.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Ανασκαφή Παλαιοχριστιανικού Κοιμητηρίου Μεθώνης, "Άγιος Ονούφριος"



 Είς τo Aρχαιολ. Δελτ. 17, 1961/62, Χρον. 103-104, είχον παρουσιάσει, μετά βραχείαν επίσκεψιν, σύντομον περιγραφήν του γνωστού εκ πληροφοριών προγενεστέρων ερευνητών παλαιοχριστιανικού εντός βράχου διασκάφου κοιμητηρίου της Μεθώνης με αρκοσόλια εις τα τοιχώματά του και με τάφους λακκοειδείς εις το έδαφος, του φερομένου ως Αγίου Ονουφρίου, είχον δε διατυπώσει την ευχήν να τύχη τούτο ανασκαφικής ερεύνης. Το μνημείον ευρίσκεται ολίγον κάτω της ομαλής ράχεως του παρά την Μεθώνην λόφου του Αγίου Νικολάου (πίν. 12α). Εχρησιμοποιείτο μέχρι προ τίνος ως ποιμνιοστάσιον, διάφοροι δε μανδρότοιχοι εκ ξηρολιθιάς ηλλοίωνον την όψιν του. Η Αρχαιολογική Εταιρεία εδέχθη προθύμως να ενεργήση ανασκαφικήν έρευναν του δια του υποφαινομένου, είς τον οποίον εδόθη ούτω ευκαιρία να προβή είς ακριβεστέρας παρατηρήσεις. Η ανασκαφική έρευνα διεξήχθη αφ’ ενός εντός των εντός του βράχου διασκάφων χώρων και απέβλεπεν εις τον καθαρισμόν των και την έρευναν των εδώ ευρισκομένων τάφων και αφ’ ετέρου εις το προ των χώρων τούτων εκτεινόμενον άνδηρον1.


1. 
 Οι διάσκαφοι χώροι εντάσσονται είς δυο ενότητας, συνισταμένας εξ ενός διγαμματοειδούς διαδρόμου, προς Β., και εκ τεσσάρων νεκρικών θαλάμων, ανοιγομένων εις σχήμα ριπιδίου είς το βάθος σπηλαιώδους κοιλώματος του βράχου, προς Ν. (πίν. 12β). Κατ’αρχάς ανεξάρτητοι απ’αλλήλων αι δυο αύται ενότητες χώρων, συνενωθείσαι αργότερον απετέλεσαν ενιαίον νεκροταφείον (εικ. 1). Ο διγαμματοειδής διάδρομος προήλθεν εκ διευρύνσεως αρχικού νεκρικού θαλάμου, προσιτού από Α. διά μνημειώδους εισόδου εν είδει προστώου εν παραστάσιν (πίν. 17α, αριστερά). Η διεύρυνσις έγινε διά προεκτάσεως τού θαλάμου αφ’ ενός κατά το βόρειον πέρας τούτου, δι’ επιμηκύνσεώς του προς Α., και αφ’ ετέρου κατά το νότιον πέρας. Προς Ν. ηνώθη μετά της ενότητος των είς το σπηλαιώδες κοίλωμα τού βράχου διανοιγομένων νεκρικών θαλάμων, επιμηκυνθείς δε ούτω προσέλαβε μορφήν διαδρόμου (πίν. 13α, δεξιά). Η προς Α. επιμήκυνσις του βορείου πέρατος του πυρήνος εκείνου προσέθεσεν εις τo εις διάδρομον ήδη μετατραπέν γωνιώδες αρχικόν σχήμα εν ακόμη σκέλος παράλληλον προς τo έτερον εκ των δύο αρχικών ο διάδρομος προσέλαβεν ούτω το σχήμα δίγαμμα.
 Ο αρχικός νεκρικός θάλαμος είχε τέσσαρα βέβαια, αλλ’ ίσως και πέμπτον, προς Ν., μονόσωμα αρκοσόλια (πίν. 13β) και μίαν συμφυά προς το βόρειον τοίχωμά του τράπεζαν νεκρικών προσφορών (πίν. 14α). Κατά την περίοδον των προεκτάσεων του κατεσκευάσθησαν δυο εισέτι αρκοσόλια, εις την άντυγα δε του ήδη τρίτου από δεξιών αρκοσολίου διηνοίχθη μικρά κόγχη, η οποία, επειδή είναι απρόσφορος δια ταφήν, δεν δύναται δηλαδή να εξηγηθή αύτη ως θηκίον (loculus) βρέφους, φαίνεται ότι πρέπει να θεωρηθή μάλλον ως «καθέδρα» του νεκρού, ήτοι θέσις της ασωμάτου παρουσίας του κατά την τέλεσιν των νεκροδείπνων.


 Εκ των ριπιδιοειδώς διατεταγμένων τεσσάρων άλλων διασκάφων χώρων, εις το βάθος του σπηλαιώδους κοιλώματος, μόνον δυο έχουν αρκοσόλια. Είς μικρός νεκρικός θάλαμος αμέσως δεξιά του προς Ν. πέρατος του διγαμματοειδούς διαδρόμου με δυο αρκοσόλια και ο επόμενος μεγαλύτερος με πέντε.
 Του πρώτου έχει καταστροφή το προς Α. τοίχωμα και φαίνεται τώρα ούτος ανοικτός εμπρός (πίν. 14β, εις τό μέσον). Προσιτός ήτο εκ του μεγαλυτέρου, του επομένου, θαλάμου διά μικράς θυρίδος, της οποίας μόνον λείψανα επί του νοτίου τοιχώματος του θαλάμου εισέτι διατηρούνται. 


 Ο μεγαλύτερος θάλαμος, ακανονίστου σχήματος, είναι προσιτός από Α., εκ του ελευθέρου χώρου του σπηλαιώδους κοιλώματος, περιέχει δε πέντε αρκοσόλια, τα οποία όμως παρουσιάζονται ήδη πολύ εφθαρμένα (πίν. 15α) ένεκα της μακροχρονίου χρησιμοποιήσεως του χώρου ως ποιμνιοστασίου. Η είσοδος του θαλάμου τούτου ήτο διαμορφωμένη, μέσω συμφυούς προς τον βράχον μεσοστύλου, ως δίλοβον άνοιγμα. Υπεράνω του νοτίου δ’ εκ των εν λόγω λοβών, τρόπον τινά υπεράνω του υπερθύρου, ο βράχος παρουσιάζεται λαξευμένος εις σχήμα δέλτου, εις την οποίαν πιθανώτατα υπήρχε γραπτή επιγραφή ή εικονογραφική τις παράστασις.
 Αριστερά του περιγραφέντος διλόβου ανοίγματος παρατηρούνται εις την οροφήν, ως να κρέμανται, συμφυά προς τον βράχον υπολείμματα πεσσίσκων (πίν. 15β), των οποίων η επί του δαπέδου προβολή αποδίδει τας διαστάσεις και το σχήμα μονοσώμου σαρκοφάγου (εικ. 1). Συμφώνως προς παραδείγματα ιδίως εκ κατακομβών της Σικελίας δέον η προκειμένη κατασκευή να έξηγηθή ως συμφυές κιβώριον εν αναφορά προς συμφυά, επίσης, προς το έδαφος και προς το κιβώριον σαρκοφάγον επισήμου τινός.

 Η προκειμένη κατασκευή συνιστά παραλλήλως διατοίχισμα μεταξύ του περιγραφέντος θαλάμου και του επομένου χώρου, ο όποιος είναι ανοικτός εμπρός καθ’ όλον το πλάτος του. Τοξωτόν άνοιγμα δυτικώς και εν συνεχεία προς το κιβώριον (πίν. 15β, αριστερά) προσεφέρετο διά την επικοινωνίαν μεταξύ των. Υψηλά εις την πρόσοψιν του ανοικτού χώρου ο βράχος έχει λαξευθή κυκλικώς εν είδει κόγχης (πίν. 17β). Χαρακτηριστικώς ο χώρος ούτος είναι εφωδιασμένος κατά τας δύο εκ των συνεχομένων πλευρών του δι’ εδράνων, αντί δε άρκοσολίων έχει εις το μέσον περίπου της δυτικής εκ των πλευρών του μικράν κόγχην (πίν. 16α), η οποία, επειδή ομοίως, ως η σημειωθείσα είς την άντυγα αρκοσολίου του διγαμματοειδούς διαδρόμου (βλ. άνωτ. σ. 24), δεν προσφέρεται διά ταφήν και διά τον λόγον, ακόμη, ότι ευρίσκεται εν αναφορά πρός τα έδρανα, πρέπει νά εξηγηθή επίσης ως καθέδρα νεκρού. Ο έν λόγιο χώρος εχρησίμευε, συνεπώς, ως αίθουσα νεκροδείπνων, ήτο προωρισμένος δηλαδή αποκλειστικώς δια την νεκρικήν λατρείαν.
 Μεταγενεστέρως διηνοίχθη και δευτέρα, όμοιας μορφής κόγχη, χαμηλά εντός του πάχους των εδράνων, παρά την ως ανωτέρω τοξωτήν δίοδον (πίν. 16α, δεξιά), προφανώς εν αναφορά προς τινα εκ των αργότερον γενομένων εντός του δαπέδου ταφών.
Άνοιγμα τοξωτόν οδηγεί εκ του περιγραφέντος χώρου εις έξ ολοκλήρου κλειστόν, διάσκαφον εντός του βράχου θάλαμον (πίν. 17β, αριστερά), ο οποίος κατά την μίαν των μακρών πλευρών του είναι εφωδιασμένος διά μικράς κόγχης, τύπου καθέδρας (εικ. 1), και άλλων τινών μικροτέρων. Είναι σαφές ότι και ο προκείμενος χώρος ήτο προωρισμένος διά την νεκρικήν λατρείαν, προς τέλεσιν δηλαδή νεκροδείπνων, τα οποία όμως εδώ ετελούντο διά κατακλίσεως επί του δαπέδου.



 Μετά την πλήρωσιν των αρκοσολίων διά ταφών επεξετάθησαν αυται επί του δαπέδου διά λαξεύσεως λακκοειδών τάφων εντός του εδάφους τόσον του διγαμματοειδούς διαδρόμου (πίν. 13β και 16β) όσον και των άλλων χώρων, πλην του από Ν. πρώτου, ο οποίος ουδέποτε εδέχθη ταφάς. Πιθανώς διεσκάφη ούτος μετά την επέκτασιν των ταφών και επί του δαπέδου του πρώτου λατρευτικού θαλάμου, του εφωδιασμένου δι’εδράνων. Αί εντός του εδάφους ταφαί επεξετάθησαν και έξω των κλειστών χώρων (πίν. 13α)- απεκαλύφθησαν περί τους πεντήκοντα λακκοειδείς τάφοι.
 Προς το αριστερόν μέρος του ανδήρου, έξω του σπηλαιώδους κοιλώματος, παρατηρούνται επί της παρειάς του βράχου υπολείμματα δύο αρκοσολίων υπαίθρων, εν αναφορά δε προς το έτερον τούτων, το νοτιώτερον, ευρίσκεται, υψηλά, εις μαστοειδή πτυχήν του βράχου μικρά κόγχη τύπου καθέδρας (πίν. 12β, άριστερά). Οπίσω της κόγχης σχηματίζεται επί του βράχου μικρόν πλάτωμα προσιτόν εκ του ανδήρου διά μικράς κλίμακος, λαξευτής επί του βράχου αριστερώτερον της κόγχης. Επί του πλατώματος δε, οιονεί επί εξέδρας, απεκαλύφθη συστάς τεσσάρων λαξευτών επί του βράχου λακκοειδών τάφων.
 Ολοι οι τάφοι του κοιμητηρίου ευρέθησαν κενοί ή με ταφάς διαταραγμένας ή άναχρησιμοποιημένοι εις όψιμους χρόνους και ακάλυπτοι, πλην ελάχιστων εκ των τελευταίων, των αναχρησιμοποιηθέντων δηλ. εις όψιμους χρόνους. Όλοι δε, πλην ενός εκ των τελευταίων, ευρέθησαν ακτέριστοι.

2. 
 Κατά τους βυζαντινούς χρόνους το παλαιοχριστιανικόν κοιμητήριον μετετράπη εις ασκητήριον. Πιθανώτατα εφράχθη τότε η αρχική είσοδος εν παραστάσι και μετετράπη ο εδώ χώρος εις παρεκκλήσιον, αντί δ’ εκείνης διηνοίχθη, διατρυπηθείσης της μάζης του βράχου κατά το πέρας της βόρειας εκ των δύο παραλλήλων κεραιών του διγαμματοειδούς διαδρόμου, ετέρα μικροτέρα είσοδος (πίν. 17α, δεξιά). Συγχρόνως τότε επεμηκύνθη κατά τι προς Ν. η ανατολική πλευρά του διαδρόμου, έμπροσθεν του σπηλαιώδους κοιλώματος, διά τοιχοποιίας (πίν. 17β), εκαλύφθη δε το εσωτερικόν του διά τοιχογραφιών.
 Των τελευταίων σώζονται μόνον λείψανα. Παραλλήλως ενετοιχίσθη τότε η είσοδος προς τον εξ ολοκλήρου εντός του βράχου πρώτον από αριστερών διάσκαφον θάλαμον, ο οποίος, καταστάς ούτω απρόσιτος, μετετράπη εις δεξαμενήν ομβρίων υδάτων. Κατεσκευάσθη και δευτέρα δεξαμενή, αύτη υπόγειος, ωοειδούς σχήματος μήκους 2.85 και βάθους 2.00 μ. — λαξευτή εντός του εδάφους εις το άνδηρον παρά το νότιον χείλος του σπηλαιώδους κοιλώματος (είκ. 1). Τα ύδατα περισυνελέγοντο διά συστήματος αυλάκων εκ των υπερκειμένων βράχων. Εντός της, ας είπωμεν, υπεργείου δεξαμενής διωχετεύοντο τα ύδατα μέσω ανοίγματος, εν είδει παραθύρου, διανοιγέντος παρά το πρώτον εκ των ανωτέρω σημειωθέντων υπαίθρων αρκοσολίων (πίν. 17β, αριστερά). Διά του αυτού συστήματος αυλάκων ετροφοδοτείτο και η υπόγειος δεξαμενή. Επί πλέον ελαξεύθησαν τότε κατά το νότιον άκρον του ανδήρου αι παρειαί του βράχου εις σχήμα κανονικής διέδρου γωνίας, αχρηστευθείσης της αριστερά της εκεί κόγχης κλίμακος (βλ. άνωτ. σ. 25), διηυθετήθη δηλαδή ο χώρος εις το μέρος τούτο του ανδήρου, εμεγεθύνθη δε και η κόγχη, η οποία απέκτησεν ούτω χαρακτήρα αψίδος παρεκκλησίου (πίν. 12β). Τρεις τεχνηταί εντός του βράχου κοιλότητες εις οριζόντιον σειράν εις την δυτικήν παρειάν του ούτω διαμορφωθέντος υπαίθρου χώρου (πίν. 12β) υποδηλούν ότι εχρησίμευον προς πάκτωσιν δοκών ξυλίνου δώματος τελούντος εν συναρτήσει προς την κατά τα ανωτέρω αψίδα. 
 Φαίνεται ότι εις την περιγραφείσαν θέσιν είχε κατασκευασθή καλύβη, εις την οποίαν είχεν εγκατασταθή ασκητής καλυβίτης, Ονούφριος τις πιθανώς, εκείνος δηλαδή από του οποίου ο χώρος προσέλαβε μετά ταύτα και έως σήμερον την προσωνυμίαν («Αϊ Νούφρης» ή «Αγιονούφρης»).


3. 
 Κινητά ευρήματα η ανασκαφή του Αγίου Ονουφρίου απέδωσεν ολίγα: Τεμάχιον επιγραφής, επί της οποίας αναγινώσκεται το όνομα Γεώργιος, εν σιδηρούν κηροπήγιον (ή λυχνίαν), δεκαεννέα χαλκάς πόρπας ζωνών απλού τύπου (πίν. 18α), άλλα τινά μικροαντικείμενα, πέντε νομίσματα βυζαντινά και νεώτερα, δύο προχοΐδας (πίν. 18β) και αρκετά όστρακα. Τα κεραμεικά ανήκουν εις τας εξής κατηγορίας:
 I. αγάνωτα (χονδρά) αδιακόσμητα, II. αγάνωτα γραπτά, III. γανωτά αδιακόσμητα, IV. γανωτά γραπτά, V. εφυαλωμένα αδιακόσμητα, VI. εφυαλωμένα γραπτά, VII. εφυαλωμένα γανωτά γραπτά μονόχρωμα, VIII. εφυαλωμένα γανωτά γραπτά δίχρωμα, IX. αρχαϊκά μαγιολικά και πρωτομαγιολικά, X. εφυαλωμένα γανωτά εγχάρακτα, XI. εφυαλωμένα γανωτά εγχάρακτα και επιπεδόγλυφα και XII. εφυαλωμένα γανωτά εγχάρακτα και γραπτά. Εκ των κεραμεικών ελάχιστα, εκ των χονδρών, ανάγονται εις όψιμους ρωμαϊκούς χρόνους, τα άλλα χρονολογούνται κυρίως εις τον 12ον και τον 13ον αι.

 
 Περί του αρχικού πυρήνος του παλαιοχριστιανικού κοιμητηρίου της Μεθώνης δεν υπάρχουν ασφαλή χρονολογικά τεκμήρια. Πιθανώς δύναται να χρονολογηθή εις εποχήν προ των μέσων του+4ου αι. Επειδή όμως το μνημείον τούτο παρουσιάζει ομοιότητας προς επαρκέστερου χρονολογημένα αντίστοιχα μνημεία της Κεντρικής Μεσογείου, ιδίως της Σικελίας, δύναται η διεύρυνσίς του να αναχθή με σχετικήν ασφάλειαν εις τους από του β' ημίσεος του 4ου αι. χρόνους, να γίνη δεκτόν δε ότι η πλήρης ακμή του καλύπτει τουλάχιστον όλον τον 5ον αι. Η μετατροπή του εις ασκητήριον φαίνεται να συνετελέσθη το ενωρίτερον κατά τον 11ον αι. Εκ των τοιχογραφιών του παλαιοχριστιανικού κοιμητηρίου μόνον ενδείξεις περί υπάρξεώς των περιήλθον μέχρις ημών, λείψανα δευτέρου στρώματος τοιχογραφιών προέρχονται εκ των χρόνων των Παλαιολόγων.

Δημήτριος Ι. Πάλλας. Ανασκαφή παλαιοχρ. κοιμητηρίου Μεθώνης. Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1967

1 Της ανασκαφής μετέσχον, ως επιστημονικοί βοηθοί, οι κ. κ. Ιωάννης Ρηγόπουλος, καθηγητής φιλόλογος και φοιτητής του Αρχαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, και Δημήτριος Τριανταφυλλόπουλος, επιμελητής της Έδρας της Βυζαντινής Αρχαιολογίας του αυτού Πανεπιστημίου. Το δημοσιευόμενον σχέδιον εξεπονήθη υπό της αρχιτέκτονος κ. Αγνής Παναγιωτίδου - Κουβελά.