Η πόλη
Η Αλίφειρα317 είναι η δυτικότερη πόλη της αρκαδικής Κυνουρίας στα σύνορα με την Τριφυλία, ευρισκόμενη Ν της Ηραίας και Β της Φιγάλειας [πίν1α]. Σήμερα υπάγεται στο Νομό Ηλείας και βρίσκεται ΒΔ της Ανδρίτσαινας, στον δρόμο από την Ανδρίτσαινα προς τα Κρέστενα. Χάρη στις ανασκαφές του Ορλάνδου στα 1932-35 και την έκδοση της σχετικής μονογραφίας περίπου 30 χρόνια μετά είναι η καλύτερα γνωστή πόλη της Δ Αρκαδίας, παρόλο που δεν γνωρίζουμε πολλά για την ιστορία της και σχεδόν τίποτε για την προελληνιστική. Η αρχαία πόλη εντοπίζεται σε μία μεμονωμένη επιμήκη λοφοσειρά, Ν του μικρού χωριού Ρογκοζιό (ή Ρογγοζιό) που έχει μετονομαστεί σε Αλίφειρα. Η λοφοσειρά έχει κατεύθυνση από ΝΑ προς τα ΒΔ και μήκος περίπου 800μ., ενώ το πλάτος στην κορυφή της ράχης της είναι 65 μ. και το ανώτατο υψόμετρο 683μ. Στα Α της ρέει ο μικρός χείμαρρος Φαναρίτικος, που ταυτίζεται με τον αρχαίο Κελάδωνα ή Κέλαδο, Ν παραπόταμο του Αλφειού318 [πίν.1β].
Τα ερείπια των αρχαίων τειχών, που ήταν γνωστά στους ντόπιους ως «Κάστρο της Νεροβίτσας (ή Νεροσίτσας)», όπως συναντάμε την ονομασία σε ερευνητές του 19ου και των πρώτων χρόνων του 20ου αι.319, είχαν αποδοθεί στην Αλίφειρα ήδη από τον Leake με βάση τις τοπογραφικές πληροφορίες του Πολύβιου και του Παυσανία. Μάλιστα ο Leake κάνει λόγο για τα λείψανα δύο ναών, τους οποίους αποδίδει στην Αθηνά και στον Ασκληπιό, επειδή ο Παυσανίας αναφέρει στην Αλίφειρα μόνο ιερά των δύο αυτών θεών320. Οι ταυτίσεις αυτές του Leake έγιναν αποδεκτές και επιβεβαιώθηκαν από τα ευρήματα κατά τις ανασκαφές του Ορλάνδου321. Οι ανασκαφές του περιορίσθηκαν στους χώρους των δύο γνωστών ιερών, της Αθηνάς στην ακρόπολη [πίν.2.α] και του Ασκληπιού στο ΒΔ τμήμα της λοφοσειράς, ενώ κάποιες έρευνες έγιναν στα τείχη και στην περιοχή της νεκρόπολης322.
Σε διάφορα σημεία έχουν διασωθεί τμήματα των ισχυρών τειχών που περιβάλλουν τη λοφοσειρά, με πύργους ανά διαστήματα. Δεν έχουν ανασκαφεί συστηματικά και μελετηθεί διεξοδικά, οπότε είναι δύσκολο να χρονολογηθούν με ασφάλεια οι φάσεις τους. Γενικώς παρουσιάζουν την εμφάνιση των αρκαδικών οχυρώσεων του -4ου αι και θεωρείται ότι η πόλη δε θα στερούνταν οχύρωσης προ του -370, ενώ κάποια τμήματα ίσως ανάγονται στον -5ο αι.323. Εντός των τειχών θεωρείται από τον Ορλάνδο ότι βρισκόταν ο αρχικός και κύριος πυρήνας του άστεως, η πόλη όμως εκτεινόταν και εκτός των τειχών Α-ΝΑ κι ένα σημαντικό μέρος της ΒΑ της λοφοσειράς, όπως υποδεικνύουν τα πάμπολλα οικοδομικά λείψανα324. Κάποιες επιπρόσθετες πληροφορίες από επιτόπιες έρευνες του Πίκουλα και του Pritchett μας δίνουν μία πληρέστερη εικόνα όσον αφορά τα τείχη και την έκταση που καταλάμβανε η πόλη εντός και εκτός των τειχών, καθώς και για την ύπαρξη άλλων οχυρωματικών έργων στην κάτω πόλη με βάση και πληροφορίες των ξένων περιηγητών325.
Ως επώνυμος οικιστής της φέρεται ο Αλίφηρος, ένας από τους 50 γιους του Λυκάονα, γιου του πρώτου ηγεμόνα και γενάρχη των Αρκάδων Πελασγού, οι οποίοι ως γνωστόν υπήρξαν ιδρυτές αρκαδικών πόλεων326. Κάνοντας λόγο για τις πόλεις που είχε αποφασιστεί να συνοικίσουν τη Μεγαλόπολη ο Παυσανίας την αναφέρει ανάμεσα στις πόλεις της αρκαδικής Κυνουρίας, προσθέτει ωστόσο ότι διατηρήθηκε ως «πόλις» εξαρχής σε αντιδιαστολή με άλλες που είχαν ερημωθεί επί των ημερών του και με άλλες που ανήκαν στη Μεγαλόπολη ως κώμες της327. Από τους μελετητές δεν θεωρείται βέβαιη η συμμετοχή της Αλίφειρας στον συνοικισμό, σίγουρα πάντως δεν εγκαταλείφθηκε τότε, και ενδεχομένως κατά διαστήματα ήταν εξαρτημένη από τη Μεγαλόπολη328.
Στην περίοδο -244/ -219 η Αλίφειρα βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ηλείων, στους οποίους την είχε παραχωρήσει ο τύραννος της Μεγαλόπολης Λυδιάδας για προσωπικό του όφελος329. Στο πλαίσιο του Συμμαχικού πολέμου (-220/ -217), που είχε ως σκοπό την ανάκτηση εκ μέρους της Αχαϊκής Συμπολιτείας –στην οποία είχε προσχωρήσει το -235 η Μεγαλόπολη– των πόλεων που είχαν αφαιρέσει οι Ηλείοι και οι Αιτωλοί, ο Φίλιππος Ε’, στον οποίο είχε ανατεθεί η αρχηγία, εκστράτευσε κατά της Αλίφειρας το χειμώνα του -219/8, προτού εισβάλει στην Τριφυλία, και την κατέλαβε σε ένα μόλις πρωινό με συντονισμένη και έξυπνη επιχείρηση. Το περιστατικό μας αφηγείται με αρκετές λεπτομέρειες ο Μεγαλοπολίτης ιστορικός Πολύβιος, από τον οποίο προέρχονται ουσιαστικά οι αρχαιότερες γραμματειακές μαρτυρίες για την Αλίφειρα330. Αργότερα πιθανόν προσαρτήθηκε στη Μεγαλόπολη για λίγα χρόνια, όμως φαίνεται ότι στον πρώιμο -2ο αι. υπήρξε ανεξάρτητη πόλη και για πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία της έκοψε νομίσματα επί της Αχαϊκής Συμπολιτείας331.
Επί αυτοκράτορα Αυγούστου η Αλίφειρα συγκαταλέγεται ρητά μεταξύ των πόλεων της ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας και επί των ημερών του Παυσανία ήταν ένα «πόλισμα οὐ μέγα»332. Κανένα αξιόλογο μνημείο της ρωμαϊκής περιόδου δεν έχει επισημανθεί τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τον Ορλάνδο η Αλίφειρα φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια από τους κατοίκους της, καθώς δεν εντοπίστηκε κανένα κτήριο ούτε κινητό εύρημα στη λοφοσειρά από την παλαιοχριστιανική και τη βυζαντινή εποχή333. Η περιοχή πρέπει να κατοικήθηκε ξανά επί τουρκοκρατίας, και μάλιστα προχωρημένης, εποχή όπου ανάγονται τα πενιχρά λείψανα δύο μικρών χριστιανικών ναών.
Αλίφειρα, ναός Αθηνάς: Άποψις των αποκαλυφθέντων εδαφών κατασκευής του ναού από ΒΔ. |
Οι μαρτυρίες του Πολύβιου και του Παυσανία
Αφηγούμενος την εκστρατεία του Φιλίππου Ε’ ο Πολύβιος λέει ότι, αφού ο Μακεδόνας βασιλιάς επισκεύασε και πέρασε τη γέφυρα του Αλφειού, που ρέει Ν της Ηραίας, έφτασε στην Αλίφειρα, «ἣ κεῖται μὲν ἐπὶ λόφου κρημνώδους πανταχόθεν, ἔχοντος πλεῖον ἢ δέκα σταδίων πρόσβασιν, ἔχει δ’ ἄκραν ἐν αὐτῇ τῇ κορυφῇ τοῦ σύμπαντος λόφου καὶ χαλκοῦν Ἀθηνᾶς ἀνδριάντα, κάλλει καὶ μεγέθει διαφέροντα»334. Με βάση τη διατύπωσή του μπορούμε να φανταστούμε ότι στην κορυφή της λοφοσειράς της Αλίφειρας υπήρχε ακρόπολη και πιθανόν σε σχέση με αυτήν ένα αξιόλογο κολοσσικό χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς, στημένο μάλλον στο ύπαιθρο, προφανώς στο εσωτερικό ενός ιερού που θα ήταν αφιερωμένο στη θεά335. Τόσο εντυπωσιακό φαίνεται ότι ήταν το άγαλμα που ο ιστορικός του -2ου αι. εμμένει στον σχολιασμό του λέγοντας ότι δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των κατοίκων της Αλίφειρας για το πρόσωπο που έδωσε τα χρήματα για την κατασκευή του και για την αιτία της ανάθεσης, ωστόσο ότι όλοι συμφωνούν πως πρόκειται για ένα έργο που ξεχωρίζει για τη μεγαλοπρέπεια και την τεχνική του· ως δημιουργούς του κατονομάζει τον Εκατόδωρο και τον Σώστρατο336. Στη συνέχεια επανέρχεται στις κινήσεις του Φιλίππου Ε’ που οδήγησαν στην άμεση κατάληψη της πόλης. Η σχετική περιγραφή του Πολύβιου είναι σημαντική και για κάποιες τοπογραφικές πληροφορίες, πράγμα που οδήγησε από παλιά τους μελετητές σε συσχετισμό της περιγραφής του με τους χώρους των επιχειρήσεων337.
Σχετικά με τις λατρείες της Αλίφειρας ο Παυσανίας λέει τα εξής: «Ιερά υπάρχουν του Ασκληπιού και της Αθηνάς, την οποία τιμούν περισσότερο απ’ όλους τους θεούς· έχουν την παράδοση πως γεννήθηκε και ανατράφηκε στον τόπο τους. Ίδρυσαν και βωμό του Δία λεχεάτη, γιατί αυτού ο Δίας γέννησε την Αθηνά. Ονομάζουν και μια πηγή Τριτωνίδα και συνδέουν μ’ αυτή τη σχετική με τον ποταμό Τρίτωνα παράδοση. Το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς είναι μπρούντζινο, έργο του Υπατόδωρου, αξιοθέατο για το μέγεθός του και για την τέχνη. Έχουν και γιορταστική πανήγυρη για κάποιο θεό, νομίζω για την Αθηνά· στην πανήγυρη αυτή υπάρχει προκαταρκτική θυσία για το Μυίαγρο· προσεύχονται στον ήρωα ενώπιον των σφαγίων και επικαλούνται τον Μυίαγρο· με τις ιεροπραξίες αυτές απαλλάσσονται από την ενόχληση των μυιγών»338.
Αρχαία Αλίφειρα: Ναός της Αθηνάς. |
Η συσσώρευση πληροφοριών σχετικά με την Αθηνά στο χωρίο αυτό αναδεικνύει τη σημασία της θεάς για την πόλη, η οποία εξάλλου εκφράζεται ρητά από τον περιηγητή. Η Αθηνά διατηρεί την κυρίαρχη θέση στο πάνθεον της Αλίφειρας έναντι των άλλων θεών – εκ των οποίων, ωστόσο, ο Παυσανίας, η μοναδική πηγή μας για τις λατρείες της πόλης, αναφέρει μόνο τον Ασκληπιό. Η σημασία της Αθηνάς δεν είναι άσχετη από την ύπαρξη τοπικής παράδοσης για τη γέννηση και ανατροφή της στην Αλίφειρα, η οποία ανάγεται σε ένα σχήμα διεκδίκησης του τίτλου της «πατρίδας» της θεάς από διάφορες περιοχές που παρουσιάζουν ως επιχείρημα την ύπαρξη ενός στοιχείου νερού με το όνομα Τρίτων ή Τριτωνίς (Λιβύη, Κρήτη, Βοιωτία, Θεσσαλία). Δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο παλαιά είναι η παράδοση, ωστόσο υποδεικνύει την αρχαιότητα και τη σημασία της λατρείας της θεάς, την οποία θα πρέπει να θεωρήσουμε ως την κύρια προστάτιδα θεότητα της Αλίφειρας339. Οι Αρκάδες της Αλίφειρας αναμφισβήτητα υιοθέτησαν και προσάρμοσαν τον κοινό ελληνικό μύθο σχετικά με τη γέννηση της Αθηνάς, και ως προς αυτό είναι αξιοσημείωτα σωστή η έκφραση του Παυσανία («τὸν ἐπὶ τῷ ποταμῷ τῷ Τρίτωνι οἰκειούμενοι λόγον»).
Ακόμη περισσότερο οι Αλιφειρείς είχαν βωμό για τον Δία με τη μοναδική επίκληση Λεχεάτης340. Ο Παυσανίας δεν αναφέρει πού βρίσκεται το ιερό της Αθηνάς, και δεν μπορούμε να πούμε με βάση το κείμενό του αν στο ιερό βρισκόταν επίσης ο βωμός του Δία Λεχεάτη και η «κρήνη» Τριτωνίς. Η τελευταία ταυτίζεται παραδοσιακά με την κρήνη Νεροσίτσα στα ΒΑ κράσπεδα της λοφοσειράς341. Ο βωμός του Δία Λεχεάτη θα βρισκόταν είτε σε σχέση με την κρήνη Τριτωνίδα είτε στο ιερό της Αθηνάς στην ακρόπολη342. Η παντελής απουσία τοπογραφικών ενδείξεων όσον αφορά τα μνημεία αυτά σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα για την απόδοση της πανηγύρεως στην Αθηνά, αλλά και το γεγονός ότι ουσιαστικά αυτές είναι οι μοναδικές πληροφορίες που παρέχει για την Αλίφειρα πέραν μίας σύντομης εισαγωγικής παραγράφου υποδεικνύουν πιθανόν ότι ο Παυσανίας δεν επισκέφτηκε την Αλίφειρα, απλώς παρέθεσε πληροφορίες που άντλησε από αλλού.
Αλλά και ο Ορλάνδος απορεί που ο Παυσανίας δεν δίνει κάποιο στοιχείο περιγραφής του αγάλματος της Αθηνάς και υποθέτει ότι δεν θα υπήρχε στα χρόνια του περιηγητή343. Το «θέας ἄξιον μεγέθους τε ἕνεκα καὶ ἐς τὴν τέχνην» χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς που αναφέρει ο Παυσανίας, χωρίς να το εντοπίζει τοπογραφικά, ταυτίζεται ασφαλώς με τον «χαλκοῦν Ἀθηνᾶς ἀνδριάντα, κάλλει καὶ μεγέθει διαφέροντα» που παρατηρεί ο Πολύβιος ότι υπάρχει στην κορυφή του λόφου της Αλίφειρας. Ως δημιουργοί του αγάλματος κατονομάζονται από τον Πολύβιο ο Εκατόδωρος και ο Σώστρατος αλλά μόνο ένας από τον Παυσανία, ο Υπατόδωρος. Επειδή μας είναι άγνωστος γλύπτης με το όνομα Εκατόδωρος, ενώ αντίθετα γνωρίζουμε έναν Θηβαίο χαλκοπλάστη Υπατόδωρο, εξαρχής πιστεύτηκε ότι πρόκειται για λάθος εκ παραδρομής κι έγινε γενικώς αποδεκτή η ανάλογη διόρθωση στα χειρόγραφα του Πολύβιου344.
Κλείνοντας σημειώνουμε ότι δεν μπορούμε να πούμε πολλά για την «πανήγυριν» που ο Παυσανίας εικάζει ότι γίνεται προς τιμήν της θεάς. Περισσότερο φαίνεται να την μνημονεύει εξαιτίας του γεγονότος ότι σε αυτήν λαμβάνει χώρα προκαταρκτική θυσία προς τον ήρωα Μυίαγρο. Ο όρος πανήγυρις χρησιμοποιείται για εορτές που ξεφεύγουν από το τοπικό επίπεδο και συνήθως περιλαμβάνουν αγώνες345. Η συρροή πολλού κόσμου κατά τη διάρκεια της εορτής δικαιολογεί την ύπαρξη του ήρωα Μυίαγρου, που ρόλος του είναι να διώχνει τις μύγες που ελκύονται από τα σφάγια των θυσιών στις μεγάλες συγκεντρώσεις των πιστών. Ανάλογες θυσίες για την απομάκρυνση των μυγών μας μαρτυρούνται για την Ολυμπία, αλλά και για τα ιερά του Απόλλωνα στο Άκτιο και στη Λευκάδα346. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν η παρουσία του Μυίαγρου στην Αλίφειρα συνιστά επίδραση της Ολυμπίας δεδομένης της γεωγραφικής θέσης αλλά και της ιστορικής τύχης της αρκαδικής πόλης που τη συνέδεε με την Ηλεία.
Η θέση του ιερού και το άνδηρο
Ο κατεξοχήν χώρος της ακρόπολης, που φέρει ξεχωριστή οχύρωση, καταλαμβάνει το υψηλότερο από τα πλατώματα της λοφοσειράς προς το ΝΑ της άκρο (υψόμετρο 683,30μ.)347 [πίν.2α-β]. Πρόκειται για έναν περίπου τραπεζιόσχημο χώρο σε σχέση με το Ν τείχος της πόλης που περικλείστηκε από τείχη στην Α και τη Β πλευρά, τα οποία διασώθηκαν σε αρκετό ύψος, άνω των 3μ. Η είσοδος βρίσκεται στη στενή Δ πλευρά, η οποία καταλαμβάνεται σχεδόν εξολοκλήρου από έναν μεγάλο ορθογώνιο πύργο, που σώζεται σε ύψος 2,80μ. Η κατασκευή αυτή, που θεωρείται ότι χρησιμοποιήθηκε και ως οίκημα της φρουράς, φαίνεται ότι είναι μεταγενέστερη της οχύρωσης της ακρόπολης· δεν συνδέεται με τα τείχη της και η τοιχοδομία ανάγεται στα τέλη του -4ου αι.348. Το Β τείχος της ακρόπολης ακολουθεί μία ελαφρώς κεκαμμένη πορεία 48μ. και η τοιχοδομία του χαρακτηρίζεται ως «κατ’ ανωμάλους οριζοντίας στρώσεις πολυγωνικόν». Το Α τείχος, πάχους 1,70μ. και μήκους ±61μ., ενισχύεται στα δύο άκρα του από δύο σχεδόν τετράγωνους πύργους. Είναι κτισμένο πάνω στον φυσικό λευκόφαιο βράχο και με λίθους που εξάχθηκαν από τον βράχο αυτό. Σύμφωνα με τον Ορλάνδο φαίνεται ότι υπέστη κατά καιρούς διάφορες μετατροπές, ωστόσο ο αρχικός πυρήνας με την κανονική πολυγωνική δομή, που εντοπίζεται στο Β τμήμα του, πιθανόν ανάγεται στον πρώιμο -5ο αι.349, καθώς ο ερευνητής φαίνεται να προϋποθέτει την ύπαρξη τειχών ήδη από την αρχή του -5ου αι., περίοδο διαμόρφωσης του ιερού της Αθηνάς.
Αμέσως Α της ακρόπολης και περίπου 5μ. χαμηλότερα βρίσκεται το ιερό της Αθηνάς σε ένα άνδηρο διαστάσεων περίπου 100x 27μ. με προσανατολισμό B-N. Το άνδηρο φαίνεται ότι υπήρξε μία εντυπωσιακή και πρωτοποριακή κατασκευή. Στην Α μακρά του πλευρά υπάρχει ένας βαθμιδωτός αναλημματικός τοίχος, παράλληλος προς το Α τείχος της ακρόπολης, που ορίζει το άνδηρο από τα Δ. Στη Ν πλευρά του διέρχεται διαγώνια το τείχος της πόλης, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως Ν ανάλημμα του ανδήρου του ιερού, ενώ καταλήγει σε έναν μεγάλο σχεδόν τετράγωνο πύργο ενισχύοντας τη ΝΑ γωνία του ανδήρου. Με βάση τις λίγες διαθέσιμες πληροφορίες από τη σχετικά περιορισμένη έρευνα του Ορλάνδου στο άνδηρο350 είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια και ασφάλεια τη διαδικασία κατασκευής ως προς όλα του τα στοιχεία, από τη στιγμή μάλιστα που βλέπουμε να σχετίζεται με τα οχυρωματικά έργα στην περιοχή, για τα οποία δεν υπάρχουν και τόσο ασφαλή χρονολογικά στοιχεία. Όσον αφορά ιδιαίτερα τον βαθμιδωτό τοίχο της Α πλευράς του ανδήρου σημαντική είναι η πρόσφατη μελέτη του Becker351.
Πιθανότατα το βαθμιδωτό ανάλημμα εκτεινόταν σε όλο το μήκος του ανδήρου, παρόλο που δεν έχει διαπιστωθεί ανασκαφικά. Ο Ορλάνδος επέλεξε να σκάψει περίπου στο μέσο του ανδήρου σε αντιστοιχία με την περιοχή μπροστά από την πρόσοψη του ναού, όπου αποκαλύφθηκαν 14 βαθμίδες σε μήκος περίπου 9μ. [πίν.2γ], ενώ ένα πολύ μικρότερο τμήμα του αναλήμματος εντοπίστηκε βορειότερα352. Η κατώτερη βαθμίδα του βρίσκεται σε ένα επίπεδο 5,63μ. χαμηλότερα από την ευθυντηρία του ναού. Σύμφωνα με τον Ορλάνδο το ανάλημμα χρησίμευε όχι μόνο για την αντιστήριξη των φερτών χωμάτων του ανδήρου αλλά και ως κλίμακα ανόδου στο ιερό από τα Α, από τη στιγμή μάλιστα που «εις ουδέν άλλο σημείον του ανδήρου παρατηρείται διάταξίς τις υποδηλούσα ή επιτρέπουσα είσοδον τινα εις αυτό»353. Παρά τη βαρύτητα της παρατήρησης θα πρέπει ίσως να αποκλειστεί η λειτουργία αυτή με βάση την έρευνα του Becker, ο οποίος περιλαμβάνει την περίπτωση της Αλίφειρας στους αμιγώς αναλημματικούς βαθμιδωτούς τοίχους που εσφαλμένα έχουν ερμηνευθεί στην έρευνα ως κλίμακες ανδήρων354. Το πλάτος και το ύψος των βαθμίδων ποικίλλουν ώστε κάθε άλλο παρά εύκολη δυνατότητα ανόδου παρέχουν355. Επιπλέον δυσκολία παρέχεται από την παρατήρηση ότι η δεύτερη και η τρίτη στρώση των λίθων συνιστούν ουσιαστικά μία βαθμίδα που έχει το διπλάσιο ύψος356. Ο Becker καταλήγει ότι η βαθμιδωτή κατασκευή στην Α πλευρά του ανδήρου είχε μόνο αναλημματική λειτουργία και ότι η πρόσβαση στο τέμενος γινόταν αποκλειστικά από τη Β πλευρά.
Πρόχειρος αναστήλωσις της ανατολικής πλευράς του βωμού (άνευ της βαθμίδος). |
Καθώς δεν έχει διερευνηθεί σε όλο το μήκος της η Α πλευρά, όπου παρατηρείται κλίση του εδάφους, δεν ξέρουμε τι είδους εργασίες μπορεί να έλαβαν χώρα για την τοποθέτηση των βαθμίδων κατά περιοχές. Σύμφωνα με τον Ορλάνδο το άνδηρο κατασκευάστηκε «δια τεχνητής επιχώσεως, επί της προς Ανατολάς κλιτύος» και τα φερτά χώματα υποστηρίχθηκαν Ν από τη συνέχεια του τείχους της πόλης και Α από το βαθμιδωτό ανάλημμα. Επιπλέον, παρατηρεί ότι το Α τείχος της ακρόπολης χρησιμεύει και ως ανάλημμα των χωμάτων της ακρόπολης από το αμέσως κατώτερο άνδηρο του ιερού της Αθηνάς και το προστατεύει από τους ισχυρούς ΒΔ ανέμους. Σύμφωνα με τον Becker φαίνεται ότι στην Α πλαγιά τοποθετήθηκαν χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια οι λίθοι των βαθμίδων, γι’ αυτό και είναι διαφορετικών μεγεθών357. Ίσως η κατασκευή της βαθμίδας από δύο στρώσεις λίθων έγινε για να αποφευχθούν περαιτέρω εργασίες επίχωσης ή λάξευσης του βράχου στο σημείο αυτό.
Παραμένει το ερώτημα για το πού βρισκόταν η είσοδος προς το ιερό και αναρωτιόμαστε αν θα μπορούσε να διαμορφώνεται σε κάποιο σημείο της Α πλευράς δεδομένου ότι δεν έχει διερευνηθεί σε όλο της το μήκος. Για την κατάσταση στη Β πλευρά δεν διαθέτουμε κάποια στοιχεία. Μόνο στο γενικό τοπογραφικό διάγραμμα της Αλίφειρας από τον Ορλάνδο δηλώνεται η συνέχεια του αναλημματικού τοίχου του ανδήρου και προς τα Β με ένα κενό δίπλα στον ΒΑ πύργο της ακρόπολης358. Ο Ορλάνδος κάνει λόγο μόνο για ένα τμήμα τείχους με μικρότερο πάχος που σχηματίζει γωνία σε κάπως μεγαλύτερη απόσταση Β της ακρόπολης και του ανδήρου της Αθηνάς, το οποίο θεωρεί ότι λειτουργούσε ως ανάλημμα των χωμάτων της Β κλιτύος της ακρόπολης και του ανδήρου του ιερού και ότι χρονολογείται πιθανόν στα τέλη του -5ου αι., τουλάχιστον το κατώτερο μέρος του359.
Ο σωζόμενος ναός
Τα λείψανα του ναού [πίν.3] ήταν ορατά και είχαν επισημανθεί από ξένους περιηγητές του 19ου αι., καθώς βρίσκονταν σε μικρό βάθος από την επιφάνεια του εδάφους (0,20-0,40μ.), με αποτέλεσμα, μάλιστα, ορισμένα να φέρουν αυλακώσεις από άροτρο360. Κατά την ανασκαφή του Ορλάνδου το 1932 βρέθηκαν στην περιοχή του πρόναου τα θεμέλια μίας μικρής μονόκλιτης βασιλικής της Αγ. Ελένης (διαστ. 8,90x 4,10μ.), που είχε κτιστεί προφανώς κατά τους νεότερους χρόνους και με αρχαίο υλικό361 [πίν.4]. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι ντόπιοι έκτισαν ξανά την εκκλησία περίπου στην ίδια θέση χρησιμοποιώντας λίθους και από τα θεμέλια και τον στυλοβάτη του ανασκαμμένου ναού και το 1964 ο Ορλάνδος την κατεδάφισε362. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του στην ίδια χρονική περίοδο έγιναν «και άλλαι καταστροφαί και βανδαλισμοί» των αρχιτεκτονικών μελών. Η λεπτομερειακή τεκμηρίωση του ναού από τον Ορλάνδο είναι σημαντική, από τη στιγμή ακριβώς που τμήματα της αρχιτεκτονικής του ναού καταστράφηκαν –όπως κι άλλα μνημεία– μετά την ανασκαφή. Ως εκ τούτου ο Νορβηγός αρχιτέκτονας Østby, παρόλο που επισκέφτηκε τη θέση το 1990, βασίζεται αποκλειστικά στη δημοσίευση του Ορλάνδου για τη μελέτη του ναού και κάποιες αναθεωρήσεις που προτείνει363.
Από την ανασκαφή αποκαλύφθηκαν σε όλη τους την έκταση οι κατώτατες στρώσεις λίθων της εξωτερικής περίστασης και του σηκού, οι οποίες εδράζονται στον φυσικό βράχο364. Επιπλέον βρέθηκαν αντιπροσωπευτικά αρχιτεκτονικά μέλη από την ανωδομή του ναού, ώστε ο Ορλάνδος προέβη σε μία σχεδόν ολοκληρωμένη αναπαράστασή του. Πρόκειται για έναν δωρικό περίπτερο των αρχών του -5ου αι. με περίσταση 6x 15 κιόνων και συνολικές διαστάσεις 10,65x 29,58μ.365. Ο κυρίως ναός συνιστά ουσιαστικά έναν επιμήκη οίκο χωρίς εγκάρσια χωρίσματα, διαστ. 5,20x 23,10μ. Για την κατασκευή του ναού χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά υλικά με βασικό τον κογχυλιάτη λίθο366. Ντόπιος ασβεστόλιθος χρησιμοποιήθηκε στην κρηπίδα και στο υπόβαθρο του σηκού, ωμές πλίνθοι για τους τοίχους του σηκού και μάρμαρο στην κεράμωση. Ο ναός φαίνεται ότι καταστράφηκε κάποια στιγμή από σεισμό, όπως τεκμαίρεται από την κατάσταση ανεύρεσης πεσμένων κιόνων στην Α πλευρά του: κατά την ανασκαφή αποκαλύφθηκαν επτά κίονες κανονικώς πλαγιασμένοι, και μάλιστα δύο έφεραν και τα επιστύλιά τους367. Δεν γνωρίζουμε περισσότερα για την τύχη του και τη διάρκεια της ζωής του, από τη στιγμή κιόλας που δεν γνωρίζουμε ποια είναι τα νεότερα ευρήματα από το ιερό. Το μόνο που μαθαίνουμε εμμέσως από τον Ορλάνδο είναι ότι σε κάποια στιγμή ο πρόναος και τμήμα του ανατολικού πτερού στρώθηκε με βοτσαλωτό ψηφιδωτό368.
Σύμφωνα με τον Ορλάνδο η κρηπίδα είναι διβαθμιδωτή, αποτελούμενη από μία βαθμίδα και τον στυλοβάτη, ενώ ευθυντηρία υπάρχει μόνο στην Α μακρά πλευρά. Ωστόσο, με βάση τα σωζόμενα στοιχεία και τους υπολογισμούς του Ορλάνδου, προκύπτει ότι μόνο στη Β πρόσοψη υπήρχε πραγματική βαθμίδα πλάτους 0,30μ., καθώς ο στυλοβάτης στις υπόλοιπες πλευρές φαίνεται ότι εισείχε μόνο 0,04μ. της βαθμίδας369. Η ευθυντηρία στην Α πλευρά έχει ύψος 0,35μ. και εξέχει κατά 0,20μ. της ανώτερης στρώσης, η οποία σώζεται στο Β άκρο της Α πλευράς και συνεχίζει στις υπόλοιπες πλευρές ως μία συνεχής στρώση λίθων, που εδράζονται απευθείας στον φυσικό βράχο. Οι λίθοι αυτοί όπως και της ευθυντηρίας είναι μεγάλες ορθογώνιες πλάκες ντόπιου ασβεστόλιθου, ύψους 0,275 έως 0,335μ., καλά συναρμοσμένες με ελαφρά αναθύρωση, η εσωτερική παρυφή των οποίων είναι ακανόνιστη370. Ωστόσο η υπερκείμενη της ευθυντηρίας στρώση, που αποκαλύφθηκε στο Β τμήμα της Α πλευράς σε μήκος 6,20μ., είναι κατασκευασμένη από μικρότερους λίθους κογχυλιάτη με κανονική επεξεργασία σε όλες τις πλευρές –έχουν περίπου το ίδιο μήκος 1,00-1,10 και πλάτος 0,76μ.371. Από τον στυλοβάτη διασώθηκε εντοιχισμένο στο θεμέλιο της εκκλησίας μόνο ένα γωνιακό τμήμα κογχυλιάτη λίθου, που θα μπορούσε να προέρχεται από τη ΒΑ γωνία του ναού372.
Σε γενικές γραμμές οι παρατηρήσεις του Ορλάνδου για την κρηπίδα γίνονται αποδεκτές από τον Østby373. Προτείνει κάπως διαφορετικές διαστάσεις για τον στυλοβάτη 10,37x 29,30μ. έναντι των διαστάσεων 10,57x 29,25μ. που είχε υπολογίσει ο Ορλάνδος. Έτσι προκύπτει και στις στενές και στις μακρές πλευρές η ίδια διαφορά των 0,28 μ. από την εξωτερική θεμελίωση, όπως χαρακτηρίζει τις μεγάλες ορθογώνιες πλάκες θεωρώντας τες ταυτόχρονα μία στοιχειώδη κρηπίδα που βρίσκεται σε δύο επίπεδα, εξαιτίας της υψομετρικής διαφοράς, κατά ένα ασυνήθιστο σύστημα που βρίσκει ένα σύγχρονο παράλληλο στο ναό της Αθηνάς στην Καρθαία της Κέας και συναντάται κάπως παρόμοιο σε μερικούς ναούς του α’ μισού του -6ου αι. Επιπλέον ο Østby επισημαίνει ότι η κατασκευή των θεμελίων της περίστασης με μεγάλους ασβεστολιθικούς λίθους που φέρουν αναθύρωση και έχουν ακανόνιστη εσωτερική παρυφή είναι ταυτόσημη με των ναών στο Παλλάντιο και στην Ασέα374.
Αρχαία Αλίφειρα, ναός Αθηνάς: Οι κατακεκλιμένοι κίονες από Βορρά μετά την στροφήν των |
Ο τοίχος του σηκού, που σώζεται σε ύψος 0,345μ., έχει πλάτος 0,85-0,90μ. και είναι κτισμένος από μικρούς σχετικά ασβεστολιθικούς λίθους «κατ’ ακανόνιστον / ανώμαλον ισόδομον σύστημα» και με πηλό ως συνδετική ύλη375. Πάνω σε αυτό το λίθινο υπόβαθρο θα εδράζονταν οι τοίχοι κατασκευασμένοι από ωμές πλίνθους. Ο Østby παρατηρεί ότι η ορθογώνια μορφή των λίθων και η παράθεσή τους σε σχεδόν ισοϋψείς στρώσεις δίνει εξωτερικά την εντύπωση πλίνθινου τοίχου376. Ο ίδιος αναρωτιέται αν το αξιοσημείωτο πάχος του σωζόμενου τοίχου μπορεί να οφείλεται στο βάρος της μαρμάρινης στέγης του ναού377. Εντύπωση προκαλεί το εξαιρετικά επίμηκες σχήμα του σηκού, που έχει διαστάσεις 23,10x 5,20μ. (αναλογία πλάτους προς μήκος 1:4,40), ενώ το εσωτερικό του πλάτος είναι μόνο 3,50μ. Όπως παρατηρεί ο Ορλάνδος, αναλογίες πλάτους προς μήκος σηκού μεγαλύτερες του 1:3,30 συναντώνται σε σηκούς αρχαϊκών ναών πριν το -500 378. Δύο άλλα στοιχεία αρχαϊκότητας που παρουσιάζει ο σηκός είναι ο κλειστός οπίσθιος τοίχος και η απουσία εσωτερικών εγκάρσιων διαχωρισμάτων, ενώ στην πρόσοψή του φαίνεται ότι υπήρχε μόνο μία θύρα στο μέσο του τοίχου379.
Το ανευρεθέν υλικό της ανωδομής του ναού φαίνεται σχεδόν όλο να σχετίζεται με την Α πλευρά του. Οι κίονες έχουν 16 αβαθείς ραβδώσεις, στοιχείο που παραπέμπει στην αρχαϊκή εποχή, αν και θα μπορούσε να οφείλεται στην υφή του κογχυλιάτη λίθου380. Ο κάθε κίονας αποτελείται από 4 σπονδύλους ανισοϋψείς, όπως συνηθίζεται ιδίως στην αρχαϊκή εποχή, ενώ παρατηρείται ελαφρά ένταση στα 2/5 του ύψους του. Στο άνω μέρος του κίονα υπάρχουν 3 δακτύλιοι. Το κιονόκρανο, συνολικού ύψους 0,43/4μ., αποτελείται από έναν τετράγωνο άβακα Ο εχίνος φέρει στο κάτω μέρος του 4 ιμάντες. Αρκετά τμήματα της ζωφόρου ήρθαν στο φως κατά την ανασκαφή Α του ναού381. Αποτελείται από λεπτές πλάκες, πίσω από τις οποίες τοποθετούνταν ένα ισχυρό αντίθημα. Οι μετόπες δεν φέρουν πλαστικό διάκοσμο κι είναι άλλοτε συμφυείς με τα τρίγλυφα κι άλλοτε ελεύθερες. Από το οριζόντιο γείσο των μακρών πλευρών βρέθηκαν τρία τμήματα, το ένα σχεδόν ακέραιο382. Οι πρόμοχθοι δεν είναι ισομήκεις όπως κατά την κλασική εποχή, αλλά εναλλάξ επιμήκεις και στενοί, πράγμα που συνιστά στοιχείο αρχαϊκότητας. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την απουσία σταγόνων από τις προμόχθους αλλά και από τους κανόνες του επιστυλίου, αν και η μαλακή υφή του κογχυλιάτη λίθου δύσκολα προσφέρεται για τη λάξευση μικρών στοιχείων όπως σταγόνες και κυμάτια383. Από το τύμπανο του αετώματος βρέθηκε μόνο ένα τμήμα του ορθοστάτη, το οποίο μαρτυρεί μία κλίση που συνηθίζεται για αετώματα της αρχαϊκής και πρώιμης κλασικής εποχής (1:3,7, 20ο 10’)384. Η πρόσθια επιφάνεια του ορθοστάτη είναι εντελώς λεία και το αέτωμα δεν έφερε γλυπτό διάκοσμο.
Αρχαία Αλίφειρα, ναός Αθηνάς: Το κιονόκρανον της περιστάσως |
Το μοναδικό σωζόμενο θραύσμα από τη μαρμάρινη επαέτια σίμη παρουσιάζει διαμόρφωση χαρακτηριστική για την Πελοπόννησο στην περίοδο -550/ -450 και βρίσκει ακριβέστερα παράλληλα στα τελευταία χρόνια του -6ου αι.385. Πολλά τμήματα από τη μαρμάρινη κορινθιακή κεράμωση του ναού βρέθηκαν κατά την ανασκαφή386. Οι ηγεμόνες καλυπτήρες απολήγουν σε μία επίπεδη λεία επιφάνεια παραβολικού σχήματος, όπου με χρώμα σήμερα εντελώς εξαφανισμένο θα γινόταν η εσωτερική σχεδίαση του ανθεμίου. Οι κορυφαίοι καλυπτήρες έφεραν συμφυές αμφίοπτο επτάφυλλο ανθέμιο, όπου δηλώνονται τα περιγράμματα των φύλλων. Η χρήση του μάρμαρου για την κεράμωση είναι αξιοσημείωτη. Ο Ορλάνδος αμφιταλαντεύεται για την προέλευσή του. Αρχικά το είχε θεωρήσει νησιωτικό αλλά λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες μεταφοράς και την υφή του έτεινε προς την υπόθεση ότι προέρχεται από τα λατομεία των Δολιανών στα ΝΑ της Τεγέας, παρόλο που επισημαίνει τη χρήση του νησιωτικού μαρμάρου στην Ολυμπία387. Η Ohnesorg επισημαίνει πολλές ομοιότητες της μαρμάρινης κεράμωσης της Αλίφειρας με των υστεροαρχαϊκών κυκλαδίτικων ναών και ιδίως με του ναού της Άρτεμης στο Δήλιον της Πάρου (-490/ -480)· θεωρεί ότι τουλάχιστον το υλικό και ενδεχομένως και κάποια δείγματα κεραμίδων είχαν εισαχθεί από τις Κυκλάδες388.
Η κατασκευή του ναού τοποθετείται από τον Ορλάνδο με βάση μορφολογικά, αναλογικά και τεχνικά στοιχεία στη δεκαετία -500/ -490, χρονολόγηση που έχει γίνει γενικώς αποδεκτή στην έρευνα389. Όπως ο ίδιος αλλά και μεταγενέστεροι μελετητές επισημαίνουν, εντοπίζονται κάποια πρώιμα στοιχεία στην αρχιτεκτονική του ναού, ωστόσο άλλα είναι σαφώς εξελιγμένα, όπως ισχύει ιδιαίτερα για τη μορφή των κιονόκρανων, την άνω απόληξη των γλυφών των τριγλύφων και του γείσου390. Εξάλλου, όπως παρατηρήσαμε παραπάνω, ορισμένα στοιχεία που εκλαμβάνονται ως αρχαΐζοντα μπορεί να οφείλονται στην υφή του υλικού δομής του ναού. Ο Østby δεν αποκλείει κι ένα χαμήλωμα της χρονολόγησης μέχρι το -480 θεωρώντας πάντως το ναό της Αλίφειρας προγενέστερο των «πρωτοκλασικών» ναών της Αθηνάς στο Μάζι και του Δία στην Ολυμπία391. Ανάλογη διαδοχή των ναών, αν και όχι με τις ίδιες ακριβώς χρονολογίες, δέχεται και ο Νακάσης, ο οποίος μάλιστα εικάζει ότι ο ναός της Αλίφειρας χρησίμευσε ως πρότυπο για τον τριφυλιακό ναό της Αθηνάς στο Μάζι392. Ο Winter θεωρεί ακόμη μεταγενέστερη τη διαμόρφωση του δωρικού κιονόκρανου στην Αλίφειρα και πιστεύει ότι δύσκολα η περίσταση μπορεί να αναχθεί πριν το -475 393. Αλλά και παλαιότερα είχε προταθεί μία χρονολόγηση για το κιονόκρανο μεταγενέστερη του ναού της Ολυμπίας, την οποία αποκλείει ο Østby λαμβάνοντας υπόψη τη μορφή της επαέτιας σίμης394.
Αρχαία Αλίφειρα, ναός Αθηνάς: Κατακεκλιμένοι κίονες παρά την ανατολικήν πλευράν του ναού ως αρχικώς ευρέθησαν. Όψις από Νότου. Διακρίνονται σαφώς αι υπό του αρότρου προξενηθείσαι φθοραί. |
Το ζήτημα του προγενέστερου ναού
Τα στοιχεία αρχαϊκότητας του σηκού (αναλογίες, κλειστός οπίσθιος τοίχος, έλλειψη εσωτερικών εγκαρσίων διαχωρισμάτων, απλή θύρα στο μέσο της πρόσοψης) οδήγησαν τον Ορλάνδο στο συμπέρασμα ότι «ο εξεταζόμενος σηκός είναι πολύ αρχαιότερος του -500, έχων τα άνω αυτού μέρη εκ πλίνθων ωμών, πηλίνην στέγην και περιβαλλόμενος υπό ξυλίνης κιονοστοιχίας», η οποία θα αντικαταστάθηκε από λίθινη όχι πριν το -500 395. Από αυτόν το ναό θα προέρχονται τα ανευρεθέντα τέσσερα μικρά θραύσματα με ανάγλυφο γοργόνειο από τουλάχιστον δύο πήλινες ηγεμόνες καλυπτήρες λακωνικού τύπου [πίν.5α], καθώς και δύο θραύσματα από ηγεμόνες στρωτήρες ή ακρογείσιο396 [πίν.5β].
Ωστόσο, οι παρατηρήσεις του Ορλάνδου για την προγενέστερη φάση του ναού είναι μεμονωμένες και κάπως ασαφώς διατυπωμένες, ενώ παρουσιάζουν και επιμέρους προβλήματα. Ουσιαστικά για τη φάση αυτή κάνει λόγο μόνο σε σχέση με τα τέσσερα ανευρεθέντα μικρά θραύσματα, που «ανήκουν προφανώς εις τον αρχαιότερον μετά πηλίνης κεραμώσεως ναόν»397. Από την εικονογραφική ανάλυση του γοργόνειου καταλήγει ότι αυτό «και μετ’ αυτού και σύμπας ο αρχαιότερος ναός» θα πρέπει να χρονολογούνται κατά το -550/ -540 398. Όμως, δεν λέει συγκεκριμένα αν θεωρεί το σωζόμενο λίθινο υπόβαθρο του σηκού ως πραγματικό κατάλοιπο του πρώιμου ναού και ακόμη περισσότερο αν τοποθετεί την ξύλινη κιονοστοιχία στην ίδια θέση με τη λίθινη.
Επιπλέον, χρονολογεί μεν την τελική φάση του ναού στα -500/ -490, ωστόσο σημειώνει ότι η μαρμάρινη κεράμωση αντικατέστησε την πήλινη «αρκετά έτη αργότερον», καθώς η κεράμωση φαίνεται ότι χρονολογείται σε «δοκίμους κλασικούς χρόνους»399. Το τελευταίο αυτό στοιχείο θα πρέπει να απορριφθεί πέραν των πρακτικών λόγων και εξαιτίας της επισήμανσης ότι η μαρμάρινη κεράμωση είναι υστεροαρχαϊκού τύπου και σίγουρα σύγχρονη με την περίσταση, πράγμα για το οποίο συνηγορεί εξάλλου και η μορφή της σίμης που είναι αναπόσπαστο στοιχείο της κεράμωσης και είναι σαφώς υστεροαρχαϊκή· εξάλλου και ο Ορλάνδος την χρονολογεί γύρω στα -500 400.
Ο Østby δέχεται την ύπαρξη ενός προγενέστερου ναού που θα χρονολογείται περίπου στα -550, όμως θεωρεί ότι δεν έχει αφήσει άλλα ίχνη πέραν των θραυσμάτων των πήλινων ακροκεράμων και του ακρογείσιου, όπως ήδη είχαν επισημάνει στις βιβλιοκρισίες τους ο Broneer και ο Martin401. Θεωρεί ότι το σχέδιο και η εκτέλεση του σηκού και της περίστασης εντάσσονται σε μία ενιαία σύλληψη και αποτελούν μέρη του ίδιου οικοδομικού προγράμματος. Το αντίθετο συνέβη με το Ναό C στο Παλλάντιο, όπου παρατηρούνται κάποιες σχέσεις με το ναό της Αλίφειρας κυρίως ως προς τη μορφή του σηκού, που συνιστά κι εδώ έναν επιμηκυσμένο οίκο χωρίς κίονες ούτε εσωτερικά χωρίσματα, ενώ το πλάτος του είναι ίδιο με του σηκού της Αλίφειρας. Ο ναός στο Παλλάντιο κτίστηκε ίσως προς τα μέσα του -6ου αι. χωρίς περίσταση και στις αρχές του -5ου αι. κατασκευάστηκε θεμελίωση για περίσταση, που όμως δεν κτίστηκε ποτέ. Η θεμελίωση της περίστασης είναι εξαιρετικά όμοια με της Αλίφειρας, ώστε επιβεβαιώνεται η ύστερη χρονολόγησή της, ενώ η τοιχοδομία του σηκού της Αλίφειρας θεωρείται πιο εξελιγμένη από του Παλλάντιου. Ο Østby φαίνεται μάλιστα να θεωρεί ότι ο ημιτελής ναός στο Παλλάντιο αποτέλεσε πρότυπο για το ναό της Αλίφειρας402.
Όσον αφορά τα δύο όμοια πήλινα θραύσματα που φέρουν στην πρόσθια όψη κοίλο κυμάτιο με σειρά ανάγλυφων ημικυλινδρικών αυλών ο Ορλάνδος πιστεύει ότι ανήκουν «είτε εις ακρογείσιον (στέψιν γείσου) … είτε εις ηγεμόνας στρωτήρας κεράμους» και παραπέμπει σε παρόμοιες κεραμίδες από την Ολυμπία403 [πίν.5β]. Ως ακρογείσιον χαρακτηρίζονται από τον Ρωμαίο μερικά παρόμοια πήλινα θραύσματα που αποδίδονται στο ναό που προϋπήρχε του περίπτερου στη Βίγλα της Ασέας και χρονολογείται στα -570/ -540 404. Τα δείγματα της Ολυμπίας αφορούν την αρχαϊκή λακωνική στέγη που έχει συσχετιστεί με το βουλευτήριο και μας είναι καλύτερα γνωστή σήμερα χάρη σε νέα ευρήματα και τη μελέτη του Heiden, ο οποίος δίνει ωστόσο μόνο μία γενική χρονολόγηση στον -6ο αι. 405. Και στις τρεις περιπτώσεις είναι ανάλογη η διαμόρφωση, ώστε η Winter αναγνωρίζει έναν ιδιαίτερο τύπο «geison tile», που προσγράφει στις ιδιαιτερότητες του αρκαδικού συστήματος κεράμωσης, με κυμάτιο που κοσμείται με γραπτό γλωσσωτό μοτίβο παραβλέποντας ωστόσο ότι στην Αλίφειρα έχουμε ανάγλυφη κι όχι γραπτή διακόσμηση406. Στη λίθινη μορφή του συναντάται στο ναό της Άρτεμης στο Μαυρίκι της Τεγεατικής και χρονολογείται γύρω στα -570 από τον Østby, ο οποίος θεωρεί πως το ακρογείσιο περιορίζεται σε αυτή την περίοδο ως τα μέσα του -6ου αι. 407.
Το άλλο κοινό σημείο της Αλίφειρας με τη στέγη του βουλευτηρίου της Ολυμπίας είναι ότι και η τελευταία έφερε επίσης ακροκέραμα με ανάγλυφο γοργόνειο, το οποίο όμως βρίσκεται εντός πενταγωνικής βάθυνσης στο ημικυκλικό μέτωπο του καλυπτήρα και γύρω του αποδίδονται γραπτά διάφορα διακοσμητικά μοτίβα. Στην Αλίφειρα ένα ελαφρώς εξέχον πλαίσιο περιβάλλει το ημικυκλικό μέτωπο του καλυπτήρα (διάμ. 0,228μ.), στο οποίο αποδίδεται ανάγλυφα γοργόνειο, ενώ σώζονται ελάχιστα ίχνη χρώματος. Σύμφωνα με τη Winter τα ακροκέραμα της Ολυμπίας πρέπει να χρονολογούνται στα -550/ -540 και ίσως συνιστούν τα πρωιμότερα σωζόμενα πήλινα λακωνικά ακροκέραμα που κοσμούνται με γοργόνειο. Στη συγκεκριμένη παραλλαγή που αναγνωρίζει και πάλι ως ιδιαιτερότητα του αρκαδικού συστήματος εντάσσει και τα ακροκέραμα της Αλίφειρας, για τα οποία ωστόσο λέει λανθασμένα ότι ανήκουν σε ναό που χρονολογείται στα -500/ -490 και τα θεωρεί ως ένα από τα αρχαΐζοντα στοιχεία του ναού408.
Η επιμήκης θεμελίωση του βωμού (10,88x 1,36μ.) βρέθηκε σε απόσταση 19μ. Β του ναού και περίπου 5μ. Δ του βαθμιδωτού αναλήμματος409 [πίν.5γ]. Τα θεμέλια έχουν προσανατολισμό Α-Δ και συνίστανται σε δύο κατά πλάτος σειρές μεγάλων φαιοκυάνων λίθων με ακανόνιστη την εσωτερική τους παρυφή, ενώ ένας μικρότερος λίθος στο μέσο περίπου της Δ πλευράς δεν αποκλείεται να αντιστοιχεί στην πρόθυση. Το αξιοσημείωτο μήκος του βωμού μαρτυρεί για τον Ορλάνδο τη σημασία του ιερού. Δεν βρέθηκε κανένα μέλος από την ανωδομή του βωμού, αν και ο Ορλάνδος του αποδίδει υποθετικά δύο αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή σε άλλο σημείο του ιερού που δεν προσδιορίζεται410 [πίν.5δ]. Τα δύο αυτά λίθινα μέλη θα μπορούσαν να ανήκουν είτε στην κρηπίδα ενός μεγάλου βάθρου είτε στον βωμό και «λόγω της επιμελούς εργασίας των … δύνανται να χρονολογηθούν εις τα τέλη του -5ου αιώνος». Έχουν ύψος 0,31μ. και συνολικό μήκος 0,95 μ., άγνωστο όμως είναι το πρωταρχικό πλάτος τους, καθώς είναι αποκρουσμένα στο πίσω μέρος τους. Αποτελούνται από υψηλή βάση 0,23μ., πάνω στην οποία αποδίδεται επιμελώς ανεστραμμένο κοιλόκυρτο κυμάτιο (cyma reversa) ύψους 0,08μ., στοιχείο που οδηγεί τον Ορλάνδο να υποθέσει ότι οι λίθοι έφεραν στο άνω τμήμα τους ορθοστάτες που θα αποτελούσαν τον κορμό, ο οποίος θα επιστεφόταν από κυματιοφόρο γείσο411.
Επιπλέον, ο Ορλάνδος κάνει λόγο για έξι τμήματα αρχιτεκτονικών μελών «εκ λίθου λευκού», ύψους 0,215 μ. και πλάτους 0,22μ. στο κάτω μέρος τους, που αθροιστικά δίνουν μήκος 2,65μ.412 [πίν.5δ]. Φαίνεται ότι συνιστούν την «στέψιν ισχνού τινός και χαμηλού τοίχου ή θωρακίου», όπως δηλώνει η δικλινής διαμόρφωση της άνω επιφάνειάς τους. Η μία κατακόρυφη όψη τους είναι εντελώς επίπεδη, ενώ η άλλη φέρει όρθιο κοιλόκυρτο κυμάτιο (cyma recta) ύψους 0,084 μ. και από κάτω δύο ταινίες. Επειδή τα περισσότερα βρέθηκαν στην περιοχή μεταξύ του βωμού και του βαθμιδωτού αναλήμματος, ο Ορλάνδος εικάζει ότι προέρχονται από θωράκιο που θα ήταν τοποθετημένο στο άνω μέρος του αναλημματικού τοίχου στην περιοχή απέναντι από τον βωμό. Η χρήση πειόμορφων συνδέσμων για την οριζόντια σύνδεση χρονολογεί την κατασκευή αυτή στον -4ο ή στον -3ο αι.
Αρχαία Αλίφειρα, ναός Αθηνάς: Οι κατακεκλιμένοι κίονες. |
Προς τη ΒΔ γωνία του ανδήρου βρισκόταν το βάθρο στο οποίο θα ήταν στημένο το χάλκινο κολοσσικό άγαλμα της Αθηνάς, που μας μαρτυρείται από τον Πολύβιο και τον Παυσανία413 [πίν.6α-β]. Σε απόσταση περίπου 16μ. Β του ναού και 9μ. Δ του βωμού ανακαλύφθηκε μία εξομαλυμένη επιφάνεια του φυσικού βράχου συνολικών διαστάσεων 5,00x 5,50μ. Δημιουργείται μία εσωτερική επιφάνεια διαστάσεων 4,00x 4,54μ., που περικλείεται από ένα αυλακοειδές λάξευμα πλάτους 0,40- 0,46μ. και βάθους 0,05- 0,12μ. ·πρόκειται για την κοίτη θεμελίωσης τοίχου, ένα πολύ μικρό τμήμα του οποίου διατηρήθηκε στη ΝΔ γωνία. Από το ίδιο το βάθρο βρέθηκαν πάνω στη εξομαλυμένη επιφάνεια του βράχου αλλά όχι στην αρχική τους θέση τέσσερις γωνιόλιθοι από ασβεστόλιθο. Στην άνω επιφάνεια ενός εξ αυτών σώζεται τμήμα τόρμου συνδέσμου διπλού Τ. Στο άνω τμήμα της κατακόρυφης επιφάνειας ενός από τους γωνιόλιθους διασώθηκε η απόληξη από τους δύο στίχους επιγραφής «ἐπο]ΙΗΣΕ / ΔΙΟΣ»414. Σύμφωνα με τον Ορλάνδο ο ενικός που χρησιμοποιείται στο σωζόμενο τμήμα της υπογραφής υποδεικνύει ότι πρέπει να εμπιστευτούμε τη μαρτυρία του Παυσανία έναντι του Πολύβιου και να θεωρήσουμε το χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς ως έργο του Υπατόδωρου.
Ο Παυσανίας αναφέρει ξανά τον Υπατόδωρο μαζί με έναν Αριστογείτονα ως δημιουργούς των Επτά επί Θήβας, του αναθήματος των Αργείων στους Δελφούς για τη νίκη τους με τη βοήθεια των Αθηναίων εναντίον των Λακεδαιμονίων στην Οινόη της Αργολίδας (-460/-456)415. Οι υπογραφές των δύο αυτών γλυπτών, των Θηβαίων Υπατόδωρου και Αριστογείτονα, μας έχουν σωθεί σε μία ενεπίγραφη βάση αναθήματος στους Δελφούς του Ορχομένιου Επίδαλλου (= Επίζηλου), που εντάσσεται γενικώς προς τα μέσα του -5ου αι.416. Από την άλλη η ακμή του Υπατόδωρου τοποθετείται από τον Πλίνιο στα -372/ -369, κι ως εκ τούτου η παλαιότερη έρευνα υπέθεσε είτε ότι ο Πλίνιος υπέπεσε σε πλάνη είτε ότι αναφέρεται σε έναν νεότερο Υπατόδωρο του -4ου αι., ίσως εγγονό του γλύπτη που έδρασε στους Δελφούς στα μέσα του -5ου αι.417.
Ο Ορλάνδος θεωρεί ότι η σωζόμενη επιγραφή στο βάθρο του αγάλματος δεν συμβάλλει στο ζήτημα της χρονολόγησης αυτού ούτε και του Υπατόδωρου: είναι σίγουρα μεταγενέστερη της εισαγωγής του ιωνικού αλφαβήτου στα -403/2, αλλά θα μπορούσε να πρόκειται για μία μεταγενέστερη ανανέωσή της κι όχι για την πρωταρχική επιγραφή. Από την άλλη φαίνεται να αποκλείει τη χρονολόγηση μετά τον συνοικισμό της Μεγαλόπολης, όταν θα ήταν οικονομικά αδύνατο για τους Αλιφειρείς να προβούν σε μία τέτοια παραγγελία, αποδίδοντας έτσι περισσότερο σε πλάνη τη μαρτυρία του Πλίνιου. Καταλήγει ότι το άγαλμα της Αθηνάς έγινε από τον Υπατόδωρο, τον γλύπτη των δελφικών αναθημάτων, στο β’ μισό του -5ου αι. και πιθανώς προς τα τέλη του αιώνα.
Αρχαία Αλίφειρα, ναός Αθηνάς: Ηγεμόνες στρωτήρες και καλυπτήρες κέραμοι εν προχείρω ανασυνθέσει. |
Ευρήματα από το ιερό
Βάσεις
Λίγο μπροστά από το Α ήμισυ της Β πλευράς του ναού, σε απόσταση από 0,45 ως 0,76 μ., αποκαλύφθηκαν στη σειρά έξι βάσεις in situ, που διασώθηκαν επειδή πάνω σε αυτές ήταν θεμελιωμένος ο Β τοίχος του νεότερου ναΐσκου της Αγ. Ελένης418 [πίν.6γ]. Διασκορπισμένες «προ του ναού και εις το κάτω μέρος του βαθμιδωτού αναλήμματος» βρέθηκαν άλλες πέντε βάσεις όμοιου σχήματος και παραπλήσιων διαστάσεων419 [πίν.6δ]. Η πρωταρχική θέση των τελευταίων είναι άγνωστη. Δεν αποκλείεται να βρίσκονταν κι αυτές μπροστά από τη Β πρόσοψη, ώστε η σειρά των παρόμοιων βάσεων να συνεχιζόταν κατά μήκος σχεδόν όλης της Β πλευράς του ναού. Βέβαια η υπόθεση αυτή είναι κάπως προβληματική από τη στιγμή που στη Β πλευρά βρισκόταν η κύρια είσοδος του ναού.
Όλες οι παραπάνω βάσεις είναι μονολιθικές, απλού ορθογώνιου σχήματος χωρίς κυμάτια και κατασκευασμένες από τον ντόπιο φαιοκύανο λίθο. Αυτές που σώζονται κατά χώραν είναι τοποθετημένες απευθείας στον φυσικό βράχο εκτός από δύο, στις οποίες παρεμβάλλεται ένα ελαφρώς εξέχον υπόβαθρο. Από τις ένδεκα βάσεις οι οκτώ φέρουν στην άνω επιφάνειά τους μία τετράγωνη βάθυνση (βάθους 0,025μ.), γύρω από την οποία σχηματίζεται ένα πλαίσιο πλάτους 0,05-0,105μ. Σύμφωνα με τον Ορλάνδο η βάθυνση αυτή χρησιμεύει για την στερέωση «είτε ανωτέρας τινός βαθμίδος ιδία όμως της πλίνθου μαρμαρίνων ανδριάντων ή και επιγραφών»420. Δύο από τις βάσεις έχουν τελείως λεία την άνω οριζόντια επιφάνειά τους, ενώ σε μία άλλη υπάρχουν λαξεύματα για το στήσιμο χάλκινου αγάλματος.
Εκτός από αυτές τις απλές βάσεις, που θα πρέπει να είναι οι αρχαιότερες σύμφωνα με τον Ορλάνδο, βρέθηκε μία αυτοτελής κυματιοφόρος επίστεψη βάσης, καθώς και τμήματα από την κρηπίδα βάσης που, όπως είδαμε, ο Ορλάνδος υποθετικά αποδίδει στον βωμό421. Βρέθηκε επίσης μία αποσπασματικά σωζόμενη βάση μορφής ισόπλευρου τριγωνικού πρίσματος, η οποία είναι κατασκευασμένη από φαιοκύανο τιτανόλιθο και σώζεται σε ύψος 0,78μ.422. Κοσμείται με αιγυπτιάζον κυμάτιο και παρουσιάζει ισχυρή μείωση προς τα άνω. Σύμφωνα με τον Ορλάνδο η βάση δεν θα είχε πολύ μεγαλύτερο πρωταρχικό ύψος και θα πρέπει να ήταν στημένη μπροστά από τοίχο εξαιτίας της επεξεργασίας της οπίσθιας πλευράς της. Παρατηρεί ότι τέτοιες βάσεις συνηθίζονταν κυρίως για Εκαταία, ωστόσο δεν αποκλείεται να έφερε τρίποδα ή άγαλμα κατά το παράλληλο της βάσης της Νίκης του Παιωνίου στην Ολυμπία423.
Από τα αγάλματα που θα ήταν στημένα ενδεχομένως σε κάποιες από τις παραπάνω βάσεις βρέθηκε κατά την ανασκαφή μόνο ένα τμήμα χεριού από μαρμάρινο υστεροαρχαϊκό κούρο. Πρόκειται για τον πήχη και το άκρο δεξί χέρι αγάλματος μικρότερου του φυσικού μεγέθους από χονδρόκοκκο νησιωτικό μάρμαρο, το οποίο ο Ορλάνδος χρονολογεί στα -500/ -490 424 [πίν.6ε]. Η διαμπερής οπή στο χέρι υποδεικνύει ότι κρατούσε κάποιο σιδερένιο κυλινδρικό αντικείμενο, ίσως τόξο.
Επιγραφές
Κατά την ανασκαφή στο ιερό βρέθηκε μία ενεπίγραφη στήλη και τμήματα άλλων τεσσάρων από τον ίδιο ντόπιο ασβεστόλιθο, που σύμφωνα με τον Ορλάνδο θα ήταν ιδρυμένες μπροστά από την πρόσοψη του ναού, γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό στη μικρή εκκλησία που είχε ανεγερθεί πάνω στον πρόναο425. Η ακέραιη στήλη, που παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον για την Αλίφειρα, παρέχει την επιβεβαίωση της ταύτισης του ιερού, αφού σε αυτήν δηλώνεται το στήσιμό της στο ιερό της Αθηνάς και αναφέρεται και ο ναός της θεάς. Με τις επιγραφές αυτές ο Ορλάνδος δημοσιεύει και μία στήλη διαφορετικής προέλευσης, επειδή από το περιεχόμενό της προκύπτει ότι θα ήταν στημένη στο ιερό της Αθηνάς. Ως οικοδομικό υλικό στην εκκλησία δηλώνεται ρητά ότι έχουν χρησιμοποιηθεί δύο συνανήκοντα θραύσματα στήλης. Σε αυτήν φαίνεται ότι ήταν χαραγμένο σε αρκαδική διάλεκτο ένα ψήφισμα του ύστερου -3ου ή πρώιμου -2ου αι. δικαστών άγνωστης πόλης σχετικά με τον διακανονισμό των συνόρων μεταξύ της Αλίφειρας και του Λέπρεου426. Ένα μικρό θραύσμα επιγραφής αναφέρεται ότι βρέθηκε «παρά την βόρειον στενήν πλευράν του πτερού του ναού της Αθηνάς, πλησίον των αναθηματικών βάθρων»427. Σε αυτό σώζονται γράμματα από δύο στίχους· σύμφωνα με την υποθετική μεταγραφή ο Ορλάνδος θεωρεί ότι η επιγραφή είναι γραμμένη στην ηλειακή διάλεκτο και μεταγενέστερη του -300.
Ο Ορλάνδος είχε εντοπίσει μία αποκρουσμένη ασβεστολιθική στήλη κτισμένη στον πυθμένα βαθιού αυλακιού στη θέση Λεύκο «παρά την Τριτωνίδαν κρήνην (Νεροσίτσα)»· η τύχη της αγνοείται, ώστε υπάρχει δυσκολία ως προς την ανάγνωση και την ερμηνεία του περιεχομένου της428. Η επιγραφή, γραμμένη σε ηλειακή διάλεκτο, χρονολογείται στο β’ μισό του -3ου αι. και πρωταρχικά θα ήταν στημένη στο ιερό της ακρόπολης, εφόσον σε αυτήν ορίζεται οι στήλες («τα[ὶ]ρ δὲ στάλαιρ») να στηθούν «ἐν τõι ἱαρõι τᾶρ Ἀθ[ά]ναρ». Ο Ορλάνδος θεώρησε ότι πρόκειται για κρίση ή απόφαση του δικαστηρίου της Αλίφειρας σχετικά με μία διαφορά μεταξύ ενός Αριστόδαμου και ενός Καλλίστρατου. Υποθέτει ότι θα ήταν σημαντικά πρόσωπα, ίσως πολιτικοί ηγέτες, ώστε η μία στήλη να δημοσιευτεί στο ιερό της πολιούχου θεότητας, ενώ αντίγραφό της θα ήταν στημένο σε άλλη πόλη429. Ωστόσο στο σωζόμενο κείμενο φαίνεται να γίνεται λόγος για στήλες (στον πληθυντικό), που σχετίζονται μόνο με το ιερό της Αθηνάς χωρίς να υπάρχει άλλου είδους τοπογραφικός προσδιορισμός430. Όσον αφορά τον χαρακτήρα της επιγραφής γενικής αποδοχής έχει τύχει η κρίση του Robertson ότι πρόκειται για ένα ψήφισμα της Ήλιδας που διευθετεί τοπικά ζητήματα της Αλίφειρας, ακριβώς στην περίοδο που βρίσκεται υπό τον έλεγχό της (περίπου -244/ -219), ή αναλαμβάνει διαιτητικό ρόλο για τον διακανονισμό διαφορών μεταξύ της Αλίφειρας και μίας άλλης γειτονικής πόλης431.
Ναός Αθηνάς: Άποψις των θεμελίων του βωμού από Δυσμών |
Η ορθογώνια ασβεστολιθική στήλη που βρέθηκε στο ιερό απολήγει σε «καμπυλόπλευρο αέτωμα»432. Συνιστά πολύτιμη μαρτυρία για ένα άγνωστο αλλά προφανώς σημαντικό γεγονός για την τοπική ιστορία της Αλίφειρας: την απελευθέρωση της πόλης από κάποιον Κλεώνυμο, που εκδίωξε τη φρουρά του Αριστόλαου και τους πειρατές433· εγκαινιάζεται μία νέα εποχή για την πόλη και στο πλαίσιο αυτό παρέχεται αμνηστία και απαλλαγή των χρεών και θεσπίζονται κανονισμοί. Το κείμενο παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες αποκρυπτογράφησης και ερμηνείας. Είναι ενδεικτικό ότι η εκδοχή του Ορλάνδου διαφέρει πολύ από του Te Riele, που έχοντας πάρει την άδειά του είχε δημοσιεύσει ανεξάρτητα την επιγραφή ένα χρόνο πριν την έκδοση της μονογραφίας για την Αλίφειρα.
Όσον αφορά τη χρονολόγηση και την ερμηνεία της επιγραφής και οι δύο μελετητές, όπως και άλλοι στη συνέχεια, επικεντρώθηκαν στην ταύτιση των δυνάμεων κατοχής και των εμπλεκόμενων προσώπων (ιδίως των πειρατών) σε σχέση με γνωστές ιστορικές περιστάσεις. Ο Ορλάνδος πιστεύει ότι ο Κλεώνυμος ταυτίζεται με τον τύραννο των Φλιασίων, που θα βοήθησε στην εκδίωξη της μακεδονικής φρουράς υπό τον Αριστόλαο και των Ιλλυριών πειρατών μάλλον γύρω στα -235/ -230 434. Ο Te Riele συσχετίζει την απελευθέρωση της Αλίφειρας με την κατάληψη της πόλης από τον Φίλιππο Ε’ το -219/8, όταν η Αλίφειρα θα απαλλάχθηκε από τη φρουρά των Ηλείων και τους Αιτωλούς πειρατές που την ενίσχυαν· αν ο Κλεώνυμος δεν ήταν κάποιο πρόσωπο στην υπηρεσία των Μακεδόνων, ίσως ήταν κάποιος που διαπραγματεύτηκε την ασφάλεια των συμπολιτών του και βοήθησε στην απομάκρυνση των Ηλείων και των Αιτωλών435. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του Schwertfeger436, που ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία του Te Riele δεν συμφωνεί με το κείμενο της επιγραφής και του Ορλάνδου δεν μπορεί να ισχύει, γιατί εκείνα τα χρόνια η Αλίφειρα βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ηλείων. Χρονολογεί την επιγραφή το -273, επειδή ταυτίζει τον Κλεώνυμο με τον δεύτερο γιο του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Β’, που μετά το -274/3 συμμετείχε στην εκστρατεία του Πύρρου εναντίον του Αντίγονου Γονατά στην Πελοπόννησο με στόχο την απελευθέρωση των πόλεων που βρίσκονταν υπό μακεδονική κατοχή. Ως παράλληλο από την προγενέστερη έντονη δραστηριότητα αυτού του σημαντικού Αγιάδη στρατηγού αναφέρει την κατάκτηση της Τροιζήνας το -278, της οποίας φερόταν και ως «απελευθερωτής»437.
Σε κάποιο σημείο της επιγραφής αναφέρεται ότι στην περίπτωση που κάποιος παραβεί τα προαναφερθέντα, «ὀφλέτω μυρίας δραχμὰς ἱερὰς ταῖ / Ἀθάναι καὶ κάταρος ἔστω» (στ.13-14). Στη συνέχεια ορίζεται οι δαμιοργοί να γράψουν τη στήλη και να την στήσουν στο ιερό της Αθηνάς και επίσης να αποθέσουν στο ναό της θεάς το κείμενο του όρκου που ορκίστηκαν με την αποχώρηση του Κλεώνυμου σύμφωνα με την ερμηνεία των Thür και Taeuber438. Αντίθετα ο Ορλάνδος θεωρεί ότι «οι Αλιφειρείς θα ωρκίσθησαν τον νενομισμένον όρκον, και ότι θα μετέβησαν πιθανώτατα μετά του Κλεωνύμου εις τον ναόν της Αθηνάς ίνα ευχαριστήσουν την θεάν επί τη διάσωσεί των» και ότι το ναό «επεσκέφθη και ο Κλεώνυμος, ως ρητώς αναφέρει τούτο η επιγραφή»· και ο Te Riele δέχεται ότι ο όρκος έγινε όταν ο Κλεώνυμος πήγε στο ναό, μετά την απελευθέρωση της πόλης, για τη συμφιλίωση των δύο πλευρών439. Όμως, όπως παρατηρείται, παρά την κάποια ασάφεια στη δομή του χωρίου αυτού, είναι πιο λογικό να υπάρχει η δευτερεύουσα πρόταση «ἐπεὶ Κλεώνυμος παρῆλθε» και το «ἰν τὸν ναὸν» να αναφέρεται στην κατάθεση του όρκου, ενώ το στήσιμο της στήλης γίνεται «ἰν τὸ ἱερὸν τᾶς Ἀθάνας»440. Σύμφωνα με τις συμπληρώσεις και την ερμηνεία των Thür και Taeuber, οι οποίοι αποδέχονται τη χρονολόγηση του Schwertfeger και την ταύτιση του Κλεώνυμου με τον γνωστό Αγιάδη στρατηγό, το χρηματικό πρόστιμο προς τη θεά και η κατάρα επιβάλλεται σε όποιον από τους δαμιοργούς ή χρεονόμους δεν πράξουν σύμφωνα με τη «συνθήκαν». Κατά τη διάρκεια της μακεδονικής κατοχής πολλοί πολίτες θα είχαν εξοριστεί ή φύγει οικειοθελώς από την Αλίφειρα και στη συνέχεια προσέτρεξαν στη βοήθεια του Κλεώνυμου, ο οποίος μετά την απελευθέρωση έκανε συμφωνία, συνθήκη, με την πόλη, που επισφραγίστηκε με όρκο441.
Μικροευρήματα
Ο Ορλάνδος πραγματεύεται σε ξεχωριστό κεφάλαιο «τα εκ της ανασκαφής του ναού προελθόντα κινητά ευρήματα»442. Ανάμεσα σε αυτά κυριαρχούν τα μετάλλινα αντικείμενα, κι ελάχιστα είναι τα πήλινα. Δεν γνωρίζουμε πόσα από τα ευρήματα δημοσιεύει και ποιο είναι το κριτήριο επιλογής του. Για παράδειγμα, λέει ότι «χαρακτηριστικόν της ανασκαφής εύρημα είναι και αριθμός τις γυναικείων περονών», ωστόσο δημοσιεύει μόνο τρεις443. Στο Μουσείο της Ολυμπίας έχουν εντοπιστεί αδημοσίευτες περόνες από την Αλίφειρα, που θα μπορούσαν να προέρχονται όντως από το ιερό της Αθηνάς. Επιπλέον, δημοσιεύει μία φωτογραφία με «χαλκά αντικείμενα εκ του ναού αποκείμενα εις την τοπικήν συλλογήν» [πίν.7α], χωρίς να γίνεται σαφές από το κείμενο ότι βρέθηκαν κατά την ανασκαφή του στο ιερό της Αθηνάς444. Δεν καταλαβαίνουμε γιατί διαχωρίζει αυτά τα ευρήματα από άλλα που λέει ότι έχουν μεταφερθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στο κείμενο αναφέρει λίγα από τα ευρήματα της φωτογραφίας και χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό. Από τη στιγμή που μάλιστα ανάμεσα σε αυτά αναγνωρίζονται κάποια πρώιμα αντικείμενα, εύλογα κάποιοι μελετητές τοποθετούν ερωτηματικό για την προέλευσή τους.
Δεδομένων των παραπάνω και σε συνδυασμό με τις σχετικά περιορισμένες ανασκαφικές εργασίες στο ιερό, των οποίων δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια την έκταση, ίσως δεν μπορούμε να σχηματίσουμε μία πλήρη εικόνα, ωστόσο μπορούν να διατυπωθούν κάποιες παρατηρήσεις. Αρχικώς φαίνεται ότι ανάμεσά τους αναγνωρίζονται συνήθη αναθήματα, ορισμένα μάλιστα χαρακτηριστικά για τα αρκαδικά ιερά. Με βάση τη χρονολόγησή τους η αρχή της λατρείας φαίνεται να ανάγεται στο τέλος του -8ου αι., αν και η πλειονότητά τους χρονολογείται από τον -7ο αι. και στο εξής σύμφωνα με την Voyatzis, που πραγματεύεται τα ευρήματα στο πλαίσιο της μονογραφίας της445.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι κατά την ανασκαφή του ναού ο Ορλάνδος βρήκε ελάχιστα νομίσματα «κατά τας παρυφάς του πτερού», πέντε του -4ου και δύο του -3ου αι.446. Βρέθηκε επίσης ένα μικρό τμήμα λεπτότατου χάλκινου ελάσματος (σωζ. διαστ. 0,037x 0,029μ.), που φέρει ελαφρώς κοίλα γράμματα σε δύο στίχους και χρονολογείται πιθανόν στο β’ μισό του -3ου αι.447. Στα τρία γράμματα του δεύτερου στίχου αναγνωρίζει τα αρχικά της λέξης «ζάκορος», αξίωμα κάπως ανώτερο του νεωκόρου, και ίσως εδώ να γίνεται αναφορά σε μία γυναίκα στην υπηρεσία του ιερού της Αθηνάς.
Ένα σιδερένιο «εγχειρίδιον», μήκους 0,22μ.448, που πιθανόν είναι αιχμή δόρατος, καθώς και έξι σιδερένιες αιχμές βελών βρέθηκαν στα χώματα εξωτερικά της περίστασης. Ο Ορλάνδος δεν αποκλείει τα βέλη να σχετίζονται με την άλωση της πόλης από τον Φίλιππο Ε’449. Η Voyatzis φαίνεται να εκλαμβάνει τις αιχμές αυτές ως αναθήματα κάνοντας λόγο για τις μικρογραφικές χάλκινες αιχμές βελών από το ιερό της Αλέας Αθηνάς450. Ελάχιστα ήταν τα μολύβδινα ευρήματα, απ’ ό,τι φαίνεται μόνο δύο ακτινωτοί δακτύλιοι ή στέφανοι, που όπως παρατηρεί ο Ορλάνδος έχουν βρεθεί σε μεγάλο αριθμό στο ιερό της Ορθίας στη Σπάρτη και σε άλλα ιερά της Πελοποννήσου451. Πολύ λίγα ήταν και τα πήλινα ευρήματα. Ο Ορλάνδος ξεχωρίζει ανάμεσά τους δύο κεφαλές γυναικείων ειδωλίων, που χρονολογεί γύρω στο -500, και μία κεφαλή ζώου, ίσως πρόβατου452. Επίσης αναφέρει ένα πηνίο που βρέθηκε προς το ΝΑ τέρμα της περίστασης και κοσμείται με φυλλόσχημες ταινίες, εναλλάξ ερυθρές και μελανές453. Όσον αφορά την κεραμική κάνει λόγο μόνο για δύο μικρογραφικά αγγεία, μία βάση κύαθου και ένα μεγάλο τμήμα μελαμβαφούς σκύφου, που βρέθηκαν κάτω από το βοτσαλωτό δάπεδο του πρόναου454.
Άποψις των προ του ναού βάθρων αναθημάτων. |
Πολυπληθέστερα ήταν τα χάλκινα αναθήματα, στα οποία συγκαταλέγονται εκτός από περόνες διαφόρων τύπων επιμήκεις ταινίες λεπτότατου ελάσματος με οπές στα άκρα τους. Ο Ορλάνδος κάνει λόγο για 5 ακόσμητες και για άλλες 6 κοσμημένες με έκτυπες στιγμές με απλά γεωμετρικά μοτίβα και μία με καμπυλόγραμμα σχέδια. Θεωρεί πιθανότερο να αποτελούν την επένδυση ξύλινων κιβωτίων παρά αναθηματικά διαδήματα σύμφωνα με την άλλη ερμηνεία τους στην έρευνα455. Επίσης βρέθηκαν και κάποια ανάγλυφα ελάσματα «ειργασμένα επί μήτρας ή εμπαιστικώς (au repoussé)» είτε με απλά κοσμήματα, όπως ένας ρόδακας, είτε με ζωικές παραστάσεις, όπως ένας γρύπας, τα οποία φαίνεται να χρονολογεί πριν το -500· ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένα γοργόνειο των κλασικών χρόνων, που υποθέτει ότι θα ήταν επίσημα μικρής αναθηματικής ασπίδας456.
«Εκ των χυτών στερεών χαλκών ευρημάτων» ο Ορλάνδος σημαντικό θεωρεί το ανθεμωτό εξάρτημα λαβής χάλκινου αγγείου, ίσως λέβητα, που βρέθηκε εντός του σηκού. Θεωρεί ότι χρονολογείται στο β’ μισό του -6ου αι. και δεν αποκλείει να προέρχεται από λακωνικό εργαστήριο457. Αναφέρει επίσης και έναν «δικωνικό αστράγαλο» με διαμπερή οπή, μήκους 0,045 μ., που υποθέτει ότι προέρχεται από ένα μεγάλο αρχαϊκό αναθηματικό περιδέραιο458. Σύμφωνα με την ανάλυση της Voyatzis για τις χάλκινες ψήφους από το ιερό της Αλέας Αθηνάς η ψήφος της Αλίφειρας εντάσσεται σε έναν τύπο, που έχει μεν παράλληλα από όλη την Ελλάδα, όμως στην Πελοπόννησο φαίνεται ότι υπήρχε παραγωγή ήδη πριν το τέλος του -8ου αι.459.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η διαπίστωση της Voyatzis ότι ένα από τα ελάσματα που δημοσιεύει ο Ορλάνδος συνιστά στην ουσία μία μικρογραφική ασπίδα ενός τύπου που φαίνεται ότι ήταν ένα ιδιαίτερο και δημοφιλές ανάθημα στην Αρκαδία, όπου αντιπροσωπεύεται με 15 δείγματα στο ιερό της Αλέας Αθηνάς και 3 δείγματα στο ιερό των Λούσων460 [πίν.7β]. Συγκεκριμένα η ασπιδίσκη αυτή σχετίζεται με τη γεωμετρική ασπίδα τύπου Διπύλου και στη σχετική συζήτηση η Voyatzis καταλήγει ότι τα ασυνήθιστα αυτά αναθήματα χρονολογούνται στον -8ο αι. ή μετά και συνιστούν μία σχηματοποιημένη παραπομπή στη μυκηναϊκή οκτώσχημη ασπίδα δηλώνοντας την αρχαιότητα της λατρείας και προσδίδοντας στη θεότητα την όψη της προστάτιδας461.
Η πρωιμότερη από τις 3 περόνες [πίν.7δ] που δημοσιεύει ο Ορλάνδος όπως κι ακόμη 5 αδημοσίευτα δείγματα στο Μουσείο της Ολυμπίας εντάσσονται σε έναν υστερογεωμετρικό τύπο που συναντάται και στον -7ο αι. Περόνες αυτού του τύπου, που κοσμούνται με δίσκο και σειρά σφαιριδίων σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, έχουν βρεθεί σχεδόν σε όλα τα ιερά της Πελοποννήσου και σπάνια σε διαφορετικά συμφραζόμενα462. Οι άλλες 2 περόνες που δημοσιεύει είναι αρχαϊκές· η κεφαλή τους διαμορφώνεται από έναν σχετικά μεγάλο επίπεδο δίσκο με μικρό κομβίο και πιο κάτω δύο σφαιρίδια463. Σύμφωνα με την Kilian-Dirlmeier πρόκειται για έναν πιθανότατα πελοποννησιακό τύπο, όπως είχε ήδη συμπεράνει ο Jacobstahl, που είχε διαμορφωθεί ήδη πριν τα μέσα του -7ου αι. και συναντάται στα περισσότερα ιερά της Πελοποννήσου και σε ιδιαίτερα μεγάλους αριθμούς στο ιερό της Ορθείας και στα Ηραία του Άργους και της Περαχώρας464. Ενδεχομένως στο ιερό της Αθηνάς υπήρχαν και άλλοι τύποι περονών, κάποιοι φαίνεται πως είναι απλούστερης μορφής και ως εκ τούτου δεν μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια465.
Το πρωιμότερο εύρημα από το ιερό συνιστά πιθανόν μία αποσπασματικά σωζόμενη πρωτογεωμετρική περόνη, που έχει αναγνωριστεί στη φωτογραφία του Ορλάνδου με «χαλκά αντικείμενα εκ του ναού αποκείμενα εις την τοπικήν συλλογήν». Η Kilian-Dirlmeier την δημοσιεύει με ερωτηματικό ως προς την προέλευσή της από το ιερό της Αθηνάς, ενώ και η Philipp την θεωρεί άγνωστης προέλευσης466. Ανήκει στον τύπο των υπομυκηναϊκών – πρωτογεωμετρικών περονών με σφαιρική κεφαλή και απολήγει σε μικρό δίσκο· η Πελοπόννησος (ιδίως η Αργολίδα) και η Αττική είναι οι βασικές περιοχές διάδοσης του τύπου αυτού467. Η Kilian-Dirlmeier παρατηρεί ότι η ανάθεση περονών είναι συνήθης κατά την πρωτογεωμετρική περίοδο σε πολλά ιερά, είναι αμφίβολο ωστόσο αν η αρχή του εθίμου ανάγεται στην υπομυκηναϊκή εποχή468.
Προβληματική είναι η παρουσία αυτού του πρώιμου μεμονωμένου ευρήματος, αλλά και κάποιων άλλων που ίσως χρονολογούνται πριν τον -8ο αι. σύμφωνα με τη Morgan, όπως κάποια από τα ελάσματα με τις έκτυπες στιγμές και οι δύο «πυκναί χαλκαί σπείραι» που βρίσκονταν «εις την συλλογήν του χωρίου Ρογκοζό (οικία Παναγιώτου Αθανασόπουλου»469. Ο Ορλάνδος τις αναφέρει με αφορμή το εύρημα μίας χάλκινης πεταλόμορφης έλικας που απολήγει σε δύο πυκνές σπείρες διαμ. 0,01 μ. και θεωρεί ότι συγκρατούσε τους βοστρύχους της κόμης470. Οι χάλκινες σπείρες ίσως προέρχονται από οκτώσχημες πόρπες, όπως αναγνωρίζει και η Voyatzis λέγοντας ότι είναι αγαπητές από τον -9ο έως τον -7ο αι.471.
Ως μεμονωμένο εύρημα αναφέρεται από τον Ορλάνδο μία χάλκινη «μικρά σπαθίς (spatula), πιθανώς εργαλείον καλλωπισμού»472 [πίν.7γ]. Η ταύτιση του αντικειμένου δεν είναι σίγουρη από τη στιγμή που σχετίζεται με έναν γεωμετρικό τύπο περονών με επίπεδη φυλλόσχημη κεφαλή, που στην Πελοπόννησο έχουν βρεθεί μόνο σε τάφους της Αργολίδας και ιερά της Αρκαδίας (ιδίως στην Τεγέα). Η ταύτιση των δειγμάτων που εντάσσονται στον τύπο αυτό από την Kilian-Dirlmeier είναι πράγματι προβληματική, ωστόσο η ίδια καταρρίπτει τις επιφυλάξεις στη σχετική συζήτηση473. Ενδεικτική πάντως του προβληματισμού είναι η ομοιότητα του ευρήματος της Αλίφειρας καθώς κι ενός όμοιου δείγματος από το ιερό της Τεγέας με το δόρυ που κρατά το χάλκινο αγαλμάτιο της θεάς από το τελευταίο ιερό.
Αρχαία Αλίφειρα: Λεπτομέρεια του ναού της Αθηνάς |
Κάποιες σκέψεις για το ιερό
Από το εσωτερικό του σηκού απουσιάζουν οποιεσδήποτε ενδείξεις για την ύπαρξη λατρευτικού αγάλματος. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με το μικρό πλάτος του μας οδηγεί στην υπόθεση ότι, αν υπήρχε άγαλμα εντός του ναού, αυτό θα ήταν μικρού μεγέθους. Πιθανόν θα επρόκειτο για το αρχαϊκό λατρευτικό άγαλμα που θα υπήρχε ήδη στον πρώιμο ναό και θα διατηρήθηκε και στον περίπτερο. Το κολοσσικό χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς που μαρτυρείται από τον Πολύβιο και τον Παυσανία θα στήθηκε στο μεγάλο βάθρο στη ΒΔ γωνία του ανδήρου κάποια στιγμή μεταξύ του πρώιμου -5ου και του πρώιμου -4ου αι. Ο Ορλάνδος θεωρώντας αφενός ότι ο σηκός προϋπήρχε και επισημαίνοντας αφετέρου τη θέση του βωμού μακριά από το ναό και σε αντιστοιχία με το βάθρο του κολοσσικού αγάλματος πιστεύει ότι το τελευταίο «συνεπλήρωνε λατρευτικώς το εντός του στενού αρχαϊκού σηκού παλαιόν ξόανον αυτής»474. Σύμφωνα με τον Ορλάνδο ο αρχαιότερος ναός θα είχε έναν πιθανώς μικρό βωμό λίγο μπροστά από την πρόσοψή του· αναζητήθηκε στην περιοχή λίγο μπροστά από τα βάθρα στη Β πρόσοψη του ναού και δεν βρέθηκε, ίσως επειδή ήταν από ευτελή υλικά ή γιατί δεν υπήρξε λεπτομερής η διερεύνηση του χώρου475. Κατά την υπόθεση αυτή, δηλαδή, όταν οι Αλιφειρείς επιθύμησαν να αποκτήσουν ένα νέο λατρευτικό άγαλμα της θεάς, σύμφωνα με τα πρότυπα και τις τάσεις της κλασικής εποχής, εξαιτίας έλλειψης χώρου αναγκάστηκαν να το τοποθετήσουν στο ύπαιθρο, ωστόσο προσάρμοσαν με αυτό τη θέση του βωμού, ώστε να μην παραγνωρίζεται η λατρευτική του λειτουργία476.
Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει είναι, γιατί δεν έκτισαν έναν μεγαλύτερο σηκό για τον περίπτερο ναό, ώστε να υπάρχει χώρος για ένα νέο μεγαλύτερο λατρευτικό άγαλμα. Φαίνεται να επαληθεύεται η υπόθεση του Ορλάνδου ότι ο σηκός προϋπήρχε και προστέθηκε σε αυτόν η περίσταση. Εφόσον αυτό αποκλείεται από την ανάλυση του Østby, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο ναός θα πρέπει να σχεδιάστηκε με βάση τις αναλογίες και το σχέδιο του αρχαϊκού ναού, όπως βλέπουμε να έχει γίνει και σε άλλες περιπτώσεις στην Αρκαδία· εντυπωσιάζουν ακόμη και για αυτή την περιοχή η μορφή και οι αναλογίες του σηκού για ένα ναό του πρώιμου -5ου αι. Από την άλλη γιατί άφησαν τόσο χώρο ελεύθερο μπροστά από το ναό; Μήπως εξαρχής υπήρχε η πρόθεση για τη δημιουργία ενός κολοσσικού αγάλματος στο ύπαιθρο; Ή μήπως διαδραμάτισαν ρόλο άλλοι παράγοντες, και ενδεχομένως ανάγκες της λατρείας; Η διαμόρφωση του ιερού στον -5ο αι. θα πρέπει να προσεγγιστεί πιθανόν ως μία ενιαία σύλληψη με την κατασκευή του ανδήρου και των επιμέρους στοιχείων του, άσχετα με το αν τμήματα του οικοδομικού προγράμματος εκτελέστηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Όπως έχει επισημανθεί το Α τείχος της ακρόπολης δημιουργεί ένα εντυπωσιακό φόντο για το κολοσσικό χάλκινο άγαλμα. Εξίσου εντυπωσιακή θα ήταν η εικόνα του βαθμιδωτού ανδήρου, που θα φάνταζε από μακριά εν είδει κρηπίδας να φέρει το ναό και το κολοσσικό άγαλμα477.
Ωστόσο η έμπνευση, κι όχι μόνο η εκτέλεση, του χάλκινου αγάλματος της Αθηνάς ίσως είναι μεταγενέστερη της ανέγερσης του περίπτερου ναού. Αναπόφευκτα έρχεται στο μυαλό μας η χάλκινη Αθηνά του Φειδία στην Ακρόπολη, κι ίσως δύσκολα θα δεχόμασταν ένα προγενέστερο παράλληλό της σε μία μικρή αρκαδική πόλη. Βέβαια, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το μέγεθος της Αθηνάς της Αλίφειρας και δεν είναι αναγκαστικό να ήταν τόσο μεγάλο όσο η φειδιακή Αθηνά478. Από αυτή την άποψη και γενικότερα διδακτική είναι η παράθεση της κατάστασης στο ιερό του Απόλλωνα των Βασσών στη γειτονική Φιγάλεια, παρόλο που κι αυτή ενέχει δυσκολίες από μόνη της. Στο ιερό της φάσης του ικτίνειου ναού θα υπήρχε ένα «χαλκοῦν ἄγαλμα Ἀπόλλωνος θέας ἄξιον, μέγεθος μὲν ἐς πόδας δώδεκα», το οποίο ο Παυσανίας είδε στην αγορά της Μεγαλόπολης, στημένο στο ύπαιθρο μπροστά από το τέμενος του Λύκαιου Δία, λέγοντας ότι «ἐκομίσθη δὲ ἐκ τῆς φιγαλέων συντέλεια ἐς κόσμον τῇ Μεγάλῃ πόλει»479. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν το χάλκινο αυτό άγαλμα του Απόλλωνα Επικούριου μεταφέρθηκε στη Μεγαλόπολη στα χρόνια της ίδρυσής της ή αργότερα, είχε όμως λατρευτικό χαρακτήρα στα χρόνια του Παυσανία, ο οποίος κάνει λόγο για αιματηρή θυσία προς τον Απόλλωνα Επικούριο στο πλαίσιο της ετήσιας εορτής του Απόλλωνα Παρράσιου στο Λύκαιο480. Δεν είναι ωστόσο σαφής η θέση και η λειτουργία του στο κλασικό ιερό των Βασσών, όπου γενικότερα παραμένει ανοικτό το ζήτημα για την αναγνώριση του λατρευτικού αγάλματος481. Όσον αφορά το χάλκινο άγαλμα το 1905 ο Καββαδίας είχε προτείνει ότι ήταν στημένο εκτός του ναού σε μία υποθεμελίωση βάσης κοντά στη ΝΔ γωνία του. Επανερχόμενος σε αυτή την πρόταση ο Cooper θεωρεί ότι το χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα Επικούριου ήταν αναθηματικό και μόνο στη Μεγαλόπολη θα έχαιρε κάποιας λατρείας.
Αρχαία Αλίφειρα, ναός Αθηνάς: Οι κατακεκλιμένοι κίονες από Βορρά μετά την στροφήν των. |
Αναρωτιόμαστε αν το χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα Επικούριου λειτούργησε ως έμπνευση για το άγαλμα της Αθηνάς στην Αλίφειρα ή αντίστροφα· αν μη τι άλλο και τα δύο αγάλματα δείχνουν μία τάση που συναντάται στην ίδια εποχή στην ευρύτερη περιοχή. Τελικά όμως μήπως το άγαλμα της Αθηνάς ήταν αναθηματικό, όπως εξάλλου και η φειδιακή χάλκινη Αθηνά στην Ακρόπολη; Αυτό θα το πρεσβεύαμε με μεγαλύτερη ασφάλεια, αν δεν υπήρχε ο άμεσος συσχετισμός του με τον βωμό. Όποιος θυσίαζε στον βωμό θα είχε πίσω του την απεικόνιση της θεάς, όπως γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις με τον βωμό που βρίσκεται μπροστά από το ναό, όπου στεγάζεται το λατρευτικό άγαλμα ως αποδέκτης και παραστάτης της θυσίας. Ο προσανατολισμός του ναού Β-Ν οφείλεται στη στενότητα του ανδήρου, ωστόσο ο βωμός διατηρεί τον κανονικό προσανατολισμό και δεν ξέρουμε αν αυτό υπαγορεύτηκε από λόγους λατρείας ή από την ύπαρξη του χάλκινου αγάλματος. Ο βωμός πάντως φαίνεται να είναι ακριβώς προσανατολισμένος στον άξονα Α-Δ, ενώ δεν είναι ακριβώς παράλληλος ούτε με τον αναλημματικό τοίχο ούτε με το βάθρο του αγάλματος, παρόλο που η μικρή διαφορά δε θα γινόταν αντιληπτή επιτόπου. Αν ο βωμός κατασκευάστηκε σε αυτή τη θέση για χάρη του χάλκινου αγάλματος, πού βρισκόταν πρωταρχικά;
Η απάντηση σε όλα αυτά τα ζητήματα σχετίζεται ενδεχομένως με τα αναπάντητα ερωτήματα για τη διαμόρφωση του πρώιμου ιερού. Ο βωμός του δεν έχει βρεθεί ούτε γνωρίζουμε πέραν πάσης αμφιβολίας αν ο προγενέστερος ναός βρισκόταν στη θέση του περίπτερου ναού. Γενικότερα είναι δύσκολα να φανταστούμε την περιοχή του ιερού πριν την κατασκευή του ανδήρου και της οχύρωσης που σχετίζεται άμεσα με αυτό. Η διαλεύκανση των προαναφερθέντων προβληματικών σημείων θα συνέβαλε, επιπλέον, στις γνώσεις μας για τη θρησκευτική ιδεολογία και λατρευτική πρακτική των αρχαίων. Όσον αφορά τα λατρευτικά αγάλματα, για παράδειγμα, η Scheer482, βασιζόμενη κυρίως στις γραπτές πηγές, επιδεικνύει μετριοπάθεια ως προς την ιεράρχηση των περισσότερων αγαλμάτων της ίδιας θεότητας στο ιερό και ως προς την αξιολόγηση της λατρευτικής λειτουργίας ενός αγάλματος υπογραμμίζοντας ότι σημασία έχει πρωτίστως η πεποίθηση των πιστών και δεν είναι τόσο δεσμευτική η θέση του και η σχέση του με τον βωμό.
Αρχαία Αλίφειρα, ναός Αθηνάς: Οι κατακεκλιμένοι κίονες από Βορρά μετά την στροφήν των |
ΕΛΕΝΗ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
«ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ»
317 Για τις δύο διαφορετικές γραφές του ονόματος της πόλης στις αρχαίες πηγές Ἀλίφειρα και Ἀλίφηρα, εκ των οποίων η πρώτη είναι η παλαιότερη και καλύτερα μαρτυρημένη (συναντάται ήδη σε επιγραφές του -3ου αι. και σε νομίσματα επί της Αχαϊκής Συμπολιτείας), καθώς και για την εικαζόμενη ετυμολογία και την προ-ελληνικότητα του ονόματος, βλ. Ορλάνδος 1967-68, 9-12· πρβλ. Te Riele 1967, 209 σημ.1.
318 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 7 με σημ.2-4, πίν.1. Για την περιγραφή της φυσικής τοπογραφίας της θέσης βλ. Te Riele 1967, 209, εικ.1-4· Ορλάνδος 1967-68, 5-7, εικ.2-5, πίν.1-2· Jost 1985, 78· Παπανικολάου 1996, 7-11.
319 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 4 με σημ.2 για την παράθεση της σχετικής βιβλιογραφίας.
320 Παυσ. 8,26,6. Βλ. Leake 1830II, 71-81, και συγκεκριμένα 73 και 79, όπου και παραθέτει ένα πρόχειρο τοπογραφικό διάγραμμα με τη θέση των δύο ναών· πρβλ. Ορλάνδος 1967-68, 7-8, εικ.6. Ήδη ο Gell 1817, 114 είχε υποθέσει ότι το κάστρο της Νεροβίτσας μπορεί να ταυτίζεται με την Αλίφειρα.
321 Βλ. Ορλάνδος 1967-68· πρβλ. τις βιβλιοκρισίες των O. Broneer, AJA 73, 1969, 478-480 και R. Martin, RA 1970, 343-345. Πριν την τελική δημοσίευση συναντάμε σε διάφορα περιοδικά σύντομες ανακοινώσεις των ανασκαφών, βλ. για τη σχετική βιβλιογραφία Ορλάνδος 1967-68, 1 σημ.1. Βλ. επίσης Orlandos 1973. Το βιβλίο για την Αλίφειρα του ντόπιου καθηγητή Μέσης Εκπαίδευσης Παπανικολάου 1996 βασίζεται στη μελέτη του Ορλάνδου, ενώ προστίθενται κάποιες παρατηρήσεις από την αυτοψία του και τη σημερινή κατάσταση των μνημείων. Για το ιερό του Ασκληπιού, η ταύτισή του οποίου δεν έχει αμφισβητηθεί, παρόλο που δεν έχει επιβεβαιωθεί από ευρήματα, βλ. Riethmüller 2005, 189-194 και Alevridis – Melfi 2005. Για την Αλίφειρα βλ. επίσης Frazer IV, 297-301· Παπαχατζής 4, 282-289, εικ.265-276· Jost 1985, 77-82· Pritchett 1989, 41-46· Moggi – Osanna 2003, 411-413· IACP 509-510 αρ.266.
322 Η νεκρόπολη εκτείνεται στις Α και Ν υπώρειες της λοφοσειράς, όπου και παλαιότερα ήταν ορατοί αρκετοί μνημειακοί τάφοι της ελληνιστικής εποχής. Ο Ορλάνδος 1967-68, 203-243 διερεύνησε 6 τάφους συστηματικά, εκ των οποίων οι 3-4 έχουν ναόσχημη πρόσοψη και στο πίσω μέρος τους θήκες λαξευμένες στον βράχο. Ο μοναδικός για την Πελοπόννησο τύπος του τάφου συσχετίστηκε από τον Ορλάνδο 1967-68, 209-210 με την παρουσία Μακεδόνων στην Πελοπόννησο κατά τον ύστερο 4ο και τον 3ο αι. π.Χ. Πρβλ. O. Broneer, AJA 73, 1969, 479· Felten 1987, 68-69· Pritchett 1989, 49 με σημ.104. Παρόμοιοι τάφοι αποκαλύφθηκαν πρόσφατα και στη γειτονική Φιγάλεια.
323 Για την περιγραφή της οχύρωσης βλ.Ορλάνδος 1967-68,27-41, πίν.2· πρβλ. Lawrence 1979, 461.
324 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 41-42, εικ.24· Πίκουλας 1983, 48-49.
325 Βλ. Πίκουλας 1983· Pritchett 1989, 41-46.
326 Βλ. Παυσ. 8,3,1-4· πρβλ. Στέφ. Βυζ. λ. Ἀλίφηρα, «πόλις Ἀρκαδίας, ἀπὸ Λυκάονος παιδὸς Ἀλιφήρου». Επιπλέον ο Απολλόδ. 3,8,1 παραθέτει τα ονόματα των 50 γιων του Λυκάονα, από τα οποία ωστόσο μόνο 11 συμπίπτουν με αυτών του Παυσανία, ανάμεσά τους κι αυτό του Αλίφηρου. Σχετικά βλ. Roy 1968. Για τον οικιστή βλ. Παυσ. 8,3,4 και 8,26,6· για τις διαφορετικές γραφές του ονόματος στα χειρόγραφα βλ. Ορλάνδος 1967-68, 9 σημ.3 και Παπαχατζής 4, 462 σημ.14. Σε ένα γνωστό από παλαιά επιτύμβιο επίγραμμα του -3ου αι. η πόλη χαρακτηρίζεται ως «εὐκλεες ἀρχαῖον κτίσμα Ἀλιφοιο» – το όνομα Άλιφος θα μπορούσε να εκληφθεί ως σύντμηση του Αλίφηρος, βλ. Ορλάνδος 1967-68, 9, 212-213.
327 Βλ. Παυσ. 8,27,7. Παυσ. 8,27,4: «Ἐκ δε κυνουραίων τῶν ἐν Ἀρκαδίᾳ Γόρτυς καὶ Θεισόα ἡ προς Λυκαίῳ καὶ Λυκαιᾶται καὶ Ἀλίφηρα· …»· πρβλ. και Παυσ. 8,26,5: «Ἔστι δὲ Ἀλίφηρα πόλισμα οὐ μέγα· ἐξελείφθη γὰρ ὑπὸ οἰκητόρων πολλῶν ὑπὸ τὸν συνοικισμὸν τῶν ἀρκάδων ἐς Μεγάλην πόλιν».
328 Jost 1985, 77 με σημ.3· IACP 509. Για την ιστορία της Αλίφειρας βλ. Ορλάνδος 1967-68, 13-23· Robertson 1976, 261, 265-266· Παπαχατζής 4, 283-288· Nielsen 2002β, 298-301.
329 Πολύβ. 4,77,10.
330 Βλ. Πολύβ. 4,78.
331 Θεωρείται ότι ο Φίλιππος Ε’ την παραχώρησε στη Μεγαλόπολη το 199 π.Χ., από την οποία την απέσπασε μαζί με άλλες αρκαδικές πόλεις ο Φιλοποίμην περί το 194 π.Χ., βλ. Robertson 1976, 265-266· πρβλ. Ορλάνδος 1967-68, 20-21. Ωστόσο από άλλους δεν θεωρείται βέβαιη η προσάρτησή της στη Μεγαλόπολη σε αυτά τα χρόνια. Για τα νομίσματα βλ. ΗΝ2 418· Ορλάνδος 1967-68, 21-22, εικ.7.
332 Παυσ. 8,26,5. Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 22.
333 Ορλάνδος 1967-68, 22-23, 244.
334 Πολύβ. 4,78,3.
335 Για την ακρόπολη της Αλίφειρας ο Πολύβιος χρησιμοποιεί ως συνώνυμους όρους τις λέξεις «ἄκραν» και «ἀκρόπολιν»· την τελευταία την χρησιμοποιεί μόνο μία φορά εναλλακτικά για την καλύτερη μορφή του κειμένου, πρβλ. Πίκουλας 1983, 17. Ήδη ο Curtius 1851, 363 σημ.13 είχε υπογραμμίσει ότι από τα συμφραζόμενα του Πολύβιου δεν προκύπτει ότι το άγαλμα της Αθηνάς ήταν στημένο εντός του ναού όπως είχε αναφέρει ο Leake 1830II, 79.
336 Πολύβ. 4,78,4-5: «οὗ τὴν μὲν αἰτίαν, ἀπὸ ποίας προθέσεως ἢ χορηγίας ἔλαβε τὴν ἀρχὴν τῆς κατασκευῆς, ἀμφισβητεῖσθαι συμβαίνει καὶ παρὰ τοῖς ἐγχωρίοις – οὔτε γὰρ πόθεν οὔτε τίς ἀνέθηκεν εὑρίσκεται τρανῶς – τὸ μέντοι γε τῆς τέχνης ἀποτέλεσμα συμφωνεῖται παρὰ πᾶσι, διότι τῶν μεγαλομερεστάτων καὶ τεχνικωτάτων ἔργων ἐστίν, Εκατοδώρου καὶ Σωστράτου κατεσκευακότων».
337 Βλ. Πολύβ. 4,78,6-13. Για αντιπερισπασμό ο Μακεδόνας βασιλιάς έβαλε τους στρατιώτες να στήσουν σκάλες στα τείχη, ενώ ο ίδιος με λίγους επίλεκτους ανέβηκε στον λόφο χωρίς να γίνει αντιληπτός και κατέλαβε «τὸ προάστειον τῆς ἄκρας», που το βρήκε έρημο και το πυρπόλησε. Μπροστά στην επέλαση των υπόλοιπων στρατιωτών, που είχαν ήδη παραταχθεί σε άλλα σημεία, αυτοί που υπερασπίζονταν τα τείχη κατέφυγαν στην ακρόπολη κι από εκεί έστειλαν διαπραγματευτές στον Φίλιππο για συνθηκολόγηση. Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 17-20, πίν.2, για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων σε σχέση με την τοπογραφία της Αλίφειρας. Ο Πίκουλας 1983 στο σχετικό άρθρο του διατυπώνει διάφορες σκέψεις και απορίες που προκύπτουν με αφορμή το χωρίο του Πολύβιου από τη μελέτη του Ορλάνδου και από επιτόπια έρευνά του και αποκαθιστά πειστικά την πορεία των επιχειρήσεων. Κρίσιμης σημασίας είναι σχετικά η ταύτιση της περιοχής «προάστειον τῆς ἄκρας», για την οποία ο Ορλάνδος 1967-68, 18-20, πίν.2 πιστεύει ότι βρίσκεται Β-ΒΔ της ακρόπολης, ενώ ο Πίκουλας 1983 εστιάζοντας σε αυτό το ζήτημα επαναπροτείνει και τεκμηριώνει την άποψη ότι ο χαρακτηρισμός αυτός αφορά την προς τα ΝΑ της ακρόπολης οχυρωμένη γλώσσα εδάφους. Πρβλ. Pritchett 1989, 41-46.
338 Παυσ. 8,26,6-7.
339 Ορλάνδος 1967-68, 13· Orlandos 1973, 34· Moggi – Osanna 2003, 412.
340 Για την επίκληση σε κάποιες εκδόσεις έχει προταθεί η γραφή «λοχεάτου» [Παπαχατζής 4, 486 σημ.7].
341 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 4 σημ.1, 25, 42, εικ.24Ψ· πρβλ. Moggi – Osanna 2003, 413.
342 Εξαιτίας της στενής σχέσης της Αθηνάς με τον Δία πιστεύεται ότι ο βωμός του θα πρέπει να αναζητηθεί στο εσωτερικό του τεμένους της Αθηνάς σύμφωνα με τους Moggi – Osanna 2003, 412.
343 Ορλάνδος 1967-68, 132. Δεν γνωρίζουμε τίποτε για την εμφάνιση του αγάλματος και δεν μπορούμε να βασιστούμε στη μαρτυρία του Leake 1830II, 80 για την απεικόνιση της θεάς σε έναν όνυχα, χαμένο σήμερα, που είχε αγοράσει από έναν Τούρκο του γειτονικού χωριού Φαναρίου.
344 Βλ. Overbeck 1868, 298 αρ.1573· Ορλάνδος 1967-68,128-129 με σημ.1·Moggi–Osanna2003, 413.
345 Nick 2002, 147.
346 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 25-26. Για τον Μυίαγρο βλ. Jost 1985, 78, 82, 537-538, η οποία πιστεύει ότι για τον ήρωα στην Αλίφειρα υπήρχε βωμός χθόνιου τύπου.
347 Για την οχύρωση της ακρόπολης βλ. Ορλάνδος 1967-68, 28-34, εικ.10-15.
348 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 28, 32-34, εικ.14-15.
349 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 30-32, εικ.11-12· πρβλ. Orlandos 1973, 34.
350 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 43-44, εικ. 10 (κάτοψη ακρόπολης και ιερού), 25 (τομή κατά πλάτους του ανδήρου από το Α τείχος της ακρόπολης ως το βαθμιδωτό ανάλημμα), 26 (το αποκαλυφθέν τμήμα του βαθμιδωτού αναλήμματος), 97 (κάτοψη του Β τμήματος του ανδήρου), πίν.2 (τοπογραφικό διάγραμμα πόλης).
351 Βλ. Becker 2003, και συγκεκριμένα για την Αλίφειρα 266-269, πίν.45-46.
352 Το μικρό αυτό τμήμα μνημονεύεται χωρίς περαιτέρω στοιχεία από τον Ορλάνδο 1967-68, 123 μόνο σε σχέση με τα λείψανα που αποδίδει στον βωμό και δηλώνεται στα τοπογραφικά διαγράμματα των εικ. 10 και 97.
353 Ορλάνδος 1967-68, 44.
354 Βλ. Becker 2003, 261, όπου υπογραμμίζεται το έλλειμμα της έρευνας ως προς τη διερεύνηση και τεκμηρίωση των βαθμιδωτών κατασκευών που έχει οδηγήσει στις λανθασμένες ερμηνείες.
355 Η παρατήρηση του Ορλάνδου 1967-68, 43: «Αι βαθμίδες έχουσιν κατά μέσον όρον πλάτος μεν 0,35 μ. ύψος δε 0,27μ. παρέχουσιν επομένως ευχερή οπωσδήποτε την ανάβασιν», αφορά μόνο μερικές από τις βαθμίδες, βλ. Becker 2003, 267-268, 281, όπου επίσης υπογραμμίζεται ότι ακριβώς ένας τρόπος διάκρισης των βαθμιδωτών αναλημματικών τοίχων από τις κλίμακες ανόδου στα άνδηρα είναι τα ομοιόμορφα μεγέθη που παρατηρούνται στις τελευταίες.
356 Δηλαδή υπάρχουν 14 στρώσεις λίθων αλλά μόνο 13 βαθμίδες· ο Ορλάνδος 1967-68, 43 κάνει λόγο για 14 βαθμίδες, αν και στην τομή της εικ.25 δηλώνει 13 βαθμίδες· βλ. Becker 2003, 267-268 με σημ.1327 σχετικά με τη σύγχυση του Ορλάνδου. Σε όλες τις κατασκευές με βαθμίδες που εξετάζει ο Becker κατά κανόνα η κάθε βαθμίδα αντιστοιχεί σε μία στρώση λίθων με μοναδικές εξαιρέσεις εκτός από την Αλίφειρα τον βαθμιδωτό αναλημματικό τοίχο μήκους 70μ. από το β’ μισό του -4ου αι. Α του θεάτρου στο Castiglione di Paludi της Σύβαρης, όπου επίσης το στοιχείο αυτό εντοπίζεται στο κάτω μέρος του αναλήμματος, καθώς και στη μη επιμελημένη «Schautreppe» του πρυτανείου στη Λατώ [Becker 2003, 280, 294].
357 Σύμφωνα με τον Becker 2003, 268, 279, 293 η περίπτωση της Αλίφειρας με την τοποθέτηση των λίθων στην πλαγιά συνιστά εξαίρεση, καθώς στα βαθμιδωτά αναλήμματα παρατηρείται κατά κανόνα ένα πλατύ και βαθύ θεμέλιο.
358 Ορλάνδος 1967-68, πίν.2, πρβλ. εικ. 10 και 97, όπου δεν δηλώνεται κανένα στοιχείο στη Β πλευρά.
359 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 34-36, εικ.16-18.
360 Όπως προαναφέρθηκε, πρώτος ο Leake 1830II, 73, 79 τα απέδωσε στο ναό της Αθηνάς. Τα λείψανα μνημονεύονται επίσης από τους Curtius 1851, 360 και Frazer IV, 298. Για το ναό βλ. Ορλάνδος 1967-68, 45-98, εικ.27-63, πίν.3-5.
361 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 23, 45, 247, εικ. 8, 175.
362 Ορλάνδος 1967-68, 23 σημ.1, 45 σημ.3, εικ.9.
363 Ενδεικτική της καταστροφής που έλαβε χώρα είναι η αντιπαραβολή των δύο φωτογραφιών του Ορλάνδου 1967-68, εικ.27 (αμέσως μετά την ανασκαφή) και του Østby 1990-91, εικ.199, Østby 2005β, εικ.5 (από το 1990)· πρβλ. Felten 1987, εικ.15. Ο Østby 1990-91, 365 με σημ.704 παρατηρεί ότι στον χώρο υπάρχουν κάποια αρχιτεκτονικά μέλη της ανωδομής, ωστόσο είναι πολύ διαβρωμένα ώστε να ελεγχθούν οι σχετικές πληροφορίες του Ορλάνδου. Για την πραγμάτευση του ναού βλ. Østby 1990-91, 364-381, εικ.199-207· πρβλ. Østby 2005β, 500-501.
364 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 45-48, εικ.27-28.
365 Βλ. τους υπολογισμούς του Ορλάνδου 1967-68, 89-92 για τον αριθμό των κιόνων της περίστασης.
366 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 62 σημ.1, όπου αναφέρει ότι στην περιοχή της Αλίφειρας εντοπίζεται «ημίσειαν ώραν βορείως του Ρογκοζιού, εις θέσιν Άγ. Θεόδωρος». Ο Νακάσης 2004, 152, 242-243 επισημαίνει την εκτεταμένη χρήση του κογχυλιάτη λίθου σε πλήθος μνημείων της Ηλείας, της Τριφυλίας και γενικότερα της Δ Πελοποννήσου, καθώς αυτό το πέτρωμα αφθονεί στην περιοχή του Αλφειού, ενώ αντίθετα απουσιάζουν από την περιοχή σκληροί ασβεστόλιθοι.
367 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 23, 60-61, εικ.27, 39-40. Αυτά τα αρχιτεκτονικά μέλη, όπου είναι ευδιάκριτες οι αυλακώσεις από το υνί αρότρου, όπως και άλλα του θριγκού είναι που στην Κατοχή υπέστησαν καταστροφή ή διαρπαγή [Ορλάνδος 1967-68, 62]. Πρβλ. τη φωτογραφία του 1990 με κάποια εναπομείναντα αρχιτεκτονικά μέλη στην περιοχή Østby 1990-91, εικ.203.
368 Κάτω από το ψηφιδωτό βρέθηκαν δύο μικρογραφικά αγγεία, μία βάση κύαθου και τμήμα μελαμβαφούς σκύφου, που δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα όψιμος· βλ. Ορλάνδος 1967-68, 110, εικ.82-83.
369 Για την κρηπίδα της περίστασης βλ. Ορλάνδος 1967-68, 46, 48, 54-59, 92.
370 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 46, 54-55, εικ.27-31. Οι πλάκες είναι επιμελώς επεξεργασμένες στην άνω και στην εξωτερική κατακόρυφη επιφάνεια με εξαίρεση της Δ πλευράς, όπου η εξωτερική κατακόρυφη επιφάνεια είναι λαξευμένη μόνο στο ανώτερο τμήμα, ύψους 0,16 μ., «του υπολοίπου αφεθέντος απέργου» [Ορλάνδος 1967-68, 46].
371 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 55, εικ. 28, 29, 34, 36.
372 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 56, 58, εικ. 35, 37. Στην άνω επιφάνειά του διακρίνεται ένα ελαφρώς εξέχον κυκλικό έξαρμα διαμέτρου 0,68 μ., όση ακριβώς είναι η κάτω διάμετρος του κατώτατου σπονδύλου, που είχε βρεθεί επίσης εντοιχισμένος στο θεμέλιο της εκκλησίας, βλ. Ορλάνδος 1967-68, 58, 64, εικ.38.
373 Βλ. Østby 1990-91, 367, 371-372.
374 Βλ. Østby 1990-91, 366-367, πρβλ. 361 με σημ.694.
375 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 46, 51, εικ.32-33. Η χρήση μικρών λίθων με πηλό ως συνδετική ύλη εντοπίζεται σε επιμέρους στοιχεία των ναών στο Παλλάντιο και στον Ορχομενό σύμφωνα με την Morgan 1999, 428.
376 Ο Østby 1990-91, 287, 366 εντοπίζει την ίδια οικοδομική τεχνική στον μη χρονολογημένο λεγόμενο ναό της Αφροδίτης Ερυκίνης στη χώρα της Ψώφιδας, βλ. Καρδαρά 1988, πίν.49.
377 Østby 1990-91, 366 σημ.706.
378 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 51 και 52 για τον σχετικό πίνακα.
379 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 51. Σχετικά με την αρχική, προφανώς, υπόθεση για την ύπαρξη ενός εγκάρσιου τοίχου στο πίσω μέρος του σηκού βλ. Ορλάνδος 1967-68, 51 σημ.8: «Εις λίθος Δ μακράς πλευράς επί σχεδίου εικ.28 και πίν.3 δεν ανήκει εις εγκάρσιόν τι χώρισμα, διότι ουδεμία συνέχεια αυτού ευρέθη εντός σηκού, φαίνεται λοιπόν μάλλον ότι είχε καταπέσει εκ του μακρού τοίχου».
380 Ορλάνδος 1967-68, 62 με σημ.2, όπου στα μνημεία που φέρουν 16 ραβδώσεις στους κίονες συγκαταλέγεται και ο κλασικός ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Για τους κίονες και τα κιονόκρανα βλ. Ορλάνδος 1967-68, 23, 58, 60-67, εικ. 27, 36, 39-42. Από τους κατακεκλιμένους κίονες της Α πλευράς έλειπαν οι κατώτατοι σπόνδυλοι, και μόνο ένα τμήμα κατώτατου σπόνδυλου, διαμ. 0,68 μ., διασώθηκε εντοιχισμένο στην εκκλησία. Το συνολικό ύψος του κίονα υπολογίζεται στα 3,367 μ.
381 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 68-72, εικ.45, 46 αρ.8-10.
382 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 72-77, εικ.46 αρ.7, 47-49.
383 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 68 σημ.2 και 72 σημ.1. Δύο επιστύλια βρέθηκαν σε σχέση με τους πεσμένους κίονες στην Α πλευρά, βλ. Ορλάνδος 1967-68, 67-68, εικ. 39, 43.
384 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 77, εικ.46 αρ.11.
385 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 77-78, 95, εικ.51· Østby 1990-91, 368 με σημ.718.
386 Βλ. την αναλυτική περιγραφή του Ορλάνδου 1967-68, 78-89, εικ.53-62, πίν.5. Τα αξιολογότερα τμήματα της μαρμάρινης κεράμωσης μεταφέρθηκαν από τον Ορλάνδο στο Δημοτικό Σχολείο του Ρογκοζιού, ενώ στη συνέχεια φυλάσσονταν στο Κοινοτικό Γραφείο της Αλίφειρας μέχρι τη μεταφορά τους στο Μουσείο της Ολυμπίας [Ορλάνδος 1967-68, 79· Παπανικολάου 1996, 67].
387 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 80· στη συνέχεια φαίνεται να επανέρχεται στην αρχική του εκτίμηση ως νησιωτικό, βλ. Orlandos 1973, 34. Για το ζήτημα της προέλευσης του μαρμάρου, που παρουσιάζουν και άλλα πελοποννησιακά μνημεία, βλ. επίσης στο κεφ.4.4.
388 Βλ. Ohnesorg 1993, 47-48.
389 Βλ. την ανάλυση του Ορλάνδου 1967-68, 92-98· ο ναός της Αλίφειρας θεωρείται σύγχρονος ή «κατά τι αρχαιότερος» του ναού της Αφαίας που χρονολογεί στα -495/ -485
390 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 92-94· Østby 1990-91, 368-369.
391 Østby 1990-91, 371. Η χρονολόγηση αυτή υιοθετείται από τις Voyatzis 1999, 157 αρ.30 και Jost 1999, 212.
392 Νακάσης 2004, 189· πρβλ. Østby 1990-91, 382-383.
393 Βλ. Winter 1991, 199 με σημ.24.
394 Βλ. Østby 1990-91, 371 σημ.723.
395 Ορλάνδος 1967-68, 53· ωστόσο δεν μπορεί να εκληφθεί ως επιχείρημα για αυτόν τον ισχυρισμό η ύπαρξη πρώιμων ευρημάτων στην περιοχή του σηκού. Από την άλλη ο ίδιος λέει πως η παράδοση μακρών σηκών και ναών στην Αρκαδία διατηρήθηκε μέχρι και τα κλασικά χρόνια, βλ. Ορλάνδος 1967-68, 54 με σημ.1.
396 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 78-79, 111-115, εικ. 59, 85-88.
397 Ορλάνδος 1967-68, 95.
398 Ορλάνδος 1967-68, 114.
399 Ορλάνδος 1967-68, 79, 95, όπου μάλιστα δεν θεωρεί απίθανο η μαρμάρινη κεράμωση να είναι σύγχρονη με την ανίδρυση του κολοσσικού χάλκινου αγάλματος της Αθηνάς.
400 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 77-78, 95, εικ.51· Østby 1990-91, 368 με σημ. 713, 719.
401 O. Broneer, AJA 73, 1969, 478· R. Martin, RA 1970, 344.
402 Βλ. Østby 1990-91, 381· Østby 1992-93, 66-68· Østby 2005β, 501.
403 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 114-115, εικ.57 αρ.10, 88.
404 Βλ. Ρωμαίος 1957, 123-125, εικ.9, 14 και εδώ κεφ.2.5.
405 Βλ. Heiden 1995, 70-73 αρ.27, εικ.36, πίν.39-42.
406 Βλ. Winter 1993, 144-146.
407 Βλ. Østby 1990-91, 313, 321-322, εικ.181.
408 Βλ. Winter 1993, 143-144, 146.
409 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 123-124, εικ.97-99.
410 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 119-120, 124, εικ.94· τα μέλη αυτά εξετάζει στο κεφάλαιο για τα βάθρα των αναθημάτων λέγοντας μόνο ότι «ευρέθησαν κατά την ανασκαφήν – ουχί όμως κατά χώραν».
411 Ανάλογο με μία λίθινη αυτοτελή κυματιοφόρο στέψη που θεωρείται ότι προέρχεται από άλλη βάση, βλ. Ορλάνδος 1967-68, 120, εικ. 57 αρ.9.
412 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 120-121, εικ.95, πρβλ. εικ. 57 αρ.8.
413 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 125-128, εικ. 97, 100-103.
414 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 127-128, εικ.103· SEG 25,450 (υπογραφή καλλιτέχνη -5ος/4ος αι.).
415 Βλ. Παυσ. 10,10,3-4, όπου κάνει λόγο επίσης για τα αγάλματα των Επιγόνων ανάγοντάς τα στην ίδια αφορμή ανάθεσης χωρίς να αναφέρεται στους γλύπτες τους. Στην αριστερή πλευρά της Ιεράς Οδού στους Δελφούς βρέθηκαν τα θεμέλια και τμήματα από την ανωδομή της ημικυκλικής βάσης για χάλκινα αγάλματα, που έχει συνδεθεί με το ανάθημα των Αργείων, όπως προκύπτει και από αναθηματική επιγραφή που πιθανότατα σχετίζεται με τη βάση. Από την επιγραφή σώζεται μόνο η αρχή («Ἀργεῖοι ἀνέθεν τἀπόλλονι»), ενώ θεωρείται ότι έχει χαραχθεί εκ νέου στο τελευταίο τέταρτο του -5ου αι., βλ. Ορλάνδος 1967-68, 129-130 με σημ.5· Jeffery 1990, 167, 170. Σχετικά βλ. τελευταία Ioakimidou 1997, 87-92, 226 κ.ε., η οποία πιστεύει βασιζόμενη σε μία παλαιότερη υπόθεση ότι οι Υπατόδωρος και Αριστογείτων κατασκεύασαν εκτός από τους Επτά επί Θήβας και τους Επιγόνους και ότι όλα αυτά τα αγάλματα ήταν στημένα στην ίδια σωζόμενη ημικυκλική βάση των Δελφών, ενώ από την άλλη υποθέτει ότι «αντίγραφά» τους πιθανόν από τους ίδιους καλλιτέχνες βρίσκονταν στην αγορά του Άργους σύμφωνα με τον Παυσ. 2,20,5, που δεν δίνει άλλες πληροφορίες για αυτά πέραν των απεικονιζόμενων προσώπων.
416 Βλ. Overbeck 1868, 298 αρ.1569· Ορλάνδος 1967-68, 129 με σημ.3-4· Jeffery 1990, 93, 95.
417 Plin. Nat. 34,50. Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 130-131· Jost 1985, 79.
418 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 115, εικ. 8, 28, 89.
419 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 116-117, εικ. 91, εικ. 92 αρ.7-10.
420 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 117-118.
421 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 119-120, 124, εικ. 57 αρ.9, 94.
422 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 121-122, εικ. 57 αρ.11, 96.
423 Ορλάνδος 1967-68, 121· O. Broneer, AJA 73, 1969, 479· Jost 1985, 80 με σημ.7.
424 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 118-119, εικ.93· Orlandos 1973, 35.
425 Ορλάνδος 1967-68, 133, 136.
426 Το ένα θραύσμα βρέθηκε στα θεμέλια της εκκλησίας και το άλλο σε κοντινή θέση στον Α τοίχο της, βλ. Ορλάνδος 1967-68, 158-162 αρ.3, εικ.106 και 161-167 αρ.4, εικ.107· SEG 25,449. Σήμερα βρίσκονται στο Ε.Μ. αρ. ευρ. 13381α και 13382β. Βλ. επίσης IPArk 289-293 αρ.26· Ager 1996, 226-227 αρ.82· Harter-Uibopuu 1998, 41-46 αρ.6. Ο Ορλάνδος είχε χρονολογήσει την επιγραφή με βάση τη γραφή της στα τέλη του 3ου ή στις αρχές του -2ου αι., όμως έχει γίνει αποδεκτή η χρονολόγηση της επιγραφής για ιστορικούς λόγους μετά το -194/3 από τον Robertson 1976, 266 με σημ.28.
427 «Π]υρρία[ς / …τᾶρ ὀν…», βλ. Ορλάνδος 1967-68, 167, εικ.108· SEG 25,453.
428 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 151-157 αρ.2, εικ.105· SEG 25,448. Ο Ορλάνδος κατόρθωσε να τη φωτογραφήσει το 1935, εφόσον το ρέον νερό καθιστούσε δύσκολη την ανάγνωση και αδύνατη τη λήψη εκτύπου, ενώ όταν επέστρεψε το 1964 στην Αλίφειρα δεν μπόρεσε να την βρει. Βλ. IPArk 286-289 αρ.25 και για κάποιες διορθώσεις στη μεταγραφή του κειμένου με βάση τη φωτογραφία του Ορλάνδου.
429 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 155-156 και για μία απόπειρα υποθετικής ταύτισης των προσώπων αυτών με τον τύραννο Αριστόδημο της Μεγαλόπολης και τον Ηλείο Καλλίστρατο.
430 Σύμφωνα με τη μεταγραφή του Ορλάνδου 1967-68, 153 στ.12 «…] τὰρ δὲ στάλαρ ι[…», στ.13 «ἐ]ν τοῖ ἱαροῖ τᾶρ Ἀθά[ναρ] ὀμόσσαι δὲ ἐν [ …», ο οποίος κάνει σαφώς λόγο για πληθυντικό, δηλαδή περισσότερων της μίας στήλης, βλ. Ορλάνδος 1967-68, 157. Πρβλ. τη μεταγραφή των Thür και Taeuber (στ.12 «…]τα [ὶ]ρ δὲ στάλαιρ γρ[α …») και τη μετάφραση: « … die Stellen sollen geschrieben werden … und aufgestellt im Heiligtum der Athena, schwören aber soll man in …» [IPArk 288]. Για μία διαφορετική συμπλήρωση και ανάγνωση βλ. Robertson 1976, 261 με σημ.12.
431 Βλ. Robertson 1976, 259-263. Πρβλ. IPArk 286-289 αρ.25 [Dekret von Elis über Alipheira (?)], όπου θεωρείται ότι δεν βγαίνει κάποιο νόημα πέραν του ότι ίσως το δικαστήριο μίας πόλης είναι αρμόδιο για την εκδίκαση ενός εγκλήματος· Ager 1996, 111-112 αρ.37 [Elis arbitrates between Alipheira and a neighbouring state (?)], όπου δεν αποκλείεται να πρόκειται για ένα ψήφισμα διαιτησίας, χωρίς να απορρίπτεται η άποψη ότι πρόκειται για ένα ψήφισμα της Ήλιδας για τη διευθέτηση τοπικών ζητημάτων της Αλίφειρας.
432 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 133-151 αρ.1, εικ.104 και Te Riele 1967· SEG 25,447. Για άλλες εκδόσεις της επιγραφής και τη σχετική βιβλιογραφία βλ. IPArk 279-286 αρ.24. Η στήλη βρίσκεται στο Ε.Μ. αρ.ευρ.13380. Είναι αποκρουσμένη σε διάφορα σημεία και έχει μέγ. σωζ. ύψος 0,41μ., πλάτος στο άνω μέρος 0,325μ., και το πάχος της κυμαίνεται στα 0,05-0,08μ. Στο κάτω μέρος της έχει αφεθεί άγραφη επιφάνεια ύψους 0,11μ. Στο άνω μέρος της το αφιερωτικό επίτιτλο «[θ]εός· τύχα ἀγαθ[ά]» είναι γραμμένο με μεγαλύτερα και αραιότερα γράμματα.
433 στ.3-4 «Κλεώνυμος ἐξάγαγε τὰν πρωρὰν καὶ τὸς πειρατὰς ἐξέ/[βαλ]ε καὶ ἐλευθέραν τὰν πόλιν ἀπέδωκε», στ.7-8 «Κλεώνυμος τὰν πρωρὰν ἐξάγαγε τὰν Ἀριστολάῳ / καὶ τὸς πειρατὰς ἐξέβαλε».
434 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 137-140 και 146-151 για τις γλωσσικές και γραμματικές παρατηρήσεις, που υπαγορεύουν τη χρονολόγηση της επιγραφής στο β’ μισό του -3ου αι.
435 Βλ. Te Riele 1967, 213-214 για τα γλωσσικά στοιχεία της επιγραφής και 222-224 για την ιστορική ερμηνεία της. Στον ύστερο -3ο αι. την τοποθετεί και ο Robertson 1976, 260.
436 Βλ. Schwertfeger 1973.
437 Βλ. Schwertfeger 1973, 88-91. Θεωρεί ότι η χρονολόγηση της επιγραφής στο -273 συμφωνεί με τη μορφή των γραμμάτων της, βλ. Schwertfeger 1973, 93 σημ.44. Παρόμοιες επιμέρους παρατηρήσεις είχε κάνει ο Ορλάνδος 1967-68, 139 σημ.2, όμως παρασύρθηκε από την αναγνώριση των πειρατών ως Ιλλυριών θεωρώντας πως οι μαρτυρούμενες επιδρομές τους ήταν μεταγενέστερες του Κλεώνυμου αυτού.
438 IPArk στ.14-16 «Τὰν δὲ στάλαν γράψαντες οἱ δαμιο [ρ]/γοὶ ὐνθεάντω ἰν τὸ ἱερὸν τᾶς Ἀθάνας, καθέντω δὲ καὶ τὸ[ν ὅρκο]/ν τὸν ὠμόσαμες, ἐπεὶ Κλεώνυμος παρῆλθε, ἰν τὸν ναὸν τ[ᾶς θεῶ], …».
439 Ορλάνδος 1967-68, 144-145· Te Riele 1967, 213, 220.
440 Βλ. IPArk 283 σημ.11.
441 Βλ. IPArk 283 σημ.10. Για τους δαμιοργούς (γνωστούς από πολλές πόλεις της Πελοποννήσου) και τους χρεονόμους, ανώτατους αξιωματούχους της πόλης, υπεύθυνους για τη διεκπεραίωση πολλών από τις υποθέσεις που αναφέρονται στο κείμενο της επιγραφής, βλ. Te Riele 1967, 217-218· Ορλάνδος 1967-68, 140· IPArk 282 σημ.8.
442 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 99-111.
443 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 105-107, εικ.72· οι περόνες αυτές βρίσκονται στο Ε.Μ. αρ.ευρ.17276.
444 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 107-108, εικ.74·· για δύο πυκνές χάλκινες σπείρες λέει ότι: «απόκεινται εις την συλλογήν του χωρίου Ρογκοζό (οικία Παναγιώτου Αθανασόπουλου», ενώ σίγουρα «εις την μικράν τοπικήν συλλογήν» φυλάσσονται δύο απλές περόνες που βρέθηκαν στις ανασκαφές του. Ο Ορλάνδος 1967-68, 107 σημειώνει ότι κατόπιν συστάσεώς του η τοπική συλλογή θα μεταφερθεί στην Ανδρίτσαινα, ωστόσο ο Παπανικολάου 1996, 75 δεν γνωρίζει την τύχη της.
445 Voyatzis 1990, 37, 256.
446 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 168.
447 SEG 25,452. Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 102-103, εικ.70.
448 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 108, εικ.77.
449 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 108-109, εικ.78.
450 Βλ. Voyatzis 1990, 201.
451 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 109, εικ.79· πρβλ. Voyatzis 1990, 247.
452 Ορλάνδος 1967-68, 109-110, εικ.80-81.
453 Ορλάνδος 1967-68, 110, εικ.84.
454 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 110, εικ.82-84.
455 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 99, εικ.64-65.
456 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 101, εικ.67-69.
457 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 103-104, εικ.71.
458 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 104-105, εικ.71.
459 Βλ. Voyatzis 1990, 195-196, πίν.132.
460 Σύμφωνα με τη Voyatzis 1990, 198 μόνο ένα δείγμα τέτοιας ασπιδίσκης έχει βρεθεί στην Ολυμπία κι ένα άλλο στο νεκροταφείο του Διπύλου. Ο Ορλάνδος 1967-68, 100, εικ.66 το πραγματεύεται μαζί με τα χάλκινα ελάσματα θεωρώντας πιθανότερο για αυτό να συνιστά αναθηματικό διάδημα αναφέροντας ως παράλληλο ένα έλασμα από τους Λούσους, το οποίο συνιστά κι αυτό ασπιδίσκη, βλ. Voyatzis 1990, 198. Οι ασπιδίσκες αυτές, μήκους 0,065- 0,15μ., έχουν στικτή διακόσμηση, πολλές μαστοειδείς αποφύσεις, και κάποιες, όπως και το δείγμα της Αλίφειρας (μήκους 0,068μ.), φέρουν και δύο μικρές οπές στα άκρα για ανάρτηση ή προσήλωση σε κάποια επιφάνεια· βλ. Voyatzis 1990, 198-200, πίν.135-141.
461 Βλ. Voyatzis 1990, 198-200.
462 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 105-106, εικ.72 και Kilian-Dirlmeier 1984, 171 αρ.2314, πίν.69· για τις αδημοσίευτες περόνες βλ. Philipp 1981, 44 με σημ.186 και σημ.189. Πρόκειται για τον Γεωμετρικό Τύπο ΙΙΙ σύμφωνα με την ταξινόμηση του Jacobsthal 1956· ως Mehrkopfnadeln κατηγοριοποιούνται από την Kilian-Dirlmeier 1984, 163-203, πίν.65-83· πρβλ. Voyatzis 1990, 207.
463 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 105, εικ.72· Kilian-Dirlmeier 1984, 225 αρ.3691, πίν.88 και 228 αρ.3755, πίν.90· πρβλ. Philipp 1981, 57 αρ.99, πίν.2,30 για μία αδημοσίευτη περόνη από την Αλίφειρα στο Μουσείο της Ολυμπίας. Μία αποσπασματική περόνη του ίδιου τύπου αναγνωρίζει η Kilian-Dirlmeier 1984, 252 αρ.4459 στη δημοσιευμένη φωτογραφία του Ορλάνδου 1967-68, εικ.74, ωστόσο την θεωρεί άγνωστης προέλευσης.
464 Πρόκειται για τον τύπο Β των αρχαϊκών περονών, βλ. Kilian-Dirlmeier 1984, 219-258, πίν.87-10. Σύμφωνα με τη Voyatzis 1990, 208 οι περόνες της Αλίφειρας ανήκουν στην 1η από τις δύο παραλλαγές των «Orientalizing or Archaic pins» που διακρίνει ο Jacobsthal 1956, 20-24 έχοντας μεγάλους επίπεδους δίσκους και απλά σφαιρίδια.
465 Ο Ορλάνδος 1967-68, 107 λέει ότι εκτός των τριών περονών «ευρέθησαν και μία ή δύο άλλαι μικρότεραι και απλαί ήτοι άνευ των διακοσμητικών σφαιριδίων υπό τον δίσκον (εικ.74)». Η Philipp 1981, 89 σημ.224 κάνει λόγο για 4 αδημοσίευτες περόνες από την Αλίφειρα στο Μουσείο της Ολυμπίας, τις οποίες χαρακτηρίζει ως «Streufunde»· εντάσσονται στις «Rollennadeln», που έχουν ευρεία χρονική και γεωγραφική διάδοση, και στην Πελοπόννησο βρίσκονται κυρίως σε ιερά από τη γεωμετρική εποχή και στο εξής, βλ. Philipp 1981, 88-90· πρβλ. Kilian-Dirlmeier 1984, 206-207, πίν.84 (Rollenkopfnadeln) και Voyatzis 1990, 207, πίν.158 για ένα δείγμα «roll pin» από το ιερό της Αλέας Αθηνάς. Ως ιδιαίτερη πελοποννησιακή δημιουργία θεωρούνται οι περόνες που απολήγουν σε ένα μεγάλο δακτυλίδι, «Ringnadeln», και τις βλέπουμε να στερεώνουν το επανωφόρι των αρκαδικών αγαλματίων βοσκών, σχετικά βλ. Philipp 1981, 95-96, η οποία κάνει λόγο για ένα αδημοσίευτο δείγμα από την Αλίφειρα στο Μουσείο της Ολυμπίας· είναι δύσκολο να πούμε αν από τέτοιου τύπου περόνες προέρχονται οι «δύο απλοί χαλκοί δακτύλιοι» βλ. Ορλάνδος 1967-68, 108, εικ.74.
466 Βλ. Kilian-Dirlmeier 1984, 70 αρ.198· Philipp 1981, 35 με σημ.160.
467 Η συγκεκριμένη παραλλαγή στην οποία εντάσσεται η περόνη της Αλίφειρας σύμφωνα με την ταξινόμηση της Kilian-Dirlmeier συναντάται σε τάφους του Άργους, της Ήλιδας, της Μεσσηνίας και στα ιερά της Ολυμπίας και της Ήρας του Άργους, βλ. Kilian-Dirlmeier 1984, 70 αρ.194-202, πίν.7, και γενικότερα για τον τύπο 69-78, πίν.7-12 (Nadeln mit kugeligem Kopf – Typengruppe B). Του ίδιου τύπου αλλά σιδερένια είναι και η πρωιμότερη περόνη που έχει βρεθεί στο ιερό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα κατά την ανασκαφή του Σταϊνχάουερ, βλ. Voyatzis 1990, 204.
468 Kilian-Dirlmeier 1984, 75.
469 Ορλάνδος 1967-68, 107, εικ.74· Morgan 1999, 413.
470 Βλ. Ορλάνδος 1967-68, 107, εικ.73.
471 Βλ. Voyatzis 1990, 213 με σημ.254. Για χάλκινες οκτώσχημες πόρπες ιδίως στην Πελοπόννησο βλ. Philipp 1981, 295-303, η οποία είναι επιφυλακτική ως προς την απόδοση μεμονωμένων θραυσμάτων σπειρών σε πόρπες και για την Ολυμπία αλλά και για τα δείγματα της Αλίφειρας, βλ. 295 με σημ.504.
472 Ορλάνδος 1967-68, 108, εικ.76.
473 Βλ. Kilian-Dirlmeier 1984, 152-155, πίν.63-64 γεωμ τύπος ΧΧ (Blattkopfnadeln)· πρβλ. Voyatzis 1990, 206.
474 Ορλάνδος 1967-68, 124· πρβλ. Orlandos 1973, 35.
475 Ορλάνδος 1967-68, 122.
476 Ως λατρευτικό άγαλμα αναφέρεται γενικώς στην έρευνα χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό βλ. για παράδειγμα Παπαχατζής 4, εικ.267· Scheer 2000, 33· Nick 2002, 16· Moggi – Osanna 2003, 412.
477 Για τη μνημειακότητα και την οπτική επίδραση στον θεατή του ανδήρου της Αλίφειρας, όπως και άλλων βαθμιδωτών αναλημμάτων, βλ. τις παρατηρήσεις του Becker 2003, 268, 280, 298-302.
478 Για τη λεγόμενη Αθηνά Πρόμαχο του Φειδία βλ. ενδεικτικά Lundgreen 1997· η πώρινη θεμελίωση της βάσης της αναπαρίσταται με μήκος πλευράς περίπου 5,25 μ., κι ως εκ τούτου για το ύψος του χάλκινου αγάλματος έχουν προταθεί διαφορετικές εκτιμήσεις, που κυμαίνονται από τα 7 ως τα 16μ.
479 Παυσ. 8,30,3· ο Παυσ. 8,30,4 προσθέτει ότι το άγαλμα ήταν στημένο πρωταρχικά στο ιερό των Βασσών, χωρίς να προσδιορίζει τη θέση του.
480 Παυσ. 8,38,8. Το άγαλμα μπορεί να μεταφέρθηκε στη Μεγαλόπολη, ενδεχομένως όταν τύραννός της ήταν ο Αριστόδημος, που καταγόταν από τη Φιγάλεια, όπως παρατηρεί η Jost 1985, 223.
481 Σχετικά βλ. Jost 1985, 95, 222-223· Cooper 1996, 70. Στον ικτίνειο ναό δεν έχουν βρεθεί στοιχεία που να σχετίζονται με το στήσιμο ενός λατρευτικού αγάλματος ούτε στον σηκό ούτε στο λεγόμενο άδυτο. Στο λατρευτικό άγαλμα αποδίδονται μαρμάρινα άκρα μεγέθους διπλάσιου του φυσικού, που είχαν βρεθεί στις αρχές του 19ου αι. μπροστά από τον κορινθιακό κίονα. Τα άκρα αποδόθηκαν σε ένα ακρόλιθο άγαλμα του Απόλλωνα των ρωμαϊκών χρόνων στον τύπο του Κιθαρωδού. Έχει εκφραστεί η υπόθεση ότι το λατρευτικό άγαλμα του ικτίνειου ναού ήταν ένα αρχαϊκό μικρό ελεφαντοστέινο άγαλμα, που βρισκόταν στο άδυτο και μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον Αύγουστο. Σύμφωνα με μία άλλη θεωρία ο κορινθιακός κίονας αποτελεί την ανεικονική παράσταση του θεού.
482 Βλ. Scheer 2000, 132-136, 139-143.