.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Από το οδικό δίκτυο της Αρχαίας Μεσσηνίας: Η οδός Λαγκάδα του Νέδοντος



 Εάν θα έπρεπε να ορίσουμε τα κύρια φυσικά χαρακτηριστικά της Καλαμάτας, των αρχαίων δηλαδή Φαρών, θέλω να πιστεύω ότι το ακόλουθο τρίπτυχο θα την αντιπροσώπευε καθόλα επαξίως η παραλία, το Κάστρο και ο Νέδοντας. Εάν σήμερα τα δύο πρώτα αποτελούν ζωτικά, όσο και αναπόσπαστα τμήματα της πόλεως, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το τρίτο. Ο Νέδων αποτελεί στην πραγματικότητα ένα ευδιάκριτο όριο, μεταξύ του κυρίως πολεοδομικού ιστού και της δυτικότερης επεκτάσεως της Καλαμάτας είναι, μάλιστα, οι κατά καιρούς πολύομβρες κατεβασιές του, που τον έφεραν πρωταγωνιστή σε θλιβερά γεγονότα. Σε τούτο, λοιπόν, το φυσικό χαρακτηριστικό της Καλαμάτας, το σήμερα εκτός ζωής και επικαιρότητάς της, τον Νέδοντα, επικεντρώνεται η παρούσα ανακοίνωση, αποβλέποντας στην ανάδειξη της κατά την αρχαιότητα σημασίας του, όταν αυτός, όπως θα καταδείξουν τα δεδομένα, αποτελούσε σημαίνον στοιχείο των Φαρών1.
 Ο Νέδοντας, που η συντριπτική πλειονότητα των Καλαματιανών τον γνωρίζει μόνον ως τεχνητή κοίτη και κεντρική αρτηρία, στην πραγματικότητα θα μπορούσε να αποτελέσει την ιδανική διέξοδο για πεζοπορία σε τοπίο ειδυλλιακό, μόλις 2.5χλμ. από την πόλη.
 Η είσοδος στη λαγκάδα του Νέδοντος είναι ευχερής από τις βόρειες παρυφές της Καλαμάτας με σημείο εκκίνησης την έξοδο της επαρχιακής όδου για τη Σπάρτη. Από εδώ, ασφαλτόδρομος μήκους 2χλμ. κατά μήκος της αριστερής/ανατολικής όχθης του ποταμού, οδηγεί έως την είσοδο του εγκαταλελειμμένου λατομείου του Γιάννη Μπάκα (χάρτης). Το λατομείο σταμάτησε πριν από τουλάχιστον 20 χρόνια αφήνοντας ένα έντονα αλλοιωμένο τοπίο, το οποίο οφείλει να διασχίσει ο οδοιπόρος (απόσταση 750μ.) μέχρι να φθάσει στα αλώβητα κάθετα τοιχώματα του Νέδοντος το δεξιό/δυτικό μάλιστα είναι αυτό που φέρει το γνωστό στους ηλικιωμένους γηγενείς μικροτοπωνύμιο Λιθωμένο Φίδι2.


 Στο εξής η διαδρομή γίνεται μέσα στην ειδυλλιακή αμμώδη κοίτη του Νέδοντος, με τις πικροδάφνες να κυριαρχούν. Σημειώνω ότι η άνοδος του Νέδοντος είναι φυσιολατρική στο κατώτερο τμήμα του, όπου έχουν κατασκευασθεί τέσσερα αλλεπάλληλα φράγματα ανάσχεσης (ένα πέμπτο και πρώτο από νότο βρίσκεται νοτιότερα, πριν από το λατομείο), για τη συγκράτηση των φερτών υλικών και τον περιορισμό της ορμής των νερών σε μεγάλες κατεβασιές, ώστε να προστατεύεται η Καλαμάτα από πλημμύρες∙ τα φράγματα εκτός από τα αδρανή υλικά συγκρατούν και τα σκουπίδια, αφού το ανώτερο τμήμα του λειτουργεί, δυστυχώς, ως χωματερή από τον υπερκείμενό του ασφαλτόδρομο προς Αρτεμισία και Σπάρτη, μεταξύ άλλων πλαστικά, ελαστικά αυτοκινήτων, οικιακές συσκευές, μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα!
 Μέσα, λοιπόν, στην κοίτη του Νέδοντος και στο νοτιότερο τμήμα του ήταν γνωστές, ήδη, από τον 18ο3 και ιδίως τον 19ο4 αιώνα τέσσερις αρχαίες επιγραφές, χαραγμένες στη βραχώδη όχθη. Τον Αύγουστο του 1901 ο παραθερίζων τότε στην Καλαμάτα αρχαιολόγος της Υπηρεσίας Ανδρέας Ν. Σκιάς έλαβε εντολή να κατασκευάσει γύψινα εκμαγεία των συγκεκριμένων επιγραφών. Η επισταμένη αυτοψία του Σκιά στον Νέδοντα απέφερε τρείς ακόμη επιγραφές, το σύνολο, λοιπόν, επτά. Τα αποτελέσματα των ερευνών του τα δημοσίευσε στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1911 5. Στο δημοσίευμα, εκτός από την πλήρη δημοσίευση των επιγραφών6, ο Σκιάς κατέγραψε και την πολύτιμη πληροφορία ότι οι επτά επιγραφές του Νέδοντος σχετίζονται αλληλένδετα με την ύπαρξη «λαξευτής οδού», της οποίας περιέγραψε λεπτομερώς τέσσερα διασωθέντα, το 1901, τμήματα.
 Παραθέτω συνοπτικώς τις παρατηρήσεις του Σκιά για τη λαξευτή οδό. Η οδός σωζόταν σε τρία σημεία στην αριστερή βραχώδη όχθη του Νέδοντος, την οποία είχαν λαξεύσει σε δίοδο με πλάτος 1.80μ., κυμαινόμενο ύψος από την κοίτη περί τα 5μ. με 3μ., και με ισχυρές κλίσεις του οδοστρώματος, ώστε να σημειώνει (110) «λίαν κεκλιμένη, έχουσα κλίσιν περίπου 18%, ώστε διάβασις αμάξης δι' αυτής είνε τελείως αδύνατος, δεν φαίνονται δε ουδαμού ίχνη τροχών...». Ένα τέταρτο σημείο λαξευμένης οδού σημειώνει στην απέναντι δεξιά όχθη, ενώ τα κατάλοιπα διασώζονταν αποσπασματικά σε συνολικό μήκος 400μ. (χάρτης, εικ.1-6).
 Από τα χρόνια της εκπονήσεως του διδακτορικού μου, αρχές της δεκαετίας του '80, ανεζήτησα τα του Σκιά, χωρίς επιτυχία, πρωτίστως από την έλλειψη γηγενών οδηγών7. Επιτέλους, το θέρος του 2010 κατέστη εφικτή η οργανωμένη αυτοψία, χάρις στην έκθυμη συμπαράσταση της οικείας Εφορείας8. Παραθέτω, λοιπόν, τα δεδομένα: Η λαξευμένη οδός, ευτυχώς, διατηρήθηκε έως σήμερα σε δύο τμήματά της αλώβητη -από τα τέσσερα που είχε εντοπίσει ο Σκιάς, το 1ο: σ.110 και 2ο: σ.111-, πρωτίστως λόγω θέσεως, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα μελέτης και ασφαλούς επανερμηνείας της∙ επιπλέον, από τις επτά επιγραφές διασώζονται οι πέντε, αφού δύο εντοιχίστηκαν-ενσωματώθηκαν στο εκεί κατασκευασθέν φράγμα ανάσχεσης9.
1. Το πρώτο κατάλοιπο της οδού διασώζεται περί τα 600μ. μετά το λατομείο και στην αριστερή ανατολική όχθη (37°03.983-022°08.010, υψόμετρο +63μ.). Κατεύθυνση ΝΔ - ΒΑ (46ο), μήκος 7.60μ., πλάτη οδοστρώματος 0,05- 0,40- 1.40- 1.80μ. μέγιστο ύψος εκβραχισμού 1.90μ., σημερινό ύψος από την κοίτη 1.80μ. Στο μέτωπο του εκόβραχισμού (παρειά της οδού) σώζεται η επιγραφή IG V1, 1362a (εικ.1).
 Η ταύτιση με το 2ο τμήμα του Σκιά (σ.111) είναι ασφαλής λόγω του ίδιου μήκους (7μ., έναντι 7.40μ.) και κυρίως της επιγραφής,
2. Το δεύτερο κατάλοιπο της oδού προσδιορίζεται εύκολα, αφού το νεώτερο φράγμα (1950) θεμελιώθηκε εν μέρει επάνω του. Απέχει από το πρώτo 15.50μ., διάστημα στο οποίο η αριστερή όχθη εισέχει κάμπεται ελαφρώς, εξαιτίας της συμβολής νεροπαρσιάς από τα ανατολικά (3703, 982-022°08.015, υψόμετρο 65μ.). Κατεύθυνση σχεδόν Ν- Β (10°), συνολικό μήκος 5μ., 5.40μ. καμπή και 9.60μ. σε ευθεία, πλάτη δδοστρώματος 0.05- 0.50- 1.40- 1.60μ. μέγιστο ύψος εκδραχισμού 3.43μ. σημερινό ύψος από την κοίτη 6.40μ. (εικ. 3-6). Στο μέτωπο του εκβραχισμού (παρειά της οδού) σώζονται τέσσερις επιγραφές, οι IG V1, 1362d-f (h f διπλή).
 Η ταύτιση με το 1ο τμήμα του Σκιά (σ.110) είναι ασφαλής λόγω τvν επιγραφών. Ο Σκιάς παρέχει μήκος 23μ., έναντι σωζομένου σήμερα 15μ. Η διαφορά oφείλεται στo ότι ακριβώς το βόρειο τμήμα της λαξευτής οδού απετέλεσε τη βάση για την έδραση της σκάλας που διευκολύνει την υπέρβαση του φράγματος. Στο σημείο αυτό η κοίτη, μεταξύ κάθετων ασβεστολιθικών τοιχωμάτων (Ωλονού-Πίνδου), έχει από τα μικρότερα πλάτη, μόλις 13μ.
 Εδώ ο Σκιάς παρετήρησε επί του οδοστρώματος «τέσσερες εγκαρσίους αύλακες», σημειώνοντας ότι «είνε όλως άδηλον εις τί εχρησίμευον» και τρείς τετράπλευρες κόγχες στον εκβραχισμό της παρειάς της οδού. Σήμερα διατηρούνται μόνον οι δύο νοτιότερες αύλακες (εικ. 3) οι άλλες δύο, μαζί με τις κόγχες και δύο επιγραφές (IG V1, 1362b,c), έχουν ενσωματωθεί στην κλίμακα και στο φράγμα. Διαστάσεις αυλάκων, νοτιότερη, 1.30μ. μήκος, 0.40μ. πλάτος και 0.10μ. βάθος στα 2.06μ. η επόμενη 1.50μ. μήκος, 0,45μ. πλάτος και 0.125μ. βάθος,
3. Ο Σκιάς σημείωσε ως 3ο τμήμα της οδού (σ.111) λάξευμα στη δεξιά/δυτική όχθη «100 βήματα νοτιώτερον του προηγουμένου», και πρώτο από τα νότια, δηλαδή την Καλαμάτα. Η ταύτισή του είναι ασφαλής λόγω της διασωθείσης επιγραφής, ΙG V1, 1362g (εικ.6). Βρίσκεται, περί τα 150μ. νοτιότερα τvν δύο παραπάνω τμημάτων της aριστερής/ανατολικής όχθης (37°03.948-022°07.945, υψόμετρο 62μ.) και σχεδόν 0.20μ. από την κοίτη. Εδώ σε εκβραχισμό μήκους 2.30μ. και ορατού ύψους 0,90μ. σώζεται μέσα σε πυκνή βλάστηση η 1G V1, 1362g. Τίποτε, όμως, δεν δικαιολογεί ότι από εδώ διερχόταν η λαξευμένη οδός∙ η παρουσία της επιγραφής δεν συνεπάγεται ότι η οδός θα άλλαζε όχθες στη διαδρομή της, γεγονός που καθιστά απαγορευτικό και η μορφή της κοίτης, αμμώδης, ευρεία και επίπεδη σε αυτό το σημείο.
Δεν κατέστη δυνατόν να εντοπίσουμε το 4ο τμήμα του Σκιά «300μ. βορειότερον του πρώτου». Ελέγξαμε επισταμένα την κοίτη, ιδίως μεταξύ των δύο φραγμάτων, χωρίς ευρήματα. Η έρευνα επεκτάθηκε έως τα Διπόταμα (37°05.546-02210.345, υψόμετρο 275μ.), τη συμβολή του ρέματος από τα Λαδοκάρβελα στον Νέδοντα (νεώτερο γεφύρι στο 12ο χλμ. από Καλαμάτα για Σπάρτη): κερδίσαμε την εικόνα του τόπου, αλλά έτερον ουδέν10.



 Ερμηνεύοντας την παρουσία της λαξευμένης οδού στην αριστερη/ ανατολική όχθη του Νέδοντος πρέπει εξαρχής να σημειωθεί ότι πρόκειται για μείζον τεχνικό έργο των αρχαίων οδοποιών. Μπορεί ο Σκιάς να απέκλεισε κατηγορηματικά την περίπτωση να ανήκε σε αμαξιτή οδό, αλλά σήμερα, με τα τόσα αντίστοιχα παραδείγματα, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι τέτοια οδός κατασκευάσθηκε πρωτίστως για αμαξήλατη επικοινωνία. Καταρχάς δεν πρέπει να μας ξενίζει η κλίση μεταξύ των δύο τμημάτων, 18%, που σημειώνει ο Σκιάς (σ.110)∙ υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα με αντίστοιχη, ή και υπέρτερη κλίση που διασώζουν αρματροχιές11. Τονίζω ότι το πλάτος της λαξεύσεως είναι το καθοριστικό κριτήριο για μία αμαξιτή οδό και όχι οι μεγάλες κλίσεις, που αντιμετωπίζονται. Επιπλέον, το επιχείρημα του Σκιά ότι δεν διασώζονται αρματροχιές δεν είναι καθοριστικό∙ μπορώ να παραθέσω ως αντίστοιχο παράδειγμα την αμαξιτή οδό της Κλίμακος (Άργος- Μαντίνεια), στην Πορτίτσα, όπου και εκεί δεν διατηρήθηκαν αρματροχιές12. Η μέχρι σήμερα μελέτη των αρχαίων οδών υποδεικνύει ότι στα δύσκολα σημεία και μάλιστα με ασδεστολιθικό οδόστρωμα, που μπορεί να καταστεί εκ χρήσεως λείο, επομένως γλιστερό, πιθανότατα η οδός εξοπλιζόταν με ξυλοκατασκευή δάπεδο, ώστε να καθίσταται η διέλευση ασφαλέστερη. Πιθανολογώ ότι για την έδραση μιας τέτοιας κατασκευής ήταν και οι λαξευμένες εγκάρσια στην οδό αύλακες (εικ.3), ένα είδος δοκοθηκών. Ιδιαίτερη, τέλος, ένδειξη αποτελεί η παρουσία τεχνητής καμπής (εικ.5), στοιχείο που υποδεικνύει επίσης διάνοιξη για άμαξες, ώστε να διευκολυνθεί η διέλευσή τους. Προανεφέρθη ότι μεταξύ των δύο διασωθέντων τμημάτων η όχθη εισέχει για σχεδόν 15μ., σημείο μάλιστα όπου κατέρχεται έντονη νεροπαρσιά∙ επειδή ακριβώς εδώ ο συμπαγής ασβεστόλθος διακόπτεται το μεσοδιάστημα-χάσμα θα «γεφυρωνόταν» με κτιστό ανάλημμα, που δεν διατηρήθηκε μέχρι σήμερα ακριβώς λόγω της νεροπαρσιάς.
 Πιο σημαντικό είναι όμως, το ερώτημα γιατί η λαξευμένη οδός διεσώθη μόνον στο κατώτερο-νοτιότερο τμήμα του Νέδοντος και όχι και βορειότερα, σε μία κοίτη βραχώδη με μήκος αρκετών χιλιομέτρων. Καταρχάς στο συγκεκριμένο σημείο η κοίτη είναι στενή μεταξύ κάθετων ασβεστολιθικών τοιχωμάτων-οχθών, πλάτους μόλις 13μ. Δεν γνωρίζουμε, μετά την κατασκευή του νεώτερου φράγματος (1950), πώς ακριβώς ήταν αυτή αρχικώς, εάν δηλαδή -όπως πιθανολογώ βάσιμα- υπήρχε βράχινο άνδηρο-καταρράκτης, στο οποίο και εδράζεται το φράγμα. Η οδός λαξεύθηκε στην αριστερή ανατολική όχθη, επειδή μόνον έτσι θα γινόταν εφικτή η οδική υπερκέραση τούτου του δύσκολου σημείου.
 Η κατά μήκος διάσχιση του Νέδοντος παρέσχε την απάντηση, γιατί βορειότερα δεν εντοπίσαμε κατάλοιπα της οδικής διανοίξεως: όσο ανερχόμαστε προς τις πηγές του, τόσο η κοίτη έχει υποστεί μεγαλύτερη διάβρωση και αλλοίωση. Καταρχάς βορειότερα από τα φράγματα οι κατεβασιές έχουν μεγαλύτερη δύναμη, παρασύροντας τα πάντα, ιδίως στα σημεία όπου συμβάλλουν εκατέρωθεν ρέματα και χείμαρροι, όπως, λ.χ., της Γριάς το Ρέμα, από τον Βόλιμο, με τόνους φερτά υλικά. Επιπλέον, όλες οι εξορύξεις από τη διάνοιξη της επαρχιακής οδού από Καλαμάτα προς Αρτεμισία και Σπάρτη, από τους Πέντε Δρόμους έως το ύψος στο Χάνι του Λαγού (διασταύρωση γιά Νέδουσα) κατέληξαν στον Νέδοντα. Σημειώνω ότι σήμερα εντυπωσιάζουν, και δυσκολεύουν τη διάσχιση, συχνά τεράστιοι βράχινοι όγκοι, αποσπασμένοι από ψηλά: ο μεγάλος σεισμός του Σεπτεμβρίου 1986 είχε και αυτός τις συνέπειές του σε κατολισθήσεις μεγάλης κλίμακος.
 Το μείζον, όμως, είναι η ερμηνεία της κατασκευής ενός τόσου μεγάλου τεχνικού έργου, όπως η λαξευτή αμαξήλατος οδός του Νέδοντος13. Ο Σκιάς (114-115) την ερμηνεύει «οδός άγουσα πρός τι ιερόν περαιτέρω που της χαράδρας ιδρυμένον, ωρισμένη δε εις διάβασιν πεζοπορούντων προσκυνητών». Συνεχίζω την υπόθεσή του -ο οποίος σωστά επισημαίνει πώς «η κατασκευή αυτής απήτει μεγάλην δαπάνην»- ότι η οδός μάλλον ανέβαινε τον Νέδοντα για να καταλήξει στον Βόλιμο και το πολυθρύλητο ιερό της Αρτέμιδος (χάρτης)∙ η τελική άνοδος, από την κοίτη στο υψίπεδο του ιερού, θα γινόταν εύκολα για πεζοπόρους, αφού τα αρχικά, κάθετα τοιχώματα του Νέδοντος εξομαλύνονται κοντά στο ιερό. Εάν επρόκειτο για αμαξιτή οδό, που βάσιμα πιθανολογώ, τότε θα ανέβαινε την κοίτη ακόμη πιό ΒΑ για να προσεγγίσει το ιερό με κυκλοτερή καμπή προς τα πίσω, ΝΔ, όπως περίπου ο σημερινός χωματόδρομος.
 Σημειώνω ότι δεν ήταν δυνατόν να μην υπήρχε αμαξήλατος οδός από τις Φαρές προς τον Βόλιμο, όταν στο ίδιο ιερό οδηγούσαν αποδεδειγμένα δύο ακόμη αμαξιτοί άξονες, υποδεικνύοντας τη σημασία του ως προορισμού: αυτός από τη Σπάρτη διαμέσου του Μαλεβού (Φτερούχι- Μεγάλη Λάκκα)14 και ένας δεύτερος από τη νότια Μεγαλοπολιτική και την Πολιανή15, όπως μαρτυρούν οι εντοπισθείσες αρματροχιές τους.
 Ως κατακλείδα για τον προορισμό της οδού σημειώνω ότι δεν υπάρχει και άλλη δυνατότητα προσεγγίσεως από τις Φαρές του σημαίνοντος ιερού της Αρτέμιδος στον Βόλιμο, παρά μόνον από τον Νέδοντα. Η λαξευμένη οδός, ως μείζον τεχνικό έργο, πρέπει να εξυπηρετούσε σημαίνοντα προορισμό παράλληλα, με μία τέτοια διαδρομή επικοινωνούσαν με τις Φαρές και οι οικισμοί στη λεκάνη απορροής του Νέδοντος, τα νεώτερα Πισινοχώρια. Αντιστοίχως, πριν από τη διάνοιξη του ασφαλτόδρομου για τη Σπάρτη (στην αριστερή ανατολική πλευρά του Νέδοντος) η Καλαμάτα επικοινωνούσε με την Αρτεμισία/Τσερνίτσα, την Αλαγονία/Σίτσοδα και τα άλλα Πισινοχώρια μέσω της δεξιάς/δυτικής όχθης του Νέδοντος, με το καλοκατασκευασμένο μονοπάτι, ενίοτε στο στεφάνι της βραχώδους πλευράς (από Μ. Βελανιδιάς και ΒΑ-Α, με έξοδο στο Χάνι του Λαγού, σήμερα διασταύρωση γιά Νέδουσα/Μεγάλη Αναστάσοβα).
 Διευκρινίζω ότι η ερμηνεία των επιγραφών, ίσως αναμνηστικών, χρήζει ιδιαίτερης μελέτης, αφού στη βιβλιογραφία παραμένουν αμφιλεγόμενες, ακόμη και για τη μεταγραφή τους (βλ. Επίμετρο).
Μετά τα παραπάνω, θέλω να πιστεύω ότι οι πολίτες της Καλαμάτας όχι μόνον θα δούν τον Νέδοντα «με άλλο μάτι», αλλά θα ενδιαφερθούν έμπρακτα και γιά τον καθαρισμό και την εφεξής προστασία του.



Επίμετρο

Παραθέτω επιγραμματικές σημειώσεις από το ημερολόγιο της έρευνας σχετικά με τις επιγραφές, τις χαραχθείσες στα μέτωπα εκβραχισμού (παρειές της οδού). Απαιτείται λήψη απογράφων και εκτύπων και, το κυριότερο, η παραβολή τους με τα γύψινα εκμαγεία που απέστειλε στην Αθήνα, στο Επιγραφικό Μουσείο (βλ. σ.111), ο Ανδρέας Σκιάς, ώστε να επανεκδοθούν. Οι επιγραφές κατά πάσα πιθανότητα ανήκουν στα υστεροαρχαϊκά- πρώιμα κλασικά χρόνια (τέλη -6ου, αρχές -5ου αι.). Επαναλαμβάνω ότι από τις επτά γνωστές διασώζονται σήμερα οι πέντε: 
Ι. Σύνολο των επιγραφών: Α. Σκιάς, ΑΕ 1911, 110-115 = IG V1, 1362a-g. Από Νότο πρoς Βορρά.
1. Σκιάς 111, εικ.1 = IG, V1, 1362g: 
Δεξιά/δυτική όχθη, 37°03.948-022°07.945, υψόμετρο 62μ., σχεδόν 0.20μ. ψηλότερα από την κοίτη∙ eκbραχισμός μήκους 2.30μ. και oρατού ύψους 0,90μ. πυκνή βλάστηση. Μήκος επιγραφής 1.34μ., πιθανά ίχνη γραμμάτων και άριστερότερα. Αμφίβολη ή ανάγνωση Σκιά, μάλλον έχει δίκιο ο Kolbe ότι είναι επί τα λαιά.
2. Σκιάς 112, εικ.2 = IG V1, 1362a. 
Αριστερή/ανατολική όχθη, 37°03.983-022°08.010. υψόμετρο +63μ., σχεδόν 1.80μ. ψηλότερα από την κοίτη∙ μέγιστο ύψος εκβραχισμού 1.90μ. Μήκος επιγραφής 0,92μ. ύψος γραμμάτων 0.13-0.14μ. Διασώζεται όπως και στην ed. pr., ές ευθύ.
3. Σκιάς 114, εικ.7 (διπλή α+ β) = Ο V 1, 1362f: 
Αριστερή/ανατολική όχθη, 37°03.982-022°08.015, υψόμετρο 65μ., σημερινό ύψος από την κοίτη 6.40μ. μέγιστο ύψος εκβραχισμού 3.43μ.
α) Νοτιότερη και κάτω επιγραφή. Μήκος επιγραφής 0.15μ. ύψος γραμμάτων 0.14μ. Αναγνώσιμα μόνον τα δύο πρώτα γράμματα.
β) Νοτιότερη και επάνω επιγραφή. Μήκος επιγραφής 0.56μ., ύψος γραμμάτων 0.10-0.14μ. Αναγνώσιμα μόνον τα επτά πρώτα γράμματα του πρώτου στίχου∙ το τέταρτο γράμμα είναι θ με «σταυρό». Eς ευθύ.
4. Σκιάς 114, εικ.6 = IG V1, 1362e: 
Τα αυτά με άρ.3 και κατά τι βορειότερα, Μήκος επιγραφής 0,43μ., ύψος γραμμάτων 0.085-0.1θμ. Διασώζεται όπως και στην ed. pr,
5. Σκιάς 113, εικ.5 = IG V 1, 1362d: 
Τα αυτά με αρ.3. Η βορειότερη σήμερα. Μήκος επιγραφής 1.23μ., ύψος γραμμάτων κυμαινόμενο, από 0.195 (T) έως 0,045μ. το τελευταίο (=N). Διασώζεται όπως και στην ed. pr. Διάφορη ανάγνωση: εξίτηλο το πρώτο γράμμα, ίσως και λ∙ ίσως Φ(;) το τέταρτο, ορατή μόνον η κάθετος (και όχι και η οριζοντία = Θ, πρβλ. υπόμνημα IG: Loeistedt).
6. Σκιάς 112, εικ.3 = IG V1, 1362b. Καλυμμένη.
7. Σκιάς 113, εικ.4 = IG V1, 1362c. Καλυμμένη.
ΙΙ. Σκιάς 112, εικ.3 = IG V1, 1362b και Σκιάς 113, εικ.4 = IG V1, 1362c: οι δύο εντοιχισμένες- ενσωματωμένες στο φράγμα.
Σημ. Έκτοτε, από τον Οκτώβριο του 2010, ολοκληρώθηκε η μελέτη των επιγραφών του Νέδοντος, οι οποίες και θα δημοσιευθούν στον τιμητικό τόμο του Ronald Stroud.

Γ.Α. Πίκουλα
"Από το οδικό δίκτυο της Αρχαίας Μεσσηνίας: η οδός Λαγκαδά του Νέδοντος"
Πρακτικά Δ΄Τοπικού Στνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 2010.

Σημειώσεις
1. Η ταύτιση των Φαρών με το Κάστρο της Καλαμάτας πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη.
2. Το μικροτοπωνύμιο οφείλεται σε «φλέβα» ιζήματος στο δεξιό/δυτικό ασβεστολιθικό μέτωπο της κοίτης, πρόλ. Α. Σκιά, παρακάτω σημ. 5, 110.
3. Aββά Michel Fourmont, 1730. Bλ. Hόρος 7 (1987) 82. σημ. 8-9. 
4. Μεταξύ άλλων Π. Α. Κομνηνού, Αρχαιολογικαί διατριβαί εν Τριπόλει 1874, 18. Αθ. Πετρίδη, Αρχαιολογική και ιστορική έρευνα περί Φαρών και Καλαμών, εν Καλάμαις 1875, 67-71. R. Weil ΑΜ1 (1876) 165. Και στις αρχές του 20ου αι. SGDI (R. Meister) 4673. Δημ. Χρ. Δουκάκη, Μεσσηνιακά και ιδία περί Φαρών και Καλαμάτας από τών αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του Καποδιστρίου, εν Αθήναις 1905 (φωτοστατική ανατ. Αθήνα 1999). 34-35, H. Rohl, Imagines inscriptionum Graecarum antiquissimarum, Berlin 1907, αριθ.74. Πρβλ. και W. A. McDonald - G. R. Rapp, The Minnesota Messenia Expedition, Minneapolis 1972, 288 αρ. 142.
5. Α. Ν. Σκιά, «Τοπογραφικά και επιγραφικά των εν Μεσσηνία Φαρών και των πέριξ», ΑΕ 1911, 107-118.
6. Που καταχωρίσθηκαν και στις ΙG V 1, 1362a-g. Βλ. παρακάτω.
7. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι μέχρι το 2006 δεν υφίστατο η ΛΗ ΕΠΚΑ (14.4.2006 κ.ε.) και η Μεσσηνία ήταν «φιλοξενουμένη» της Ολυμπίας (Ζ EIKA).
8. Θερμότατες ευχαριστίες οφείλω στην Έφορο της ΛΗ ΕΠΚΑ και παλαιόθεν καλή μου φίλη Δρ. Ξένη Αραπογιάννη, αλλά και στους αρχαιολόγους της οικείας Εφορείας Σωκράτη Κουρσούμη (τότε) και Δημοσθένη Κοσμόπουλο, οι νέοι συνάδελφοι εντόπισαν και κινητοποίησαν άριστους γηγενείς οδηγούς: τους εξ Αλαγονίας/Σίτσοβας Ιωάννη Αντ., Καζάκο (1931, τ. Αγροφύλακα Πισινοχωρίων), Αντώνη Ιωαν. Καζάκο (1957) και Γεώργιο Καζάκο (1979). Η αυτοψία μας πήρε σχεδόν μία ολόκληρη ημέρα, αυτήν της 8.7.2010.
9. Oι IG V1. 1362b, c.
10. Η βραχοσκεπή με το αγιωνύμιο Αϊ-Στράτης, στη δεξιά/δυτική όχθη, 20 νοτιότερα από τα Διπόταμα, δεν διασώζει κατάλοιπα, παρά τις πληροφορίες των γηγενών.
11. Πρβλ. Γ. Α. Πίκουλα, «Οδικό δίκτυο και άμυνα. Από την Κόρινθο στο Αργος και την Αρκαδία» (= OAA). Ηόρος. Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1995, 22. Ερευνητέον πάντως τό 18% της κλίσεως με τοπογραφική αποτύπωση έχω την εντύπωση ότι η κλίση είναι μικρότερη.
12. Βλ. Γ. Α. Πίκουλα - OΔA 105-109.
13. H αποστροφή του R. Hope Simpson, «The seven Cities offered by Agamemnon to Achilles (Iliad ix. 149ff. 291 ff.)», BSA 61 (1966)113-131, ειδικά 117 σημ.26: "It may be suspected that the Nedon tracks... would have been used in the medieνal period" δεν αντέχει σε καμία κριτική.
14. Βλ. Γ. Α. Πίκουλα. Η Νότια Μεγαλοπολιτική Χώρα, από τόν -8ο ώς τόν +4ο αιώνα. Συμβολή στην τοπογραφία της, Διδακτορική Διατριβή, Hόρος. Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1988, 225 και ιδίου, «Η Δενθελιάτις και το οδικό της δίκτυο (σχόλια στην IG V1, 1431)», Πρακτικά Γ' Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Φιλιατρά 24-26, 11.1989. Πελοποννησιακά Παράρτημα 18, 279-288, ειδικά 283 βλ. ακόμη Το οδικό δίκτυο της Λακωνικής, Hόρος. Η Μεγάλη Βιόλιοθήκη, Αθήνα 2012, 403-407 495-496, 550.
15. Βλ. Γ. Α. Πίκουλα. Το οδικό δίκτυο της Λακωνικής, όπ, π., οδός αρ. 97, 429-431.