία. Πάντως το νόμισμα κόπηκε μετά τα -280 ή στα -251, και κυκλοφόρησε ίσαμε τα -146.


Σημαντική για τον τύμβο χρονολογία είναι εκείνη που μας δίνει ο δεύτερος τάφος του, στον οποίο και βρέθηκε ο αριθ. 2 γυάλινος κωνικός σκύφος. Στον τάφο αυτό υπήρχε ο σκελετός ενός μόνο νεκρού που τον συνόδευε ένα ασημένιο νόμισμα της μεσσηνιακής πόλεως της Κορώνης, με κεφαλή Αθηνάς μπροστά και τα γράμματα ΚΟΡ με τσαμπί σταφυλιού μέσα σε στεφάνι, στην πίσω όψη. Το νόμισμα αυτό κόπηκε στα -220 και κυκλοφόρησε ίσαμε το -182. Παρέχεται έτσι ένα terminus post quem και ένα terminus ante quem, για τον τάφο, τα όποια και περιορίζουν την ταφή σ’ αυτόν σε χρονική διάρκεια λιγότερη από δυό γενιές.
Γιά το χάλκινο νόμισμα πού συνόδευε τον, επίσης μοναδικό, νεκρό του πέμπτου τάφου και στον οποίο βρέθηκε ο αριθ. 2 γυάλινος «μεγαρικός» σκύφος, δεν μπορεί να γίνη λόγος γιατί έχει κατεστραμμένες και τις δύο του όψεις. Στον τέταρτο τάφο του τύμβου δε βρέθηκε νόμισμα.
Παρά την έλλειψη νομισματικών χρονολογικών στοιχείων για τους δύο αυτούς τάφους, μπορούμε να πούμε ότι αυτοί είναι σε όλα σύγχρονοι με τούς τρεις προηγούμενους, πράγμα πού στηρίζεται τόσο στα ανασκαφικά δεδομένα, όσο και στην ομοιότητα των πολυπληθών ευρημάτων, τα οποία, κοινά σε όλους, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να τοποθετηθούν χαμηλότερα από το α' τέταρτο του -2ου αιώνα.
Σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν πιο πάνω για τα νομίσματα, συμπεραίνει κανείς εύκολα την εποχή του τύμβου, που θα μπορούσε να περιοριστή στην περίοδο τουλάχιστον από το -220 ίσαμε το -182, χρονολογία δηλαδή απόλυτα σίγουρη πού προσφέρει το νόμισμα του μοναδικού νεκρού του δεύτερου τάφου και την οποία αδίσταχτα μπορούμε να δεχτούμε και σαν τη χαμηλότερη χρονολογία για τις ταφές στον τύμβο, παρά το γεγονός ότι τα νομίσματα των άλλων τριών τάφων, αλλά και τα περισσότερα από τα ευρήματα πού αποκαλύφθηκαν σ’ αυτούς, δικαιολογούν χρονολογίες ακόμα παλαιότερες. Οι χρονολογίες πού μας δίνουν τα νομίσματα θα συσχετιστούν με εκείνες πού βγαίνουν για τούς τάφους, από την εξέταση της χρονολόγησης των λυχναριών πού βρέθηκαν επίσης σ’ αυτούς.
Στους πέντε τάφους του τύμβου βρέθηκαν συνολικά δεκαπέντε λυχνάρια. Τέσσερα από αυτά (βλ.Πίν.68α-ς' και 69β, ε), αποκαλύφθηκαν στους αριθ. δεύτερο, πέμπτο και πρώτο τάφους, οι οποίοι περιείχαν αντίστοιχα τα αριθ. 1, 2 και 3 γυάλινα αγγεία.
Τα τέσσερα αυτά λυχνάρια, που τυπολογικά ανήκουν στην ίδια ομάδα, έχουν παράλληλό τους εκείνα της αγοράς των Αθηνών, που ο Howland συγκεντρώνει στον τύπο 43D και για τα οποία δέχεται ότι εμφανίζονται περίπου από το -225 και ότι εξακολουθούν να βρίσκωνται μέχρι λίγο πιό κάτω από τα μέσα τού -2ου αιώνα. Μιά σύγκριση επίσης των λυχναριών αυτών με τα γνωστά από τις ανασκαφές της Κορίνθου οδηγεί στα ίδια χρονολογικά αποτελέσματα. Μπορεί επίσης γενικότερα να ειπωθή εδώ ότι τα λυχνάρια και των πέντε τάφων του τύμβου έχουν παράλληλα ανάμεσα στα λυχνάρια εκείνα μόνο του -3ου και -2ου αιώνα από τις ανασκαφές της Κορίνθου, που ο Broneer συμπεριλαβαίνει, σε διάφορες ποικιλίες και ομάδες, από τον τύπο VIII μέχρι και του τύπου XV, για τον οποίο σαν χαμηλότερη χρονολογία δέχεται την εποχή λίγο πριν από τα μέσα του -2ου αιώνα.
Σημειώνουμε ακόμα εδώ ότι δυό λυχνάρια του τύμβου Τσοπάνη Ράχη, από τον τρίτο τάφο (βλ. Πίν.69α, δ, γ, ς), διαφορετικού αυτά τύπου από τα άλλα, έχουν παράλληλό τους στην ομάδα εκείνη των λυχναριών της Κορίνθου, που ο Broneer συγκεντρώνει στον τύπο XVII. Τα δύο αυτά λυχνάρια μπορεί να συγκριθούν επίσης με μερικά σχήματα λύχνων πού περιλαβαίνονται στους τύπους λυχναριών 33Α και 33Β της αγοράς των Αθηνών και τους οποίους χρονολογεί ο Howland ανάμεσα στα -225/ -180, για τον τύπο 33Β και -225/ -125, για τον τύπο 33Α.
Γενικά επίσης αναφέρεται εδώ, ότι τα λυχνάρια της Τσοπάνη Ράχη βρίσκονται πολύ πιο κοντά με εκείνα που ανήκουν στις ομάδες I- III από τις ανασκαφές της Ταρσού και τα οποία χαρακτηρίζονται ως Early- and Middle Hellenistic, ενώ αντίθετα δεν έχουν καμιά σχέση με τα λυχνάρια των ομάδων IV- VIII, από τις ίδιες ανασκαφές πού χρονολογούνται ως Late Hellenistic.



Η χρονολογία πού, σύμφωνα με τα προηγούμενα, δεχόμαστε για τους τάφους του τύμβου Τσοπάνη Ράχη, πλησιάζει έτσι, και από τα πάνω και από τα κάτω, το έτος -200, πράγμα πού συμφωνεί πέρα για πέρα και με τη χρονολογία πού πρόσφερε κατά κύριο λόγο το νόμισμα του δεύτερου τάφου του τύμβου, το όποιο, ξαναθυμίζουμε εδώ, ανήκει στην περίοδο -220/ -182.

Οι αρχαιολογικοί χώροι της περιοχής
Σε μικρή απόσταση από τον Τύμβο στην Τσοπάνη Ράχη, από τις 20 Φεβρουαρίου του 2007 έως τις 31 Ιουλίου του 2010 στο πλαίσιο των εργασιών για την ανέγερση της ξενοδοχειακής μονάδας Costa Navarino – Navarino Dunes με γήπεδο γκολφ δεκαοκτώ διαδρομών, το οποίο αναπτύσσεται σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, βορειοδυτικά του χωριού Ρωμανός, διεξήχθησαν σε διάφορα σημεία της τεράστιας έκτασης, συνεχόμενες σωστικές αρχαιολογικές ανασκαφές.
Ήρθε στο φως εκτεταμένος Πρωτοελλαδικός οικισμός, -3200 έως -2200, που είναι ο μεγαλύτερος της Μεσσηνίας που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Στα ευρήματα του οικισμού συγκαταλέγονται αξιόλογα αγγεία της εποχής αλλά και εργαστήριο χαλκού, μοναδικού για ολόκληρη την Πελοπόννησο. Στην ίδια περιοχή ανασκάφτηκαν Μυκηναϊκός Θολωτός τάφος, -1600, τάφοι και οικίες της εποχής του Σιδήρου, -1100 έως -800, πρώιμος Αρχαϊκός Ναός, επίσης μοναδικού για την Μεσσηνία αλλά και οικιστικές εγκαταστάσεις των Ελληνιστικών χρόνων.
Σε ότι αφορά την Ελληνιστική περίοδο, όταν και κατασκευάστηκε ο "Τύμβος των Αθλητών", στην ίδια περιοχή υπήρχε ναός όπου γινόταν λατρεία μιας θεότητας, προστάτιδας των άγριων ζώων και της φύσης, της Αρτέμιδος ή της Πότνιας Θηρών. Ο ναός θα πρέπει να ήταν σε λειτουργία από τους αρχαϊκούς χρόνους, -7ος αι., έως την Ελληνιστική Εποχή, -3ος έως -2ος αι.(εικ. κάτω). Εξωτερικά του βόρειου τοίχου του ναού αποκαλύφθηκαν λείψανα θεμελίων και άλλων κτισμάτων, γεγονός που φανερώνει ότι στο περιβάλλον του υπήρχαν και άλλα βοηθητικά οικοδομήματα, που εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του ή και τους πιστούς που επισκέπτονταν το ναό.


Επίσης ανασκάφηκε μεγάλο διώροφο κτιριακό συγκρότημα αγροτικού χαρακτήρα των Ελληνιστικών χρόνων. Βοηθητικοί χώροι της αγροικίας χρησίμευαν πιθανόν ως αποθήκες, εργαστήρια, χώροι παρασκευής εμπορευμάτων κ.λπ., για την εξυπηρέτηση των αγροτικών αναγκών των κατοίκων. Να σημειώσουμε ότι σε απόσταση 3 χιλιομέτρων, στην θέση του Παλαιόκαστρου, τοποθετείτε η αρχαία Πύλος των Κλασσικών- Ελληνιστικών χρόνων.
Όλα αυτά τα ευρήματα  καταδεικνύουν την αρχαιολογική σπουδαιότητα της περιοχής επιβεβαιώνοντας τη συνεχή και χωρίς διακοπή κατοίκηση του χώρου κατά την αρχαιότητα. Η εγγύτητα με τη θάλασσα, η εξασφάλιση ύδατος από τον ποταμό Σέλα και τους χειμάρρους που καταλήγουν σε αυτόν, το ήπιο κλίμα και η ευφορία των πεδινών εδαφών, ήταν από τους κυριότερους λόγους της ιδιαίτερης προτίμησης των ανθρώπων για την κατοίκηση της περιοχής αυτής.
Δυστυχώς τα περισσότερα από τα σπουδαία αυτά ευρήματα καταχώθηκαν, στερώντας τις επόμενες γενιές από ένα σπουδαίο κληροδότημα.

Πηγές 
[1] Ιστότοπος: The Pylos Regional Archaeological Project
[2] Γ. Α. Παπαθανασόπουλος: Ελληνιστικά Γυάλινα αγγεία του Μουσείου Πύλου, Αρχ. Δελτίο 21, 1966, Μελέται Α
Σχετικοί σύνδεσμοι:
Ρωμανός Μεσσηνία: Αρχαϊκός ναός και κατοίκηση Ελληνιστικών χρόνων
Τραγάνα Τριφυλία: Προϊστορικός οικισμός και θολωτοί τάφοι
Ρωμανός Μεσσηνία: Πρωτοελλαδικός οικισμός, Θολωτός τάφος και ευρήματα εποχής Σιδήρου
Η αρχαία Πύλος των Κλασσικών- Ελληνιστικών χρόνων


ΕΥΡΗΜΑΤΑ "ΤΥΜΒΟΥ ΑΘΛΗΤΩΝ", -3ος/ -2ος ΑΙΩΝ
Αριστερά: Πήλινη οινοχόη με τριφυλλόσχημο στόμιο από τον τάφο 3 του ελληνιστικού τύμβου των Αθλητών στην Τσοπανη Ράχη. Φέρει ραδινή λαβή και, από το σημείο όπου η λαβή ενώνεται με το σώμα και κάτω διακοσμείται με κάθετες γραμμές χτενωτής διακόσμησης.
Δεξιά: Μελαμβαφής κάνθαρος με ευρύ λαιμό, ημισφαιρικό σώμα, λαβές με πεπλατυσμένες λοξές αποφύσεις και βαθμιδωτή βάση. Γύρω από το λαιμό φέρει διακόσμηση από φύλλα κισσού και κάτω από αυτήν τριπλή σειρά μαστοειδών αποφύσεων. Η διακόσμηση αυτή ανήκει στον τύπο της "Δυτικής Κλιτύος" και προέρχεται από αττικά εργαστήρια. Ο συγκεκριμένος κάνθαρος όμως, όπως και οι παρόμοιοι από την Τσοπάνη Ράχη, αποδίδονται σε εργαστήριο της Δυτικής Πελοποννήσου που μιμείται τα αττικά πρότυπα.

















Αριστερά: Ελληνιστική λάγυνος από τις ανασκαφές στον τύμβο της Τσοπάνη Ράχης. Το σχήμα της είναι ιδιαίτερα ραδινό, με ψηλή λαβή, σχεδόν γωνιώδη. Στη λευκή επιφάνεια του αγγείου, γύρω από τον ώμο, αναπτύσσεται με ερυθρωπή βαφή, το διακοσμητικό μοτίβο που συνίσταται σε γιρλάντες από φύλλα που στερεώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα με κορδέλες δεμένες σε κάποια υποθετική οροφή. Η βάση του λαιμού και το κάτω μέρος του αγγείου διακοσμούνται με ταινίες από το ίδιο χρώμα.
Δεξιά: Ιχθυοπινάκιο με υπολείμματα τροφής από τον κιβωτιόσχημο τάφο 3 του τύμβου της Τσοπάνη Ράχης. Διακρίνεται στο κέντρο ψαροκόκκαλο και περιμετρικά αυτού μικρότερα οστά ζώων και πτηνών. Το ιχθυοπινάκιο παραπέμπει στο τελευταίο νεκρόδειπνο προς τιμήν των νεκρών.

Αριστερά: Μελαμβαφής σκύφος με εσωτερική διακόσμηση λευκού χρώματος από κάθετες γραμμές ψηλά στο σώμα του αγγείου και σχηματοποιημένο ρόδακα στο κέντρο της βάσης.
Δεξιά: Πήλινος ηθμός (σουρωτήρι) που βρέθηκε τοποθετημένο ως κτέρισμα στον ελληνιστικό Τύμβο των Αθλητών στην Τσοπάνη Ράχη.


Αριστερά: Μόνωτη μελαμβαφής οινοχόη, με έξω νεύον χείλος και πολύ στενή βάση.
Δεξιά: Γυάλινο μπωλ με χείλος ελαφρώς έσω νεύον από υαλόμαζα σκούρου πράσινου-κυανού χρώματος, με ανάγλυφη διακόσμηση από επαναλαμβανόμενες σπείρες σε όλη την έκταση του σώματος.

Γυάλινο ελληνιστικό μπωλ από την Τσοπάνη Ράχη. Σκυφοειδές ανοικτό αγγείο από υαλόμαζα στην απόχρωση του μελιού, κατασκευασμένο σε μήτρα. Διαμορφώνεται από ημισφαιρικό σώμα. Κάτω από το χείλος φέρει τρεις οριζόντιες διακοσμητικές γραμμές. Η ζώνη που διαμορφώνεται από τις οριζόντιες γραμμές μέχρι τον πυθμένα του αγγείου διακοσμείται από κάθετες ανάγλυφες ραβδώσεις.

Σκύφος Μεγαρικός σκύφος Μεγαρικό εργαστήριο Β’ μισό -2ου αι. Κτέρισμα  Τάφος 3, τύμβος Τσοπάνη-Ράχη. Ανάγλυφος σκύφος με χείλος ελαφρώς έσω νεύον, πηλό κοκκινωπό και ερυθρή βαφή. Ακόσμητη ζώνη κάτω από το χείλος, που ακολουθείται από μια ζώνη με οκτάφυλλους ρόδακες και στο σώμα επάλληλα οξυκόρυφα φυλλάρια με κεντρικές νευρώσεις.
Ο σκύφος ανήκει τυπολογικά στους ιωνικούς ανάγλυφους σκύφους. Παράλληλα βρίσκουμε στο εργαστήριο των Ωραίων Μεδουσών (από την Δήλο) αλλά και στο ελληνιστικό νεκροταφείο της Πύλου.

Αριστερά: Αλάβαστρον Φιαλίδιο για αρωματικές ύλες από υαλόμαζα, -4ος/ -1ος αι. Κτέρισμα ελληνιστικός τύμβος Τσοπάνη Ράχης ύψος 10 εκ., εξωτερική διάμετρος 3 εκ.
Μικρό αλάβαστρο από μπλε γυαλί κατασκευασμένο με την τεχνική του Millefiori, με προσμίξεις δηλαδή άλλων χρωμάτων γυαλιού σε "φέτες", οι οποίες τοποθετούνταν έτσι ώστε να σχηματίζουν γραμμικά μοτίβα και έμπαιναν στο ίδιο καλούπι. Το συγκεκριμένο έχει μοτίβα στο σχήμα το "φτερού", σε υπόλευκο και κίτρινο χρώμα. Φέρει δύο μαστοειδείς αποφύσεις εν είδει λαβών. Τα αλάβαστρα χρησιμοποιούνταν κυρίως ως μυροδοχεία ή πάντως για την μεταφορά καλλυντικών υλών. Η κατεργασία γυαλιού ήταν γνωστή στη Δυτική Μ. Ασία, την Κρήτη και την Αίγυπτο ήδη από το -1500. Στις πινακίδες Γραμμικής Β' είναι γνωστός ο όρος ku-wa-no-wo-ko, που σημαίνει τον τεχνίτη που κτασκευάζει αντικείμενα από λάπις λάζουλι και γυαλί (δηλαδή στην ουσία από μπλε γυαλί). Θεωρείται ότι η κατεργασία γυαλιού ήταν μια ακόμη από τις δραστηριότητες που ελέγχονταν από τα ανακτορικά κέντρα.
Δεξιά: Αμφικωνικό μικρό αγγείο με επιγραφή. Β’ μισό -2ου αι. Κτέρισμα- Τάφος 3.
Άωτο ημίβαφο μικρογραφικό αγγείο με αμφικωνικό σώμα, ακέραιο. Ο πηλός του είναι ωχροκίτρινος και η βαφή καστανομέλανη. Έξω νεύον χείλος, βάση κωνική και στον ώμο φέρει την επιγραφή ΑΛΥΠΟΥ. Παράλληλο υπάρχει από τον Πειραιά, από σύνολο που περιείχε νομίσματα κοπής του -87 ανήκει στην κατηγορία των φαρμακευτικών μικρογραφικών αγγείων. Τα παραδείγματα που βρέθηκαν στην Αγορά των Αθηνών έχουν θεωρηθεί εισηγμένα.

3ος/ -2ος αι. Τσοπάνη Ράχη. Ελληνιστική Περίοδος. Αρχαιολογικό Μουσείο Πύλου. Πήλινος μεγαρικός σκύφος με ανάγλυφη παράσταση Μαινάδων. Αποτελεί εξαιρετικό δείγμα της όψιμης ελληνιστικής εποχής.