.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Μαρμάρινη κεφαλή από το ιερό του Απόλλωνος Κορύθου



Ένα από τα λίγα ιερά των ιστορικών χρόνων που έχουν έρθει έως σήμερα στο φως στη νότια Μεσσηνία είναι το ιερό του Απόλλωνος Κορύθου1 (εικ.1). Το ιερό αναφέρεται από τον Παυσανία (IV 34,7), ο οποίος, μετά την επίσκεψή του στην Ανδανία, συνεχίζει την περιήγηση δυτικά των εκβολών του Παμίσου ποταμού με πρώτο σταθμό την αρχαία Κορώνη, που ταυτίζεται με τη σημερινή κωμόπολη Πεταλιδίου. Νοτιότερα από το Πεταλίδι και σε απόσταση 12 χλμ. από τη σημερινή Κορώνη, κοντά στον παραθαλάσσιο οικισμό του Αγίου Ανδρέα, επίνειο του χωριού Λογγά, βρίσκεται το ιερό του Απόλλωνος Κορύθου. Το ιερό θα πρέπει να ανήκε στην αρχαία πόλη Κολωνίδες, η οποία τοποθετείται στην περιοχή της σημερινής Νέας Κορώνης που απέχει μόλις 2 χλμ. από το ιερό2. Μέρος του ιερού, ανέσκαψε ο Φρ. Βερσάκης για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το 19153.
 Λίγα μέτρα ανατολικά του ιερού, το οποίο ιδρύθηκε σε ισοπεδωμένο χώρο 6-8 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, υπάρχει η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Στον περίβολο της εκκλησίας υπάρχουν σήμερα σπόνδυλοι δωρικών κιόνων4. Στον χώρο του ιερού ανασκάφτηκαν πέντε κτίρια διαφορετικών εποχών από τον παλαιό ναό Δ, το κτίριο Ε και τους ναούς Β, Γ και Α5 (εικ. 2). Τα κινητά ευρήματα χρονολογούνται από την γεωμετρική περίοδο έως την Ύστερη Αρχαιότητα6.


 
 Στο ιερό βρέθηκε πλήθος χάλκινων αναθημάτων7, αντιπροσωπευτικά δείγματα λακωνικής κεραμικής ή ντόπιας με λακωνικές και κορινθιακές επιδράσεις8, αρχιτεκτονικά μέλη, ελάχιστα θραύσματα γλυπτών, νομίσματα κ.λπ. Σημαντική για την ασφαλή ταύτιση του ιερού είναι η μαρμάρινη αναθηματική επιγραφή σε πεσσόσχημη στήλη που χρονολογείται στις αρχές του -5ου αι. και βρέθηκε εντοιχισμένη στο ναό Α9. Το κείμενο της επιγραφής, που πρόσφατα μελετήθηκε εκ νέου, αναφέρεται στον Απόλλωνα με το επίθετο Κόριθνος (-νθος)10, το οποίο αποδίδει την πολεμική ιδιότητα του θεού. Από την ίδια επιγραφή προκύπτει ότι στο ιερό ο Απόλλωνας συλλατρευόταν με τον Ενυάλιο11, πολεμική κυρίως θεότητα που λατρευόταν είτε μόνος του είτε μαζί με το θεό Άρη. Από ορισμένα χάλκινα αναθήματα που εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο12, όπως ειδώλια οπλιτών (ΕΑΜ 14789, -550/ -525), αιχμές δοράτων (ΕΑΜ 14821, -7ος αι.), ενεπίγραφα τμήματα σαυρωτήρων με αφιέρωση στον Απόλλωνα (ΕΑΜ 14819, περ. -450, ΕΑΜ 14818, περ. -500/ -475), συνάγεται ότι εδώ ο Απόλλωνας λατρευόταν με την ιδιότητα του πολεμικού θεού, ιδιότητα που, όπως και οι υπόλοιπες, πηγάζει από την ηλιακή του φύση13. Ο Παυσανίας (IV 34,7) αναφέρει ότι ο θεός λατρεύτηκε σε αυτό το ιερό και ως θεραπευτής14, πληροφορία που επαληθεύεται και από τη διαρρύθμιση του ναού Ε μέσα στον οποίο υπήρχαν κλίνες15. Κατά τον Παυσανία (IV 34, 7) στο ιερό υπήρχαν δύο αγάλματα του Απόλλωνος, ένα λίθινο και ένα χάλκινο.


 Στην παρούσα μελέτη θα μας απασχολήσει μια μαρμάρινη κεφαλή από το ναό Α, του οποίου η αρχική φάση χρονολογείται πιθανότατα στον -4ο αι. και ήταν σε χρήση έως τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια όπως φανερώνουν τα νομίσματα του Γορδιανού Γ΄ (+238) και του Κωνσταντίνου (+337)16. Από τον ιωνικό εν παραστάσει ναό Α, διαστάσεων 11.32 x 7.52μ., σώζεται ο στυλοβάτης (εικ.3). Σε αυτόν βρέθηκε, μεταξύ άλλων, μια μαρμάρινη κεφαλή, καθώς και ελάχιστα μαρμάρινα μέλη γλυπτών17. Για την κεφαλή ο Βερσάκης αναφέρει: «βεβλαμμένη μαρμάρινη κεφαλή του τύπου της Κνιδίας Αφροδίτης, φέρουσα επί της κορυφής οπάς προς στερέωσιν μεταλλίνης διακοσμήσεως ή δεσμών»18. Η κεφαλή (ΕΑΜ 9105) φυλάσσεται στη Συλλογή Γλυπτών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μαζί με τέσσερα τμήματα άλλων γλυπτών από το ίδιο ιερό. Πρόκειται για δύο τμήματα κνήμης δεξιού και αριστερού σκέλους αγαλματίων και τμήμα από πέλμα αριστερού σκέλους αγάλματος, σχεδόν φυσικού μεγέθους19.


 Η κεφαλή που είναι μεγέθους περίπου ημίσεως του φυσικού, με ύψος 0.11μ. και πλάτος 0.09μ., διατηρείται σχεδόν έως τη ρίζα του λαιμού, ενώ μικρή απόκρουση διακρίνεται στην κορυφή της μύτης (εικ.4). Η επιφάνεια του γλυπτού είναι πολύ διαβρωμένη και καλύπτεται από παχύ στρώμα ιζήματος που κρύβει τα χαρακτηριστικά του προσώπου, αλλά και των υπολοίπων μερών του. Η μακροσκοπική εξέταση του γλυπτού έδειξε ότι το υλικό κατασκευής του είναι το παριανό μάρμαρο.
 Είναι σαφής η κλίση και η συστροφή του λαιμού προς τα αριστερά. Έχει τριγωνικό μέτωπο, οι παρειές είναι μαλακά πλασμένες χωρίς απότομες μεταβάσεις, μικρά κυματιστά χείλη και μάτια διαμορφωμένα μέσα στην οφθαλμική κόγχη. Παρά το εκτεταμένο ίζημα είναι ξεκάθαρο το ωοειδές περίγραμμα του προσώπου, ενώ διακρίνεται και το δυνατό και προσεγμένο πλάσιμο των χαρακτηριστικών. Οι βαθύνσεις που διακρίνονται στα αυτιά μάλλον δηλώνουν τον ακουστικό πόρο και δεν πρόκειται για υποδοχές στις οποίες θα προσαρμόζονταν επίθετα στοιχεία. Τα μαλλιά διαμορφωμένα σε μικρούς, λεπτούς, αδροδουλεμένους βοστρύχους μόνο στους κροτάφους είναι χτενισμένα προς τα πίσω και πιασμένα σε κρωβύλο (εικ.5). Είναι χαρακτηριστική η απουσία βοστρύχων σε ολόκληρο το τριχωτό της κεφαλής και εξαιρετικά αδροδουλεμένο το επάνω και πίσω μέρος της με τρόπο που εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αυτά δεν ήταν εμφανή, αλλά καλυμμένα από επίθετα στοιχεία.


 
 Η κεφαλή φέρει ταινία με δέκα πέντε τυφλές οπές, πέντε στη δεξιά πλευρά και έξι στην αριστερή, από μια οπή και στις δύο πλευρές κάτω από την τελευταία (την 5η και την 6η αντίστοιχα) και δύο στη βάση του αυχένα20 (εικ. 5-7). Οι οπές είναι μάλλον σύγχρονες με το πλάσιμο του γλυπτού και δεν φαίνεται να έχουν γίνει σε μεταγενέστερη φάση.
 Για τη χρονολόγηση του γλυπτού στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο, εκτός από τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του και την εύρεσή του στον μεταγενέστερο Ναό Α, χρήσιμες είναι οι συγκρίσεις με ελληνιστικές γυναικείες κεφαλές από την Κόρινθο. Ιδιαίτερες ομοιότητες παρατηρούνται με τη μικρού μεγέθους κεφαλή (S2556) κοριτσιού που βρέθηκε στο πηγάδι XX της Νότιας Στοάς μαζί με νομίσματα της Σικυώνας του -323/ -251, η οποία χρονολογείται στο πρώτο μισό του -3ου αι.21 (εικ.8).
 Η παρουσία πολλών και αρκετά μεγάλων σε διάμετρο οπών δημιουργεί μια σειρά ερωτημάτων ως προς τη σκοπιμότητα τους22. Αυτό το δεδομένο δυσχεραίνει την ταύτιση και το συσχετισμό της κεφαλής με συγκεκριμένο αγαλματικό τύπο, αλλά και την ταυτοποίηση του φύλου, δηλαδή κατά πόσον πρόκειται για γυναικεία ή ανδρική μορφή. Ο Βερσάκης αναγνώρισε την κεφαλή ως γυναικεία στηριζόμενος στην κόμμωση και τα αβρά χαρακτηριστικά του προσώπου. Ωστόσο, το πρόβλημα της ταύτισης θα λυθεί, όταν επιλυθεί και η σκοπιμότητα ύπαρξης των οπών. Ο αριθμός, το μέγεθος και η διάταξή τους σε αυτή τη μικρή κεφαλή την καθιστούν μοναδική, από όσο τουλάχιστον γνωρίζω, και από όσα απέδωσε η βιβλιογραφική αναζήτηση23.



 Μια ερμηνεία για το μέγεθος και το βάθος των οπών θα ήταν ο συσχετισμός τους με την τοποθέτηση μεταλλικών ράβδων που θα επέστεφαν την κεφαλή ως ακτίνες. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η κεφαλή ταυτίζεται με κάποιον γνωστό αγαλματικό τύπο με ακτίνες, όπως με τον Ήλιο ή με τον Απόλλωνα Ήλιο24.
 Από τα έως τώρα γνωστά παραδείγματα κεφαλών με ακτίνες, χαρακτηριστική είναι η κεφαλή (ύψος 0.20μ.) από ναό της ελληνιστικής περιόδου στην περιοχή της αρχαίας Σάνης-Ουρανούπολης, η οποία φέρει στην κόμη ταινία με δεκατρείς οπές, μια κεντρική επάνω από το μέσο του μετώπου και από έξι σε κάθε πλευρά, διαμέτρου 15 χιλ. για την υποδοχή «πυραμιδόσχημου επιθήματος»25, δηλαδή ακτίνων (εικ.9). Οι οπές είναι συμμετρικά διατεταγμένες, σε σχετικά σταθερή απόσταση μεταξύ τους και σταματούν λίγο κάτω από τα αυτιά. Η κεφαλή δεν φέρει οπές σε άλλα σημεία της. Η κεφαλή της Ουρανούπολης που παρουσιάζει χρονολογική συνάφεια με την κεφαλή από το ιερό στη Λογγά, καθώς χρονολογείται στον όψιμο -4ο ή τον πρώιμο -3ο αι., ταυτίζεται με Ήλιο ή ακόμη και με Απόλλωνα Ήλιο. Στην πήλινη κεφαλή Ε 337 από τη Ρόδο πίσω από την πρώτη σειρά των βοστρύχων, υπήρχαν επτά, χωρίς απόλυτη συμμετρική αντιστοιχία, κάθετες οπές βάθους 0.02μ. που χρησίμευαν οπωσδήποτε για την υποδοχή ακτίνων26.
 Παράλληλα για την απεικόνιση Απόλλωνος-Ήλιου με ακτίνες στην κεφαλή αποτελούν, για παράδειγμα, η ελληνιστική κεφαλή Απόλλωνος Ήλιου που απεικονίζεται σε ανάγλυφο, στη Δήλο από την οικία του βωμού (Α 2915-17)27 και η κεφαλή Απόλλωνος με δάφνινο στεφάνι και ακτίνες (αρ. 449) σε ανάγλυφο των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων από τους Δελφούς28. Από τα παραπάνω παραδείγματα καθίσταται σαφές ότι στις κεφαλές που φέρουν οπές για την υποδοχή ακτίνων, υπάρχει πάντα μια κατακόρυφη οπή επάνω από το μέσο του μετώπου για τη στερέωση της κεντρικής ακτίνας και, κατά κανόνα, οι οπές είναι συμμετρικά διατεταγμένες.
 Με αυτά τα δεδομένα το ενδεχόμενο να φέρει ακτίνες η κεφαλή από τη Λογγά φαίνεται πιθανόν μόνο εφόσον δεχθούμε ότι για την προσαρμογή ακτίνων χρησιμοποιήθηκαν οκτώ από τις δέκα πέντε οπές, τέσσερις σε κάθε πλευρά, διότι μόνο αυτές είναι αρκετά συμμετρικές. Εξάλλου, η δοκιμαστική ένθεση ξύλινων στελεχών έδειξε ότι μόνο σε αυτές μπορούσαν να τοποθετηθούν ακτινωτά πρόσθετα μέρη (εικ. 10). Εάν δεχθούμε αυτήν την υπόθεση, παραμένει ανοιχτό το ζήτημα της χρησιμότητας των πέντε μεμονωμένων οπών στο πίσω μέρος, τριών στη δεξιά και δύο στην αριστερή πλευρά, καθώς και των δύο οπών στη βάση του αυχένα (εικ.11). Αυτές οι οπές, έτσι όπως είναι διανοιγμένες είναι απίθανο να έφεραν πρόσθετα μεταλλικά ή λίθινα στοιχεία της κόμμωσης, όπως για παράδειγμα βοστρύχους. Επίσης, στην κεφαλή από τη Λογγά δεν υπάρχει κεντρική οπή στην κορυφή, επάνω από το μέσον του κέντρου του μετώπου για την προσαρμογή μιας κεντρικής ακτίνας.
 Επιπροσθέτως, σε γνωστά παραδείγματα κεφαλών Ήλιου ή Απόλλωνα Ήλιου ή ακόμη και Αλέξανδρου-Ήλιου εκτός από την σειρά οπών για την υποδοχή των ακτίνων δεν υπάρχουν άλλες οπές σε άλλα σημεία των κεφαλών29.



 Συνεπώς, είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι στην κεφαλή από τη Λογγά προσαρμόζονταν ακτίνες, και μάλλον πρέπει να εξετάσουμε την περίπτωση της προσαρμογής ενός άλλου μεταλλικού επιθήματος, πιθανότατα ενός αρκετά μεγάλου και βαριού στεφανιού με φύλλωμα, στοιχείο που θα δικαιολογούσε την ύπαρξη τόσων μεγάλων και βαθιών οπών για τη στερέωσή του30.
Προς αυτήν την εκδοχή συνηγορούν οι οπές που βρίσκονται κάτω από τα αυτιά και στον αυχένα, καθώς θα στερέωναν επιμέρους στοιχεία του στεφανιού, όπως κάποιων μεταλλικών φύλων στο πίσω μέρος.
 Η υπόθεση ότι πρόκειται για ένα μεγάλο μεταλλικό επίθημα και όχι απλώς για μια ταινία ή ένα διάδημα, ενισχύεται και από την αδιαμόρφωτη κόμμωση στο μεγαλύτερο μέρος της κεφαλής, η οποία περιορίζεται στους αδροδουλεμένους βοστρύχους των κροτάφων και στον κρωβύλο στο πίσω μέρος. Αυτό το γεγονός οδηγεί στην πεποίθηση ότι το επίθημα θα δέσποζε και θα ήταν το βασικό στοιχείο αυτού του γλυπτού, καθιστώντας αθέατα τα αδροδουλεμένα μέρη της κεφαλής.
 Στην κεφαλή Αλεξάνδρου στο Μουσείο των Θερμών στη Ρώμη του -200 υπάρχουν δεκαέξι ακανόνιστα διατεταγμένες οπές στην περιφέρεια της, τοποθετημένες σε άνισες αποστάσεις, για να δεχτούν στεφάνι με φυλλώματα, πιθανόν λεύκας. Η κεφαλή αυτή είναι μεγαλύτερη του φυσικού μεγέθους με το πίσω μέρος αδροδουλεμένο λόγω του ότι καλυπτόταν από το εντυπωσιακό μπρούτζινο στεφάνι31.
 Η χρονολόγηση του γλυπτού με βάση τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του στον ύστερο -4ο με -3ο αι. και σε ένα περιβάλλον μεταπραξιτελικών επιδράσεων32, μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη της γυναικείας κόμμωσης33, των αβρών χαρακτηριστικών, της σύντμησης του κεφαλιού και σε μια ανδρική μορφή, όπως μαρτυρούν πολλές απεικονίσεις του Απόλλωνος αυτής της εποχής. Την υπόθεση ότι η κεφαλή από τη Λογγά μπορεί να προέρχεται από ένα αγαλμάτιο στεφανηφόρου Απόλλωνος34 ενισχύει, εκτός των άλλων, και η εύρεσή της σε ένα ιερό αφιερωμένο εξ’ ολοκλήρου σε αυτόν το θεό. Αγάλματα Απόλλωνος με βαρύ και επιβλητικό στεφάνι είναι γνωστά και στον τύπο του Κιθαρωδού και σε εκείνου του Μουσαγέτη35.
 Η ύπαρξη ενός επιβλητικού στεφανιού σε γυναικεία κεφαλή και η σύνδεση της με κάποια γυναικεία θεότητα είναι μια ελκυστική εκδοχή παρόλο που δεν υπάρχουν παραδείγματα πολλών τύπων γυναικείων θεοτήτων με στεφάνια, καθώς στα γυναικεία αγάλματα είναι περισσότερο κοινά τα διαδήματα, οι ταινίες κ.λπ. Το ενδεχόμενο να πρόκειται για γυναικεία μορφή στεφανωμένη με ένα εντυπωσιακό στεφάνι μπορεί να υπάρξει στην περίπτωση που απεικονίζεται κάποια από τις συνοδούς Μούσες του Απόλλωνος. Παραδείγματα στεφανωμένων μουσών διαθέτουμε από την κοροπλαστική της ελληνιστικής περιόδου, με χαρακτηριστικά ορισμένα ειδώλια από τη Μύρινα της Μ. Ασίας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο36 και στο Μουσείο της Δρέσδης37. Στην γλυπτική παραδείγματα στεφανωμένων μουσών διαθέτουμε από ρωμαϊκά αντίγραφα Μουσών στο Βατικανό38. Τέλος, με την εκδοχή αυτή δικαιώνεται και η θέση του Patay-Horváth, ο οποίος υποστηρίζει ότι παρόλο που από την παρουσία των οπών δεν μπορεί να υπάρξει ασφαλής ταύτιση του φύλου, εντούτοις οι συνεχόμενες και πολλές οπές στην περιφέρεια της κεφαλής σχετίζονται περισσότερο με γυναικεία γλυπτά39.
 Σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη πρόσθετων στοιχείων σε ένα γλυπτό δεν γινόταν σε μέτριας ή μικρής καλλιτεχνικής αξίας έργα, όπως αποδεικνύουν τα παραδείγματα των γλυπτών που έφεραν μεταλλικά επιθήματα40. Από την ελληνιστική περίοδο η χρήση επίθετων στοιχείων περιορίζεται σε ένα μικρό κύκλο αγαλματικών τύπων. Στην περίπτωση των στεφανιών εμφανίζονται τα ακτινωτά που χαρακτηρίζουν την απεικόνιση του Ήλιου και δυναστών, αλλά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και τα στεφάνια με φυλλώματα41.
 Από το δεύτερο μισό του -4ου αι. η περιοχή στην οποία ανήκει το ιερό του Απόλλωνος Κορύθου γνωρίζει μια νέα ακμή με την ίδρυση το -369 της αρχαίας Kορώνης, και της πολίχνης Kολωνίδες, στην οποία ανήκε το ιερό του42. Ειδικότερα η εποχή στην οποία χρονολογείται το έργο, περίοδος της μακεδονικής παρουσίας στη Μεσσηνία, θεωρείται διάστημα σχετικής αυτονομίας και ακμής των μεσσηνιακών πόλεων43. Η κεφαλή από τη Λογγά, μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκε σε ένα αγαλμάτιο μικρού μεγέθους που πιθανότατα ήταν ανάθημα στο φημισμένο ιερό του Απόλλωνος Κορύθου, ένα γλυπτό με βαρύτιμη διακόσμηση που απεικόνιζε τον ίδιο τον θεό ή μια Μούσα, σημαντικό έργο ενός επαρχιακού εργαστηρίου που ακολουθούσε τις καλλιτεχνικές τάσεις της εποχής του44 .


Μιμίκα Γιαννοπούλου
ΜΑΡΜΑΡΙΝΗ ΚΕΦΑΛΗ ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΚΟΡΥΘΟΥ ΣΤΗ ΛΟΓΓΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ: ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Σημειώσεις:
1 Η πρόσκληση να συμμετέχω στον τιμητικό τόμο για τον καθηγητή κ. Πέτρο Θέμελη αποτέλεσε μεγάλη τιμή για εμένα αφενός διότι τον θεωρώ δάσκαλο μου στην ανασκαφική διαδικασία αφετέρου διότι αβίαστα μου παραχώρησε για τη διατριβή μου τα αποθηκευτικά αγγεία της αρχαίας Μεσσήνης. Η συμμετοχή μου στην ανασκαφή της αρχαίας Μεσσήνης για τρεις ανασκαφικές περιόδους υπήρξε καταλυτική σε αυτόν τον τομέα της αρχαιολογικής δράσης. Σημαντικότερο όλων, όμως, είναι το γεγονός ότι θαυμάζω το ευρύ και πολυσχιδές επιστημονικό του έργο, καθώς και την υποδειγματική μεθοδολογία που ακολουθεί στην ανασκαφή και στη διαχείριση των μνημείων. Τα αποθηκευτικά αγγεία της αρχαίας Μεσσήνης, υλικό διάσπαρτο από τις έως τώρα ανασκαφές μόνο σε δημόσιους χώρους, περιλαμβάνονται στη διατριβή μου με τίτλο H Tεχνολογία των Xειροποίητων Aποθηκευτικών Aγγείων στον Eλλαδικό Xώρο. Διαχρονική Έρευνα της Tεχνολογίας αυτής με βάση τα Xειροποίητα Aποθηκευτικά Aγγεία στα Nεότερα Eργαστήρια του Mεσσηνιακού κόλπου (ΑΠΘ 2002) Giannopoupou, M. 2010, Pithoi. Technology and history of storage vessels through the ages (BARIS 2140), Oxford. Παρόλο, λοιπόν, που η ειδίκευση μου είναι γενικά στον τομέα της κεραμικής, επέλεξα, με μεγάλο κίνδυνο για εμένα, ένα γλυπτό από ένα γνωστό ιερό της Μεσσηνίας, αυτό του Απόλλωνος Κορύθου, κυρίως διότι γνωρίζω ότι η μεγάλη αγάπη του Π. Θέμελη είναι η γλυπτική. Συνάμα, όμως, θέλησα να φέρω πάλι στην επιφάνεια το θέμα της έλλειψης μελετών και ερευνών σχετικών με ιερά των ιστορικών χρόνων από την υπόλοιπη Μεσσηνία, πλην της αρχαίας Μεσσήνης, και να συνεχίσει εκ νέου η εξέταση τόσο παλαιών ευρημάτων, όσο και η ανασκαφή παλαιότερων θέσεων και ο εντοπισμός νέων.
2 Αραπογιάννη 2007, 65.
3 Για την πρώτη δημοσίευση του ιερού βλ. Βερσάκης 1916, 65-118. Το ιερό βρίσκεται στο αγρόκτημα της οικογένειας Α. Δρακοπούλου. Οι εργασίες της ανασκαφής το 1915 διήρκεσαν πέντε μήνες και χρηματοδοτήθηκαν από το τότε Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης με το ποσό των 2500 δραχμών. Η Ζ΄ Εφορεία Κλασικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων διενέργησε καθαρισμό στο ιερό το 1998 κατά τον οποίο βρέθηκαν θραύσματα γλυπτών βλ. Βικάτου 1998, 236.
4 Βερσάκης 1916, 65.
5 Ο ναός Δ θεωρείται ο παλαιότερος όλων και χρονολογείται στον -8ο αι., όπως και ο Ε. βλ. Βερσάκης 1916, 85. Ακολουθεί ο ναός Β, στον οποίο εικάζεται ότι υπήρχαν σε μεταγενέστερη φάση και αποθήκες του ιερού. Σε αυτόν βρέθηκαν θραύσματα αμφορέων, χάλκινα αντικείμενα, όπως λαβές αγγείων και εξαρτήματα, ενεπίγραφες λαβές, αιχμές λόγχης, δόρατα, εξαρτήματα ζυγού, κωδωνίσκος, ψέλια, βελόνες, βόστρυχοι, ήλοι. βλ. Βερσάκης 1916, 86-97. Επίσης, σιδερένια ξίφη, μάχαιρες, αξίνες, βάσεις αγαλματίων, βλ. Βερσάκης 1916, 97-99, αλλά και πήλινο αρχαϊκό ειδώλιο, καθώς και αγγεία τοπικής κατασκευής, αγνύθες κ.λπ. βλ. Βερσάκης 1916, 99-103. Στον -6ο αι. κτίσθηκε ο δωρικός περίπτερος ναός Γ, με 6 x 12 κίονες στην περίσταση, πρόναο και οπισθόδομο με δυο κίονες ανάμεσα, ο οποίος αργότερα αποτέλεσε το κεντρικό κλίτος της τρίκλιτης βασιλικής που τον διαδέχτηκε. Στον αρχαϊκό Ναό Γ βρέθηκαν θραύσμα δωρικού κιονοκράνου, δέκα πώρινοι σπόνδυλοι, δύο μονολιθικοί κίονες κ.ά. Βερσάκης 1916, 74-81. Νεότερος όλων είναι ο ναός Α που χρονολογείται στον -4ο αι. βλ. Βερσάκης 1916, 69.
6 Αραπογιάννη 2007, 65.
7 Βερσάκης 1916, 103-113. Αρκετά από τα χάλκινα αναθήματα του ιερού που χρονολογούνται στην αρχαϊκή και την κλασική περίοδο εκτίθενται σήμερα στη μόνιμη Συλλογή Χαλκών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
8 Βερσάκης 1916, 101-103.
9 Βερσάκης 1916, 115. Αραπογιάννη 2007, 65.
10 Σε άλλες επιγραφές του -2ου αι. και του 2ου και 3ου αι. αναφέρονται τα επίθετα Κόριθος, Κόρυθος και Κόρυνθος. Το επίθετο Κόρυθος κατά τον Βερσάκη παράγεται από τη λ. Κόρυς-Κόρυθος = περικεφαλαία.
11 Το κείμενο της επιγραφής των αρχών του -5ου αι. επαναδημοσιεύτηκε από την Μαρία Διακουμάκου. Σύμφωνα με τη νέα ανάγνωση πιστοποιείται η συλλατρεία του Απόλλωνα και του Ενυαλίου, γεγονός που στη Μεσσηνία μαρτυρείται για πρώτη φορά. Η επιγραφή βρίσκεται στο Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καλαμάτας. Βλ. Διακουμάκου 2009, 311-315.
12 Βερσάκης 1916, 106-109.
13 Ό.π. Βερσάκης 1916, 116. Dimitrakopoulos 2005, 176.
14 Από τον Όμηρο είναι γνωστή η θετική επίδραση του Ήλιου σε διάφορες ασθένειες. Τα βέλη του Απόλλωνα που μπορούσαν να σκοτώσουν τα πάντα, μπορούν και να θεραπεύσουν βλ. Dimitrakopoulos 2005, 255.
15 Ό.π. Αραπογιάννη 2007, 65. Κατά τον ανασκαφέα το κτίριο Ε ήταν τριμερές και χρονολογείται ίσως τον -8ο αι. βλ. Βερσάκης 1916, 84-85.
16 Βλ. Βερσάκης, 1916, 68-69. Εκτός από την αναθηματική επιγραφή των αρχών του -5ου αι. (βλ. σημ. 10) ο Βερσάκης αναφέρει ότι στο Ναό Α βρέθηκε και ενεπίγραφος κίονας. Από την επιγραφή στον κίονα που χρονολογείται στο +2ο αι. προκύπτει πάλι αφιέρωση στον Απόλλωνα Κόρυθο. Από αυτήν επιβεβαιώνεται αφενός η μεταγενέστερη χρήση του ιερού αφετέρου η διατήρηση της ίδιας λατρείας (βλ. Βερσάκης 1916, 117).
17 Στη θέση του ναού Α κτίσθηκε παλαιοχριστιανική βασιλική, την οποία διαδέχτηκε σε παραπλήσια θέση η νεότερη εκκλησία του Αγίου Ανδρέα της Νέας Κορώνης (βλ. Βερσάκης 1916, 71).
18 Βερσάκης 1916, 113, εικ. 60.
19 Το ΕΑΜ 9106 είναι κνήμη αριστερού ποδιού που σώζεται από το γόνατο σχεδόν μέχρι τα σφυρά (ύψος: 0.13,5 εκ., πλάτος: 0.00,6 εκ.). Τονισμένο είναι το κνημαίο οστούν και ο μυς της γαστροκνήμης. Το ΕΑΜ 9017 είναι κνήμη δεξιού σκέλους που σώζεται από το γόνατο με αποκρουσμένο το πρόσθιο τμήμα μέχρι τα σφυρά (ύψος: 0.16,5 εκ., πλάτος: 0.00,6 εκ.). Τέλος, τα δύο συνανήκοντα και συγκολλημένα τμήματα από πέλμα αριστερού σκέλους είναι σχεδόν φυσικού μεγέθους (μήκος: 0.12 μ. πλάτος: 0.11μ., ύψος: 0.09,5μ.). Τα θραύσματα είναι, επίσης, από παριανό μάρμαρο.
20 Η διάμετρος όλων των οπών είναι περίπου 5.5 χιλ., παρόλο που μερικές από αυτές που είναι στην κορυφή της κεφαλής εμφανίζουν μεγαλύτερο άνοιγμα, το οποίο δεν οφείλεται σε διαφορετικό τρυπάνι, αλλά σε κάποια πρόχειρη περαιτέρω διάνοιξη από το γλύπτη. Επίσης, μερικές οπές, κυρίως στα πλαϊνά μέρη, έχουν διαφορετική φορά από τις υπόλοιπες. Το βάθος των οπών κυμαίνεται γενικά από 10-11.5 χιλ. Ορισμένες είναι πιο ρηχές από τις υπόλοιπες, κυρίως αυτές στην κορυφή της κεφαλής. Δεν παρατηρήθηκαν ίχνη μολυβδοχόησης. Η διάμετρος και το βάθος των οπών συμφωνεί με το μέσο όρο που υπάρχει σε οπές γλυπτών που δέχονταν μεταλλικά επιθήματα βλ. Patay-Horváth 2008, 14.
21 Sturgeon 1998, 1-3, εικ. 2.
22 Η ύπαρξη οπών σε γλυπτά για την προσαρμογή μεταλλικών στοιχείων είναι πρακτική που γνωρίζει άνθιση κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο και εξυπηρετούσε πρακτικούς, λειτουργικούς και διακοσμητικούς λόγους βλ. Ridgway 1990, 185-206 και ιδιαίτερα 194.
23 Στη μονογραφία για το θέμα της προσαρμογής διαφόρων τύπων μεταλλικών στοιχείων σε γλυπτά υπάρχει κατάλογος για γλυπτά της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου, αλλά και για κάποια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής βλ. Patay-Horváth 2008, 43. Στα παραδείγματα που παρατίθενται δεν υπάρχει κεφαλή τόσο μικρών διαστάσεων με τόσο μεγάλο αριθμό οπών.
24 Η σύζευξη του Απόλλωνος με το θεό Ήλιο απαντά στις γραπτές πηγές του 5ου αι. π.Χ. και εικονογραφείται από το τέλος του -4ου αι. βλ. LIMC ΙΙ, 1984, 244 s.v. Apolllon (O. Palagia). Η λατρεία του Ήλιου εντοπίζεται κυρίως στην Πελοπόννησο και στη Ρόδο. βλ. Dimitrakopoulos 2005, 197-199. Η λατρεία του Ήλιου έχει τεκμηριωθεί στην Κόρινθο, στη Σικυώνα, στην Επίδαυρο κ.ά. Από την Αργολίδα διαθέτουμε νομίσματα στα οποία στη μία όψη απεικονίζεται ο Απόλλωνος και στην άλλη ο Ήλιος. Επίσης, ο Παυσανίας αναφέρει αγάλματα Ήλιου στη Μεγαλόπολη, ενώ στην Τεγέα υπάρχουν αναθέσεις στον Ήλιο και τον Ασκληπιό. Βλ. Dimitrakopoulos 2005, 201-204.
25 Τσιγαρίδα 1996, 337, εικ.7.
26 Η Ζερβουδάκη, εξετάζοντας τις οπές σε μαρμάρινη ελληνιστική κεφαλή από τη Ρόδο, αποκλείει το ενδεχόμενο να προσαρμόζονταν ακτίνες, και θεωρεί ότι προσαρμοζόταν κάποιο μεταλλικό κόσμημα, υποστηρίζοντας ότι οι ακτίνες συνήθως σε μονό αριθμό, διατάσσονται δεξιά και αριστερά από μια κεντρική κατακόρυφη πάνω από το μέτωπο ακτίνα, ενώ οι υπόλοιπες σταματούν λίγο χαμηλότερα από τα αυτιά βλ. Ζερβουδάκη 1975, 14-15.
27 Βλ. LIMC ΙΙ, 1984, 244, αρ.474, s.v. Apolllon (O. Palagia)
28 Βλ. LIMC ΙΙ, 1984, 244, αρ.475, s.v. Apolllon (O. Palagia). Βλ. και Ζερβουδάκη 1975, 14-15, για παραστάσεις Ήλιου σε ροδίτικα αγγεία.
29 Για άλλα γνωστά παραδείγματα κεφαλών Ήλιου βλ. LIMC IV, 1988, 604, αρ. 171-172, 174-175, 176 s.v. Helios (C. Letta)
30 Σε πολλά παραδείγματα γλυπτών οι οπές για ταινίες ή διαδήματα είναι πολύ πιο μικρές και αβαθείς.
31 Βλ. Kleiner 1940, 36-46, taf. 29-30.
32 Οι γιοί του Πραξιτέλη, κυρίως ο Κηφισόδοτος ΙΙ, δούλεψαν στη Μεγαλόπολη βλ. Θέμελης 1993, 183.
33 Για την κόμμωση σε κρωβύλο κεφαλής Απόλλωνος χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα από το Μουσείο Μπενάκη με αριθμό καταλόγου 23722 βλ. Καλτσάς-Δεσπίνης 2007, 129 s.v. Δ. Δαμάσκος.
34 Κεφαλή Απόλλωνος (ύψος: 0.13,4μ.) με ταινία και με οπές για τη στερέωση μάλλον μεταλλικού στεφανιού υπάρχει στην Αρχαία Μεσσήνη. Η κεφαλή αυτή προέρχεται από το πολύμορφο σύνταγμα του Απόλλωνος και των Μουσών, έργο του διάσημου γλύπτη Δαμοφώντα βλ. Themelis 1996, 160-161. Οι οπές σε αυτήν την περίπτωση, οι οποίες έγιναν σε μεταγενέστερη επισκευή του γλυπτού στους ρωμαϊκούς χρόνους, είναι πιο μικρές σε διάμετρο και πιο ρηχές σε σχέση με τις οπές της κεφαλής από τη Λογγά.
35 LIMC II, 1984, 255, no 574, s.v. Apollon (O. Palagia), αδημοσίευτη κεφαλή Απόλλωνος κιθαρωδού με στεφάνι από την Καρδίτσα στο Μουσείο του Βόλου. LIMC II, 1984, 238, no 418, s.v. Apollon (O. Palagia), άγαλμα Απόλλωνος κιθαρωδού με στεφάνι, ρωμαϊκό αντίγραφο ενός πρωτοτύπου του β΄τέταρτου του -4ου αι. στο Staatliche Museum στο Βερολίνο (Κ212). LIMC II, 1984, 375, no.42, s.v. Apollon/Apollo, Απόλλων κιθαρωδός με επιβλητικό δάφνινο στεφάνι στο Βατικανό (Braccio Nuovo inv. No,2274), αντίγραφο πρωτοτύπου του -410/400.
36 Το ΕΑΜ 4962 ειδώλιο γυναικείας μορφής φέρει στεφάνι και θεωρείται Αφροδίτη ή Μούσα και χρονολογείται στον -2ο αι. Βλ. Αβρονιδάκη-Βιβλιοδέτης 2010, 92.
37 LIMC VII, 997, αρ. 206.
38 LIMC VI, 1992, 665,-667, αρ. 54, 55, 80 c.v. Musa- Mousai (M. Bonamici).
39 Βλ. Patay-Horváth 2008, 15.
40 Patay-Horváth 2008, 17.
41 Patay-Horváth 2008, 53.
42 Παπαθανασόπουλος και Παπαθανασόπουλος 2000, 110.
43 Γενικά η ελληνιστική και η ρωμαϊκή περίοδος ήταν περίοδοι ευημερίας για τη Mεσσηνία βλ. Lazenby - Hope Simpson 1972, 96. Για ιστορική επισκόπηση βλ. Θέμελης 1999, 19-35.
44 Οφείλονται θερμές ευχαριστίες για την άδεια δημοσίευσης του γλυπτού στον Διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κ. Νίκο Καλτσά και στην Προϊσταμένη της Συλλογής Γλυπτών κ. Ελένη Κουρίνου. Για τις χρήσιμες υποδείξεις και τα ερωτήματα που έθεσαν ευχαριστώ τους καθηγητές κ. κ. Γιώργο Δεσπίνη και Πέτρο Θέμελη. Την καθηγήτρια κ. Αλίκη Μουστάκα και τις συναδέλφους αρχαιολόγους Βασιλική Μαχαίρα, Ελένη Βλαχογιάννη και Ευάγγελο Βιβλιοδέτη ευχαριστώ για τη βοήθεια τους στην αναζήτηση βιβλιογραφίας. Τους συντηρητές γλυπτών κ. Πέτρο Καίσαρ, Γιάννη Παναγάκο και Δάφνη Μπίκα για τη βοήθεια τους στην υποθετική τοποθέτηση ξύλινων ράβδων στις οπές της κεφαλής και στην ταύτιση του υλικού κατασκευής. Την προϊσταμένη της ΛΗ΄ ΕΠΚΑ, κ. Ξένη Αραπογιάννη για την προθυμία της να με πληροφορήσει για τις νεότερες έρευνες στο ιερό. Επικοδομητικές υπήρξαν οι συζητήσεις με το κ. Νίκο Καλτσά, την κ. Ελένη Κουρίνου και ιδιαίτερα με την κ. Ιωάννα Μέννενγκα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αβρονιδάκη, Χρ. και Ευ. Βιβλιοδέτης. 2010. Πήλινα ειδώλια, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (σύντομος οδηγός), Αθήνα.
Αραπογιάννη, Ξ. 2007. «Η Μεσσηνία στους κλασικούς και προϊστορικούς χρόνους», στο Μεσσηνία. Τόπος, Χρόνος, Άνθρωποι (εκδ. ΜΙΛΗΤΟΣ) Αθήνα, 32-79.
Βερσάκης, Φρ. 1916. «Το Ιερόν του Κορύνθου Απόλλωνα», ΑDelt 2, 65-118.
Βικάτου, Ο. 1998. ΑΔ 53, Χρονικά Β΄ 1, 236.
Διακουμάκου, Μ. 2009. «Αναθηματική επιγραφή 􀄠πόλλωνος Κορύθου», ΗΟΡΟΣ 17 -21, 311-315.
Dimitrakopoulos, G. 2005. «La Visage du Soleil dans la Pensée Grecque Ancienne » (diss. Univercite Nancy 2, Ecole Doctorale «Langages, Temps, Societes»).
Ζερβουδάκη, Η. 1975. «Ήλιος και Αλιεία», ΑDelt 30, 1-20.
Θέμελης, Π. 1999. Η Αρχαία Μεσσήνη, Αθήνα.
Θέμελης, Π. 1993. «Ο Δαμοφών και η δραστηριότητα του στην Αρκαδία», στο Sculpture from Arcadia and Lakonia, Proceedings of an International Conference held at the American School of Classical Studies at Athens 10-14 Απριλίου 1992, επιμ. O. Palaggia, και W. Coulson, Oxford, 99-109.
Καλτσάς, Ν., και Γ. Δεσπίνης, επιμ. 2007. Πραξιτέλης (κατάλογος Έκθεσης, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 25 Ιουλίου-31 Οκτωβρίου 2007), Αθήνα, 129, (s.v. Δ. Δαμάσκος).
Kleiner, G. 1940. "Ein Kopf im Thermen Museum", AM 65, 36-46.
Lazenby, J.F., και R. Hope Simpson. 1972. "Greco-Roman Times: Literary Tradition and Topographical Commentary", στο The Minnesota Messenia Expedition Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, επιμ. W. A. McDonald και G.R. Rapp, Minneapolis, 81-99.
Παπαθανασόπουλος, Γ.Α., και Θ. Παπαθανασόπουλος 2000. Πύλος-Πυλία. Oδοιπορικό στο χώρο και στο χρόνο, Αθήνα.
Patay-Horváth, A. 2008. Metallanstucküngen an griechischen marmorskulpturen in archaischer und klassischer zeit (Tübingen Archäologische Forschungen 4), Leidorf. 

Ridgway, B.S.1990. "Metal attachments in Greek Marble sculpture", στο Marble, Art Historical and Scientific Perspectives on ancient Sculpture, Symposium at J. Paul Getty Museum, April 28-30, 1988, California, 185-206.
Sturgeon, M.C. 1998. "Hellenistic Sculpture at Corinth. The State of the Question", στο Regional Schools in Hellenistic Sculpture, Proceedings of an International Conference held at the American School of Classical Studies at Athens, March 15-17 (Oxbow Monograph 90), επιμ. O. Palagia και W. Coulson, 1-13.
Themelis, P. 1996. "Statues by Damophon in the Asklepieion of Messene", στο Personal Styles in Greek Sculpture, επιμ. O. Palagia και J.J. Pollitt, N. York, 154-187.
Τσιγαρίδα, Ε. 1996. «Ανασκαφική έρευνα στην περιοχή της αρχαίας Σάνης- Ουρανούπολης 1990-1996», ΑErgo Mak 10Α, 333-346.