.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Στοιχεία για την παλαιοχριστιανική περίοδο στη μεσσηνιακή Μάνη

Στοιχεία για την παλαιοχριστιανική περίοδο στη μεσσηνιακή Μάνη. 
Η μαρτυρία των αρχιτεκτονικών γλυπτών

Ο εντοπισμός μαρμάρινων αρχιτεκτονικών γλυπτών, που κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται από χριστιανικούς ναούς και χρονολογούνται στην όψιμη παλαιοχριστιανική περίοδο (β´ μισό 6ου αι. ή και λίγο αργότερα), προσφέρει νέα δεδομένα για την εμφάνιση και τη διάδοση του χριστιανισμού στη χερσόνησο της Μάνης και ειδικότερα στην περιοχή της μεσσηνιακής Μάνης.


Ο εντοπισμός μαρμάρινων αρχιτεκτονικών γλυπτών, που κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται από χριστιανικούς ναούς και χρονολογούνται στην όψιμη παλαιοχριστιανική περίοδο (β´ μισό 6ου αι. ή και λίγο αργότερα), προσφέρει νέα δεδομένα για την εμφάνιση και τη διάδοση του χριστιανισμού στη χερσόνησο της Μάνης και ειδικότερα στην περιοχή της μεσσηνιακής Μάνης. Τα γλυπτά ήταν εντοιχισμένα σε μεταγενέστερα κτήρια ή βρίσκονταν σε διάφορες θέσεις, κοντά στην παράκτια ζώνη ή και στην ενδοχώρα της χερσονήσου. Πρόκειται για ένα κορινθιακό καλυκόσχημο κιονόκρανο, τέσσερα θωράκια από ταινάριο λίθο και τρία ιωνικά κιονόκρανα. Η κατασκευή τους από λίθο ή μάρμαρο τοπικής προέλευσης υποδεικνύει τη λειτουργία ενός τοπικού εργαστηρίου γλυπτικής κατά τον 6ο αι.  Βάσει των στοιχείων πιθανολογείται ότι υπήρχαν οργανωμένες χριστιανικές κοινότητες στις παράλιες θέσεις, κοντά σε προϋπάρχοντα κέντρα της ρωμαϊκής περιόδου, οι οποίες μετά από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις του 7ου αι. (κάθοδος και εγκατάσταση Σλάβων, αραβικές επιδρομές) άρχισαν σταδιακά να παρακμάζουν.
Η περιοχή της Μεσσηνίας στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας ήταν τμήμα της Αχαΐας1 της Διοίκησης της Μακεδονίας, της επαρχίας του Ανατολικού Ιλλυρικού, που είχε έδρα την Κόρινθο.2 Στη μεταβατική περίοδο του 7ου- 8ου αι. η Μεσσηνία ανήκε στο διοικητικό θέμα Ελλάδος με έδρα του στρατηγού επίσης την Κόρινθο.3 Μέχρι τον 8ο αι. εκκλησιαστικά εξαρτάται από τον πάπα της Ρώμης, όπως η Ν. Ιταλία, η Δαλματία, η Μακεδονία και η Κρήτη.4 Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους (4ος- 6ος αι.) πολλές από τις πόλεις και τους οικισμούς που είχε επισκεφθεί και περιγράψει ο Παυσανίας στο πέρασμά του από την περιοχή στα μέσα του +2ου αι. εξακολουθούν, αν και υποβαθμισμένες, να υφίστανται. 
 Με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα και τις λιγοστές πηγές, διαθέτουμε για τη Μεσσήνη, Μεθώνη, Κορώνη, Ασίνη, Κυπαρισσία τις πρώτες χριστιανικές ταφές, επιγραφές, μαρτυρίες και αναφορές σε επισκόπους και πρεσβυτέρους με τη συμμετοχή τους σε Συνόδους.5 Βέβαια, από τη μια μεριά οι γραπτές πηγές που αναφέρονται στη Μεσσηνία είναι ελάχιστες6 και από την άλλη η αρχαιολογική σκαπάνη μέχρι στιγμής δεν έχει συμβάλλει αρκετά στην τεκμηρίωση των οικισμών,7 ωστόσο, με βάση τα παλαιοχριστιανικά μνημεία φαίνεται ότι οικισμοί αναπτύχθηκαν τόσο στις παράκτιες περιοχές όσο και στην εύφορη ενδοχώρα.8 
 Οι επιδρομές των Βανδάλων ανάμεσα στο 467 και το 477 και των Οστρογότθων το 549 πιθανολογείται ότι, αν δεν έπληξαν, τουλάχιστον επηρέασαν και τον μεσσηνιακό χώρο, αν και οι αρχαιολογικές έρευνες δεν έχουν μέχρι σήμερα επιβεβαιώσει μια τέτοια πιθανότητα.9 Ο σεισμός του 55210 έπληξε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου αλλά και της Στερεάς Ελλάδας και θεωρείται ότι ισοπέδωσε και μνημεία της Μεσσηνίας (όπως π.χ. τη βασιλική Φιλιατρών).


Από τα 587/8 σύμφωνα με το Χρονικόν τῆς Μονεμβασίας, αλλά σίγουρα από τα τέλη του 6ου ως τις αρχές του 7ου αιώνα, οι Αβαροσλάβοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη δυτική Πελοπόννησο και τη Μεσσηνία11 μέχρι το 805/6, όταν επί αυτοκράτορος Νικηφόρου Α´ καθυποτάσσονται και πολλοί κάτοικοι που είχαν μετοικήσει επιστρέφουν και ανοικοδομούν τις εστίες τους. Σλαβικοί πληθυσμοί είχαν εγκατασταθεί στις πλευρές του Πενταδάκτυλου (Ταϋγέτου) ενώ οι περιοχές του Λεύκτρου και της Καρδαμύλης που θα μας απασχολήσουν εδώ, αν και διατήρησαν τις αρχαίες ονομασίες τους, ήταν επίσης κυρίαρχα σλαβοκρατούμενες περιοχές της μεσσηνιακής Μάνης.12 
Η περίοδος της εμφάνισης και διάδοσης του χριστιανισμού στη χερσόνησο της Μάνης είναι αρκετά προβληματική, καθώς μέχρι την αποκάλυψη των παλαιοχριστιανικών βασιλικών της Κάτω και Μέσα Μάνης, εθεωρείτο ότι η νέα θρησκεία διαδόθηκε πολύ αργά, από τον 9ο-10ο αι. και εξής.13 Ωστόσο στην περιοχή της λακωνικής Μάνης, στην πόλη του Γυθείου (Κάτω Μάνη), βρέθηκαν δύο παλαιοχριστιανικές βασιλικές,14 ενώ στο νότιο μισό της Μέσα Μάνης ανασκάφθηκαν πλήρως ή τμηματικά τέσσερις βασιλικές.15 Τα παραπάνω μνημεία βρίσκονται στην παραλιακή ζώνη και έτσι έχει διατυπωθεί η άποψη16 ότι οι οργανωμένες χριστιανικές κοινότητες κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο περιορίζονταν σε καίριες στρατηγικές θέσεις της παραλίας, σε προϋπάρχοντα σημαντικά αστικά κέντρα της ρωμαϊκής περιόδου (Γύθειο, Καινήπολις).17 
Η περιοχή της μεσσηνιακής Μάνης (Έξω Μάνη, δυτική ή αποσκιαδερή Μάνη) δεν έχει ερευνηθεί ανασκαφικά και τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για την παλαιοχριστιανική περίοδο είναι ελάχιστα.18 Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ότι καθώς στο μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής ήταν εγκατεστημένα σλαβικά φύλα του Ταϋγέτου, οι λεγόμενοι Μελιγκοί, ο χριστιανισμός διαδόθηκε από τον 9ο αι. και εξής.19 Ωστόσο ο εντοπισμός μαρμάρινων αρχιτεκτονικών γλυπτών, που μάλλον προέρχονται από χριστιανικούς ναούς και χρονολογούνται στην όψιμη παλαιοχριστιανική περίοδο (β´ μισό 6ου αι. ή και λίγο αργότερα), προσφέρει νέα δεδομένα στη μελέτη της ιστορίας της περιοχής. Τα γλυπτά αυτά, που περιγράφονται αναλυτικά πιο κάτω, δεν βρέθηκαν σε κλειστά ανασκαφικά στρώματα. Η προέλευσή τους από εκκλησιαστικά κτήρια είναι πολύ πιθανή, καθώς στη Μάνη δεν έχουν μέχρι σήμερα εντοπιστεί μνημειακά δημόσια ή ιδιωτικά κτήρια όπου θα μπορούσε να είχε γίνει χρήση μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών. Από την άλλη μεριά οι μέχρι στιγμής ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή έχουν αποκαλύψει τέτοιου είδους γλυπτά μόνο σε χριστιανικούς ναούς (Κυπάρισσος, Τηγάνι). Συνεπώς, κατά πάσα πιθανότητα τα εν λόγω γλυπτά προέρχονται από όψιμες παλαιοχριστιανικές βασιλικές.  Κάποια εντοιχίστηκαν σε β´ χρήση στην τοιχοποιία μεταγενέστερων μνημείων και κάποια άλλα βρίσκονταν χωρίς ένδειξη προέλευσης σε διάφορους χώρους της περιοχής. Πρόκειται για ένα κορινθιακό καλυκόσχημο κιονόκρανο, τέσσερα θωράκια από ταινάριο λίθο, τα τρία εξ αυτών μάλλον προερχόμενα από το ίδιο μνημείο και τρία απλά ιωνικά κιονόκρανα.  Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα γλυπτά βρέθηκαν όχι μόνο κοντά σε παράλιες θέσεις, που ήταν κατοικημένες και σε προγενέστερες περιόδους (όπως το Λεύκτρο,20 σημ. Στούπα) αλλά και στην ενδοχώρα της χερσονήσου, σε θέσεις που βρίσκονται σε μικρή ή λίγο μεγαλύτερη απόσταση από την παράκτια ζώνη (Θαλάμες, Κάμπος, Εξωχώρι, Καστάνια). Παραμένει ωστόσο προβληματική η ακριβής προέλευσή τους, αφού το μέγεθος και το βάρος τους δεν αποκλείει την πιθανότητα να έχουν μεταφερθεί από άλλες, γειτονικές ή όχι, θέσεις. Πιο συγκεκριμένα, τα τρία θωράκια και το κορινθιακό κιονόκρανο από τον Κάμπο ίσως σχετίζονται με την παρακείμενη παράλια περιοχή της Αβίας, όπου έχουν βρεθεί στο παρελθόν ευρήματα της παλαιοχριστιανικής εποχής, τα οποία υποδεικνύουν συνέχιση της κατοίκησής της και μετά τη ρωμαϊκή περίοδο.21 Ωστόσο, καθώς το κιονόκρανο από τον Αϊ-Γιαννάκη22 είναι αρκετά βαρύ για να μεταφερθεί από μεγάλη απόσταση, δεν είναι απίθανος και ο συσχετισμός του με κάποιο άγνωστο μέχρι σήμερα παλαιοχριστιανικό μνημείο στην περιοχή του Κάμπου ή του Σταυροπηγίου, μια περιοχή πλούσια σε μνημεία κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, με σημαντική γεωγραφική θέση, καθώς αποτελεί πέρασμα από την ενδοχώρα της Μάνης προς τον μεσσηνιακό κόλπο. Ο ναός του Αγίου Βασιλείου,23 όπου βρισκόταν το ένα ιωνικό κιονόκρανο, είναι πολύ κοντά στο αρχαίο Λεύκτρο και ενδεχομένως προέρχεται από κάποια άγνωστη παλαιοχριστιανική βασιλική της περιοχής. 
 Στους οικισμούς της Καρδαμύλης και του Λεύκτρου, θέσεις με συνεχή κατοίκηση από την προϊστορική μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο, δεν έχει γίνει συστηματική ανασκαφική έρευνα, η οποία ενδεχομένως να αποκάλυπτε κάποια παλαιοχριστιανική θέση στην περιοχή. Τα απλά ιωνικά κιονόκρανα που βρίσκονται στο Εξωχώρι και την Καστάνια,24 θέσεις αρκετά απομακρυσμένες από την παραλιακή ζώνη, πιθανότατα έχουν μεταφερθεί από κάποια άλλη περιοχή, δεδομένου και του μικρού βάρους τους. 
Στον Ταξιάρχη Καστάνιας,25 εκτός του ιωνικού κιονοκράνου, έχουν χρησιμοποιηθεί κι άλλα spolia,26 των οποίων το μικρό βάρος επίσης θα επέτρεπε τη μεταφορά τους από άλλη θέση. 
Το θωράκιο από τις Θαλάμες,27 μια περιοχή όπου σημειώνεται αρχαία εγκατάσταση, βρισκόταν στην αυλή του σχολείου του χωριού και έτσι είναι πιθανή η προέλευσή του από οποιοδήποτε σημείο της ευρύτερης περιοχής. 
Το υλικό κατασκευής των γλυπτών είναι ντόπιο. Τα τέσσερα θωράκια από ταινάριο λίθο, καθώς έχουν κοινά χαρακτηριστικά στην επεξεργασία τους, υποδεικνύουν τη λειτουργία ενός τοπικού εργαστηρίου γλυπτικής μέσα στον 6ο αι. Το καλυκόσχημο κιονόκρανο είναι κατασκευασμένο από ντόπιο γκριζωπό λίθο, ενώ τα τρία ιωνικά κιονόκρανα, επίσης προϊόντα ενός επαρχιακού εργαστηρίου γλυπτικής, φαίνεται ότι είναι κατασκευασμένα από το ίδιο είδος κιτρινωπού μαρμάρου, πιθανόν ντόπιου. Με βάση λοιπόν αυτά τα γλυπτά, που, όπως αναλύεται στον κατάλογο που ακολουθεί, στην πλειονότητά τους ανήκουν στο β´ μισό του 6ου αιώνα, θα πρέπει να επανεξεταστεί το ζήτημα της διάδοσης του χριστιανισμού στη μεσσηνιακή Μάνη. 
 Είναι πολύ πιθανό να υπήρξαν οργανωμένες χριστιανικές κοινότητες στις παράλιες θέσεις, κοντά σε προϋπάρχοντα αστικά κέντρα της ρωμαϊκής περιόδου (Λεύκτρο, Καρδαμύλη), οι οποίες ύστερα από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις του 7ου αιώνα (κάθοδος και εγκατάσταση Σλάβων, αραβικές επιδρομές) άρχισαν σταδιακά να παρακμάζουν. Η ανασκαφική έρευνα μελλοντικά μπορεί να επιβεβαιώσει την παραπάνω υπόθεση.

Κατάλογος γλυπτών 

1. Θωράκιο (Θαλάμες)
Το θωράκιο,28 κατασκευασμένο από ταινάριο λίθο, βρισκόταν σε τυχαία θέση, στην αυλή του δημοτικού σχολείου των Θαλαμών. Σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας. Σώζεται το αριστερό μισό τμήμα του. 

Η πίσω όψη φέρει αδρή επεξεργασία με βελόνι. Στο κέντρο ορθογωνίου πλαισίου που δημιουργείται με την αφαίρεση του βάθους και ορίζεται από μια πλατιά και μια στενή ταινία ορθογώνιας διατομής σκαλίζεται έξεργος σταυρός με πεπλατυσμένες απολήξεις. Από την κάτω απόληξη της κάθετης κεραίας του φύεται λεπτή ελισσόμενη κληματίδα με βότρυες και φύλλα ανά διαστήματα, που έχουν σχετικά αιχμηρές απολήξεις. Οι καρποί του σταφυλιού έχουν έντονο ωοειδές σχήμα, κάπως άτεχνα αποδοσμένο. Οι έλικες του βλαστού είναι σχετικά χονδροί, αβέβαιης χάραξης, με μικρές κομβιωτές απολήξεις. Η κληματίδα απλώνεται σε όλη την επιφάνεια του θωρακίου αλλά και ανάμεσα στις κεραίες του σταυρού. Επάνω στον βλαστό στέκεται πουλί, με το ένα πόδι ανασηκωμένο, που τσιμπάει έναν από τους βότρυες. 


 Αριστερά: Θωράκιο από τις Θαλάμες και 
δεξιά λεπτομέρεια του θωρακίου.
Μουσείο Καλαμάτας












Γίνεται προσπάθεια για φυσιοκρατική απόδοση, κυρίως στους βότρυες και στη στάση του πουλιού,29 ωστόσο το αποτέλεσμα είναι αρκετά σχηματοποιημένο, τα σχηματικά φύλλα και οι καρποί της αμπέλου σε κάποια σημεία είναι στρεβλά και οι έλικες δεν έχουν πολύ σταθερή χάραξη. Το σχέδιο δεν είναι πολύ απομακρυσμένο από τη φυσιοκρατική αντίληψη που επικρατεί στα πρώτα χριστιανικά χρόνια (3ος-4ος αιώνας),30 αλλά η απόδοση των λεπτομερειών είναι πολύ πιο σχηματική και ο χαρακτήρας επαρχιακός. Η οργάνωση του θέματος και η απόδοση κάποιων λεπτομερειών είναι αρκετά κοντινή με θραύσμα πλάκας, ίσως από θωράκιο άμβωνα, από την Κωνσταντινούπολη,31 το οποίο όμως είναι πολύ πιο σχηματοποιημένο και χρονολογείται στο β´ μισό του 6ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα. 
Το θωράκιο από τις Θαλάμες από την άλλη πλευρά είναι αρκετά πιο σχηματοποιημένο από τις φυσιοκρατικές απεικονίσεις αμπέλου που απαντούν στο α´ μισό του 6ου αι,32 αλλά και πιο φυσιοκρατικό από παραδείγματα σχηματοποιημένης κληματίδας του 9ου αιώνα33 Η χρονολόγησή του στο β´ μισό του 6ου αιώνα είναι πολύ πιθανή.

Δύο τμήματα θωρακίων (Κάμπος)
Τα δύο τμήματα, επίσης κατασκευασμένα από ταινάριο λίθο, βρίσκονται εντοιχισμένα στον νεότερο ενοριακό ναό της Κοίμησης Θεοτόκου στον Κάμπο.34 Σώζονται τμηματικά (στο ένα σώζεται το αριστερό άνω μισό και στο άλλο το δεξιό κάτω μισό τμήμα) και πιθανόν προέρχονται από το ίδιο θωράκιο. Η πίσω όψη τους δεν είναι ορατή. 
Το θέμα (ανάγλυφη ελισσόμενη κληματίδα με βότρυες και φύλλα ανά διαστήματα) σκαλίζεται εντός πλαισίου που δημιουργείται με την αφαίρεση του βάθους και ορίζεται από μια πλατιά λειασμένη ταινία και μία στενότερη κοίλης διατομής. Στο κέντρο του πλαισίου του ενός τμήματος σκαλίζεται έξεργος ταινιωτός σταυρός με πεπλατυσμένες απολήξεις. Η κληματίδα απλώνεται σε όλη την επιφάνεια γύρω από τον σταυρό, ενώ ένα πουλί είναι γυρισμένο αριστερά με το κεφάλι αντίθετα και τσιμπάει από έναν βότρυ. Στο δεύτερο τμήμα θωρακίου σώζεται μόνο η κληματίδα με τους βότρυες και τα φύλλα.

Αριστερά: Θωράκιο στην Κοίμηση Θεοτόκου Κάμπου. Δεξιά: Θωράκιο στην Κοίμηση Θεοτόκου Κάμπου

Και στα δύο τμήματα η απόδοση της κληματίδας είναι πανομοιότυπη: τα φύλλα σχηματίζουν πολλαπλές γλωσσίδες σε κάθε λοβό και έχουν σχετικά μαλακές απολήξεις, χωρίς ωστόσο τονισμό των νεύρων. Οι καρποί του σταφυλιού είναι αρκετά μεγάλοι και αδροί με σχετικά ωοειδές σχήμα. Οι έλικες του βλαστού είναι λεπτοί και καλοσχηματισμένοι, με μικρή κομβιόσχημη απόληξη. 
Γενικά παρατηρείται μια πιο ώριμη αντίληψη από αυτή στο θωράκιο των Θαλαμών, πιο σταθερό σχέδιο και πιο λεπτές αναλογίες στην απόδοση των θεμάτων. Με βάση όσα αναλύθηκαν κατά την εξέταση του θωρακίου από τις Θαλάμες και καθώς τα τμήματα από τον Κάμπο είναι πολύ κοντινά σε αυτό, με μικρές μόνο διαφοροποιήσεις, θα πρέπει επίσης να χρονολογηθούν μέσα στο β´ μισό του 6ου αιώνα. 

Τμήμα θωρακίου (Κάμπος) 

Ως προέλευση του θωρακίου,35 που είναι επίσης κατασκευασμένο από ταινάριο λίθο, αναφέρεται η περιοχή του Κάμπου, χωρίς άλλη διευκρίνιση. Σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας. 
Η επιφάνεια κοσμείται με ανάγλυφη ελισσόμενη κληματίδα με βότρυες και φύλλα ανά διαστήματα. Το θέμα σκαλίζεται εντός πλαισίου που δημιουργείται με την αφαίρεση του βάθους και σχηματίζεται από μια πλατιά λειασμένη ταινία και μια στενότερη κοίλης διατομής. Το θωράκιο είναι όμοιο με τα δύο τμήματα θωρακίων του ναού της Κοίμησης Θεοτόκου Κάμπου που εξετάστηκαν πιο πάνω. 
Δεξιά: Θωράκιο από τον Κάμπο

Η απόδοση των θεμάτων είναι αρκετά κοντινή με αυτήν στο θωράκιο από τις Θαλάμες, αλλά εδώ τα φύλλα έχουν πιο μαλακές απολήξεις και η ταινία που ορίζει το ορθογώνιο πλαίσιο του χώρου διακόσμησης είναι διαφορετική (στο θωράκιο των Θαλαμών έχει ορθογώνια διατομή, ενώ σε αυτά του Κάμπου είναι κοίλη). Διαφορετικός, επίσης, είναι και ο τρόπος απόδοσης των ελίκων: στα θωράκια του Κάμπου οι έλικες είναι πιο μικροί, με πιο κλειστή κομβιόσχημη απόληξη. Τα τρία τμήματα θωρακίων του Κάμπου πρέπει να προέρχονται από το ίδιο τέμπλο καθώς είναι πανομοιότυπα.36

5. Κορινθιακό κιονόκρανο (Κάμπος)
Το κιονόκρανο,37 κατασκευασμένο από γκριζωπό λίθο, βρισκόταν τοποθετημένο στην Πρόθεση του ναού του Αϊ-Γιαννάκη στον Κάμπο.38 Ήταν επιχρισμένο με ασβέστη που αφαιρέθηκε κατά τη συντήρησή του. 


Πρόκειται για παραλλαγή του κορινθιακού κιονοκράνου, δηλαδή για καλυκόσχημο κιονόκρανο39 με υδροχαρή φύλλα ή φύλλα καλάμου. Ο κάλαθος είναι κυλινδρικός που διευρύνεται ελαφρώς προς τα επάνω και καταλήγει σε σύμφυτο τετράγωνο και αρκετά ψηλό άβακα. Η στεφάνη κοσμείται με όρθια πεντάλοβα φύλλα άκανθας, τα οποία τυπολογικά είναι πιο κοντά στην άκανθα «μαρουλόφυλλο» (Löffelakanthus),40 παρά στον παραδοσιακό τύπο άκανθας των κορινθιακών κιονοκράνων. Οι πλάγιοι λοβοί δεν αναλύονται σε γλωσσίδες, έχουν αποστρογγυλεμένη απόληξη και επιφάνεια χωρίς νευρώσεις, ελαφρώς σκαμμένη, σχεδόν κοίλη, με σχετικά πλατύ χείλος. Επιπλέον, δεν ανακάμπτονται και έτσι δεν σχηματίζονται ωοειδείς οφθαλμοί. 

Δεξιά: Κορινθιακό κιονόκρανο από τον Αη Γιαννάκη Κάμπου


Ο κορυφαίος λοβός διαιρείται σε τρεις γλωσσίδες, όμοιου τύπου με τους λοβούς, εκ των οποίων η μεσαία παρουσιάζει πιο έντονη ανάπτωση. Οι απολήξεις των πλάγιων λοβών εφάπτονται με αυτές των γειτονικών, σχηματίζοντας τριγωνικούς κολπίσκους. Στην άνω ζώνη το κιονόκρανο κοσμείται με φύλλα καλάμου, τα οποία είναι αρκετά σαρκώδη με λεπτό ταινιωτό περίγραμμα (χείλος), λεπτό ταινιωτό και εγχάρακτο εναλλάξ κεντρικό νεύρο και εφάπτονται πλήρως στην επιφάνεια του αναγλύφου. Κορινθιακό κιονόκρανο της ίδιας παραλλαγής, που έχει χρονολογηθεί στον 5ο αιώνα, έχει βρεθεί στην περιοχή της Καλαμάτας.41 Ωστόσο, διαφοροποιείται από το κιονόκρανο του Κάμπου, καθώς έχει διμερή άβακα, γλωσσίδες στους πλάγιους λοβούς, βαθιές νευρώσεις και σχηματισμό επιμήκων οφθαλμών (δη- λαδή παραδοσιακού τύπου άκανθα).
 Άλλο ένα κιονόκρανο αυτής της παραλλαγής, που έχει χρονολογηθεί στον 5ο αιώνα, βρέθηκε στη Στοά του Αττάλου (σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών). Έχει κοινά χαρακτηριστικά με το κιονόκρανο από την Καλαμάτα, ωστόσο τα φύλλα της άκανθας είναι ελαφρώς πιο σχηματοποιημένα.42 Παρόμοιο κιονόκρανο με αυτό της Καλαμάτας, αλλά χωρίς λογχωτά φύλλα στην επάνω ζώνη, έχει χρησιμοποιηθεί σε β´ χρήση στη Μονή Σαγματά.43 Ο τύπος του καλυκόσχημου κιονοκράνου έχει χρησιμοποιηθεί σε β´ χρήση στον Άγιο Δημήτριο (Μητρόπολη) Μυστρά44 και στην Αγία Αικατερίνη στην Πλάκα.45 
Το κιονόκρανο του Κάμπου απομακρύνεται από τα παραδοσιακά πρότυπα, καθώς η δήλωση των λεπτομερειών είναι πιο συνοπτική, οι αναλογίες πιο βαριές και η επεξεργασία πιο χονδροειδής. Αρκετά κοντινό του παράλληλο είναι ένα ιδιόμορφο κιονόκρανο από τη Λάρισα,46 του οποίου ο κάλαθος κοσμείται με παρόμοιου τύπου φύλλα άκανθας «μαρουλόφυλλου» και ανάμεσά τους από ένα φύλλο καλάμου. Το κιονόκρανο της Λάρισας έχει χρονολογηθεί στον όψιμο 6ο αιώνα, με βάση τεχνοτροπικές συγγένειες που παρουσιάζει με την άκανθα σε μαρμάρινα θραύσματα από τη βασιλική του Ασκληπιείου της Αθήνας.47 Η άκανθα του κιονοκράνου από τον Κάμπο είναι ακόμη πιο χονδροειδής, αφού οι λοβοί δεν παρουσιάζουν ανάκαμψη και δεν σχηματίζονται οφθαλμοί. Η χρονολόγησή του στο β´ μισό του 6ου αιώνα είναι πολύ πιθανή.

6. Ιωνικό κιονόκρανο (Νεοχώρι)
Το κιονόκρανο48 βρισκόταν εντοιχισμένο σε β´ χρήση στον βυζαντινό ναό του Αγίου Βασιλείου49 Νεοχωρίου, κοντά στο Λεύκτρο (σημ. Στούπα). Σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας. Ο εχίνος είναι κυρτός με οριζόντιο σαμάρι και κλίση που επιτρέπει να είναι ορατός ο διάκοσμός του από κάτω. Το κάτω όριό του φθάνει πιο κάτω από τον οφθαλμό των ελίκων. Η επιφάνειά του φέρει όμοιο διάκοσμο και στις δύο πλευρές: πρόκειται για σχεδόν εγχάρακτο και κακότεχνο ιωνικό κυμάτιο με δύο ωά που δορυφορούνται από εντελώς εκφυλισμένα ημιανθέμια, τα οποία αποδίδονται με τρεις παράλληλες εγχαράξεις. Οι έλικες έχουν σχετικά χονδρές σπείρες με στενή αύλακα και μικρή κομβιόσχημη απόληξη. Το κανάλι που ενώνει τους έλικες είναι πλατύ ενώ παρατίθεται και η λεπτή ταινία διαχωρισμού του καναλιού από τον άβακα, η οποία όμως είναι τμηματικά κατεστραμμένη. 

Ιωνικό κιονόκρανο από το ναό Αγίου Βασιλείου Νεοχωρίου

Τα προσκεφάλαια είναι ελαφρώς συμπιεσμένα και ακόσμητα. Ο άβακας σώζεται ελάχιστα. Ιωνικό κιονόκρανο με εχίνο που σχηματίζει οριζόντιο σαμάρι, το κάτω όριο του οποίου φθάνει αρκετά πιο κάτω από το ύψος των οφθαλμών των ελίκων και η επιφάνειά του κοσμείται με ιωνικό κυμάτιο αποτελούμενο από τρία ωά, έχει βρεθεί και στο ναό της Κοίμησης της Παναγίας στη θέση Μοναστήρι στην Κυπάρισσο της Μάνης, δίπλα στον οποίο έχει τμηματικά ανασκαφθεί η ομώνυμη βασιλική που χρονολογείται στον πρώιμο 6ο αιώνα.50 Ο συνδυασμός κάποιων αρχαϊσμών (σχήμα εχίνου, κανάλι ένωσης των ελίκων, ταινία διαχωρισμού καναλιού και άβακα, παράθεση ημιανθεμίων) με αρκετά οψιμότερα στοιχεία (εγχάρακτο κυμάτιο χωρίς λόγχες, εκφυλισμένα ημιανθέμια, μορφή σπειρών ελίκων, ακόσμητα προσκεφάλαια) χρονολογούν το κιονόκρανο στην όψιμη παλαιοχριστιανική περίοδο, πιθανώς στα τέλη του 6ου αιώνα ή και λίγο οψιμότερα.51

Ιωνικό κιονόκρανο (Εξωχώρι)

Το κιονόκρανο52 βρίσκεται σε τυχαία θέση στον ναό Μεταμόρφωσης του Σωτήρος53 στο Εξωχώρι. Ο εχίνος έχει μικρό μήκος και είναι αρκετά φουσκωτός, με κλίση που επιτρέπει να είναι ορατός ο διάκοσμός του από κάτω. Η επιφάνειά του κοσμείται και στις δύο πλευρές με απλοποιημένο ιωνικό κυμάτιο, δηλαδή με ένα ωό που πλαισιώνεται από ανάγλυφο κέλυφος και ταινίες. Και στις δύο πλευρές το ωό δεν παρατίθεται ολόκληρο, καθώς αποκόπηκε σε μεταγενέστερη χρήση το άνω τμήμα του εχίνου (φαίνονται τα ίχνη της απολάξευσης). Οι έλικες έχουν λεπτές σπείρες με πλατιά αύλακα και λεπτή κομβιόσχημη απόληξη. Το κανάλι που ενώνει τους έλικες είναι πλατύ και επίπεδο. Τα προσκεφάλαια είναι συμπιεσμένα και ακόσμητα. Ο άβακας είναι χαμηλός και στην άνω επιφάνειά του φέρει ορθογώνιο τόρμο (διαστάσεις: 0,06 × 0,035 μ.). Οι βαριές αναλογίες του κιονοκράνου, καθώς ο εχίνος φθάνει μέχρι το ύψος των εξωτερικών σπειρών των ελίκων,54 τα ακόσμητα προσκεφάλαια, η απουσία ημιανθεμίων, το μικρό μήκος και το απλοποιημένο κυμάτιο του εχίνου, θα μπορούσαν να το χρονολογήσουν στον 6ο αιώνα, ίσως προς τα τέλη του.55

Δεξιά:Ιωνικό κιονόκρανο στο ναό Σωτήρα Εξωχωρίου


Ιωνικό κιονόκρανο (Καστάνια)
Το κιονόκρανο56 είναι εντοιχισμένο ανάποδα σε β´ χρήση στον ναό του Ταξιάρχη Καστάνιας57. Επάνω του εδράζεται ακόσμητο επίθημα από λιθομάρμαρο.58 Έχει υποστεί αρκετά μεγάλη φθορά, κυρίως στον εχίνο, ο οποίος έχει σχεδόν στο σύνολό του αποξεσθεί. Σώζονται μόνο ίχνη του ιωνικού κυματίου που τον κοσμούσε (ανάγλυφο κέλυφος ωού και ταινίες). Οι αναλογίες του κιονοκράνου είναι αρκετά βαριές, καθώς το κάτω όριο του εχίνου φθάνει σχεδόν στο κάτω μέρος των ελίκων. Οι έλικες έχουν κανονικές σπείρες με λεπτές αύλακες και λεπτή κομβιόσχημη απόληξη. Γίνεται μια προσπάθεια να αποδοθεί το κανάλι ένωσης των ελίκων. Ο άβακας είναι κατεστραμμένος, ενώ τα προσκεφάλαια συμπιεσμένα και ακόσμητα. Το κιονόκρανο παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά στοιχεία (σχηματική απόδοση των λεπτομερειών, εκφυλισμός των δομικών μερών και τεκτονικός χαρακτήρας) με αυτό από το Εξωχώρι, που εξετάστηκε αμέσως πιο πάνω. Θα πρέπει να χρονολογηθεί στην ίδια περίοδο, δηλαδή στα τέλη του 6ου αιώνα.

Ιωνικό κιονόκρανο στο ναό Ταξιάρχη Καστάνιας και δεξιά κάτω τα δίλοβα ανοίγματα του νότιου τοίχου.

Ευαγγελία Μηλίτση-Κεχαγιά  
Δρ. Αρχαιολόγος Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας

1. Στη ρωμαϊκή εποχή Αχαΐα ονομαζόταν η περιοχή από το Ταίναρο μέχρι τη Θεσσαλία, μαζί με τα νησιά του Ιονίου και την Εύβοια. Από τον 4ο αι. το όνομα Αχαΐα χρησιμοποι- είται όλο και πιο σπάνια και ο ίδιος γεωγραφικός χώρος ονομάζεται Ἑλλάς.
2. Η. Αναγνωστάκης, Η βυζαντινή Μεσσηνία (4ος-12ος αι.), στο Ε. Τράιου (επιμ.), Μεσσηνία. Τόπος, Χρόνος, Άνθρωποι, Αθήνα 2007, 106.
3. Το θέμα είχε περίπου την έκταση της πρωτοβυζαντινής επαρχίας Αχαΐας, από τη Θεσσαλία και κάτω, του οποίου οι κάτοικοι καλούνταν από τους Βυζαντινούς Ἑλλαδικοί, Ἑλλαδίτες, Ἑλλαδάδες ή Κατωτικοί, ό.π., 115.
4. Έδρα της επαρχίας του Ιλλυρικού είναι η Θεσσαλονίκη, όπου εδρεύει και ο προκαθήμενος της Εκκλησίας του Ιλλυρικού, βικάριος του πάπα. Η Εκκλησία της Κορίνθου προηγείται στην ιεραρχία όλων των Εκκλησιών της επαρχίας Ελλάδος. Στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451) η Πάτρα, η Αθήνα και η Θήβα υπάγονται στη μητρόπολη Κορίνθου. Όταν ο Ιουστινιανός αποσπά την επαρχία Ελλάδος (Αχαΐας) από το Ιλλυρικό, ο μητροπολίτης Κορίνθου διοικεί την Εκκλησία της επαρχίας ως βικάριος του πάπα. Στα 733 το Ανατολικό Ιλλυρικό αποσπάται από τη δικαιοδοσία του πάπα και υπάγεται πλέον στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Α. Βασιλικοπούλου, Η εκκλησιαστική οργάνωση της Πελοποννήσου στη βυζαντινή εποχή, στο Γ´ Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών, Καλαμάτα, 8-15 Σεπτεμβρίου 1985, Πελοποννησιακά, Παράρτημα ΙΓ´, 2, Αθήνα 1987-1988, 193-194.
5. Αναγνωστάκης (σημ. 2) 106.
6. Μοναδική λεπτομερής ιστορική μαρτυρία για την περιοχή της Μεσσηνίας είναι η περιγραφή της στάθμευσης του βυζαντινού στόλου στη Μεθώνη, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ιουστινιανού κατά των Βανδάλων το 533, με επικεφαλής τον Βελισάριο, την οποία μας παραδίδει ο Προκόπιος ως αυτόπτης μάρτυς, βλ. Προκόπιος, Ὑπέρ τῶν πολέμων J. Harvy, G. Wirth (εκδ.), 3.11-18, 364-388. Αναλυτικά για το γεγονός αυτό βλ. Η. Αναγνωστάκης, Παράκτιοι οικισμοί της πρωτοβυζαντινής Μεσσηνίας, στο Π. Θέμελης, Β. Κόντη (επιμ.), Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία. Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο, Αθήνα 29-30 Μαΐου 1998, Αθήνα 2002, 155-158. Πριν από τη Μεθώνη, η άπνοια είχε καθηλώσει τον στόλο τόσο στον Μαλέα όσο και στην Καινούπολη του Ταινάρου, βλ. Προκόπιος, ό.π., 3.13, 369-370.
7. Εκτός από την ανασκαφική έρευνα που γίνεται στην αρχαία Μεσσήνη, όπου ανασκάπτονται και τμήματα της πρωτοβυζαντινής πόλης [βλ. Π. Θέμελης, Υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη, στο Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη, (σημ. 6), 20-58, όπου και η προηγούμενη βιβλιογραφία)]. Επίσης Β. Πέννα, Α. Λαμπροπούλου, Η. Αναγνωστάκης, Γλυπτά μεταβατικών χρόνων από τη βασιλική του Θεάτρου της Αρχαίας Μεσσήνης, στο Ch. Pennas, C. Vanderheyde (επιμ.), La sculpture byzantine (VIIe-XIIe siècles). Actes du colloque international organisé par la 2e Éphorie des antiquitès byzantines et l’École française d’Athènes, 6-8 septembre 2000, BCH Suppl. 49, Παρίσι, Αθήνα 2009, 375-392 και την έρευνα που έγινε στο παρελθόν από ξένες αποστολές στα Νιχώρια (βλ. W. A. Mc Donald, W. D. E. Coulson, J. Rosser, Excavations at Nichoria in Southwest Greece, vol. III: Dark Age and Byzantine Occupation, Minneapolis 1983) και το Διαλισκάρι [βλ. J. L. Davis, S. E. Alcock, J. Bennet, Y. G. Lolos, C. W. Shelmerdine, The Pylos Regional Archaeological Project, Part 1: Overview and the Archaeological Survey, Hesperia 66.3 (1997) 391-494, πίν. 85-92]. Στην υπό- λοιπη Μεσσηνία έχουν ανασκαφθεί λιγοστά μνημεία, όπως το διάσκαφο κοιμητήριο του Αγίου Ονουφρίου στη Μεθώνη (βλ. Δ. Ι. Πάλλας, Ο άγιος Ονούφριος Μεθώνης. Παλαιοχριστιανικόν κοιμητήριον-βυζαντινόν ασκητήριον, ΑΕ 1968, 119-173), η βασιλική της Αγίας Κυριακής στα Φιλιατρά [βλ. ο ίδιος, Ανασκαφή εις Φιλιατρά της Τριφυλίας, ΠΑΕ 1960, 177-194], η βασιλική της Μεθώνης [βλ. ΑΔ 51 (1996) Β1 Χρονικά, 181], η βασιλική στο ιερό του Απόλλωνος Κορύθου στον Άγιο Ανδρέα Λογγά [βλ. Φ. Βερσάκης, Το ιερόν του Κορύθου Απόλλωνος, ΑΔ 2 (1916) 65-118]. Για τις σποραδικές έρευνες στην Πυλία βλ. επίσης Α. Καββαδία–Σπονδύλη, Πρωτοβυζαντινή Πυλία, στο Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη, ό.π., 219-228. Σήμερα η 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων έχει ξεκινήσει ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή της Δροσιάς και στο νησί της Σφακτηρίας, οι οποίες βρίσκονται σε αρχικό στάδιο.
8. Η Μεθώνη αποτελούσε σταθμό στο πέρασμα των πρώτων Χριστιανών που διέσχιζαν τη Μεσόγειο με προορισμό τους Αγίους Τόπους. Στις εύφορες περιοχές του νομού, όπου υπήρχαν και πλούσιες ρωμαϊκές αγρεπαύλεις, έχουν ανασκαφεί και οι μεγαλύτερες παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Μεσσηνίας (Αγίας Κυριακής στα Φιλιατρά, Αγίου Ανδρέα στη Λογγά, Μεθώνης, αρχαίας Μεσσήνης), βλ. Αναγνωστάκης (σημ. 2) 107.
9. Από μια γενική αναφορά ότι ο αρχηγός των Βανδάλων Γιζέριχος Ἰλλυριοὺς οὒν ἐληίζετο καὶ τῆς τε Πελοποννήσου τῆς τε ἄλλης Ἐλλάδος τὰ πλείστα καὶ ὄσαι αὐτῆ νήσοι ἐπίκεινται [Προκόπιος (σημ. 6) 3.5, 334-335], θα μπορούσε να υποτεθεί ότι στα «πλείστα» περιλαμβάνονται και οι ακτές της Μεσσηνίας. Καθώς μάλιστα η δράση του Γιζερίχου τοποθετείται από τον Προκόπιο μεταξύ Ταινάρου και Ζακύνθου, με προσβολή τοῖς ἔν Πελοποννήσῳ χωρίοις (στο ίδιο, 3.22, 406), μια ληστρική δραστηριότητα στην παράκτια δυτική Πελοπόννησο είναι δεδομένη βλ. Αναγνωστάκης (σημ. 6) 138.
10. Ευάγριος, Εκκλησιαστική Ιστορία, J. Bidez, L. Parmentier (εκδ.), The Ecclesiastical History of Evagrius with the Scholia, Λονδίνο 1898 (ανατ. Άμστερνταμ 1964) IV.171, 1-9. Προκόπιος (σημ. 6) 8.25, 16-23. Φ. Ευαγγελάτου-Νοταρά, … Καὶ τὰ πολλὰ τῆς Πελοποννήσου…. σεισμοῦ γεγόνασιν παρανάλωμα, στο Γ´ Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών (σημ. 4) Β´, 433, 437-439, σημ. 55 και 90. 11. Α. Avraméa, Le Péloponnèse du IVe au VIIe siècle. Changements et persistances, Παρίσι 1997, 67-104.
12. Αναγνωστάκης (σημ. 2) 110, 114. Σύμφωνα με τον Αναγνωστάκη, η σλαβική κάθοδος και εγκατάσταση είχε πολλές παραμέτρους και επί 218 χρόνια δεν μπορεί να μην εκδηλώθηκαν αντιστάσεις ή συγκρούσεις με τη βυζαντινή εξουσία, που, εκτός από το ανατολικό μέρος, ήλεγχε σίγουρα και την παράλιο χώρα της δυτικής Πελοποννήσου. Με την εγκα- τάσταση των Σλάβων σε ορισμένες περιοχές επήλθε είτε συνύπαρξη με τους εντοπίους (Μεσσήνη-Βουρκάνο) ή βίαιη απώθησή τους προς τους ορεινούς όγκους (Γιάννιτσα- Ταΰγετος).
13. Σύμφωνα με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ´ Πορφυρογέννητο (912-959), οι τελευταίοι Έλληνες εθνικοί της Μάνης έγιναν χριστιανοί την εποχή του αυτοκράτορα Βασιλείου Α´ του Μακεδόνα (867-886), G. Moravcsik (εκδ.), Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio, CFHB 1, Ουάσινγκτον 1967, 50.71-76, 236.
14. Μέχρι σήμερα αδημοσίευτες, βλ. Ν. Γκιολές, Βυζαντινή Μάνη, στο Π. Καλαμαρά (επιμ.), Ιστορίες Θρησκευτικής Πίστης στη Μάνη, ΥΠΠΟ 2005, 19. Επίθημα και κάτοψη της βασιλικής στο οικόπεδο Φουρναράκη, βλ. στο ίδιο, 48, 142.
15. Η βασιλική ανατολικά του Αγίου Ανδρέα, μεταξύ Αλίκων και Κυπαρίσσου (6ος-7ος αι.), η βασιλική στη θέση Μοναστήρι της Κυπαρίσσου, δίπλα στο ναό Κοίμησης της Παναγίας (πρώιμος 6ος αι.), η βασιλική του Αγίου Πέτρου στην ίδια περιοχή (γύρω στο 500) και η βασιλική στο ακρωτήριο Τηγάνι (τρεις οικοδομικές φάσεις: 500, 7ος και 12ος αιώνας). Αναλυτικά για την έρευνα στους παραπάνω ναούς, βλ. Ν. Δρανδάκης, Σκαφικαί έρευναι εν Κυπαρίσσω Μάνης, ΠΑΕ 1958, 199-219. Ο ίδιος, Ανασκαφή εν Κυπαρίσσω, ΠΑΕ 1960, 233-245. Ο ίδιος, Ανασκαφή εις το Τηγάνι της Μάνης, ΠΑΕ 1964, 121-135. Ν Δρανδάκης, Ν. Γκιολές, Ανασκαφή στο Τηγάνι της Μάνης, ΠΑΕ 1980, 247-258. Οι ίδιοι, Ανασκαφή στο Τηγάνι της Μάνης, ΠΑΕ 1983, Α´, 264-270. Οι ίδιοι, Ανασκαφή στο Τηγάνι της Μάνης, ΠΑΕ 1984, Α´, 248-255. Ν. Δρανδάκης, Ν. Γκιολές, Χ. Κωνσταντινίδη, Ανασκαφή στο Τηγάνι της Μάνης, ΠΑΕ 1978, 183-191. Οι ίδιοι, Ανασκαφή στο Τηγάνι της Μάνης, ΠΑΕ 1981, Α´, 254-268. Επίσης, βλ. Γκιολές (σημ. 14) 19-29.
16. Δρανδάκης (σημ. 15 Σκαφικαί έρευναι) 217-218. Γκιολές (σημ. 14) 23.
17. Στην Καινούπολη στάθμευσε, όπως αναφέραμε, ο βυζαντινός στόλος στην εκστρατεία κατά των Βανδάλων, βλ. παραπάνω σημ. 6.
18. Εξαίρεση αποτελεί η περιοχή της Αβίας. Ως Αβία κατά τους ρωμαϊκούς και πρωτοβυζαντινούς χρόνους πρέπει να οριζόταν η ευρύτερη περιοχή ανατολικά της Καλαμάτας, διάσπαρτη από οικισμούς και επαύλεις. Ερείπια στη θέση Παλιόχωρα ή Παλαιοχώρα, όνομα που έφερε μέχρι πρόσφατα ο σημερινός οικισμός Αβία, φανερώνουν εγκατάσταση κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο. Συστηματική ανασκαφή δεν έχει γίνει, ωστόσο έχει επισημανθεί νεκροταφείο ρωμαϊκών και χριστιανικών χρόνων, κατάσπαρτο από όστρακα. Στην ευρύτερη περιοχή βρέθηκε πώρινη σαρκοφάγος, που χρονολογείται πιθανώς στους χρόνους του Μ. Κωνσταντίνου και χάλκινο νόμισμα Κωνσταντίνου Α´, βλ. Αναγνωστάκης (σημ. 6) 148-149. R. Hope-Simpson, Identifying a Mycenaean State, BSA 52 (1957) 253-254. ΑΔ 21 (1966) Χρονικά, 163, σημ. 1. Ν. Δ. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις. Μεσσηνιακά και Ηλιακά, Αθήνα 1991, 89-90.
19. Δρανδάκης (σημ. 15 Σκαφικαί έρευναι) 218.
20. Η ακρόπολη της αρχαίας πόλης του Λεύκτρου (Ν. Δ. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις. Κορινθιακά και Λακωνικά, Αθήναι 1989, 453-455) ταυτίζεται με βραχώδες ύψωμα ανατολικά του σύγχρονου οικισμού της Στούπας, επάνω στο οποίο υψώνεται και το μεσαιωνικό κάστρο του Λεύκτρου. Σε μικρή απόσταση βόρεια του Λεύκτρου βρίσκεται η Καρδαμύλη, όπου δεν έχουν έως σήμερα διενεργηθεί συστηματικές ανασκαφές, ωστόσο τα επιφανειακά αρχαιολογικά κατάλοιπα μαρτυρούν την αδιάλειπτη κατοίκησή της από τους μυκηναϊκούς έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Η Καρδαμύλη αναφέρεται ήδη στον Όμηρο [Ιλιάδα ix. 149 κ.εξ., 291. R. Hope-Simpson (σημ. 18) 231-259], ενώ ο Στράβων κατά την περιήγησή του στην Πελοπόννησο, αναφέρεται στην ακρόπολη της πόλης (8, 360), θέση η οποία ταυτίζεται με βραχώδες ύψωμα 1 χλμ. βόρεια του σύγχρονου οικισμού. Ο Παυσανίας που επίσης την επισκέφτηκε κάνει λόγο για μια πόλη που απέχει 8 στάδια από τη θάλασσα (1.500 μ.) και 60 στάδια από το Λεύκτρο (Παπαχατζής, ό.π., 455).
21. Βλ. παραπάνω, σημ. 17.
22. Για το ναό, βλ. παρακάτω, σημ. 38.
23. Για το ναό, βλ. παρακάτω, σημ. 49.
24. Τόσο ο οικισμός του Εξωχωρίου, όσο και ο οικισμός της Μεγάλης Καστάνιας, ένας από τους πιο φυσικά οχυρούς της Μάνης, βρίσκονται αρκετά μακριά από τη θάλασσα. Το τοπωνύμιο Καστάνια είναι αρχαίο (στον Ηρόδοτο ‒βιβλίο VII, κεφ. 183 και 188‒ αναφέρεται Κασθαναίη πόλη της Μαγνησίας), ενώ ο συγκεκριμένος οικισμός μαρτυρείται ήδη από το 1278 μ.Χ. σε δικαστική απόφαση των Ενετών [A. Bon, La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe (1205-1430), Παρίσι 1969, 505, σημ. 3].
25. Για το ναό, βλ. παρακάτω, σημ. 57.
26. Δύο αρράβδωτοι κιονίσκοι, ένα ακόσμητο επίθημα, καθώς και τμήμα επιτύμβιας στήλης, η οποία ήταν εντοιχισμένη στη ΝΑ γωνία της προσθήκης (βλ. Ν. Β. Δρανδάκης, Έρευναι εις την Μεσσηνιακήν Μάνην, ΠΑΕ 1976, 232) αλλά σήμερα έχει κλαπεί. Αναλυτικά, βλ. παρακάτω, σημ. 57.
27. Το χωριό Θαλάμες (παλαιό Κουτήφαρι), που ταυτίζεται με την αρχαία πόλη των Θα- λαμών [Griechenland. Lexikon der historischen Stätten von den Anfängen bis zur Gegenward (1989) 657 λ. Thalamai (S. Laufer)], βρίσκεται σε μικρή σχετικά απόσταση από την παράκτια ζώνη. Για τις εντοπισμένες αρχαιότητες στον οικισμό των Θαλαμών, που χρονολογούνται από τους μυκηναϊκούς έως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, βλ. Παπαχατζής (σημ. 20) 450-452. E. S. Forster, South- Western Laconia, BSA 10 (1903- 1904) 161-189. G. Dickins, Lakonia III: Thalamae, BSA 11 (1904- 1905) 124-136. M. N. Valmin, Études Topographiques sur la Messénie ancienne, Lund 1930, 204-205. Hope-Simpson (σημ. 18) 232-233. ΑΔ 16 (1960) Χρονικά, 108. ΑΔ 26 (1971) Β1, 130. W. A. Mc Donald, G. R. Rapp Jr (eds), The Minnesota Messenia Expedition, Minneapolis 1972, 290 (n. 150: Svina Koutifariou-Thalamai). ΑΔ 45 (1990) Β1, 124.
28. Διαστάσεις: 0,62 x 0,77 μ., πάχ. 0,12 μ.
29. Ο τρόπος απόδοσης της κλειστής φτερούγας, αλλά και η στάση του πουλιού με το ανασηκωμένο πόδι, που μάλλον είναι περιστέρι, απαντά σε παραστάσεις πουλιών σε άμβωνες στη Ραβέννα, που χρονολογούνται στο β´ μισό ή στα τέλη του 6ου αιώνα, βλ. P. Angiolini-Martinelli, Corpus della scultura paleocristiana bizantina ed altomedioevale de Ravenna, Altari, amboni, cibori, plutei con figure di animali e con intrecci, transenne e frammenti vari, Ρώμη 1968, 27-30, nos. 21, 24, 26.
30. Βλ. π.χ. δύο τμήματα σαρκοφάγων με απεικόνιση αμπέλου από το Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης, που χρονολογούνται στον 4o αι., N. Fıratlı, La Sculpture Byzantine Figurée au Musée Archéologique d’Istanbul, Catalogue revu et présenté par C. Metzger, A. Pralong et J.-P. Sodini, Παρίσι 1990, 45-46, pl. 29, nos. 79-80. Βλ. επίσης τμήμα πλάκας σαρκοφάγου από την Ακρόπολη των Αθηνών, σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο, όπου η αντίληψη είναι έντονα φυσιοκρατική και καλλιγραφική (3ος αι.), Μ. Σκλάβου-Μαυροειδή, Γλυπτά του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών. Κατάλογος, Αθήνα 1999, 19, αρ. 6.
31. Στο θραύσμα αυτό ένα πουλί στέκεται επάνω σε βλαστό στο κάτω διάχωρο σταυρού, ενώ ανάμεσα στα φύλλα και τους καρπούς της αμπέλου σκαλίζεται και ένα κισσόφυλλο, βλ. Fıratlı ό.π., 99, πίν. 59, no. 183.
32. Π.χ. βλ. την κλασική αντίληψη στα φύλλα και τους βότρυες αμπέλου σε αρχιτεκτονικά γλυπτά από τον Άγιο Πολύεκτο (524-527), R. M. Harrison, Excavations at Saraçhane in Istanbul, 1: The Excavations, Structures, Architectural Decoration, Small Finds, Coins, Bones and Molluscs, Princeton, N.J. 1986, 117-121 & 133, nos. 87-102 &156-157.
33. Βλ. τέσσερα παραδείγματα με κληματίδα από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, Σκλάβου- Μαυροειδή, (σημ. 30) 84-86, αρ. 116-119. Επίσης τα γλυπτά από το ναό της Σκριπούς και του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου Θηβών, Γ. Σωτηρίου, Ο εν Θήβαις ναός Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΑΕ 1924, 22, εικ. 40-41. Μ. Σωτηρίου, Ο ναός της Σκριπούς Βοιωτίας, ΑΕ 1931, 119-157. A. Grabar, Sculptures byzantines de Constantinople (IVe-Xe siècle), Παρίσι 1963, 90-99, πίν. XLI, 4 και πίν. XLIII, 3.
34. Ο ναός κτίστηκε στα μέσα του 20ού αιώνα, ίσως στη θέση ναού αφιερωμένου στην Αγία Βαρβάρα, στης οποίας η μνήμη επίσης τιμάται
35. Διαστάσεις: 0,385 x 0,235 μ., πάχ. 0,055 μ.
36. Το θέμα της αμπέλου στην περιοχή της Μάνης απαντά και σε πεσσίσκο τέμπλου από τη βασιλική στη θέση Άγιος Πέτρος στην Κυπάρισσο, που έχει χρονολογηθεί στα τέλη του 5ου αιώνα. Εκεί ωστόσο τα φύλλα είναι εντελώς απλουστευμένα και σχηματικά, χωρίς απόδοση νευρώσεων ή γλωσσίδων και ο βλαστός φύεται από κάνθαρο. Βλ. Δρανδάκης, (σημ. 15 Σκαφικαί έρευναι) 212-213, πίν. 162β. Επίσης, βλ. Καλαμαρά (σημ. 14), 68, αρ. 28.
37. Διαστάσεις: Συν. ύψ.: 0,43 μ., Ύψ. άβακα: 0,09 μ., Άνω επιφάνεια: 0,43 μ. x 0,36 μ. (σωζ.). Διάμετρος: 0,375 μ.
38. Πρόκειται για έναν από τους μικρότερους σταυρεπίστεγους ναούς. Βλ. ΑΔ 29 (1973- 1974) Β2 Χρονικά, 423, πίν. 276 Α-Δ. Επίσης, H. M. Köpper, Der Bautypus der griechischen Dachtranseptkirche, II, Άμστερνταμ 1990, 129.
39. Το καλυκόσχημο κιονόκρανο είναι δημιουργία της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και προέ- κυψε από τον συνδυασμό του κανονικού κορινθιακού κιονοκράνου είτε με όρθια οξυκόρυφα φύλλα υδροχαρών φυτών ή καλαμόφυλλα είτε με κοίλα φύλλα ή αυλούς. Ο τύπος με τα φύλλα καλάμου εμφανίζεται για πρώτη φορά στα κιονόκρανα του Ωρολογίου του Κυρρήστου και συνηθίζεται στη νότια Ελλάδα, ενώ ο τύπος με τα κοίλα φύλλα συνηθίζεται στη Μικρά Ασία, βλ. Α. Μέντζος, Κορινθιακά κιονόκρανα της Μακεδονίας στην Όψιμη Αρχαιότητα, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 1989, 14-15. Αν και όχι πολύ διαδεδομένο, επιβιώνει και στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Βλ. π.χ. δύο επίκρανα παραστάδων στο Δαφνί, που έχουν χρονολογηθεί από τα τέλη του 3ου αιώνα έως και τη μέση βυζαντινή περίοδο. Α. Κ. Ορλάνδος, Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της Μεσογειακής Λεκάνης. Μελέτη περί της γενέσεως, της καταγωγής, της αρχιτεκτονικής μορφής και της διακοσμήσεως των χριστιανικών οίκων λατρείας από των αποστολικών χρόνων μέχρις Ιουστινιανού, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 36, Αθήνα 1994, 294, εικ. 246. Για τις χρονολογήσεις που έχουν δεχθεί τα επίκρανα, βλ. Μέντζος, ό.π., 101-102.
40. Chr. Börker, Blattkelchkapitelle. Untersuchungen zur Kaiserzeitlichen Architekturornamentik in Griechenland, Βερολίνο 1965, 140-154. Η άκανθα «μαρουλόφυλλο» χρησιμοποιήθηκε κυρίως στους ρωμαϊκούς χρόνους. Οι παλαιοχριστιανικοί επίγονοι του τύπου απαντούν συχνά, κυρίως στη γλυπτική της νότιας Ελλάδας, J.-P. Sodini, Remarques sur la sculpture architecturale d’Attique, de Béotie et du Péloponnèse à l’époque paléochrétienne, BCH 101.1 (1977) 343.
41. Αδημοσίευτο. Εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας. Χρονολογήθηκε στον 5ο αιώνα με βάση την τεχνοτροπική του συγγένεια με κιονόκρανο από τη Στοά του Αττάλου (βλ. σημ. 42). Άλλο ένα καλυκόσχημο παλαιοχριστιανικό κιονόκρανο, αλλά με πιο ψηλές αναλογίες και πολύ πλατιά και σχηματικά φύλλα άκανθας στη στεφάνη, που έχουν έντονη ανάπτωση στην κορυφή τους, υπάρχει σε β´ χρήση ως στήριγμα Αγίας Τράπεζας στο ναό Αγίου Νικολάου στο Σταυρί κοντά στο Τηγάνι. Δρανδάκης (σημ. 15 Ανασκαφή εις το Τηγάνι ) 127, πίν. 128 α και 129 β. D. Pallas, Les monuments paléochrétiens de la Grèce découverts de 1959 à 1973, Βατικανό 1977, 199-200, εικ. 138.
42. Σκλάβου-Μαυροειδή (σημ. 30) 49, αρ. 49.
43. Χ. Μπούρας, Λ. Μπούρα, Η Ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα 2002, 434- 435, εικ. 462.
44. G. Millet, Monuments byzantins de Mistra, Παρίσι 1910, πίν. 46, 1-4, 8. A. Grabar, Sculptures Byzantines du Moyen Age II (IXe-IIVe siècle), Παρίσι 1976, 147, pl. CXXXV b.
45. Ι. Καράνη, Οικοδομικές επεμβάσεις στον ναό της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα κατά τον 19ο αι. και τις αρχές του 20ού αι., ΔΧΑΕ περ. Δ´, 28 (2007) 152, εικ. 6.
46. Β. Συθιακάκη, Η αρχιτεκτονική γλυπτική της Θεσσαλίας και της Φθιώτιδας στα παλαιοχριστιανικά και πρώιμα μεσαιωνικά χρόνια, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2002, 219-224, πίν. 8, 45-49. Η ίδια, Επανεξέταση των αρχαιολογικών δεδομένων από τη βασιλική της οδού Κύπρου και το κτήριο της οδού Ολύμπου στη Λάρισα, στο Γ. Καραδέδος (επιμ.), Δώρον. Τιμητικός τόμος στον Καθηγητή Νίκο Νικονάνο, Θεσσαλονίκη 2006, 202-203, εικ. 12.
47. Η μετατροπή του Ασκληπιείου σε βασιλική έχει πλέον τοποθετηθεί στο β´ μισό του 6ου αι. και πάντως μετά το 529 (κλείσιμο φιλοσοφικών σχολών από τον Ιουστινιανό) βλ. A. Franz, From Paganism to Christianity in the Temples of Athens, DOP 19 (1965) 194-195. Επίσης A. Karivieri, The Christianization of an Ancient Pilgrimage Site: A Case Study of the Athenian Asklepieion, στο E. Dassmann, J. Engemann (επιμ.), XII. internationale Kongress für christliche Archäologie, Bonn 22-28 September 1991, Jahrbuch für Antike und Christentum 20, Μόναχο 1995-1997, 898-905. Επίσης Συθιακάκη (ό.π. Γλυπτική Θεσσαλίας και Φθιώτιδας) 222-224.
48. Διαστάσεις: Άνω επιφάνεια: 0,465 x 0,51 μ., συν. ύψ. 0,14 μ. Γενικά για τον τύπο βλ. Ε. Μηλίτση-Κεχαγιά, Παλαιοχριστιανική Γλυπτική Κω. Συμβολή στη μελέτη της αρχιτεκτονικής γλυπτικής στην Κω κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος-7ος αι.), Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών 2008, 109-115.
49. Πρόκειται για μονόχωρο καμαροσκέπαστο ναό (αδημοσίευτο), που βάσει μορφολογικών στοιχείων χρονολογείται στην υστεροβυζαντινή περίοδο.
50. Βλ. Δρανδάκης, (σημ. 15 Σκαφικαί έρευναι) 204, πίν. 158γ
51. Ο συνδυασμός αρχαϊσμών με οψιμότερα χαρακτηριστικά απαντά και σε κάποια ιωνικά κιονόκρανα από την Κω, που χρονολογούνται στα τέλη του 6ου ή στο α´ μισό του 6ου αιώνα. Εκεί ωστόσο τα κλασικά στοιχεία του τύπου είναι πιο σαφή και το αποτέλεσμα πιο κοντά στα αρχαία πρότυπα, βλ. Μηλίτση-Κεχαγιά (σημ. 48) 117-118, πίν. 9, αρ. 28-30.
52. Διαστάσεις: Συν. ύψ. 0,12 μ., Ύψ. ελίκων: 0,10 μ., Ύψ. εχίνου: 0,08 μ. Άνω επιφ.: 0,25 x 0,25 μ. Διάμ.: 0,26 μ.
53. Ο ναός είναι μονόχωρος ξυλόστεγος, Δρανδάκης (σημ. 26) 242-243.
54. Εχίνος που φθάνει στο ύψος των εξωτερικών σπειρών των ελίκων και έτσι η δομή γίνεται πολύ βαριά, βλ. σε δύο κιονόκρανα από την Κω, που χρονολογούνται στο β´ μισό του 6ου αιώνα, Μηλίτση-Κεχαγιά (σημ. 48) 120, πίν. 11, αρ. 35-36. Επίσης βλ. κιονόκρανα από τη Συλλογή της Ροτόντας, Χ. Τσιούμη, Δ. Μπακιρτζή, Κιονόκρανα της συλλογής της Ροτόντας Θεσσαλονίκης. Μέρος Β´. Ιωνικά κιονόκρανα, Μακεδονικά 20 (1980) 220-221, πίν. 3, αρ. 10-11. Επίσης βλ. τα πολύ σχηματοποιημένα και κυβικής μορφής κιονόκρανα από τις κιονοστοιχίες των υπερώων της βασιλικής Υψηλομετώπου Λέσβου, Α. Κ. Ορλάνδος, Παλαιοχριστιανικαί βασιλικαί της Λέσβου, ΑΔ 12 (1929) 17-18, εικ. 15-17. Η βασιλική έχει χρονολογηθεί στο β´ μισό του 6ου αιώνα. Ανάλογης δομής κιονόκρανα βρίσκονται και στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, βλ. Δ. Β. Γραμμένος, Γ. Κνιθάκης, Κατάλογος των αρχιτεκτονικών μελών του Μουσείου Θεσσαλονίκης, Μακε- δονική Βιβλιοθήκη αρ. 81, Θεσσαλονίκη 1994, 126-127, πίν. 39, αρ. 316, 319.
55. Βλ. δύο κιονόκρανα από την Κω που χρονολογούνται στον όψιμο 6ο αιώνα. Έχουν επίσης διάκοσμο από ένα ωό στο κυμάτιο, αλλά είναι ακόμη πιο σχηματοποιημένα και με πιο βαριές αναλογίες, Μηλίτση-Κεχαγιά (σημ. 48) 121, πίν. 11-12, αρ. 37-
56. Διαστάσεις: Συν. σωζ. ύψ.: 0,10 μ., Ύψ. ελίκων: 0,07 μ. Πλάτος άβακα: 0,34 μ.
57. Ο ναός του Ταξιάρχη βρίσκεται έξω από την Καστάνια, στον δρόμο που οδηγεί στη Σαϊ- δόνα. Πρόκειται για σταυρεπίστεγο ναό (13ος αι.), στου οποίου τη νότια πλευρά προσετέθη παρεκκλήσιο υπό μορφή στοάς ή νάρθηκα, που φέρει τοιχογραφίες του 13ου αιώνα. Στα δύο δίλοβα ανοίγματα του νότιου τοίχου του παρεκκλησίου, που μεταγενέστερα τοιχίσθηκαν, ήταν χρησιμοποιημένα τα αρχιτεκτονικά μέλη ως στηρίγματα των τόξων των ανοιγμάτων, βλ. Δρανδάκης (σημ. 26) 230-234. Στον ναό, εκτός του ιωνικού κιονοκράνου, έχουν χρησιμοποιηθεί και άλλα spolia: το κιονόκρανο βαίνει σε αρράβδωτο κίονα (ύψ. 0,90 μ.) ενώ παραπλεύρως έχει χτιστεί λίθος με ορθογώνιο τόρμο. Το βόρειο δίλοβο άνοιγμα του νότιου τοίχου του παρεκκλησίου βαίνει επίσης σε αρράβδωτο κίονα (ύψ. 0,79 μ.), που επιστέφεται από ακόσμητο επίθημα (ύψ. 0,21 μ.). Η έλλειψη διακόσμου σε αυτά τα spolia δυσχεραίνει την ασφαλή χρονολόγησή τους. Ωστόσο, το υλικό κατασκευής τους μοιάζει με αυτό του κιονοκράνου, κι έτσι δεν αποκλείεται να αποτελούν αρχιτεκτονικά γλυπτά προερχόμενα από το ίδιο παλαιοχριστιανικό μνημείο.
58. Το πιθανότερο είναι ότι το επίθημα κατασκευάστηκε κατά την περίοδο ανέγερσης της προσθήκης της στοάς του ναού, προκειμένου να συμπληρωθεί το απαιτούμενο ύψος για να εδραστεί το ποδαρικό του τόξου.