.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Ρωμανός Μεσσηνίας: Αρχαϊκός ναός και κατοίκηση Ελληνιστικών χρόνων

Ο Ρωμανός είναι χωριό του Δήμου Πύλου Νέστορος και βρίσκεται 2 χιλιόμετρα βόρεια του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς. Η περιοχή διαθέτει απαράμιλλο φυσικό κάλλος και αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης επισκεπτών.
Κατά την διάρκεια κατασκευής μεγάλης ξενοδοχειακής μονάδας δυτικά του χωριού, βρέθηκε και ανασκάφηκε μερικώς ένας σπουδαίος αρχαιολογικός χώρος.
Ήρθε στο φως εκτεταμένος Πρωτοελλαδικός οικισμός, -3200 έως -2200, που είναι ο μεγαλύτερος της Μεσσηνίας που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Στα ευρήματα του οικισμού συγκαταλέγονται αξιόλογα αγγεία της εποχής αλλά και εργαστήριο χαλκού, μοναδικού για ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Στην ίδια περιοχή ανασκάφτηκαν Μυκηναϊκός Θολωτός τάφος, -1600, τάφοι και οικίες της εποχής του Σιδήρου, -1100 έως -800, πρώιμος Αρχαϊκός Ναός, επίσης μοναδικού για την Μεσσηνία αλλά και οικιστικές εγκαταστάσεις των Ελληνιστικών χρόνων.
Τα ευρήματα αυτά καταδεικνύουν την αρχαιολογική σπουδαιότητα της περιοχής που κατοικήθηκε συνεχώς από τα βάθη των αιώνων.
Δυστυχώς τα περισσότερα από τα σπουδαία αυτά ευρήματα καταχώθηκαν, στερώντας τις επόμενες γενιές από ένα σπουδαίο κληροδότημα.


Σωστικές ανασκαφές στην Π.Ο.Τ.Α. Ρωμανού 2007-2011

Στο πλαίσιο των εργασιών για την ανέγερση της ξενοδοχειακής μονάδας Costa Navarino – Navarino Dunes με γήπεδο γκολφ δεκαοκτώ διαδρομών, το οποίο αναπτύσσεται σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, βορειοδυτικά του χωριού Ρωμανός, διεξήχθησαν από τις 20 Φεβρουαρίου του 2007 έως τις 31 Ιουλίου του 2010, σε διάφορα σημεία της τεράστιας έκτασης, συνεχόμενες σωστικές αρχαιολογικές ανασκαφές.
Οι ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν υπό την επίβλεψη της ΛΗ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας και με δαπάνες της εταιρείας ΤΕΜΕΣ, ενώ υπεύθυνος των ανασκαφών ήταν ο υπογράφων ως επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας και του εργατοτεχνικού προσωπικού.
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα ήταν συγκεντρωμένα κυρίως στα νότια και ανατολικά όρια της προβλεπόμενης περιοχής ανάπτυξης του έργου της Π.Ο.Τ.Α Ρωμανού.
Ακολουθεί παρουσίαση των ευρημάτων των Αρχαϊκών και Ελληνιστικών χρόνων. Μπορείτε να δείτε τα πολύ σημαντικά ευρήματα της Πρωτοελλαδικής περιόδου, -4η χιλιετία, και εποχής Σιδήρου στον σύνδεσμο:
 Ρωμανός Μεσσηνία: Πρωτοελλαδικός οικισμός, Θολωτός τάφος και ευρήματα εποχής Σιδήρου

Ένα παραποτάμιο ιερό και ναός αρχαϊκών χρόνων

Τον Μάρτιο του 2008 βρέθηκε στο μέσον της προβλεπόμενης διαδρομής 15 του γηπέδου γκολφ, κάτω από μια ελιά, τμήμα πήλινου ανάγλυφου πλακιδίου της Αρχαϊκής Εποχής (γύρω στα -650), με παράσταση γυναικείας μορφής στον τύπο της Πότνιας Θηρών (θεάς προστάτιδας των ζώων).
Το εύρημα αυτό αποτέλεσε την πρώτη ένδειξη για τους αρχαιολόγους, ότι κάπου πλησίον θα πρέπει να υπήρχε ένα ιερό ήδη από την Αρχαϊκή Εποχή (-7ος/ -6ος αι.). Ακολούθησε εξονυχιστική ανασκαφική έρευνα στη γύρω περιοχή, ώσπου τελικά αποκαλύφθηκε μια βραχώδης θέση από την οποία περνούσε ένα ρυάκι (εικ.2).


Ανάμεσα στους βράχους υπήρχαν στάχτες και πολλά μικροσκοπικά πήλινα αγγεία, που ήταν γνωστά αφιερώματα σε αρχαία ιερά. Στον ευρύτερο χώρο βρέθηκαν διάσπαρτα πολλά πήλινα γυναικεία ειδώλια της Αρχαϊκής και Κλασικής Εποχής καθώς και μεγάλος αριθμός θραυσμάτων πλακιδίων του -650, που παριστάνουν μια όρθια γυναικεία μορφή η οποία κρατά στα χέρια της από ένα μικρό ζώο (εικ.1). Έτσι απεικονιζόταν στην αρχαιότητα η θεά Άρτεμις ή η Πότνια Θηρών. Φαίνεται λοιπόν πως στο σημείο αυτό υπήρχε ένα υπαίθριο ιερό όπου γινόταν λατρεία μιας θεότητας, προστάτιδας των άγριων ζώων και της φύσης.


Με τη σκέψη ότι συνήθως ένα πρώιμο ιερό το διαδέχεται αργότερα ένας ναός, συνεχίστηκε η λεπτομερέστατη αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή του ιερού, η οποία δεν μας διέψευσε!
Τελικά ο ναός ανακαλύφθηκε δυτικά του υπαίθριου ιερού, πολύ κοντά στον ποταμό Σέλα.
Πρόκειται για ένα μακρόστενο κτίριο, με προσανατολισμό από τα ανατολικά προς τα δυτικά, με την είσοδο στη Δύση (εικ.3). Το δυτικότερο τμήμα του ναού δεν σώζεται, προφανώς επειδή έχει παρασυρθεί από τα νερά του Σέλα ποταμού. Αργότερα, τα νερά χειμάρρου, που περνούσαν μετά την καταστροφή του ναού πάνω από τα ερείπια, προκάλεσαν, ήδη στην αρχαιότητα, τη μετατόπιση των οικοδομικών λειψάνων κυρίως της βόρειας πλευρά του μνημείου.
Μετά την ανασκαφή του ναού διαπιστώθηκε ότι οι μέγιστες σωζόμενες διαστάσεις του είναι 16,5μ. μήκος και 6,40μ. πλάτος, ενώ το συνολικό μήκος του θα πρέπει να υπολογιστεί στα 17μ. περίπου (εικ.4).
Τα θεμέλια είναι κατασκευασμένα από σχεδόν ορθογώνιους λίθους από ψαμμιτικό πέτρωμα, ενώ η ανωδομή αποτελείτο από πλίθρες.
Κατά μήκος του κεντρικού άξονα του κτιρίου υπήρχαν λίθινες βάσεις (τρεις σωζόμενες στη θέση τους), για τη στήριξη της στέγης με ξύλινους στύλους, ενώ το δάπεδο αποτελείτο μόνο από πατημένο φυσικό χώμα. Βάση λατρευτικού αγάλματος ή επιγραφές δεν βρέθηκαν στο εσωτερικό του.


Η κάτοψη του ναού είναι χαρακτηριστική των πρώιμων αρχαϊκών ελληνικών ναών με το επίμηκες σχήμα και το σχετικά στενό πλάτος.
Στο εσωτερικό του βρέθηκε αδιατάρακτο το στρώμα των πεσμένων κεραμίδων της στέγης (εικ.5), ενώ αρκετές βρέθηκαν περιμετρικά του κτιρίου. Η ύπαρξη στάχτης πάνω και κάτω από τα πεσμένα κεραμίδια φανερώνει ότι το κτίριο θα πρέπει να καταστράφηκε στην αρχαιότητα από πυρκαγιά.
Τα ακροκέραμα της στέγης (εικ.6) ήταν λακωνικού τύπου, ημικυκλικά, με πλούσια ανάγλυφη φυτική διακόσμηση, γεγονός που υποδηλώνει την προσεγμένη κατασκευή του κτιρίου.
Κατά την ανασκαφή αποκαλύφθηκε εξωτερικά του κτιρίου, στο έδαφος, ολόκληρη η σειρά των ακροκεράμων κοντά στις αρχικές τους θέσεις και με τις σωστές αποστάσεις μεταξύ τους.
Σύμφωνα με τα ανασκαφικά ευρήματα, ο ναός θα πρέπει να ήταν σε λειτουργία από τους αρχαϊκούς χρόνους (-7ος αι.) έως την Ελληνιστική Εποχή (-3ος/ -2ος αι.).

Εξωτερικά του βόρειου τοίχου του ναού αποκαλύφθηκαν λείψανα θεμελίων και άλλων κτισμάτων, γεγονός που φανερώνει ότι στο περιβάλλον του υπήρχαν και άλλα βοηθητικά οικοδομήματα, που εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του ή και τους πιστούς που επισκέπτονταν το ναό.
Τα οικοδομήματα αυτά δεν έχουν ανασκαφεί και παραμένουν ακόμη θαμμένα κάτω από το έδαφος. Επίσης δεν έχει ακόμη εντοπιστεί ο βωμός του ναού, όπου θα πρέπει να γίνονταν θυσίες και τελετές προς τιμήν της λατρευόμενης θεότητας.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η ανασκαφική έρευνα στο περιβάλλον του ναού δεν έχει εξαντληθεί, ενώ παραμένουν πολλά ερωτηματικά αναπάντητα.
Η αποκάλυψη του ναού αυτού είναι εξαιρετικά σημαντική, επειδή πρόκειται για ένα νέο μνημείο της Μεσσηνίας, το οποίο δεν αναφέρεται ούτε σε αρχαίες πηγές ούτε από τους περιηγητές, ενώ δεν υπήρχε καμία ορατή ένδειξή του στο έδαφος.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι πρόκειται για τον μοναδικό ναό της πρώιμης Αρχαϊκής Εποχής (-7ος αι.), που αποκαλύπτεται για πρώτη φορά στην περιοχή της Πυλίας, αλλά και σε ολόκληρη τη Μεσσηνία!
Η ιστορική σημασία του είναι ακόμη μεγαλύτερη αν συνδυαστεί και με τα γεγονότα της εποχής εκείνης, κατά την οποία ταλάνιζαν τη Μεσσηνία οι καταστροφικοί Μεσσηνιακοί πόλεμοι και ουσιαστικά η περιοχή βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Λακεδαιμονίων.



Ελληνιστική αγροικία

Το κτίριο εντοπίστηκε περίπου 300 μ. βορείως του ποταμού Σέλα, στο ανατολικό άκρο της έκτασης της Π.Ο.Τ.Α. Ρωμανού.
Η ανασκαφή διενεργήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 10.5.2008 έως 31.7.2010, κατά διαστήματα.
Το κτιριακό συγκρότημα παρουσιάζει τετράγωνη κάτοψη, διαστάσεων 16× 15μ. Τα θεμέλια των τοίχων είναι κατασκευασμένα από αργούς λίθους, μερικοί από τους οποίους είναι πραγματικά ογκώδεις, χωρίς σημεία ιδιαίτερης επεξεργασίας. Τα δάπεδα, από πατημένο χώμα, καλύπτονταν στο μεγαλύτερο μέρος τους από παχύ στρώμα στάχτης με πλήθος πεσμένων κεραμίδων της στέγης, που δημιούργησαν ένα εκτεταμένο στρώμα καταστροφής. Το γεγονός αυτό φανερώνει ότι το κτίριο θα πρέπει να καταστράφηκε από πυρκαγιά και να εγκαταλείφθηκε.
Τα ανασκαφικά στοιχεία καθώς και η αρχιτεκτονική μορφή του οικοδομήματος μαρτυρούν ότι πρόκειται για αγροικία της Ελληνιστικής Εποχής (-300 έως -200 περίπου) (εικ.1).
Οι εσωτερικοί χώροι στο σύνολό τους αναπτύσσονται γύρω από μια κεντρική τετράγωνη αυλή (διαστάσεων 6× 6μ.), προς την οποία υπάρχει πρόσβαση από την είσοδο, που βρίσκεται στο μέσον της βόρειας πλευράς του συγκροτήματος.
Η δυτική πτέρυγα του οικοδομήματος πρέπει να ήταν διώροφη, όπως μαρτυρούν τα αποκαλυφθέντα, ιδιαιτέρως πλατιά, λίθινα θεμέλια και προφανώς αποτελούσε την κύρια κατοικία. Στα νότιά της, σε στεγασμένο χώρο, υπήρχε μια μεγάλη ορθογώνια εστία (διαστάσεων 1,30× 1,30μ.), κτισμένη με πλίνθους και αδρό κονίαμα (εικ.2).
Οι υπόλοιποι χώροι της αγροικίας χρησίμευαν πιθανόν ως βοηθητικοί χώροι (αποθήκες, εργαστήρια, χώροι παρασκευής εμπορευμάτων κ.λπ.), για την εξυπηρέτηση των αγροτικών αναγκών των κατοίκων (εικ.3).


Τα ευρήματα στο εσωτερικό του κτιρίου υπήρξαν πενιχρά. Από την κεραμική ξεχώρισαν κάποια όστρακα της λεγόμενης Κεραμικής της Δυτικής Κλιτύος, ενώ συλλέχθηκαν λίγα χάλκινα νομίσματα και χάλκινα ή σιδερένια εργαλεία και καρφιά.
Εξωτερικά της βόρειας πλευράς του κτιρίου, σε όλο το μήκος του βόρειου τοίχου, αποκαλύφθηκε ένα ελαφρώς υπερυψωμένο επίπεδο, πλάτους περίπου 5 μ., το οποίο οριζόταν στο βόρειο άκρο του από τοιχάριο αποτελούμενο από μια σειρά αργών λίθων.
Στο επίπεδο αυτό, που είχε διευθετηθεί μπροστά στην είσοδο της αγροικίας, βρέθηκε αρκετή ποσότητα κεραμικής, ενώ στα βόρειά του εντοπίστηκε αρκετή κεραμική ελληνιστικών χρόνων, που πιθανόν είχε απορριφθεί κατά τη διάρκεια κάποιου καθαρισμού από το εσωτερικό της αγροικίας.
Ένας τεράστιος και βαθύς αποθέτης, ο οποίος εντοπίστηκε έξω από τη ΒΔ γωνία του κτιρίου, ήταν γεμάτος κυρίως με κεραμίδες, αλλά περιείχε και κεραμική της Ελληνιστικής εποχής και μερικούς ακατέργαστους λίθους. Προφανώς ο αποθέτης περιείχε υλικά από επισκευή που πραγματοποιήθηκε στην αγροικία σε κάποια περίοδο της λειτουργίας της.
Το πλάτωμα μπροστά από τη βόρεια πλευρά του ελληνιστικού κτιρίου αφαιρέθηκε προκειμένου να ανεγερθεί το «Κτίριο Ενέργειας» της ξενοδοχειακής επιχείρησης, που υψώνεται σήμερα σχεδόν σε επαφή με τα λείψανα της ελληνιστικής αγροικίας, η οποία δεν είναι πλέον ορατή, εφόσον αποφασίστηκε η διατήρησή της σε κατάχωση.
Το κτιριακό αυτό συγκρότημα είναι το μοναδικό στη Μεσσηνία το οποίο παρέχει σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα μιας αγροικίας ελληνιστικών χρόνων. Η εξαιρετικά καλή κατάσταση διατήρησης της αγροικίας διασώζει πολύτιμα στοιχεία για την αγροτική ζωή του τόπου και των κατοίκων του κατά την Ελληνιστική περίοδο.

Δρ Jörg Rambach Αρχαιολόγος, Ξένη Αραπογιάννη Δρ Αρχαιολόγος

Επίλογος

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός της απόφασης για κατάχωση του σημαντικού Πρωτοελλαδικού οικισμού, του μεγαλύτερου της Μεσσηνίας, αλλά και άλλων σημείων της ανασκαφής στον Ρωμανό. Καταχώθηκαν αξιόλογα ευρήματα όπως το εργαστήριο χαλκού, μοναδικού για την Πελοπόννησο, ο Μυκηναϊκός Θολωτού τάφος αλλά και το οικιστικό συγκροτήμα των Ελληνιστικών χρόνων. Τα ξεχωριστά αυτά επιτεύγματα των προγόνων μας δεν θα τα δούμε ποτέ. Επίσης οι ανασκαφές ήταν περιορισμένες και σε πολλούς τομείς δεν δόθηκε άδεια για την επέκταση και συνέχισή τους.

Θα περίμενε κανείς ένας τόσο σημαντικός αρχαιολογικός χώρος να ανασκαφεί πλήρως και να αναδειχθεί σε οργανωμένος και επισκέψιμος. Με την προσθήκη των αναγκαίων υποδομών όπως στέγαστρα, χώρους υποδοχής- ενημέρωσης του κοινού και στάθμευσης είναι σίγουρο ότι θα αποτελούσε ένα σημαντικό πόλο έλξης επισκεπτών. Παράλληλα θα αποτελούσε ένα πολύτιμο κληροδότημα για τις επόμενες γενιές των Ελλήνων.
Αυτό που φαίνεται λογικό, αυτονόητο αλλά και αναγκαίο, δηλαδή η ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, δυστυχώς φαίνεται να μην έχει θέση στην σύγχρονη Ελλάδα.


ΠΗΓΗ: Αριστομένης ο Μεσσήνιος