.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

Η μάχη στα Κάτω Μηνάγια, 1825

Η πρώτη πολεμική σύγκρουση μεταξύ ελληνικών και τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων



Το ιστορικό πλαίσιο


 Οι αγωνιζόμενοι για εθνική ελευθερία Έλληνες θα αντιμετωπίσουν την απόβαση του Ιμπραήμ (Φεβρουάριος 1825– Μάιος 1825) αφενός με μειωμένες τις -ανέκαθεν ανεπαρκείς- υλικές και πολιτικές δυνάμεις τους, με κλονισμένες τις ηθικές και αφετέρου, χωρίς ουσιαστική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Οι αντιδράσεις της οποίας θα είναι και υποτονικές και απερίσκεπτες. Είχαν προηγηθεί δύο εμφύλιοι (Μάρτιος-Ιούνιος 1824 και Νοέμβριος- Δεκέμβριος 1824) που υπήρξαν καταστρεπτικοί και είχαν πολύ σοβαρές συνέπειες για πολύ μεγάλο διάστημα, με θριαμβευτές τους Ρουμελιώτες πολέμαρχους και τους Υδραίους συμμάχους τους. Πολλοί πελοποννήσιοι ηγέτες, με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, βρίσκονταν φυλακισμένοι στην Ύδρα, ενώ οι Ρουμελιώτες στην Πελοπόννησο συμπεριφέρονταν σαν κατακτητές σε εχθρικό έδαφος.
 Η απόβαση του Ιμπραήμ -θετού γιου του σατράπη της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή-, τον Φεβρουάριο του 1825 στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, ελάχιστη εντύπωση προκάλεσε αρχικά στους Έλληνες. Οι απώλειες του Ιμπραήμ, αφότου έφυγε από την Αλεξάνδρεια, σε πλοία, άνδρες, άλογα και υλικό, αναλογούσαν περίπου με το ένα τρίτο του συνόλου. Οι αρρώστιες, οι καιρικές συνθήκες αλλά και η παρενόχληση του ελληνικού στόλου ήταν παράγοντες υπεύθυνοι για τις καταστροφές αυτές. Το έργο των Ελλήνων θαλασσινών εξακολουθούσε να καθησυχάζει την κυβέρνηση στο Ναύπλιο ότι ο κίνδυνος δεν ήταν μεγάλος.
 Έτσι οι Έλληνες συνέχισαν τους καβγάδες τους σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα. Πρόεδρος του Εκτελεστικού είχε γίνει ο Υδραίος καπετάνιος Γεώργιος Κουντουριώτης, ο οποίος δεν διέθετε γνώσεις για τον χερσαίο πόλεμο αλλά ούτε και ηγετικά προσόντα. Τον πλαισίωναν δύο θανάσιμοι εχθροί μεταξύ τους, ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ως αρχιγραμματέας του Εκτελεστικού και διευθυντής της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος και ο Ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης, μέλος του Εκτελεστικού με επιρροή στους Ρουμελιώτες πολέμαρχους στους οποίους έταξε πελοποννησιακή λεία. Μια τρίτη τάση εκπροσωπούσαν οι Πελοποννήσιοι στρατιωτικοί, όπως ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς, που συνέπρατταν με την κυβέρνηση και τους νικητές του εμφυλίου. Ενιαίος στρατός δεν υπήρχε και οι δεκάδες ομάδες συγκροτούνταν από καπετάνιους οι οποίοι κατέθεταν πλαστούς καταλόγους ανδρών στην κυβέρνηση, για να εισπράττουν υπεράριθμους μισθούς και σιτηρέσια.
 Οι Υδραίοι καπετάνιοι προειδοποιούσαν την κυβέρνηση ότι κύριος στόχος του Ιμπραήμ ήταν το οχυρωμένο Νεόκαστρο της Πύλου, αλλά το ελληνικό στρατόπεδο με το άνθος των μεγάλων αγωνιστών αργούσε να σπεύσει σε βοήθεια. Ακολούθησαν σπασμωδικές συγκρούσεις σωμάτων με τον οργανωμένο στρατό του Ιμπραήμ με σοβαρές ελληνικές απώλειες ιδιαίτερα στο ηθικό των Ελλήνων. Αν είχε υπάρξει έγκαιρα συντονισμένη εκστρατεία υπό ενιαία διοίκηση, οι εμπειροπόλεμοι και αριθμητικά υπέρτεροι Έλληνες θα είχαν καταστρέψει την εμπροσθοφυλακή των Αιγυπτίων. Η κατακερματισμένες ελληνικές δυνάμεις μαστίζονταν από τις εσωτερικές έριδες των Ρουμελιωτών αλλά και την απειθαρχία κορυφαίων αγωνιστών, όπως οι Καραϊσκάκης, Κώστας Μπότσαρης, Τσάμης, Καρατάσος, Πετρόμπεης και άλλων. Ο Ιμπραήμ κατέλαβε τελικά το Νιόκαστρο στις 23 Μαρτίου του 1825 και εξασφάλισε έτσι το προγεφύρωμα, που του επέτρεψε να κατακτήσει το μέγιστο τμήμα του Μοριά.



Η απόβαση του Ιμπραήμ

 Το συνταρακτικό μήνυμα της εμφάνισης του αιγυπτιακού στόλου στα νοτιοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου έφθασε στο Ναύπλιο από την Καρδαμύλη της Μάνης, φυσικό παρατηρητήριο προς τον θαλάσσιο ορίζοντα, εκ μέρους του έμπειρου πολεμιστού Διονύσιου Μούρτζινου. Ο Διον. Μούρτζινος με επιστολή του προς τον Πρόεδρο Γ. Κουντουριώτη γράφει χαρακτηριστικά: «… Παρατηρήσαμεν ικανά πλοία παραπλέοντα τα ύδατα του κάβου Γρώσσου, τα οποία μόλις μετά τριών ημερών παρέλευσιν εσυμπεράναμεν ότι πρέπει να είναι εχθρικά και από τους συχνούς πυροβολισμούς του φρουρίου Κορώνης και από του ότι δεν απεμακρύνοντο από ετούτα τα ύδατα. Πλήν καμμίαν σωστήν πληροφορίαν δεν έχομεν, και προσμένω να πληροφορηθώ τούτο από πεζούς όπου δια Καλαμάταν και δια άλλα μέρη έπεμψα. Όθεν αν, όπερ μη γένοιτο, και είναι εχθρικά και δοκιμάσωσι να εκτελέσουν εις κανέν μέρος τους ανοήτους σκοπούς των, θέλει κινηθώ κατ΄αυτών μα πληρώσω το πατριωτικόν χρέος. Συντρέξατε και η Εκλαμπρότης σας με τα αναγκαίουντα, δια να μην εύρη ο εχθρός τοςυ τόπους κενούς και εκτελέση όπερ εις τεσσάρους χρόνους δεν ηδυνήθη. Ειδέ πάλιν και είναι φιλικά, θέλει παρευρεθώ εν τάχει εις Ναύπλιον εις το χρέος μου. Περί τούτων απαντών γράφω μερικώς ωσαύτως και προς την σεβατήν Διοίκησιν. Μένω με το ανήκον σέβας. Τη 10η Φεβρουαρίου 1825, Σκαρδαμούλα. Ως αδερφός ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΜΟΥΡΤΖΙΝΟΣ».
 Παράλληλα, ο στρατηγός Παναγιώτης Γιατράκος, ευρισκόμενος εις τα Βουνάρια έγραφε προς τον Μούρτζινο την 11η Φεβρουαρίου 1825: «Εν ολίγοις σας ιδεάζω, αδελφέ, τον εμφανισμόν του εχθρικού στόλου εις τα εδώ μέρη. Τούτο το είχα προ οφθαλμών μας, και από την προς απόκρουσιν των εχθρικών εισβολών νωθρότητα μας, πάντοτε εσυμπέρανα ότι εξαίφνης ήθελε φανή…. Οι εγκάτοικοι της επαρχία ταύτης πόσον διεταράχθησαν ιδόντες τον εχθρικόν στόλον, συμπράνετε. Όλοι καταγίνονται εις προφύλαξιν των φαμιλιών και των πραγμάτων των, εγω δε με τους ολίγους ιδικούς μου, ως σε είναι γνωστόν, επαγρυπνών κατά χρέος εις απάντησιν κάθε εχθρικού κινήματος, διώρησα τας αναγκαίουσας φυλακάς, έγραψα εις την επαρχίαν και εσυνάχθησαν και οι κάτοικοι των έξω χωρίων, ήλθον με μέρος του σώματος των στρατευμάτων και οι αδελφοί μου στρατηγοί Νικολάκης και καπετάν Λιάκος και ο ανεψιός μου Ανδρέας, μετά των οποίων στέκομαι προθύμως εμψυχώνων και τους εντοπίους και παρατηρών και τα εχθρικά κινήματα…. Αι πλάταις μας είναι ανοικταί, και ενώ ο εχθρικός στόλος παραπλέει τα παράλια της Μοθώνης, χρεία και ανάγκη είναι να τρέξηδύναμις εις Νεόκαστρον και Μοθώνην δια να οχυρωθούν αι εκεί θέσεις… Εγώ όμως σε λέγω ότι μ΄όλον όπου είμαι εμπρός εις όλα, πάλιν μόλις δύναμαι να κρατώ τον κόσμον. Πότε μεν ευρίσκομαι εις Άγιον Δημήτριον, πότε δε εις την θέσιν Γερακάδων, και άλλοτε εις επιτήησιν των προφυλακών Γριζίου, και άλλοτε εις Βουνάρια, και δε λείπω ενεργών το δυνατόν, αφειδών διόλου εμαυτού, όσα στοχάζομαι συντέινονται εις εμψύχωσιν του λαού, και ο Θεός βοηθός. Είδον προσέτι να με λέγητε εις τα γράμμα σας να σας ιδεάσω αν κάμουν δισπάρκον, να εκκινήσητε με δύο χιλιάδες στρατιώτας εις βοήθειαν μου… Σας λέγω λοιπόν ότι εχθρικά πλοία, αφ΄ου εισηκούσθησαν με τους εις το φρούριον Κορώνης εχθρούς, έπλεον σήμερον προς το μέρος της Μοθώνης. Δύο καράβια από χθες άραξαν εις Σαπιέντζαις. Μετά την δείλη δε σήμερον άραξαν εις Μοθώνην ολίγακαι εχαιρετίσθησαν μεταξύ του φρουρίου με αρκετάς κανονιάς. Τα δε λοιπά εισέτι είναι εις τα πανιά, και ποιος ο σκοπός των εισέτι είναι άδηλος».
 Η επιστολή αυτή φανερώνει την αίσθηση του κινδύνου και τον τρόμο που προκάλεσε στους πληθυσμούς της περιοχής η εμφάνιση του αιγυπτιακού στόλου στα παράλια. Έτσι ο Ιμπραήμ πασάς κατόρθωσε να εισπλεύσει ανενόχλητος την 11ην και την 12ην Φεβρουαρίου στο λιμάνι της Μεθώνης. Πρώτα, στις 12 και στις 13 Φεβρουαρίου αποβιβάσθηκαν με πενήντα περίπου πλοία τα πεζικά συντάγματα 3ο και 4ο , με συνολική δύναμη μειωμένη στους 4.000 περίπου άνδρες, 500 ιππείς και 1.000 διάφοροι άλλοι, ενώ κατά την απόβαση θα πνιγούν 50. Τα αποβιβαζόμενα τμήματα προωθούνται πέραν της ακτής και στήνουν περί τις 400 σκηνές μέχρι την απόσταση ενός έως δύο χιλιομέτρων από το φρούριο. Το αρχικό προγεφύρωμα του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο μόλις έχει δημιουργηθεί χωρίς την παραμικρή ελληνική αντίδραση κατά την απόβαση.

Οι αμυντικές προσπάθειες των Ελλήνων



 Ως γνωστόν, το όρος Λυκόδημον διαχωρίζει την Μεσσηνιακή χερσόνησο σε δύο ζώνες, τηνδυτική, από Μεθώνη μέχρι Νεοκάστρου- Παλαιοναβαρίνου και την ανατολική από Κορώνης μέχρι Πεταλιδίου. Η επικοινωνία μεταξύ των δύο ζωνών είναι μάλλον ευχερής μέσω των αυχένων Χανδρινού και Κλεισούρας. Δια του αυχένος Κλεισούρας βαίνουν οι οδοί Μεθώνη- Γρίζι- Κορώνη και Μεσοχώρι- Μηνάγια- Βουνάρια. Στην δυτική ζώνη έχει την ευθύνη, σύμφωνα με τις διαταγές της Διοίκησης ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης Κάτσης, ενώ στην ανατολική ζώνη την ευθύνη έχει ο Παναγιώτης Γιατράκος.
 Έτσι ο Παναγιώτης Γιατράκος είναι από τους λίγους στρατιωτικούς ηγέτες του Μορία που βρίσκεται κοντά στον καινούργιο εχθρό. Με λίγες εκατοντάδες συνεπαρχιώτες του και ντόπιους πολεμιστές διατηρεί την πολιορκία της Κορώνης έχοντας μέτωπο προς ανατολάς και εξασφαλίζει τα νώτα των πολιορκητών από την πλευρά της Μεθώνης με μέτωπο προς δυσμάς. Έχει την ευθύνη της ανατολικής ζώνης της περιοχής, ενώ την δυτική επιβλέπει ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης Κατσής, που εδρεύει στο χωριό Μίσκα με 300 στρατιώτες
 Έτσι μόνος, σχεδόν, αφού και ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης με διάφορες προφάσεις δεν ανταποκρίνεται στις προσκλήσεις του για αντιμετώπιση των εισβολέων, συνειδητοποιεί πόσο κακό έκανε στον αγώνα η εμφύλια διαμάχη. 


 Συνεπικουρούμενος από τα αδέρφια του προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση, καθώς ουσιαστικά είναι ο μόνος πολεμικός αρχηγός που πρέπει να αντισταθεί στις υπέρτερες δυνάμεις των Αιγυπτίων. Επιβάλλεται λοιπόν η οχύρωση της περιοχής και ο στρατηγός μαζί με τον αδερφό του Νικολάκη πασχίζουν νυχθημερόν να εντοπίσουν τις επίκαιρες θέσεις και να τοποθετήσουν εκεί στρατιώτες. Έτσι στις 14 Φεβρουαρίου 1825 πηγαίνουν στο χωριό Μηλίτσα και Μηνάγια και από εκεί κάνουν αναγνώριση της ευαίσθητης περιοχής μέχρι το χωριό Γρίζι, σχεδιάζοντας να τοποθετήσουν στα τρία αυτά σημεία στρατιωτικές προφυλακές. Γνωρίζοντας ότι η Διοίκηση δεν πρόκειται να τους συμπαρασταθεί και ότι μόνοι θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς, ετοιμάζουν ένα στρατιωτικό σχέδιο, το οποίο εξέθεσε ο Νικολάκης Γιατράκος, με την παρακάτω επιστολή του στις 14 Φεβρουαρίου 1825, προς τον ντόπιο στρατιωτικό αρχηγό Ιω. Καραπαύλο, τον έπαρχο και τους προκρίτους της Κορώνης:
«Σήμερις, με τον αυταδελφόν μου αρχηγόν επήγαμε εις Μηλίτζαν και εξεπατήσαμε αυτήν την θέσιν. Απ΄αγνάντι μας έδιξε ο παπάς που ήτον μαζί μας και την θέσιν εις την Γρίντζη, μας έδειξε και άλλο εν μέρος όπου ημπορούν να εβγούν οι εχθροί (εννοεί τα Μηνάγια). Εκάμαμε σκέψιν και θέλουν το ολιγώτερον να πιάσουν αυτές τις τρείς θέσεις και εις την κάθε θέσιν να κτιστή ένας φούρνος, να πηγαίνη αλεύρι, να βγάζη εκεί το ψωμί. Και έτζι γίνεται τελεία πολιορκία Μοθώνης από τούτο το μέρος.



Επειδή οι εδικοί μου στρατιώται δεν συμποσούνται τόσοι οπού να οχυρώσουν αυτάς τας θέσεις, και μια θέσι να οχυρώσωμε μόνο δεν ωφελεί τίποτα, και επειδή έλαβον εν γράμμα από τον εξοχώτατον στρατηγόν Γ. Μαυρομιχάλη, και μας γράφει δια να πάγω να ανταμώσωμε να ομιλήσωμε περί πάντων, και μας γράφει ότι έχει και τριακόσιους στρατιώτας, κρίνω εύλογον να τον γράψωμε συμφώνως όλοι να ενωθούμε και να ανταμωθούμε όλοι εις εν μέρος. Και αυτές οι τρείς θέσεις (Μηνάγια, Μηλίτσα, Γρίζι) να οχυρωθούν αποτο εδικόν μου σώμα και από εντόπιους και του καπ. Γ. Μαυρομιχάλη, αναλόγως και από τα τρία σώματα να βάλωμε τους επτακόσιους στρατιώτας αμέσως.
Να εισακουστούμε και με τα στρατεύματα της Αρκαδίας και Νεόκαστρον, με όλους τους εκεί ευρισκόμενους οπλαρχηγούς Ρουμελιώτας και εντόπιους, να τους ιδεάσωμε ότι συστήσαμε τελείαν πολιορκίαν από τούτο το μέρος και δια να εμψυχωθούν και οι εντόπιοι των επαρχιών, και να τους βιάσωμε όλους τους εκεί ευρισκόμενους οπλαρχηγούς να πιάσουν εις τα Χίλια Χωριά και Μεσωχώρι, να συστήσουν και αυτοί πολιορκίαν από εκείνο το μέρος.
Και να λάβετε τα αναγκαία μέτρα να μας εξοικονομήστε πολεμοφόδια και ζωοθροφίαν δια τους επτακόσιους στρατιώτας οκτώ ημέρες, εως να λάβη η Σ. Διοίκησις τα αναγκαία μέτρα να στείλη γενικόν φροντιστήν, καθώς μου γράφετε και κατά την υπόσχεσιν που μου έχετε δώσει. Στοχατήτε ότι θέλομε το ολιγώτερον χίλιους ταστέδες φουσέκια.
Εγώ, καθώς μου ειπατε, εδιώρισα τον αυτάδελφόν μου κ. Λιάκο και επήγε εις αυτά τα χωρία όπου είναι πολίται Μοθώνης, και περιμένω αύριο τα πολεμοφόδια να τους γράψω να πάνε εις Μηλίτζαν να πιάσουν αυτήν την θέσιν. Παρομοίως μας γράφει και ο κ. Γιάννης (Ιωάννης Μαυρομιχάλης) ότι είναι έτοιμος όπως να τον γράψωμε να ακολουθήση, αν θέλετε, κατά την ζήτησίν σας.
Αυτό το σχέδιον, ως άνωθεν, είναι η ασφάλεια ταύτης της επαρχίας και να ημπρέσωμε να βλάψωμε και τον εχθρόν. Και ημπορούμε να κάμωμε ένα στρατήγημα: Να διαλέξωμε πεντακόσιους στρατιώτας από όλα τα σώματα και να ορκωθούμε να κάμωμε στρατήγημα διά νυκτός. Να τους κτυπήσωμε εις τα τζαντήριά τους τους στραβοαράπηδες, να τους κατατροπώσωμε εις το κάστρο και να επιστρέψωμε πάλε εις την θέσιν μας διά νυκτός.
Αυτή είναι η γνώμη μου, αδελφοί, και δεν πρέπει να το αποφύγετε. Διά τούτο πρέπει να κάμετε κάθε τρόπον να οικονομήσετε τα αναγκαία, ως άνωθεν που σας γράφω, ομοίως και επτακοσίας πέτρας. Και μην αμελήσετε, αδελφοί, ότι η παρούσα περίστασις δεν επιδέχεται αργοπορίαν, επειδή η Σ. Διοίκησις καταγίνεται πρώτον να διορίση την εκστρατείαν της πολιορκείας Πατρών, ως αναγκαία και αυτή, και δεύτερον να συστηθώσι οι πολιορκίες Μοθώνης και Κορώνης κατά τας ανά χειράς μας διαταγάς. Και ό,τι έξοδα πάνε εις τας οκτώ ημέρας, θέλει σας εδώσωμεν αποδεικτικά όλοι οι στρατηγοί , δια να σας τα κάμη καλά ο γενικός φροντιστής όπου περιμένομε.
Και αυτό όπου με βιάζετε δια να οχυρωθούν αυτές οι τρείς θέσεις, είναι το μόνο εύκολον εις ημάς να το ακολουθήσωμε προθύμως με τον άνωθεν τρόπον όπου σας γράφω, όταν μας οικονομήσετε πολεμοφόδια και ζωοθροφίαν και αυτό είναι εις το χέρι σας να τελειώση. Όχι και αυτό δεν κάμετε, να μου κάμετε εγγράφως ότι δεν εξοικονομείται. Τότε πρέπει να νοιαστήτε να εξοικονομήσετε εδικά σας στρατεύματα δια αυτήν την πολιορκίαν Κορώνης, επειδή ταεδικά μου στρατεύματα, όσα έχω εκεί, θα τα συκώσω και θα πάω εις Νεόκαστρο να ακουστώ με τον καπετάν Γιάννη Μαυρομιχάλη και με τα λοιπά στρατεύματα, να κάμωμε όπωςο Θεός μας φωτίση.
Διότι, έως να μας έλθουν οι αποκρίσεις της Σ. Διοικήσεως, ο εχθρός είναι εις το προσκεφαλό μας και ημπορεί να κάμη κανένα στρατήγημα. Και επειδή πολεμοφόδια δεν έχομε διόλου να πιάσωμε καμμίαν θέσιν και να αντιπαραταχθούμε, και ό,τι ακολουθήση ύστερον μένει εις βάρος σας και εγώ είμαι αθωωμένος. Στοχαστήτε ότι η παρούσα περίστασις σκέψεις και λόγια δεν επιδέχεται αλλά θέλει έργα και το συνομώτερο. Τόσον και μένω. 1825: Φεβρουαρίου 14: εις τας τρείς η ώρα της νυκτός, Βουνάρια, Ο πατριώτης Νικόλαος Γιατράκος.»
 Έτσι, βάση του σχεδίου αυτού, με τις υπάρχουσες στρατιωτικές δυνάμεις, θα συνεχιζόταν η πολιορκία της Κορώνης και θα αποκλείονταν όλες οι διαβάσεις για να απομονωθεί το αιγυπτιακό στράτευμα. Βέβαια οι υπάρχουσες δυνατότητες δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εντυπωσιακά αποτελέσματα, όμως τίποτα καλύτερο δεν θα μπορούσε να γίνει. Ακολούθως προτεινόταν η διενέργεια νυκτερινής καταδρομής κατά του στρατοπέδου των εχθρών, ώστε να αναγκαστούν να κλειστούν στο φρούριο της Μεθώνης. Τέλος, ζητούνταν από τους ντόπιους πυρομαχικά και τρόφιμα, διαφορετικά τα ελληνικά στρατεύματα θα αποσύρονταν στο Νεόκαστρο, γιατί θα ήταν πλέον αδύνατον να υπερασπίζονται ασφαλείς θέσεις. Στο σχέδιο αυτό δεν ανταποκρίθηκαν οι ντόπιοι, αφού ούτε τα μέσα είχαν ούτε ο χρόνος επαρκούσε.
Έτσι η διάταξη των ελληνικών σωμάτων κατά την 18 Φεβρουαρίου 1825, την προηγούμενη ημέρα της επιθέσεως του Ιμπραήμ, είναι η ακόλουθη: δια την πολιορκεία της Κορώνης τα σώματα είναι εγκαταστημένα επί γραμμής περί τα 2χλμ δυτικώς αυτής. Συγκεκριμένα ο γενικός αρχηγός της πολιορκίας Παναγιώτης Γιατράκος τοποθετήθηκε στον Αγ. Δημήτριο, προς βορρά κοντά στη θάλασσα με 100 άνδρες καθώς και ο Ιωάννης Καραπάυλος με 50 ντόπιους, ενώ νοτιότερα στη θέση Γερακάδες ήταν ο αδερφός του Νικόλαος Γιατράκος με τον ανιψιό τους Ανδρέα και 350 περίπου άνδρες. Ο Λιάκος Γιατράκος πήρε θέση μεταξύ Μηλίτσας και Μηναγίων, προστατεύοντας την δίοδο προς την Μηλίτσα, με μικρή δύναμη 50 ανδρών, ενώ ο Κορωναίος Δημήτρης Βοϊλας με μικρή δύναμη 30 στρατιωτών τάχθηκε στο Γρίζι. Παράλληλα, σε επίκαιρες θέσεις βρίσκονταν ο Ιωαννης Μαυρομιχάλης, που ήταν στη Μίσκα και ο Αναστάσιος Μαυρομιχάλης με 300 στρατιώτες, επιτηρώντας τις διαβάσεις του αυχένος Χανδρινού- Χίλια Χωριά.
Ο Βοϊλας, στις 13 Φεβρουαρίου, ενημερώνει τον Παναγιώτη Γιατράκο με επιστολή ότι «Εχθές εις τας 8 ώρας της ημέρας ακούσαμεν τρία ντουφέκια και έπεσαν εις το μέρος Γριβινζά. Ομοίως μετά παρέλευσιν ώρας δύο έξαφνα ακούσαμεν αλλά 4 ντουφέκια και τουμπελέκια. Μάλιστα έρριξαν από το κάστρο Μοθώνης και από τα καράβια επέκεινα από εκατό κανονιές. Εις το μέρος όπου ακούσαμεν τις ντουφεκιές υποπτευόμεθα μήπως και έστησαν ορδιά οι εχθροί έξω […]. Πέντε κομμάτια καράβια τραβούν δια την Κορώνην και ενδεχόμενον να ξεμπαρκάρουν ανθρώπους, μήπως και έχουν κατά νούν να κάμουν κανένα άξαφνον κίνημ Μοθωναίοι από τον εν μέρος και οι Κορωναίοι από το άλλο, δια να έχουν συνκοινωνίαν τούτου του μέρους τα δύο κάστρια». Σε αυτές τις άσχημες συνθήκες για την ελληνική επανάσταση ο Στρατηγός Παναγιώτης Γιατράκος στέλνει επιστολή προς την Διοίκηση, στις 15 Φεβρουαρίου 1825, γράφοντας τα εξής: «Σεβαστή υπερτάτη Διοίκησις, Ο απροσδόκητος εμφανισμός του εχθρικού στόλου εις τα παράλια ταύτα, και το απροπαρασκεύαστον επομένως, και αι απασχολήσεις μου εις την άοκνον ενέργειαν των απαιτούμενων εις προκαταλάβην των αναγκαίων και υπόπτων θέσεων, δεν μ΄έδωσαν καιρό να ιδεάσω την Σεβ. Διοίκησιν δι΄αναφοράς μου τον εμφανισμόν και απόβασιν εις Μοθώνην των εχθρών, εβίασα δε τον έπαρχον της επαρχίας ταύτης να ιδεάση ταύτα. Δια της παρούσης μου δε αναφερόμενος ιδεάζω την Σεβ. Διοίκησιν τα εφ΄εξής κινήματα των εχθρών και την κατάστασιν των ενταύθα Την Παρασκευήν μας ειδοποίησεν η εις Γρίζι προφυλακή μας ότι πέντε εχθρικά πλοία έκαμαν πανιά και έπλεον δια Κορώνην, αφου δε ήλθον εις τα νησιά, είδον δυο πλοία ανοικτά εις την θάλασσαν και ειδοποίησαν διά σημείων και τα εις την Μοθώνην αραγμένα, οι καπετάνιοι τον έκαμαν σημεείον και αμέσως έκαμαν όλα πανία διευθυνόμενα κατά των φαινομένων δύο πλοίων… Την απόβασιν εις Μοθώνην των εχθρών και ότι εκτός του φρουρίου έστησαν υπέρ τας τετρακόσιας σκηνάς, πληροφορούμεθα εκ Νεοκάστρου. Χθές από την εις Μηνάγια προφυλακήν μας επληροφορήθημεν ότι μέρος από τους εχθρούς έφιπποι και πεζοί εξήλθον ξεπατούντες τον τόπον και επροχώρησαν εως τον Άγιον Ηλίαν εις τα Χίλια Χωριά. Επηραν μίαν στάνην και δύο βόδια, εκεί ευρέθη και ο καπετάν Αδάμης Κορέλλας με πέντε στρατιώτας και τους εκτήπησεν, ομοίως και μερικοί Σουληναρέοι και Ρωμηρέοι, με μεγάλην δε αψυχίαν ετράπησαν αμέσως εις τοιαύτην φυγήν οι εχθροί, ώστε οι δικοί μας εσκότωσαν ένα και έπιασαν και δύο ζώντας. Έστειλα δια να φέρουν εδώ τους ζωγρηθέντας να εξετασθούν και εισέτι δεν ήλθον οι άνθρωποι μου να πληροφορηθώ. Εις τα ενταύθα άμα εμφανισθέντων των εχθρικών πλοίων, ήλθον με μέρος στρατιωτών των οι αυτάδελφοι μου στρατηγός Νικολάκης και χιλίαρχος καπετάν Λιάκος… Αμέσως έγραψα εις Αρκαδίαν και προς τον εκλαμπρότατον κύριον Ιωάννη Κωλέττην, δεν ηξεύρω δε αν τον πρόφθασε το γράμμα μου, δια να διατάξη συντόμως τα εκεί στρατεύματα της Σεβ. Διοικήσεως και όσα απαιτούσεν η παρούσα περίστασις. Έγραψα και προς τον στρατηγό Ίωάννην Μαυρομιχάλην να εκκινήση και τα εις την Μεσσηνίαν στρατεύματα της Σεβ. Διοικήσεως, και τους εγκατοίκους αυτών των επαρχιών. Εγώ δεν εγδυνάμωσα το κατά την πολιορκίαν του φρουρίου (Κορώνης) στρατόπεδον, ήτις εισέτι διατηρήται εις τα θέσεις Αγίου Δημητρίου και Γιαρακάδων, ωχύρωσα την προφυλακήν Γριζίου και διώρισα τους εντοπίους να πιάσωσι και τα θέσεις Μηλίτσας και Μηνάγια. Και καθ ΄όσον ηδυνάμην ενήργησα όσα απαιτούνται εις προφύλαξιν και ασφαλειαν της επαρχίας ταύτης. Το δε πόσα υπέφερα και οσήμεραι υποφέρω δια την οικονομίαν των στρατιωτών και διευθέτησιν των πραγμάτων, ενώ η Σεβ. Διοίκησις είναι καλώς πληροφορημένη το ενταύθα ανοικονόμητον και ηξεύρει εις τα όσα εις τοιαύτας περιστάσεις αναγκαία, είναι περιττόν να περιτολογώ. Προσθέτω ότι εως ώρας καμμίαν βοήθειαν δεν είδον. Αι της Μοθώνης θέσεις εισέτι απροφύλακτοι αποκαθιστούν αποκαθιστούν και τα εδώ επικίνδυνα. Ήτον δίκαιον αφού επι τοσούτον καμμία βοήθεια, ούτε στρατιωτική δύναμις δεν εφάνη, να τραβήξω την πολιορκίαν εις άλλα απωτέρω του φρουρίου δυνατότερα χωριά. Επειδή όμως η διατήρησις αυτής και τους εχθρούς φοβίζει και κάμνει προσεκτικώτερους εις τα κινήματά των, και τους εγκατοίκους της επαρχίας δίδει καιρόν να ασφαλίζουν τας φαμελιάς των και τα πράγματα των εις τα οποία όλοι εν γένει καταγίνονται και εισέτι δεν εσυνάχθησαν, διορίσας τας αναγκαίας προφυλακάς και επαγρυπνών καθ΄όλα τα χρειώδη, διατηρώ την πολιορκίαν εις τα άνωθεν χωρία. Ευελπίς εις την ευχήν της Σεβ. Διοικήσεως ότι δεν θέλει με ακολουθήση κανέν απευκταίον, και με την απόφασιν να μην αποχωρήσω από αυτάς τα θέσεις, εκτός αν, αφού επέλθουν εναντίον μου οι εχθροί πολεμήσας νικηθώ και αναγκασθώ στανικώς μου ν΄αναχωρήσω».
Η επιστολή αυτή δείχνει καθαρά πως ο στρατηγός Π. Γιατράκος, εάν και δεν έχει τις απαιτούμενες στρατιωτικές δυνάμεις, θέλει να «περιορίσει» τον εχθρό σε συγκεκριμένο γεωγραφικό πλαίσιο, τοποθετώντας προφυλακές σε σημεία κλειδιά, όπως στο Γρίζι και στα Μηνάγια, ώστε να εμποδίσει το πέρασμα του εχθρού, τόσο από την νότια πλευρά όσο και από την βόρεια της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας, στην ενδοχώρα της Μεσσηνίας και κατ΄ επέκταση στην ενδοχώρα του Μοριά. Όμως η κατάσταση των Ελλήνων ήταν σχεδόν απελπιστική καθώς οι δυνάμεις ήταν άνισες, εκ πρώτης όψεως ήταν 7 προς 1, στην πραγματικότητα όμως υπολείπεται και του 40 προς 1, διότι μόνο οι ελληνικές προφυλακές θα αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις του Ιμπραήμ.

Οι πρώτες κινήσεις των Αιγυπτίων

 Ο Ιμπραήμ αφού ολοκλήρωσε την αποβίβαση των στρατευμάτων του και την εγκατάσταση τους σε καταυλισμό εκτός του φρουρίου, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, αρχίζοντας αμέσως κινήσεις αναγνωρίσεως τόσο προς το Νεόκαστρο, όσο και προς ανατολάς, για συλλογή πληροφοριών. Βάση των συλλεγουσών πληροφοριών περί των ελληνικών αμυντικών θέσεων, καταρτίζει λεπτομερές και απολύτως συντονισμένο σχέδιο ενεργειών, σαν να πρόκειται να αντιμετωπίσει ισοδύναμες δυνάμεις.
 Ενδεδειγμένο λοιπόν ήταν να καταλάβει το Νεόκαστρο και την πολιορκούμενη από τους Έλληνες Κορώνη. Από τα δύο φρούρια σπουδαιότερο ήταν το πρώτο, καθώς ήταν πιο οχυρό και παράλληλα είχε το σημαντικό πλεονέκτημα του μεγάλου και προφυλαγμένου λιμανιού, όπου μπορούσε να εξασφαλισθεί καταφύγιο στον αιγυπτιακό στόλο, επικοινωνία των κατά την ξηρά με τις κατά θάλασσα δυνάμεις και ασφαλείς ανεφοδιασμός του αποβατικού σώματος. Έτσι από την αρχή ο Ιμπραήμ έστρεψε την προσοχή του προς το Νεόκαστρο.
 Την πρώτη κιόλας μέρα μετά την απόβαση, 13 Φεβρουαρίου 1825, πήρε 150 ιππείς και μερικούς Τούρκους της Μεθώνης και έκανε ο ίδιος αναγνώριση, φθάνοντας λίγο έξω από τα τείχη του Νεοκάστρου. Η φρουρά, όταν εκείνος πλησίασε πολύ, τον πυροβόλησε. Στη συνέχεια η φρουρά του Νεοκάστρου, βλέποντας ότι οι βλέψεις του Ιμπραήμ στρέφονται προς αυτό το φρούριο, έγραψε δύο αλλεπάλληλες εκκλήσεις, στις 13 και 14 Φεβρουαρίου 1825, προς την κυβέρνηση για βοήθεια.
 Παράλληλα ο Ιωαννής Κολέττης είχε διατάξει τον Κίτσο Τζαβέλα, που βρισκόταν στα Φιλιατρά, να τρέξει να βοηθήσει. Πράγματι, εκείνος έσπευσε στις 13 του ίδιου Μήνα με 500 άνδρες, αφού ειδοποίησε και τους άλλους Ρουμελιώτες αρχηγούς, Μήτσο Κοντογιάννη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Ανδρέα Ίσκο, Βάσο Μαυροβουνιώτη, που βρίσκονταν στην Αρκαδία, να τον ακολουθήσουν με όλη τους τη δύναμη ή τουλάχιστον να στείλουν ένα μέρος από τα στρατεύματα τους. Δεν τον ακολούθησαν όμως οι άλλοι, παρά μόνο ο Κωνσταντίνος Γιολδάσης, ενώ στις 16 Φεβρουαρίου 1825 έφθασε και μπήκε στο φρούριο ο Π. Κοσσονάκης.
 Μπροστά στο Νεόκαστρο άρχισαν τότε οι πρώτες αψιμαχίες, κατά τις οποίες οι Έλληνες σκότωσαν μερικούς Αιγυπτίους και συνέλαβαν αρκετούς άλλους και μαζί τον αρχιιπποκόμο του Ιμπραήμ. Όμως αυτοί που έτρεψαν να βοηθήσουν από κοντινές θέσεις των Ελλήνων, πολύ γρήγορα αισθάνθηκαν έλλειψη από τρόφιμα και καθώς ακούσθηκε ότι φθάνουν οι Μανιάτες, ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Κωνσταντίνος Γιολδάσης, άφησαν μόνον 100 άνδρες μέσα στο φρούριο του Νεοκάστρου και την 17η Φεβρουαρίου 1825 βγήκαν και επέστρεψαν στα Φιλιατρά.
 Λίγες ημέρες πριν, πιθανότατα την 13η Φεβρουαρίου, έφυγε και ο Κωλέττης από την Αρκαδία, ύστερα από επίμονες προσκλήσεις του Εκτελεστικού να γυρίσει στο Ναύπλιο και να αναλάβει τη θέση του στη Διοίκηση. Αυτός, αντίθετα, ήθελε να μείνει εκεί και είχε γράψει στο Εκτελεστικό να του δώσει την άδεια να κινήσει στρατεύματα εναντίον του Ιμπραήμ.




 Ευτυχώς όμως για τους Έλληνες, ο Ιμπραήμ δεν ήταν πληροφορημένος για την κατάσταση του Νεοκάστρου, δεν ήξερε την αδυναμία του και την εγκατάλειψη του, καθώς ήταν επηρεασμένος από την εξωτερική του όψη. Έβλεπε ότι για να καταλάβει το φρούριο αυτό έπρεπε να το πολιορκήσει, αλλά δεν είχε επαρκείς δυνάμεις ούτε πολιορκητικό πυροβολικό. Έπρεπε λοιπόν να περιμένει να έρθουν από την Κρήτη και άλλες δυνάμεις και περισσότερα πολεμικά μέσα. Αντίθετα, το φρούριο της Κορώνης βρισκόταν σε τουρκικά χέρια, αλλά ήταν πολιορκημένο από τους Έλληνες. Οι ίδιοι οι πολιορκημένοι του ζήτησαν να διαλύσει την πολιορκία, καθώς ήταν σε άσχημη θέση. Το έργο αυτό ήταν για τον Ιμπραήμ πολύ πιο εύκολο, αφού θα αντιμετώπιζε τους Έλληνες σε ανοικτό πεδίο όπου θα είχε το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα του τακτικού στρατού και χωρίς άλλη προσπάθεια θα γινόταν κάτοχος και δεύτερης οχυρής θέσης. Άφησε λοιπόν το Νεόκαστρο και στις 18 Φεβρουαρίου 1825 άρχισε επιχειρήσεις εναντίον των πολιορκητών της Κορώνης. Το φρούριο αυτό, όπως είδαμε, κάλυπταν οι δυνάμεις του στρατηγού Παναγιώτη Γιατράκου. Αυτός, από την ημέρα της απόβασης του Ιμπαρήμ, είχε βάλει προφυλακές στο Γρύζι, στα Μηνάγια και στη Λογκά.
 Ο Νικόλαος Γιατράκος, που κρατούσε την Λογκά, ακούγοντας ότι ο εχθρός έφθασε ως τα Βουνάρια και περιμένοντας να δεχθεί επίθεση, έγραψε στις 15 Φεβρουαρίου στον Διονύσιο Μούρτζινο να του στείλει 500 δεκάρια φυσίγγια και να τρέξει σε βοήθεια. Έτσι, από την ελληνική πλευρά, ως την ημέρα που άρχιζε ή επίθεση του Ιμπραήμ, δεν είχε γίνει τίποτε άλλο εκτός απ΄ όσα λίγα έκαμαν από δική τους πρωτοβουλία οι Γιατράκοι. Οι άλλοι αρχηγοί τους έγραφαν ότι έρχονται, αλλά κανείς δεν έτρεξε κοντά τους και έτσι έμειναν μόνοι τους και με μερικούς Κορωναίους υπό τον Ηλία Καραπαύλο.
 Η διαταγή του εκτελεστικού για την διοργάνωση των πολιορκιών της Κορώνης και της Μεθώνης έφθασε στα χέρια του Παναγιώτη Γιατράκου μόλις τη νύχτα της 18ης Φεβρουαρίου και ενώ πλέον οι Αιγύπτιοι είχαν ξεκινήσει εναντίον του. Ο Γιατράκος, σύμφωνα τώρα με την διαταγή κάλεσε άλλη μια φορά τους οπλαρχηγούς να τρέξουν, αλλά αυτοί άρχισαν να φθάνουν μετά από 10 ημέρες, ενώ παράλληλα καθυστέρησε να φθάσει από το Ναύπλιο ο φροντιστής, αρμόδιος για τη μισθοδοσία και τα πυρομαχικά. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Νικόλαος Γιατράκος ζήτησε από τους ντόπιους να τον οικονομήσουν για οκτώ ημέρες, αλλά αυτοί δεν φάνηκαν πρόθυμοι.

Η μάχη στα Κάτω Μηνάγια και η μετέπειτα κινήσεις των αντίπαλων δυνάμεων

Βάση των πληροφοριών σχετικά με τις αμυντικές θέσεις των Ελλήνων, ο Ιμπραήμ καταρτίζει σχέδιο το οποίο προβλέπει αιφνιδιασμό των Ελληνικών δυνάμεων με ταυτόχρονη νυχτερινή ενέργεια επί των κατευθύνσεων Μηλίτσα και Γρίζι, όπου βρίσκονται οι προφυλακές των Ελλήνων, με τελική σύγκλιση των δύο φαλάγγων στο χωριό Βουνάρια, ώστε να αποκόψει τα ελληνικά σώματα που πολιορκούν την Κορώνη.
Έτσι, οι Αιγύπτιοι αιφνιδιαστικά, μέσα στην νύκτα τις 18ης Φεβρουαρίου, οδηγούμενοι από τους Τούρκους της Μεθώνης, προχώρησαν ανατολικά στην ενδοχώρα της περιοχής με κατεύθυνση προς το φρούριο της Κορώνης. Οι Αιγύπτιοι επήλθαν χωρισμένοι σε δύο φάλαγγες. Η πρώτη βάδισε κατευθείαν από τη Μεθώνη προς την Κορώνη μέσω Γριβιτσών, ενώ η άλλη κινήθηκε βορειότερα, περνώντας από Μεσοχώρι και Μεχμέτ Ρέϊζι, σχεδόν έτσι παράλληλα με την πρώτη και με σκοπό να κτυπήσει πιο ψηλά, ώστε να αποκόψει τις ελληνικές πολιορκητικές δυνάμεις που βρίσκονται μεταξύ Μηναγίων και Μηλίτσας. Η βόρεια φάλαγγα πιθανότατα δεν ξεκίνησε από το στρατόπεδο της Μεθώνης, αλλά από περιοχή κοντά στο Νεόκαστρο και ίσως ήταν οι προφυλακές που είχαν προωθηθεί ως εκεί τις προηγούμενες ημέρες.
Σοβαρότερη φάλαγγα ήταν η πρώτη καθώς την αποτελούσαν τέσσερα τάγματα πεζικού, 400 ιππείς και αρκετοί Τούρκοι της Μεθώνης, ενώ αρχηγός της ήταν ο ίδιος ο Ιμπραήμ. Και οι δύο φάλαγγες προχώρησαν μέσα στην νύκτα της 18ης -19ης Φεβρουαρίου χωρίς να τις αντιληφθούν οι Έλληνες. Η απόσταση μέχρι τους πρώτους πολεμικούς στόχους υπερβαίνει τα 15 χιλιόμετρα και η νυκτερινή κίνηση επί ημιονικών και λασπωδών, λόγω του Χειμώνα, δρομολογίων είναι δυσχερής και βραδεία για τους Αιγυπτίους. Έτσι η πρώτη επαφή με τις προφυλακές των Ελλήνων γίνεται την αυγή της 19ης Φεβρουαρίου (ημέρα Πέμπτη). Η πρώτη φάλαγγα επιτέθηκε αιφνιδιαστικά την αυγή της 19ης Φεβρουαρίου στην προφυλακή που βρισκόταν στο Γρίζι. Η προφυλακή των Ελλήνων που ήταν εκεί, γύρω στους 30 στρατιώτες, μόλις είδαν την ισχυρή δύναμη των Αιγυπτίων ξαφνικά μπροστά τους, δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση και ίσα που πρόλαβαν να διαφύγουν και να υποχωρήσουν στα γύρω βουνά. Οι Αιγύπτιοι έπιασαν εκεί δύο ηλικιωμένες και καμιά δεκαριά χωρικούς στα χωράφια και τους κατακρεούργησαν.
Η άλλη φάλαγγα κτύπησε βορειότερα την ισχυρότερη αριθμητικά προφυλακή της Μηλίτσας που βρισκόταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και τους χάρτες της εποχής, ανατολικά της Μηλίτσας και νότια των Μηναγίων. Το τοπωνύμιο αυτό σήμερα ονομάζεται «στου Λια το μνήμα» (αξίζει να σημειωθεί ότι την δεκαετία του 1930 βρέθηκαν στην συγκεκριμένη περιοχή ανθρώπινα οστά). Αυτή τη θέση κρατούσαν ο στρατηγός Λιάκος Γιατράκος και μερικοί ντόπιοι. Οι τελευταίοι, μόλις αντίκρισαν τους εχθρούς, εγκατέλειψαν τη θέση και έτρεξαν να σώσουν τις οικογένειες τους. Ο Λιάκος, αν και τον άφησαν μόνο, περίπου με 50 στρατιώτες του, έμεινε και πολέμησε προβάλλοντας απεγνωσμένη αντίσταση, προξενώντας στον εχθρό αρκετές απώλειες, παρότι το σώματα του ήταν μικρό σε σχέση με την πολυπληθέστερη δύναμη των Αιγυπτίων. Βλέποντας όμως ότι δεν θα μπορούσε να κρατήσει επί πολύ την πίεση του εχθρού, που μάλιστα διέθετε και ιππικό, υποχώρησε πολεμώντας. Κατά την μάχη ο Λιάκος έχασε 5 παλικάρια του και είχε και δύο τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς συντρόφους του ήταν και ο εξάδελφος του Αθανάσιος Αποσποράκος Τσαούσης.

 Ο αρχηγός των εκεί ελληνικών δυνάμεων στρατηγός Παναγιώτης Γιατράκος βρισκόταν πιο πίσω, στο στρατόπεδο πολιορκίας της Κορώνης. Ήταν αυγή ακόμη όταν έλαβε την είδηση ότι οι Αιγύπτιοι ανέτρεψαν την αντίσταση του αδελφού του Λιάκου και εξεβίασαν τη δίοδο προ τη Μηλίτσα. Αμέσως απέσυρε δυνάμεις από τον Άγιο Δημήτριο και από τους Γερακάδες και έτρεξε προς τα Βουνάρια για να τους ανακόψει. Στον δρόμο όμως έμαθε ότι η πρώτη είδηση ήταν ψεύτικη και ότι ο Λιάκος κρατούσε ακόμη τη δίοδο προς την Μηλίτσα. Αμέσως του έστειλε για βοήθεια τον άλλο αδελφό Νικολάκη με το σώμα του και μερικούς Κορωναίους με τον Ηλία Καραπαύλο. Ο ίδιος ακολούθησε αργότερα με τις υπόλοιπες δυνάμεις, αλλά δεν πρόλαβε.




 Σε επιστολή που στέλνει ο στρατηγός Π. Γιατράκος προς την Διοίκηση γράφει σχετικά με τη μάχη αυτή: «Εις δε Μηλίτζαν όπου ήτον ο αυταδελφός μου καπετάν Λιάκος φιλοτιμηθείς με όλον ότι οι εκεί διωρισμένοι εντόπιοι κατέφυγον εις προφύλαξιν των φαμελιών των, συνεκρότησε πόλεμον μετά των εχθρών. Ήτον όμως αδύνατον με ολίγους και ανεφοδίαστους στρατιώτας να εμποδίση την δίοδο των εχθρών, οίτινες νυκτός ως άνωθεν ήσαν προχωρημένοι, αντεστάθη όμως εις την ιππικήν δύναμιν του εχθρού, καθ΄όσον ηδυνήθη, και πολεμών ανεχώρησεν. Εις αυτήν την συμπλοκήν έπεσαν εις εξάδελφος μας Αθανάσιος Αποσποράκος Τσαούσης του εξ. στρατηγού Γεωργάκη (Γιατράκου) και άλλοι τέσσαρες και δύο επληγώθησαν, εφονεύθησαν δε και από τους εχθρούς αρκετοί, ένα των οποίων σκότωσε ο φονευθείς Αποσποράκος.»
 Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η έκθεσης εκδουλεύσεων του ιδίου του Λιάκου Γιατράκου του 1833, στην οποία γράφει χαρακτηριστικά σχετικά με την μάχη αυτή: «Εις την απόβασην του Ιμπραήμ εις Μεθώνην, τοποθετηθείς εις Μηλίτσαν, επολέμησα μετά των εκεί παρευρεθέντων κατ΄ αυτού επερχομένου, ένθα εφονεύθη ο εξαδελφός μου Αθανάσιος Αποσποράκος, εφονεύθησαν δε και επληγώθησαν και άλλοι στρατιώται μας, αλλά΄ ολίγοι προς πολλούς δεν ηδυνήθημεν να εμποδίσωμεν την δίοδον του εχθρού, όθεν αποσυρθέντες ετοποθετήθημεν εις διαφόρους θέσεις ομού με τα λοιπά σώματα διαφόρων οπλαρχηγών.» Σε άλλο σημείο της ίδιας έκθεσης γράφει: «Κατά το έτος 1825 παρευρεθήν εις Μοθωκόρωνα επι του χωρίου Μηλίτσας και Γαμπριάς ωσαύτως μετ΄εξακοσίων, εξ ων εμισθοδότουν 50 προς 60 γρόσια κατά μήνα, μείναντες εκεί επί 5 μήνας, προς τους οποίους εδαπάνησα γρόσια 15.000, όπου τότε εισέβαλε ο Ιμπραήμης και πολεμήσαντες, εφονεύθησαν ο εξάδελφός μου Αθανάσιος Αποσποράκος και άλλοι πατριώται μου.»
 Η νότια φάλαγγα του εχθρού, αφού ανέτρεψε την προφυλακή στο Γρίζι, στράφηκε προς Βορρά, πέρασε από το Χωματερό και το βράδυ μπήκε στα Βουνάρια. Η βόρεια, αφού απώθησε την προφυλακή του Λιάκου Γιατράκου, προέλασε μέσω Μηλίτσας προς νοτιοανατολικά και συνενώθηκε με τη νότια. Οι πολιορκητές της Κορώνης υπό τους Παναγιώτη και Νικό Γιατράκο και Ιωανν. Καραπαύλο, καθώς και οι ευρισκόμενοι στα Βουνάρια μετά του έπαρχου Δημ. Βυζαντίου, ειδοποιηθέντες περί της εχθρικής προελάσεως κινήθηκαν εσπευσμένος προς Λογκά, ενώ οι Αιγύπτιοι προωθήθηκαν ως τα Καστέλια. Έτσι απώθησαν τους Έλληνες, τους απέκοψαν από την Κορώνη και απέκτησαν επαφή με αυτή.
 Στη Λογκά έφθασε προς τους Γιατράκους η πρώτη επικουρία, ο Αναστάσης Μαυρομιχάλης, ένας από τους γιούς του Πετρόμπεη. Ενισχυμένοι κάπως τώρα σκέφθηκαν να αναλάβουν πρωτοβουλία και να κτυπήσουν τον εχθρό την ίδια νύκτα ή να κλεισθούν στον πύργο της Λογκάς και να απασχολήσουν από εκεί. Μη έχοντας όμως τροφές και πολεμοφόδια, οι στρατιώτες δεν φαίνονταν καθόλου πρόθυμοι να συνεχίσουν τον αγώνα και να κλεισθούν πεινασμένοι και ανεφοδίαστοι μέσα σε πύργο. Οι Μανιάτες άρχισαν να διαρρέουν και οι αρχηγοί με δυσκολία συγκρατούσαν τα σώματα τους. Ματαιώθηκε λοιπόν το σχέδιο αυτό και οι αρχηγοί με έχοντας τι άλλο να κάνουν απέσυραν τη νύχτα εκείνη τα σώματά τους, χωρίς να τους καταλάβουν οι εχθροί, και εγκαταστάθηκαν στο Χαϊκάλι, ενώ το άλλο πρωί, 20 Φεβρουαρίου, οι Αιγύπτιοι κατέλαβαν τη Λογκά.
 Ο έπαρχος Κορώνης Βυζάντιος μαζί με τους αμάχους μεταβαίνει την ίδια μέρα, 19 Φεβρουαρίου 1825, από τη Λογκά στο Πεταλίδι και εν συνεχεία αργά την νύχτα φθάνει στο Νησί. Σε επιστολή που στέλνει ο ίδιος προς τον Υπουργό Εσωτερικών, με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1825
 Ο έπαρχος Κορώνης Κωνστ. Χαντζή- Ασλάνης Βυζάντιος σε επιστολή που στέλνει προς τον Υπουργό Εσωτερικών, με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1825, γράφει χαρακτηριστικά: «Το δε πρωί τη 19 Φεβροαρίου εφάνησαν οι εχθροί εκστρατεύοντες. Η βάρδια, οπού ευρίσκετο εις την θέσιν του Γριζίου, μας έδωσε την είδησιν ότι οι εχθροί επάτησαν την Μηλίτζαν (χωρίον μεταξύ Μοθώνης και Κορώνης). Ευρίσκοντο έως 50 στρατιώται του εξ. Π. Ιατράκου, οι οποίοι εντεπαρετάχθησαν εις την ορμήν των εχθρών και εθανατώθησαν εξ΄αυτών εξ , άδεται ΄λογος ότι έπιασαν και ζωντανούς εως 10. Εκείθεν επροχώρησαν εις χωρίον ονομαζόμενον Δοστ αγά της Κορώνης. Οι στρατηγοί Ιατρακαίοι αντεπαρετάχθησαν ολίγον, όμως τι ηδύνατο να κάμουν 5 προς 100, οι οποίοι βλέποντες την ορμήν του εχθρού και το πλήθος ετραβήχθησαν οπίσω εις χωρίον Λογγα. Οι δε εχθροί εμβήκαν εις Βουνάρια και Καστέλλια. Και αν δεν εποφθάναμεν ν΄αναχωρήσωμεν, όλους μας έπιαναν ζωντανούς. Έκαυσαν μ΄όλον τούτο το χωρίον Δοστ αγά και τάς εκκλησίας των Βουναρίων. Εν μίστικον σπετζιώτικον, το οποίον παρέπλεεν έξω των Βουναριών και Κατελλίων, διέσωσε μερικάς γυναίκας και παιδιά όπου έμειναν εις τα αυτόθι παράλια. Ημέις δε εφθάσαμεν πεζοί εις Λογγά. Άλλ΄επειδή και το αυτό χρίον ήτον αδύνατον δια ν αβαστάση τόσους, ετραβήχθημεν οπίσω εις Πεταλίδι. Μάθόντες δε ότι και οι εν τη Λογγά ευρισκόμενοι στρατιωτικοί ετραβήχθησαν εις Χαϊκάλι, φοβούμενοι μήπως μας πιάσουν έμπροσθεν το Πεταλίδι, ετραβήχθησαν πε΄ρι τα μεσάνυκτα εις νησί. τούτο μόνον, ότι ο λαός εγλύτωσεν όλος εκτός ολίγων τινων, οι οποίοι ευρίσκοντο εις Αγιανδριάδας και εις Βουναροκάστελλα. Οι στρατηγοί και όλοι οι οπλαρχηγοί ευρίσκονται εις Χαϊκάλι…»
 Η κατάσταση ήταν απελπιστική για τους Έλληνες, καθώς οι στρατιώτες ήταν νηστικοί και ανεφοδίαστοι και έβλεπαν πως είχαν αφεθεί μόνοι χωρίς καμία υποστήριξη μπροστά στον εχθρό, ο οποίος ήταν αριθμητικά πολύ μεγαλύτερος και ποιοτικά ανώτερος. Και όμως εκεί γύρω, όχι μακριά από τα μέρη όπου είχαν συναφθεί οι άτυχες για τους Έλληνες πολεμικές συμπλοκές, βρίσκονταν σημαντικές ελληνικές δυνάμεις που έμεναν αμέτοχες στον αγώνα. Πολύ κοντά, στη Μίσκα, ήταν ο Γιάννης Μαυρομιχάλης, ενώ σε άλλα πλησιόχωρα μέρη ήταν ο Ηλίας Κορμάς με 200 Ανδρουσάνους και ο Δημήτριος Κεφάλας. Αυτοί, αν και είχαν λάβει στο μεταξύ την διαταγή δεν έτρεξαν να βοηθήσουν. Λίγο πιο μακριά ήταν ο Μαυροβουνιώτης και οι άλλοι Ρουμελιώτες αρχηγοί, ενώ ο Μούρτζινος, που ερχόταν από τη Μάνη, βρισκόταν ακόμη στο δρόμο. Σε όλους αυτούς έστελναν οι Γιατράκοι γράμματα, ώστε να σπεύσουν τάχιστα σε βοήθεια. Για άλλη μια φορά, μετά την εγκατάλειψη της Λογκάς στις 20 Φεβρουαρίου 1825, ο Παναγιώτης Γιατράκος τους έγραψε ζητώντας τους να στείλουν τουλάχιστον ένα μέρος από τους άνδρες τους για να εμψυχωθούν οι αποκαρδιωμένοι στρατιώτες του και να του δανείσουν τροφές και εφόδια, χωρίς όμως άμεσο αποτέλεσμα. Απελπισμένος από αυτή την κατάσταση ο Π. Γιατράκος στέλνει τον αδελφό του Νικολάκη προς τον Γιάννη Μαυρομιχάλη. Οι δύο τους πάλι ειδοποίησαν τον Κορμά και τον Δημήτριο Κεφάλα και αυτοί μέσα σε μια ημέρα κατόρθωσαν να κινητοποιήσουν πάνω από 400 άνδρες. Με αυτούς ξεκίνησε την 21η Φεβρουαρίου 1825 ο Νικολάκης Γιατράκος για να πάει να βοηθήσει τον αδερφό του Παναγιώτη Γιατράκο, αλλά δεν πρόλαβε.
 Οι Αιγύπτιοι όμως δεν περίμεναν, καθώς προωθήθηκαν και πάλι μέσα στη νύκτα, την αυγή της 21ης Φεβρουαρίου, αιφνιδίασαν και κατέβαλαν δύο από τις ελληνικές προφυλακές, ενώ το ελληνικό σώμα ειδοποιήθηκε για τον κίνδυνο μόλις την τελευταία στιγμή από την τρίτη προφυλακή, που γλύτωσε την τελευταία στιγμή. Επακολούθησε μεγάλη σύγχυση και οι αρχηγοί κάλεσαν τους στρατιώτες να καταλάβουν θέσεις, μα αυτοί αρνήθηκαν να υπακούσουν, αρχίζοντας να φωνάζουν ότι δεν πολεμούν χωρίς πολεμοφόδια. Μέσα σε αυτές τις άσχημες συνθήκες το ελληνικό σώμα άρχισε να διαρρέει, καθώς οι άνδρες άφηναν το στρατόπεδο και έφευγαν προς το βουνό. Ο Παναγιώτης Γιατράκος, με υπέρτατη προσπάθεια, με φωνές, με απειλές, με εξορκισμούς, κατόρθωσε να συγκρατήσει μερικούς και με αυτούς τους λίγους έπιασε μια οχυρή θέση. Μόλις πρόλαβε και αμέσως όρμησαν εναντίον τους οι Αιγύπτιοι σωρηδόν και χωρίς προφυλάξεις, όμως οι άντρες του Γιατράκου τους απέκρουσαν και σκότωσαν έξι Αιγύπτιους. Ήταν όμως πολύ λίγοι και έβλεπαν ότι οι δικοί τους, που είχαν φύγει από πριν, βρίσκονταν κιόλας τόσο μακριά που να μην μπορούν να τους βοηθήσουν. Έτσι ο Ιμπραήμ προσβάλει και διασκορπίζει τα εις Χαϊκάλι συμπτυχθέντα σώματα των Γιατρακαίων και του Αναστ. Μαυρομιχάλη, τα οποία αναγκάσθηκαν να αποσυρθούν και στη συνέχεια ενώθηκαν με το σώμα του Γιάννη Μαυρομιχάλη στη Μίσκα. Ο Ιμπραήμ παράλληλα συνεχίζει την προέλαση του και φθάνει ανέυ αντιστάσεως μέχρι το Πεταλίδι.
 Σε επιστολή του ο Παναγ. Γιατράκος γράφει χαρακτηριστικά: « Την 21 Φεβρουαρίου, με τα ξημερώματα, οι εχθροί ήλθον καθ΄ημών. Από τας δύο προφυλακάς μας δεν εννοήθησαν, από δε την τρίτην αφού μας εδόθη η είδησις, εφώναξα: όλοι εις τα άρματα να απαντήσωμεν τον εχθρόν. Οι στρατιώται όλοι ανεβόησαν ότι χωρίς φουσέκια δεν ημπορούν να κάμουν πόλεμον και αντί δια εμπρός ετράπησαν εις φυγή προς το όρος (το βουνό Λυκόδημο). Εις μάτην τους εφώναξα, εκλιπαρών και εξορκίζων να σταθώσιν, ολίγοι εφιλοτιμήθησαν και εστάθησαν μαζί μου και επιάσαμεν εν μέρος επιτήδειον. Οι εχθρόι σωρηδόν ήρχοντο απροφύλακτοι και αφού απ΄εκεί τους εκτυπήσαμεν, έπεσαν υπέρ τους εξ, ως τινών ακόμη σώζονται τα πτώματα των εις τα μέρη. Όντες δε ολίγοι, αφού οι λοιποί ούτε εις τες πλάτες μας δεν ηθέλησαν να σταθούν, πολεμούντες ανεχωρήσαμεν.»
 Από κοινού τότε οι Γιατράκοι και ο Μαυρομιχάλης αποφάσισαν να πιάσουν θέσεις στη Μίσκα και να ειδοποιήσουν και τους άλλους για βοήθεια. Έφθασε όμως η φήμη πως οι εχθροί προχωρούσαν προς το Νησί και έτσι προχώρησαν προς τα εκεί αποφασισμένοι να κλεισθούν μέσα και να το υπερασπιστούν. Το Νησί όμως είχε εγκαταλειφτεί από τους κατοίκους του και πλήθος στρατιωτών από διάφορα σώματα είχε μαζευτεί εκεί. Οι νεοφερμένοι δεν μπορούσαν να βρουν ούτε κατάλυμα, ενώ επικρατούσε απερίγραπτη αταξία. Οι Μανιάτες διάρπαζαν και λεηλατούσαν την πολίχνη, ενώ οι νεοφερμένοι, νηστικοί από δύο ημέρες, καθώς βρέθηκαν σε τέτοιο περιβάλλον ήταν αδύνατο πια να συγκρατηθούν. Κανείς από τους αρχηγούς δεν μπορούσε να επιβληθεί, ενώ παράλληλα έφθασε στο Νησί από τη θάλασσα και ο Μούρτζινος με το σώμα του. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και εφόσον τα τρόφιμα δεν βρίσκονταν πουθενά, οι αρχηγοί αποφάσισαν να αποσυρθούν, πηγαίνοντας στο Αναζήρι και από εκεί έγραψαν στις γύρω επαρχίες ζητώντας υλική βοήθεια και στα ρουμελιώτικα στρατεύματα να τρέξουν σε βοήθεια.
 Παράλληλα, οι Αιγύπτιοι κατά την προέλαση τους επέφεραν μεγάλες καταστροφές, καθώς λεηλάτησαν άγρια τα χωριά που βρήκαν στον δρόμο τους και έκαψαν Μηλίτσα, Βουνάρια, Δέσταγα, Καστέλια, Χαϊκάλη, Μπαλή και Λογκά, ενώ οι κάτοικοι μπροστά σε αυτή τη λαίλαπα αποσύρονταν και μόνο λίγοι βρέθηκαν στο πέρασμα τους, οι οποίοι κατακρεουργήθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Μερικούς έσωσε το σπετσιώτικο μίστικο του Αθανασίου Παλαιολούκα, που ήταν διορισμένο να περιπολεί στα παράλια της Μεσσηνίας. Από την λεηλασία οι Αιγύπτιοι αποκόμισαν σημαντικότατα ποσά σε λάδι, κρασί, οινόπνευμα, τυρί, βούτυρο και 3.000 περίπου διάφορα βοσκήματα. Ο Ιμπραήμ έτσι έφθασε μέχρι τη Λογκά, το Πεταλίδι και το Χιλιοχώρι, όπου και σταμάτησε. Γύρισε πίσω στη Μεθώνη στις 25 Φεβρουαρίου 1825, ενώ η επιχείρηση αυτή υπήρξε σχεδόν αναίμακτη για τον αιγυπτιακό στρατό και πέτυχε απόλυτα. Παράλληλα η αποσύνθεση των ελληνικών σωμάτων είναι πλήρης, καθώς χωρίς αρχηγό, χωρίς εφόδια και ηθικό διασπέιρονται πανικόβλητα όπως είδαμε στο νησί και τα γύρω χωριά, ενώ οι αιγυπτικές δυνάμεις αφού απέκτησαν την δια ξηράν επικοινωνία μεταξύ των φρουρίων Μεθώνης – Κορώνης και κατεδίωξαν τα ελληνικά σώματα πέραν του Πεταλιδίου, επέστρεψαω στο στρατόπεδο της Μεθώνης.
 Ο Ιμπραήμ δεν είχε ακόμη την πρόθεση να βγει πιο έξω από τη μεσσηνιακή χερσόνησο, οπότε θα υπήρχε ο κίνδυνος να εμπλακεί σε αγώνα με υπέρτερες δυνάμεις, να επεκτείνει δυσανάλογα τις επικοινωνίες και τις μεταφορές του και να διασπείρει τις λίγες δυνάμεις του. Ο σκοπός του προς το παρόν ήταν να διαλύσει τις πολιορκίες των δύο φρουρίων, Μεθώνης και Κορώνης και να αποκτήσει ερείσματα. Για την συνέχεια των επιχειρήσεων θα περίμενε να του έλθουν και άλλες δυνάμεις. Εγκατέλειψε λοιπόν ακόμη και μέρος από τα εδάφη που είχε καταλάβει, απέσυρε τις δυνάμεις του και από το Νεόκαστρο και τις συγκέντρωσε γύρω από τη Μεθώνη αμυντικά. Μόνο ελαφρές προφυλακές έταξε στη Λογκά και στα Βουνάρια. Πιθανότατα η τόσο φρόνιμη αυτή τακτική οφειλόταν σε άγνοια της κακής ελληνικής κατάστασης.
 Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι ο ειδικός μελετητής και στρατιωτικός Κωνσταντίνος Λ. Κοτσώνης σχολιάζει σχετικά με το σχέδιο Γιατράκου «καίτοι ορθόν εις την σύλληψιν, μικράν είχε πιθανότητα επιτυχίας, λόγω της συντριπτικής υπεροχής των αιγυπτιακών δυνάμεων έναντι των λίαν ασθενών σωμάτων που αντέταξαν οι αδελφοί Γιατράκοι». Ο ίδιος χαρακτηρίζει το σχέδιο αυτό «προσπάθειαν αναπληρώσεως της ελλείψεως [ανωτάτης στρατιωτικής ηγεσίας] δι΄ εκδόσεως συντονιστικών οδηγιών, κατά σύγχρονων έκφρασιν, προς ισοτίμους στρατιωτικούς αρχηγούς, δι΄ εκτέλεσιν συγκεκριμένης πολεμικής αποστολής. Η ενέργεια αυτή αποτελεί αξιόλογον προσπάθειαν εις περίοδον γενικής αβουλίας και αδράνειας, αλλά θα παραμείνει μόνον προσπάθεια».
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η επανάσταση των ελλήνων κατά το έτος 1825 βρισκόταν σε μια πολύ κρίσιμη καμπή, καθώς, πέραν της ανάδειξης των σημαντικών οργανωτικών, αριθμητικών και υλικών ελλείψεων των ελλήνων, είδαμε την ύστατη προσπάθεια των ελλήνων να διεκδικήσουν την ελευθερία τους μέσα σε απίστευτα αρνητικές συνθήκες, που κάνουν τον στρατηγό Παναγιώτη Γιατράκο να γράφει χαρακτηριστικά: «Οι παλαιο- Περσάνοι δεν με δειλιάζουν όσον με ταράσσει η αχρηματία μου, επειδή πολλά με εστενοχώρησαν οι στρατιώται μου […]. Ηγωνίσθημεν πολλάκις προς γενικήν ασφάλειαν της Πατρίδος και έχομεν και το σάβανον ζωσμένον όλη μέρα, και άλλοι όπου εμπορεύονται την Διοίκησιν και έκαμον και τόσα άλλα πρός βλάβην του εθνικού ταμείου κατά τα κέφια των, εμπαίζουν και ημάς».


Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Πηγή: Ιστότοπος kato-minagia.blogspot.gr