.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Ναός Αθηνάς, Πρασιδάκι- Τριφυλία

Το Πρασιδάκι είναι ένα μικρό χωριό του Νομού Ηλείας, Α του μεγαλύτερου χωριού Γιαννιτσοχώρι και 16 χμ. Β της μεσσηνιακής Κυπαρισσίας, το οποίο σχετικά πρόσφατα εγκαταλείφθηκε και μεταφέρθηκε σε άλλη θέση. Βρίσκεται στην καταπράσινη κοιλάδα που εκτείνεται Ν του αρχαίου Λέπρεου, και συγκεκριμένα κοντά στη Β όχθη της Νέδας, του ποταμού που διαχωρίζει την αρχαία Μεσσηνία από την Τριφυλία/ Ηλεία και την Αρκαδία στα Α. 
ΒΔ του χωριού Πρασιδάκι στη θέση γνωστή και ως Ελληνικό ή Λενικό εντοπίστηκε μετά τα μέσα του 20ου αι. ένας περίπτερος ναός, κτισμένος στην επίπεδη κορυφή ενός χαμηλού λόφου ύψους 270 μ. Ως βέβαιη πρέπει να εκληφθεί η χρονολόγηση του ναού στον πρώιμο -5ο αι. και η απόδοσή του στην Αθηνά.
Γύρω από το ναό και σε ακτίνα σχεδόν 1 χμ. λείψανα μνημειακών κτισμάτων, τείχους και τάφων μαρτυρούν την ύπαρξη ενός αρχαίου οικισμού. Η θέση του οικισμού σε σχέση με τη Νέδα, από την οποία απέχει μόλις 2 χμ., και με τη Φιγάλεια ανταποκρίνεται στις τοπογραφικές ενδείξεις που παρέχει ο Στράβωνας για τους αρχαίους Πύργους, μιά από τις πόλεις της Μινυακής εξάπολης.



Αρχαίος Πύργος(οι): Η θέση του ναού και το πρόβλημα της ταύτισης του οικισμού

Το Πρασιδάκι είναι ένα μικρό χωριό του Νομού Ηλείας, Α του μεγαλύτερου χωριού Γιαννιτσοχώρι και 16 χμ. Β της μεσσηνιακής Κυπαρισσίας, το οποίο σχετικά πρόσφατα εγκαταλείφθηκε και μεταφέρθηκε σε άλλη θέση. Βρίσκεται στην καταπράσινη κοιλάδα που εκτείνεται Ν του αρχαίου Λέπρεου, και συγκεκριμένα κοντά στη Β όχθη της Νέδας, του ποταμού που διαχωρίζει την αρχαία Μεσσηνία από την Τριφυλία/ 
Ηλεία και την Αρκαδία στα Α. 
ΒΔ του χωριού Πρασιδάκι στη θέση γνωστή και ως Ελληνικό ή Λενικό εντοπίστηκε μετά τα μέσα του 20ου αι. ένας περίπτερος ναός, κτισμένος στην επίπεδη κορυφή ενός χαμηλού λόφου ύψους 270 μ. Το ύψωμα με το ναό είναι ορατό από την αρκαδική Φιγάλεια, που βρίσκεται στα Α, επίσης στην ίδια όχθη της Νέδας, απέχοντας σε νοητή ευθεία γραμμή περίπου 12 χμ., ενώ η απόστασή του από τη θάλασσα είναι περίπου 5 χμ.1. Γύρω από το ναό και σε ακτίνα σχεδόν 1 χμ. λείψανα μνημειακών κτισμάτων, τείχους και τάφων μαρτυρούν την ύπαρξη ενός αρχαίου οικισμού2. Δεν διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες για τον οικισμό και δεν γνωρίζουμε το όνομά του, αλλά ούτε και την ενδεχόμενη σχέση του με το Λέπρεο, από το οποίο απέχει περίπου 4 χμ. Δεν αποκλείεται δηλαδή να πρόκειται για έναν οικισμό μικρής κλίμακας εντός της επικράτειας του Λέπρεου, που ήταν η σπουδαιότερη πόλη της Ν τουλάχιστον Τριφυλίας.
Η θέση του οικισμού σε σχέση με τη Νέδα, από την οποία απέχει μόλις 2 χμ., και με τη Φιγάλεια ανταποκρίνεται στις τοπογραφικές ενδείξεις που παρέχει ο Στράβωνας για τους Πύργους λέγοντας για τον ποταμό Νέδα: 
«Ῥεῖ δὲ παρὰ Φιγαλίαν, καθ’ ὃ γειτνιῶσι Πυργῖται Τριφυλίων ἔσχατοι Κυπαρισσιεῦσι πρώτοις Μεσσηνίων»· επιπλέον, ξεκινά τη σχετική παράγραφο ως εξής: «Κυπαρισσία τέ ἐστιν ἐπὶ τῇ θαλάττῃ τῇ Τριφυλιακῇ καὶ Πύργοι καὶ ὁ Ἀκίδων ποταμὸς καὶ Νέδα»3. 
Οι Πύργοι συναντώνται επίσης στον Στέφανο Βυζάντιο ως «πόλις Μεσσήνης»4. Με άλλα λόγια στο Πρασιδάκι ή στην ευρύτερη περιοχή του, κοντά στις εκβολές της Νέδας, θα βρίσκονταν οι Πύργοι, η νοτιότερη τριφυλιακή πόλη που συνόρευε με τη Μεσσηνία. 
Ως ένδειξη για την ταύτιση του οικισμού με τους Πύργους μπορεί ίσως να εκληφθεί η μυθολογική παράδοση που τον συνδέει με το Λέπρεο. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι η πόλη πήρε το όνομά της από τον οικιστή Λέπρεο, γιο του Πυργέα, ή σύμφωνα με μερικούς από την κόρη του Πυργέα Λεπρέα, ενώ ότι άλλοι αποδίδουν το όνομα στην αρρώστια λέπρα5. Δεν είναι βέβαιο αν οι Πύργοι του Στράβωνα ταυτίζονται με τον Πύργο που εμφανίζεται ως μία από τις έξι πόλεις των Μινύων στον Ηρόδοτο και ως μία από τις πόλεις της Τριφυλίας στον Πολύβιο, και ως εκ τούτου θα πρέπει να ήταν μία αρκετά σημαντική πόλη, πιθανόν με μακρά διάρκεια ζωής6. Κυρίως εξαιτίας του ενός εκ των χωρίων του Πολύβιου έχει θεωρηθεί από κάποιους ότι ο Πύργος βρισκόταν στη Β Τριφυλία, οπότε δεν μπορεί να ταυτίζεται με τους Πύργους του Στράβωνα7. Η Αραπογιάννη θεωρεί πιθανό ο οικισμός στο Πρασιδάκι να ταυτίζεται με την πόλη Πύργο, η οποία θα ενσωματώθηκε ίσως στο γειτονικό ισχυρό Λέπρεο μετά τις καταστροφές από τις συγκρούσεις με τους Ηλείους περίπου στα χρόνια του Ηρόδοτου8.


Οπωσδήποτε στην ευρύτερη περιοχή του χωριού Πρασιδάκι έχουν εντοπιστεί και άλλες αρχαιολογικές θέσεις, που φέρονται από παλαιά στην έρευνα ως οικισμοί της Λεπρεάτιδας ή/και αποδίδονται στην πόλη Πύργος ή Πύργοι9. Σε μία από αυτές τις θέσεις, στον Άγ. Ηλία κοντά στο Γιαννιτσοχώρι, βρέθηκαν πολύ πρόσφατα πολλοί γωνιόλιθοι κογχυλιάτη, λακωνικές κεραμίδες και κεραμική καλής ποιότητας κλασικών χρόνων στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου για την τοπογραφία της Τριφυλίας. Στα αποτελέσματα των ερευνών του 2010, που έχουν αναρτηθεί προς το παρόν μόνο στο διαδίκτυο, εκφράζεται η υπόθεση ότι στη θέση αυτή ίσως βρισκόταν ο Πύργος, η νοτιότερη πόλη της Τριφυλίας, και ότι πιθανόν σε αυτόν ανήκε ως «εξω-αστικό ιερό» ο ναός στο Πρασιδάκι10. Λίγα χρόνια πριν, στη μοναδική έως σήμερα δημοσίευση σε σχέση με αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα, διατυπώνεται η άποψη ότι τα εκτεταμένα οικοδομικά κατάλοιπα στην ευρύτερη περιοχή του ναού υποδεικνύουν μία μεγάλη πόλη, που δεν μπορεί να ταυτιστεί με βεβαιότητα, αν και θα μπορούσε να πρόκειται για τον Πύργο11.

Η έρευνα στο ιερό και η απόδοσή του στην Αθηνά

Το 1971 ο Γιαλούρης επισημαίνει τα ορατά λείψανα κοντά στο Πρασιδάκι ενός μνημειακού δωρικού ναού, «πιθανώτατα ύστερων κλασσικών χρόνων», που είχε εντοπιστεί από τον Cooper, αλλά ουσιαστικά ήταν άγνωστος ως τότε στην έρευνα12. Ο ναός ήταν καλυμμένος με επίχωση, στην οποία υπήρχε πυκνή βλάστηση. Τα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη στην περιοχή του ναού φαίνεται ότι προέρχονται από λαθρανασκαφές σύμφωνα με πληροφορίες κατοίκων του χωριού. Εκτός από μία σύντομη παρουσίαση του ναού ο Γιαλούρης κάνει 
λόγο για αναθήματα από την περιοχή του ναού, που υποδεικνύουν ότι η λατρεία ήταν ζωντανή κατά την πρώιμη αρχαϊκή εποχή. Επιπλέον, θεωρήθηκε ότι στη θέση αυτή υπήρχε ένας προδρομικός ναός της αρχαϊκής περιόδου με βάση τα ανευρεθέντα τμήματα κεραμίδων και ενός δισκοειδούς ακρωτήριου. Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζει ένα πρώιμο κλασικό χάλκινο ειδώλιο της Αθηνάς, που βρέθηκε το 1970 περίπου 50 μ. Β του ναού13 (Εικ. κάτω)


Το 1997 η Αραπογιάννη πραγματοποίησε αυτοψία στον χώρο, κατά την οποία βρήκε σε απόσταση περίπου 30 μ. από το ναό ένα τμήμα χάλκινης φιάλης με εγχάρακτη αναθηματική επιγραφή στην άνω επιφάνεια του χείλους14. Σε ένα σημείο του χείλους υπάρχει μικρή οπή, πιθανόν για την ανάρτηση του αγγείου. Η επιγραφή «Ἀθάναι Ἀγορίοι Ἀριουντίας ἀνέθεκε» χρονολογείται στα τέλη του -6ου αι. και είναι γραμμένη πιθανότατα στο ηλειακό αλφάβητο με κάποιες αποκλίσεις. Σύμφωνα με την Αραπογιάννη πιστοποιείται η απόδοση του ναού στην Αθηνά και η θέση του σε σχέση με την αγορά της πόλης εξαιτίας της επίκλησης που φέρει η θεά15. Συγκεκριμένα, αντί του Αγοραία χρησιμοποιείται ένα αμάρτυρο επίθετο, το οποίο φαίνεται ότι σχετίζεται με τα ουσιαστικά ἄγορος, ἀγόρριον, ἄγορις, που συναντώνται στον Ευριπίδη και στον Ησύχιο16. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν η θεά έφερε ως επίσημο τίτλο την επίκληση Αγοραία. Πάντως, αν δεχτούμε τη σχέση του ιερού με την αγορά, τότε προκύπτει ότι το ιερό βρισκόταν σε κεντρικό σημείο ενός αστικού πυρήνα που υπήρχε τουλάχιστον κατά τον ύστερο -6ο αι. Αμάρτυρο είναι και το όνομα του αναθέτη στην επιγραφή, που λόγω συσχετίσεων πιθανόν προέρχεται από τη Λακωνία, μαρτυρώντας έτσι για την Αραπογιάννη την εμβέλεια του ιερού και εκτός της Τριφυλίας17.


 Τα λείψανα του δωρικού περίπτερου ναού αποκαλύφθηκαν από την Αραπογιάννη σε δύο ανασκαφικές περιόδους το 1999 και το 2000, ενώ η έρευνα συνεχίστηκε τα επόμενα δύο έτη και περαιτέρω εργασίες καταγραφής, συντήρησης και ανάδειξης έλαβαν χώρα το 2003 και το 20059 (Εικ. δεξιά).
 Έγινε αμέσως φανερό ότι ο ναός υπέστη εκτεταμένες καταστροφές κατά τα νεότερα χρόνια18. Το μεγαλύτερο τμήμα του πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό για τα σπίτια του χωριού Πρασιδάκι περίπου εκατό χρόνια πριν και η καταστροφή ολοκληρώθηκε από τις επανειλημμένες λαθρανασκαφές. Η λιθολόγηση εντοπίζεται ως το επίπεδο των θεμελίων. Εξαρχής διαπιστώθηκε ότι είχαν διανοιχθεί μεγάλοι τάφροι για αυτόν τον σκοπό, ειδικά κατά μήκος των δύο μακρών πλευρών του ναού. 

Κατά τα άλλα η θέση του ναού ήταν καλυμμένη με έντονη βλάστηση και δέντρα, που δυσχέραιναν την πρόσβαση. Τα αποτελέσματα των ερευνών της Αραπογιάννη έχουν παρουσιαστεί σε κάποιες περιστάσεις εν αναμονή της τελικής δημοσίευσης, κατά την οποία θεωρείται πολύ πιθανό πολλές από τις διατυπωμένες διαπιστώσεις να τεκμηριωθούν καλύτερα ή και να απορριφθούν19.
Ως βέβαιη πρέπει να εκληφθεί η χρονολόγηση του ναού στον πρώιμο -5ο αι. και η απόδοσή του στην Αθηνά, που μαρτυρείται επίσης από μία άλλη επιγραφή «ΑΘΑΝΑΙ» του πρώιμου -5ου αι. Η επιγραφή αυτή είναι χαραγμένη σε έναν αποσπασματικά σωζόμενο ασβεστολιθικό γωνιόλιθο (εικ. κάτωθεν), που βρέθηκε την τελευταία ημέρα της ανασκαφικής περιόδου του 2000 σε μία δοκιμαστική τομή μπροστά από την είσοδο του ναού20. Εξάλλου η ταύτιση ενισχύεται από το πρώιμο κλασικό χάλκινο ειδώλιο της Αθηνάς αλλά και από κάποια πήλινα ειδώλια των νεότερων ερευνών, όπως θα δούμε παρακάτω, ενώ αντιθέτως δεν ανιχνεύεται η παρουσία άλλων θεοτήτων.


Ο ναός

 Ο προσανατολισμός του ναού παρουσιάζει απόκλιση με τον κεντρικό άξονα να βρίσκεται Δ/ΒΔ-Α/ΝΑ. 
Η κλίση του εδάφους στην περιοχή της εισόδου είναι συγκριτικά μικρή και η προσπέλαση του κτηρίου ίσως γινόταν από τα ΝΔ, οπότε ο ναός θα φαινόταν υπό γωνία, προοπτικά21. 
Ο ναός είναι δωρικός περίπτερος με 6x 13 κίονες, διπλή εσωτερική κιονοστοιχία και διαστάσεις στον στυλοβάτη 33,30x 14,70μ. Παρά την εκτεταμένη καταστροφή στα νεότερα χρόνια έχουν διασωθεί αρκετά στοιχεία που επιτρέπουν την αναπαράστασή του. 
Παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το ναό της Αθηνάς στο Μάζι (Μάκιστος) ως προς τις διαστάσεις, τις αναλογίες, τον σχεδιασμό, την τεχνική και τη διαμόρφωση επιμέρους στοιχείων, ώστε ο Νακάσης τους χαρακτηρίζει «δίδυμους» ναούς και υποθέτει ότι ο ναός στο Μάζι (-500/ -490) αποτέλεσε το πρότυπο22. 
 Στο ναό στο Πρασιδάκι εντοπίζονται αρχαϊσμοί και κάποια πρώιμα στοιχεία όμως άλλα όπως και οι εξελιγμένεςφόρμες υποδεικνύουν ότι ανήκει περισσότερο στην πρώιμη κλασική περίοδο, στα χρόνια μετά τους περσικούς πολέμους.
 Με βάση την αρχιτεκτονική, χωρίς ωστόσο να έχει μελετηθεί διεξοδικά, και τα ιστορικά συμφραζόμενα θεωρείται πιθανό ο ναός να κατασκευάστηκε μεταξύ του -478 και του -475 ή -473, και μάλιστα ίσως από τους τότε ανεξάρτητους Λεπρεάτες23. 

Ως όρια λαμβάνονται δηλαδή η μάχη των Πλαταιών, στην οποία συμμετείχε το Λέπρεο, και η ανέγερση του ναού του Δία στην Ολυμπία, που συμπίπτει με την οριστική κυριαρχία των Ηλείων στην Τριφυλία24. Στο ναό αναγνωρίζονται διάφορες μεταγενέστερες επεμβάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να αναχθούν είτε στην περίοδο ανεξαρτησίας των τριφυλιακών πόλεων (-399/ -369), όπως συνέβη με το ναό της Αθηνάς στο Μάζι, είτε στα ρωμαϊκά χρόνια. Είναι πολύ πιθανό ότι ο ναός καταστράφηκε, ενώ βρισκόταν ακόμη σε χρήση, από έναν μεγάλο σεισμό και μετά από φωτιά, κάποια στιγμή μεταξύ του 1ου και του -2ου αι.25. Κατά μήκος των δύο μακρών πλευρών του αποκαλύφθηκε ένα εκτεταμένο στρώμα καταστροφής με κεραμίδες και πεσμένα αρχιτεκτονικά μέλη της ανωδομής με κατεύθυνση προς Β. Οι επιπτώσεις του σεισμού διαφαίνονται και στην καμπύλωση των θεμελιώσεων της Ν πλευράς του ναού. Επιπλέον υπάρχουν σαφές ενδείξεις για την επακολουθείσα πυρκαγιά, ιδίως στην περιοχή μπροστά από τη βάση του λατρευτικού αγάλματος: μέσα σε ένα παχύ στρώμα στάχτης βρέθηκε ένας μεγάλος αριθμός από λύχνους και ρωμαϊκά όστρακα.
 Ως υλικό δομής έχει χρησιμοποιηθεί μαλακός πωρόλιθος κι όχι ο κογχυλιάτης λίθος όπως θα περιμέναμε, μάλλον επειδή λατομεία τέτοιας ποιότητας λίθου υπάρχουν στην περιοχή του Λέπρεου26. Όλα τα ορατά αρχιτεκτονικά μέλη φέρουν λευκό κονίαμα. Επιχρισμένοι ήταν οι εσωτερικοί τοίχοι του σηκού όπως υποδεικνύουν τα διασωθέντα ίχνη ερυθρού και μελανού χρώματος. Το δάπεδο του σηκού και των πτερών βρέθηκε καλυμμένο με μία στρώση παχιού κονιάματος με εξαίρεση το Α πτερό, όπου τοποθετήθηκαν σε μία μεταγενέστερη στιγμή τρεις σειρές πώρινων πλακών στο επίπεδο της ευθυντηρίας27. Στην ίδια στιγμή ίσως επιστρώθηκε το δάπεδο του ναού με κονίαμα, καθώς σε κάποιο σημείο η Αραπογιάννη αναφέρει ότι το δάπεδο του πτερού συνίσταται από πατημένο χώμα με χαλίκι, εκτός κι αν πρόκειται για τη θεμελίωση του δαπέδου28.


 Ισχυρά θεμέλια έχουν κατασκευαστεί για τα σημεία όπου υπήρχαν υψηλά κατακόρυφα φέροντα στοιχεία29. Η Αραπογιάννη μάλιστα κάνει λόγο για την ύπαρξη στερεοβάτη, οι λίθοι του οποίου συνδέονται με ξύλινους πελεκίνους, υπο-ευθυντηρίας και ευθυντηρίας30. Οι πελεκίνοι όπως εξάλλου και οι ζητόμορφοι σύνδεσμοι, που έχουν χρησιμοποιηθεί στο ναό, συνηθίζονται σε πρώιμα μνημεία. Ενώ ο προγενέστερος ναός στο Μάζι έχει τους εξελιγμένους συνδέσμους διπλού Τ, ωστόσο ζητόμορφοι σύνδεσμοι συναντώνται στον ναό της Δήμητρας του -4ου αι. στο Λέπρεο31.
 Η κρηπίδα είναι τριβαθμιδωτή και κτισμένη κατά το ισοδομικό σύστημα32. Η πρώτη, χαμηλότερη βαθμίδα είναι μικρότερου βάθους από τις δύο ανώτερες, στοιχείο που είναι χαρακτηριστικό για πρώιμα μνημεία. Οι κίονες της περίστασης στερεώνονται με ξύλινους γόμφους σε τετράπλευρους τόρμους στον στυλοβάτη κατά τρόπο που είναι εξαιρετικά σπάνιος για την κλασική εποχή και ιδίως για δωρικούς ναούς33. Το στοιχείο αυτό μας εξασφαλίζει την ακριβή θέση των κιόνων, εκ των οποίων έχουν διασωθεί κατά χώραν μόνο οι κατώτατοι σπόνδυλοι τριών.
 Η διαμόρφωση του θριγκού ακολουθεί εν μέρει κλασικά πρότυπα34. Τα τρίγλυφα είναι συμφυή με τις μετόπες, που εισέχουν ελαφρώς έναντι του επιστυλίου. Αυτά τα χαρακτηριστικά της ζωφόρου συναντώνται στους περισσότερους δωρικούς ναούς της Τριφυλίας35. Στην άνω παρυφή του οριζόντιου γείσου αποδίδεται ένα απλό ιωνικό κυμάτιο. Το καταέτιο γείσο, από το οποίο σώζεται μόνο ένα μικρό θραύσμα, είναι ιωνικού τύπου36. Παρόλο που κανένα θραύσμα δεν μπορεί να αποδοθεί στο αέτωμα, ωστόσο δεν πρέπει να υπήρχαν γλυπτά, ενώ ακόσμητες είναι και οι μετόπες.

 Οι ομοιότητες της σίμης και της κορινθιακής κεράμωσης του ναού (εικ. δεξιά) με κτισμάτων της Άλτης θεωρείται ότι υποδεικνύει την προέλευση όλων από ένα μεγάλο κορινθιακό εργαστήριο της εποχής37. Ένα άλλο ενδιαφέρον κοινό στοιχείο με την Ολυμπία αποτελεί η πιθανότητα ύπαρξης πήλινων αγαλμάτων ως πλευρικά ακρωτήρια του ναού στο Πρασιδάκι, όπως θα δούμε παρακάτω. Τα κεντρικά ακρωτήρια φαίνεται ότι ήταν δισκοειδή μικρού μεγέθους, όπως υποδεικνύεται από θραύσματα που βρέθηκαν κυρίως μπροστά από την είσοδο του ναού. Πολυάριθμα θραύσματα έχουν διασωθεί από την πήλινη σίμη «μεγαρικού» τύπου, που κοσμείται με φυτικά μοτίβα και μαίανδρο σε έντονο ερυθρό και μελανό χρώμα. Στις τέσσερις γωνίες των αετωμάτων υπήρχαν λεοντοκεφαλές-υδρορρόες. 


Κατά μήκος της Β πλευράς του ναού στο ύψος της ευθυντηρίας βρέθηκε ένας ανοικτός πήλινος αγωγός, όπου θα κατέληγαν τα όμβρια ύδατα από τη στέγη38. Αυτά οδηγούνταν σε ένα κυλινδρικό σιφόνι και από εκεί διοχετεύονταν μακριά από το ναό μέσω ενός κλειστού αγωγού, η πορεία του οποίου δεν έχει διερευνηθεί. Ένας τεράστιος αριθμός κορινθιακών κεραμίδων προέρχεται από τα άθικτα στρώματα καταστροφής που αποκαλύφθηκαν κατά μήκος των δύο μακρών πλευρών του ναού. Σε πολλούς από τους ηγεμόνες στρωτήρες υπάρχει γραπτή διακόσμηση κυρίως με πλοχμούς. Το μέτωπο των ηγεμόνων καλυπτήρων είναι διαμορφωμένο σε επτάφυλλο ή εννιάφυλλο ανθέμιο, το οποίο αποδίδεται γραπτά ή και με χαμηλό ανάγλυφο.
 Σε καλή κατάσταση σώζεται ο τοιχοβάτης του κυρίως ναού, που έφερε διπλή σειρά από ορθοστάτες μήκους 1,20 μ. και ύψους 0,86 μ.39. Ο τοίχος πάνω από τους ορθοστάτες ήταν κτισμένος κατά το ισοδομικό σύστημα με γωνιόλιθους ύψους 0,31 μ. κατά μέσο όρο. Στον πρόναο, πλάτους 6,90 μ. και βάθους 3,45 μ., υπάρχουν δύο κίονες εν παραστάσι, που είναι μικρότεροι από τους κίονες της περίστασης40. Τετράπλευροι τόρμοι στον στυλοβάτη ίσως προορίζονταν για τη στερέωση ξύλινης θύρας ή χωρίσματος. Ο οπισθόδομος έχει λίγο μεγαλύτερο βάθος, 3,60 μ., και διαφορετική διαμόρφωση από τον πρόναο, καθώς φαίνεται ότι ήταν άστυλος, δεν υπήρχαν δύο κίονες εν παραστάσι41. Θεωρείται πιθανό να υπήρχε μία μικρή κεντρική θύρα στη Δ πρόσοψη, παρόλο που δεν κατέστη δυνατό να τεκμηριωθεί η ύπαρξή της. Ωστόσο, δεν υπάρχει πρόσβαση από τον χώρο αυτό στον σηκό, ώστε να χαρακτηριστεί ως «άδυτο».


 Το δάπεδο του πρόναου φέρει ένα ψηφιδωτό από αραιά τοποθετημένα μικρά ποταμίσια βότσαλα λευκά και μαύρα, που δημιουργούν ένα ευρύ πλαίσιο με πλοχμό και μαίανδρο γύρω από ένα κεντρικό διάχωρο με ρομβοειδή μοτίβα. Το ψηφιδωτό αποκολλήθηκε από το δάπεδο του πρόναου, συντηρήθηκε και επανατοποθετήθηκε στη θέση του (εικ. δεξιά)
Κατά τη διαδικασία αυτή το 2002 διαπιστώθηκε ότι ως υπόστρωμα για το ψηφιδωτό αυτό είχε χρησιμοποιηθεί ένα προγενέστερο, λιγότερο επιμελημένο βοτσαλωτό δάπεδο42. Η είσοδος προς τον σηκό είναι κατεστραμμένη εκτός από δύο ορθοστάτες του εγκάρσιου τοίχου. 

Στο σημείο αυτό δίπλα στη θύρα προς τον σηκό υπάρχει μία πεσσόσχημη παραστάδα, που έφερε ερυθρό κονίαμα. Ο σηκός έχει εσωτερικές διαστάσεις 12,50x 7,10μ. και βρίσκεται σε ελαφρώς υψηλότερο επίπεδο από τον υπόλοιπο ναό. Διατρέχεται από μία διπλή δίτονη (μάλλον) κιονοστοιχία 5 δωρικών κιόνων, που βρίσκονται σε σχετικά μικρή απόσταση από τους τοίχους.
Στο κέντρο σχεδόν του σηκού, πλαισιωμένη από τις εσωτερικές κιονοστοιχίες, βρίσκεται η βάση του λατρευτικού αγάλματος, ύψους 0,60μ. και με μήκος πλευράς 2,20μ.43. Αλλού δίνονται οι διαστάσεις 2,80x 2,70μ.2959. Δεν είναι σαφές αν οι τελευταίες διαστάσεις σχετίζονται με μία μεταγενέστερη φάση, κατά την οποία αναφέρεται ότι οι διαστάσεις της βάσης αυξήθηκαν. Στις δημοσιευμένες εικόνες βλέπουμε ότι η βάση και συγκεκριμένα η κρηπίδα της καταλαμβάνει σχεδόν όλο το πλάτος του κεντρικού κλίτους, 3,60μ., και ότι ο κορμός της αποτελείται από συναρμοσμένους γωνιόλιθους. Για αυτούς αναφέρεται ότι συνδέονται με ζητόμορφους συνδέσμους. Σε πολλά σημεία της επιφάνειας της βάσης σώζονται ίχνη ερυθρού κονιάματος, το οποίο θα την επικάλυπτε. Εξαιτίας της ισχυρής θεμελίωσης της βάσης και των διαστάσεών της εικάζεται ότι το λατρευτικό άγαλμα θα ήταν μεγάλου μεγέθους, μαρμάρινο ή χάλκινο. Θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζουμε πότε τροποποιήθηκε η πρωταρχική βάση και αν η επέμβαση αυτή οφείλεται σε επισκευή του λατρευτικού αγάλματος ή στην αντικατάστασή του. Αξιοπερίεργη είναι η θέση της βάσης σχεδόν στο κέντρο του σηκού για έναν ναό αυτής της περιόδου. Μάλλον αποκλείεται το ενδεχόμενο κατά τη δεύτερη φάση να μετακινήθηκε η βάση πιο Α, καθώς μόνο στο σημείο όπου βρίσκεται υπάρχει ισχυρή θεμελίωση. Ωστόσο, οι πενιχρές πληροφορίες που διαθέτουμε μας αποτρέπουν από τη διατύπωση περαιτέρω υποθέσεων.

Παλαιότερες οικοδομικές φάσεις

Σύμφωνα με την Αραπογιάννη ο περίπτερος ναός της πρώιμης κλασικής περιόδου αποτελεί την τελευταία εκ των τριών τουλάχιστον οικοδομικών φάσεων στο ιερό44. Η ύπαρξη προγενέστερων φάσεων ήταν αναμενόμενη από την ανεύρεση μεγάλου αριθμού πρώιμων μικροευρημάτων. Ανάμεσα σε αυτά είχαν επισημανθεί τμήμα δισκοειδούς ακρωτήριου του -6ου αι. και σύγχρονα λείψανα κεράμωσης45. Ωστόσο, οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τις παλαιότερες οικοδομικές φάσεις του ιερού είναι περιορισμένες και ασαφείς, καθώς φαίνεται ότι διερευνήθηκαν εν μέρει και δεν έχει ολοκληρωθεί η μελέτη τους46. Διάφορα λείψανα προγενέστερων φάσεων ήρθαν στο φως το 2002 με αφετηρία τη διάνοιξη μίας βαθιάς τομής στην περιοχή του πρόναου, που έφτασε ως το κατώτατο όριο της θεμελίωσής του, σε βάθος 1,10 μ. από το δάπεδό του. Τμήμα ενός λατρευτικού κτίσματος αποκαλύφθηκε στην περιοχή Α της βάσης του λατρευτικού αγάλματος, ενώ περαιτέρω στοιχεία βρέθηκαν κατά τη διάνοιξη τομής στον οπισθόδομο.



Το τμήμα του λατρευτικού κτίσματος, που βρέθηκε σε βάθος στην περιοχή Α της βάσης του λατρευτικού αγάλματος, έχει ταυτόσημο προσανατολισμό με τον περίπτερο ναό47 [πίν.4.14.α]. Περικλείεται από τα θεμέλια του σηκού και οι τοίχοι του εκτείνονται πιθανόν κάτω από τη θεμελίωση της βάσης, αν και όχι πέραν αυτής, καθώς δεν βρέθηκε τίποτε σχετικό κατά τη διάνοιξη τομής Δ της βάσης. Οι τοίχοι του, που σώζονται σε μέγιστο ύψος 1,20μ., είναι κατασκευασμένοι στην εξωτερική όψη με πώρινους γωνιόλιθους και στην εσωτερική με μικρούς αργούς λίθους. Ο τοίχος της Α πλευράς, πλάτους 0,70μ., αποκαλύφθηκε σε μήκος 3μ. Σε ένα τμήμα του διαμορφώνεται κοιλότητα, όπου βρέθηκαν πολλοί αστράγαλοι, ενώ αμέσως Α του βρέθηκαν σιδερένια εργαλεία.
Τμήμα του Β τοίχου του σώζεται για 2,90μ. και το πλάτος του κυμαίνεται μεταξύ 0,50 και 0,90 μ. Στο εσωτερικό του κτίσματος αποκαλύφθηκε ακόμη ένα τοιχάριο «πρωτόγονης» τεχνικής, παράλληλο με τον Α τοίχο, που παρουσιάζει μία ελαφρά καμπύλωση48.
 Η είσοδος του κτίσματος αυτού ταυτίζεται υποθετικά με την επικλινή επιφάνεια, διαστάσεων 2x 1,60μ., που εντοπίστηκε κατά την ανασκαφή στο μέσο της Δ πλευράς του πρόναου. Αμέσως Ν της «ράμπας» αυτής βρέθηκαν τα λείψανα ενός αργολιθοδομικού τοιχάριου, ενώ στο επίπεδό της μία βάση όπου διασώζονται τα δύο άκρα πόδια αγάλματος. Για το άγαλμα αυτό δεν διαθέτουμε άλλες πληροφορίες πέραν του ότι είναι κατασκευασμένο από τον ίδιο μαλακό λευκό ασβεστόλιθο με διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν εντοιχισμένα σε β’ χρήση σε πολλά σημεία του περίπτερου ναού49. Η αναφορά για τα μέλη αυτή γίνεται παρεμπιπτόντως. Δεν ξέρουμε ποια είναι η σχέση τους με τα 7 ημίεργα δωρικά κιονόκρανα που βρέθηκαν εντοιχισμένα στη θεμελίωση του πρόναου σε βάθος 0,50 μ. από την επιφάνεια του δαπέδου του50.




Στο Ν τμήμα του οπισθόδομου και σε βάθος 0,80μ. από το επίπεδο του δαπέδου του αποκαλύφθηκε ένα δάπεδο με μεγάλες ορθογώνιες λίθινες πλάκες, που πιθανόν σχετίζεται με την αρχαϊκή φάση του ναού51. Σε μεγαλύτερο βάθος και παράλληλα προς τον Β και το Ν τοίχο του οπισθόδομου βρέθηκαν δύο τοιχάρια πλάτους 0,50μ., κατασκευασμένα από ανεπεξέργαστες λίθινες πλάκες, που θεωρείται ότι ανήκουν σε ένα προϊστορικό κτίσμα52. Ένα κτίσμα της Μέσης Ελλαδικής περιόδου με βάση τα λίγα ανευρεθέντα όστρακα βρέθηκε, επίσης, κατά τη διάρκεια καθαρισμών το 2001 σε μικρό βάθος αμέσως Ν του περίπτερου ναού53. Θα μπορούσε να είναι προϊστορικό και το τοιχάριο που προαναφέραμε στο εσωτερικό του λατρευτικού κτίσματος, ωστόσο η Αραπογιάννη δεν αναφέρει τίποτε σχετικά.
Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να αναφερθούμε στην επιγραφή του πρώιμου -5ου αι. με το όνομα της θεάς, χαραγμένη σε έναν αποσπασματικά σωζόμενο ασβεστολιθικό γωνιόλιθο, που βρέθηκε σε μία δοκιμαστική τομή μπροστά από την είσοδο του ναού. Το υλικό, μαλακός λευκός ασβεστόλιθος, είναι διαφορετικό από τον πωρόλιθο που έχει χρησιμοποιηθεί στον περίπτερο ναό, αλλά φαίνεται να είναι το ίδιο που έχει χρησιμοποιηθεί κατά την προγενέστερη του ναού φάση του ιερού54. Η χρονολόγηση της επιγραφής εναρμονίζεται με τη χρονολόγηση που προτείνεται για τον περίπτερο ναό. Το είδος του υλικού και η αμέλεια, από όσο διακρίνουμε από τη φωτογραφία, στη χάραξη της επιγραφής ίσως υποδηλώνουν τον συσχετισμό της με ένα άλλο εύρημα, παρόλο που δεν διαθέτουμε σχετική φωτογραφία. Πρόκειται για έναν ασβεστολιθικό λίθο που βρέθηκε αμέσως πριν την έναρξη της ανασκαφής σε κεντρικό σημείο του χώρου και φέρει την επιγραφή «ΔΑΪΑΛΚΗΣ»55. Σύμφωνα με την Αραπογιάννη το όνομα αυτό, που ανάγεται στο επίθετο δάϊος, δήϊος (= εχθρικός, καταστροφικός), μπορεί να ανήκει σε κάποιον αναθέτη ή σε κάποιον τεχνίτη που εργάστηκε στην ανέγερση του περίπτερου ναού56.

Πήλινα γλυπτά

Ανάμεσα στα ευρήματα των ανασκαφών στο Πρασιδάκι αναμφίβολα ξεχωρίζουν τα θραύσματα πήλινων γλυπτών, για τα οποία διαθέτουμε προς το παρόν ελάχιστες πληροφορίες. Δεν γνωρίζουμε αν ανήκουν στον γλυπτό διάκοσμο του ναού ή σε μεμονωμένα αναθήματα, όπως συνήθως αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση γλυπτά αυτής της κατηγορίας. Τμήματα από τον κορμό και ιδίως τους γλουτούς πήλινων μορφών, που βρέθηκαν διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία μέσα στο ναό ή στην επίχωσή του, αναφέρονται από την ανασκαφέα ως αναθήματα ή ακρωτήρια57. Το σημαντικότερο ίσως εύρημα από τη διαταραγμένη επίχωση στην περιοχή της βάσης του λατρευτικού αγάλματος υπήρξε μία πήλινη γυναικεία κεφαλή του πρώιμου -5ου αι., που σώζεται σε κακή κατάσταση διατήρησης58 (κάτω εκι.1,2). Θα μπορούσε να ταυτιστεί με την Αθηνά, από τη στιγμή που παρουσιάζει ομοιότητες με τη γνωστή πήλινη κεφαλή της θεάς από την Ολυμπία58β. Σημειωτέον ότι η χρονολόγηση της κεφαλής φαίνεται να συμπίπτει με του ναού. Κοντά στην κεφαλή αυτή βρέθηκε τμήμα μίας πήλινης κεφαλής κόρης, που αποτελεί ένα έργο εξαιρετικής ποιότητας της αρχαϊκής εποχής59 (κάτω εικ. 3).


Μεγάλου μεγέθους πήλινα αγάλματα προέρχονται κατά βάση από ιερά και έχουν βρεθεί σχεδόν σε όλα τα μεγάλα ιερά, ωστόσο σημαντικά θραύσματα έχουν βρεθεί και σε πολλά μικρότερα ιερά60. Ένας σημαντικός παράγοντας για την ύπαρξή τους είναι η μη διαθεσιμότητα μαρμάρου, στοιχείο που ισχύει για την Ηλεία, η οποία επιδεικνύει μία αξιόλογη παραγωγή στον τομέα αυτό. Γνωστά είναι τα πήλινα γλυπτά της Ολυμπίας, τα οποία σύμφωνα με τη μελέτη της Μουστάκα εντοπίζονται ιδίως στον ύστερο -6ο και στον πρώιμο -5ο αι. και σχετίζονται με την έντονη οικοδομική δραστηριότητα μικρότερων κτισμάτων (θησαυρών), όπου χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως ακρωτήρια, ίσως και ως εναέτια, ενώ κάποια αποτελούσαν ολόγλυφα αναθήματα61. Επίσης, σε διάφορα σημεία της πόλης Ήλιδας έχουν βρεθεί θραύσματα πήλινων γλυπτών, το ενδιαφέρον των οποίων έγκειται στο γεγονός ότι χρονολογούνται από τον ύστερο -5ο αι. μέχρι περίπου το -300, όταν τέτοια γλυπτά σπανίζουν σε πανελλήνιο επίπεδο, όπως υπογραμμίζουν στην πρόσφατη μελέτη τους οι Froning και Zimmermann-Elseify62.
 Αν η προαναφερθείσα κεφαλή από το Πρασιδάκι παριστάνει πράγματι την Αθηνά, ίσως θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο να ανήκει στο λατρευτικό άγαλμα του ναού. Ωστόσο, λατρευτικά αγάλματα από πηλό πρέπει να ήταν σπάνια63, ενώ η σωζόμενη κατάσταση στο ναό υποδεικνύει ένα μεγάλου μεγέθους λατρευτικό άγαλμα παρά τις αβεβαιότητες που υπάρχουν. Η πιθανότητα αυτή θα μπορούσε να έχει κάποια υπόσταση ίσως μόνο αν επρόκειτο για ένα μεμονωμένο εύρημα. Εφόσον η χρονολόγηση της κεφαλής και του ναού φαίνεται ότι σχεδόν συμπίπτουν, αν αποκλειστεί η πιθανότητα να πρόκειται για το λατρευτικό άγαλμα, καθίσταται πολύ πιθανό να πρόκειται για τμήμα του γλυπτού διακόσμου. Αντιθέτως η προγενέστερη κεφαλή της κόρης θα μπορούσε να θεωρηθεί αναθηματική. Δεν αποκλείεται επίσης τα τμήματα των κορμών να προέρχονται από ακρωτήρια Νίκες64.


Αναθήματα

Εν όψει της τελικής δημοσίευσης λίγες πληροφορίες διαθέτουμε για τον πλούτο των ενδιαφερόντων ευρημάτων από το ιερό. Επαρκούν, ωστόσο, για να διαφανεί η σημασία και κάποιες όψεις της λατρείας, αλλά και η σχέση του ιερού με την ευρύτερη περιοχή του, όπως είδαμε για παράδειγμα σε σχέση με τα πήλινα γλυπτά. Επίσης, τα δημοσιευμένα αναθήματα, στην πλειονότητά τους πήλινα, μαρτυρούν την άνθηση του ιερού κατά την αρχαϊκή περίοδο. Δεν γνωρίζουμε άλλα χρονολογικά στοιχεία προς το παρόν ούτε για να προσδιορίσουμε τις απαρχές της λατρείας, που φαίνεται ότι ήταν ζωντανή κατά τον -7ο αι.65.
Κατά την αποκάλυψη του περίπτερου ναού το 1999 και το 2000 τα ευρήματα ήταν πολυάριθμα και εντυπωσιακά66. Βρέθηκε μία εξαιρετικά μεγάλη ποσότητα πήλινων ειδωλίων και ανάγλυφων πλακιδίων, που παριστάνουν κυρίως γυναικείες μορφές, σφίγγες, γοργόνεια και ζώα [πίν.4.16.β,δ]. Φαίνεται ότι ανήκουν στην προγενέστερη του περίπτερου ναού φάση του ιερού. Μεταξύ των γυναικείων ειδωλίων ξεχωρίζει ένα γυναικείο «δαιδαλικού» τύπου [πίν.4.16.γ], ενώ ένα άλλο ειδώλιο γυναίκας με πόλο του β’ μισού του -7ου αι. αναφέρεται ως παλαιότερο τυχαίο εύρημα από την περιοχή του ναού67.



Όσον αφορά τα χάλκινα μικροευρήματα γίνεται λόγος για πολλά ελάσματα, μία ανδρική κεφαλή από αγγείο, έναν αστράγαλο, έναν τροχό, καθώς και για ειδώλια κριού, πτηνού και λιονταριού. Μεταξύ των ευρημάτων από την επίχωση του ναού ξεχωρίζουν επίσης χάλκινες και σιδερένιες αιχμές δοράτων. Σύμφωνα με την Αραπογιάννη στις αποθήκες του Μουσείου Ολυμπίας βρίσκονται διάφορα τυχαία χάλκινα ευρήματα από τον χώρο του ναού: περόνες, δακτύλιοι, αιχμές βελών, δακτυλιόλιθος, δίσκος, κάτοπτρο, πτηνό, χαλινοί68.
Ένας αποθέτης κοντά στη ΝΔ γωνία του ναού περιείχε τεράστια ποσότητα από αρχαϊκά, ιδίως πήλινα αναθήματα: μικρογραφικά αγγεία, γυναικεία ειδώλια, πλακίδια με ανάγλυφα γοργόνεια, γυναίκες ή ζώα69 [πίν.4.17.α]. Στις δημοσιευμένες φωτογραφίες70 αναγνωρίζουμε τρία ειδώλια που κατά πάσα πιθανότητα παριστάνουν την Αθηνά [πίν.4.17.β]. Παρουσιάζουν τεχνοτροπικές και εικονογραφικές ομοιότητες μεταξύ τους παρά τη διαφορετική στάση και κατάσταση διατήρησής τους. Και οι τρεις γυναικείες μορφές φορούν ένα κάλυμμα κεφαλής, πιθανότατα κράνος με λοφίο και παραγναθίδες αδρά αποδοσμένες. Στα δύο από αυτά διακρίνεται ένα κυκλικό στοιχείο στον αριστερό ώμο, ίσως η περόνη του ενδύματος, στο οποίο δεν δηλώνονται άλλες λεπτομέρειες. Το ανασηκωμένο δεξί χέρι ενός εκ των ειδωλίων θα μπορούσαμε να το φανταστούμε να κρατά δόρυ. Τα ειδώλια αυτά φαίνεται ότι είναι χειροποίητα, τουλάχιστον εν μέρει, και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως σανιδόμορφα που παραπέμπουν σε πρώιμα λατρευτικά αγάλματα.


Στα στρώματα κάτω από το δάπεδο του σηκού μπροστά από τη βάση του λατρευτικού αγάλματος εκτός από πήλινα ειδώλια διαφορετικών τύπων, πλακίδια και αγγεία βρέθηκε η μεγαλύτερη ποσότητα πολύτιμων μεταλλικών ευρημάτων που παρόμοια δεν έχει εντοπιστεί σε κανένα άλλο σημείο71. Αναφέρονται αργυρά ελάσματα και περικάρπια, δακτυλίδια, περόνες χάλκινες και σιδερένιες, γυάλινες ψήφοι, καθώς και ένα μοναδικό επίχρυσο αργυρό διάδημα [πίν.4.18.β]· επιπλέον, χάλκινα ειδώλια (γυναίκα, μαϊμού, σάτυρος) [πίν.4.18.α], το άνω τμήμα χάλκινης τριφυλλόστομης οινοχόης και ένας λίθινος σφαιρικός αρύβαλλος. Δεν αποκλείεται ιδίως τα κοσμήματα να φυλάσσονταν σε κάποιον συγκεκριμένο χώρο στο εσωτερικό του λατρευτικού κτίσματος που προηγήθηκε του περίπτερου ναού. Ορισμένα από τα κοσμήματα, ιδίως το διάδημα, θα μπορούσε να ανήκε στον «κόσμο» της θεάς.
 Πολλά πρώιμα μικροευρήματα προέρχονται από τα στρώματα κάτω από το δάπεδο του πρόναου72. Αναφέρεται και πάλι μία μεγάλη ποσότητα πήλινων πλακιδίων με οπές για την ανάρτησή τους, όπου παριστάνονται κυρίως γυναικείες μορφές και προτομές, καθώς και γοργόνεια, ενώ σπανιότερες είναι οι ανδρικές μορφές. Επίσης πολυάριθμα είναι τα πήλινα ειδώλια, ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα, και τα μικρογραφικά αγγεία. Στην περιοχή αυτή φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερος ο αριθμός των χάλκινων μικροευρημάτων: περόνες, ελάσματα ως στοιχεία ένδυσης, μικρογραφικές ασπίδες, ψήφοι, λαβίδες, δύο άγκιστρα, ένα δακτυλίδι, ένας δακτύλιος για πλόκαμο. Βρέθηκαν επίσης πήλινα υφαντικά βάρη και οστέινοι αστράγαλοι, ενώ απροσδιόριστη είναι η χρήση οστέινων δακτυλίων με ακτινωτό στεφάνι και μικρών πήλινων σφαιριδίων. Ομοιότητες παρουσιάζουν τα ευρήματα από την τομή κάτω από το δάπεδο του οπισθόδομου, που ωστόσο είναι πολύ λιγότερα73. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν μία μικρογραφική χάλκινη αιχμή δόρατος, ένα χάλκινο ενώτιο και μία μολύβδινη μήτρα για κυκλική σφραγίδα με ρόδακα.
 Το πιο ενδιαφέρον εύρημα από την περιοχή του πρόναου είναι τα πήλινα μικρογραφικά ομοιώματα λέμβων, καθώς παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα με ανάλογα ευρήματα από το ιερό της Αθηνάς στη Φιγάλεια74. Η παρουσία τους στο Πρασιδάκι υποδεικνύει κάποια σχέση μεταξύ των δύο ιερών αλλά και των δύο περιοχών. Κοινό σημείο αναφοράς των δύο ιερών, πέραν της απόδοσης στην ίδια θεά, είναι η γειτνίασή τους με τον ποταμό Νέδα, που έπαιζε ίσως κάποιο ρόλο στη λατρεία. Γενικότερα παρατηρείται μία αντιστοιχία με το ιερό της Φιγάλειας ως προς την αντιπροσώπευση των διαφόρων κατηγοριών αναθημάτων, για παράδειγμα μικρογραφικά αγγεία, πήλινα πλακίδια σφιγγών, πήλινες γυναικείες προτομές, κοσμήματα, χάλκινες ασπιδίσκες. Όσον αφορά τη σχέση της Λεπρεάτιδας με τη Φιγάλεια ο Cooper παρατηρεί ότι εξαιτίας της γεωγραφικής γειτνίασης, επιγαμιών αλλά και της κοινής συμπαράστασής τους προς τους Μεσσήνιους εναντίον των Λακεδαιμονίων το Λέπρεο και η Φιγάλεια μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δίδυμες» πόλεις75.

 Τέλος, το χάλκινο ειδώλιο της Αθηνάς, που είχε βρεθεί το 1970 Β του ναού, χρονολογείται γύρω στα -460 από την Καράγιωργα-Σταθακοπούλου, εντασσόμενο στην παράδοση των χάλκινων δωρικών Παλλάδιων και «αρκαδικών» υστεροαρχαϊκών ειδωλίων της Αθηνάς76 (Το ειδώλιο παρουσιάζεται στην αρχή της παρουσίασης, δεξιά σχεδιαστική αναπαράσταση)
 Η θεά φορά πέπλο και λοξά την αιγίδα, που καλύπτει το αριστερό χέρι της και την πλάτη της. Κάτω από το περίτεχνο κράνος με το υψηλό λοφίο διακρίνεται η κόμη της, που πέφτει ελεύθερα στην πλάτη. 
Το δεξί σκέλος δηλώνεται ως το άνετο κατά συμβατικό τρόπο, ακουμπώντας μόνο εν μέρει στο έδαφος με τα δάκτυλα ανασηκωμένα, ενώ η θεά πατά με το αριστερό πέλμα, όπου υπάρχουν υπολείμματα από την επικόλληση της μορφής στη βάση. 
Παρόμοια ίχνη στην επιμήκη αβαθή εγκοπή στο τμήμα της αιγίδας που κρέμεται από τον αριστερό βραχίονα αποδίδονται στην ύπαρξη ασπίδας που θα στεκόταν όρθια δίπλα στη θεά. 
Με το ανασηκωμένο δεξί χέρι η θεά στηρίζει λοξά το δόρυ, ενώ με το λυγισμένο μπροστά αριστερό χέρι κρατά μία γλαύκα. Η Καράγιωργα-Σταθακοπούλου εντάσσει την παρουσία της γλαύκας, του κατεξοχήν συμβόλου της Αθήνας και της προστάτιδας θεάς της, στο πλαίσιο της πολιτικής της Αθήνας για τη διείσδυσή της στην Πελοπόννησο κατά την πρώιμη κλασική περίοδο. 
Δεν θεωρεί ότι το χάλκινο ειδώλιο αντικατοπτρίζει κάποιο συγκεκριμένο αθηναϊκό άγαλμα της Αθηνάς. 

Αντιθέτως ισχυρίζεται ότι: «Στο χέρι της πελοποννησιακής αυτής Πολιούχου το αθηναϊκό σύμβολο μαρτυρεί την πολιτική πρόθεση του εντολοδότου της και δεν είναι παρά ένας σαφής πολιτικός υπαινιγμός συμπάθειας των αναθετών της Τριφυλίων ή Ηλείων προς την αθηναϊκή πολιτεία»77

ΕΛΕΝΗ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: «ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ»



1 Καράγιωργα-Σταθακοπούλου 1988, 133 σημ.4· Arapojanni 2010, 9.
2 Γιαλούρης 1971, 250· Γιαλούρης 1973, 155· Αραπογιάννη 1999, 168· Arapogianni 2002, 225· Rohn – Heiden 2009, 350· Arapojanni 2010, 10.
3 Βλ. Στρ. 8,3,22.
4 Στέφ. Βυζ. λ. Πύργοι, πόλις Μεσσήνης. Τὸ ἐθνικὸν Πυργῖται.
5 Βλ. Παυσ. 5,5,4-5. Η ιστορία του οικιστή Λεπρέου και η αντιπαράθεσή του με τον Ηρακλή, που αφηγείται ο Παυσανίας, επαναλαμβάνεται με κάποιες διαφορές από τον Αθήν. 10,412a-b, κατά τον οποίο, ωστόσο, ο Λεπρεύς ήταν γιος του Καύκωνα. Τάφος του Καύκωνα υπήρχε στην πόλη σύμφωνα με τα λεγόμενα των Λεπρεατών, βλ. Παυσ. 5,5,5.
6 Βλ. Ηρόδ. 4,148,4· Πολύβ. 4,77,9 και 4,80,13. Για τη συζήτηση σχετικά με την ταύτιση ή μη των Πύργων με τον Πύργο, καθώς και για τις προσπάθειες εντοπισμού τους με τη σχετική βιβλιογραφία βλ. Pritchett 1989, 73-75· Ruggeri 2004, 113-114.
7 Από τον Πολύβ. 4,80,13 φαίνεται ότι ο Φίλιππος Ε’ μετά την κατάληψη του Λέπρεου κατευθύνθηκε προς τα Β και περιέλαβε υπό τον έλεγχό του και τις υπόλοιπες πόλεις της Τριφυλίας κατακτώντας πρώτα το Σαμικόν και μετά τις πόλεις «Φρίξαν, Στυλάγγιον, Αἴπιον, Βώλακα, Πύργον, Ἐπιτάλιον». Ο Pritchett 1989, 65, 73 σημ.162, 75 τείνει προς την παλαιότερη άποψη του Meyer για τη διάκριση του Πύργου από τους Πύργους. Επιπλέον, ο Nielsen φαίνεται να δέχεται τη διάκριση των δύο πόλεων, ωστόσο δεν βρίσκει πειστική καμία σύνδεση με κανένα αρχαίο τοπωνύμιο του οικισμού στο Πρασιδάκι, τον οποίο χαρακτηρίζει υποθετικά ως «second-order settlement in the territory of Lepreon», βλ. IACP 541, 542, 543, καθώς και 545 αρ.310 για τον Πύργο.
8 Βλ. Αραπογιάννη 1999, 168 με σημ.4-5. Πρβλ. Arapojanni 2002, 325· Arapogianni 2002, 225· Arapojanni 2010, 10. Τελευταία η Ruggeri 2004, 113 με σημ.317, 114 βρίσκει ενδιαφέρουσα την πρόταση της Αραπογιάννη και κρίνει ως αβάσιμη την ύπαρξη δύο ξεχωριστών πόλεων (Πύργος και Πύργοι).
9 Σχετικά βλ. Pritchett 1989, 75· IACP 545· Ruggeri 2004, 114.
10 Βλ. http://www.poliskultur.de/120_Laufende%20Arbeiten.html#i__150637656_1997.
11 Βλ. Rohn – Heiden 2009, 348 σημ.5, 350-351.
12 Βλ. Γιαλούρης 1971· Καράγιωργα 1971.
13 Μουσείο Ολυμπίας αρ.ευρ.Μ767 (ΒΕ1571). Βλ. Καράγιωργα 1971, 146, πίν.126 και για τη δημοσίευσή του Καράγιωργα-Σταθακοπούλου 1988.
14 Μουσείο Ολυμπίας αρ.ευρ.Μ1687. Βλ. Αραπογιάννη 1999. Το τμήμα του χάλκινου αγγείου αναφέρεται ότι βρέθηκε εντελώς επιφανειακά, στη ρίζα μιας ελιάς ΒΔ του ναού [Αραπογιάννη 1999, 167], ενώ αλλού αναφέρεται ότι βρέθηκε Α του ναού [Arapojanni 2010, 10]. Ήδη κατά τη δημοσίευση της φιάλης η Αραπογιάννη θεωρεί εξαρχής ως δεδομένο ότι ο ναός ανήκει στην Αθηνά, βλ. Αραπογιάννη 1999, 167 με σημ.2. Πρβλ. Arapogianni 2002, 225 με σημ.3· Arapojanni 2010, 10.
15 Βλ. Αραπογιάννη 1999, 169. Πρβλ. Arapojanni 2002, 325· Arapogianni 2002, 225· Arapojanni 2010, 10.
16 Βλ. LSJ λ. ἄγορος και λ. ἀγόρριον. Η Αραπογιάννη 1999, 171 αντιπαραβάλλει επίσης την εορτή «παναγορία» και τον μήνα «Παναγόρσιος», που μαρτυρούνται επιγραφικά στην Τεγέα.
17 Βλ. Αραπογιάννη 1999, 171.
18 Βλ. Arapojanni 2002, 325, 328· Arapogianni 2002, 226· Arapojanni 2010, 11.
19 Arapogianni 2002, 225 σημ.1: «After the completion of the research in the area, a full study of the monument will be published. The architect Σοφοκλής Αλευρίδης is responsible for the architectural remains and documentation of the temple»· πρβλ. Arapojanni 2010, 11 σημ.9, 20 σημ.18. Ουσιαστικά στο άρθρο Arapojanni 2010, όπου αναπαράγεται μία διάλεξη της Αραπογιάννη από το 2005, έχουμε μία συνολική παρουσίαση του ναού και των ευρημάτων του. Πέραν των λιγοστών πληροφοριών στις ανασκαφικές εκθέσεις διαφόρων περιοδικών η ανασκαφέας πραγματεύεται το ιερό σε δύο δημοσιεύσεις μετά την ανασκαφική αποκάλυψη του ναού, βλ. Arapojanni 2002, 325-329 και Arapogianni 2002. Για τις σύντομες ετήσιες ανασκαφικές εκθέσεις βλ. στο ΑΔ 1996 ως 2005. Το ναό στο Πρασιδάκι έχει μελετήσει ο Νακάσης στο πλαίσιο δημοσίευσης του ναού της Αθηνάς στη Μάκιστο, βλ. Νακάσης 2004, 223-227, 261-262.
20 Βλ. Arapojanni 2002, 329· Arapogianni 2002, 227-228· Arapojanni 2010, 16, πίν.6,3.
21 Νακάσης 2004, 223· Arapojanni 2010, 11.
22 Βλ. Νακάσης 2004, 261-262.
23 Βλ. Νακάσης 2004, 227, 261-262. Η Αραπογιάννη θεωρεί ότι η μορφή του κιονόκρανου υποδεικνύει μία χρονολόγηση στα 475 π.Χ. και δέχεται το σκεπτικό και τη χρονολόγηση του Νακάση με την επιφύλαξη ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η μελέτη του υλικού, βλ. Arapojanni 2010, 12, 19 με σημ.17.
24 Στη μάχη των Πλαταιών συμμετείχαν «Λεπρεητέων διηκόσιοι» σύμφωνα με τον Ηρόδ. 9,28,4. Για το Λέπρεο βλ. IACP 543-544 αρ.306.
25 Για την καταστροφή του ναού βλ. Arapojanni 2002, 328· Arapogianni 2002, 227· Νακάσης 2004, 226· Arapojanni 2010, 15-16.
26 Νακάσης 2004, 224 σημ.283, ο οποίος επισημαίνει ότι ο πωρόλιθος αυτός θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως ασβεστόλιθος με τη σημερινή έννοια του όρου.
27 Arapogianni 2002, 227· Arapojanni 2010, 11, 16.
28 Arapogianni 2002, 226. Ο Νακάσης 2004, 224 με σημ.285, 262 λέει ότι τα δάπεδα των μακρών πλευρών ήταν στρωμένα με δύο σειρές πλακών και είχαν ευτελή θεμελίωση από πατημένο χώμα με χαλίκι.
29 Νακάσης 2004, 224· Arapojanni 2010, 11.
30 Βλ. Arapojanni 2002, 328· Arapogianni 2002, 226· Arapojanni 2010, 11, πίν.2,5.
31 Βλ. Νακάσης 2004, 224 σημ.286, 227.
32 Βλ. Arapogianni 2002, 226· Arapojanni 2010, 11, πίν.2,6.
33 Για την περίσταση του ναού βλ. Arapogianni 2002, 226· Νακάσης 2004, 224-225· Arapojanni 2010, 12, πίν.3,1-4.
34 Βλ. Arapogianni 2002, 226-227· Νακάσης 2004, 225· Arapojanni 2010, 12-13, πίν.3,5.
35 Εκτός από τους ναούς της Αθηνάς στο Μάζι, της Δήμητρας στο Λέπρεο και της Άρτεμης στην Κομποθέκρα η Arapogianni 2002, 226 σημ.7 και Arapojanni 2010, 13 συμπεριλαμβάνει το ναό της Αθηνάς στην Αλίφειρα.
36 Νακάσης 2004, 225· Arapojanni 2010, 13.
37 Arapojanni 2010, 14. Σχετικά βλ. Arapojanni 2002, 328, εικ.19· Arapogianni 2002, 226-227, πίν.54B-C· Arapojanni 2010, 13-14, πίν.3-4.
38 Arapojanni 2002, 328· Arapogianni 2002, 227· Arapojanni 2010, 15, πίν.4,5.
39 Βλ. Νακάσης 2004, 226· Arapojanni 2010, 14, πίν.4,4.
40 Για τον πρόναο βλ. Arapogianni 2002, 227· Arapojanni 2010, 14.
41 Για τον οπισθόδομο βλ. Arapojanni 2002, 328· Arapogianni 2002, 227· Arapojanni 2010, 15. Πρβλ. Νακάσης 2004, 192 σημ.218, 223.
42 Βλ. Arapojanni 2010, 14, 17, πίν.10,1.
43 Βλ. Arapogianni 2002, 227· Arapojanni 2010, 15.
44 Arapojanni 2002, 328.
45 Arapojanni 2010, 19.
46 Καράγιωργα 1971· Γιαλούρης 1971, 329· Αραπογιάννη 1999, 168· Morgan 1999, 410.
47 Ουσιαστικά οι σχετικές πληροφορίες που παρατίθενται στο εξής προέρχονται από την Arapojanni 2010, 17-19.
48 Βλ. Arapojanni 2010, 18, πίν.10,3.
49 Βλ. Arapojanni 2010, 18-19.
50 Arapojanni 2010, 18.
51 Arapojanni 2010, 17, πίν.10,2.
52 Arapojanni 2010, 19.
53 Arapojanni 2010, 19.
54 Arapojanni 2010, 17.
55 Η διάκριση των δύο υλικών συναντάται μόνο στην Arapojanni 2010, καθώς πρωτύτερα γίνεται λόγος παντού για πωρόλιθους. Όπως αναφέρθηκε, από το υλικό αυτό είναι κατασκευασμένα η βάση και το άγαλμα που βρέθηκαν κάτω από τον πρόναο και η Arapojanni 2010, 18 αναφέρει ότι σε πολλά σημεία του περίπτερου ναού βρέθηκαν εντοιχισμένα σε β’ χρήση μέλη από αυτό το υλικό.
56 Βλ. Arapogianni 2002, 225· Arapojanni 2010, 10.
57  Ένας «Δαίαλκος» εμφανίζεται ως αναθέτης στο ιερό της Ολυμπίας στον ύστερο 6ο ή τον 5ο αι. π.Χ., βλ. SEG 40,383, ενώ ένας Σικυώνιος Δαιάλκης είναι γνωστός από επιγραφές των Δελφών του 4ου ή 3ου αι. π.Χ., όπως προκύπτει από την αναζήτηση του ονόματος στη διαδικτυακή βάση των επιγραφών http://epigraphy.packhum.org.
58 Arapojanni 2002, 328, εικ.20· Arapogianni 2002, 227· Arapojanni 2010, 16.
58β Arapogianni 2002, 227· Arapojanni 2010, 16, πίν.5,1.
59 Βλ. Μουστάκα 1988· Moustaka 1993, 10-19, 19-20 αρ.Α1, 162-163, πίν.1-3. Σύμφωνα με τη Μουστάκα η κεφαλή της Αθηνάς, που χρονολογείται γύρω στο 500-490 π.Χ., προέρχεται από ένα σύμπλεγμα της θεάς με έναν Γίγαντα, που αποτελούσε το κεντρικό ακρωτήριο ενός εκ των θησαυρών, ο οποίος ίσως είχε ως πλευρικά ακρωτήρια Νίκες.
60 Arapogianni 2002, 227, πίν.55Α· Arapojanni 2010, 16, πίν.5,3.
61 Για παράδειγμα βλ. Goldman 1940, 443-453, εικ.106-132 για τα θραύσματα πήλινων γλυπτών από το ιερό της Αθηνάς στην ακρόπολη των βοιωτικών Αλών, όπου κατά πάσα πιθανότητα παριστάνεται και η ίδια η θεά. Όσον αφορά την Τριφυλία από το ιερό της Άρτεμης Λιμνάτιδος στην Κομποθέκρα προέρχεται μόνο ένα θραύσμα χεριού πήλινου ανδρικού αγάλματος της πρώιμης κλασικής περιόδου, βλ. Gregarek 1998, 95-97 αρ.49, πίν.16,16.
62 Βλ. Moustaka 1993, ιδίως 158-167 για τη λειτουργία τους.
63 Βλ. Froning – Zimmermann-Elseify 2010, 37-65.
64 Σύμφωνα με τον Παυσ. 7,22,9 πήλινα είναι τα λατρευτικά αγάλματα των θεών που ονομάζονται Μέγιστοι στην αχαϊκή Τρίτεια. Ως λατρευτικό άγαλμα θα μπορούσε να ερμηνευθεί η πήλινη πεπλοφόρος, μεγέθους μισού του φυσικού, που προέρχεται από την περιοχή του βωμού της Άρτεμης στην Ολυμπία, όπου όμως είναι διαφορετικά τα συμφραζόμενα. Το αγαλμάτιο χρονολογείται στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. και είναι αδημοσίευτο, βλ. Moustaka 1993, 3 με σημ.7, 166 σημ.468· Froning – Zimmermann-Elseify 2010, 41 σημ.139.
65 Οι Froning – Zimmermann-Elseify 2010, 42 σημ.144 παραπέμπουν μεταξύ άλλων στο εύρημα από το Πρασιδάκι κάνοντας λόγο για πήλινα ακρωτήρια Νικών.
66 Ο Γιαλούρης 1971 κάνει λόγο για αναθήματα από την περιοχή του ναού που υποδεικνύουν ότι η λατρεία ήταν ζωντανή κατά την πρώιμη αρχαϊκή εποχή· σύμφωνα με τον Nielsen τα αναθήματα ανάγονται στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. [IACP 543].
67 Βλ. Arapojanni 2002, 329, εικ.21-22· Arapogianni 2002, 227, πίν.55-56· Arapojanni 2010, 16, πίν.5-6,2.
68 Βλ. Arapojanni 2010, πίν.5,4 και Αραπογιάννη 1999, 167 σημ.2 αντιστοίχως.
69 Βλ. Αραπογιάννη 1999, 167 σημ.2.
70 Βλ. Arapojanni 2010, 17, πίν. 6,4, 7-9.
71 Arapojanni 2010, πίν.6,4.
72 Βλ. Arapojanni 2010, 19, πίν. 10,4, 11,1-2.
73 Βλ. Arapojanni 2010, 18.
74 Arapojanni 2010, 19.
75 Arapojanni 2010, 18. Βλ. εδώ στο κεφ.2.25.
76 Βλ. Cooper 1996, 51-55.
77 Μουσείο Ολυμπίας αρ.ευρ.Μ767 (ΒΕ1571). Βλ. Καράγιωργα 1971, 146, πίν.126· Καράγιωργα-Σταθακοπούλου 1988.