.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Οι ανασκαφές στο Επιτάλιον Τριφυλίας


Είς μικράν απόστασιν πρός Ν. της οδογεφύρας του Αλφειού, δεξιά της εθνικής οδού Πύργου - Κυπαρισσίας, η οποία διέρχεται παρά τους Δ. πρόποδας των λόφων «Αγιωργίτικα» Επιταλίου, απεκαλύφθησαν τυχαίως, κατά τας εργασίας διανοίξεως της κυρίας αρδευτικής διώρυγος του φράγματος Αλφειού, ερείπια αρχαίων οικοδομημάτων (ΑΔ 22 (1967): Χρονικά, σ. 210-11).
Η τυχαία αυτή αποκάλυψις εγένετο αιτία να διενεργηθή, δαπάναις του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα, διαρκέσασα από 1ης Αυγούστου μέχρι 30ής Νοεμβρίου 1967 (πρβλ. και AAA I (1968), σ. 201- 204). Ο χώρος της αρδευτικής διώρυγος, εντός του οποίου επεσημάνθησαν αρχαιότητες, καλύπτει έκτασιν μηκ. 800 και πλ. 30μ. περίπου. Η τεραστία αύτη έκτασις δεν ήτο βεβαίως δυνατόν να ερευνηθή πλήρως κατά το τρέχον έτος. Η ανασκαφή περιωρίσθη κυρίως είς τέσσαρα τμήματα, τους Τομείς I, II, III και IV (Πίν. 120α Σχέδ. 1). Την άμεσον παρακολούθησιν της ανασκαφής είχον, πλην εμού, οι αρχαιολόγοι Γ. Μάντζιος και Ιω. Ψυχογυιού. Αι κατόψεις των Τομέων I και III εσχεδιάσθησαν υπό της αρχιτέκτονος Εύγ. Καστρίδου.


Τομεύς I
Απεκαλύφθη το ΝΔ. τμήμα ρωμαϊκού βαλανείου, το οποίον περιλαμβάνει τρία υπόκαυστα (Πίν. 120β) (είς το εν μόνον διατηρείται το δάπεδον του υπερκειμένου δωματίου) και μεγάλην ημικυκλικήν δεξαμενήν μετά μολυβδίνου αποχετευτικού αγωγού. Τα δύο εκ των υποκαύστων φαίνεται ότι προσετέθησαν μεταγενέστερον (+3ος αί.) είς το βαλανείον, του οποίου η αρχική μορφή δύναται, συμφώνως προς τα μέχρι στιγμής δεδομένα, να χρονολογηθή είς τους χρόνους του Αδριανού. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις και νεωτέρων (του +4ου αί.) προσθηκών και μετατροπών, περιωρισμένης όμως κλίμακος.
Παρά την Δ. εξωτερικήν πλευράν του βαλανείου διέρχεται αγωγός ύδατος (Σχέδ. 2) εστρωμένος δια κονιάματος εξ ασβέστου και άμμου και κεκαλυμμένος δια κεράμων στέγης (λακωνικών καλυπτήρων), εκκινών εκ λιθόκτιστου φρέατος, βάθ. 3.50 μ. περίπου, το οποίον αποχωματωθέν απέδωσεν εκ νέου καθαρόν ύδωρ (Πίν. 121α).
Προς Β. του βαλανείου απεκαλύφθη συγκρότημα συνεχομένων δωματίων (Πίν. 122β), τριών τουλάχιστον επαλλήλων φάσεων (από των αρχών του 2ου μέχρι του τέλους του +4ου αι.). Ιδιαίτερον ενδιαφέρον παρουσιάζει μέγα ορθογώνιον δωμάτιον (23X 22μ.), εντός του οποίου ευρέθησαν τέσσαρες πίθοι (Σχέδ. 2), δύο παρά την Ν. πλευράν του δωματίου και έτεροι δύο εκατέρωθεν της Β. εισόδου, αντιστοιχούντες προς δύο επιμήκη ορθογώνια κτιστά έδρανα, τα οποία ευρίσκονται εντός του παρακειμένου βορειοτέρου δωματίου (Πίν. 122α).
Πρόκειται μάλλον περί εργαστηρίου, του όποιου ο προορισμός δεν κατέστη εισέτι δυνατόν να εξακριβωθή· πάντως σχέσιν έχει προς την όπτησιν αντικειμένων εντός των πίθων και εν συνεχείς τοποθέτησιν (άπλωμα) αυτών επί των εδράνων, δι’ ετέραν επεξεργασίαν ή στέγνωμα. Είς το Δ. άκρον του Τομέως I ήλθε, τέλος, είς φως μέγας κεραμεικός κλίβανος (Πίν. 121β ), διαμ. 4.50 περίπου μ., ο οποίος, ώς διεπιστώθη εκ των απορριμμάτων του, εχρησιμοποιείτο διά την όπτησιν αγγείων οικιακής χρήσεως, ήτοι βαθέων και αβαθών πινακίων και χυτροειδών αγγείων, δυναμένων να χρονολογηθώσι προχείρως είς τον +2ον αι. Δέον να σημειωθή, ότι είς βαθύτερα στρώματα του Τομέως I ευρέθησαν πολυάριθμα όστρακα ελληνιστικών χρόνων, ως και πλήρη αγγεία και λύχνοι (Πίν. 128 α-γ), εβεβαιώθησαν δε σαφή ίχνη κτηρίων της αυτής εποχής, πιθανώς στοάς, ενσωματωμένα είς τα ρωμαϊκά οικοδομήματα.


Τομεύς II
Περιλαμβάνει μέγα ορθογώνιον οικοδόμημα με κατεύθυνσιν από Α. πρός Δ., μήκ. 22 καί πλ. 13 μ. (Πίν. 123α). Η Α. πλευρά αυτού δεν έχει εισέτι αποκαλυφθή. Το πάχος των τοίχων είναι 1μ., η δε θεμελίωσις, αποτελουμένη εκ μικρών ακανονίστων λίθων, φθάνει είς βάθ. 1.20μ. περίπου. Αι διαστάσεις και το σχήμα του οικοδομήματος δεικνύουν ότι πρόκειται τουλάχιστον περί δημοσίου κτηρίου, αν όχι περί ναού. Η ανεύρεσις μάλιστα πινακίου του +2ου αι. είς τον παρακείμενον Τομέα I, φέροντος επί τηςεξωτερικής αυτού επιφανείας εγχάρακτον την επιγραφήν ΗΡΑ (Πίν. 127β), καθιστούν λίαν δελεαστικήν την υπόθεσιν ότι πρόκειται περί ναού, της θεάς ταύτης. Εκ της αρχικής, εν τούτοις, κατασκευής του κτηρίου μόνον η θεμελίωσις σώζεται κατά χώραν, δυναμένη να χρονολογηθή είς την πρώιμον ελληνιστικήν περίοδον. Άπαν σχεδόν το λοιπόν οικοδομικόν υλικόν άνωθεν της θεμελιώσεως είναι προχείρως και βεβιασμένως επανατοποθετημένον. Η νεωτέρα αύτη κατασκευή εχρησιμοποιήθη και ως αποθήκη πίθων μέχρι και του τέλους του +4ου αι.
Επί μεταγενεστέρου τοιχίου, καθέτου προς την Ν. μακράν πλευράν του κτηρίου, ευρέθη εντετειχισμένος λίθινος κιονίσκος, ύψ. 1.50 και διαμ. 0,30μ. (Πίν. 123β), φέρων επί της μιάς όψεως την εξής εννεάστιχον λατινικήν επιγραφήν:
ΙΜΡ[ERATOR] CAISAR DI
VI NERVAI F[ILIUS] NERVA
TRAIANUS OPTUMUS
AUG[USTUS] GER[MANICUS] DACIC[US
PON
TIF[EX] MAX[IMUS] TRIB[UNUSJ POTE
[STATIS]
XVIIII IMP[ERA TOR] VIIII COS[UL] VI
P[A TER] P[A TRIAE] MENSURIS VIARUM
ACT1S PONI IUSSIT VIIII
Η επιγραφή δύναται εκ των τίτλων και των αξιωμάτων του αυτοκράτορος Τραϊανού να χρονολογηθή είς το +117. Το είδος της επιγραφής δεν είναι σπάνιον, αποτελεί εν τούτοις το πρώτον γραπτόν μνημείον της αρχαίας πόλεως του Επιταλίου.


Τομεύς III
Πλησιέστερον πρός την γέφυραν του Αλφειού ευρισκόμενος, περιλαμβάνει οικοδομήματα τεσσάρων επαλλήλων φάσεων (Πίν. 124). Η φάσις Α είς την πρώτην αυτής μορφήν του τέλους του -4ου αιώνος, περιλαμβάνει ορθογώνιον περίβολον πιθανώς τεμένους ναού, ο οποίος ενεσωματώθη (δεύτερα μορφή) κατά τους υστέρους ελληνιστικούς χρόνους (-2ος/ -1ος αί.) είς οικοδομήματα, εκ των οποίων δύο απεκαλύφθησαν εν μέρει επί του παρόντος: η μεγαρόσχημος οικία 1 (Πίν.125β) και η οικία 2 (Σχέδ. 3), η οποία περιλαμβάνει δωμάτιον λουτρού μετ’ ακοσμήτου μωσαϊκού δαπέδου και πήλινου λουτήρος (Sitzbad) κατά χώραν (Πίν. 125α).
Εκ της φάσεως Β σώζεται μόνον τοίχος θεμελιώσεως σχήματος Γ (Σχέδ.3), ο οποίος χρονολογικώς τοποθετείται μεταξύ της πρώτης και της δευτέρας μορφής της φάσεως Α, ήτοι πιθανώτατα είς τον -3ον αι.
Η φάσις Γ περιλαμβάνει ευμεγέθη οικίαν 3, με κατεύθυνσιν από Β. προς Ν., λοξώς ως προς την οικίαν 1 της φάσεως Α και επί των ερειπίων ταύτης φκοδομημένην (Σχέδ.3). Αποτελείται εκ δύο συνεχομένων δωματίων και ετέρου επιμήκους παρά την Α. αυτών πλευράν, ομοιάζοντος προς διάδρομον. η φάσις αύτη δύναται προχείρως να χρονολογηθή είς τον +2ον ή +3ον αί.
Η φάσις Δ αντιπροσωπεύεται μόνον εξ ενός τοίχου προχείρους κατεσκευασμένου, σχήματος Γ, εκτισμένου επί τής ΝΔ. γωνίας της οικίας 3. Ευρίσκεται σχεδόν εις την επιφάνειαν, διά τον λόγον δε αυτόν και κατεστράφη. Είναι προφανώς μεταγενεστέρα της φάσεως Γ, δεν δυνάμεθα εν τούτοις επί του παρόντος να χρονολογήσωμεν ταύτην επακριβώς. Πάντως δεν πρέπει να είναι παλαιοτέρα του β' ημίσεος του +4ου αί.


Τομεύς IV
Μεταξύ των Τομέων II και III εχαράχθησαν δοκιμαστικοί τάφροι κατά μήκος της διώρυγος, αι οποίαι εβεβαίωσαν την θέσιν ρωμαϊκού νεκροταφείου. Δεν ελλείπουν εν τούτοις και μεμονωμένα παραδείγματα ταφών κλασσικών χρόνων, εις μίαν των όποιων ανήκει και ο μελαμβαφής λύχνος του Πίν.128α, δεξιά.
Απροσδόκητος ήτο η αποκάλυψις μεσοελλαδικών και υστεροελλαδικών οστράκων εντός της αμμώδους επιχώσεως της καλυπτούσης τους τάφους. Επιφανειακή έρευνα της περιοχής μέχρι και των υπερκειμένων προς Α. της ανασκαφής τεσσάρων λόφων «Αγιωργίτικα » έδειξεν, ότι μέρος τουλάχιστον των οστράκων είχε παρασυρθή υπό των ομβρίων υδάτων εκ προϊστορικού συνοικισμού, ο οποίος ενετοπίσθη μετά βεβαιότητος επί των ανωτέρω λόφων.
Εντός μάλιστα οχυρωματικού ορύγματος εκ των χρόνων της γερμανικής κατοχής, μετά μικράν δοκιμαστικήν τομήν, απεκαλύφθη τμήμα μυκηναϊκής οικίας εκ δύο δωματίων, εντός δε του βορειοτέρου ευρέθη πήλινος λουτήρ (ασάμινθος) κατά χώραν. Το μεγαλύτερον, εν τούτοις, μέρος των προϊστορικών οστράκων του τομέως IV ανήκει κατά πάσαν πιθανότητα εις ΜΕ τάφους, υπολείμματα των οποίων εσημειώθησαν σχεδόν επιφανειακώς.

Κινητά ευρήματα
Τα κινητά ευρήματα είναι πολυπληθή και ποικίλα:
1. Νομίσματα, 142 χαλκά και 6 αργυρά. Το παλαιότερον είναι αργυρούς στατήρ Θηβών του -395/ -387, το δε καλύτερον ποιοτικώς αργυρούς στατήρ Φιλίππου Β' τού -359/ -336, αρίστης διατηρήσεως. Τα νεώτερα είναι ασσάρια του τέλους τού +4ου αι.
2. Χαλκά, κυρίως μικροαντικείμενα, ως λαβαί αγγείων, πόρπαι, περόναι, κρίκοι, ήλοι κλπ.
Ιδιαίτερον ενδιαφέρον παρουσιάζουν τρία θραύσματα εκ χαλκού χυτού αγάλματος φυσικού μεγέθους.
3. Σιδηρά, κυρίως ήλοι και εργαλεία.
4. Μολύβδινα, κυρίως μολυβδοχοήσεις συνδέσμων και ελάσματα.
5. Λύχνοι πολυάριθμοι, κλασσικών (Πίν.128α), έλληνιστικών (Πίν.128 β) και ρωμαϊκών χρόνων (Πίν.128γ). Εκ των ρωμαϊκών του +2ου και του +3ου αι. πολλοί προέρχονται εκ γνωστών κορινθιακών εργαστηρίων.
6. Αγγεία πήλινα (Πίν.126β, 127α-γ) (εκατοντάδες), χρονολογούμενα από του -4ου μέχρι του +4ου αι. Σημειούμεν ιδιαιτέρως την παρουσίαν πινακίων Terra Sigillata μετά σφραγίδων κεραμέων εντός πέλματος (Planta Pedis), τινά των οποίων φέρουν και εγχαράκτους ελληνικάς επιγραφάς (Πίν.127α), την εύρεσιν δύο ενσφραγίστων λαβών αμφορέων (Πίν. 127δ), ως και ενός σκύφου, ασυνήθως μεγάλου μεγέθους, φέροντος εντόνως αναγλύφους παραστάσεις εις επαλλήλους ζώνας (Πίν.126β).
7. Ειδώλια πήλινα ολίγα. Αξία μνείας τυγχάνει κεφαλή γυναικός του -4ου αί. (Πίν. 126α).
8. Υάλινα. Εκατοντάδες υαλίνων θραυσμάτων, ανηκόντων εις αγγεία αλλά και εις υαλοπίνακας, περισυνελέγησαν κυρίως εκ του Τομέως I των εργαστηρίων και καθιστούν λίαν πιθανήν και δελεαστικήν την υπόθεσιν ότι ευρισκόμεθα επί τα ίχνη εργαστηρίου υαλουργίας. Η θέσις άλλωστε της πόλεως, παραποτάμιος και παραθαλάσσιος, είναι λίαν ευνοϊκή διά την εγκατάστασιν τοιούτου εργαστηρίου.


Διά των προσφάτων ευρημάτων της ανασκαφής Επιταλίου η περιοχή αποκτεί μέγα αρχαιολογικόν ενδιαφέρον. Πιστεύω, ότι ο συνοικισμός επί των τεσσάρων λόφων «Αγιωργίτικα» πρέπει να ταυτισθή προς την ομηρικήν- μυκηναϊκήν πόλιν Θρύον ή Θρυόεσσαν, την τελευταίαν προς Β. του βασιλείου του Νηλέως, παρά τον πόρον του Αλφειού ποταμού (Ιλιάδος Λ, στ. 711).
Η μυκηναϊκή αύτη πόλις, την οποίαν επολιόρκησαν οι Επειοί ως αντίποινα διά την ληστρικήν επιδρομήν του νεαρού Νέστορος εις την χώραν των (Ιλιάδος Λ, στ. 670- 760), δεν φαίνεται να επωκίσθη κατά τους χρόνους της δωρικής καθόδου. Απουσιάζουν εντελώς επί του παρόντος τα γεωμετρικά, αλλά και τα αρχαϊκά όστρακα. Εις βαθύτερα στρώματα των Τομέων I και III ευρέθησαν όστρακα του -5ου και του -4ου αιώνος.
Κατά τον -5ον λοιπόν αι. εις νέος συνοικισμός εδημιουργήθη παρά τους Δ. πρόποδας των λόφων «Αγιωργίτικα), ελέγχων την στρατηγικήν θέσιν του ποταμίου πόρου, ο όποιος εξειλίχθη βαθμηδόν εις την μνημονευομένην κατά πρώτον υπό του Ξένοφώντος πόλιν του Επιταλίου (Ελληνικά ΙΠ, 2, 25).
Η πόλις αύτη εχρησιμοποιήθη ως ορμητήριον των επιδρομών του Άγιδος της Σπάρτης, το έτος -401, και του Φιλίππου του Ε΄ της Μακεδονίας, το -218. Κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Τραϊανού, ως μας διδάσκει το ανευρεθέν είς τον Τομέα II οδόσημον, μία σημαντική οδική αρτηρία διήρχετο διά του Επιταλίου. Τα ερείπια του ρωμαϊκού βαλανείου και του συγκροτήματος των εργαστηρίων, εξ άλλου, δεικνύουν ότι η ζωή της πόλεως παρετάθη μέχρι της υστέρας αρχαιότητος. Δέον να σημειωθή ενταύθα ότι περί την θέσιν του Τομέως III θα πρέπει ίσως να αναζητηθή και το περίφημον κατά την αρχαιότητα ιερόν της Αλφειούσης Αρτέμιδος, το κεκοσμημένον με τας σφόδρα ευδοκίμους γραφάς των Κορινθίων ζωγράφων Κλεάνθους και Αρήγοντος (Στράβων, 8.3.12).

Το Μιλιάριον του Επιταλίου
Εις το Αρχαιολογικόν Δελτίον (23, 1968, Χρονικά, σ.168) εδημοσιεύθη λατινική επιγραφή ρωμαϊκού οδοσήμου (μιλιαρίου)1, ευρεθείσα κατά τας ανασκαφάς εν Επιταλίω τον Οκτώβριον του 1967. Αναδημοσιεύομεν ενταύθα το κείμενον της επιγραφής (εικ. κάτω), απηλλαγμένον σφαλμάτων τινών, άτινα διέφυγον της προσοχής κατά την πρώτην παρουσίασιν:
IMP . CAISAR DI
VI NERVAI . F . NERVA
TRAIANV S OPTVMV S
AVG . GER . DACIC . PON
5 TIF . MAX · TRIB . POTE .
XVIIII . IMP . Villi . COS . VI .
P . P . MENSVRIS VIARVM
ACTIS PONI IVSSIT VΙΙΙΙ
Imp(erator) Caisar, divi
Nervai f( ilius), Nerva
Traianus optumus
Aug(ustus), Ger(manicus), Dacic(us), Pon-
5 tif(ex) max(imus), Trib(unicia) Pote(state)
XVIIII, Imp(erator) VIIII, Cos(ul) VI,
P(ater) P(atriae), mensuris viarum
actis poni iussit. VIIII
Ως έσημειώθη ήδη2, το ανευρεθέν μιλιάριον μαρτυρεί, ότι μία σημαντική οδική αρτηρία διήρχετο διά του Επιταλίου, συνδέουσα την Ηλείαν μετά της Τριφυλίας - Μεσσηνίας3. Η πόλις του Επιταλίου κατείχεν, από των μυκηναϊκών ήδη χρόνων4 συγκοινωνιακόν κόμβον μεγίστης στρατηγικής σημασίας, ελέγχουσα αποτελεσματικώς τον πόρον Αλφειοίο (Β 592) και το στενωπόν της διαβάσεως μεταξύ της τεναγώδους ακτής και των υπωρειών του λόφου «Αγιωργίτικα» Αγουλινίτσας.
Ο κατέχων το Επιτάλιον, παραποτάμων και παραθαλασσίαν πόλιν, ηδύνατο ευχερώς να ελέγχη την οδόν και τον πόρον του Αλφειού. Δυνάμεθα ούτω να κατανοήσωμεν πλήρως, διατί εχρησιμοποιήθη υπό του βασιλέως Άγιδος της Σπάρτης ως βάσις των επιδρομών του κατά της Ηλείας (-402/1)5.
Οι αυτοί λόγοι ωδήγησαν τον Φίλιππον Ε' της Μακεδονίας μετά την κατάληψιν του Επιταλίου (-218) να στρατοπέδευση περί το καλούμενον Αρτεμίσιον6 τον περίφημον κατά την αρχαιότητα ναόν της Αλφειούσης Αρτέμιδος, τον κεκοσμημένον με τας σφόδρα ευδοκίμους γραφάς των Κορινθίων ζωγράφων Κλεάνθους και Αρήγοντος7, ο οποίος ευρίσκετο παρά τας εκβολάς τουνΑλφειού. Η ανωτέρω μαρτυρία του Πολυβίου αποτελεί, πιστεύω, αδιαμφισβήτητον απόδειξιν του ότι το ιερόν της θεάς πρέπει να αναζητηθή πλησίον του Επιταλίου8.
Τo στρατηγικόν σημείον του περάσματος δεν ήτο δυνατόν να διαφυγή της προσοχής των εμπείρων περί τα πολεμικά Ρωμαίων. Εις αυτούς ωφείλετο προφανώς η οριστική διαμόρφωσις της οδού και η τοποθέτησις των οδοσήμων, ενδεικτικών των αποστάσεων μεταξύ των πόλεων, δια των οποίων αυτή διήρχετο, ως ακριβώς συνέβαινε με την Εγνατίαν οδόν.


Η διδομένη υπό του μιλιαρίου απόστασις των εννέα (VIIII) μιλίων (milia passuum) (στ. 9), ήτοι 13 1/2 περίπου χιλιόμετρα, πρέπει να έχη ληφθή εκ πόλεως προς Βορράν του Επιταλίου κειμένης. Υποθέτω ότι η πόλις αύτη είναι οι Λετρίνοι9, όχι μόνον διότι ήσαν η πλέον σημαίνουσα πόλις της κοιλάδος του Αλφειού, προς Βορράν του Επιταλίου κειμένη, αλλά και διότι διετηρείτο εισέτι κατά τους χρόνους της επισκέψεως του Παυσανίου10, ήτοι πεντήκοντα και πλέον έτη μετά την τοποθέτησιν του μιλιαρίου. Εξ Ολυμπίας μέχρι Λετρινών η απόστασις, κατά τον Παυσανίαν, ήτο 120 στάδια, ήτοι 22 χιλιόμετρα. Η απόστασις αύτη, ως και η απόστασις των 160 σταδίων εκ Λετρινών εις Ηλιδα (33 χιλμ.), την οποίαν και πάλιν εις τον Παυσανίαν οφείλομεν11, εβοήθησαν να υποστηριχθή, με στενά περιθώρια σφάλματος, ότι η πόλις των Λετρινών ευρίσκετο είτε εις την θέσιν του σημερινού Πύργου είτε εις ετέραν θέσιν ΒΔ. αυτού, προς την κατεύθυνσιν του λιμένος του Κατακόλου, παρά το χωρίον Άγιος Ιωάννης, ένθα έχουν επισημανθή αρχαιότητες12.
Περισσοτέρας πιθανότητας ταυτισμού παρουσιάζει, κατά την γνώμην μου, η δευτέρα θέσις, διότι συμφωνεί και με την διδομένην υπό του μιλιαρίου απόστασιν των 13 1/2 χιλιομέτρων περίπου εκ του Επιταλίου 13. Η σημερινή πόλις του Πύργου ευρίσκεται εξ μόλις χιλιόμετρα βορείως του σημείου ευρέσεως του οδοσήμου. Ο Πύργος εξ άλλου δεν έχει προσφέρει μέχρι σήμερον σαφείς ενδείξεις περί υπάρξεως αρχαίου οικισμού εις την περιοχήν του.


Πέτρος Γ. Θέμελης
Επιτάλιο: Αρχαιολογικόν Δελτίον 23, 1968: Χρονικά
Το Μιλιάριον του Επιταλίου: Αρχαιολογική Εφημερίς 1969, Χρονικά

1 Κυλινδρική στήλη εκ φαιού μαρμάρου. Υψ. 1.50, διάμ. 0.30 μ. Η κάτω απόληξις αδρώς ειργασμένη πρός ασφαλεστέραν στερέωσιν εντός του εδάφους (εικ. 1).
2 ΑΔ 23, 1968, Χρονικά, 171.
3 Πρβλ. Goodchild, Roman Roads and Milestones of Tripoli, 1948. Bartocini, Milestones, Epigraphica X, 1948, 150- 7.
4 Σχετικώς προς τα προϊστορικά ευρήματα της θέσεως, ταυτιζόμενης προς το Ομηρικόν Θρύον, βλ. εις AAA I, 1968, 201-204.
5 ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ Ελληνικά III 2. 25.
6 Πολυβίου IV 73. 4-5.
7 Στράβωνος VIII 343.
8 Πρβ. ανωτέρω σ. 16 σημ. 2.
9 Παυσ. VI 28. 8. Ξενοφ. 'Ελλην. III 2. 25-30.
10 Πρβ. Παυσ., έ.ά.: έπ εμού δέ οικήματα τε ελείπετο ολίγα
11 Αυτόθι.
12 Πρβ. ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ, Ηλιακά, 441, σημ. 1.
13 Η παρά τον Άγιον Ιωάννην θέσις συμφωνεί και προς την απόστασιν των 120 σταδίων εκ της Ολυμπίας, κατ' ευθείαν γραμμήν.