Είναι χρέος και καθήκον επιβεβλημένο, η εθνική μνήμη να δοξάζει και να τιμά όλους εκείνους που δούλεψαν γιά να χτιστεί το μεγάλο και αθάνατο έπος του 21, επώνυμους και ανώνυμους, τα πρώτα, τα μεγάλα ονόματα, αλλά και τα δεύτερα, τα ανώνυμα και άγνωστα μέχρι σήμερα, το μεγάλο πλήθος, που χωρίς τη σύμπραξή του, οι μεγάλοι γνωστοί θα ήταν μικροί και άγνωστοι. Η άγνωστη χορεία των ηρώων των προεπαναστατικών και επαναστατικών χρόνων είναι τεράστια και τέτοια πρέπει να είναι και η συλλογική μας ευγνωμοσύνη, σε κάθε δοξαστική εθνική μας επέτειο. Χρέος μας λοιπόν και καθήκον, είναι επίσης, η προσπάθεια να βγάλουμε από την αφάνεια και τνη ανωνυμία τους ήρωες που δεν αναφέρουνται σε γραφτές πηγές, αλλά όμως τους διατηρεί ακόμα επίζηλα η βρυσομάνα λαϊκή μνήμη και παράδοση,
Έτσι, μερικοί από αυτούς, θα μας ήσαν ακόμα άγνωστοι, αν δεν τους συντηρούσε και διατηρούσε το όνομά τους σαν παραμύθι η λαϊκή μας παράδοση και το εθνικό μας τραγούδι.1 Ακόμα σημαντική είναι και η προσφορά των τοπωνυμίων κάθε περιοχής πού όπως επιγραμματικά αναφέρει ένας μεγάλος μας λαογράφος, αποτελούν «ιστορία γραμμένη στο χώμα» και πού βοηθάει αποτελεσματικά την ιστορική έρευνα και μελέτη συγκεκριμμένων ιστορικών γεγονότων.
Συνακόλουθα λοιπόν, η συμβολή και προσφορά των δημοτικών τραγουδιών, της λαϊκής παράδοσης και των Τοπωνυμίων στην ιστορική έρευνα, είναι ανυπολόγιστης αξίας, και κυρίως, στην περίπτωση που δεν υπάρχουν γραφτές ειδήσεις, αλλά και όταν ακόμα υπάρχουν, δίνουν στην έρευνα, την σφραγίδα της βεβαιότητας και της αλήθειας.
Στην περίπτωση, του ήρωα που θα προσπαθήσουμε ν’ αναστήσουμε, η ύπαρξή του θα ήταν τελείως άγνωστη αν δεν διατηρούσε τον θρύλο του, την καταγωγή και τον θάνατό του η λαϊκή μνήμη, το τραγούδι και τα τοπωνύμια.
II
Ο καπετόν Νικολούλιας γεννήθηκε στου Λατζουνάτου- Τριφυλίας και ήταν ένας από τους σημαντικότερους κλεφτοκαπετάνιους με πλούσια πολεμική δράση, στα Κοντογούνια της Μεσσηνίας, στην προεπαναστατική περίοδο, μιά περίοδο που δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως ετοίμασε το δρόμο του μεγάλου ξεσηκωμού. Το επώνυμό του ήταν Λεμπέσης, αλλά έμεινε γνωστός με το μικρό του όνομα, Νικολής και λόγω του μικρού του αναστήματος με το υποκοριστικό «Νικολούλιας».2 Η λαϊκή παράδοση, λέει πως είχε δυό αδέρφια που από φόβο λόγω της δράσης του, έφυγαν από το χωριό τους και εγκαταστάθηκαν στου Ζερμπίσια. Ο ένας αδερφός του απόχτησε δυό παιδιά, που ο μεγαλύτερος του ο Γιάννης έγινε μαζί του Κλέφτης (= Κλεφτόγιαννης) 3 και αργότερα πρωτοπαλλήκαρο και καπετάνιος. Ο άλλος αδερφός του γνωστός με το παρωνύμιο Πάταλος, έκαψε τον πύργο του Αγά στα Ζερμπίσια στα 1769 κι’ έφυγε ίσως στα Εφτάνησα.
Κατά τον γέρο Βασίλη Αβαμόπουλο4 από του Λατζουνάτου, το σπίτι του ήτανε ανάμεσα στου Γιάννη Αδαμόπουλου και του Ντίνη Αντρικόπουλου, ένα μικρό χάλασμα που φαίνεται ακόμα και σήμερα. Φτωχός ο πατέρας του, δεν είχε να πληρώσει το χαράτσι στους Τούρκους φοροεισπράχτορες και του πήραν το παιδί του, το Νικολούλια, που ήταν τότε 12- 14 χρόνων. Ύστερα από περιπέτειες και περιπλανήσεις, η τύχη τόν έφερε στην Κων/πολη. Αλλά σαν μεγάλωσε κι’ έγινε 22 χρόνων, έφυγε κρυφά από τ’ αφεντικά πού δούλευε, κι από τόπο σε τόπο ήρθε στο χωριό του. Έγινε η αναγνώριση με τους γονείς του, από μιά μεγάλη ελιά στο κορμί του, οι χαρές, οι συγκινήσεις και οι διηγήσεις των πολύπαθων περιπετειών του. Δεν κάθησε όμως πολύ μαζί τους, έφυγε κι’ έγινε Κλέφτης στό σώμα του Κοντοπλεύρη, 5 διάσημου τότε Κλεφταρματολού.
Τα πολεμικά του κατορθώματα, η παλληκαριά και η σκληρότητα του χαρακτήρα του απέναντι στους εχθρούς του, τον έκαναν διάσημο αλλά κι επικίνδυνο γιά την Τουρκική διοίκηση και κυριαρχία. Γιά το λόγο αυτό, τον επικήρυξαν και τα Τούρκικα αποσπάσματα έψαχναν να τον βρούνε.
Ένα από τα αποσπάσματα αυτά, έντεξε να πιάσει στην Μαυροζούμαινα, τον υπερέτη του Αντρινόπουλου6 από του Λατζουνάτου, που πήγαινε στο χωριό του κατά την Ολυμπία, με σφαχτά και γιαούρτι γιά να «λαμπρέψει» με την οικογένεια του, γιατί κείνες τις ημέρες ερχότανε το Πάσχα. Τον ρώτησε ο αποσπασματάρχης γιά τον Νικοιλούλια, και κείνος τους είπε πως τον ξέρει και μάλιστα ήτανε με τους κλέφτες του Κοντοπλεύρη στο χωριό, που ο Νικολούλιας βάφτισε το κορίτσι του αφεντικού του και το βγάλε Παγώνα και σαν έφυγε, εκεί τους άφησε και γλεντάγανε. Ο αποσπασματάρχης τον διέταξε να γυρίση να τους ακολουθήση και να τους οδηγήση στου Λατζουνάτου, ενώ συγχρόνως ειδοποίησε και άλλο απόσπασμα νάρθει σε βοήθεια, όπως και πράγματι ήρθε από του Κυνηγού.
Ο Κοντοπλεύρης στο άκουσμα του ερχομού και αποκλεισμού του χωριού από τους Τούρκους, έπιασε θέσεις κατά το «Μαύρα Λιθάρια» και οι άλλοι κλέφτες κατά τις «Κοπρισιές». Ο Νικολούλιας, διάλεξε μιά θέση μόνος του, μπροστά από τος άλλους κλέφτες κι’ έφτιαξε ένα πρόχωμα κοντά σ’ ένα ρουπάκι,7 που το έντυσε με τα ρούχα ενός κλέφτη και στη κορφή του φόρεσε ένα φέσι, για να ξεγελάσει τους Τούρκους. Ο Τούρκος αποσπασματάρχης στο δρόμο του για του Λατζουνάτου, πέρασε με τους άνδρες του από του Ξεροκάσι8, κι’ έκατσε να ξεκουραστεί και να κολατσίσουν. Σ’ ένα σπίτι βρήκε γιαούρτι, κι’ έφαγε ένα καπάκι. Ξεκίνησε γιά το χωριό, έφτασε μπροστά στο ταμπούρι του Νικολούλια και φώναξε: «Ποιός είσαι συ μπροστά μου;» βλέποντας με τα ρούχα κλέφτη το ρουπάκι. «Εγώ 'μαι ο Νικολούλιας, αλλά βαρέθηκα το κλέφτικο και παραδίνομαι, φτάνει να μη κακοποιήσεις!» Στο άκουσμά του αυτό, ο αποσπασματάρχης, ξεθαρρεύτηκε και προχώρησε, όπως το ίδιο έκανε κι’ ο Νικολούλιας και σε κοντινή απόσταση του άδειασε απάνου του την μπιστόλα γεμισμένη με βόλια μπαρλαμά, άνοιξε η κοιλιά του, χύθηκε η γιαούρτι και γέμισε ο τόπος. Το άλλο απόσπασμα σαν μπήκε στο χωριό έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του Αντρινόπουλου κι’ έπιασε τα δυό παιδιά του πού δεν πράλαβαν να λακίσουν. Τον ένα τον λέγανε Δημητρούλια, κι’ είχε «τα μαλλιά του δεμένο κόμπο όπως το συνηθάγανε τότε ούλοι οι Ελληνες». Τους είδε από μακρυά ο πατέρας τους και τους φώναξε: «Σαν αρνιά ρέ; σαν αρνιά»; Δηλαδή θα κάτσουτε να σας σφάξουν σαν αρνιά οι Τούρκοι; Πήρε θάρρος ο Δημητρούλιας, σκότωσε τον Τούρκο λάκισε κι’ έτρεξε γρήγορα για το σπίτι του να πάρει το καριοφίλι. Ένας Τούρκος όμως πού ήταν στον «Πλάτανο» (στην εκκλησία τ' Άϊ Νικόλα) τον είδε τον σημάδεψε και τον σκότωσε στη θέση «Κολικοσκιά».
Ο άλλος λάκισε κι’ αυτός, αλλά τελικά τον σκότωσαν στου «Στάφτ’ το Μμήμα». Έκοψαν το κεφάλι του Δημητρούλια οι Τούρκοι κι’ έτρεξαν να το πάνε συχαρήκια στον Αγα της Αρκαδιάς. Αλλά στου «Ντάρα το Λόγγο» κοντά στην Μουργιατάδα, τον απάντησαν και τούδειξαν το κεφάλι, που το νόμιζαν πως είναι του Νικολούλια. Το κύτταξε ο Αγάς το γνώρισε και τούς λέει λυπημένος: «Βρε το Δημητρούλια σκοτώσατε..» Ο πατέρας του Δημητρούλια είχε πολλά σφαχτά και είχε πολλές φορές φιλοξενήσει τον Τούρκο Αγά στο σπίτι του.
Έγινε μάχη με τους Τούρκους στο χωριό, τούς πήρανε στο κυνηγητό οι κλέφτες, κι’ όσοι έμειναν έφυγαν από του «Γκρεκόπουλου τη Βρύση» για του Χαλβάτσου. Μετά από τα γεγονότα αυτά έφυγε ο Νικολούλιας και πέρασε στην Ολυμπία.
Λημέρι Ελλήνων Κλεφτών |
Του «Νικολούλια τη Βρύση» που λέμε και σήμερα είναι μιά ομορφοχτισμένη βρύση από πελεκητές πέτρες και πέτρινο καντάλι, στα νότια του χωριού, σ’ ένα πραγματικά ειδυλλειακό τοπίο. Το νερό της βρύσης είναι αλαφρύ και χωνευτικό και η παράδοση λέει, ότι ο Νικολούλιας έπινε νερό μόνο από αυτή τη βρύση πού την έχτισε, με έξοδά του.
Κάποτε έστειλε ένα παλληκάρι του, Γεωργακόπουλος τό επώνυμο, να του φέρει νερό από την βρύση του. Αυτός, επειδή ήταν μακρυά, πήγε σ' άλλη βρύση, έπιασε νερό και του το πήγε. Αλλά ο Νικολούλιας όταν έβαλε τη νεροκολοκύθα στα χείλη του γιά να πιεί, κατάλαβε πως δεν ήταν το νερό της βρύσης του, το έχυσε και του έδωσε ξανά την νεροκολοκύθα να πάει να ξαναφέρει νερό από την βρύση του. Το παλληκάρι, θυμωμένο έφυγε, έπιασε την νεροκολοκύθα στο δρόμο, και πήγε στο χωριό Σκάλα, οπού καί τελικά εγκαταστάθηκε με το επύνυμο Λαντζούνης και του οποίου αργότερα οι απόγονοι θα έρθουν σε έριδες, και θα φύγουν γιά του Μπάλα και τελικά στου Μελιγαλά.9
Αλλά σ’ αυτή την βρύση, συνήθιζε κι’ ερχότανε τα καλοκαίρια και ο Αγάς της Αρκαδιάς μαζί με τον υπηρέτη του τον Μπαρίλα από του Λατζουνάτου. Ο Αγάς είχε τη συνήθεια κάθε ημέρα, πρωτού βαρέσει ο ήλιος πήγαινε ο Μπαρίλας με την νεροκολοκύθα και του έφερνε να πιεί νερό από την «Κρυόβρυση».
Μιά μέρα όμως αδιαθέτησε ο Μπαρίλας και δεν πήγε να του φέρει νερό από την «Κρυόβρυση». Τον διέταξε ο Αγάς να πάει να φέρει νερό, αλλά δεν πήγαινε, γιατί, έλεγε πώς ήταν αδιάθετος, θύμωσε ο Αγάς και τον ξεκίνησε με κλωτσιές γιά την βρύση. Εφυγε ο Μπαρίλας, ανέβηκε την «Πλατειά Λάκκα» τον είδε ο Αγάς ότι παίρνει στραβό δρόμο και του φώναξε, που πάει. Σταμάτησε και του είπε πως δεν τον ξαναβλέπει, κι’ εξακολούθησε να φεύγει, χωρίς να του δίνει σημασία. Πήγε στην Ολυμπία, βρήκε τον Νικολούλια και του ζήτησε την άδεια να σκοτώση τον Αγά. Αυτός το σκέφτηκε και του έδωσε την άδεια, μαζί κι’ ένα παλληκάρι του γιά παρέα, και αμέσως πήρε το δρόμο να ξαναγυρίοη στο χωριό του. Περπατώντας όλη την νύχτα, ξημέρωσε στου Κεφαλινού «τη Βρύση» και ήρθε νωρίς την αυγή στο χωριό του. Πήγε στο σπίτι του αδερφού του, για να πάρει τον καριοφιλιά τον, βρήκε την νύφη του, που του είπε ότι ο Αγάς έφυγε «μόλιαυγη» για την Αρκαιδιά. Ήξερε αυτός καλά το δρομολόγιο που έπαιρνε ο Αγάς από άλλα του ταξίδια, έφυγε με τον σύντροφό του, πήγε «παράστρατα» και του βγήκε μπροστά στο «Κεφαλόβρυσο της Μουργιατάδας».
Ένας νιόπαντρος από του Τριπύλα, πήγαινε με την γυναίκα του στην πόλη, σταμάτησε στη βρύση για να πιουν αυτοί και το ζω τους, νερό. Έφτασε και ο Αγάς, κι’ έδεσε τ’ άλογό του στο χορτάρι, και πήρε και κείνος στη βρύση να πλυθεί και να πιει νερό. Είδε την γυναίκα, του άρεσε και την «χεροκώλωσε». Ο άντρας της, σταυροχεριάστηκε και κύτταγε άπραγος την γυναίκα του που πάλευε με τον Αγά, για να σώσει την τιμή της. Ο Μπαρίλας που ήταν κρυμμένος σε μιά εκεί πατουλιά, λέει, στο σύντροφό του να πάει να διώξει μακριά με δυό μπάτσους, τον άντρα της γυναίκας για να μην τον δει και τον γνωρίσει. Πήγε αυτός καί τον έδιωξε με την βία, τον είδε ο Αγάς, θύμωσε και του ζήτησε τον λόγο, γιατί σπρώχνει τον άνθρωπο μακρυά. Κείνη, ακριβώς την στιγμή βγήκε ο Μπαρίλας από την κρυψώνα του ίσια μπροστά στον Αγά με την μπιστόλα στο χέρι που τον γνώρισε και είπε περιφρονητικά: «Χά! ο Μπαρίλας..» Τράβηξε ο Μπαρίλας ψύχραιμα την σκαντάλη της μπιστόλας του και τον σώριασε στο χώμα. Μ’ αυτή του την πράξη, ο Μπαρίλας, έφυγε γιά πάντα και από το χωριό του.10
IV
Ο Νικολούλιας, πρέπει να έδρασε περί τις αρχές του έτους 1780 μέχρι και την εποχή του κατατρεγμού των Κλεφτών στα 1806. Είχε δικό του σώμα, αποτελούμενο από Κλέφτες του χωριού του, και των γύρω χωριών της περιοχής, και πρωτοπαλλήκαρο, κατά τήν τελευταία τουλάχιστον περίοδο τής δράσης του, τον ανηψιό του Γιάννη Λεμπέση- Κλεφτόγιαννη από τα Ζερμπίσια. Στο ασκέρι του Νικολούλια ήταν επίσης και ο σπουδαίος και παράτολμος Κλέφτης από του Λούμι, Γιάννης Μπουρίκας, μαζί με τον φίλο και χωριανό του, Αναστάση Τσώτσιο. Κατά το 1780 με τα γνωστά γεγονότα του Καπετάν μπέη Χασάν Αλή Πασά, με τον δραγουμάνο του Στόλου, Μαυρογένη, και τον πόλεμο στην Καστάνιτσα της Μάνης με τον Παναγιώταρο και Κωσταντή Κολοκοτρώνη, ο Νικολούλιας ήταν ένας από τούς αναγνωρισμένους καπετάνιους της Πελοποννήσου.
Στα 1786, ο Ζαχαρίας έσπασε τον Τούρκικο κλειό στο Μοναστήρι της Μαλεβής και διά μέσου Δυρραχίου ήρθε στο «Χάνι της Κόκλας» μαζί με τον Γιώργο από τον Αετό και τον Τουρκαρβανίτη Οσμάν. Εδώ έγινε το περίφημο επεισόδιο με τον Οσμάν, που με απάτη κατάφερε και ξεγέλασε την στρατιωτική χρηματαποστολή και πήρε τα χρήματα του Σουλτανικού ταμείου από τους Τούρκους φοροεισπράκτορες που τα μετέφεραν από τον Πύργο και Κυπαρισσία, για να τα παραδώσουν στ' Αναζήρι στην Τουρκική Διοίκηση. Ο Ζαχαρίας σαν πήρε τα χρήματα έφυγε από το «Χάνι της Κόκλας» και πήγε στου Κυνηγού, όπου έγραψε και ήρθαν οι Κατεταναίοι της Πελ/σου και τους μοίρασε τα χρήματα. Οι Καπεταναίοι αυτοί ήσαν οι έξης: ο Γιαννιάς, ο Θανάσης Πετμεζάς, ο Μέλιος, ο Σιμός Ρουμελιώτης, ο Κίντζος, ο Ραμόγιαννης, ο Τόγκας, ο Καλαμπόκης, ο Λιά Μελιγαλιώτης, ο Συρράκος και ο Νικολούλιας.11
Ο καπετάν Νικολούλιας, ήταν αδίστακτος και σκληρός διώκτης και τιμωρός των Τούρκων και των Τουρκόφιλιον κοτζαμπάσηδων, αλλά και ο πιστότερος φίλος και προστάτης των ραγιάδων. Δείγμα του φόβου και τρόμου που προκαλούσε το όνομά του, είναι, και τ πααρακάτω χαρακτηριστικά επεισόδια, πού τα διέσωσε ο γέρο Ανδρέας Π. Κλεφτόγιαννης, άλλοτε δήμαρχος Ιθώμης και έχουν ώς εξής:
«Κάποια εποχή προ της Επαναστάσεως του ’21, όπως είχε ακούσει από τον μακαρίτη τον προπάπο του τον Γιάννη, (= Κλεφτόγιαννη, ανηψιό του Νικολούλια, σημ. δική μου) ένας χριστιανός από την Ανδρούσα, αν ενθνιμούμαι, κατέδιδεν εις τα Τουρκικά αποσπάσματα τους Κλέφτες το υΝικολούλια, και εν συμβουλίω είχον αποφασίσει τον θάνατόν του. Εν τω μεταξύ όμως τον καταδότην αυτόν εσκότωσαν οι Τούρκοι, τότε πάλιν εν συμβουλίω ο Νικολούλιας και οι Κλέφτες απεφάνθησαν ότι οφείλουν, να εκδικηθούν και αυτού τον θάνατον, κι’ εσκότωσαν δυό Τούρκους».
«Μιά φορά, έπιασαν οι Τούρκοι τον Γιάννη (=Κλεφτόγιαννη) εις το χωρίον Χρύσοβα, που πήγαινε κάποια γίδα εις τους Κλέφτες, και θα τον σκότωναν, αλλά ο Αγάς του Χρύσοβα, άμα έμαθε ότι είναι του Νικολούλια συγγενής, Λεμπέσης, τον άφηκεν ελεύθερον. Του είχε κόψει όμως δυό δάχτυλα του ενός χεριού. Τέτοια ήταν η ισχύς του Νικολούλια».12
Το κάστρο της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), 1831 |
V
Στον κατατρεγμό των Κλεφτών το 1805, οι Τουρκολάτρες που μισούσαν τους Κλέφτες, βρήκαν αφορμή το αφορεστικό του Πατριάρχη που καταδίκαζε τούς Κλέφτες και σε συννενόηση με τους Τούρκους, οργάνωσαν ένοπλους Κάπους, γιά να τους καταδιώξουν και όπως πραγματικά τους καταδίωξαν και εξολώθρευσαν. Είναι γνωστά τα τραγικά αυτά γεγονότα κατά τα οποία οι περισσότεροι κλέφτες εξοντώθηκαν και ελάχιστοι διέψυγαν στα Εφτάνησα και γλύτωσαν.
Ένας από τους Τουοκολάτρες αυτούς ήταν και ο καπόμπασης της Βούταινας, Παναγιώτης Κοσμάς, φίλος του Πρωτοσύγγελου Αδριανόπουλου των Γαργαλιάνων, που τελικά τον εκδικήθηκε ο Νικολούλιας γιά την δράση του κατά των Κλεφτών. Οι κάποι λοιπόν του Καπόμπαση της Βούταινας, έπιασαν με απάτη τους Κλέφτες, αδελφούς Καφόπουλους, την ώρα που έτρωγαν μαζί στο χωριό τους, το Κοντογάνι. Το τραγούδι λέει ότι τους πιάσανε στις Φίλαινας το σπίτι άλλ΄ η παράδοση λέει ότι τους πιάσανε στο σπίτι τους, ενώ συνέτρωγαν με τους Κάπους του Κοσμά. Μαζί μέ τούς άλλους Κάπους, ήταν και ο Ντούλος από του Βαρυμπόπη, πού την ώρα πού τρώγανε ανυποψίαστα τά Καφόπουλα, τους πέταξε θηλειά στο λαιμό τους, το πεσκίρι (μπόλια) που βάζανε κείνο τον καιρό στα γόνατά τους σάν ήθελαν να φάνε, και όλοι μαζί τους δέσανε, τους μετέφεραν στην Αρκαδιά (= Κυπαρισσία) και τους κρέμασαν οι Τούρκοι στον περίφημο «Πλάτανο της Αρκαδίας». Μάλιστα δέ λένε, ότι ο Ντούλος έλεγε πώς αισθάνεται τύψεις στην συνείδησή του γιά το φόνο των Καφόπουλων. Αυτό είναι το πρώτο αποτρόπαιο έγκλημα που διέπραξε ο Τουρκόφιλος καπόμπασης που συνετάραξε με την πράξη του αυτή τη λαϊκή ψυχή και πού εκφράστηκε θαυμάσια γιά τον θάνατο των ηρώων, μέ το παρακάτω τραγούδι, που το βρήκα να τραγουδιέται σε δυό παραλλαγές13.
Α. Παραλλαγή:
Τό μάθατε τί γίνηκε στ' Άπάνου Κοντο-(γόνι;
Έπιασαν τά Καφόπουλα στής Φίλαινας τό (σπίτι.
Τά πιάσαν καί τά δέσανε τά τριά αδερφά- (κια αντάμα.
Κι’ ό Κοσμάς ’ποκρίθηκε καί σάν τρανός (τούς λέει:
-Σκοτώστε μας τούς δυό τρανούς κι’ α-(φήστε τό μικρόνε
Κι ο ένας τόν άλλο έλεγε καί τούς παρα-(καλάνε:
- Μή μάς περάστε από χωριά, χωριά καί (βιλαέτια
τ' έχουμε εχθρούς καί χαίρονται καί φίλους (καί λυπούνται
Β. Παραλλαγή:
Πέντε έξη κάποι τού Κοσμά και τρεις Αη (τοβουναίοι
Μιά προβατίνα ψένανε στή βρύση στό Σα (πρίκι.
Καί εκεί τούς πήγε μιά γραφή, τούς πήγε (κι’ ένα γράμμα
νά πιάσουν τά Γκαφόπουλα στής Φίλαινας τό σπίτι.
Επήγαν καί τά πιάσανε στής Βούταινας (τά μέρη.
Θηλειά τούς ρίξαν στό λαιμό καί μπελιζέ (στά χέρια
Κι' η μάνα τους, τούς έλεγε, κι ή μάνα (τους τούς λέει:
-« Αφήστε τόν Τριαντάφυλλο πούν’ αρ-(ρεβωνιασμένος».
Κατά την παράδοση πάντα, ο ένας από τους αδελφούς, ο Κοσμάς, τους ξέφυγε κι’ έφτασε στον Αστρά, το βουνό της Βούταινας, αλλά και ’κει, όπως θα ’δούμε παρακάτω, ξαναπιάστηκε από τους Τούρκους και είχε τραγικό θάνατο. Ο Κοσμοπαναγιώτης όπως λέγανε τον ήρωα καπετάνιο, είχε λημέρι στα βουνά της Μάκραινας και της Βούταινας. Είχε αρρεβωνιάσει την πεντάμορφη Μαριγώ του Αντρικολιά, από την Μάκραινα, και της είχε στολίσει το λαιμό μ' ένα περιδέριο από μαργαριτάρια, που το είχε λάφυρο μιας Τουρκοπούλας, σε μιά επιδρομή του στο χαρέμι του Αγά της Καλαμάτας. Ο Κοσμοπαναγιώτης λοιπόν μαζί με τούς άλλους καπεταναίους, τον Σταματέλλο το Στραβό (από την γενιά των Ξηρογιανναίων της Μάκραινας) και τον Μαγκαναστάση, ανήμερα τ’ Άϊ-Γιωργιού έψηναν μιά προβατίνα στην κορυφή του Αστρά. Στο φαγοπότι, πήρε ο Μαγκαναστάσης την πλάτη του σφαχτού και κύτταζε ένα σκοτεινό σημάδι στο κόκκαλο και λυπημένος το έδειξε στους άλλους συντρόφους του. Ξαφνικά όμως βρέθηκαν κυκλωμένοι από τους Τούρκους, άρχισε το τουφεκίδι κι’ έγινε πολύωρη κι’ άνιση μάχη. Τον Κοσμοπαναγιώτη, τον έπιασαν ζωντανό και τον παλουκώσανε στην «Παλουκάραχη» της Σκάλας. Οι άλλοι δύο σκοτωθήκανε, τους κόψανε τα κεφάλια και τα πήρανε σαν τρόπαιο της νίκης τους οι Τούρκοι, ενώ τα ακέφαλα πτώματα τους, τα θάψανε αργότερα οι γυναίκες των δύο χωριών στο εξωκκλήσι της Παναγιάς της Μάκραινας. Τούς σκοτωμένους συντρόφους τους οι Τούρκοι, έθαψαν στο εξωκκλήσι του «Παπαγιώργη» στη Βούταινα.
Και το δεύτερο αυτό επεισόδιο συνετάραξε την λαϊκή ψυχή που με τον θάνατο των ηρώων καπεταναίων έζησε τον ανάμνηση παλιότερων ηρωικών εποχών της Κλεφτουριάς, μάτωσε η ψυχή του κι’ έκαμε το δάκρυ μοιρολόγι και τον θρύλο τραγούδι:
Ό Παναγιώτης ό Κοσμάς, ό Μαγκανα-(στάσης,
κι’ ό Σταματέλλος ό Στραβός, οί τρεις κα-(πεταναίοι.
Μιά προβατίνα ψένανε μέσ’ τού Αστρά τή (ράχη.
Τήν ψήσαν καί τήν βγάλανε καί κάτσανε (νά φάνε.
Κι ούλο τή πλάτη κύτταξαν, κι’ ο ένας τόν (άλλο λέει:
- Παιδιά δεν είμαστε καλά τόν φετεινό (τό χρόνο.
Κάνε οί Τούρκοι θά χαθούν, κάν οί καπετα (ναίοι.
Καί πιάσαν καί χορεύανε τά κλέφτικα τρα- (γούδια.
Παιδιά νά ζήση η Κλεφτουριά μ’ ούλα της τ’ άσκέρια.
Δεν άργησε όμως πολύ νά’ρθει η ημέρα της δικαιοσύνης και της εκδίκησης. Ο Τουρκόφιλος καπόμπασης πληρώθηκε με το νόμισμα που του άξιζε, από το τιμωρό χέρι του Καπετάν Νικολούλια και του Τόγκα. Να τι λέει σχετικά η εφημερίδα της εποχής εκείνης, το δημοτικό τραγούδι, για το οικτρό τέλος του άρχοντα της Βούταινας:
Οί κλέφτες ’τοιμαστήκανε μέσα ν' από τη (Μάνη
τό βράδυ- βράδυ κίνησαν στη Βούταινα (πάνε
Κι’ ο Παναγιώτης κάθεται σέ μιά ψιλή (ραχούλα
Βλέπει τούς Κλέφτες κι’ έρχονται τούς (κλέφτες πού πηγαίνουν
τών γυναικώνε μίλησε, τών γυναικώνε λέει:
-Γυναίκες πάρτε τά παιδιά καί στον Αστρά κολλάτε
πολλές φορές σάς γλύτωσα, τώρα δεν σάς (γλτιτώνο.
Γιατ’ είν’ ο Τόγκας τό σκυλί απ’ τό χωριό (Βαρμπόπη.
Δεν είν’ ο Τόγκας μοναχά, αλλά κι' ο Νι- (κολούλιας.
Μιά μπαταργιά τού δώσανε με δυό άση- (μένια βόλια,
τόνα τόν πήρε στήν καρδιά καί τ’ άλλο στό (κεφάλι.
VI
Από την Βούταινα ήταν επίσης καί μιά άλλη μεγάλη οικογένεια, οί Οικονομοπουλαίοι, που παλιότερα ο Νικολούλιας είχε στενή φιλία, αλλά αργότερα, άγνωστο γιατί, έγιναν θανάσιμοι εχθροί. Στα τραγικά εκείνα χρόνια του κατατρεγμού, και μετά από τα γεγονότα που αναφέραμε, φαίνεται ότι ο τόπος δεν ήταν πλέον οικείος καο φιλικός, κι’ ο Νικολούλιας γιά να βρει σωτηρία πέρασε στη Μάνη. Πολλοί λένε οτι πήρε μαζί του καί την οικογένειά του, την γυναίκα του που η καταγωγή της ήταν από το χωριό του, και τα δυό παιδιά του, ένα από τα οποία, λένε, εγκαταστάθηκε στο Καλάμι της Κάτω Μεσσηνίας.14 Άλλοι όμως λένε πώς παντρεύτηκε στη Μάνη, αλλά πιθανώτερη είναι, η πρώτη περίπτωση, που την παραδέχονται και οι περισσότεροι.
Οι Οικονομαίοι δεν ήξεραν που βρισκότανε, είχαν χάσει τα ίχνη του, ώσπου ένα τυχαίο γεγονός τούς εφανέρωσε τον τόπο της ύπαρξής του: Ένας Μανιάτης πούλαγε στη Βούταινα εικονίσματα. Τον είδε ο Οικονομόπουλος και ρώτησε τον τόπο της καταγωγής του, και του απήντησε ότι είναι Μανιάτης. Στη συζήτηση που είχαν, τον ρώτησε μήπως έχει ακούσει η ξέρει τον Νικολούλια, και του απήντησε πως τον ξέρει και μάλιστα τον έχει και κουμπάρο. Χάρηκε ο Οίκονομόπουλος πού άκουσε αυτή την είδηση, και τελικά συμφώνησαν να φαρμακώσει ο Μανιάτης τον Νικολούλια, αντί ενός σημαντικού χρηματικού ποσού. Και όπως έλεγε κι’ ο Κολοκοτρώνης, οι Μανιάτες τα ξεχνάνε όλα μπροστά στα χρήματα, γύρισε στη Μάνη και κάλεσε τον κουμπάρο του, τον Νικολούλια στο σπίτι του και του έκανε τραπέζι. Πράγματι έγινε το τραπέζι, και σε κατάλληλη στιγμή, έρριξε κρυφά φαρμάκι στο πιάτο του κουμπάρου του και σαν τέλειωσαν το φαγοπότι, λέει ο Μανιάτης στο Νικολούλια, να πιούνε και το τελευταίο ποτήρι, κρασί και να το σκορπίσουνε. Ήπιανε οι κουμπάροι και το «ψηλιάτικο» κι’ έφυγε γιά το σπίτι. του ο Νικολούλιας, ώσπου λίγο μετά ένοιωσε ανατοιχίλλες. Πιάνει το μουστάκι του και τούμεινε στο χέρι. Κατάλαβε πως ο κουμπάρος τον φαρμάκωσε -και λέει της γυναίκας του να τρέξει να φέρει γρήγορα τον κουμπάρο μπροστά του. Ηρθε ο Μανιάτης και μόλις τον είδε του είπε: «Εννενήντα εννιά, κι ένας εσύ κουμπάρε, εκατό», τον ξάπλωσε με την πιστόλα στο χώμα, έγυρε κι’ αυτός στο πλευρό και πέθανε. Αυτό είναι και το τέλος του θρυλικού καπετάν Νικολούλια, που η γυναίκα του τον έκλαιψε με το παρακάτου μοιρολόγι, που το πήρε η λαϊκή μούσα και τόφτειαξε τραγούδι, που μέχρι και σήμερα ακούγεται γλυκόλαλος ο θρύλος του ήρωα κι αναγαλλιάζουν με τον αντίλαλό του, οι ράχες και τα ρουμάνια του χωριού του, που τα δόξασε με την ανάσα του και την παλληκαριά του:
Σ’ ούλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ ούλο τον (κόσμο ήλιος,
καί μέσ' τής Μάνης τά βουνά, πολύ ’ναι σκοτισμένα.
Κάνε βουβάλια σφάζουνε, κάνε στοιχειά (παλεύουν
Μάειδε βουβάλια σφάζουνε, μάειδε στοι-(χειά παλεύουν.
Ό Νικολούλιας άρρωστος, βαρειά γιά νά (πεθάνει.
Τόν κλαίνε χώρες καί χωριά, χωριά καί (βιλαέτια.
Τόν κλαίει κι’ η Νικολούλαινα, η δόλια του (γυναίκα:
- Σήκω ρέ Νκολούλια μου καί μή βαρειά (κοιμάσαι,
εσύ θά σβύσεις τήν Τουρκία καί ούλο τό (ντοβλέτι.
Της κ. ΑΘΗΝΑΣ ΠΑΝΙΑ - ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Διδασκάλισσας
Αγνωστοι ήρωες τής Τριφυλίας ΚΑΠΕΤΑΝ ΝΙΚΟΛΟΥΛΙΑΣ Ο ΑΕΤΟΣ ΤΟΝ ΚΟΝΤΟΒΟΥΝΙΟΝ
Υποσημειώσεις- Βιβλιογραφία
1. Τελευταία παοατηρείται, μιά απαράδεκτη κατάσταση στό χώρο τού δημοτικού τραγουδιού, καί ξαπλώνεται σάν σέ επιδημία η νόθευση, παραποίηση και παραχάραξη του, τόσο στό κείμενο, όσο καί στήν μουσική του, ή έκφραση. Τό γεγονός αυτό αποτελεί εθνικό έγκλημα, γιατί, η βεβήλωση διαπράττεται έν ψυχρώ, σέ χώρο πού δεν επιδέχεται καμιά επέμβαση, από ανθρώπους των γραμμάτων καί τής τέχνης, χωρίς δυστυχώς νά υψώνεται από πουθενά φωνή διαμαρτυρίας. Ή απαράδεκτη αυτή κατάσταση πρέπει οπωσδήποτε νά σταματήσει, νά στηλιτευθούν οί ιερόσυλοι καί να εντοπιστούν καί διαχωριστούν τά κίβδηλα δημιουργήματα τους.
2. Υποκοριστκό του βαφτιστικού ονόματος Νικολής, που σημαίνει τόν ολίγο, καί τον κάτω του ολίγου (=λίγον) τον ολίγιστο, του λιγούλη που λέμε, καί τον ’λιγούλια, τόν μικρό ή κοντό στό ανάστημα Νικολή. Στην καθομιλουμένη της περιοχής μας, η κατάληξη -ουλή και ούλια, σημαίνει το λίγο, τά ελάχιστο: «Πάου νά μαζέψω λιγούλια λάχανα», «άιντε παρεκούλια» (=πήγαινε λίγο πιό ’κεί) "νάρθης μαλιαυγούλια» (=λίγο πριν την αυγή), «νάρθεις νηστικούλια) (=λίγο νηστικός), «ναι γιατί εσύ ’σαι λιγούλης» (απαντάμε σέ ’κείνον πού μιλάει για κάποιο θεριό, μεγάλο στ' ανάστημα), «είναι λίγο χαϊμαδούλης, ή-α (λίγο κοντός καί αδύνατος), «είναι συφερτικούλης- α» (= ούτε πολύ ψηλός ούτε πολύ κοντός ή- ή), «είναι λίγο καρακαειδούλης» (= καρά-ειδή-μαύρη μορφή, λίγο μαυριδερός- ή) πρ.βλ. καί τά ονόματα: Άντρικούλια; καί Άντρούλιας (Βλ. Ζαμπέλιου, Κρητικοί Γάμοι σελ. 220), Πετρούλιας, Παναγούλιας, Θανασούλιας, Δημητρούλιας καί παρωνύμια: Μπουτσικούλιας, Κούλιας, Κοτούλιας, Καλούλιας.
3.Από το Γιάννη Λεμπέση- Κλεφτογίαννη, προέρχεται η γνωστή κλεφταρματολική οικογένεια στά Ζερμπίσια.
4. Στίς 10.4.1971, πήγα μαζί μέ τόν δάσκαλο κ. Περικλή Κοσμόπονλο (από Μαγγανιακό) στου Λατζουνάτου. Δεν ήταν στο χωριό ο γέρο Βασίλης Αδαμόπουλος, γεωργοκτηνοτρόφος, 80 χρόνων, αγράμματος. Τον βρήκαμε μακρυά έξω από το χωριό, νά βόσκει τα πρόβατά του, καί εκεί μάς διηγήθη όσα ήξερε από τούς παλιούς γιά τον Νικολούλια:
«Όσα διηγούμαι τ' άκουσμα από τον πατέρα μου πού έζησε 98 χρόνια, κι’ εκείνος από τον παπού μου Αδάμη που εζησε 105 χρόνια». Θαύμασα την απέραντη μνήμη του και την απέριττη και ρέουσα διήγησή του, διακοπτόμενη πολλάκις από δάκρυα γιά τον ήρωα.
5. Πρόκειται μάλλον γιά τον Γαϊδουροπλεύρη, γνωστό κλεφτοκαπετάνιο στην Τριφυλία. (1790- 1805) Βλ. Α. Γρηγοριάδη, Ιστορικαί Αλήθειαι σελ.36.
6. Από στόματος Φώτη Φωτοπούλου, Παντοπώλη, Λατζουνάτου 10.4.1971.
7. Το «Ρουπάκι του Νικολούλια» στο «Ψηλοκατάραχο» το θυμήθηκε ο πατέρας μου» λέει ο Γέρο Βασίλης Αδαμόπουλος.
8. Ξεροκάσι, το σημερινό Παλαιόκαστρο, γειτονικό χωριό με του Λατζουνάτου, που ανήκει όμως στην επαρχία Μεσσήνης.
9. Από στόματος Γιώργη Αδαμόπουλου, καφετζή στου Μελιγαλά 30.7.1968 Πέτρου Παυλόπουλου από Λατζουνάτου 21.12.1969.
10. Ο γέρο Βασίλης Αδαμόπουλος, λέγει ότι μετά από τό επεισόδιο αυτό, ο Μπαρίλας έφυγε γιά την Σκάλα και πήρε το επώνυμο Λαντζούνης, πού αργότερα οί απόγονοί του πήγαν στου Μελιγαλά πού καί σήμερα είναι η γνωστή οικογένεια Δημ. Λαντζούη, τέως Βουλευτή. Ίσως νά πρόκειται γιά τό ιδιο πρόσωπο καί το όνομα «Μπαρίλας» νά είναι παρωνύμιο του Γεωργακόπουλου- Λαντζούνη. Οικογένεια Γεωργακόπουλου υπάρχει καί στην Κυπαρισσία πού κι αυτή προέρχεται από τους Λεμπέση από του Λαντζουνάτου. Ή γυναίκα του γιατρού Μπερσή (στου Μελιγαλά) είπε στό Νικολό Δ. Κλεφτόγιαννη καί Γιώργη Π. Κλεφτόγιαννη (από Ζερμπίσια) ότι είναι συγγενείς, γιατί κι αυτή κατάγεται άπό τούς Γεωργακόπουλους από τήν Κυπαρισσία, που προέρχεται από τους Λεμπεσαίους.
11. Βλ. Π. Β. Παπαδόπουλος, Φράγκοι, Ενετοί καί Τούρκοι στην Πελ/σο (1204-1821) σελ.237 κ.έ.
12. Βλ. Αρχείο Άνδρέα Π. Κλεφτόγιαννη, τέως Δημάρχου Ίθώμης Φ.I.
13. Βλ. Βασιλ. Σ. Σταυρόπουλου, Άνέκδο τη Συλλογή Δημ. Τρσγουβιών, άπ’ όπου προέρχονται καί τ’ άλλα δημ. τραγούδια της παρούσης μελέτη, No 21, 27, 150, 152,, 2;84 καί 460.
14. Λένε ότι ό γέρο Νικολούλιας από τό Καλάμι της Κ. Μεσσηνίας, του οποίου υπάρχει καί τραγούδι, ήτανε απόγονος του Καπετάν Νικολούλια, που μετά την Μάνη, σκόρπισαν κ’ ένα από τά δυό παιδιά του ήρθε εδώ. Ο γέρο Νικολός Δ. Κλεφτόγιαννης (Ζεραίσια 9.6.1968) είχε την γνώμη πώς δέν έχουν συγγένεια. Ο Άνδρέας Π. Κλεφτόγιαννης, άλλοτε δήμαρχος Ίθώμης ρώτησε (στίς 26.8.1939) τόν Χριστόδουλο Δικαίο, και του είπε ότι λεγότανε Νικηφόρος Νικολούλιας, άλλά δέν γνώριζε αν ήταν απόγονος του Καπετάν Νικολούλια. Υπάρχει πράγματι δημοτικό τραγούδι του «Νικολούλια άπό τά Καλάμι» πού μου το τραγούδησε ο γέρο Νικολός Δ. Κλεφτόγιαννης (Ζερμπίσια 8.10. 1968) αλλά δεν γνώριζε κι αυτός πολλά πράγμαπα γιά τήν αιτία του τραγουδιού. Τό τραγούδι το γράφω οπως το άκουσα, μήπως βρεθεί κανένας καί μάς γράψει την αιτία καθώς καί τό πρόσωπο του Νικολούλια αυτού από τό Καλάμι
Σ ούλο τόν κόσμο ξαστεριά σ’ ούλο τόν (κόσμο ήλιος
καί στό δικό μας τό χωριό πολύ ’ναι βουρκωμένο.
Κάνε βορριάς τό φύσιξε κάνε κακό χαλάζι.
Έπεσε μια κακιά αρρωστειά καί μιά κακιά (αστένεια,.
Πιάνει του Χάτζου τά παιδιά, του Χάτζι-(ου τή γυναίκα
πιάνει καί του μαύρου Νικολούλια, τή δό-(λια τή γυναίκα..
Καί πώς θά περάσει ο έρημος, τώρα στά γε (ρατειά του.
Πρβλ. στιχ. 1-3, με τους αντίστοιχους του Καπετάν Νικολούλια. Είναι όμοιοι σχεδόν και δεν αποκλείεται ή μάλλον έτσι ενισχύεται η συγγένεια μεταξύ των δύο συνωνύμων προσώπιον. Ίσως ο θρύλος του προγόνου, νά βαραίνει την προσωπικότητα του Νικολούλια από το Καλάμι, καί ο θάνατος της γυναίκας του άρχοντα, από τήν «κακιά αρρώστεια» πού έπεσε, νά θεωρηθεί γεγονός σημαντικό γιά την κοινωνία της τότε εποχής.
15. Από στόματος Βασίλη Αδαμόπονλου, Λατζουνάτου 10.4.1971.