.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Στο κάστρο της Αρκαδιάς: Απ΄το οδοιπορικό του Εβλιγιά Τσελεμπή, 1668.

Απ’το οδοιπορικό του Εβλιγιά Τσελεμπή στην Πελοπόννησο, 1668 1


I
Ο Εβλιγιά Τσελεμπή2, αναμφίβολα συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων περιηγητών των τελευταίων αιώνων, γιατί το μεγάλο οδοιπορικό του έργο αποτελεί ανεκτίμητη πηγή ιστορικών πληροφοριών για τις χώρες που επισκέφτηκε και για τα γεγονότα που ενδεχόμενα εκεί διεδραματίστηκαν. Ιδιαίτερα για ό,τι αφορά την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, κάθε πληροφορία που μας έρχεται είναι ευπρόσδεκτη και είναι φυσικό να αποκτά εξαιρετικό ενδιαφέρον, γιατί συμπληρώνει, μεγάλα άγνωστα κενά της ζωής του λαού μας κατά τη σκοτεινή αυτή περίοδο της δουλείας του.


Από τη μεγάλη του δε αυτή προσφορά, ανάλογες είναι οι κρίσεις, οι απόψεις και ο θαυμασμός για τον ίδιο και το έργο του. Έτσι, ο J. Hammer τον ονομάζει "Παυσανία των νέων χρόνων", ο Barbier De Mynard "Πολύτιμη πηγή πληροφοριών" και ο Τούρκος Νετζίπ Ασίμ, τον αποκαλεί κάθ’ υπερβολήν «μέγιστο όλων των εποχών».
Ο Εβλιγιά Τσελεμπή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα 1611 ή 1612 και πείθανε στα 1678 ή στα 1681 3. Είχε τον τίτλο του ΝΑFΙΖ (=σοφού) που του τον χάρισε ο Σουλτάνος Μουράτ Δ', όταν στο Ραμαζάνι του 1636 (τουρκ. έτος 1045) στο ναό της αγια- Σοφιάς, τον θαύμασε σαν τον άκουσε να απαγγείλει από μνήμης το Κοράνιο, και ευχαριστήθηκε που έψελνε τόσο μελωδικά με την ωραία φωνή του. Στα 1638 έγινε, επίσης, βαθμοφόρος στο σώμα των Σπαχήδων.
Το οδοιπορικό του αρχίζει από την Προύσα, ακολουθώντας τα τούρκικα στρατεύματα, πότε σαν πολεμιστής, άλλοτε σαν μουεζίνης, σαν διπλωμάτης, ακόμα και σαν απλός ιδιώτης για να ικανοποιήσει την περιέργεια του και να μάθει τον κόσμο.


Την εποχή αυτή, οι Τούρκοι έφθασαν και απειλούσαν τις πύλες της Δυτικής Ευρώπης. Φωτ. πάνω ο Εβλιγιά Τσελεμπή
Η αίγλη από τη δύναμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του έδινε και το μέγεθος της ασφάλειας που αισθανόταν, σαν πέρασε και γνώρισε άφοβα, κυρίως τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Η οδοιπορία του για την Ελλάδα, άρχισε από την Ανδριανούπολη στις 27 Φεβρουάριου 1668 με προορισμό την Κρήτη, με τη συνοδεία τριών υπηρετών και τριών συντρόφων του. Πέρασε τη Θράκη, Ανατολική Μακεδονία, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα κι έφθασε στην Αθήνα. Από την Αθήνα τον ίδιο χρόνο πέρασε στην Πελοπόννησο κι έφτασε στην Κόρινθο. Από την Κόρινθο, πήγε στην Πάτρα, πέρασε τη ΝΑ. Πελοπόννησο, το Ναυαρίνο, Μεθώνη, Κορώνη, Καλαμάτα, Μυστρά, Μονεμβασιά και γύρισε στην περιοχή της Τσακωνιάς. Ήρθε στο Ναύπλιο και επισκέφτηκε την περιοχή της Τροιζινίας και Κορινθίας. Στις 22 Σεπτέμβρη 1668 μπήκε στο πλοίο και μετά δέκα ημέρες έφθασε στην Κρήτη, όπου παρηκολούθησε και κράτησε σημειώσεις, στις επιχειρήσεις των Τούρκων για την κατάληψη της Κρήτης, που ήτανε τότε στα χέρια των Βενετών. Στις 30 Μάη 1670 γύρισε από την Κρήτη στο Ναύπλιο, αφού πρώτα πέρασε από τα νησιά Σαντορίνη, Σίφνο, Σέριφο κ,ά.
Σε συνέχεια πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Μάνης και αργότερα, μέσω Μυστρά - Καλαμάτας - Οιτύλου και Μέσα Μάνης, έφυγε για τα Γιάννενα και εκείθεν στην Κωνσταντινούπολη.
Κατά τον Ιωάν. Γ. Γιαννόπουλο (βλ. σχετ. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή εις την Λευκάδα, Εταιρία Λευκαδικών Μελετών, Επετηρίς, τόμος Β', 1972, Αθήναι 1973. σελ. 377 κ.ε.), ο Τσελεμπή, που πέθανε στα 1684, άφησε περιηγητικό έργο με τον τίτλο Seyahat- Name (Βιβλίο Ταξιδίων) ή Ta' Rih-i Seyat (Ιστορία του Ταξιδιώτη), που εκδόθηκε σε δέκα τόμους και καλύπτει έξι χιλιάδες περίπου σελίδες.
Στην Τουρκία το έργο του εθεωρήθη άξιο, μόνο για να διασκεδάζει τις γυναίκες του χαραμιού, όμοια με τα παραμύθια της Χαλιμάς «Χίλιες και μια Νύχτες», ενώ στην Ευρώπη, οι γνώμες υπήρξαν αντιφατικές:
Ο Χάμμερ, που ανακάλυψε το πρώτο του χειρόγραφο, το εθεώρησε σαν "το πλέον αξιόλογον και ευτυχές εξ όλων των χειρογράφων της Ανατολής" και μετέφρασε τους δυο πρώτους τόμους του στην αγγλική. Ο A. D. Mordtmann, στα 1863, αντίθετα, έκρινε τον συγγραφέα σαν "ανόητο και μέγαν καυχηματίαν, του οποίου οι ειδήσεις δεν περιέχουν ούτε ίχνος αληθείας». Ανεξάρτητα όμως από αυτές, το έργο τον Τσελεμπή έγινε επανειλημμένα αντικείμενο μελέτης από πολλούς και αξιόλογους επιστήμονες που αναγνωρίζουν ότι η πρόθεση του συγγραφέα είναι μεν κυρίως η τέρψη του αναγνώστη, αλλά ότι πέραν τούτου, διαπιστώνεται ότι περιέχει πολλές και πολύτιμες γεωγραφικές, αρχαιολογικές, εθνολογικές και ιστορικές πληροφορίες, τις οποίες ο μελετητής πρέπει να δέχεται με μεγάλη επιφύλαξη και έπειτα από προσεχτική κριτική επεξεργασία.



Την αλήθεια δε αυτή, έχουμε πάντα υπόψη μας, κατά τον σχολιασμό των ειδήσεων του περιηγητή για την Αρκαδιά, που ακολουθούν μετά την παράθεση του κειμένου του.
Στην πορεία του από τη δυτική για τη νότια Πελοπόννησο, αναφέρει όσα χωριά συναντά στο διάβα του. Από τον Καγιάφα και τη Ζούρτσα4, με τη συνοδεία πενήντα Ρωμιών "ανδρείων παλληκαριών" μέσα σε πορεία τριών ωρών προς τα νότια, πέρασαν το ποτάμι Μποζ (=Μπούζι) που πηγάζει από τα βουνά της Αρκαδίας και χύνεται στη θάλασσα. Μετά από πορεία άλλων τριών ωρών, έφτασε στο Κάστρο της Αρκαδιάς.
Οι πληροφορίες που μας άφησε για το κάστρο, και γενικώτερα για την πόλη, είναι πάρα πολύ φτωχές, αλλά όμως αρκετά σημαντικές και διαφωτιστικές, οι οποίες αφού σχολιαστούν και παραβληθούν με άλλες που γνωρίζουμε από άλλες πήγες, θα μας δώσουν μια νέα γνώση, μια άλλη, πιο ζωντανώτερη αλλά και τελείως άγνωστη μέχρι τώρα εικόνα της Κυπαρισσίας της εποχής του 1668. Πρώτα, όμως, Θα δώσουμε το κείμενο του οδοιπορικού, το οποίο έχει ως εξής:

ΙΙ
Το Φρούριο της Αρκαδιάς
Κατακτήθηκε το 906 (=1500) από το σουλτάνο Βελή Βαγιαζίτ. Είναι χάσι5 του πασά του Μοριά, έχει πληρωμή από τριακόσια άσπρα (:ακτσέδες)6. Είναι καζάς ιερός και έχει τους απαραίτητους δημόσιους αξιωματούχους: αρχηγό των γενίτσαρων, εισπράχτορα φόρων, αρχιτέκτονα, εισπράχτορα του κεφαλικού φόρου και κετχουντά7 της πόλεως και ένα φρούραρχο που επιβλέπει τους Ρωμιούς... και ενενήντα πολεμιστές του φρουρίου. Το φρούριο είναι στην παραλία, σε απόσταση βολής πυροβόλου. Στην άκρη του χωριού Τζουμά. Τάφροι γύρω δεν υπάρχουν. Ο περίβολος είναι 2.000 βήματα. Έχει δύο πατώματα, γεμάτα μέσα τείχη. Το μέσα τείχος είναι γερό. Μέσα στο φρούριο υπάρχουν ογδόντα κεραμιδοσκέπαστα σπίτια και έχει μια πόρτα που βλέπει στην ανατολή. Μπροστά σ’ αυτή την πόρτα είναι ένα τζαμί του σουλτάνου Σουλεϊμάν, και στο μέσα μέρος της μεγάλης πύλης υπάρχει μια βρύση.



Έξω  προάστια.

Υπάρχουν τριακόσια πετρόχτιστα, κεραμιδοσκέπαστα σπίτια σε απρόσιτα και βραχώδη μέρη. Ο λαός αυτής της πολιτείας, από το φόβο των Φράγκων, τα σπίτια τα έχει μετατρέψει σε κάστρα με πολεμίστρες. Στους δρόμους του δε μπορεί να μπη ο εχθρός. Μέσα στην πόλη υπάρχουν πενήντα παζάρια και αγορές. Μπροστά στα μαγαζιά υπάρχουν πλατάνια και κληματαριές (που τα σκεπάζουν). Έχει τζαμιά, ένα μεντρεσέ, δύο σχολεία, ένα τεκέ, ένα χαμάμ, που άλλοτε δουλεύει και άλλοτε όχι. Το απόγεμα, όταν χτυπάει ο ήλιος τα βραχώδη βουνά, κάνει πολλή ζέστη. Όμως ο λαός είναι εύρωστος και πολύ αγαπητός. Έχει θαυμάσια νερά. Μέσα στην αγορά υπάρχει μια βρύση που το νερό της είναι νέκταρ και που όμοιο του δεν υπάρχει σ' όλο το Μοριά, και έχει μιαν επιγραφή (σε αραβικά) : «Ο Χατίφ είπε τη χρονολογία αυτής της βρύσης του Κεβσέρ8. Άνθρωπε, πιές για την ευεξία και για το όνομα του Χουσεΐν, 1016»9.
Η πόλη έχει αμέτρητα αμπέλια και κήπους. Τα λεμόνια είναι περίφημα, τα νεράντζια, τα ρόδια, τα σύκα, κεμπάτ, ελιές σαν χουρμάδες, τρώγονται φρέσκες και δεν είναι πράγματι πικρές. Όμοιό του μπαμπάκι δεν υπάρχει. Από λευκό μπαμπακερό ύφασμα πουκάμισα που ζυγίζουν είκοσι δράμια τοποθετούνται σε καλάμια και τα στέλνουν δώρο στους πατισάχ, στους κράληδες και στους μεγάλους. Όμοια μόλις στην πόλη της Τραπεζούντας υπάρχουν.
Αφού σεργιανίσαμε την πόλη αυτή την Αρκαδία, περνώντας από φοβερούς γκρεμούς και λαγκάδια, νότια, στη δεξιά πλευρά και πίσω από το μπογάζι του νησιού Βουράντ10: Είναι κοντά στο νησί του Μοριά. Απέχει, από το φρούριο Ναβαρίνο εννέα μίλια. Είναι όλο βράχια. Οι Φράγκοι το λένε Πράντνα. Στην παραλία έχει κατερειπωμένη εκκλησία, στην οποία τα πλοία δένουν τα παλαμάρια τους. Εδώ γλιτώσαμε από τη φρεγάτα των απίστων".

Η Αρκαδιά στην περίοδο της δεύτερης Τουρκοκρατίας

ΙΙΙ
Από το κείμενο του οδοιπορικού, πληροφορούμεθα, λοιπόν, ότι:
Α. Ο καζάς (=επαρχία) της Αρκαδίας ήτανε «καζάς ιερός», δηλαδή «χάσι», ιδιοκτησία της σουλτανικής οικογένειας, και απέδιδε στο βασιλικό ταμείο 100.000 άσπρα το χρόνο. Ανάλογες ιδιοκτησίες υπήρχαν και σε άλλα εύφορα μέρη της Μεσσηνίας, όπως λ.,χ. τα «Ιμπλάκικα» χωριά (στην περιοχή Μικρομάνης - Ναζήρι), που και αργότερα η περιοχή αυτή κράτησε την ονομασία «Επαρχία Εμπλακίων». Επίσης και ο κάμπος της «Μπραντίτσας» (και Μπραδίτσας) στην περιοχή Μελιγαλά - Μερόπη - Οιχαλία - Ζευγολατιού, ήταν ιδιοκτησία της Βαλιδέ σουλτάνας. Ονομάζει δε τον καζά «ιερό», ακριβώς γιατί ανήκε στο ιερό πρόσωπο του Σουλτάνου, που σαν αντιπρόσωπος του Προφήτη, αντλούσε τη δύναμή του από αυτόν, και κατά συνέπεια, ο όρος «ιερός» ταυτίζεται με το πρόσωπο και την οικογένεια του Σουλτάνου. Εξ αιτίας του γεγονότος αυτού άλλωστε, δικαιολογείται και η σύναξη τόσων αξιωματούχων στην πρωτεύουσα του καζά. Η αναφορά δε του κειμένου, στο ότι ο καζάς ήτανε "χάσι του Πασά του Μοριά", που ομιλεί το κείμενο, νομίζω πως εννοεί την υψηλή προσωπική επιστασία και προστασία του Πασά του Μοριά στη διοίκηση και διαχείριση της σουλτανικής περιουσίας. Αυτή άλλωστε τη σκοπιμότητα εξυπηρετούσε και ο θεσμός του «Ναζίρη» στα Ιμπλάκια, ένα είδος φροντιστή και τοποτηρητή των συμφερόντων της σουλτανικής περιουσίας, που ήτανε, όμως υπεύθυνος και υπόλογος στην εξουσία του Πασά του Μοριά, στην Τρίπολη. Τα θέματα δε της ιδιοκτησίας στην εποχή της Τουρκοκρατίας, είναι πολύπλοκα και δύσκολα, γιατί αργότερα βλέπουμε ιδιοκτήτες στην Αρκαδιά, Τούρκους αξιωματούχους, αλλά και Έλληνες κοτζαμπάσηδες. Η εύφορη γη της Αρκαδιάς έτρεφε τους Τούρκους δυνάστες που ήσαν όλοι συγκεντρωμένοι στην πόλη κι έτσι εξηγείται και ο μεγάλος αριθμός των τούρκικων οικογενειών, ενώ οι λίγοι Έλληνες τόσο στην πόλη όσο και στα χωριά του κάμπου, ήσαν οι καλλιεργητές δουλοπάροικοι της γης τους. Γενικότερα, όμως, η εξέταση και μελέτη των ιδιοκτησιών στην Κυπαρισσία είναι ένα πολύ περίπλοκο θέμα και χρειάζεται ιδιαίτερη εμπεριστατωμένη έρευνα και σε βάθος, που θ’ αποκαλύψει έτσι ενδιαφέρουσες πτυχές του οικονομικού και κοινωνικού βίου των υποδούλων ραγιάδων προγόνων μας.


Άποψη της Κυπαρισσίας με το κάστρο, 1831-1838

Β. Για το χωριό Τζουμά. 
Το κείμενο του οδοιπορικού αναφέρει ότι το κάστρο είναι στην άκρη του χωριού Τζουμά, χωρίς κανένα άλλο στοιχείο που να μας φανερώνει τη θέση του. Κατ’ αρχήν το όνομα του χωριού δεν σώζεται στην τοπική παράδοση, ούτε και σαν τοπωνύμιο ακούγεται με τη φόρμα "Τζουμά".
Από ένα πρόχειρο τοπογραφικό σκαρίφημα της περιοχής της πόλης, διαπιστώνουμε ότι η άκρη του κάστρου βλέπει προς την "Πάνου Ρούγα" και το "Μισόβουνο", που μέχρι χθες ακόμα, τα ερείπια των σπιτιών του, ήσαν όρθια. Δεξιώτερα και πλησίον της "Γελουδιώτισσας" υπάρχει μια εκτεταμένη περιοχή, που από επιτόπιο επίσκεψή μου, διαπίστωσα ότι είναι γεμάτη από όστρακα μεσαιωνικών κεραμιδιών και ερείπια σπιτιών που οι πέτρες τους χρησιμοποιήθηκαν για πεζούλες από τους ιδιοκτήτες των εκεί χωραφιών.
Κάτω από την αριστερή άκρη του "Μισόβουνου" υπάρχει η "Βρύση του Τζέμου". Πιο ψηλά από "Μισόβουνο" είναι ο λόφος που στην κορυφή του είναι η εκκλησία αη- Γιώργης. Πάνω και ΒΑ του λόφου του "αη- Γιώργη" είναι του "Τζουμέρη τα Βράχια".
Απ’ όσα αναφέραμε, συμπεραίνουμε ότι το χωριό πρέπει να υπήρχε από τα ριζά του "Μεσόβουνου" και πέρα, προς τη "Γελουδιώτισσα". Μας είναι δε άγνωστο πότε και από ποιούς κατεστράφει, είναι όμως ενδεχόμενο και περισσότερο πιθανό, να κατεστράφει στα Ορλωφικά, που η πόλη έπαθε μεγάλες συμφορές.
Από τα τοπωνύμια που αναφέραμε, δυο είναι εκείνα που μας ενδιαφέρουν: Του "Τζουμέρη τα Βράχια" και η "Βρύση του Τζέμου". Το όνομα "Τζουμέρης" είναι υποκοριστικό του ονόματος Τζουμάς ή Τζουμής, γεγονός που σημαίνει ότι έχουν στενή συγγένεια μεταξύ τους, και υποψιαζόμαστε ότι:
1) Ενδεχομένως ο Τσελεμπής να το έγραψε λανθασμένα "Τζουμά", όπως λανθασμένα έχει γράψει και άλλες τοποθεσίες στο οδοιπορικό του, και
2) ότι το τοπωνύμιο "Τζουμέρη τα Βράχια" να υπήρχε και στην εποχή του χωριού, και ο Τζουμέρης να είναι γιος του Τζουμά.
Το όνομα "Τζέμου" μας υποψιάζει ότι λόγω φωνητικής συγγένειας, να έχει κάποια σχέση με το όνομα του χωριού, στην περίπτωση που ο Τσελεμπής έχει κάνει λάθος. Τα ονόματα "Τζουμά" και "Τζέμου" ακούγονται σαν τοπωνύμια και σε άλλα μέρη της Μεσσηνίας, (όπως λ.χ. "Τζούμιζα" στου Μελιγαλά) αλλά και σαν επώνυμα (Τζουμής και Τζουμάκας) και παρωνύμιο (Τζιούμας στη Ρεμματιά (= Λούμι). Τζέμη λέγανε το μεγάλο μεσαιωνικό χωριό δίπλα από τη Μονή Βουλκάνου, που κατεστράφει από τους Τούρκους.


Γ. Για το κάστρο, αναφέρει ότι δεν είχε γύρωθεν τάφρους, ότι ο περίβολός του είναι 2.000 βήματα και ότι έχει δυο "πατώματα γεμάτα μέσα τείχη". Ασφαλώς, με τη λέξη "πατώματα" εννοεί το υπερυψούμενο δεύτερο εσωτερικό τείχος, που σε συνέχεια λέγει ότι είναι «γερό» (=ισχυρό)11. Ενδιαφέρουσα είναι και η πληροφορία ότι μέσα στο κάστρο υπάρχουν ογδόντα κεραμιδοσκέπαστα σπίτια, που ασφαλώς θα στέναζαν τις οικογένειες των ενενήντα πολεμιστών του φρουρίου.
Η πύλη του φρουρίου ήταν στο ανατολικό μέρος του τείχους και έκλεινε μέσα τη σημερινή "Βρύση του Πλάτανου". Φαίνεται πως το φρούριο επεκτείνετο προς ανατολάς και η πύλη του έβλεπε μπροστά στο σημερινό τζαμί, που ο Τσελεμπή ονομάζει, του "Σουλτάνου Σουλεϊμάν" και προς τα βόρεια, που τα σημερινά χαλάσματα δικαιολογούν την ύπαρξη της Β πλευράς πιο εκτεταμένης και εκτεινομένης, έστω κι αν σήμερα φαίνονται σαν ερείπια σπιτιών. Τα σπίτια αυτά είναι χτίσματα μεταγενέστερα, μετά την Επανάσταση του 1821.

Δ. Το τζαμί του «Σουλτάνου Σουλεϊμάν», βρίσκεται και σήμερα ανατολικά του κάστρου, μπροστά, όπως είπαμε, της κεντρικής πύλης του φρουρίου.
























Είναι αθέατο στο σημερινό επισκέπτη, γιατί περιβάλλεται από άλλα εκεί γύρω σπίτια, μέσα στην αυλή, του σπιτιού του Παναγιώτη Αντωνόπουλου ή Κάμπρα (εικ. δεξιά), ο οποίος, προς τιμή του, το προσέχει και δεν επιτρέπει να του προξενήσουν καμιά βλάβη. 
Έχει μικρές διαστάσεις, με γκρεμισμένο τον τρούλο του, και το μιναρέ, του οποίου δεν έχουν εντοπιστεί τα θεμέλιά του.
Βρισκότανε όμως αριστερά του Τζαμιού, αν κρίνουμε σωστά, από την γκραβούρα του Ρ. Μ. Coronelli του 1686. 
Ο τρούλος του κατεστράφει στην Επανάσταση του 1821, γιατί το μολύβι της εξωτερικής επένδυσής του, χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες σε πολεμικό υλικό, του Αγώνα για την ελευθερία. Από την επιτόπια επίσκεψή μου, διεπίστωσα ότι είναι ένα θαυμάσιο αρχιτεκτονικό μνημείο, που πρέπει και επιβάλλεται να τύχει φροντίδος και να διατηρηθεί. 


Οι ζημιές του είναι προς το παρόν ελάχιστες και μόνο η φροντίδα της Δημαρχιακής Αρχής χρειάζεται για να αποκατασταθούν οι ζημιές και να ευρύνει ο αύλειος χώρος του κομψού αυτού μνημείου της ιστορίας της πόλης, που τελικά, μπορεί να εξυπηρετήσει και μια πρακτική ανάγκη του Δήμου.
Η παράδοση αναφέρει, ότι υπήρχε και άλλο μικρότερο τζαμί στη θέση που είναι σήμερα το ερειπωμένο σπίτι του Καλογερόπουλου. Από γκραβούρα του Coronelli του 1686, που αναφέραμε και πιο πάνω, παρατηρούμε ότι υπήρχε και άλλο τζαμί μέσα στο κάστρο κοντά στη μεσαία ντάπια, που δεν αναφέρει ο Τσελεμπή. Επίσης λίγο πιο μέσα από τη σημερινή πύλη του κάστρου, προς τα δεξιά, υπάρχει κι άλλο θολογύριστο κτήριο, που ο λαός το θέλει για τζαμί (εικ. δεξιά). 
Δεν γνωρίζω αν έχει χτιστεί μετά την τυχόν καταστροφή του τζαμιού της μεσαίας ντάπιας ή εχρησιμοποιείτο για άλλους σκοπούς. Νομίζω πως για λίγο ή πολύ διάστημα εχρησιμοποιείτο και για μπαρουταποθήκη, από τους Τούρκους ή Βενετούς. 
Το γεγονός δε ότι υπήρχαν περισσότερα του ενός τζαμιά στην πόλη, πιστοποιείται και από το κείμενο του οδοιπορικού, που εκφράζεται σε πληθυντικό αριθμό, όταν γράφει ότι η πόλη "έχει τζαμιά", που ένα απ’ όλα (το πιο πιθανό είναι του «Σουλεϊμάν»), χρησιμοποιήθηκε για σχολείο στα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης του 1821.

Ε. Η "Βρύση του Πλάτανου" σήμερα βρίσκεται έξω από το κάστρο. Ο Τσελεμπή μας πληροφορεί ότι ήτανε μέσα στο κάστρο και μάλιστα "στο μέσα μέρος της μεγάλης πύλης". Έχει κατασκευαστεί από σκαλιστή πέτρα στον τοίχο του φρουρίου, και φέρει ανάγλυφη επιγραφή στα Αραβικά που δυστυχώς έχει μισοκαταστραφεί τελευταία από ανεύθυνους βάνδαλους, που σε μετάφραση λέγει τα εξής: "Διαβάτη πιες και δόξασε τον Αλλάχ"12. Λίγο πιο κει και σε μεταγενέστερη εποχή έχει χτιστεί και μια άλλη μεγαλύτερη, αλλά δεν γνωρίζω τη σκοπιμότητα της κατασκευής της από τους Τούρκους. Το νερό της βρύσης ερχόταν, κατά την παράδοση, από την πηγή "Ψυχρό", που από αυτή έχει ονομασθεί και το πάνω από την πόλη βουνό "Ψυχρό"13 και μας είναι άγνωστο πώς εδιωχετεύετο στη βρύση. Είναι όμως γεγονός ότι στην περιοχή του χωριού Μπλεμενιάνοι, υπήρχε αυλάκι κατασκευασμένο με πέτρες και σκεπασμένο με πέτρινες πλάκες. Είναι ενδεχόμενο, όμως, να είναι το αυλάκι που περνούσε το νερό πρώτα από την πηγή"Μελισσάκι" (ή και "Τζιβιδιά") και αργότερα από το κεφαλάρι των Βρυσών. Επίσης είναι διαπιστωμένο ότι όταν το νερό έφθανε κοντά στην πόλη, διωχετεύετο με κιούγκια μέχρι τη βρύση, και ικανοποιούσε τις ανάγκες σε νερό, του κάστρου.
 Ο ίδιος μας πληροφορεί, πως υπήρχε και άλλη μια βρύση στην αγορά "που το νερό της είναι νέκταρ και που όμοιο του δεν υπάρχει σ’ όλο το Μοριά". Το κείμενο κυριολεκτεί και γράφει "στην αγορά", δηλαδή το παζάρι, που και σήμερα είναι γνωστή η βρύση αυτή με την ονομασία "Παζαρόβρυση", που εξυπηρετούσε τις ανάγκες σε νερό, του παζαριού. Έχει νερό δικό της, πηγαίο, και η αρχική κατασκευή της από τους Τούρκους δεν υπάρχει σήμερα. Ο Τσελεμπή γράφει ότι η βρύση της "αγοράς" (=παζαράβρυση), έχει επιγραφή στα Αραβικά, που γράφει: "Ο Χατίφ είπε τη χρονολογία αυτής της βρύσης του Κεβσέρ. Άνθρωπε, πιές για την ευεξία και για το όνομα του Χουσεΐν. 1016".


α) Παζαρόβρυση β) Κρήνη Κάστρου γ) Τούρκικη βρύση στην οδό Πίσω Ρούγας
 
Στον καιρό της Τουρκοκρατίας, υπήρχαν και άλλες βρύσες που οι περισσότερες δεν είχαν δικό τους, αλλά της δεξαμενής από άλλες πηγές της περιοχής της πόλης. Και αφού ο λόγος για τις βρύσες, θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά και σε άλλες, σπάνια δείγματα λαϊκής τέχνης., που στολίζουν τους παραδοσιακούς δρόμους της παλιάς και αξέχαστης για τους μεγάλους πόλης, που σαν σκοπό η αναφορά τους έχει, να υπενθυμίσει και στους νέους να εκδηλώσουν το χρέος τους από σεβασμό για την ιστορία της αιώνιας πόλης, την αγάπη και τη φροντίδα τους, για να στέκονται και στούς ερχόμενους αιώνες, όρθιες και αν είναι δυνατόν και ζωντανές. Όλες τους είναι κατασκευασμένες από σκαλιστή, πέτρα με σκαλιστές λεκάνες νερού, τις λεγόμενες κουτσιούλες ή καντάλια, και στη ντόπια διάλεκτο "πρόκι":
1) Στην "Πίσω Ρούγα", είναι δυο14, η μια είναι εντοιχισμένη σε τούρκικο αρχοντόσπιτο, δεξιά του δρόμου που κατεβαίνει από το κάστρο. Το νερό τους δεν γνωρίζω από ποια πηγή ερχόταν.
2) Του «Μπάσιογλη», κοντά στο Ηρώο, γιατί εκεί ήτανε το σαράϊ του τελευταίου Βοεβόδα της Αρκαδιάς. Το σαράϊ των προηγουμένων Βοεβοδών ήτανε στην περιοχή του Πλάτανου.
3) Η "Σταφιδόβρυση" έχει δικό της νερό, και είναι πολύ παλαιά βρύση στην "Πάνου Ρούγα". Το νερό της βγαίνει από τους βράχους.
4) Στο δρόμο για την "Πάνου Ρούγα", δεξιά της "Σταφιβόβρυσης", είναι η "Βρύση του Ντάγκα"15, που δεν έχει δικό της νερό.
5) Η βρύση της "Πρόκας", που το νερό της ερχόταν από τη δεξαμενή της Γελουδιώτισσας.
6) Η "Βρύση του Μαχαίρα", που κι αυτή έπαιρνε νερό από τη δεξαμενή της Γελουδιώτισσας, την κατέστρεψαν τελείως για να χρησιμοποιήσουν τις πέτρες της για μανδρότοιχους. Από τη δεξαμενή της "Γελλουδιώτισσας", που τροφοδοτείται με το νερό της εκεί πλησίον ομωνύμου πηγής, έδιναν νερό και σε άλλες βρύσες σε διάφορα σημεία της πόλης, που κατεσκεύασε κατά παραδοσιακό τρόπο, με την προσθήκη, όμως, αντί πέτρινων δεξαμενών (=καντάλια), σωλήνες νερού, ο Δήμαρχος Δημ. Ζήρας.
7) Βρύση του Παπά (πλάι στο σπίτι του Αγγελή Φιλντισάκου).
8) Βρύση του Παπαδιάδη ή "Μανιάτη", κοντά στο σχολείο του Βέργη.
9) Η βρύση "Πηγαδούλι", με δικό της τρεχούμενο νερό.
10) Η βρύση πίσω από το ιερό της "Μητρόπολης" δεν έχει δικό της νερό.


Γκραβούρα οθωμανικής οικίας με θέα το κάστρο της Αρκαδιάς 1823

ΣΤ. 
Στα "Παζάρια και αγορές" αναφέρεται το κείμενο του οδοιπορικού και γράφει ότι υπήρχαν στην πόλη "πενήντα παζάρια και αγορές". Εδώ πρέπει, κάποιος να έχει λάθος. Γιατί η τουρκική λέξη παζάρι (=ΡΑΖΑR) σημαίνει αγορά. Ο Τσελεμπή, σαν Τούρκος, γνωρίζει άριστα τη σημασία της λέξης "παζάρι", καθώς και της λέξης "μπακάλικο". Με τη λέξη "παζάρι" εννοούμε και σήμερα στα χωριά μας, τη λαϊκή αγορά που γίνεται κάθε βδομάδα σε έναν ορισμένο τόπο. Με τη λέξη "αγορά", εννοούμε τον τόπο που υπάρχουν τα "μπακάλικα" (=καφε-παντοπωλεία) και συνήθως την πλατεία του χωριού στην οποία είναι τα μπακάλικα.
Συνεπώς, νομίζω πως ο αριθμός των πενήντα παζαριών και αγορών είναι υπερβολικός, και πρέπει να έχει γίνει λάθος στη μετάφραση του κειμένου. Υποψιάζομαι δε ότι ο συγγραφέας με τη λέξη "αγορές" θα .εννοεί τα "μαγαζιά", τα καφε-παντοπωλεία, γιατί σε συνέχεια γράφει ότι "μπροστά στα μαγαζιά υπάρχουν πλατάνια και κληματαριές που τα σκεπάζουν", όπως όμοια και σήμερα στα χωριά μας στεγάζονται τα καφε-παντοπωλεία.
Ζ. Στη γκραβούρα του Coronelli του 1686, κάτω και δεξιά του κάστρου, υπάρχει ένα ολόκληρο συγκρότημα κτηρίων σε μεγάλο μέγεθος και έκταση, που εντοπίζονται σήμερα στην περιοχή που ονομάζει ο λαός στον "Κήπο του Δεσπότη". Τα κτήρια αυτά πρέπει να ανήκουν στην εποχή της Φραγκοκρατίας, τα οποία εχρησιμοποίησαν και οι Τούρκοι. Εδώ πρέπει να τοποθετηθούν: 1) ο Μεντρεσές, 2) τα δυο σχολεία, 3) ο Τεκές και 4) το Χαμάμ, που αναφέρει ο Τσελεμπή:
1) Απ’ ό,τι γνωρίζω, λίγες πόλεις είχαν Μεντρεσέ, δηλαδή ιεροδιδασκαλείο που σπούδαζαν οι. Καδήδες (=ιεροδικαστές) επί 20 χρόνια. Ο Καδής (Κατή, τον λέγει ο λαός μας), ο δικαστής, δηλαδή, δίκαζε και έβγαζε αποφάσεις σύμφωνα με τον ιερό νόμο, το Κοράνιο. Η παλιά Αρκαδιά είχε Κατή, που δίκαζε στον "Πλάτανο", όπως μας πληροφορεί και το γνωστό δημοτικό τραγούδι.
2) Τα δυο σχολεία, που αναφέρει ο συγγραφέας, είναι τούρκικα και όχι ελληνικά, και τούτο γιατί ο περιηγητής αναφέρεται κυρίως σε ό,τι αφορά τους Τούρκους,
3) Ο Τεκές, το μοναστήρι των Τούρκων καλογήρων, των Ντερβίσηδων, δεν μπορώ μετά θετικότητος να το τοποθετήσω στην περιοχή αυτή, γιατί αυτό, από τη φύση του προϋποθέτει την ύπαρξη τζαμιού, που στην περιοχή αυτή δεν υπάρχουν ερείπιά του, ούτε και η παράδοση αναφέρει σχετικώς. Πιθανόν, όμως, να υπήρξε εκεί και να μην υπάρχουν οι σχετικές πληροφορίες. Το πιο πιθανό είναι να υπήρξε εκεί όπου το μικρό τζαμί που αναφέραμε, στο ερειπωμένο σπίτι του Καλογερόπουλου.



4) Το Χαμάμ, που αναφέρει ότι "άλλοτε δουλεύει και άλλοτε όχι", υπάρχει και σήμερα, λίγα μέτρα κάτω από την "Παζαρόβρυση". Διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση, είναι θολογύριστο, και χρησιμοποιείται για σταύλος γαϊδάρου. Το κτήριο ανήκει στο Δήμο, και θα πρέπει να ενδιαφερθεί η Δημοτική Αρχή, να το επισκευάσει και κυρίως να το σκεπάσει και να το διατηρήσει.
Γενικά όλα αυτά, και τα άλλα τούρκικα δημόσια κτίρια κι ιδιωτικά σπίτια, εργαστήρια, ελαιοτριβεία, φούρνοι κλπ., μετά την απελευθέρωση της πόλης, ανήρχοντο σε 480 και είναι γνωστά με την ονομασία "Εθνικαί οικοδομαί"16.

Η. Η αναφορά του χρονικού, στα αμπέλια, τα λεμόνια, τα νεράτζια, τα ρόδια και τα σύκα, που υπάρχουν στην πόλη, δεν εκπλήσσουν, γιατί υπάρχουν και σήμερα στα περιβόλια και τους κήπους της. Εκείνο που εκπλήσσει είναι η πληροφορία ότι υπήρχαν ελιές "σαν χουρμάδες, που τρώγονται φρέσκες και δεν είναι πράγματι πικρές". Αυτές οι ελιές, φυσιολογικά έπρεπε να υπάρχουν και σήμερα, δεδομένου ότι η ελιά είναι μακρόβιο δένδρο. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι κατεστράφησαν στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, η άποψη αυτή πάλι δεν ευσταθεί, γιατί παρά την καταστροφή που προξένησε ο Ιμπραήμ στις ελιές, εν τούτοις γλύτωσαν πάρα πολλές, και ανάμεσα στις άλλες, έπρεπε να γλυτώσουν έστω και ελάχιστες από την ποικιλία αυτή που αναφέρει ο συγγραφέας. Συνεπώς, την πληροφορία αυτή, βλέπω, αν όχι σαν παραμύθι, τουλάχιστον με μεγάλη επιφύλαξη.
Θαυμασμό πράγματι προκαλεί η πληροφορία της λεπτότητας του μπαμπακερού υφάσματος, που ένα πουκάμισο ζύγιζε 20 δράμια και χωρούσε σε μια "σούμπα" (=κομμάτι καλάμι, το μεταξύ δυο κόμπων) και ότι σαν αυτό το μπαμπάκι, "όμοιό του δεν υπάρχει". Είναι γνωστό, πως η παράδοση για την καλλιέργεια της ποιότητος αυτής του μπαμπακιού, που αναφέρει το οδοιπορικό, διεκόπη, από άγνωστη αιτία και δεν διετηρήθη στα μεταγενέστερα χρόνια. Πιο πιθανή θέση για την καλλιέργεια του μπαμπακιού αυτού, υπήρξε η περιοχή που βρίσκεται σήμερα η "Κάτω Πόλη", γιατί ήταν υγρότοπος (=βαρικός) και η περιοχή που ποτίζεται από το κεφαλάρι των Βρυσών, ή άλλων πηγών.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, η παραγωγή σε βαμπάκι ανέρχεται σε 17600 οκάδες το χρόνο. (Βλ. σχετ. Τόμος Γκόρντον, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 1, Λονδίνο 1844, στό παράρτημα της εισαγωγής).


ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΥΛ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΔΟΣ, Αθήνα, Γενάρης 1983
"Τριφυλιακή Εστία", τεύχος 49- 50, 1983.

Υποσημειώσεις:
1. Θανάση Π. Κωστάκη: Ο Εβλιγιά Τσελεμπή στην Πελοπόννησο στα "Πελοποννησιακά" τόμ. ΙΔ', σελ. 238- 306. Μια θαυμάσια προσφορά του συγγραφέα στην ιστορική έρευνα, με εισαγωγή και σχόλια στο κείμενο, που το μετέφρασαν ειδικοί γνώστες της παλιάς αραβικής γραφής της Τουρκικής γλώσσας και με πλούσια βιβλιογραφία. Το απόσπασμα του οδοιπορικού, σε ό,τι αφορά την Αρκαδιά, είναι παρμένο απ’το κείμενα της μελέτης του παραπάνω συγγραφέα.
2. Τσελεμπής και Τσελεπής. Τίτλος που εδίδετο αρχικά στους Σουλτανόπαιδες και αργότερα στον αρχηγό των Μεβλεβήδων. Μεταφορικά σημαίνει: άρχοντας, αφέντης, αφεντικό, Η λέξη πέρασε και στην Ελληνική, κυρίως στούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, που αποκαλούσαν οι γυναίκες Τσελεμπή τον άνδρα τους, και χαϊδευτικά το παιδί τους.
 Στις αρχές του 19ου αιώνα στις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές υπήρχε η κοινωνική τάξη των "Τσελεμπήδων", δηλαδή των ευγενών, των αρχόντων, των τζορμπατζήδων. (Βλ. σχ. «Αρχείον» Θράκης, τόμ. Ε', σελ. 69).
3. Βλ. Επίτομον Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Πάπυρος - Λαρούς, Τμήμα Ιστορικόν Γεωγραφικόν, σελ. 284.
4. Η Ζούρτσα της Ολύμπιος, κείνο τον καιρό "ανήκει διοικητικό στον Καζά (= επαρχία) της Αρκαδιάς και είναι ναχιέ (=υποδιοίκησις με 10- 15 χωριά, δήμος) του εν λόγω Καζά. (Βλ. Θαν. Κωστάκη, ό,π., σελ. 258).
5. Χάσι = Ιδιοκτησία που ανήκει στην αυτοκρατορική οικογένεια, δημόσια γη που είναι στην κατοχή του ηγεμόνα, των παιδιών του και του αρχηγού τού στρατού. Στο κείμενο, αν και γράφει ότι το φρούριο της Αρκαδιάς "είναι χάσι του Πασά του Μοριά", εν τούτοις πρέπει να εννοεί, την πόλη. Παρακάτω λέγει ότι "είναι καζάς ιερός", δηλαδή η επαρχία, μαζί με την πρωτεύουσα τού, ανήκει στο Σουλτάνο. Ο όρος "ιερός" δεν αφήνει αμφιβολία, ότι και η γη ανήκει στο Σουλτάνα, παρ' όλο πού όπως αναφέρεται πιο πάνω "είναι χάσι του Πασά του Μοριά", τούτο έχει την έννοια της υψηλής προστασίας και φροντίδας του Πασά του Μοριά. Σε αντίθετη περίπτωση ο όρος «ιερός» δεν θα είχε κανένα νόημα.
6. Ακτσές ή άσπρο = ασημένιο νόμισμα. Στα μέσα του 17ου αιώνα περιείχε 70% ασήμι, στο 1649 άξιζε 1 χρυσό = 118 ή 120 άσπρα, στα 1695- 1703 το χρυσό άξιζε 300 άσπρα. Ένα άσπρο = 1/3 του παρά = 1 πιάστρο ή γκουρυός = γρόσι. Τα πιάστρο πρωτοκόπηκε επί Μουράτ Γ’ και ήταν ίσο με 1/2 ισπανικό τάληρο = 1/2 βενετσάνικο τάληρο, που λεγόταν ασλανί (τουρκ. Aslan = λιοντάρι) ή τάληρο του λιονταριού, από το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, που εικονιζόταν στη μιά του όψη.
7. Κετχου(ν)τά: α) ’Έμπιστος διεκπεραιωτής υποθέσεων υψηλών πολιτικών προσώπων και πλουσίων, β) Βοηθός του σατραζάν = πρωθυπουργού, κεχαγιάς, αντιπρόσωπος ή επικεφαλής μιας συντεχνίας. Αντιπροσώπευε τους κατοίκους μιας πόλης στις σχέσεις τους με τη διοίκηση, επέβλεπε την είσπραξη της δεκάτης και των άλλων φόρων, επιθεωρούσε τους στρατεύσιμους και συγκέντρωνε χρήματα για τις εκστρατείες, εισπράττοντας ορισμένο χρήματα από τους κατοίκους.
8. Κεβσέρ = Το ποτάμι του Μωαμεθανικού Παραδείσου, που αναφέρει το Κοράνιο.
9. Χουσεΐν = Γιος του Αλή. Ο Αλής είναι γαμπρός του Μωάμεθ και ένας από τους πρώτους πιστούς, και λατρεύεται σαν άγιος. Ο κ. Θ. Π. Κωστάκης, γράφει πως η κ. Π. Στάθη μεταφράζει την επιγραφή ως εξής: «Αυτού του παραδεισένιου νερού την ιστορία την είπε ο Χαατίφ. Πιες στην αγάπη του Χουσεΐν, ω μεγάλη και υγιής ψυχή».
10. Βουράντ και παρακάτω «Πράντνα» = η νήσος Πρώτη.
11. Ο Ράντολφ που επεσκέφθη το κάστρο στα χρόινια 1671- 1679, δηλαδή μετά από 11 χρόνια από τον Τσελεμπή, γράφει επί λέξει το εξής: «Το κάστρο κι η πόλη βρίσκονται πάνω σ’ ανώμαλους βράχους, κάτω από ψηλά βουνά. Το κάστρο έχει μείνει ανεπισκεύαστο και δεν μπορεί να καταστεί ισχυρό ώστε ν' αντισταθεί σ' οποιονδήποτε εχθρό, έτσι καθώς δεσπόζουν τα βουνά από πάνω του. Η πόλη είναι μικρή και όχι πολύ κατοικημένη». (Βλ. R. Randolph: Ο Μοριάς στα χρόνια της Τουρκοκρατίας 1671- 1679, «Τριφυλιαική Εστία», τόμος Ε'- 1979- σελ. 8).
12. Βλ. Στάθη Ηλ. Παρασκευόπουλου: Η Κυπαρισσία (Αρκαδιά) και ο Κωστής Παλαμάς, σελ. 24.
13. Το βουνό «Ψυχρό» πάνω από την πόλη έχει από αριστερά του άλλες δυο κορφές: Του Άη Βλάσση, του Άη Λιά και ο Ψυχρός με κορυφή: του τις «Αριές». Στην αριστερή του πλευρά είναι η πηγή "Ψυχρό", που κατά ,την παράδοση, το νερό της το έφερναν στη «Βρύση του Πλάτανου» στο Κάστρο. Το νερό της πηγής αυτής είναι τόσο κρύο (=ψυχρό), ώστε δεν πίνεται εύκολα. Δεξιά, μετά το Ψυχρό, προχωρεί η οροσειρά με τις βουνοκορφές του Γεράνιου (πάνω από το χ. Μαλενίτη, μια ώρα από την πόλη, που οποιαδήποτε ώρα κι αν το κοιτάξεις φαίνεται γεράνιο και μόνο στα ηλιοβασιλέματα έχει χρώμα μαβί) και της Αγίας Βαρβάρας.
14. Στην "Πίσω Ρούγα" υπάρχουν δυο βρύσες. Η μια είναι χωμένη στο χώμα το καντάλι της, και πιο κάτω η άλλη η εντοιχισμένη στο τούρκικο αρχοντικό, που είναι γνωστή με το άνομα του «Σκλίβα», από το εκεί κοντά σπίτι του Σκλίβα, παρωνύμιο του Χρίστου Χριστακόπουλου.
15. «Βρύση του Ντάγκα» ή και "Σντάγκα", που χρωστά το όνομά της από το παρωνύμιο του εκεί δίπλα διαμένοντος Ντάγκα. Για το Ντάγκα λέγεται ότι ήταν ένας κομψευόμενος νέος, με στενό παντελάνι, και παπούστια μυτερά με ψηλό τακούνι (από στόματος Β. Ματσινοπούλου).
16. Βλ. I. Μ. Χατξηφώτη: «Εθνικές οικοδομές» στην Κυπαρισσία, στο περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», αριθ. τεύχους 171 / Σεπτέμβρης 1982, σελ. 127.