.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

Η Αγορά της Αρχαίας Μεσσήνης


Η πορεία του Παυσανία
Ο Παυσανίας (4.31.3-6), αφού ολοκλήρωσε την επίσκεψη της νότιας Μεσσηνίας έφτασε στη Θουρία, προχώρησε προς τις πηγές του Παμίσου και από κει στο βουνό Εύα (σημ. Άγιος Βασίλης). Κατευθύνθηκε σε συνέχεια προς την πρωτεύουσα της χώρας Μεσσήνη και εισήλθε στην πόλη από την ανατολική Λακωνική Πύλη, που βρίσκεται στο διάσελο ανάμεσα στην Εύα και την Ιθώμη. Προχωρώντας δυτικά εντός των τειχών, έφτασε στην αγορά της πόλης και είναι φυσικό να προτίμησε την αμέσως προσιτή σε αυτόν ανατολική είσοδο της αγοράς και όχι κάποιαν άλλη απομακρυσμένη. Έως πρόσφατα υπήρχε η εσφαλμένη εντύπωση ότι ο περιηγητής βάδισε πίσω από τη βόρεια μακρά στοά και μπήκε στην αγορά από τη βορειοδυτική γωνία της, ακολουθώντας το στενό πλακοστρωμένο δρομάκι (που δεν είναι άλλωστε προγενέστερο των βυζαντινών χρόνων) ανάμεσα στο θέατρο και το κρηναίο οικοδόμημα που έχει ταυτισθεί με την Kρήνη Aρσινόη. Αν ο Παυσανίας είχε πράγματι ακολουθήσει αυτή την αδικαιολόγητη πορεία, όφειλε τουλάχιστον να μνημονεύσει πρώτη την Kρήνη Aρσινόη, η οποία βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο πλακοστρωμένο δρομάκι στα αριστερά του διερχόμενου και σε συνέχεια να αναφέρει τον ευρισκόμενο μέσα στην αγορά ναό του Διός Σωτήρος. Κάνει εντούτοις ακριβώς το αντίστροφο, πρώτα αναφέρει τον ναό του Σωτήρος Διός και κατόπιν την Kρήνη Αρσινόη.
Η πορεία γενικώς του Παυσανία στην πόλη της Μεσσήνης και οι αναφορές του στα μνημεία δεν ακολουθούν πάντα την τοπογραφική, χωροταξική λογική που θα επιθυμούσαμε.
Εξακολουθούμε, ωστόσο, να του είμαστε ευγνώμονες για τη σύντομη έστω επίσκεψή του στην πόλη και τις πολύτιμες πληροφορίες που μας άφησε στο τέταρτο βιβλίο του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς αυτό το κείμενο, θα βαδίζαμε ακόμα ψηλαφιστά στο σκοτάδι, σε αναζήτηση της ταυτότητας όλων των οικοδομημάτων πολιτικού και λατρευτικού χαρακτήρα, που έχουν έλθει στο φως στην αρχαία Μεσσήνη με στις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας δια του Θεμιστοκλή Σοφούλη (1895), του Γεώργιου Οικονόμου (1909 και 1925), του Αναστάσιου Ορλάνδου (1957-1975) και του υπογραφόμενου (1986 και εξής).



Η βόρεια στοά της αγοράς
Η βόρεια πειόσχημη στοά της αγοράς, που εδράζεται σε κρηπίδωμα τριών βαθμίδων, έχει μήκος 186μ. Ο πίσω τοίχος στη ΒΑ γωνία, είναι κατασκευασμένος με σφιχτά αρμολογημένα αγκωνάρια κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα και σώζεται σε ύψος 4,50 μ. περίπου, χωρίς να έχει ακόμη αποκαλυφθεί το δάπεδό της. Δεν ανοίγονται μαγαζιά στο βάθος της στοάς, αλλά ανοίγονται κατά κανονικά διαστήματα ορθογώνιες κόγχες, γνωστές και ως εξέδρες. Τέσσερις κόγχες έχουν έλθει μέχρι στιγμής στο φως με δύο ημικίονες μεταξύ παραστάδων στην πρόσοψη. Στέγαζαν πιθανότατα αγάλματα.


Η εξωτερική κιονοστοιχία ήταν δωρική, ενώ οι δύο εσωτερικές ήταν κορινθιακές και διαιρούσαν τον χώρο σε τρία κλίτη. Η παρουσία δεύτερου ορόφου είναι βέβαιη. Η χρήση κορινθιακών κιόνων και στις δύο εσωτερικές κιονοστοιχίες δεν συνηθίζεται στην αρχιτεκτονική των στοών. Για παράδειγμα, η μεγάλη στοά στην αγορά της αδελφής πόλης Μεγαλόπολης, γνωστή ως στοά του Φιλίππου, μήκους 156 μέτρων, περιλαμβάνει δύο εξέδρες/κόγχες, ενώ οι εσωτερικές κιονοστοιχίες της είναι ιωνικές και όχι κορινθιακές.
Η χρήση του κορινθιακού ρυθμού όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και στην εξωτερική κιονοστοιχία στο αίθριο του Ασκληπιείου είναι φαινόμενο μοναδικό στην ελληνιστική αρχιτεκτονική. Στα εικονιστικά κορινθιακά κιονόκρανα, 11 συνολικά, που βρέθηκαν στα αίθριο του Ασκληπιείου δεν εικονίζονται πτερωτές Νίκες, αλλά Ερωτιδείς που δημιουργούν μάλιστα ερμηνευτικά προβλήματα, γιατί δεν σχετίζονται άμεσα με τον χαρακτήρα της λατρείας του Ασκληπιού στη Μεσσήνη.
Στη ΒΑ γωνία της βόρειας στοάς της αγοράς αποκαλύφθηκαν δύο λίθινες τράπεζες- μετρητές υγρών και στερεών προϊόντων, καθώς και οι όρθιες λίθινες πλάκες, πάνω στις οποίες εδράζονται οι τράπεζες. Ορειχάλκινα δοχεία (χωνιά) κωνικού σχήματος με πεπλατυσμένο περιχείλωμα προσαρμόζονταν στα μαστοειδή βυθίσματα των λίθνων σηκωμάτων.



Χρήση μεταλλικού κωνικού δοχείου (χωνιού) για μέτρηση στερεών και υγρών αναφέρεται σε επιγραφή από την Άσσο της Μικράς Ασίας (Syll 3 945, στίχ. 7).
Ο όρος σήκωμα δηλώνει συνήθως το βάρος αλλά και το δοχείο μέτρησης όγκου προϊόντων.
Ορισμένα σηκώματα φέρουν επιγραφές δίπλα στα βυθίσματα που αναφέρονται στη χωρητικότητα, π.χ. χοῦς, μόδιος, ἡμίεκτον, κοτύλη. Μαστοειδή πήλινα αγγεία, αντίγραφα των επίσημων ορειχάλκινων μετρητών φυλάγονταν στο Μετρονομείον, της Αθηναϊκής αγοράς. Υπήρχαν οπωσδήποτε κανόνες και μέθοδοι μέτρησης όγκου και βάρους που επέβαλαν οι αρχές της πόλης της Μεσσήνης σε εφαρμογή γραπτών κανονισμών ή ενός εμπορικού νόμου. Η δραστηριότητα των εμπόρων της αγοράς ελέγχονταν από τους αγορανόμους, υπεύθυνους και για τη λειτουργία των σηκωμάτων. Ορισμένοι αγορανόμοι, μετά το πέρας της θητείας τους, ανέθεταν σηκώματα σε θεούς και στην πόλη. Κατάλογοι αγορανόμων και υπαγορανόμων, από το έτος +23 ώς το +99, βρίσκονται χαραγμένοι στους κίονες της στοάς βόρεια από το Ασκληπιείο. Κρίνοντας με βάση την ποικιλία των μέτρων, των σταθμών, των νομισμάτων, των ημερολογίων και άλλων ανάλογων θεσμοθετημένων ελληνικών κανόνων, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν εξίσου πολυάριθμες τοπικές παραλλαγές συστημάτων μέτρησης.



Τα ιερά της αγοράς
Στην τεράστια ορθογώνια έκταση των 34,5 στρεμμάτων που σχηματίζεται μεταξύ της βόρειας στοάς και των λοιπών στοών της αγοράς υπάρχει αρκετός χώρος για την ανέγερση οικοδομημάτων πολιτικού και λατρευτικού χαρακτήρα. Στην αγορά της Μεσσήνης είδε ο Παυσανίας το άγαλμα (δηλαδή, τον ναό) του Δία Σωτήρα, την Κρήνη Αρσινόη, τα ιερά του Ποσειδώνα και της Αφροδίτης, καθώς και το άγαλμα (δηλαδή, τον ναό) της Μητέρας των Θεών. Αντίθετα η θέση του ναού της Λαφρίας, της Ειλειθύιας με το μέγαρον των Κουρήτων, καθώς και του ιερού της Δήμητρας με τα αγάλματα των Διοσκούρων δεν προσδιορίζεται επαρκώς. Για τα μνημεία αυτά αναφέρει απλώς ότι βρίσκονται στη Μεσσήνη, «ἔστι ἤ πεποίηται μεσσηνίοις», κατά την έκφρασή του.



Τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά δεδομένα από τον χώρο της αγοράς έρχονται σε συμφωνία με τις παραπάνω διαπιστώσεις. Στο ιερό του Ποσειδώνα πρέπει να ανήκουν αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν διάσπαρτα πάνω από τη βόρεια πτέρυγα του Ασκληπιείου. Τα περισσότερα ανήκουν σε μετόπες με έντονα διαβρωμένες ανάγλυφες παραστάσεις θαλάσσιου θιάσου, όπως η αλυσοδεμένη σε βράχο Ανδρομέδα και το κήτος, ή ένας θαλάσσιος ίππος με ελικοειδή φολιδωτή ουρά, που φέρει στην πλάτη του Τριτωνίδα. Μπορεί να χρονολογηθούν στον -3ο αι.


Από τη βορειοδυτική πλευρά της αγοράς, την περιοχή του Θεάτρου, προέρχονται δύο επιγραφές που αναφέρονται στην Αφροδίτη. Η μία του, +2ου αι., αποτελούσε πιθανώς ορόσημο του Ιερού της Αφροδίτης:
[Ἀ]φροδεισίου.
Η δεύτερη επιγραφή είναι αναθηματική χαραγμένη σε βάθρο:
Θαλιαρχίς
Ἀφροδίται.
Τα κιονόκρανα με τους Ερωτιδείς από το αίθριο του Ασκληπιείου που αναφέραμε, ενδέχεται να προέρχονται από τον ναό της Αφροδίτης. Δύο μάλιστα από αυτά δεν φέρουν Ερωτιδείς, αλλά Τρίτωνες και θα πρέπει να αποδοθούν στον ναό του Ποσειδώνα.



Επιγραφική μαρτυρία για τη λατρεία της Μεγάλης Μητέρας, αλλιώς Κυβέλης ή Μητέρας των Θεών, όπως την αποκαλεί ο Παυσανίας, προέρχεται από το ΒΔ μέρος της αγοράς:
Είναι χαραγμένη η επιγραφή σε ορθογώνια ασβεστολιθική βάση αγάλματος (αρ.ευρ. 14342, ύψ. 0,725, πλ. 0,71, πάχ. 0,355 μ.):
Κλέων, Ἀριστώι, Εὐρυδ[ίκα]
Μεγάλαι Ματρί. vacat
Το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του Παυσανία, ήταν έργο του Μεσσήνιου Δαμοφώντα από μάρμαρο παριανό. Μεταξύ του Θεάτρου και του Γυμνασίου έχουν έλθει στο φως γλυπτά εντοιχισμένα σε μεταγενέστερους τοίχους αγρών, τα οποία πρέπει να προέρχονται από το ναό της Μητέρας των Θεών. Τα γλυπτά αυτά είναι: ένα μαρμάρινο άγαλμά γυναικείας θεότητας, που κάθεται σε κυλινδρική κίστη, καλυμμένη με δορά λιονταριού, γύρω από την οποία ελίσσεται μέγας όφις (αρ. ευρ. 6658), θραύσματα ενός μαρμάρινου λιονταριού σε φυσικό μέγεθος και δύο αποσπασματικά σωζόμενα αναθηματικά ανάγλυφα Κυβέλης.



Ο ναός του Σωτήρα Δία, σύμφωνα με τα πρόσφατα αρχαιολογικά δεδομένα, βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της αγοράς (από όπου είναι βέβαιο ότι εισήλθε ο Παυσανίας) και σε μικρή απόσταση από τον ναό της θεοποιημένης πρώτης βασίλισσας της χώρας Μεσσάνας.
Για τη λατρεία του Δία Σωτήρα στην αγορά της Μεσσήνης, εκτός από τη φιλολογική μαρτυρία του Παυσανία, υπάρχει και η μαρτυρία μιας αναθηματικής επιγραφής (IG V1 1440) που χρονολογείται στον +1ο αι.:
[Φλ]άβιοι Δη-
μαρχίδης καὶ
Ἀττιανός Διὶ Σωτῆρι.
Στη νότια περιοχή της αγοράς εντοπίστηκαν θραύσματα θωρακίων από επιχρισμένο ψαμμίτη, που φέρουν έξεργους κεραυνούς σε ρομβοειδή πλαίσια και πρέπει να ανήκουν στο ιερό του Δία Σωτήρα. Δύο συνανήκοντα θραύσματα μιας ασβεστολιθικής βάσης που βρέθηκαν σε μικρή απόσταση ανατολικά του ναού της Μεσσάνας φέρουν επιγραφή του -3ου αι.:
Διοσκ[ουρίδας Ἀν]τικράτεος
ἀγωνο[θετήσας Δι]ὶ Σωτῆρι.
O αγωνοθέτης Διοσκουρίδας Aντικράτεος μάς είναι γνωστός από δύο επιπλέον επιγραφές από το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος και από το θέατρο.



Η ασβεστολιθική βάση κεντρικού ακρωτηρίου ήλθε στο φως μπροστά από την ανατολική πλευρά του ναού της Μεσσάνας χρησιμοποιημένη ως οικοδομικό υλικό σε μεταγενέστερο τοίχο:

Δαμοφῶν Φιλίππο[υ]
καὶ οἱ υἱοὶ//
[τὰ] ἀκρωτήρια ἀνέθ[ηκαν Δι]ὶ//
θε]οῖς τε πᾶσι
καὶ [τ]ᾶι πόλει.
Η συμπλήρωση Διί είναι η μόνη δυνατή. Η σημασία του ευρήματος είναι προφανής. Ο γλύπτης Δαμοφών Φιλίππου ανέθεσε με τους δύο γνωστούς από άλλες επιγραφές γιους του, Ξενόφιλο και Δαμοφώντα ΙΙ, τα ακρωτήρια (το κεντρικό και τα δύο πλευρικά) στον Δία και τους άλλους θεούς της πόλης. Οι τρεις οπές γόμφων στην άνω επιφάνεια της βάσης δείχνουν ότι το κεντρικό ακρωτήριο ήταν ορειχάλκινο. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι ο Δαμοφών δεν ήταν μόνο γνώστης της τεχνικής του μαρμάρου, του ξύλου και του ελεφαντόδοντου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανία, αλλά και του ορείχαλκου. Η ανάθεση των ακρωτηρίων στον ναό έρχεται παράλληλα να ενισχύσει τις μαρτυρίες των τιμητικών ψηφισμάτων του δωρικού κίονα, που είναι στημένος στο Ασκληπιείο, για την ευσέβειά του γλύπτη και για τη γενναιοδωρία του.


Ο δωρικός περίπτερος ναός της θεάς Μεσσάνας ήλθε πρόσφατα στο φως στο ΝΑ τμήμα της αγοράς και ταυτίστηκε με βεβαιότητα χάρη σε αδιάσειστα επιγραφικά τεκμήρια.
Το λατρευτικό ακρόλιθο ἄγαλμα χρυσοῦ καὶ λίθου παρίου της θεάς Mεσσάνας που είδε ο Παυσανίας μέσα στο ναό της πρέπει να την εικόνιζε στον γνωστό τύπο της πυργοστεφούς προσωποποιημένης πόλης, όπως εμφανίζεται σε μεσσηνιακά νομίσματα. Στον οπισθόδομο του ναού της Mεσσάνας είδε και περιέγραψε ο Παυσανίας τοιχογραφία με τις εικόνες δεκατριών ηρώων και ηρωίδων της προδωρικής Mεσσηνίας και του πρώτου Δωριέα βασιλιά της χώρας Kρεσφόντη, έργο του ζωγράφου Oμφαλίωνα, μαθητή του φημισμένου Aθηναίου καλλιτέχνη Nικία (Παυσ. 4.31.12).


Τον ναό της θεάς Μεσσάνας αναφέρει, περιέργως, ο περιηγητής μας αφού είχε ολοκληρώσει την πορεία του στο νοτιότερα ευρισκόμενο Ασκληπιείο. Λόγω του λάθους του Παυσανία προκλήθηκε σύγχυση μεταξύ των μελετητών και σοβαρή διαφωνία σχετικά με την ακριβή θέση του ναού της Μεσσάνας. Ο Florens Felten και ο ομιλών υποστηρίξαμε ότι ο ναός της θεάς αυτής βρισκόταν στο Ασκληπιείο, όπου η Μεσσάνα συλλατρευόταν ενδεχομένως με τον Ασκληπιό. Η Yvet Morizot επιχείρησε, εσφαλμένα, να ταυτίσει τον ναό της Μεσσάνας με τον πρώτο ναό της Αρτέμιδος Ορθίας, τον ευρισκόμενο στη ΒΔ γωνία του Ασκληπιείου, ενώ άλλοι μελετητές τον τοποθετούν αλλού, ή αορίστως μέσα στην αγορά. Σήμερα, με βεβαιωμένη πλέον τη θέση του ναού της Μεσσάνας στην αγορά, απελευθερώνουμε το ιερό του Ασκληπιού από την παρουσία και την υποτιθέμενη συλλατρεία της με τον Μεσσήνιο άνακτα και ιατρό Ασκληπιό.
Kατά μήκος της βόρειας πλευράς του ναού της Μεσσάνας ήλθαν στο φως δύο ακέραιες στήλες που φέρουν μακροσκελή ψηφίσματα 61 και 93 στίχων η κάθε μια υπέρ Mεσσήνιων δικαστών, οι οποίοι είχαν μεταβεί στη Σμύρνη της Mικράς Aσίας και στη Δημητριάδα της Mαγνησίας αντίστοιχα για την εκδίκαση υποθέσων. Χρονολογούνται στα μέσα του -2ου αι. Στο τέλος του κειμένου των ψηφισμάτων ορίζεται να στηθούν οι στήλες «εν τωι ιερωι τας Μεσσάνας». Kατά μήκος της νότιας μακράς πλευράς του ίδιου ναού, αποκαλύφθηκαν ασβεστολιθικά βάθρα που έφεραν κάποτε ορειχάλκινους τιμητικούς ανδριάντες μελών του αυτοκρατορικού οίκου, κυρίως της Δυναστείας των Aντωνίνων, με τους οποίους διατηρούσε στενούς δεσμούς η πανίσχυρη μεσσηνιακή οικογένεια των Σαιθιδών, γνωστή στον Παυσανία. Το παλαιότερο μέχρι αυτό που έφερε ανδριάντα του Κλαυδίου (αρ.ευρ.14641):
Ἀυτοκ[ρ]ά[τ]ορα
Τιβέριον Κλαύδιον Καί[σα]-
3 ρα Σεβαστόν, Γερμαν[ικόν],
ἀρχιερέα μέγιστον, πατ[έρα]
πατρίδος. Χαρίδαμος
Κράτωνος ἐκ τοῦ ἰδίο[υ]
Ακολουθούσαν δύο ακόμη στίχοι που έχουν αποξεσθεί. Ο τίτλος του pater patriae δόθηκε στον Κλαύδιο το +42. Η ανάθεση επομένως χρονολογείται μεταξύ +42 και +54.
Ο αναθέτης Χαρίδαμος γιος του Κράτωνος ανήκει σε επιφανή μεσσηνιακή οικογένεια.
Ο πατέρας του Κράτων Αρχεδάμου διετέλεσε σε ώριμη ηλικία επώνυμος ιερέας του Διός Ιθωμάτα το έτος +11 (SEG 49, 425). Επτά χρόνια νωρίτερα, γύρω στο +4, κατείχε το αξίωμα του Γυμνασίαρχου και σε νεότερη ηλικία είχε διατελέσει Υπογυμνασίαρχος. Ο Χαρίδαμος καταγράφεται μαζί με τον δίδυμο (;) αδελφό του Αρχέδαμο ανάμεσα στους τριετίρενες εικοσάχρονους εφήβους της Αριστομαχίδος φυλής, με Γυμνασίαρχο τον πατέρα τους Κράτωνα (επιγρ. αρ.ευρ. 9829). Ο Χαρίδαμος επίσης σε ώριμη ηλικία, το +30 (;), ήταν Γυμνασίαρχος (επιγρ. αρ.ευρ. 2494). Ο γιος του Κράτων εμφανίζεται πρώτος στη λίστα των εικοσάχρονων απόφοιτων της Αριστομαχίδος φυλής την ίδια χρονιά. Σε προχωρημένη ηλικία, 60 περίπου ετών, αναθέτει με δικά του έξοδα τον ανδριάντα του αυτοκράτορα Κλαύδιου στην αγορά, στο τέμενος του ναού της θεάς Μεσσάνας. Ενδέχεται να κατείχε τότε το αξίωμα του ιερέα του Διός Ιθωμάτα. O Χαρίδαμος, του οποίου η κόρη Δαμαρχίς (σύζυγος του Αριστίωνος Θάλωνος) τιμάται σε επιγραφή του -1ου αι. (αρ.ευρ. 12717) ήταν πιθανώς προπάππος του Χαρίδαμου Κράτωνος.
Ένα από τα βάθρα των αυτοκρατόρων (αρ. ευρ. 12454, ύψ. 0,86 μ., πλ. 0,545 μ., πάχ. 0,555 μ.) φέρει τη μοναδική λατινική επιγραφή της Μεσσήνης:
Faustinae Aug(ustae)
Imp(eratoris) Cae(sari) M(arci) Aureli
Antonini Aug(usti)
Ti(berius) Cl(audius) Saethida Caelianus et
Frontinus Niceratus.
(μτφρ.) Στη Φαυστίνα Αυγούστα (σύζυγο)
του αυτοκράτορα Καί(σαρα) Μ(άρκου) Αυρηλίου
Αντωνίνου Αυγ(ούστου)
ο Τι(βέριος) Κλ(αύδιος) Σαιθίδας Καιλιανός και
ο Φροντείνος Νικήρατος.
H σύζυγος του αυτοκράτορα Mάρκου Aυρηλίου Φαυστίνα η δεύτερη πέθανε το +176. 
Aναθέτες είναι ο Tιβέριος Kλαύδιος Σαιθίδας Kαιλιανός Β´ και ο αδελφός του Φροντείνος Nικήρατος που μνημονεύσαμε παραπάνω.



Το ενεπίγραφο βάθρο των ιππέων
Σε μικρή απόσταση από τη ΒΑ γωνία του ναού αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα ενός μεγάλου βάθρου. Στον ορθοστάτη της πρόσθιας νότιας όψης είναι χαραγμένη μακροσκελής επιγραφή 184 στίχων χωρισμένων σε τέσσερις στήλες σε μορφή ενός ειλητάριου παπύρου.
Το κείμενο αναφέρεται στην εκδίκαση υπόθεσης συνοριακών διαφορών μεταξύ Μεσσήνης και Μεγαλόπολης. Οι Μεγαλοπολίται και οι Καλιάται, κάτοικοι ενός άσημου κατά τα άλλα πολίσματος της Αρκαδίας, διεκδίκησαν την κυριότητα συνοριακών εκτάσεων που τους είχαν παραχωρηθεί από τους Μεσσήνιους για καλλιέργεια, με αντάλλαγμα την απόδοση σε χρήμα το μισό της αξίας των καρπών. Η περιοχές αναφέρονται με τα άγνωστα ώς σήμερα τοπωνύμια Ενδανίκα (=αφορά μάλλον την περιοχή της Ανδανίας) και Πυλανίκα (=περιοχή της Πυλάνας), καθώς και Ακρειάτις – Βιπειάτις. Οι Μεσσήνιοι έπεισαν την Αχαϊκή Συμπολιτεία να εξετασθεί η υπόθεση από σώμα 147 δικαστών που συνήλθε στο Καρνάσιον άλσος της Ανδανίας (ή Ενδανίας), το γνωστό από τον Παυσανία και από την επιγραφή των μυστηρίων λατρευτικό αυτό κέντρο των Μεσσηνίων. Δεκαεπτά (17) αξιωματούχοι της Συμπολιτείας παρέστησαν στην εκδίκαση με επικεφαλής το στρατηγό Απολλωνίδα Ετεάρχου. Όλοι είναι ιστορικές προσωπικότητες γνωστές τόσο από φιλολογικές όσο και από επιγραφικές μαρτυρίες.
Με τη σειρά μνείας τους στην επιγραφή είναι οι εξής: τρεις Σικυώνιοι, Απολλωνίδας Ετεάρχου (LGPN III. A s.v.), επί κεφαλής της ομάδας, Αλέξανδρος Αλεξάνδρου (LGPN III.As.v.) και Κλέανδρος Κλεάνδρου (GLEN III.A s.v), δύο Αιγιράται, οι Άρχων Φιλοκλέους (IG IV 12, 625) και Εξαίνετος Εξαινέτου, πέντε Αιγιείς, οι Φάλακρος Φαινολάου, Λαφείδης Ξενοκλέος, Στιάπυρος Στιαπύρου, Δαμόξενος Κλεοξένου (Πολύβιος, XVIII 42, 6) και Άντανδρος Δαμοξένου, ένας Δυμαίος, ο Άντανδρος Υπερβίου (SEG 13, 278, στ. 30· IG IX 12,1,34, στ.19), τρεις Φαραιείς, οι Επικράτης Καμψία (SGDI 2683,3,6), Γοργίδας Νικίδα και Αραδίων Λέοντος, ένας Λεοντήσιος, ο Καλλικράτης Θεοξένου (RE Suppl. τόμ. 4, 7g), και τέλος δύο Ηλείοι, οι Νικόδρομος Φιλιστίδα (IG V(2) 368, στ. 57) και Φίλων Σατύρου.



Οι Μεσσήνιοι έδειξαν στους εκπροσώπους της Συμπολιτείας και τους δικαστές τους όρους της χώρας τους από τον ποταμό Νέδα μέχρι την Κλεολαία και κατάφεραν να κερδίσουν τελικά τη δίκη με εκατόν σαράντα ψήφους υπέρ αυτών και επτά μόνο υπέρ των Μεγαλοπολιτών. Οι Καλιάτες δεν δέχτηκαν το αποτέλεσμα της δικαστικής απόφασης και επέμειναν να διεκδικούν την κυριότητα της Ακρειάτιδος, χωρίς όμως αποτέλεσμα, γιατί ίσχυσε στην περίπτωσή τους το δεδικασμένον υπέρ των Μεσσήνιων για ολόκληρη την έκταση. Μια επί πλέον υπόθεση με αντικείμενο τη διεκδίκηση του συνόλου των καρπών της επίδικης περιοχής από τους Μεγαλοπολίτες εκδικάστηκε, όπως αναφέρεται στην ίδια επιγραφή από έξι Μιλήσιους δικαστές που δικαίωσαν οριστικά και τελεσίδικα τους Μεσσήνιους. Τα ονόματά τους αναγράφονται στο ψήφισμα χωρίς πατρώνυμο: Βίων, Βάβων, Αίσχρος, Ηραγόρας, Φιλήσιος και Αρτέμων. Η επιγραφή μπορεί να χρονολογηθεί το -182/1, όταν ο Απολλωνίδας Ετεάρχου ήταν στρατηγός της Συμπολιτείας και μετά τη δολοφονία του γηραιού στρατηγού Φιλοποίμενα από τους Μεσσήνιους το -183/2., η οποία είχε ως δυσμενή συνέπεια και την αφαίρεση των συνοριακών εδαφών της Ενδανίκας- Πυλανίκας με παράλληλη απώλεια ελέγχου των περασμάτων προς την Αρκαδία. Στο τέλος του κειμένου της επιγραφής ορίζεται να γραφεί το ψήφισμα για τη δικαστική υπόθεση «εις το ιερόν τας Μεσσάνας εις το βάθρον το παρά το Βουλείον όπου οι ιππείς εισίν». Οι χάλκινοι ανδριάντες των δύο ιππέων που έφερε το βάθρο εικόνιζαν πιθανώς τους Διόσκουρους.
Στο Βουλείον δίπλα στο οποίο ήταν στημένο το βάθρο των ιππέων πρέπει να ανήκουν τα πενιχρά αρχιτεκτονικά λείψανα ενός ορθογώνιου κτηρίου με τρεις σειρές πεσσών στο εσωτερικό του. Το «Βουλεῖον» και η «ποτ’ αὐτῶι στοά» που αναφέρεται σε επιγραφή επισκευών του +1ου αι. (SEG 23, 205.207 και 35, 343) πρέπει να ταυτίζεται με το Βουλείον της αγοράς και όχι με το λεγόμενο «Βουλευτήριο» του Ασκληπιείου.
Ο Παυσανίας κατά τη συνήθειά του αναφέρεται μόνο στα λατρευτικά αγάλματα και τους ναούς της αγοράς, αδιαφορώντας για τα οικοδομήματα πολιτικού και εμπορικού χαρακτήρα, όπως το παραπάνω Βουλείον και οι στοές της αγοράς. Χάρη πάντως στην παραπάνω επιγραφή επισκευών του +1ου αι. γνωρίζουμε τα ονόματα τριών στοών της αγοράς: Παντόπολις στοά, στοά λεγόμενη τοῦ Νικαίου και στοά «παρὰ τὸ Κρεωπώλιον». Η μεγάλη βόρεια στοά της αγοράς πάντως δεν είχε εμπορικά μαγαζιά, αλλά κόγχες με αγάλματα και λειτουργούσε ως χώρος αναψυχής και περιπάτου.



Το Θησαυροφυλάκιο
Νότια από τον ναό της Μεσσήνης, σε μικρή απόσταση από τα ενεπίγραφα βάθρα των αυτοκρατόρων εξείχε από το έδαφος σωρός άτακτα ριγμένων λιθοπλίνθων, που προκάλεσε την ανασκαφική έρευνα. Κάτω ακριβώς από τον σωρό ήλθε στο φως ορθογώνιο κτίσμα του οποίου τα τοιχώματα προχωρούσαν σε βάθος. Όπως αποδείχτηκε με την πρόοδο της έρευνας ανήκαν σε υπόγειο θάλαμο κτισμένο με επιμελώς κατεργασμένα ασβεστολιθικά αγκωνάρια. Στο μέσο της βόρειας και της νότιας πλευράς του, εσωτερικά φέρει μονολιθικές αντηρίδες. Είχε δεχτεί κατά τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων επιθέσεις αδίστακτων μεταλλοκυνηγών οι οποίοι αφαίρεσαν τους μεταλλικούς συνδέσμους και τις μολυβδοχοήσεις, που έδεναν μεταξύ τους τα λίθινα αγκωνάρια και τις πλάκες του δαπέδου, αφού είχαν προηγουμένως παραβιάσει το τεράστιο λίθινο σύνθετο κάλυμμα του υπόγειου θαλάμου. Το κάλυμμα αποτελείται από δύο σειρές μερικώς επικαλυπτόμενων ασβεστολιθικών πλακών, περίτεχνα κατεργασμένων με εγκοπές και πατούρες για τέλεια μεταξύ τους προσαρμογή κατά το εκφορικό σύστημα δόμησης. Αφήνουν στο κέντρο τους τετράγωνο άνοιγμα, που έκλεινε ερμητικά με ένα ογκώδες λίθινο πώμα, διαστάσεων 1,19× 1,19μ., πάχους 0,43μ. και βάρους 1,5 τόνων περίπου. Σιδερένιος κρίκος, προσαρμοσμένος στην άνω επιφάνεια του πώματος χρησίμευε στην ανάρτησή του με τη βοήθεια ανυψωτικού μηχανισμού (βαρούλκου).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε ενώπιόν μας το Θησαυροφυλάκιο της πόλης και όχι έναν κοινό λίθινο «θησαυρό» ιερού για τη συγκέντρωση νομισμάτων που πρόσφεραν ή πλήρωναν οι πιστοί, όπως ο γνωστός μας από το Αρτεμίσιο του Ασκληπιείου. Πρόκειται για ένα υπόγειο οικοδόμημα, ερμητικά κλειστό, σκοτεινό και απόλυτα ασφαλές, μέσα στο οποίο φυλασσόταν το περίσσευμα από τους θησαυρούς της πόλης, τάλαντα χρυσού και αργύρου, πολύτιμα αντικείμενα και νομίσματα χρυσά και αργυρά, προϊόντα φόρων ή λείας πολέμων.
Ο Πλάτων (Πολιτεία 8.548Α) αναφέρεται σε «ταμιεία και θησαυρούς» δημόσιους ή ιδιωτικούς, όπου έκρυβαν χρυσάφι και ασήμι.
Κτιστός υπόγειος θάλαμος θησαυροφυλακίου, παρόμοιος με αυτόν της Μεσσήνης, μικρότερων όμως διαστάσεων (βάθους 2,10μ.) έχει αποκαλυφθεί στη Γόρτυνα της Κρήτης. Στο Βουθρωτό έχει επίσης αποκαλυφθεί ένα κτίσμα σε μορφή θησαυροφυλακίου-οχυρού, μέσα στο οποίο υπήρχαν δύο μεγάλοι λίθοι λαξευμένοι έτσι ώστε να δημιουργείται κοιλότητα στο εσωτερικό τους, η οποία λειτουργούσε ως ένα κρυφό Θησαυροφυλάκιο, σύμφωνα με τους ανασκαφείς. Οι ιερείς με τη βοήθεια ανυψωτικού μηχανήματος σήκωναν τον πάνω λίθο και μάζευαν τα νομίσματα. Θησαυρός υπήρχε και στο ιερό του Κάρνειου Απόλλωνα στο Καρνάσιον άλσος της Ανδανίας (IG V 1, 1390).
Ο Βιτρούβιος (5.ΙΙ.1-2) σημειώνει ότι “Aerarium, carcer, curia foro sunt coniungenda”, δηλαδή ο Θησαυρός, η Φυλακή και το Βουλευτήριο συνδέονται με την αγορά όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του Θησαυροφυλακίου της Μεσσήνης στην αγορά της πόλης, που λειτούργησε και ως φυλακή. Το Aerarium ήταν το δημόσιο Θησαυροφυλάκιο της Ρώμης που μετά την κατάργηση της βασιλείας στεγάστηκε στο ναό του Κρόνου (Saturnus) στο Καπιτώλιο (Πλούταρχος, Ποπλ. 12). Εκτός από τους φόρους, τα δημόσια έσοδα και τα σχετικά αποδεικτικά είσπραξης, δαπανών και οφειλών, και τη λεία από τους πολέμους, φυλάσσονταν επίσης εκεί τα λάβαρα των λεγεώνων, οι νόμοι χαραγμένοι σε ορειχάλκινες πινακίδες, καθώς και τα βιβλία με τα αντίγραφα των ψηφισμάτων της συγκλήτου (Ιώσηπος, Αρχ. 14, παράγρ. 10). Σε χωριστό σημείο του ναού του Κρόνου βρισκόταν το «ιερό Θησαυροφυλάκιο» (aerarium sanctum) το οποίο δεν άγγιζαν παρά μόνο σε περίπτωση έσχατου κινδύνου. Υπεύθυνοι για το aerarium ήταν κατά κανόνα οι ταμίες (quaestores), τους οποίους αντικαθιστούσαν κατά καιρούς δύο prefecti ή praetores. Με ανάλογο προς το Aerarium της Ρώμης τρόπο και με υπεύθυνους για τη φύλαξή του αξιωματούχους πρέπει να λειτουργούσε και το Θησαυροφυλάκιο της Μεσσήνης.



Τη σημαντικότερη μαρτυρία για το υπόγειο αυτό κτίσμα, το «Θησαυρό» της Μεσσήνης δίνει ο Πλούταρχος στον Βίον Φιλοποίμενος (19):
«ου μην άλλa κομίσαντες αυτόν (τον Φιλοποίμενα) εις τον καλούμενον Θησαυρόν, οίκημα κατάγειον ούτε πνεύμα λαμβάνον ούτε φως έξωθεν ούτε θύρας έχον, αλλά μεγάλω λίθω προσαγομένω κατακλειόμενον, ενταύθα κατέθεντο, και τον λίθον επιρράξαντες άνδρας ενόπλους κύκλω περιέστησαν».
Η περιγραφή αυτή του Βοιωτού φιλόσοφου και ιερέα των Δελφών αποδίδει με εκπληκτική ακρίβεια τον λίθινο υπόγειο θάλαμο στην αγορά της Μεσσήνης. Το μοναδικό αυτό αρχιτεκτόνημα αποκτά μεγάλη ιστορική αξία, καθώς σχετίζεται άμεσα με το δραματικό τέλος του μεγάλου στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας, του Φιλοποίμενα του Μεγαλοπολίτη, γνωστού και ως «τελευταίου Έλληνα». Οι Μεσσήνιοι, συγκεκριμένα ο φιλόδοξος στρατηγός τους Δεινοκράτης και οι ομοϊδεάτες του, έκαναν το μοιραίο σφάλμα, να δηλητηριάσουν τον αιχμάλωτο γηραιό και άρρωστο στρατηγό Φιλοποίμενα την ίδια νύχτα μέσα στον υπόγειο «Θησαυρό» όπου τον κρατούσαν έγκλειστο.
Η αδικαιολόγητη και βάρβαρη αυτή ενέργεια, που έλαβε χώρα το -183/2, σήμανε το τέλος όχι μόνο της αυτονομίας της Μεσσήνης, αλλά και της στρατιωτικής και πολιτικής της δύναμης. Η Συμπολιτεία υποχρέωσε την πόλη να παραδοθεί και να υποταχθεί άνευ όρων. Της στέρησε τα λιμάνια και της απέσπασε συνοριακά εδάφη τα οποία έδωσε στους Μεγαλοπολίτες και τους Λάκωνες που τα διεκδικούσαν. Ο Δεινοκράτης αυτοκτόνησε, ενώ οι ενεχόμενοι στη δολοφονία συνεργάτες του συνελήφθησαν και βρήκαν οικτρό θάνατο δια λιθοβολισμού στη Μεγαλόπολη από το πλήθος των πολιτών που συνόδευε την κηδεία του Φιλοποίμενα. Η τιμή να φέρει στην πάτρια γη τα λείψανα του Φιλοποίμενα έλαχε στον νεαρό τότε ιστορικό Πολύβιο, γιο του στρατηγού της Συμπολιτείας Λυκόρτα.
Στη διαταραγμένη επίχωση του υπόγειου θαλάμου βρέθηκαν μεταξύ άλλων δύο αναδιπλωμένοι μολύβδινοι κατάδεσμοι, που αποτελούν μάρτυρες της τύχης του υπόγειου «Θησαυρού», ο οποίος εγκαταλείφθηκε ως απεχθής μετά τον τραγικό θάνατο του Φιλοποίμενα και έγινε αποδέκτης αντικειμένων λαϊκής δεισιδαιμονίας και μαγείας.
Ο θάνατος του Φιλοποίμενα δημιούργησε, όπως φαίνεται, αισθήματα ενοχής στους κατοίκους της Μεσσήνης που επεδίωκαν να εξιλεωθούν, τιμώντας ποικιλοτρόπως τον αφηρωισμένο στρατηγό ώς τα ύστερα χρόνια, δίνοντας μάλιστα το όνομά του στα παιδιά τους, όπως μαρτυρεί εφηβικός κατάλογος (αρ. ευρ. 10905) του +70 από το Στάδιο της Μεσσήνης.


Mνημείο προς τιμήν του Σύλλα
Aσβεστολιθικά αγκωνάρια διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της αγοράς, με βάση τα τεχνικά χαρακτηριστικά, την επιμελημένη κατεργασία και τις διαστάσεις τους αποδόθηκαν σε μνημείο, πολλά μέλη του οποίου, εντοπίστηκαν κατά χώραν στην ανατολική κυρίως πλευρά της αγοράς, στη περιοχή του ιερού του Δία Σωτήρα. Πρόκειται για μνημείο που ίδρυσε η πόλη της Mεσσήνης προς τιμήν τριών επιφανών Pωμαίων ευεργετών, του περίφημου Σύλλα, του στρατηγού Mουρήνα και του πρεσβευτή Αγρίππα μετά τη νίκη τους στους Mιθριδατικούς πολέμους (Aππιανός, Mιθρ. πόλεμοι 5, 30). Tο μνημείο, κοινό και για τους τρεις τιμώμενους Pωμαίους, σύμφωνα με τα σωζόμενα πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη του, είχε τη μορφή μεγάλου ποδίου-βάθρου που έφερε τους χάλκινους ανδριάντες των ανδρών. Ήταν κατασκευασμένο κατά το ισόδομο σύστημα από επιμελώς κατεργασμένες ορθογώνια ασβεστολιθικά αγκωνάρια, με φάλτσο κομμένες (λοξότμητες) τις ακμές τους, του ίδιου ύψους και πάχους (ύψ. 0,39-0,40μ, πάχ. 0,45-0,46μ.), αλλά σε δύο μήκη (0,87- 0,88μ. και 1,76μ.).
Μία από τις ενεπίγραφες λιθοπλίνθους του μνημείου, γνωστή από το 1868 (IG V1, 1454) και θεωρούμενη χαμένη έκτοτε, βρέθηκε στο κτήμα του Hλία Nικολόπουλου. H επιγραφή είναι χαραγμένη στην πρόσθια όψη ορθογώνιας ασβεστολιθικής λιθοπλίνθου.
Σπασίματα και απολεπίσεις στην άνω αριστερή γωνία και προς το μέσον της ενεπίγραφης επιφάνειας. Φέρει αναθύρωση στην άνω, την κάτω και την πίσω πλευρά, καθώς και πειόσχημους τόρμους στην πίσω παρυφή της άνω επιφάνειας για οριζόντια σύνδεση. H πρόσθια και οι δύο πλάγιες πλευρές είναι λειασμένες. Aνά μια ταινία σε εσοχή, πλάτους 0,05μ., στις παρυφές των κατακόρυφων στενών πλευρών της όψης δημιουργούν πινάκωση. Oι ακμές της όψης είναι λοξότμητες, όπως συμβαίνει με όλους τους ενεπίγραφους και μη λίθους του μνημείου (AEM 6924):
[Ἁ π]όλις
Λεύκ[ιο]ν Λικίνιον [Λ]ευκίου
υἱ[ὸ]ν Mουρήναν ἰμπεράτορα
τὸν αὐτᾶς εὐεργέταν.
Ανήκει σε βάθρο τιμητικού χάλκινου ανδριάντα του «ιμπεράτορος» (στρατηγού αυτοκράτορα) Λικινίου Mουρήνα, γιου του Λευκίου. Kατά τον Dittenberge (Syll. 3, 745 και IvO 321) ήταν αδελφός του P. Licinius Murena και πατέρας του ύπατου του έτους -62 L. Murena. Tον τίτλο του ιμπεράτορος, που απέκτησε το -83/2 κατά τους Mιθριδατικούς πολέμους, φέρει και σε τιμητικό βάθρο από τη Pόδο (IG XII 1, 48). Ως propreator μεταξύ των ετών -83 και -82 εισέβαλε στον Πόντο παραβιάζοντας την συμφωνία ειρήνης που είχε κλείσει ο Σύλλας με το Mιθριδάτη, αλλά ηττήθηκε και ταπεινώθηκε τόσο πολύ από τον Mιθριδάτη, ώστε ο Σύλλας αναγκάστηκε να τον αποσύρει. Tο -81 τέλεσε θρίαμβο στη Pώμη. Tον Nοέμβριο του -63 ο γιος του κατηγορήθηκε από τον Kάτωνα και άλλους επώνυμους Ρωμαίους για εκλογική νοθεία, αλλά χάρη στον Kικέρωνα και άλλους δύο ικανούς συνηγόρους απαλλάχτηκε ομόφωνα (Kικέρων Pro Murena 5, 15-17 και 31-34).
H δεύτερη τιμητική επιγραφή του ίδιου μνημείου πού εντοπίστηκε από τον Oρλάνδο το 1969 στο ίδιο κτήμα είναι χαραγμένη σε ασβεστολιθική λιθόπλινθο, η οποία εμφανίζει τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά με την ενεπίγραφη λιθόπλινθο του Λεύκιου Λικίνιου Mουρήνα, καθώς και του Σύλλα που θα δούμε παρακάτω, με τη διαφορά ότι δεν φέρει στην πρόσθια όψη τις κατακόρυφες σε εσοχή ταινίες που δημιουργούν πινάκωση. H διατήρησή της είναι άριστη (AEM 1039):
Ἁ πόλις
Γναῖον Mάνλιον Λευκίου υιὸν
Ἀγρίππαν πρεσβευτὰν
τὸν αὐτᾶς εὐεργέταν.
O μόνος Ρωμαίος με το όνομα Aγρίππας γνωστός στην Eλλάδα και ειδικά στην Aθήνα, είναι ο Mάρκος Bιπσάνιος Aγρίππας, στρατηγός ευνοούμενος του αυτοκράτορα Aυγούστου, ο οποίος έκτισε μεταξύ -21 και -12 το Ωδείο της Aγοράς των Aθηνών, ενώ λίγο νωρίτερα, το -27, τμήθηκε ως ευεργέτης με επιγραφή χαραγμένη στο βάθρο του παλιότερου επιβλητικού μνημείου που είχε στηθεί μάλλον το -174 για τον βασιλιά Eυμένη B΄ μπροστά στην είσοδο της Aκρόπολης, αριστερά από τα Προπύλαια. Tο -21 ο Aύγουστος του έδωσε γυναίκα την κόρη του Iουλία, χήρα ήδη στα 16 της χρόνια. Πέθανε το -12 στη Pώμη. Mε αυτόν τον Aγρίππα ο πρεσβευτής Aγρίππας της Mεσσήνης δεν έχει καμμία βεβαίως σχέση.
Ο Christian Habicht θεωρεί τον Γναίον Mάνλιον Aγρίππαν πρεσβευτήν ως εκπρόσωπο του ηγεμόνα της επαρχίας Αχαΐας.



Στην τρίτη τέλος επιγραφή του ίδιου μνημείου της Mεσσήνης η πόλις τιμά τον «ιμπεράτορα» Kορνήλιον Σύλλαν, γιο του Λεύκιου. H επιγραφή είναι χαραγμένη στην πρόσθια όψη ορθογώνιας ασβεστολιθικής λιθοπλίνθου. Φέρει αναθύρωση στην άνω, την κάτω και την πίσω πλευρά καθώς και πειόσχημους τόρμους στην άνω επιφάνεια για οριζόντια σύνδεση με άλλους παρακείμενους λίθους. H πρόσθια και οι δύο πλάγιες πλευρές είναι λειασμένες. Aνά μια ταινία σε εσοχή στις παρυφές των κατακόρυφων στενών πλευρών της όψης δημιουργούν πινάκωση. Oι ακμές της όψης είναι λοξότμητες (AEM 6924):
[Ἁ πόλις]
[Λεύκιον K]ορνήλιον
[Λευκί]ου υἱὸν Σύλλαν
ἰμπεράτορα
τὸν αὐτᾶς εὐεργέταν.
O Σύλλας είχε πάρει τον τίτλο του ιμπεράτορα κατά τους Mιθριδατικούς πολέμους και τον εμφύλιο, και τιμήθηκε για τις νίκες του στην Eλλάδα όχι μόνο από τους Mεσσήνιους, αλλά και από τους Aκραιφίους, τους Ωρώπιους (IG VII 264) και τους Aθηναίους (IG II 212:58:42 PM 4103). H σύζυγος του Σύλλα Kαικιλία, διωκόμενη από τους δημοκρατικούς στη Pώμη κατέφυγε στην Eλλάδα, όπου βρισκόταν ο Σύλλας ήδη από το -86 για την καταστολή της εξέγερσης των ελληνικών πόλεων και κυρίως της Aθήνας και του Πειραιά, που είχαν ταχθεί στο πλευρό του Mιθριδάτη. Τιμήθηκε και η ίδια ιδιαιτέρως από τους Ωρωπίους (IG VII 413).
Tην ίδια περίοδο πρέπει να δημοσιοποιήθηκε και το δόγμα της ρωμαϊκής συγκλήτου για το άσυλο της Ωρωπίας (IG VII 416).
Στο βάθρο που είχε στηθεί αρχικά για να τιμηθεί ο Σύλλας και ο Μουρήνας στήθηκαν αργότερα και αγάλματα προς τιμήν μελών του αυτοκρατορικού οίκου, όπως για παράδειγμα της Φαυστίνας συζύγου του Αδριανού (αρ.ευρ. 10268). Oρθογώνια λιθόπλινθος από ασβεστόλιθο. Tο άνω μέρος της πρόσθιας μακράς και των δύο στενών πλευρών είναι διαμορφωμένο σε ανακλιντροειδές επίκρανο. Φέρει αναθύρωση στην άνω, την κάτω και την πίσω επιφάνεια για σύνδεση με τις λοιπές λιθοπλίνθους του μνημείου. Στην πρόσθια επιφάνεια φέρει την επιγραφή:
Σαβεῖναν Σεβαστοῦ αυτο-
κράτορος Kαίσαρος Tραϊα-
νοῦ Ἁδριανοῦ γυναῖκα
ἡ Mεσσηνίων πόλις κατὰ τὸ
ψήφισμα τῶν Ἀχαιῶν.
H χάραξη έχει γίνει ελεύθερα χωρίς τη χρήση οδηγών γι’ αυτό τα γράμματα εμφανίζονται ανισομεγέθη χωρίς οριζόντια στοίχιση. H Σαβείνα έλαβε τον τίτλο της Σεβαστής το +128
Tο ίδιο έτος ο Aδριανός παίρνει τον τίτλο του Oλύμπιου. Tιμήθηκε από τους Aθηναίους (IG II2 3387), τους Tηνίους (IG XII Suppl. 322), την πόλη των Bραγυλίων της Mακεδονίας (SEG 12, 347) και τους Eρμιονείς (IG IV 702).



Φρέαρ με οστά νηπίων και σκύλων
Μεγάλος αριθμός οστών νεογέννητων παιδιών ήλθαν στο φως στην επίχωση ενός ελλειψοειδούς φρέατος ευρισκόμενου σε μικρή απόσταση βορειοδυτικά του ναού της Μεσσάνας και δίπλα στη νοτιοδυτική γωνία του Βουλείου. Προκαταρκτική μελέτη των οστών έδειξε ότι ανήκουν σε διακόσια ενενήντα περίπου νήπια που είχαν γεννηθεί νεκρά ή είχαν πεθάνει στη γέννα. Είχαν ενταφιαστεί σε χύτρες και οξυπύθμενους αμφορείς και εναποτεθεί σε κάποιο νεκροταφείο χωριστά από τα υπόλοιπα ενήλικα και ανήλικα νεκρά μέλη της μεσσηνιακής κοινότητας, διότι δεν είχαν προλάβει να φτάσουν στην ηλικία των τριών ετών και να θεωρηθούν ισότιμα μέλη της μεσσηνιακής κοινωνίας. Ανάλογη μεταχείριση έχουν τα αβάπτιστα νήπια στη χριστιανική λατρεία, τα οποία ενταφιάζονται συνήθως σε ειδικούς απόμερους χώρους και όχι στα οργανωμένα νεκροταφεία των βαπτισμένων παιδιών και των ενήλικων ατόμων. Η απόθεση των οστών τους πάντως στο ελλειψοειδές φρέαρ της αγοράς δίπλα στον ναό της θεάς Μεσσήνης όπως και στην περίπτωση του ανάλογου ευρήματος από την αθηναϊκή αγορά, είναι πράξη υστερογενής και μπορεί να χαρακτηρισθεί ανακομιδή τελετουργικού χαρακτήρα. Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι μαζί με τα οστά νηπίων βρέθηκε και ικανός αριθμός από οστά σκύλων που είχαν ενταφιαστεί μαζί με τα νήπια. Εγχυτρισμοί νηπίων και ταφές σκύλων ήλθαν στο φως στον περίβολο του ταφικού μνημείου Κ3 πίσω από τη δυτική στοά του Γυμνασίου της Μεσσήνης

Βάθρο χάλκινων ανδριάντων
Ένα πολύ μεγάλων διαστάσεων και ασυνήθιστα επίμηκες μονολιθικό ασβεστολιθικό βάθρο βρίσκεται μεταξύ του ναού της Μεσσάνας και της βόρειας στοάς (αρ.ευρ. 13993, μήκ. 5,08μ). Σώζει στην άνω επιφάνεια εγκοπές για τη στήριξη τριών χάλκινων ανδριάντων, ενός κολοσσιαίου στο μέσον και δύο φυσικού μεγέθους εκατέρωθεν. Στην πρόσθια όψη σώζεται το όνομα του καλλιτέχνη:
Ἀριστομένης ἐποίησε
Ο Mεσσήνιος γλύπτης του -2ου/1ου αι. Aγίας, ο πατέρας του Aριστομένης και ο γιος του Πυριλάμπης (μαρτυρείται επιγραφικά και ως Πυρίλαμπος), αμφότεροι γλύπτες επίσης, είναι γνωστοί από ενεπίγραφα βάθρα τους που έφεραν εικόνες αθλητών, ανιδρυμένες στην Oλυμπία (IvO 397-399,5 και 400,4) και τη Μεσσήνη, καθώς και από τη μαρτυρία του Παυσανία (6.3.13, 6.15.1 και 6.16.5). Δεύτερη δυσανάγνωστη επιγραφή βρίσκεται δεξιά από την παραπάνω υπογραφή του γλύπτη στο ίδιο βάθρο.


ΠΕΤΡΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ: "ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΣΣΗΝΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ- ΜΝΗΜΕΙΑ- ΑΝΘΡΩΠΟΙ"