.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

H Real-Politik της Ρώμης και η Θλιβερή Τύχη της Μεσσήνης μετά τον B' Μακεδονικό Πόλεμο



 Δυο πρόσφατα και μοναδικά επιγραφικά ευρήματα, το ένα από το Αίγιο και το άλλο από την Μεσσήνη1 διαφωτίζουν, με ξεχωριστό το καθένα τρόπο, την πολιτική κατάσταση των πόλεων της Πελοποννήσου, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον δεύτερο Μακεδονικό πόλεμο. Το πρώτο έγγραφο απεικονίζει τον νέο πολιτικό χάρτη της Χερσονήσου και επιβεβαιώνει τις γνώσεις που αντλούσαμε ώς τώρα για το θέμα αυτό από τον Πολύβιο, τον Τίτο Λίβιο και εν μέρει τον Πλούταρχο. Το δεύτερο, που είναι πολύ περισσότερο αναλυτικό, προσθέτει πολύτιμες λεπτομέρειες αναφορικά με τον ρόλο των ομοσπονδιακών αρχών στη ρύθμιση των συνοριακών διαφορών που προέκυψαν ανάμεσα στην Μεγαλόπολη και την Μεσσηνη, μετά την βίαιη ένταξη της τελευταίας στο Κοινό των Αχαιών.
 Το κείμενο του Αιγίου, στη σημερινή μορφή διατήρησής του, περιλαμβάνει έναν κατάλογο προσώπων, τα εθνικά των οποίων υποδηλώνουν ότι οι φορείς τους προέρχονται από διάφορες πελοποννησιακες πόλεις, μέλη προφανώς ενός οργάνου που δεν μνημονεύεται στο κείμενο, δεδομένου ότι λείπει ένας αδιευκρίνιστος αριθμός στίχων στην αρχή του λίθου (Εικ.1).


Ευτυχώς ένα πανομοιότυπο και πλήρες έγγραφο από την Επίδαυρο (-210/ -207)2 υποδεικνύει μεν ότι το όργανο αυτό είναι πιθανότατα το σώμα των νομογράφων του Κοινού των Αχαιών, το περιεχόμενό του ωστόσο δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι τα δύο έγγραφα δεν ανήκουν στην ίδια περίοδο.
 Η διάταξη των πόλεων είναι γεωγραφική και στα δύο κείμενα. Στο διασωθέν τμήμα του εγγράφου του Αιγίου παρατίθενται οι πόλεις της βορειοδυτικής Αρκαδίας, ακολουθούμενες από εκείνες της Τριφυλίας, της Μεσσηνίας και της Λακωνίας και ο κατάλογος ολοκληρώνεται με τις πόλεις της νότιας και ανατολικής Αρκαδίας. 
 Είναι προφανές ότι στην αρχή του νέου κειμένου θα εμφανίζονταν οι εκπρόσωποι των πόλεων της Αχαΐας, της Κορινθίας, της Αργολίδος, της βορειοανατολικής Αρκαδίας και της Ήλιδος που, με εξαίρεση την τελευταία πόλη, είναι παρούσες και στο έγγραφο της Επιδαύρου, το οποίο απηχεί μια προγενέστερη και μικρότερη σε έκταση σύνθεση του Κοινού των Αχαιών. 
 
Η παρουσία, αντίθετα, στο κείμενο του Αιγίου εκπροσώπων των πόλεων της Τριφυλίας, της Μεσσηνίας, της Λακωνίας αλλά και της νότιας και ανατολικής Αρκαδίας δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι το έγγραφο αυτό είναι νεότερο, υποδεικνύει μάλιστα το έτος -191 ως ασφαλή terminus post quem για την χρονολόγηση του, δεδομένου ότι κατά το έτος αυτό η Συμπολιτεία, εκμεταλλευομένη την ευνοϊκή γι αυτήν διεθνή συγκυρία και την ανεκτικότητα της Ρώμης, θα επιβάλει με ειρηνικό η και βίαιο τρόπο την κυριαρχία της σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (Εικ.2).
Η χρονολογία αυτή είναι πολύ σημαντική και για την ιστορία της Μεσσήνης και σηματοδοτεί το πέρας μιας μακράς περιόδου ελευθερίας και αυτονομίας, η οποία, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, χαρακτηρίζεται από το αποκορύφωμα που γνώρισε η πελοποννησιακή μητρόπολη στον τομέα της οικονομικής της ανασυγκρότησης. 
Αψευδείς μάρτυρες είναι οι ποικίλες πολεοδομικές επεμβάσεις, τα εντυπωσιακά οικοδομικά προγράμματα και η έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα4 που καθιστούν την Μεσσήνη την λαμπρή εξαίρεση σε μια γενικότερη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την πολιτική αστάθεια και την οικονομική στασιμότητα, σημάδια που προαναγγέλλουν την επερχόμενη μάστιγα μιας αδιάκοπης δημογραφικής, οικονομικής και κοινωνικής παρακμής.
 Είναι αλήθεια πως η εξαίρεση της Μεσσήνης από το γενικότερο κλίμα ύφεσης που επικρατούσε στην Πελοπόννησο αυτή την περίοδο δεν είχε επιτευχθεί χωρίς δυσκολίες. 


Η ίδια η ύπαρξη της πόλης απειλήθηκε σοβαρά κατά την διάρκεια του Κλεομενικού πολέμου αλλά η ευτυχής κατάληξη του (μάχη της Σελασσίας: -222) της επέτρεψε ν’ αποσπάσει την Δενθελιάτιδα από την προαιώνια αντίπαλό της τη Σπάρτη και να θεμελιώσει την κυριαρχία της και ανατολικά, ώς τον Ταΰγετο.
 Η ευνοϊκή, ωστόσο, αυτή τροπή δεν είχε την ίδια συνέχεια, γιατί με την έναρξη του συμμαχικού πολέμου (-220) οι Μεσσηνιοι ήρθαν για πρώτη ίσως φορά αντιμέτωποι με τις Αχαϊκές επεκτατικές φιλοδοξίες που άρχισαν μάλιστα να υλοποιούνται με την απόσπαση της Πύλου από το -220 και της Κυπαρισσίας λίγα χρόνια αργότερα (-213)6.
 Η δυσάρεστη αυτή εξέλιξη ανάγκασε την ηγετική τάξη της Μεσσήνης να προσεγγίσει περισσότερο τους Αιτωλούς και μέσω αυτών τη Ρώμη. Έτσι, κατά τον πρώτο μακεδονικό πόλεμο (-215/ -206) οι Μεσσηνιοι παρατάχθηκαν μαζί με τους εχθρούς της Συμπολιτείας, στο πλευρό της Αιτωλίας και της Ρώμης7, στο τέλος μάλιστα του πολέμου ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο την διπλωματική τους θέση, καθώς συμπεριλαμβάνονταν στο κείμενο της συνθήκης της Φοινίκης (-205), μεταξύ των foederi adscripti της μεγάλης δυτικής υπερδύναμης. Το γεγονός αυτό παρείχε, κατά την άποψη των ηγεσιών τους, την διαβεβαίωση αν όχι και την εγγύηση της ρωμαϊκής προστασίας, ερμηνεία ασφαλώς υπεραισιόδοξη γιατί, όπως φάνηκε αργότερα, η Ρώμη έβλεπε την συμμαχία αυτή περισσότερο ως διπλωματικό ελιγμό παρά ως υποχρέωση να αναλάβει την προστασία τους8.
 Πράγματι, η εξέλιξη των γεγονότων θα διαψεύσει όλες τις προσδοκίες της Μεσσήνης και θα καταδείξει πως η Ρώμη ουδόλως ενδιαφερόταν για την τύχη της, αντίθετα μάλιστα μπορεί να υποστηριχθεί, πως με την αδιαφορία της ενεθάρρυνε τις βλέψεις των αντιπάλων της, δηλαδή της Σπάρτης και ειδικότερα της Αχαϊκής Συμπολιτείας. H θέληση της τελευταίας να εντάξει, έστω και με τη βία, την μεσσηνιακή μητρόπολη στο Κοινόν καθίσταται εντονότερη από την στιγμή που κυριάρχησε στα πολιτικά πράγματα ο λεγόμενος κύκλος της Μεγαλοπόλεως με επικεφαλής τον Φιλοποίμενα. O τελευταίος, που αναζητούσε την κατάλληλη ευκαιρία να επέμβει, έδρασε αστραπιαία, επωφελούμενος από την πρόσκαιρη κατάληψη της Μεσσήνης από τον Νάβι (-201) και απήλλαξε την πόλη από την σπαρτιατική κατοχή και παρουσία9. H επέμβαση, ωστόσο, αυτή παρόλο που ήταν σωτήρια για την πόλη δεν είχε, τη συγκεκριμένη τουλάχιστο στιγμή, τα αναμενόμενα για τους Αχαιούς αποτελέσματα, την εξασφάλιση δηλαδή της αχαϊκής επιρροής. Αντίθετα, συνέτεινε στην ενίσχυση της επιφυλακτικότητας και της δυσπιστίας των Μεσσηνίων απέναντι στις “καλοπροαίρετες” αχαϊκές πρωτοβουλίες, καθώς δεν είχε λησμονηθεί πως οι Αχαιοί είχαν αποσπάσει από την Μεσσήνη, λίγα χρόνια νωρίτερα, την Πύλο, την Κυπαρισσία (πριν από το -213) και την Ασίνη, λίγα χρόνια αργότερα10.
 Είναι προφανές πως στις αρχές του 2ου αιώνα οι Μεσσήνιοι πίστευαν ότι η νέα αναπόφευκτη σύγκρουση της Μακεδονίας με τη Ρώμη θα απομόνωνε περισσότερο την Αχάία, πιστή σύμμαχο της πρώτης, και θα επανέφερε στην κυριαρχία τους τις χαμένες κτήσεις. Φυσικά, τους διέφευγε μια σημαντική λεπτομέρεια, καθώς δεν αντιλαμβάνονταν πως το κύριο ενδιαφέρον της Ρώμης, πριν από τον δεύτερο μακεδονικό πόλεμο, ήταν η διάσπαση της αρραγούς συμμαχίας της Μακεδονίας με την Αχαϊκή Συμπολιτεία και πως για την επιτυχία του σκοπού της αυτού ήταν διατεθειμένη να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις στην τελευταία και «να κλείσει τα μάτια» και σε ενδεχόμενες αδικίες σε βάρος των Πελοποννησίων συμμάχων της. Η απόσπαση της Αχαΐας από την μακεδονική συμμαχία χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη “διπλωματική νίκη” της Ρώμης, πριν από τον πόλεμο, ήταν όμως ταυτόχρονα και συνειδητή επιλογή της ηγεσίας της Αχαΐας, η οποία έκρινε πως η μεταστροφή αυτή εξυπηρετούσε καλύτερα και τα δικά της συμφέροντα11.
 Η απρόβλεπτη αυτή τροπή των πραγμάτων ήταν πολύ δυσάρεστη για την Μεσσήνη, η οποία ωστόσο εξακολούθησε να διατηρεί, ως παλαιά σύμμαχος της Ρώμης ήδη από τον πρώτο μακεδονικό πόλεμο (-212)12, την ελπίδα μιας πιο φιλικής μεταχείρισής της από την υπερδύναμη μετά το πέρας του πολέμου. Για τον λόγο αυτό έσπευσε να ζητήσει από την ρωμαϊκή Σύγκλητο, αμέσως μετά την ρωμαϊκή νίκη (-196), να εγκρίνει την προσάρτηση της Ασίνης και της Πύλου που τις είχαν αποσπάσει παλαιότερα οι Αχαιοί13. Η Σύγκλητος απέφυγε να λάβει θέση και παρέπεμψε το αίτημα στην «δεκαμελή Επιτροπή» των δέκα πρέσβεων οι οποίοι, με επικεφαλής τον Φλαμινίνο (Πολύβιος 18.42,7), είχαν αναλάβει να διευθετήσουν εκτός από τις διαφορές της Ρώμης με τον Φίλιππο Ε' και όλες τις εκκρεμότητες μεταξύ των πελοποννησιακών πόλεων. Ή Επιτροπή μπροστά στην δυσκολία να συμβιβάσει από τη μια τις διεκδικήσεις των παλαιών τους συμμάχων (Μεσσηνίων και Ηλείων) κι από την άλλη τις απαιτήσεις των νέων, δηλαδή των Αχαιών14, έκρινε πως το συμφέρον της Ρώμης, στην δεδομένη στιγμή, επέβαλε να μην διαταραχθεί το status quo στην Πελοπόννησο15. Παρά την έντονη απογοήτευση από αυτήν την εξέλιξη, οι Μεσσήνιοι προτίμησαν, στην παρούσα φάση, να μην εκδηλώσουν με έντονο τρόπο την δυσαρέσκειά τους αλλά να αναμένουν ευνοϊκότερες περιστάσεις.


 Δυστυχώς όμως γι αυτους τα γεγονότα της περιόδου θα ενισχυσουν ακόμα περισσότερο την επεκτατική “απληστία” των Αχαιών, την οποία, είναι αλήθεια, ελάχιστα προσπάθησε να συγκρατήσει η Ρώμη. Η τελευταία αφου απέτυχε ν’ αποτρέψει την αχαϊκή επέμβαση στη Σπάρτη16 άφησε, κυρίως λόγω της απειλούμενης εμπλοκής του Αντιόχου στα ελλαδικά πράγματα, το πεδίον ελεύθερο στους Αχαιούς να ρυθμίσουν μόνοι τους την κατάσταση στην Πελοπόννησο και ειδικότερα τις σχέσεις τους με τις πόλεις που αρνουνταν επίμονα την ένταξη τους στην Συμπολιτεία. Έτσι όταν, μετά την δολοφονία του Νάβιδος, μια σπαρτιακη μειοψηφία αποφασίζει (-192), με την στήριξη του Αχαιου στρατηγού Φιλοποίμενος, την συνδεση της τελευταίας με την Συμπολιτεία, η Ρώμη δεν θα φέρει αντιρρήσεις αλλά αντίθετα θα την εγκρίνει, σε μια δυσκολη είναι αλήθεια για την ίδια συγκυρία17.
 H κίνηση αυτή -κυρίως η αποφασιστικότητα των Αχαιών σε συνδυασμό με την αδιαφορία η και την σιωπηρή ενθάρρυνση της Ρώμης- φόβισε, ως είναι φυσικό και την Ήλιδα και την Μεσσήνη, που απογοητευμένες από τον τρόπο με τον οποίο τους μεταχειρίστηκε η υπερδυναμη λίγα χρόνια νωρίτερα, αποφάσισαν να διακινδυνευσουν, σε μια κίνηση απελπισίας, το τελευταίο τους χαρτί ανανεώνοντας την παλαιά συμμαχία τους με την Αιτωλία, η οποία εξακολουθουσε θεωρητικά τουλάχιστον να είναι σε ισχυ. Πίστευαν πως η συμμαχία αυτή και η άφιξη του Αντιόχου στην Ελλάδα θα τους προσέφερε την εσχάτη ευκαιρία να ξεφυγουν από τον ασφυκτικό αχαϊκό κλοιό και να εκδικηθουν τη Ρώμη για την αδιαφορία της. Η εσφαλμένη συναισθηματική αυτή ενέργεια ικανοποίησε τους Αχαιους που, σοφά δρώντες, έπραξαν φυσικά το αντίθετο, δηλαδή τάχθηκαν στο πλευρό της Ρώμης και κήρυξαν τον πόλεμο κατά του Αντιόχου και κατά των Αιτωλών.
 Μετά την ήττα του Αντιόχου στις Θερμοπυλες (-191) οι Αχαιοί θέλοντας να θέσουν τη Ρώμη μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα, όπως στην περίπτωση της Σπάρτης, έστειλαν αμέσως πρέσβεις απαιτώντας από τις δυο εχθρικές προς αυτους και την Ρώμη πόλεις, την Ήλιδα και την Μεσσήνη, να προσχωρήσουν οικειοθελώς στην Αχαϊκή ομοσπονδία. H Ήλιδα προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, η Μεσσήνη όμως απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση και άρχισε να προετοιμάζεται για πόλεμο18. Κατόπιν τουτου, ο αχαϊκός στρατός εισέβαλε στην Μεσσηνία και οι Μεσσήνιοι μπροστά στον επαπειλούμενο κίνδυνο κάλεσαν σε βοήθεια τον Φλαμινίνο, ο οποίος επενέβη αμέσως και διέταξε τον στρατηγό των Αχαιών Διοφάνη να λύσει την πολιορκία. Ωστόσο, παρόλο που οι Μεσσηνιοι προσφέρθηκαν να του παραδώσουν την πόλη, εκείνος τους υποχρέωσε να προσχωρήσουν στο Κοινόν των Αχαιών19. Ή απόφαση αυτή, αναπάντεχη αλλά και ταπεινωτική για τους παλιούς της συμμάχους της Ρώμης, καθόσον είχαν και πρόσφατα πολεμήσει στο πλευρό του Φλαμινίνου εναντίον του Νάβιδος (-195 )20, υπαγορεύτηκε από την Realpolitik της υπερδύναμης, η οποία προφανώς έκρινε πως η Αχαϊκή Συμπολιτεία θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά της στον ελλαδικό χώρο, ειδικότερα ενόψει του κινδύνου που παρουσίαζε η εμπλοκή του Αντιόχου στα ελλαδικά πράγματα21.
 Ή απροσδόκητη και αναγκαστική αυτή ένταξη της Μεσσήνης στην Συμπολιτεία έδωσε, προφανώς, την ευκαιρία και σε άλλες μεσσηνιακές πόλεις (π.χ. Ασίνη, Κολονίδες, Κορώνη και Μοθώνη) να αποχωριστούν από αυτήν και να ζητήσουν να γίνουν παράλληλα δεκτές, sui iuris, ως ανεξάρτητα μέλη του Κοινού22. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από την κυκλοφορία αργυρών τριωβόλων< τετράχαλκων ομοσπονδιακών νομισμάτων (π.χ. Ασίνη, Μοθώνη και Κορώνη) που κατά πάσα πιθανότητα εκδόθηκαν με την ευκαιρία δημοσίευσης της συνθήκης προσχώρησης στην Συμπολιτεία (δηλαδή το έτος -191/0) των μικρών αυτών μεσσηνιακών πόλεων23. Επιβεβαιώνεται επίσης από το έγγραφο του Αιγίου, στο οποίο οι πόλεις αυτές εμφανίζονται ως ανεξάρτητα μέλη δίπλα στην Μεσσήνη.
 Η διάσπαση της Μεσσηνίας είχε δυσμενείς πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις για την Μεσσήνη, καθώς το λαμπρό αυτό κέντρο παύει πλέον να είναι η παντοδύναμη μητρόπολη και ο πολιτικός της ρόλος υποβαθμίζεται, καθώς οι πολύ μικρότερες μεσσηνιακές πόλεις που καθίστανται για πρώτη φορά ανεξάρτητες συμμετέχουν πλέον ίσοις οροις στα όργανα του Κοινού, στα οποία διαθέτουν μάλιστα συνολικά και περισσότερες ψήφους24. Η κατάσταση αυτή που ήταν αφόρητη για την ηγετική τάξη της πόλης μεγάλωνε την απογοήτευση και την επιθυμία για εκδίκηση. Στην σύγκρουση ωστόσο που ακολούθησε (-182) οι Μεσσηνιοι πολιτικοί δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, διέπραξαν ασυγχώρητα λάθη και οδήγησαν την πόλη σε νέα οδυνηρή ήττα, η οποία υποχρέωσε την Μεσσήνη να υπογράψει, η ίδια, τη φορά αυτή, την προσχώρησή της, ως μέλους sui iuris της Συμπολιτείας, με βαρύτερους όμως όρους25. Οι όροι αυτοί προέβλεπαν την απόσπαση, κατά τον Πολύβιο, των εξαρτωμένων ακόμα από την Μεσσήνη πόλεων της Θουρίας, της Αβίας και των Φαρών. Οι πόλεις αυτές εντάχτηκαν στο Κοινόν των Αχαιών, η καθεμιά με δική της συνθήκη σύνδεσης ως ανεξάρτητα μέλη26. Το γεγονός ότι καμία από αυτές δεν εμφανίζεται στο έγγραφο του Αιγίου καθιστά το έτος -182 ως έναν σχεδόν βέβαιο terminus ante quem για την χρονολόγησή του.
 H διαμορφωθείσα κατάσταση φαίνεται πως διαφοροποιήθηκε μόνον μετά το -146 όταν ο Μομμιος επανέφερε την Δενθελιάτιδα στο καθεστώς που ίσχυε στην περιοχή πριν από το -182. Το γεγονός υπαινίσσεται ένα χωρίο του Τάκιτου καθώς και η απόφαση των Μιλησίων δικαστών, η οποία, λίγα χρόνια αργότερα το -138, επιδικάζει οριστικά την παραπάνω περιοχή στην Μεσσήνη, με την αιτιολογία ότι την κατείχε το -146 όταν ήταν στην Ελλάδα ανθύπατος ο Μομμιος: “οτε Λεύκιος Μόμμιος ύπατος η ανθύπατος [ε]ν εκείνη τή έπαρχεΐαι έγένετο”.27 Η πληροφορία του Πολυβίου (23.17,1-2), σχετικά με την απόσπαση από την Μεσσήνη και την ένταξη στην Συμπολιτεία των πόλεων της Δενθελιάτιδος, της Αβίας, της Θουρίας και των Φαρών αμφισβητήθηκε από μερικούς νεότερους ιστορικους28. Η αμφισβήτηση όμως αυτή είναι αβάσιμη, γιατί αφενός έρχεται σε αντίθεση με την εισαγωγή (μετά το -190) ενός νέου θεσμικού πλαισίου στην Θουρία, το οποίο ακολουθούσε, προφανώς, το αχαϊκό πρότυπο29 και αφετέρου με τον διακανονισμό των συνόρων της πόλης με την Μεγαλόπολη30, ο οποίος εντάσσεται στην προσπάθεια που καταβάλλουν οι αρχές του Κοινού, μετά το -182 να ρυθμίσουν όλες τις εκκρεμείς συνοριακές διαφορές ανάμεσα στις πόλεις που ανήκουν πλέον στο Κοινόν των Αχαιών31. Από την άποψη αυτή το πρόσφατο επιγραφικό εύρημα της Μεσσήνης που αναφέρθηκε στην αρχή και για το οποίο ο Πέτρος Θέμελης32 κατέθεσε μια πρώτη δημοσίευση, συνιστά μια μοναδική και απτή μαρτυρία των επεκτατικών βλέψεων της Μεγαλοπόλεως σε βάρος της αντιπάλου της αλλά και την αντίσταση των αρχών του Κοινού στις αδικαιολόγητες απαιτήσεις της αρκαδικής μητρόπολης, η εκπλήρωση των οποίων θα οδηγούσε στην πλήρη εξουθένωση την απογυμνωμένη σχεδόν από τις κτήσεις της τη Μεσσήνη.
 Η ταπεινωτική ήττα της Αχαΐας το -146 επανέφερε την ισορροπία που ίσχυε στην Πελοπόννησο κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή. Ή νέα ρωμαϊκή τάξη αναβαθμίζει τον ρόλο κατά κύριο λόγο των εχθρών της Συμπολιτείας, της Σπάρτης και της Μεσσήνης, και δίνει την ευκαιρία στην τελευταία να αποκαταστήσει, εν μέρει ίσως, την κυριαρχία της στην μεσσηνιακή πεδιάδα και να γνωρίσει, σε αντίθεση με πολλές άλλες πελοποννησιακές πόλεις, μια νέα περίοδο οικονομικής ευημερίας33.

Αθανάσιος Ριζάκης
H Real-Politik της Ρώμης και η Θλιβερή Τύχη της Μεσσήνης μετά ton B' Μακεδονικό Πόλεμό (-196/ -182)

1. Το εύρημα ανακοινώθηκε από τον Α. Βορδο ΑΔ 52, 1997 (2002) 296-297 και το περιεχόμενό του σχολιάστηκε από τον A.D. Rizakis, Le college des nomographes et le systeme de representation dans le Koinon Acheen”, στο K. Buraselis, Kl. Zoumboulakis (eds.), The idea of European community in history. Aspects of connecting poleis and ethne in Ancient Greece (2003) 97-109. Το πλήρες κείμενο δημοσιεύεται από τον υπογράψοντα σε ένα πρόσφατο τόμο που φέρει τον τίτλο: Achate III. Les cit0s ach0ennes: 0pigraphie et histoire, Μελετηματα 55 (2008) n°116. Για την επιγραφή της Μεσσήνης, βλ. Π. Θέμελης, Κρίμα περί χώρας Μεσσηνίων και Μεγαλοπολιτών, στο I. Πίκουλας (εκδ.), Ιστορίες για την Αρκαδία, Proceedings of the International Symposium in honour of James Roy, Stemnitsa Arkadias 2008, 211-221.
2. F. Gschnitzer, Die Nomographenliste von Epi-dauros (IG IV 12, 73) und der Achaische Bund im spaten 3. Jh. v. Chr., ZPE 58, 1985, 103-116.
3. Μόνη εξαίρεση συνιστούν οι πόλεις των Ελευθερολακώνων που παρέμειναν αυτόνομες και δεν
εμφανίζονται στον κατάλογο. Μετά την ήττα του Νάβιδος από τον Φλαμινίνο και τους Αχαιούς (195 π.Χ.), οι πόλεις των Ελευθερολακώνων τέθηκαν, όπως λέει ο Τίτος Λίβιος (35. 13, 2 και 38. 31, 2, “υπό την προστασία των Αχαιών” (πρβλ. και Τίτος Λίβιος 36 ελεγχόταν από τους Αχαιούς (πρβλ. και D. Martin, Greek leagues in the later second and first centuries B.C., Ann Arbor, London 1975, 440 και υποσ. 6. Rizakis [σημ. 1] 107 n. 42). Auto προϋπέθετε μια χαλαρή σύνδεση με την Συμπολιτεία με περιορισμένα φυσικά, νομικά και πολιτικά δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις. H άποψη που υπαινίσσεται ένα χωρίο του Παυσανία (3.21,6· πρβλ. Brandis, RE V2, 1905, col. 2353 s.v. Eleutherolakones. G. Niccolini, La confederazione Achea (1914), 131 υποσ. 1) ότι δηλαδή οι πόλεις επανήλθαν, μετά το -146, στην κυριαρχία της Σπάρτης δεν επιβεβαιώνεται από τις επιγραφικές μαρτυρίες (IG V1, 111, 1226, 1227) που φανερώνουν αντίθετα την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου Κοινού μόνον κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο. Για το Κοινόν αυτής της περιόδου, βλ. Martin, ό.π., 438498.
4. Π. Θέμελης, Ήρωες και ηρώα στην Μεσσήνη (2000).
5. A.D. Rizakis, “La cite grecque entre la periode hellenistique et l’Empire”, στο R. Frei-Stolba, Kr. Gex (eds.), Recherches rncentes sur le monde heltenistique. Colloque international organise a Lausanne (20-21 novembre 1998) pour les 60 ans de P. Ducrey (2001) 7596. A.D. Rizakis et Y. Touratsoglou, L’economie du Peloponnese hellenistique : un cas regional, στο C. Grandjean (ed.), Le Peloponnese d’Epaminondas a Hadrien, Colloque de Tours 6-7 Octobre 2005, Paris-Bordeaux 2008, 69-82. Ή οικονομική, ωστόσο, ιστορία της Μεσσήνης αυτής της περιόδου παραμένει όπως ορθά επισημαίνει η C. Grandjean, Les Messeniens
6. Σε ένα χωρίο του Πολυβίου (4.25, 4) γίνεται λόγος για μια κατά θάλατταν επίθεση των Αιτωλών στην Πύλο, κατά το πρώτο έτος του συμμαχικού πολέμου (πρβλ. F.W. Walbank, A historical commenrtary on Polybius τομ. I [1957] 472. Γιά τις αιτωλικές επιδρομές και δηώσεις της χώρας της Μεσσήνης από τους Αιτωλούς, βλ. C. A. Roebuck, A history of Messenia from 369 to 146 B.C. [1941] 72-73). Μεταξύ των διεκδικήσεων που προβάλλουν οι Αιτωλοί στην Σύνοδο του Αιγίου (208 π.Χ.) για τον τερματισμό του λεγομένου “αιτωλικού πολέμου” είναι και η επιστροφή της Πύλου στους Μεσσηνίους: βλ. Ώτος Λίβιος 27. 30, 13· πρβλ. B. Niese, Geschichte der griechischen und makedonischen Staaten seit der Schlacht bei Chaeronea II (1893-1903) 411 υποσ. 1. Ή απόσπαση της Κυπαρισσίας συνάγεται από ένα χωρίο του Πολυβίου (11. 18, 2. Πρβλ. και Πλούταρχος, Φιλοποίμην 10,7 πρβλ. Niese, ό.π.,411 υποσ. 1 και 713). T|v χρονολογία αυτή αποδέχεται ο A. Aymard (ό.π., σημ. 3) 13 υποσ. 6· πρβλ. και Roebuck, ό.π.,69 υποσ.12. Ο F.W. Walbank, A historical commentary on Polybius II (1967) 291-293 (contra Kolbe, IG V1, σ. ΧΠ και 277) τοποθετεί την προσάρτηση της Κυπαρισσίας στο κοινόν των Αχαιών, “ad anno 191 a.C.”.
7. Βλ. το κείμενο της Αιτωλο-ρωμαϊκής συνθήκης του 212 π.Χ. (IG Κ2 1.2. 241). Στην amicitia αυτή με την Ρώμη αναφέρονται μεταγενέστερες πηγές: βλ. Πολύβιος 18. 42, 7 και Tίτος Λίβιος 34. 32, 16· πρβλ. Walbank, ό.π. (σημ. 6) τομ. II, 606. J. Briscoe, A commentary on Livy: books XXXIV-XXXVn (1981) 103. E.S. Gruen, The Hellenistic world and the coming of Rome, Berkeley (1986) 20-21.
8. Βλ. Ώτος Λίβιος 29. 12, 13-14· Αππιανός, Μακεδονικά 3, 2· πρβλ. R. Errington, Philopoemen (1969) 69· Gruen, ό.π. (σημ.7) 21.
9. Roebuck, (ό.π. σημ.6) 90 υποσ.105.
10. H ακριβής χρονολογία της ένταξης της τελευταίας στην Συμπολιτεία, η οποία σε κάθε περίπτωση συνοδεύτηκε από μια μικρή περίοδο ακμής (πρβλ. D. Hennig, Asine und Mothone. Stadtentwicklung und Wirtschaft im sudlichen Messenien seit dem 3./2. Jh. v. Chr. [Anhang: Prosopographie der Asinaer und Mothonaer], Laverna 7, 1996, 17-41 ειδικότερα σ.2425) δεν είναι γνωστή. O terminus ante quem πάντως είναι το έτος -196: βλ. Πολύβ. 18. 42, 7 (πρβλ. Walbank, ό.π. [σημ. 6] II, 606-607): “γενομένης δέ άντιρήσεως κατά το παρόν διά το κατά πρόσωπον Ήλείους μέν άμφισβητεϊν τοϊς Άχαιοΐς υπέρ τής Τρι-φυλλίας, Μεσσηνίους δ’ υπέρ Άσίνης καί Πύλου, συμμάχους τότε 'Ρωμαίων υπάρχοντας”. O terminus post quem αυτής της ένταξης είναι προφανώς το έτος 209 π.Χ. (πρβλ. Niese, ό.π. [σημ.6] II, 646 υποσ. 4. Α. Aymard, ό.π. [σημ.3] 13 υποσ.6 πρβλ.και Roebuck, ό.π. [σημ. 6] 89 υποσ. 194) γιατί η Aσίvη δεν αναφέρεται στις διεκδικήσεις των Anurov, για λογαριασμό των Μεσσηνίων, στη σύνοδο του Afcm (O Τίτος Λίβιος 27. 30, 13 αναφέρει μόνον την Πύλο). Η άποψη του Kolbe (IG V1, σ.273), ο οποίος τοποθετεί την απόσπαση της Ασίνης από την Μεσσήνη στην διάρκεια του δεύτερου μακεδονικού, δεν έγινε αποδεκτή. Βλ. γενικά Roebuck, ό.π. [σημ. 6] 92-94· E. Meyer, RE Suppl. XV, 1978, 198 και 200. Για την απόσπαση της Πύλου και της Κυπαρισίας, βλ. πιο πάνω, υποσ. 6.
11. Τίτος Λίβιος, 32. 22, 2-23, 3· πρβλ. J. B
12. Ή Μεσσήνη δεν εμφανίζεται στο κείμενο της
13. Στις απαιτήσεις της Μεσσήνης δεν αναφέρεται η Κυπαρισσία: Πρβλ. Aymard, ό.π. (σημ. 3) 347.
14. Σε μια πρώτη φάση, δηλαδή αμέσως μετά τις γιορτές του Ισθμού, το -196, η Ρώμη παρέδωσε στην αχαϊκή Συμπολιτεία την Κόρινθο, και δύο χρόνια αργότερα και την Aκροκόριvθο. Βλ. Aymard, ό.π. (σημ. 3) 99-100, 180 υποσ. 3 και 260.
15. Έτσι, οι Aχαιοί διατήρησαν τις μεσσηνιακές πόλεις, δηλαδή την Πύλο και την Aσίvη που διεκδι-κούσε η Μεσσήνη, καθώς και εκείνες της Τριφυλίας τις οποίες διεκδικούσε η Ήλις: Πολύβιος 18. 47, 10· πρβλ. Walbank, ό.π. (σημ.6) II, 618· Τίτος Λίβιος 33. 34, 9· πρβλ. Walbank, ό.π. (σημ.12), 182 υποσ. 3. J. Briscoe, ό.π. (σημ.11) I, 315. Δεν είναι καθόλου βέβαιο κατά πόσον η ευνοϊκή για τους Aχαιούς απόφαση της Επιτροπής των δέκα πρέσβεων, που ελήφθη σε μιά δεύτερη φάση, λίγο αργότερα (πιθανώς το -194) επηρεάστηκε, κατά κάποιο τρόπο, από την σύναψη της ρωμαιο-αχαϊκής συνθήκης συμμαχίας και φιλίας της, που τοποθετείται ήδη από τον A. Aymard (ό.π. σημ. 3, 261-269) το έτος -194/3. Σημειωτέον ότι η χρονολογία αυτή αμφισβητείται από πολλούς ιστορικούς: βλ. Ε. Badian, The treaty between Rome and the Achaean league, JRS 42, 1952, 76-80. Πρβλ. και Gruen, ό.π. (σημ.7) 33-34.
16. Βλ. Aymard, ό.π. (σημ.3), 185-190, 194-196, 212-247· Μ. Bonnefond-Coudry, Mythe de Sparte et politique romaine: les relations entre Rome et Sparte au debut du IIe siecle av. J.-C., Ktema 12, 1987, 85-91.
17. Πολΰβιος 23. 17, 5-18, 2· πρβλ. F.W. Walbank, A historical commentary on Polybius τομ. III (1979), 250-252· Aymard, ό.π. (σημ. 3) 318-322· Errington, ό. π. (σημ.8) 110-112·Gruen,ό.π. (σημ.7) 465-466. H κατάσταση ανετράπη την ίδια χρονιά, καθώς οι φίλοι του Νάβιδος επανακατέλαβαν την εξουσία και εξόρισαν τους φιλο-αχαιους συμπολίτες τους. Τελικά η Σπάρτη επανήλθε βίαια με την επέμβαση της Συμπολιτείας το 192/1 π.Χ. Βλ. Aymard, ό.π. (σημ. 3) 333-334· Errington, ό.π. (σημ. 8) 118-119· Β. Shimron, Late Sparta (1972) 102-104 και 138-139· Ε. Will, Histoirepolitique du monde heltenistique (323-30 av. J.-C.), τομ. II (1979 και 19822) 242-243. Ένα χωρίο του Πλουτάρχου (Φιλοποίμην, 16, 1) αντιτίθεται, ωστόσο, στην χρονολόγηση του γεγονότος το φθινόπωρο η τον χειμώνα του -191 (πρβλ. Gruen, ό.π. [υποσ. 7] 467-468).
18. Οι Μεσσηνιοι έφθασαν στο σημείο να προσφέρουν την πόλη τους στον Φλαμινίνο παρά να υποταγοΰν στους Αχαιους: Τίτος Λίβιος 36. 31, 4-5· πρβλ. Briscoe, ό.π. (σημ.7) αλλά η προσφορά τους αυτή δεν έγινε αποδεκτή.
19. Ή ένταξη στο Κοινόν συνοδεύτηκε και από ορισμένα άλλα ευνοϊκά για τους Μεσσηνίους μέτρα, όπως για παράδειγμα την παροχή ατέλειας τριών ετών: Τίτος Λίβιος 36. 31, 1-4· πρβλ. Briscoe, ό.π. (σημ.7) 2
20. Η συμμετοχή αυτή τους απέφερε και μερικά μικρά πλεονεκτήματα. Βλ. Τίτος Λίβιος 34. 35, 6· πρβλ. Briscoe, ό.π. (σημ. 7) I, 108· Gruen, ό.π. (σημ.7) 468 και υποσ. 183.
21. Πρβλ. Aymard, ό.π. (σημ. 3) 343-345 και κυρίως Gruen, ό.π. (σημ.7) 468-469, ο οποίος προτείνει και μια πιο πειστική ερμηνεία.
22. Οι Τίτος Λίβιος (39. 49, 1 [Κορώνη]) και Πλούταρχος (Φιλοπ. 18, 5 [Κολονίδες]), μας πληροφορούν ότι οι Μεσσήνιοι επιχείρησαν, κατά τη διάρκεια της εξέγερσής τους το 183 π.Χ., να καταλάβουν την Κορώνη και τις Κολονίδες, γεγονός που προϋποθέτει την προηγούμενη ένταξή τους στην αχαϊκή Συμπολιτεία· πρβλ. Roebuck, ό.π. (σημ. 6) 92-94. Μια τέτοια εξέλιξη ικανοποιούσε απόλυτα τις αρχές του Κοινού, το οποίο πάντοτε ενθάρρυνε την διάσπαση μεγάλων πολιτικών και εδαφικών ενοτήτων πριν από την συνθήκη προσχώρησης και συνήθιζε να δέχεται ως ανεξάρτητα μέλη τους πρώην υποτελείς μιας ισχυράς πολεως: Niese, ό.π. (σημ. 6) II, 713 και υποσ.4· Α. Aymard, ό.π. (σημ.3) 347 υποσ.16. Αναφορικά με τον χαρακτήρα των Κολονίδων (πόλις< κώμη), βλ. Hennig, ό.π. (υποσ.10), 25 υποσ.37.
23. R. Weil, ZfN 9, 1882, 227· B. V. Head, Historia Numorum (19132) 432-433· R.S. Poole (ed.), A catalogue of the Greek coins in the British Museum, Peloponnesos, Bologna 1963, XLVI· Α. Walker, LHS Numismatics, Auction 96, 8-9 May, 2006 (Coins of Peloponnesos. The B[asil] C. D[emetriades] collection), 194 αρ.767 [Ασίνη: 188-146 π.Χ.]· 197 αρ. 775 [τετράχαλκα: Κολονίδες: 188-146 π.Χ.]. 198 αρ.778-779 [αργυρά τριώβολα: Κορώνη: 195-188 π.Χ.]· πρβλ. Niese, ό.π. (σημ. 6) II, 411 υποσ.1. Aymard, ό.π. (σημ.3) 13 υποσ.6.
24. Στο σώμα των νομογράψων διαθέτουν για παράδειγμα τρεις ψήφους (Κυπαρισσία, Ασίνη και Κορώνη), δηλαδή συνολικά μεγαλύτερο αριθμό εκπροσώπων από την παλιά τους μητρόπολη.
25. Πολύβιος 23. 16, 12- 23. 17, 1· πρβλ. Walbank, ό.π. (σημ. 17) III, 248-249. Για τη χρονολογία βλ. Α. Aymard, Etudes d’histoire ancienne (1967) 31-39· Errington, ό.π. (σημ. 8) 241-245· Walbank, ό.
26. Πολύβιος 23, 17, 1-2· πρβλ. Walbank, ό.π. (σημ. 17) III, 1979, 249-250: “η δ’ Άβία καί Θουρία καί Φαραί κατά τον καιρόν τούτον από μέν τής Μεσσήνης εχωρίσθησαν, ιδία <δέ> θέμεναι στήλην έκαστη μετεϊχεν τής κοινής συμπολιτείας”: πρβλ. και Πολύβιος 23. 18, 1 (πρβλ. Walbank, ό.π. σημ. 17, 249252): “Οι δέ Άχαιοί διακούσαντες αμφοτέρων έκριναν προσλαβέσθαι την πόλιν, καί μετά ταΰτα στήλης προσγραφείσης συνεπολιτεύετο μετά των Αχαιών η Σπάρτη”. H τελευταία φράση, «ιδία <δέ> θέμεναι στήλην έκάστη, και στήλης προσγραφείσης» αναφέρεται στην ανέγερση μιας στήλης με την συμφωνία ένταξης στο ιερόν του Ομαρίου Διος στο Αίγιον. Για την πρακτική αυτή, βλ. Πολύβιος 2. 39, 6. 23. 17, 2 και 24. 2, 3· IG V2, 344=Syll.3, 490 [συνθήκη σύνδεσης του αρκαδικού Ορχομενού με το αχαϊκό Κοινό].
27. Τάκιτος, Annales 4. 43, 3. IvO 52=Syll. 3 683, στ.54-55· πρβλ. S.L. Ager, Interstate Arbitrations in the Greek World, 337-90 B.C., Berkeley 1996, 411-413 και 446-450.
28. Ή εγκυροτητα αυτού του χωρίου αμφισβητήθηκε πρ
29. Πρβλ. F. Bolte, RE VI Α1, 1936, col.637 s.v. Th
30. Για τον διακανονισμό των ορίων της Θουρίας με τη
31. Ή μελέτη των G. Thur, Ή. Taeuber (IPArk no
3Τ πρβλ. και S.L. Ager, ό.π. σημ.27, no116) έδειξε ότι το κείμενο IvO no 46 (πρβλ. και IG V2, σ. XXVII) δεν αφορά τον διακανονισμό των συνοριακών διαφορών της Μεσσήνης με την Μεγαλόπολη, όπως πιστευόταν παλαιοτερα, αλλά με τον Ελισσώνα (πρβλ. Κ. Ήarter-Uibopuu, ό.π. [σημ. 30] αρ. 8· πρβλ. SEG 49, 1999, 491 αρ.8). Avάμεσα στα μέλη της τελευταίας επιτροπής που συστήθηκε εμφανίζονται ο Διοφάνης (στ.5), ο Πολύβιος (στ.7) και ο Θεαρίδας (στ. 6), προφανώς ο πρεσβύτερος αδελφός του (Πολύβιος 32. 7, 1). Για τον διακανονισμό των ορίων και άλλων πόλεων, στο πλαίσιο του νέου Κοινού των Αχαιών, βλ. Κ. Ήarter-Uibopuu, ό.π.,41-46 αρ. 6 (Αλίφειρα και Λέπρεον), 46-52 αρ.7 (Μεσσήνη και Φιγάλεια), 72-80 αρ.10 (Ερμιόνη και Επίδαυρος). 97-109 αρ.12 (Τροιζήν και Επίδαυρος)· πρβλ. SEG 49, 1999, 491 αρ. 6, 7, 10 και 12. Για μια συζήτηση σχετικά με τη νομική διάσταση αυτής της διαδικασίας βλ. Κ. Ήarter-Uibopuu, ό.π, 119-161.
32. Βλ. Π. Θέμελης, ό.π. (υποσ.1), 211-221.
33. Βλ. Grandjean, ό.π., (σημ.5) 253-256. Γιά την οικονομική κατάσταση των πόλεων της Πελοποννήσου αυτή την περίοδο, βλ. A. D. Rizakis, ό.π. (σημ.1) και A.D. Rizakis, I. Touratsoglou, ό.π. (σημ.5) σποράδην.