.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Ο Άγγλος περιηγητής W. Gell στην Τριφυλία


Ο Άγγλος περιηγητής Ουίλιαμ Τζέλλ, επισκέφθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα πολλά μέρη της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και την περιοχή του Ναυαρίνου, Γαργαλιάνων, Φιλιατρών κλπ. Αργότερα εδημοσίευσε στην Αγγλία τις εντυπώσεις του που τις έχουμε σήμερα στα χέρια μας και μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε οσάκις θέλουμε να μιλήσουμε γιά την κατάσταση, την κοινωνικοοικονομική, ενός τμήματος της πατρίδας μας κατά την περίοδο εκείνη.
Όχι όμως μόνο του Τζέλλ, αλλά και όλων των λοιπών δυτικοευρωπαίων ταξιδιωτών που περιηγήθηκαν τη χώρα μας, οι γραπτές αναμνήσεις παρουσιάζουν για μας ιδιαίτερο ενδιαφέρον οσάκις προσπαθούμε να γνωρίσουμε τα ήθη, τις αντιλήψεις και την εν γένει πνευματική κατάσταση εκείνων των πολυβασανισμένων Ελλήνων του 17ου, 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα -του αιώνα της μεγάλης μας Επαναστάσεως.
Τα ελληνικό έθνος είχε τα χρόνια εκείνα σχεδόν ξεχασθή από τους συγχρόνους του λαούς. Δεν ήταν γιά τους τότε δυτικοευρωπαίους παρά ένας ακόμα λαός εκεί στα Βαλκάνια, υποτεταγμένος στους Τούρκους. Χάρις όμως στις κατά καιρούς δημοσιευόμενες περιηγητικές εντυπώσεις, όπως αυτή που μας απασχολεί στο παρόν άρθρο, αλλά βέβαια και σ’ άλλες συγκυρίες, η Ελλάδα άρχισε να αποκτά δική της υπόσταση και πάλι, και να υπολογίζεται ως υπαρκτή και αυτοτελής οντότητα. Οι δυτικοευρωπαίοι εδιάβαζαν τις περιγραφές των περιηγητών και ανακάλυπταν ξανά τους Έλληνες, που το 17ο και 18ο αι. άρχιζαν να αναγεννώνται από τη στάχτη τους1.
Βέβαια μεγάλη ήταν η έκπληξη πολλών απ' αυτούς τους ταξιδιώτες που επηρεασμένοι από την μελέτη των έργων του Ομήρου, του Πλουτάρχου και των άλλων κλασικών, περίμεναν ερχόμενοι εδώ, να βρούν νέους Αχιλλείς ή νέους Ηρακλείς και τελικώς, για μεγάλη απογοήτευσή τους, δεν συναντούσαν παρά ανθρώπους βασανισμένους που τους κατέτρεχε η φτώχεια, η ελονοσία, μύριες άλλες αρρώστιες και η πείνα. Πάντως έστω κι έτσι, μέσω των περιγραφών των περιηγητών, ανακάλυπταν σιγά- σιγά οι ξένοι ότι η Ελλάδα δεν είχε σβήσει ύστερα απ' την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους ή ύστερα μάλλον από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως2.
Νεότατοι ήσαν τις περισσότερες φορές όσοι αποφάσιζαν να περιηγηθούν την τότε Ελλάδα. 'Ηταν δε ανάγκη να είναι νέοι οι περιηγητές αυτοί γιατί μόνον έτσι μπορούσαν να αντιμετωπίζουν τις μύριες δυσχέρειες και τους πάμπολλους κινδύνους ενός τέτοιου ταξιδιού στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα3.
Όσοι έρχονταν διά θαλάσσης αντιμετώπιζαν συνηθέστατα πειρατές. Οι άλλοι πάλι, οι κινούμενοι διά ξηράς, αντιμετώπιζαν άλλου είδους δυσχέρειες: σπάνια εύρισκαν τα βράδυα καταλύματα στα διάφορα χωριά αλλά και, πολλές φορές, ακόμα και φαγητό. Για γιατρούς ή φάρμακα, αν τύχαινε να αρρωστήσουν ας μη γίνεται λόγος4. Όχι σπάνια συναντούσαν στο δρόμο τους, κατά τα γραφόμενά τους, και ληστές. Ο Γάλλος λ.χ. ζωγράφος και περιηγητής Αντώνιος Castellan μιλάει σαφώς περί ληστών και διηγείται5 ότι εκινδύνευσε απ' αυτούς περνώντας από τη δασώδη τότε περιοχή μεταξύ Μαράθου και Φιλιατρών, απέναντι από την Πρώτη. Άλλωστε κι αυτό το μικρό νησί της Πρώτης αποτελούσε από παλιά καταφύγιο πειρατών6.
Εξάλλου και οι κατά τόπους μπέηδες και αγάδες φιλύποπτα έβλεπαν τους περιφερόμενους αυτούς ξένους απ' τους οποίους μόνον λίγοι είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν την τουρκική διοίκηση για να επιτύχουν να τους παραχωρηθή ως συνοδός κάποιος στρατιωτικός7.
Πάντως, παρά τις όποιες δυσχέρειες, τους αδιάβατους και επικίνδυνους δρόμους, την έλλειψη πανδοχείων και τις τόσες άλλες δυσμενείς καταστάσεις, δεν έπαυαν οι Ευρωπαίοι να έρχωνται να επισκεφθούν την Ελλάδα για την οποία -την κλασική βέβαια- τόσα είχαν διαβάσει στον Πλούταρχο, τον Πολύβιο και τους λοιπούς κλασικούς.
Ερχόντουσαν κυρίως για να αναζητήσουν την κλασική Ελλάδα. Για τη σύγχρονη έμοιαζαν, σχεδόν όλοι τους, να αδιαφορούν. Αυτό που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό των ταξιδιωτικών εντυπώσεων των ξένων που μας επισκέπτονταν (τον 17ο και 18ο αιώνα αλλά και μετέπειτα) ήταν ότι δεν ρωτούσαν καν γιά τους γηγενείς, για τους τότε κατοίκους της. Σπάνια μας δίνουν κάποια πληροφορία γι' αυτούς, για τις αντιλήψεις τους ή (γιατί όχι;) και τα όσα προβλήματα (και δεν ήσαν τα χρόνια εκείνα λίγα...) που τους ταλάνιζαν7α.
Έρχονταν στην Ελλάδα, όπως και πριν είπαμε, για να ανεύρουν -οι πιό αγνοί τουλάχιστον απ' αυτούς- την κλασική Ελλάδα. Αυτήν και μόνο. Οι κάτοικοι που υπήρχαν -και που πολλές φορές οι καϋμένοι τους καλοδέχονταν- αποτελούσαν γι' αυτούς ένα απλώς αναγκαίο κακό. Συνήθως δεν εύρισκαν να πουν ούτε μιά λέξη συμπάθειας γι' αυτούς.
Ο Τζελλ σημειωτέον, ο οποίος μας απασχολεί στο παρόν άρθρο, δεν απετέλεσε εξαίρεση του παραπάνω κανόνα. Αντίθετα υπήρξε αυστηρότατος κάποιες φορές για τους Έλληνες, τους θυμόταν μόνον όταν ήταν για να τους κατηγορήση για κάτι8. Πολλοί από τους περιηγητές ερχόντουσαν στην Ελλάδα όχι για να παραμείνουν πολύ, αλλά για να προχωρήσουν ακόμα μακρύτερα προς την Εγγύς Ανατολή που τα ήθη της, η οικονομία της και η γενικότερη κοινωνική κατάστασή της, η τόσο διαφορετική από την δική τους τη δυτικοευρωπαϊκής τους εντυπωσίαζε και τους είλκυε. Η Ελλάδα γι' αυτούς τους τελευταίους αποτελούσε όχι αυτοσκοπό αλλά τη θύρα για το ταξίδι τους προς τα εκεί9.
Έρχονταν όχι μόνο Αγγλοι ή Γάλλοι αλλά και Ολλανδοί, Σουηδοί, και Γερμανοί.
Αρχικά, τα χρόνια λ.χ. του 1700 (όπως σημειώνει ο Κυρ. Σιμόπουλος) έρχονταν κυρίως Γάλλοι περιηγητές, ίσως και λόγω των κατ' εκείνα τα χρόνια, αγαθών οπωσδήποτε σχέσεων μεταξύ Γαλλίας και Υψηλής Πύλης. Αργότερα προς το τέλος του 18ου αιώνα και προς τις αρχές του 19ου άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και περιηγητές Άγγλοι10. Πάντως, θα πρέπει να σημειωθή, ότι δεν έρχονταν όλοι αυτοί από θαυμασμό απλώς για την αρχαία Ελλάδα ή από ενδιαφέρον -αυτό θάταν πιό απίθανο- για τους βασανισμένους σύγχρονους Έλληνες. Φαίνεται ότι πολλούς «περιηγητές» τους προωθούσαν ως εδώ οι κυβερνήσεις τους γιά τη συλλογή πληροφοριών. Οι Άγγλοι περιηγητές, ειδικότερα, προωθούνταν από τη Βρεττανική Γεωγραφική Εταιρεία πού, παρασκηνιακώς, εργαζόταν για το Βρεττανικό Υπουργείο των Εξωτερικών το οποίο ήθελε να γνωρίζη την οικονομική κατάσταση και τις εν γένει αντιλήψεις και διαθέσεις των πληθυσμών της περιοχής για την εξυπηρέτηση της προς Ανατολάς αγγλικής πολιτικής11.
Ο ελληνικός χώρος σιγά-σιγά ερχόταν στο επίκεντρο των ανταγωνισμών των τότε δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων που απέβλεπαν, η κάθε μιά για τον εαυτό της, στην εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής επιρροής στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.

Ευρωπαίοι ταξιδιώτες ξαποσταίνουν στα ερείπια αρχαίου κτίσματος, κάπου στη Μεσσηνία. 1808
ΙΙ
Ο Γουλιέλμος Τζέλλ (Sir William Gell), για να έρθουμε πλέον και σ' αυτόν που αποτελεί και το κύριο θέμα μας, γεννήθηκε στην Αγγλία το 1777 και πέθανε το 1836 στην Ιταλία. Είχε κάμει σπουδές φιλολογικές και γενικότερα αρχαιογνωστικές στο κολλέγιο του Ιησού του Καίμπριτζ -σπουδές που αργότερα τις συνέχισε στη Βασιλική Ακαδημία Επιστημών του Λονδίνου12. Στη χώρα μας ήρθε επισήμως για σκοπούς αρχαιολογικούς, αλλά φαίνεται και για να εξυπηρετήση, παρασκηνιακώς, και κάποιους άλλους ιδιαίτερους σκοπούς τής Βρεττανικής Γεωγραφικής Εταιρείας μιλήσαμε ήδη γι' αυτήν.
Για πρώτη φορά αποβιβάστηκε στην Ιθάκη το 1801. Ερχόταν για τοπογραφικές εργασίες. Πέρασε από την Ιθάκη και μετά προχώρησε προς το Μόλυβο της Μυτιλήνης και στη συνέχεια διεκπεραιώθηκε στην Τρωάδα την οποία και χαρτογράφησε, συμβάλλοντας σημαντικά, όπως θεωρήθηκε, στην προώθηση του τότε πολυσυζητουμένου ομηρικού ζητήματος.
Το 1803 ήρθε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα επιφορτισμένος με κάποια αποστολή στα Ιόνια νησιά που τότε ανήκαν ακόμη στην Αγγλία. Δεν πρέπει, βέβαια, να επρόκειτο για ιδιαίτερα σοβαρή αποστολή για να την αναθέτουν σ’ ένα νέο μόλις 26 ετών. Πάντως φαίνεται ότι το έργο του το έφερε με επιτυχία εις πέρας δεν εστερείτο ικανοτήτων ο Τζέλλ ... - γι' αυτό και το ίδιο εκείνο έτος ως ανταμοιβή του απενεμήθη ο τίτλος του σέρ. Το τρίτο του ταξίδι στην Ελλάδα που διήρκεσε ως το 1806 το επεχείρησε μόλις ένα χρόνο αργότερα. Αποβιβάστηκε στο Ναυαρίνο το 1804 και προχώρησε προς Γαργαλιάνους, Φιλιατρά, Κυπαρισσία και πέρα. Περιηγήθηκε τότε όχι μόνο την Πελοπόννησο που μας ενδιαφέρει ειδικότερα, αλλά και τη Στερεά, τη Θεσσαλία και για μιά δεύτερη φορά την Ιθάκη.
Ο Τζελλ ήταν φανερά φιλότουρκος13 και κατά βάση αντιδραστικός. Αγαπούσε τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξεως -σε όποιο επίπεδο. Γι' αυτό και είχε ελπίσει ότι και η Ελληνική επανάσταση θα αποτύγχανε τελικά. Ισχυριζόταν14 ότι στην αρχή ήταν κι αυτός υπέρ των Ελλήνων αλλά μεταστράφηκε κατόπιν όταν τους γνώρισε από κοντά. Έγραφε: «΄Ολες οι απόπειρες γιά την υποκίνηση σταυροφορίας υπέρ των Ελλήνων στηρίχθηκαν σε χονδροειδείς ψευδολογίες σχετικά με τη σημερινή πολιτιστική τους κατάσταση και την έφεσή τους για μάθηση και πρόοδο. Όποιος θα υποστηρίξη την υπόθεσή τους, θα την εγκαταλείψη στο τέλος αηδιασμένος. Μόνο η Ρωσία μπορεί να τους σώση. Και αυτή πρέπει κατά τη διάρκεια μιάς ολόκληρης γενιάς να εφαρμόση πολιτική άγριας απολυταρχίας για να καταστήση τους Έλληνες ευτυχείς, με τη βία»15. Έσπευδε να προβλέπη ακόμα ότι και οι Υδραίοι θα εξοντωθούν και ότι τελικά η επανάσταση θα κατασταλή από τους Τούρκους κι έτσι -γράφει- θα χάσουν και την κάποια ευημερία που έχουν κάτω από το ζυγό των Τούρκων16, τους οποίους, σημειωτέον, κατέτασσε από έποψη πολιτιστικού επιπέδου σε βαθμίδα ανώτερη απ' αυτή των Ελλήνων, που δεν εδίσταζε να χαρακτηρίζη ως «αφιλόξενους, δύστροπους, κακοήθεις και φθονερούς»17.
Προχωρούσε από το ένα χωριό στο άλλο συνοδευόμενος από ένα Τούρκο χωροφύλακα και σωματοφύλακα τον οποίο διέτασσε να διώχνη βίαια τα παιδιά που περίεργα τον περιτριγύριζαν. Σ' όλες του τις κινήσεις και τις κουβέντες ήταν έκδηλη η απέχθειά του γιά τους Ελληνες.
Τις αναμνήσεις από την Ελλάδα του Τζελλ τις βρίσκει κανείς καταγεγραμμένες στους τόμους των κατά καιρούς εκδοθέντων ταξιδιωτικών εντυπώσεών του18. Στους τόμους αυτούς περιλαμβάνεται κι ένα άλλο μάλλον ιδιόρρυθμο έργο, ας το χαρακτηρίσουμε «δρομοδείκτη», που δεν άργησε μάλιστα να κυκλοφορήση και σε γαλλική μετάφραση υπό τον τίτλο: Itineraire de Morée ou Description des routes de cette péninsule (Οδοιπορικό του Μοριά ή περιγραφή των οδών της Χερσονήσου αυτής, Παρίσι, 1828). Ο Τζέλλ, στο έργο του αυτό εμφανίζεται να προχωρή από το ένα μέρος μιάς περιοχής σε κάποιο άλλο σχεδόν με το ρολόι στο χέρι: μας δίνει σε ώρες ή και σε λεπτά τις μεταξύ τους αποστάσεις.
Ιδου ως παράδειγμα ένας απ' αυτούς τους «δρομοδείκτες» του, που αναφέρεται στη διαδρομή Γαργαλιάνων- Φιλιατρών. Σύνολο αποστάσεως, γράφει, 2 ώρες και 55. 
-3΄ (μετά τους Γαργαλιάνους), πηγή και πηγάδι στην κάθοδο από τους Γαργαλιάνους προς την πεδιάδα 
-15΄ μετά: αριστερά δρόμος προς την πλευρά την απέναντι στη νήσο Πρώτη, που οι Ιταλοί την ονομάζουν Prodane. Δεξιά στο βουνό σπήλαια 
-20΄ μετά: δεξιά στους πρόποδες του βουνού ένα είδος σπηλαίου όπου, ορύσσεται νίτρο: μπαρουτοσπηλιά. Δρύς, βελανιδιές 
-11΄ μετά: δεξιά το χωριό Βάττα που απέχει 50΄ δρόμου (και το χωριό) Μορένα...19 
- 4΄ μετά: Κουτσουβέλι, δασωμένος γήλοφος 
-10΄ μετά: σε ένα άνοιγμα δεξιά, σπηλιά που την λένε Κόκκινο πατέρα 
-5΄ μετά: αριστερά προς τα πλάγια ερείπια της Όρντινα ή Όρτινα20 
-7΄ μετά: πεδιάδα γιομάτη θάμνους και ο ποταμός Λαγγούβαρδος (τον γράφει Longοbardo), κατηφορίζουμε πρός αυτόν21. Αριστερά πηγή και γεφύρι ανηφορίζοντας μετά τον ποταμό, μυρτιές και άγρια έλατα (:γράφει Sapins Sauναges. ποιά άραγε δέντρα να τα εξέλαβε για έλατα;) 
-51΄ μετά: κατηφορίζουμε προς έναν άλλο ποταμό και μια πηγή που λέγεται Αγία Κυριακή και τα νερά της κυλούν προς το λιμάνι των Φιλιατρών 
-21΄ μετά: Δάσος ελαιών 
-28΄ μετά: Αριστερά ωραίες δρύς εκεί κοντά ένα εξωκκλήσι του Αη Γιάννη, δεξιά εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου. Η πεδιάδα είναι μεγάλη και καλλιεργείται καλά. Το χωριό των Φιλιατρών είναι αξιόλογο. Τα σπίτια απέχουν το ένα από το άλλο και περιβάλλονται από ωραία κυπαρίσσια και ελιές. Έχει και πολλά αμπέλια. Κάποιες φορές φτάνουν και ως εδώ πειρατές γιά λεηλασίες.

Το Νεόκαστρο Πύλου. Gell, εκδ. 1823
ΙΙΙ
Ας αφήσουμε, όμως, τα Φιλιατρά κι ας έρθουμε στους Γαργαλιάνους, όπου άλλωστε ήρθε πρώτα ο Τζελλ κατά την περιήγησή του. Έφτασε μιά χειμωνιάτικη μέρα στις 31 Ιανουαρίου 1805. Φαίνεται το μέρος του άρεσε με τα μεγάλα σπίτια που είχε και τα πολλά κυπαρίσσια. Τον ξένισαν όμως τα πολλά χοιρινά που περιτριγύριζαν ελεύθερα στους δρόμους και τους εβρώμιζαν. (Συνάμα, όμως, απεδείκνυαν, όπως δεν θα το επερίμενε κανείς, και την ελληνικότητα του χωριού. Γιατί, όπως είναι γνωστό στους μωαμεθανικούς οικισμούς τέτοια ζώα δεν κυκλοφορούσαν -δεν υπήρχαν κάν).
Λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός τους, παραθέτω -σε κάπως ελεύθερη μετάφραση- τα κυριώτερα απ' όσα γράφει ο Τζελλ στο «Οδοιπορικό» του για την πορεία του από Ναυαρίνο προς Γαργαλιάνους αλλά και γιά τους Γαργαλιάνους τους ίδιους. Με την ανάγνωσή τους παρακολουθεί κανείς τη ζωή της μικρής πόλεως που τη βλέπει να θάλλη κατά ένα τρόπο και πριν ακόμα διακόσια τόσα χρόνια.
Ο Τζέλλ αρχίζει τη διήγησή του τονίζοντας την ιδιαίτερα κακή κατάσταση των δρόμων της εποχής που βέβαια κατ' ουσίαν δεν ήταν παρά μεγάλα μονοπάτια -όπως ακριβώς αυτοί που οδηγούσαν στους Γαργαλιάνους. Τίποτε, γράφει δεν μπορεί να προσομοιασθή προς την ακαταλληλότητα ενός δρόμου που περνάει από μια περιοχή με αιχμηρές πέτρες που διαρκώς ξεφυτρώνουν στην επιφάνεια του εδάφους. Εξίσου ακατάλληλοι, συνεχίζει, είναι και οι δρόμοι που περνούν από κοιλάδες όταν είναι λασπωμένες από τις φθινοπωρινές βροχές. Το άλογο, μετά από μύρια γλιστρήματα, σχεδόν πάντοτε (φοβισμένο) σταματά την παραπέρα πορεία του για ένα σύντομο διάστημα...
«Το μονοπάτι προχωρεί από την ανατολική πλευρά του κόλπου (του Ναυαρίνου). Κατόπιν κατεβαίνει προς μια μικρή πεδιάδα καμωμένη από προσχώσεις. Αφήνουμε τα μικρά χωριά Πετροχώρι και Λεύκα... και κάποιους χωματόλοφους δεξιά. Δεξιά μας επίσης, η αγροικία, με πολλά κυπαρίσσια, ενός Οσμάν Αγά. Δεξιά μας, τέλος, μεταξύ της αγροικίας αυτής και του κτήματος του Χασάν Αγά μια ωραία κοιλάδα κατάφυτη που την ποτίζει το ποτάμι του Ρωμανού. Το περνάμε από μια γέφυρα.
Οι αγροικίες αυτές (των αγάδων) αποτελούνται από έναν πύργο που στέκεται επιβλητικός πάνω από τα ταπεινά σπίτια των χωρικών που καλλιεργούν τα γύρω κτήματα.
Στην περιοχή, εκείνη την εποχή, καλλιεργούσαν λούπινα. Πριν λίγο είχαν συγκεντρώσει στις πεδιάδες και την παραγωγή τους από καλαμπόκι.
Ανεβήκαμε από ένα απότομο μονοπάτι σε μιά κορυφή απ' όπου μπορέσαμε να δούμε τη θάλασσα και το νησί Πρώτη. Ακολούθησε μιά μακριά και χωρίς κανένα ενδιαφέρον διαδρομή.
Στους Γαργαλιάνους φτάσαμε το βράδυ της τελευταίας ημέρας του Ιανουαρίου, χωρίς να έχουμε συναντήσει (κατά την προς αυτούς διαδρομή μας) ούτε έναν άνθρωπο.
Οι Γαργαλιάνοι (ο ίδιος χρησιμοποιεί λέξη σε γένος ουδέτερο, το Γαργαλιάνο)22 είναι ένα πολύ μεγάλο ελληνικό χωριό. Η ιστορία του ίσως να ξεκινά από την εποχή των Βενετών. Προφανώς το όνομά του είναι ιταλικό. Είναι κτισμένο σ’ ένα ψηλό οροπέδιο απ' όπου αρχίζει ένα απότομο κατέβασμα προς τη θάλασσα και την χαμηλή παράλια περιοχή που καταλήγει σ' ένα είδος μικρού ακρωτηρίου απέναντι από το νησί της Πρώτης που υψώνεται σε μικρή απόσταση από το χωριό (προφανώς εννοεί την Μαραθούπολη). Η Πρώτη είναι άξια μνείας για τα πολλά βόδια που τρέφονται εκεί (μήπως του είπαν πρόβατα και δεν αντελήφθη καλά;) και το λιμάνι της όπου συχνά καταφεύγουν μικρά ιστιοφόρα.
Οι Γαργαλιάνοι ξεχωρίζουν για τα πολυάριθμα κυπαρίσσια που τους στολίζουν αλλά και για τα πολλά χοιρινά που γυρίζουν στους δρόμους τους κατά αγέλες (κάτι που χαρακτηρίζει τα χριστιανικά χωριά της Ανατολής). Οι κάτοικοι, όταν κάτι τέτοιο (:η εκτροφή δηλαδή χοιρινών) τους επιτρέπεται (από τους Τούρκους εννοείται οι οποίοι δεν έτρωγαν ως Μωαμεθανοί χοιρινό κρέας και γι ' αυτό απεχθάνονταν τους χοίρους) ζουν σε επαφή μ' αυτά τα φοβερά ζώα. Εγκατασταθήκαμε με τη φροντίδα του (οδηγού μας) Μουσταφά, που τον καλοδεχόντουσαν πολλές απ' τις γυναίκες του τόπου, στο σπίτι ενός γέροντα Έλληνα με γκρίζα γενειάδα, του προεστού του χωριού -ένα πρόσωπο, όπως μας επληροφόρησαν, ιδιαίτερα σοφό και με μεγάλη κρίση, μέχρι του σημείου ώστε, όπως λεγόταν, τίποτε να μην αποφασίζεται από τον πασά του Μορηά χωρίς τη δική του συγκατάθεση. Το πρόσωπο αυτό λεγόταν Ανδριανόπουλος και είχε το αξίωμα του Πρωτοσύγκελου των Γαργαλιάνων23. Το σπίτι του το θεωρούσαν πολύ παλιό. Όμως ύστερα από ερωτήσεις μας καταλάβαμε ότι δεν είχε κτισθή πριν, το περισσότερο, από εξήντα ή εβδομήντα έτη. Όμως ως παλαιές θεωρούνται στα μέρη εκείνα οι κατοικίες μιάς τέτοιας ηλικίας δεδομένου ότι συνήθως κατασκευάζονται από ξύλα και αμμοκονίαμα, γι' αυτό και συνήθως ζουν μόνο λίγα χρόνια.
Μετά μακρά αναμονή, που οφείλουν να την υπομένουν οι πεινασμένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα στα σπίτια των πλουσίων, καθίσαμε στο τραπέζι μαζί με τον περίεργο σοφό, για του οποίου τις γνώσεις και τις ικανότητες είχαμε ακούσει τόσα πολλά.
Άρχισε να μας μιλάη γιά τους συγγραφείς της αρχαίας Ελλάδας και τον ακούγαμε με μεγάλη προσοχή μέχρις ότου η συνηθισμένη σειρά επαινετικών επιθέτων σταμάτησε και μπορέσαμε να θέσουμε, και εμείς, με τη σειρά μας, ορισμένες ερωτήσεις. Όμως από τις απαντήσεις αποδείχτηκαν τα όσα δεν ήξερε καθώς και το ότι ούτε καν την Καινή διαθήκη αντιλαμβανόταν κατά τρόπο ικανοποιητικό, κάτι που άλλωστε αργότερα μας ομολόγησε και ο ίδιος. Mιλούσε τα σπασμένα Ιταλικά των κατοίκων των Ιονίων νήσων». 
(Στη συνέχεια ο Τζελλ προσθέτει και άλλες κατηγορίες κατά του ιερέα που τους φιλοξενούσε. Τον σχολιάζει με ειρωνεία και αρκετή, ανεξήγητη θάλεγα, εμπάθεια).
«Κατά τη διάρκεια του γεύματος, συνεχίζει ο Τζέλλ, πεισθήκαμε ότι ο πρωτοσύγγελος ήταν σαφώς κατώτερος από τους συμπατριώτες του στην ευφυΐα και τις άλλες ικανότητες έτσι δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε κατά ποιό τρόπο είχε φθάσει να έχει την επιρροή που διαφημιζόταν ότι είχε πάνω στον πασά, μέχρις ότου ανακαλύψαμε ότι ως ιερέας κατείχε απλώς το μυστικό του χειρισμού των Ελλήνων της περιοχής, γεγονός που καθιστούσε απαραίτητο το να τον κολακεύουν».
Ο Τζελλ στη συνέχεια των αναμνήσεών του ασχολείται με τους τρόπους που οι δημογέροντες κατώρθωναν να πλουτίζουν εις βάρος του λαού πίσω από τις πλάτες των Τούρκων που ποτέ, όπως είναι γνωστό, δεν αρνούνταν κάποια δώρα (κάποια «πεσκέσια»), τελειώνει δε έτσι, με αυτά, την περιγραφή των Γαργαλιάνων.

Άποψη των Φιλιατρών στη Μεσσηνία. 1808

IV
Μετά τους Γαργαλιάνους o Τζέλλ, μέσω Λαγγούβαρδου24 προχώρησε προς τα Φιλιατρά όπου όμως δεν παρέμεινε πολύ. Μόνο μερικές ώρες, γι' αυτό και δεν μας δίνει πολλές πληροφορίες για τη μικρή πόλη -χωριό κι αυτή τότε. Οι δρόμοι της είναι -γράφει- στενοί και το χειμώνα αποτελούν αυλάκια που μόνο με άλογο μπορεί κανείς να τα περάση έτσι γεμάτα λάσπες και λακούβες που είναι.
Πάντως φαίνεται ότι του άρεσαν τα Φιλιατρά καθώς ήσαν τότε πνιγμένα στα κυπαρίσσια, τις ελιές και τ' άλλα δέντρα. Όμως τα σπίτια τους ήταν μικρά και φτωχικότατα επιπλωμένα. Με δυσκολία βρέθηκε για να φιλοξενηθή, ένα σπίτι κάποιου Τούρκου (μισοερειπωμένο κι αυτό) επειδή ήταν -όπως γράφει- το μόνο που διέθετε ένα τραπέζι και τρείς καρέκλες. Πιθανόν να πρόκειται και πάλι για υπερβολές του Τζέλλ πάντως και μέσα απ' αυτές κάτι μπορεί να συμπεράνη κανείς για τη φτώχεια και τη λιτή τότε ζωή των κατοίκων τής περιοχής.
Μιλώντας για τα Φιλιατρά βρίσκει ο Τζελλ την ευκαιρία για άλλη μια ακόμα φορά να εκδηλώση, έστω εμμέσως, τα φιλότουρκα αισθήματά του. Εμφανίζει ότι όλα ήσαν ωραία τακτοποιημένα στην πόλη χάρις στη (δήθεν) σοφή τουρκική νομοθεσία έτσι που οι υπόδουλοι Έλληνες να μην στερούνται ποτέ τις ιδιοκτησίες τους25. «Λίγοι» γράφει «ήσαν οι Τούρκοι που ζούσαν στο χωριό και πού, όπως πληροφορηθήκαμε στηρίζουν την ιδιοκτησία τους πάνω σε αβέβαιους τίτλους, γιατί το αυστηρό γράμμα του νόμου δεν τους επιτρέπει να αγοράζουν ή να κληρονομούν κτήματα από Έλληνες. Πρόκειται για ρύθμιση των πραγμάτων προορισμένη να προστατεύει τους τελευταίους αυτούς, από αδικίες πιθανόν (να την προέβλεπε) κάποιο από τα άρθρα της συνθήκης που συνήφθη μεταξύ Τούρκων και Βενετών κατά την εκχώρηση του Μορηά. Σύμφωνα επίσης με ένα νόμο δικό τους (των Τούρκων, δηλαδή, νόμο), ένας Τούρκος δεν επιτρέπεται να αγοράζη κτήματα σε μέρη όπου δεν υπάρχει τζαμί -τζαμί δε δεν μπορεί να ανεγερθή χωρίς ειδική άδεια του Μουφτή και σημαντική δαπάνη. Φαίνεται δε ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τζαμί στα Φιλιατρά. Αργότερα πάντως κτίστηκε κάποιο. "Υπ' αυτές τις συνθήκες" συνεχίζει ό Τζελλ "οι Τούρκοι της περιοχής βρίσκονται κατ' ανάγκη σε μεγάλο βαθμό εξαρτήσεως από τους γείτονές τους (Έλληνες), γίνονται πάρα πολύ καλοί πολίτες, χωρίς να τους χαρακτηρίζη η ασημαντότητα του φτωχού αλλ' ούτε και η αρπακτικότητα του τυράννου».

Η θέα από το οθωμανικό αρχοντικό στο οποίο διέμεινε ο συγγραφέας στην Κυπαρισσία. Gell, εκδ. 1823

V
Το ταξίδι του Τζέλλ δεν εσταμάτησε, βέβαια, στα Φιλιατρά. Ο Άγγλος περιηγητής προχώρησε προς την Κυπαρισσία και πέραν απ' αυτήν προς την κεντρική Πελοπόννησο.
Πάντως νομίζω ότι και αυτές οι λίγες σελίδες του «Οδοιπορικού» του που παραθέσαμε δεν εστερούνταν ενδιαφέροντος. Η εντρύφηση σε κείμενα σαν αυτά του Τζέλλ βοηθούν ιδιαίτερα στο να φωτίζεται η ζωή των προγόνων μας τα πικρά εκείνα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Επρόκειτο για μια Ελλάδα που έμοιαζε, είναι αλήθεια σαν βυθισμένη σε ύπνο και κάπως (εκ πρώτης όψεως) σαν αμετακίνητη κάτω από το βαρύ πιεστικό ζυγό της ημισελήνου. Κι όμως εκείνα ακριβώς τα χρόνια που έδινε την εντύπωση ότι τίποτε δεν άλλαζε, ανακινούνταν οι μυστικές πνευματικές αλλά και ηθικές δυνάμεις του έθνους -δυνάμεις που οριμάζαν σιγά-σιγά και οδηγούσαν σταθερά προς το μεγάλο άλμα, την επανάσταση του '21.

Παν. Δ. Δημάκης
Ομότιμος Καθηγητής "Παντείου" Πανεπιστημίου
"Ο Άγγλος Περιηγητής της περιοχής Γαργαλιάνων, Φιλιατρών κλπ., Ουίλιαμ Τζέλλ.
Πρακτικά του Γ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 1989

1. Οι περιηγητές που έφταναν στην Ελλάδα κατά τα τέλη του 18ου και τις πρώτες, ακόμη, αρχές του 19ου αιώνα έκπληκτοι έβλεπαν τα μηνύματα της μεγάλης γαλλικής επαναστάσεως γιά ελευθερία και ισότητα, να έχουν ήδη φθάσει στην Ελλάδα που γιά πολλούς είχε σχεδόν αποθάνει. Οι αδελφοί λ.χ. Στεφανόπολι κατά την επίσκεψή τους στην Ελλάδα (1797-1798) βρήκαν, καθώς γράφουν, διαδεδομένες ιδέες για ελευθερία και ισότητα στους κατοίκους και των απρόσιτων ακόμη περιοχών της Μάνης (βλ. Στεφανόπολι, Ταξίδι., στην Ελλάδα, σελ.10).
2. Βλ. Πουκεβίλ, Ταξίδι., σελ. 9. 3. Μια ιδέα για τις ταλαιπωρίες των ταξειδιωτών στην Ελλάδα των χρόνων εκείνων παίρνει κανείς διαβάζοντας εκτός των άλλων και το έργο του Φλωμπέρ, Ταξείδι στην Ελλάδα (μετάφραση Π. Ζάννα, Αθήνα 1989).
4. Βλ. Πουκεβίλ, Ταξίδι., σελ.10-11. Μιλώντας για τις ταλαιπωρίες των ταξιδευόντων στην Ελλάδα τα χρόνια εκείνα δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στις αναμνήσεις του Φλωμπέρ (Ταξίδι., σελ. 32 επ.) από την πολυήμερη, εκστρατεία του θάλεγα, για να φθάση στους Δελφούς ξεκινώντας με ζώα από την Αθήνα. Οι δρόμοι ήσαν ακόμα (ο Φλωμπέρ ήρθε στην Ελλάδα κατά την οθωνική περίοδο) σχεδόν ανύπαρκτοι (μόνο στα 140 χιλιόμετρα έφταναν οι τότε αμαξιτές οδοί, Φλωμπέρ, όπ. παρ. σελ. 148). 
5. Βλ. το άρθρο του Σ. Λυριτζή, Λαγγούβαρδος, στο περιοδικό «Ιθώμη» έτος 1988, τεύχος ΚZ, σελ. 27-30.
6. Βλ. και Παν. Δημάκη, Πρώτη, στα «Πρακτικά» του Β' τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, σελ. 44-54. Για ένα «ύποπτο» πλοίο που αφήνει να εννοηθή ότι ήταν πειρατικό κάνει λόγο και ο Τούρκος περιηγητής Ενliya Celebi στο συχνά αναφερόμενο (όχι και με τόσο επαινετικούς λόγους λόγω των πολλών φανταστικών μάλλον διηγήσεών του) έργο του «Βιβλίον του ταξιδιώτου» (περνούσε από το μεταξύ «Πρώτης» και Μαραθουπόλεως στενό το καλοκαίρι του 1668. Βλ. Π. Κωστάκη, Ο Ενliya Celebi στην Πελοπόννησο, στα «Πελοποννησιακά», τ.14 (1980-1981) σ. 259).
7. Βλ. Στεφανόπολι, Ταξίδι. στην Ελλάδα, σελ.10 και 12 και Κ. Σιμόπουλου, Ξένοι ταξειδιώτες, τόμ. Γ' σελ.10 και 12.
7α. Για μερικούς πάντως απ' αυτούς ίσως να μπορή να ισχύσουν αυτά που έγραφε ο Σατωμπριάν στο «Οδοιπορικό» του (σελ. 37). Σ' ένα ζωγράφο αρκεί μια μόνο ώρα για να σκιτσάρη ένα τοπίο. Σ' ένα όμως περιηγητή χρόνια ολόκληρα είναι λίγα για να μελετήση τα ήθη των ανθρώπων ενός τόπου.
8. Παρόμοια και ο Φλωμπέρ που επισκέφθηκε την Ελλάδα τα χρόνια του Όθωνα. Λ.χ. ένα χειμωνιάτικο βράδυ βρισκόταν σε ένα χωριό δυό ώρες μακριά απ' τη Θήβα (γράφει ότι το έλεγαν Ερημόκαστρο). Χτυπούσε τις πόρτες του χωριού και δεν του άνοιγαν. Οι ατυχείς κάτοικοι φοβόνταν ότι πιθανόν, μέσα στη νύχτα να ήσαν και ληστές αυτοί που χτύπαγαν την πόρτα τους ζητώντας τους να διανυκτερεύσουν στα σπίτια τους. Ο Φλωμπέρ σπεύδει (σελ. 64) να γράψει. Ω ήθη της φιλοξενίας των χωρικών ώ αγνότητα των αρχαίων χρόνων. Πάντως, για να μην τον σδικούμε απολύτως σ' άλλο σημείο του έργου του εμφανίζεται ευμενέστερος για το ελληνικό στοιχείο. Γράφει κάπως συντομογραφικά. Μας βρίσκουν κατάλυμα σε άλλο σπίτι γριά με μαύρα μαλλιά, λεπτή μύτη, μορφή αριστοκρατική. Πόσες γυναίκες γεννημένες μαρκήσιες υπάρχουν, που πλατσουρίζουν ξυπόλητες στις κοπριές. (Φλωμπέρ, Ταξίδι, σελ.108).
9. Bλ. Holland, Ταξείδια στα Ιόνια, 8.
10. Πεντακόσια περίπου έργα εγράφησαν κατά τους τελευταίους προεπαναστατικούς χρόνους για την Οθωμανική αυτοκρατορία γενικά και την Ελλάδα ειδικώτερα. Ερχόντουσαν κάθε είδους ταξειδιώτες, γράφει ο Κ., Σιμόπουλος (στο Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα). «Εκτός από τους επαγγελματίες των μετακινήσεων, τους ανθρώπους δηλαδή της θάλασσας (πλοίαρχοι και καραβοκύρηδες) και του εμπορίου, (έρχονταν) και πράκτορες των ευρωπαϊκών εμπορικών οίκων και της θρησκείας (οι καθολικοί για προσηλυτισμό, οι προτεστάντες για αντιπαπική προπαγάνδα). Κατευθύνονταν προς την Ελλάδα διπλωμάτες και έκτακτοι απεσταλμένοι μοναρχών και κυβερνήσεων, πρόξενοι, αρχαιολόγοι και αρχαιοθήρες, επιστήμονες, καλλιτέχνες, λαογράφοι, κερδοσκόποι κάθε λογής και (βέβαια ουκ ολίγοι) τυχοδιώκτες. Επίσης ειδικοί πράκτορες που αναζητούσαν αρχαιότητες και παληά χειρόγραφα για τις συλλογές μεγιστάνων και φιλότεχνων. Ευρωπαίοι αριστοκράτες και ζάπλουτοι λόρδοι και βαρώνοι που φιλοδοξούσαν να δρέψουν φιλολογικές δάφνες ταξιδεύοντας στην ελληνική ανατολή».
11. Οι αδελφοί Στεφανόπολι, σε αντίθεση με άλλους, δεν κρύβουν καθόλου τους ιδιαίτερους αυτούς σκοπούς τους. Το έγραφαν και σ' αυτό το εξώφυλλο του έργου τους: Voyage de... Stephanopoli en Grèce pendant les années V et VI (Χρησιμοποιούσαν τις ημερομηνίες που είχε καθιερώσει η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, που αντιστοιχούσαν στα έτη 1797 και 1798) d'après deux missions, dont l'une du gouvernement français et l'autre du général en chef Buonaparte.
12. Βλ. λέξη Γκέλλ στη ΜΕΕ, τομ. Η σελ.434.
13. Καμιά σύγκριση με τα υπέρ των Ελλήνων αισθήματα που πλημμύριζαν τον ασυγκρίτως ανώτερο από τον Τζέλλ Σατωμπριάν που έγραφε στο «Οδοιπορικό» του (σελ. H8). Δεν γνώρισα όσο έπρεπε τους σύγχρονους Έλληνες ώστε να μπορέσω να πώ κάτι το σαφές για το χαρακτήρα τους. Ξέρω πώς είναι πολύ εύκολο να συκοφαντή κανείς τους δυστυχισμένους. Τίποτε δεν είναι πιό βολικό από το να βρίσκεσαι ασφαλισμένος από κάθε κίνδυνο και να λές -Γιατί δεν σπάνε τα δεσμά που τους καταδυναστεύουν και τους κάνουν και στενάζουν, Κοντά στο τζάκι του ο καθένας μπορεί να νοιώθη αυτά τα υψηλά αισθήματα κι αυτή την υπερήφανη ενεργητικότητα. Άλλωστε οι προκλητικές αυτές απόψεις περισσεύουν στον αιώνα μας. Επειδή, όμως, αυτές τις γενικές και αόριστες απόψεις για τα έθνη συχνά τις διαψεύδει η πραγματικότητα, δεν αποφασίζω να πώ τίποτε για τους Έλληνες. Πιστεύω μονάχα πώς υπάρχει πολύ δαιμόνιο στην Ελλάδα και πώς αυτοί που μας εδίδαξαν τα πάντα βρίσκονται ακόμα εκεί».
14. Narrative of a journey..., σελ, 294.
15. B. Gell, Narrative of a journey, σελ. 306 και Κ. Σιμόπουλο, Ξένοι Ταξειδιώτες...σελ. 129-130.
16. Κυρ. Σιμόπουλου, όπ. παρ, σελ. 130 και Gell, όπ. παρ, σελ. 219.
17. Βλ. και πάλι. Gell, Narrative of a journey..., σελ. 101 και 293 και K. Σιμόπουλου, Ξένοι ταξειδιώτες στην Ελλάδα, τόμ. Γ1 σελ. 130. Χαρακτηριστικά είναι και τα όσα παραθέτει ο Κυρ. Σιμόπουλος (όπ. παρ. τομ, Γ1, σελ. 136-7) για τη φολοξενία του Gell από τον προύχοντα της Καλαμάτας Τζάνε που του μίλαγε με αισιοδοξία για τις δυνατότητες των Ελλήνων να επαναστατήσουν κατά των Τούρκων και να απελευθερωθούν. Ο Τζέλλ δεν τάκουγε ευχαρίστως όλ' αυτά. «Μας διασκέδασε» γράφει «καθώς μωρολογούσε γιά την ευφυία των Ελλήνων και την απάθεια των Τούρκων. Οι Έλληνες, έλεγε, δεν χρειάζονται παρά ένα ξεκίνημα για να εκδιώξουν τους Οθωμανούς απ' την Ευρώπη. Του απαντήσαμε πώς χρειάζεται κάτι παραπάνω από μιά αρχή. Ότι δεν γίνεται να πετάξουν έξω από την Ευρώπη τους Τούρκους οι Έλληνες μόνοι τους, χωρίς ξένη βοήθεια» (Κ. Σιμόπουλου, Ξένοι ταξειδιώτες, τόμ. Γ1, σελ.137).
18. Τελευταία το περιοδικό «Αρχαιολογία» (τεύχος Δεκεμβρίου 1988, σελ. 68) εδημοσίευσε ένα πίνακα των έργων του. Τον ακόλουθο: 
-The Geography and Antiquities of Ithaka (London, 1807)
-The itinerary of Greece with a commentary of Pausanias and Strabo and an account of the ornaments of antiquity at present existing in the country, compiled in the years 1801, 1802, 1805, 1806 (London, 1810) 
-Itinerary of the Morea being a description of the routes of that Peninsula (London, 1817) 
- The itinerary of Greece containing one hundred routes in Attica, Boeotia, Phocis, Locris and Thessaly (London, 1819) 
-Narrative of a journey in the Morea (London, 1823). 
Το τελευταία αυτό έργο του είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον γιατί μας δίνει μιάν οπωσδήποτε πλήρη -αν και μεροληπτική ατυχώς- εικόνα της Ελλάδας των αρχών του 19ου αιώνα. Το 1823 είχε ήδη εκραγεί η μεγάλη μας επανάσταση κατά των Τούρκων. Ο ξεσηκωμός αυτός είχε αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον των Δυτικοευρωπαίων γιά τη χώρα μας, γι' αυτό και οι Άγγλοι εκδότες σκέφτηκαν ότι θάχαν κάποιο κέρδος δημοσιεύοντας τις αναμνήσεις του Τζέλλ από την περιήγησή του στη νότια Ελλάδα, αν κι αυτές είχαν ήδη, τρόπον τινά ξεπεραστή, ανάγονταν σε μιά εποχή κατά είκοσι ολόκληρα έτη παλαιότερη. «Κάποιο κέρδος» πρέπει να απέφερε η δημοσίευση των εν λόγω αναμνήσεων στους εκδότες τους όχι, όμως, αντίστοιχα και στην Ελλάδα γιατί ο Τζέλλ σαν φιλότουρκος που ήταν, κάθε άλλο παρά παρουσίαζε τους Έλληνες στο Αγγλικό (και κατ' επέκταση στο ευρωπαϊκό κοινό) κατά τρόπο που να τους καθιστά συμπαθείς» (βλ. και πάλι Κ. Σιμόπουλο, όπ, παρ.).
19. Το γαλλικό κείμενο γράφει Morena. Για ποιό χωριό άραγε να πρόκειται; Σπάνια οι περιηγητές αποδίδουν με ακρίβεια τα τοπωνύμια πολλά από τα οποία ηχούσαν άλλωστε παράξενα γι΄ αυτούς. Βέβαια έγραφαν συνήθως αυτό που άκουσαν άλλ' εξίσου συνήθως έγραφαν αυτό που ενόμισαν ότι άκουσαν άλλωστε και η προφορά των εντοπίων δεν ήταν η αρίστη (λ.χ. συνηθέστατα το ε το πρόφεραν ώς ι). Ο Φλωμπέρ (σελ.14 του «Ταξειδιού» του) την Ελευσίνα την γράφει Λεψίνα! Μερικές φορές οι δυσκολίες γίνονταν μεγαλύτερες εξαιτίας του ότι αλλοιώς ονόμαζαν λ.χ. μιά τοποθεσία οι Έλληνες, αλλοιώς οι Τούρκοι και αλλοιώς κάποιοι άλλοι. Το Μοntenegro, γράφει ό μεταφραστής στα Γαλλικά του έργου του Gell, Itineraire de Moree (σελ.2 προλόγου) που είναι στα νότια των Δαλματικών ακτών, οι εντόπιοι, αν τους ρωτήσετε πώς λέγεται η πατρίδα τους, θα σας την πούν: Τσερνάγκορα (Czernagora), οι εκεί Τούρκοι θα σας την πουν Καραντάχι και οι Ελληνες: Μαυροβούνι.
20. ...ή Όρντινες. Βλ. Λυριτζή, Λαγγούβαρδος στο περιοδικό «Iθώμη», τεύχος KZ Mάρτιος 1988.
21. Η περιοχή Λαγγούβαρδου ήταν κατάφυτη και ωραιότατη τότε -όπως και σήμερα άλλωστε- και ιδιαίτερα χαρούμενη λόγω των άφθονων νερών της.
Μια ωραία περιγραφή του Λαγγούβαρδου μας δίνει και ο γνωστός Φραγκίσκος Κάρολος Pouqueville, που 12 χρόνια μετά τον Gell (το 1816 ακριβέστερα) πέρασε από τα ίδια μέρη. Στο έργο του (Voyage de la Grece, τόμος IV Παρίσι, 1827 σελ.24), γράφει για τη ρεματιά (σε μετάφραση Σωτ. Λυριτζή): «Εις την σκιάν πολλών πλατάνων συναντώνται τώρα πολλοί βοσκοί, που έχουν τα στανοτόπια των ποιμνίων τους στην περιοχήν του Λαγγουβάρδου, ενός ποταμού έχοντος τας όχθας του, μέχρι τής θαλάσσης, καταφύτους από μυρσίνας και ροδοδάφνες με πυκνούς θάμνους».
22. Σχετικώς βλ. Δ. Βαγιακάκου, Η ετυμολογία του τοπωνυμίου Γαργαλιάνοι («Πελοποννησιακά» τόμ. ΙΕ ́ (1981-1984) σελ.75 επ.). Επίσης Σ. Λυριτζή. Το τοπωνύμιον «Γαργαλιάνοι» και η ετυμολογία αυτού στο περιοδικό «Πλάτων» τόμ. ΛH (1986) σελ.102 επ. Βλ. επίσης του ιδίου, Δευτέρα ετυμολογία του τοπωνυμίου Γαργαλιάνων (ανάτυπο από τό περιοδικό «Πλάτων» τόμ.38 (1986) σελ. 102-123).
23. Ο Τζέλλ τον γράφει «Andrinopoli». Πρόκειται βέβαια για τον Ανδριανόπουλο, ένα πρόσωπο αμφιλεγόμενο των χρόνων εκείνων. Πολλά και ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα γι' αυτόν βλ. στου Τ. Γριτσοπούλου, Κλεφτοαρματωλικά Πελοποννήσου και η επίθεσις κατά του Πρωτοσυγκέλλου (στον ΙΕ ́τόμο των «Πελοποννησιακών» και σε ανάτυπο, Αθήνα 1984). Τα εκεί γραφόμενά του μπορούν, νομίζω, να αποτελέσουν την οριστική πλέον τοποθέτηση του ζητήματος του πολυθρύλητου Πρωτοσυγκέλλου Γαργαλιάνων, Βλ. επίσης και τις σύντομες παρατηρήσεις του ίδιου στα «Σύμμεικτα» των «Πελοποννησιακών» του έτους 1989, τόμος ΙΖ ́, σελ. 172-175,
24. Περνώντας από το Λαγγούβαρδο είδε τις μαρμάρινες βρύσες απ' τις οποίες έτρεχαν τα νερά της περιοχής, έργο και προσφορά ενός από τους παλαιότερους Τούρκους. Αρχικά το όλο συγκρότημα των κρηνών φαίνεται ότι ήταν στολισμένο με διάφορα αραβουργήματα το όνομα του δωρητή και ορισμένα ρητά του Κορανίου. Συνήθιζαν να κάνουν κάτι τέτοια έργα οι Τούρκοι. Για να πίνουν νερό οι ταξιδιώτες και να τους μνημονεύουν. Αργότερα κάποιοι, Έλληνες φαίνεται, είχαν σπάσει το όνομα και τα ρητά του Κορανίου. Ο Τζέλλ δεν έχασε και πάλι την ευκαιρία να κατακρίνη τους Ελληνες, που βέβαια όχι από κακότητα αλλά από αμάθεια και από υπερβάλλοντα θρησκευτικό φανατισμό, τα είχαν καταστρέψει (βλ. Σ. Λυριτζή, Λαγγούβαρδος, περιοδικό «Iθώμη» τόμ. 1989, τεύχ. ΚZ , σελ.28).
25. Η μετάφραση καθώς και του πιό κάτω αποσπάσματος είναι του Θεοδ. Γ. Παναγόπουλου (περιοδικό «Φιλιατρά», Δεκέμβριος 1982).

Σύντομη Βιβλιογραφία:
Κατά τη σύνταξη του πιό πάνω μελετήματος εχρησιμοποίησα και τα ακόλουθα: 
Γριτσοπούλου Τ.: Κλεφτοαρματωλικά Πελοποννήσου και η επίθεση κατά του Πρωτοσυγκέλλου («Πελοποννησιακά», τόμος ΙΕ ́).
Gell, William: Itinéraire de Morée ou Description de routes de cette péninsule (μετάφραση από τα αγγλικά, Paris, 1828).
Gell William: Narrative of a journey in the Morea (London, 1823).
Holand H.: Ταξείδια στα Ιόνια νησιά, Ήπειρο και Αλβανία (Μετάφραση Χρ. Ιωαννίδη. Πρόλoγος Τ. Βουρνά (Αθήνα, Εκδόσεις Τολίδη, 1989).
Λυριτζή, Σωτ.: Αρθρο «Λαγγούβαρδος» στο περιοδικό «Ιθώμη», τεύχος ΚΖ ́ του Μαρτίου 1988, σελ. 27-31.
Πουκεβίλ (Φραγκίσκου-Καρόλου): Ταξίδι στο Μωριά (Μετάφρ. Όλγας Ρομπάκη και Ελένης Γαρίδη εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα, 1980).
Σατωμπριάν: Οδοιπορικό. Η Ελλάδα του 1806 (Μετάφρ. Ανδρ. Καραντώνη. Αθήνα, 1979). Σιμοπούλου, Κυρ.: Ξένοι ταξειδιώτες στην Ελλάδα (1800-1810), τόμ. Γ1 (Αθήνα, 1985).
Δ. και Ν. Στεφανόπολι. Ταξίδι. στην Ελλάδα κατά τα χρόνια 1797 και 1798 (Αθήνα, έκδοση Τολίδη, 1974).
Σ.Ν.Α. Μια περιγραφή των Φιλιατρών του 1804 (Όπως τα είδε ο Άγγλος αρχαιολόγος W. Gell). Στο περιοδ. «Φιλιατρά», τεύχος 102-103, Σεπτέμβριος 1982. Μετάφραση του σχετικού αποσπάσματος του Gell από τον Θ. Γ. Παναγόπουλο. 
Φλωμπέρ, Γκ.: Ταξείδι στην Ελλάδα, (Ελληνική μετάφραση Π. Α. Ζάννα) Αθήνα 1989.