.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Η μνημειακή ζωγραφική του 18ου αι. στον Ταΰγετο Μεσσηνίας



 Τα τυπολογικά, μορφολογικά και αισθητικά στοιχεία που εντοπίστηκαν στη μελέτη της ζωγραφικής των μνημείων στον Ταΰγετο Μεσσηνίας (Ναός Ταξιαρχών Λαδά, Καθολικό Αγίας Τριάδος, Ναός Αγίας Βαρβάρας Πηγών), που είναι όλα μνημεία του 18ου αιώνα [1] (εικ. 1, 2, 3), αναδεικνύουν τη στενή εικονογραφική συνάφεια που παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες τους με προγενέστερα σημαντικά ζωγραφικά σύνολα του 17ου και 18ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου. 
 Πρόκειται για τα καθολικά των Μονών Μαρδακίου Μεσσηνίας (1635), Γόλας Λακωνίας (1632) και του εσωνάρθηκα της Μονής Πεντέλης (17ος αι.), τα οποία έχουν διακοσμηθεί από το εργαστήρι των αδελφών Κακαβά, Βουλκάνου Μεσσηνίας (1608), Αγίων Τεσσαράκοντα (1620) και Αγίου Νικολάου Χρυσάφων Λακωνίας (1620), τα οποία τοιχογραφήθηκαν από το χρωστήρα των Μόσχων, καθώς επίσης και της γειτονικής Μονής Δημιόβης, που είναι πιστοποιημένο έργο του Ιερομόναχου Δαμασκηνού του Πελοποννησίου (1663) [2].


Εικ.1 Ναός Ταξιαρχών Λαδά (νότια πλευρά)
 Μέσα από την ομάδα των μνημείων αυτών οι άγνωστοι ζωγράφοι αντλούν τη θεματολογία και τα πρότυπά τους. Αξιοπρόσεκτη είναι η στενή σχέση με τα ζωγραφικά προγράμματα των Μονών Βουλκάνου [3] και Μαρδακίου [4]. Ο θεματολογικός πλούτος, η έκταση των συνόλων και ειδικότερα η περιγραφική ανάπτυξη του χριστολογικού και του θεομητορικού κύκλου, που εκτυλίσσονται με ιστορική και τοπογραφική πολλές φορές αλληλουχία στις επιφάνειες των τοίχων, αποκαλύπτουν την εικονογραφική εξάρτησή τους. Η έμφαση που δίνεται στη Ζωή, τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού, η ξεχωριστή θέση που έχει στο διάκοσμο των μνημείων η Ιστορία της Θεοτόκου, αλλά και η συγγενής επιλογή και φυσιογνωμία των μορφών των αγίων του Ιερού Βήματος και του κυρίως ναού ενισχύουν τα συνεκτικά στοιχεία των εικονογραφικών τους συνόλων. 

 Η απεικόνιση του θέματος «Επί σοι χαίρει» στο νάρθηκα της Μονής Βουλκάνου και στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού της Μονής Μαρδακίου, αλλά και η τοιχογράφηση του Χριστού ως Μεγάλου Αρχιερέα στην κόγχη του ανατολικού τμήματος του καθολικού της Μονής Βουλκάνου, αποκαλύπτουν το μέγεθος της επίδρασης που άσκησαν τα εικονογραφικά αυτά σύνολα στη ζωγραφική συνείδηση των αγιογράφων των μνημείων του Ταϋγέτου.
 Βέβαια, η αισθητική και σχεδιαστική απόδοση των αγίων προσώπων των Μονών Βουλκάνου, Μαρδακίου και Αγίων Τεσσαράκοντα διαθέτει μεγαλύτερη πλαστικότητα και εκφραστικότητα εμπλουτισμένη με ιδιαίτερα συνθετικά χαρίσματα, που χαρακτηρίζουν το χρωστήρα των σημαντικών αγιογράφων τους (αδελφοί Μόσχοι και Κακαβά, αντίστοιχα). Θεωρούμε λοιπόν βέβαιη και ιδιαίτερα εμπνευσμένη τη γνωριμία των ζωγράφων μας με το έργο των ξεχωριστών αυτών μαϊστόρων στην εντοίχια ζωγραφική της Πελοποννήσου.


Εικ. 2, Μονή Αγίας Τριάδος. Καθολικό (νότια πλευρά). 
Εικ. 3, Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Πηγών (ανατολική πλευρά).

Ναός Ταξιαρχών και Μονή Δημιόβης
 Ένα άλλο προγενέστερο χρονικά μνημείο, που εμφανίζει αναμφισβήτητη ομοιότητα στην τεχνική και την τεχνοτροπία, αλλά και στενή εικονογραφική σχέση των τοιχογραφιών του με τη διακόσμηση του ναού Ταξιαρχών, είναι το καθολικό της Μονής Δημιόβης [5] στον Ταΰγετο Μεσσηνίας, έργο του Ιερομόναχου Δαμασκηνού. Ο ναός Ταξιαρχών και το καθολικό της Μονής Δημιόβης είναι τα μοναδικά μνημεία στη Μεσσηνία που απεικονίζουν σκηνές των Eπαγγελιών του Χριστού για τη Μέλλουσα Κρίση (εικ. 4) εμπνευσμένες από τη σχετική διήγηση του Ματθαίου (κε, 35-36). Πρόκειται για επιλογή που είναι εμφανές ότι βασίζεται στο ηθικό και εσχατολογικό νόημά τους και στη στενή νοηματική τους συνάφεια με άλλες παραστάσεις του εικονογραφικού προγράμματος, όπως οι Παραβολές και τα Μαρτύρια. Όμως η επιλογή και η ζωγραφική εκτέλεση Μαρτυρίων αγίων της Εκκλησίας μας αποτελούν επίσης αγαπητό θέμα της περιόδου, προς ενίσχυση της δύναμης και της θέλησης των υπόδουλων και πολύπαθων Ελλήνων. Η σύνδεση των Μαρτυρίων με την ιστορική πραγματικότητα της εποχής εντοπίζεται και στις λεπτομέρειες της περιγραφής τους, αφού οι δήμιοι Ρωμαίοι στρατιώτες στις περισσότερες περιπτώσεις κρατούν στα χέρια τους σπαθιά με το γνωστό καμπυλωτό σχήμα που είχαν τα γιαταγάνια των Τούρκων. Τον συγκεκριμένο τύπο σπαθιού συναντάμε στα Μαρτύρια των αγίων Τρύφωνος, Νέστορος (εικ. 5), Μηνά και Αποστόλου Παύλου. Είναι εμφανής λοιπόν εδώ ο στόχος του αγιογράφου να καταστεί το έργο του αρωγός στον δύσκολο αγώνα των υπόδουλων Ελλήνων εναντίον του αλλόθρησκου κατακτητή.


Εικ. 4, Ναός Ταξιαρχών. Σκηνή Επαγγελίας για τη Μέλλουσα Κρίση (τρίτη). 
Εικ. 5, Ναός Ταξιαρχών. Μαρτύριο του αγίου Νέστορος.


Ναός Ταξιαρχών και Μονή Αγίας Τριάδος
 Ιδιαίτερα ενδεικτική είναι επίσης η εικονογραφική εξάρτηση των παραστάσεων του ναού Ταξιαρχών από το διάκοσμο του προγενέστερου χρονικά (αρχές 18ου αιώνα) καθολικού της Μονής Αγίας Τριάδος στο Καλάθιον όρος (τμήμα του Ταϋγέτου) Μεσσηνίας. Η μονή αυτή, που αποτελεί μετόχι της Μονής Δημιόβης, παρουσιάζει συγγενή τυπολογία στην επιλογή των θεμάτων που εικονογραφούνται στο πρόγραμμά της. Η ταύτιση αυτή εστιάζεται κυρίως στην απεικόνιση των οίκων Α´ και Β´ του Ακάθιστου Ύμνου, όπου στα χέρια του ευαγγελιζομένου τη Θεοτόκο αγγέλου υπάρχει κρίνος και όχι σκήπτρο, όπως συνηθίζεται στη βυζαντινή αγιογραφία. Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης η κοινή στάση της Παναγίας (με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος) στην απεικόνιση του Β οίκου και στα δύο μνημεία. Με την ίδια ήρεμη μεγαλοπρέπεια και απόλυτα επιτυχημένο θρησκευτικό συμβολισμό έχει ιστορηθεί η σκηνή της Άκρας Ταπείνωσης, που κοσμεί και συμπληρώνει την εικονογραφία του Ιερού Βήματος και των δύο ζωγραφικών συνόλων.

Εικ. 6, Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου. Η Πλατυτέρα (λεπτομέρεια).
Εικ. 7, Ναός Ταξιαρχών. Ο Άγγελος φονεύει 185.000 Ασσυρίους


Επιρροές από άλλα μνημεία
 Στην ίδια τυπολογική κατεύθυνση τοποθετούνται και οι παραστάσεις του σταυρεπίστεγου ναϋδρίου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο χωριό Πηγές Αλαγονίας. Ο διάκοσμος του μικρού ναού σώζεται κυρίως στο χώρο του Ιερού, μας επιτρέπει όμως να διακρίνουμε συνεκτικά στοιχεία που συνδέουν τις παραστάσεις της Πλατυτέρας (εικ. 6), της Θείας Λειτουργίας και της Άκρας Ταπείνωσης με τις αντίστοιχες του ναού των Ταξιαρχών. Ο χρόνος αγιογράφησής του τοποθετείται στα μέσα του 18ου αιώνα και ο άγνωστος ζωγράφος του διακρίνεται για την προσήλωσή του στα προγενέστερα εικονογραφικά σύνολα των Μονών Δημιόβης και Αγίας Τριάδος.
Άλλα μνημεία, από τα οποία πιθανόν αντλούν στοιχεία σποραδικά οι άγνωστοι αγιογράφοι, είναι οι ναοί Κοιμήσεως της Θεοτόκου Άνθειας [6], Προφήτη Ηλία Καλαμάτας [7], Εισοδίων της Θεοτόκου στα Αρτεμίσια [8] και από το καθολικό της γειτονικής Μονής Μελέ [9] στον Ταΰγετο Μεσσηνίας.

«Σχολή» της Βορειοδυτικής Ελλάδας και εργαστήριο αδελφών Κονταρή
 Μέσα από την ενδελεχή εικονογραφική ανάλυση και τη συγκριτική μελέτη των τοιχογραφιών του ναού των Ταξιαρχών Λαδά και τη συστηματική αναφορά στις αντίστοιχες παραστάσεις των αδελφών Κακαβά στις Μονές Μαρδακίου (1635), Γόλας (1632), Αγίων Αναργύρων (1621), Αναβρυτής (1625), Μαλεσίνας (1599), εσωνάρθηκα της Μονής Πεντέλης (17ος αι.), των αδελφών Μόσχων στις Μονές Βουλκάνου (1608), Κούμπαρη (1602), Αιμυαλούς (1608), Αγίων Τεσσαράκοντα (1620) και της γειτονικής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου Χρυσάφων (1620), αλλά και του Ιερομόναχου Δαμασκηνού του Πελοποννησίου στο καθολικό της Μονής Δημιόβης (1663), αναδείχθηκαν οι πηγές και τα πρότυπα από τα οποία άντλησε ο άγνωστος αγιογράφος του ναού Ταξιαρχών το εικονογραφικό του ρεπερτόριο. Οι τοιχογραφίες του ακολουθούν πιστά τις επιλογές των ζωγράφων του 17ου αιώνα, οι όποιοι δημιούργησαν κινούμενοι στα πλαίσια της «Σχολής» της Βορειοδυτικής Ελλάδας, τόσο στην τεχνοτροπία όσο και στο ύφος γενικά των παραστάσεων που φιλοτεχνούν.
 Ειδικά στη ζωγραφική του Δημητρίου Κακαβά παρατηρείται μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική συγγένεια με το εργαστήριο των Θηβαίων αδελφών ζωγράφων Κονταρή [10]. Ιδιαίτερους εικονογραφικούς δεσμούς έχει με τα υπογεγραμμένα έργα των Κονταρήδων στον Άγιο Νικόλαο στην Κράψη (1563) [11], στη λιτή της Μονής Βαρλαάμ στα Μετέωρα (1566) [12] , στο ναό της Μεταμορφώσεως στη Βελτσίστα (1568) [13], καθώς και με τις διακοσμήσεις που τους αποδίδονται στους εξωνάρθηκες της Μονής Φιλανθρωπηνών (1560), τον Άγιο Δημήτριο στη Βελτσίστα (μεταξύ 1558-1568), τη Μονή Παναγίας της Ελεούσας στο νησί των Ιωαννίνων (τέλη 16ου αι.), τη λιτή και το παρεκκλήσιο του Προδρόμου στη Μονή Γαλατάκη (1586), αλλά και με τον εικονογραφικό διάκοσμο του ανώνυμου αγιογράφου της Μονής Οσίου Μελετίου (τέλη 16ου αι.), οι οποίες συντάσσονται τυπολογικά και τεχνοτροπικά με το συγκεκριμένο εργαστήριο [14]. Οι ομοιότητες των ζωγραφικών συνόλων του Δημητρίου Κακαβά με τις παραπάνω εικονογραφήσεις εστιάζονται κυρίως στη δομή και την οργάνωση των παραστάσεων που απομακρύνονται από τον κεντρικό άξονα με την απεικόνιση δευτερευόντων επεισοδίων και την ιδιαίτερη έμφαση στη διήγηση [15].
 Την ίδια κατεύθυνση ακολουθεί και η τέχνη του άγνωστου αγιογράφου του ναού Ταξιαρχών, παρουσιάζοντας ένα ζωγραφικό πρόγραμμα ιδιαίτερα αφηγηματικό (Βίος Αγίου Νικολάου, κύκλος Αρχαγγέλων (εικ. 7, 8, 9), σκηνές επαγγελιών Μελλούσης Κρίσης (εικ. 4), Παραβολές κ.λπ.), αλλά ταυτόχρονα με μια έντονη διακοσμητική διάθεση που τη χαρακτηρίζουν η πολυχρωμία και η προτίμηση στα ανθικά μοτίβα, τα οποία ξεπερνούν τα όρια της βυζαντινής τέχνης και εκτείνονται στις σύγχρονες τέχνες του Ισλάμ και της Δυτικής Ευρώπης [16]. Τα στοιχεία αυτά εντοπίζονται σε μνημεία που επιχωριάζουν στη ΒΔ Ελλάδα σε αντιδιαστολή με τοιχογραφίες της Κρητικής Σχολής [17], στην οποία παρατηρείται μια πιο συντηρητική τάση στα διακοσμητικά μοτίβα και επανάληψη των βυζαντινών διακοσμητικών θεμάτων με περιορισμένες ανανεωτικές παρεμβολές από άλλες τέχνες. Επίσης οι ζωγράφοι της Κρητικής Σχολής παρουσιάζουν σκηνές απαλλαγμένες από τα αφηγηματικά στοιχεία αποφεύγοντας την καθημερινότητα και τη δραματικότητα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού των Ταξιαρχών Λαδά, ολοκληρωμένο, ιδιαίτερα περιεκτικό και διδακτικό, ικανοποιεί και καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις θρησκευτικές ανάγκες των πιστών της περιοχής, αποτελώντας ταυτόχρονα ένα αξιόλογο δείγμα εικονογραφικής δραστηριότητας του τόπου μας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.

Καθολικό Αγίας Τριάδος και Μονή Δημιόβης
 Στις τοιχογραφίες του άγνωστου αγιογράφου του μικρού καθολικού της Αγίας Τριάδος στον Ταΰγετο (εικ. 2) είναι εμφανές ότι έχει δεχθεί σημαντικότατες επιρροές από τις ζωγραφικές επιλογές του Ιερομόναχου Δαμασκηνού του Πελοποννήσιου στη γειτονική Μονή Δημιόβης, της οποίας αποτελεί μετόχι. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται στην προσέγγιση της τυπολογίας παραστάσεων, όπως το Όραμα του αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας [18], αλλά και στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των αγίων Σπυρίδωνος και Στεφάνου [19]. Βέβαια, ο ιερομόναχος Δαμασκηνός τοιχογραφεί τη Μονή Δημιόβης το 1663, αρκετά πριν από τον αγιογράφο της Μονής Αγίας Τριάδος, γεγονός που αποδεικνύεται από την τεχνοτροπική και τεχνική ανάλυση των εικονογραφικών συνόλων αλλά και την κτητορική επιγραφή της πρώτης μονής.
 Η σχέση της ζωγραφικής του άγνωστου αγιογράφου του καθολικού με γειτονικά μνημεία, που έχουν τοιχογραφηθεί στις αρχές του 18ου αιώνα, είναι εμφανής. Συγκεκριμένα, είναι αδιαμφισβήτητη η τυπολογική συγγένεια της Πλατυτέρας στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού με την ομόθεμη παράσταση στο ναό Ταξιαρχών Λαδά. Οι ομοιότητες των δύο θεμάτων φτάνουν ακόμη και στις λεπτομέρειες, όπως η διακόσμηση των ενδυμάτων κυρίως του μικρού Χριστού από γεωμετρικά και ανθικά στοιχεία αλλά και από τον χρυσοκέντητο αυτοκρατορικό λώρο. Συγγενή τυπολογία μεταξύ των δύο μνημείων συναντούμε και στις παραστάσεις της Άκρας Ταπείνωσης, των Εισοδίων, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της Αγγελικής Λειτουργίας. Δυστυχώς, η χαλαρότητα του εικονογραφικού προγράμματος και οι εκτεταμένες φθορές στο χώρο του κυρίως ναού του καθολικού της Αγίας Τριάδος δεν μας επιτρέπουν να έχουμε πληρέστερη, συγκριτική δυνατότητα σε μεγαλύτερο αριθμό συνθέσεων. Η έντονη τυπολογική και τεχνοτροπική συγγένεια με άλλα μνημεία του 18ου αιώνα, όπως ο ναός Ταξιαρχών Λαδά, μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε τη χρονολόγησή του στην ίδια περίοδο που φιλοτεχνείται το συγκεκριμένο μνημείο, που ήδη παρουσιάσαμε.


Εικ. 8, Ναός Ταξιαρχών. Το εν Χώναις θαύμα. 
Εικ. 9, Ναός Ταξιαρχών. Η Σωτηρία νέου πνιγμένου στη θάλασσα.
Ναΰδριο Κοιμήσεως Θεοτόκου Πηγών
 Μέσα από τις λιτές και περιορισμένες αριθμητικά τοιχογραφίες του ναϋδρίου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πηγών (εικ. 3), καθώς και από την ανάλυση του εικονογραφικού προγράμματος, που είναι το μοναδικό γνωστό δημιούργημα του άγνωστου δημιουργού που το φιλοτέχνησε, εντοπίζουμε βασικά τις καταβολές της τέχνης του στην προσκείμενη μεταβυζαντινή παράδοση το 17ο και κυρίως το 18ο αιώνα. Τα στοιχεία, που ανιχνεύονται διάσπαρτα στις σωζόμενες παραστάσεις, συνθέτουν ατελή εικόνα της καλλιτεχνικής περιουσίας που κληρονόμησε από τους ομοτέχνους του. Είναι εμφανές όμως, μέσα από την τεχνική και τεχνοτροπική ανάλυσή του, αλλά και την προσέγγιση των εφαπτόμενων προς αυτό εικονογραφικών συνόλων, ότι πρόκειται για έργο που φιλοτεχνήθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα, από άπειρο ζωγράφο, πιθανότατα χειροτέχνη και αυτοδίδακτο, το έργο του οποίου στερείται ατομικότητας και εκτελείται μηχανικά στηριζόμενο στα υποδείγματα (ανθίβολα) που γνωρίζει.

 Συμπερασματικά, θα θέλαμε να τονίσουμε, για άλλη μια φορά, ότι οι αγιογράφοι που φιλοτεχνούν το ναό των Ταξιαρχών Λαδά, το καθολικό της Μονής Αγίας Τριάδος και το ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πηγών στον Ταΰγετο Μεσσηνίας το 18ο αιώνα συνεχίζουν να ακολουθούν την εικονογραφία και το ύφος των μνημείων που εντάσσονται στα πλαίσια της «Σχολής» της Βορειοδυτικής Ελλάδας, όπως αυτά έχουν γίνει γνωστά στην Πελοπόννησο από τους καλλιτέχνες του 17ου αιώνα (αδελφοί Μόσχοι, αδελφοί Κακαβά, ιερομόναχος Δαμασκηνός ο Πελοποννήσιος).

Στέλλα Μουζακιώτου
Δρ Μεταβυζαντινής Τέχνης, Επιστημονική Συνεργάτις Τ.Ε.Ι. Αθήνας

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Σ. Μουζακιώτου, «Η μνημειακή ζωγραφική και ξυλογλυπτική τέχνη στον Ταΰγετο Μεσσηνίας», αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα 2010.
[2] Σ. Μουζακιώτου, «Το καθολικό της Μονής Δημιόβης, ιστορική, ζωγραφική και ξυλογλυπτική μελέτη», μεταπτυχιακή εργασία, Αθήνα 2001.
[3] Κ. Καλοκύρης, Βυζαντιναί Εκκλησίαι της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 118-164.
[4] Στο ίδιο, σ. 178-200.
[5] Μουζακιώτου, «Το καθολικό της Μονής Δημιόβης…», ό.π., εικ. 44-49 και 70.
[6] Καλοκύρης, ό.π., σ. 113-117.
[7] Στο ίδιο, σ. 170-173.
[8] Στο ίδιο, σ. 226-228.
[9] Στο ίδιο, σ. 216-220.
[10] Ξ. Προεστάκη, «Ο Δημήτριος Κακαβάς και η ζωγραφική στο καθολικό της μονής της Παναγίας στη Μαλεσίνα», αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα-Ιωάννινα 2003, σ. 251, 268-271.
[11] H. Deliyanni-Doris, Die Wandmalereien der Lite der Klosterkirche von Hosios Meletios, Μόναχο 1975, σ. 143, 145, 149 κ.ε. Δ.Ε. Ευαγγελίδης, «Ο ζωγράφος Φράγκος Κατελάνος εν Ηπείρω», ΔΧΑΕ Δ΄/Α΄(1959), σ. 45 κ.ε. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η μονή των Φιλανθρωπηνών και η πρώτη φάση της μεταβυζαντινής ζωγραφικής, Αθήναι 1983, σ. 182 κ.ε. M. Garidis, La peinture murale dans le monde orthodoxe après la chute de Byzance (1450-1600) et dans les pays sous domination étrangère, Αθήνα 1989, σ. 182 κ.ε. A. Stavropoulou-Makri, Les peintures murales de l’église de la Transfiguration à Veltsista (1568) en Epire et l’atelier des peintres Kondaris, Ιωάννινα 1989, σ. 137 κ.ε.
[12] Deliyanni-Doris, ό.π., σ. 133 κ.ε., 184-298. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, ό.π., σ. 184. Garidis, ό.π., σ. 184 κ.ε. Stavropoulou-Makri, ό.π., σ. 154. Γ. Χατζούλη, «Ο τοιχογραφικός διάκοσμος της λιτής του καθολικού της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων. Συμβολή στη μελέτη της μεταβυζαντινής ζωγραφικής του 16ου αι.», αδημ. διδ. διατρ., Ιωάννινα 1999, σ. 548 κ. ε.
[13] Stavropoulou-Makri, ό.π., σ. 127 κ.ε., 176 κ.ε.
[14] Για τα συγκεκριμένα μνημεία βλ. Stavropoulou-Makri, ό.π., σ. 157 κ.ε. Ε. Δεληγιάννη-Δωρή, «Γύρω από το εργαστήρι των Κονταρήδων», στο Μ. Γαρίδας / Α. Παλιούρας (επιμ.), Μοναστήρια Νήσου Ιωαννίνων, Πρακτικά Συμποσίου, Ιωάννινα 1999, σ. 103 κ.ε. Τ. Κανάρη, «Η επίδραση της κρητικής τέχνης στη ζωγραφική του νάρθηκα και του παρεκκλησίου του καθολικού της Μονής Γαλατάκη. Εργαστήριο Γεωργίου και Φράγκου Κονταρή, 1586», Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών 32 (1996-7), σ. 155 κ.ε. Deliyanni-Doris, ό.π., σ. 156 κ.ε.
[15] Προεστάκη, ό.π., σ. 269.
[16] Σχετικά βλ. Α. Frolow, «La “podea”, un tissu décoratif de l’église byzantine», Byzantion XIII (1938), σ. 461-468.
[17] Για το θέμα βλ. Μ. Χατζηδάκης, «Η κρητική ζωγραφική και η ιταλική χαλκογραφία», ΚΧ 4 (1947), σ. 25-44. Του ίδιου, «Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και η κρητική ζωγραφική», ΚΧ 4 (1950), σ. 371-440. Του ίδιου, «Συμβολή στη μελέτη της μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Τα καλλιτεχνικά κέντρα», L’Hellenisme Contemporain 1453-1953. Η πεντακοσιοστή επέτειος από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, Αναμνηστικός τόμος, Αθήναι 1953, σ. 221 κ.ε. M. Chatzidakis, «Recherches sur le peintre Théophane le Crétois», DOP 23-24 (1969-1970), σ. 311-351 κ.ε. Του ίδιου, «Les debuts de l’école et la question de l’école italogrecque», Μνημόσυνον Σοφίας Αντωνιάδου, Βενετία 1974, σ. 169 κ.ε. Του ίδιου, «Η μεταβυζαντινή τέχνη (1453-1700) και η ακτινοβολία της», ΙΕΕ Ι΄(1974), σ. 420 κ.ε. Του ίδιου, Εικόνες της Πάτμου. Ζητήματα βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής, Αθήνα 1977, σ. 24 κ.ε. Α. Ξυγγόπουλος, Σχεδίασμα, Εικόνες της Πάτμου. Ζητήματα βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής, Αθήνα 1977, σ. 80 κ.ε. A. Empiricos, L’ école crétoise, derniére de la peinture byzantine, Παρίσι 1967, σ. 69 κ.ε.
[18] Μουζακιώτου, «Το καθολικό της Μονής Δημιόβης…», ό.π., εικ. 30, 30α.
[19] Στο ίδιο, εικ. 28. Μουζακιώτου, «Η μνημειακή ζωγραφική…», ό.π., σ. 248-249 και εικ. 104,106, 201.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ Μ., Η μονή των Φιλανθρωπηνών και η πρώτη φάση της μεταβυζαντινής ζωγραφικής, Αθήναι 1983.
ΓΚΗΤΑΚΟΥ M.X., Μαθήματα Βυζαντινής και Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης, τ. Δ´, Αθήναι 1975.
ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Τ.Α., «Δύο Λακωνικά Χριστιανικά Μνημεία με έργα του Γεωργίου Μόσχου (Μονή Αγ. Τεσσαράκοντα και Αγ. Νικόλαος Χρύσαφας)», Πελοποννησιακά Ζ´ (1969-1970), σ. 1-28.
CHATZIDAKIS M., «Recherches sur le peintre Théophane le Crétois», DOP 23-24 (1969-1970), σ. 311-351.
CHATZIDAKIS M., «Les debuts de l’école et la question de l’école italogrecque», Μνημόσυνον Σοφίας Αντωνιάδου, Βενετία 1974, σ. 169-174.
DELIYANNI-DORIS H., Die Wandmalereien der Lite der Klosterkirche von Hosios Meletios, Μόναχο 1975.
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ-ΔΩΡΗ Ε., «Γύρω από το εργαστήρι των Κονταρήδων», στο Μ. Γαρίδας / Α. Παλιούρας (επιμ.), Μοναστήρια Νήσου Ιωαννίνων, Πρακτικά Συμποσίου, Ιωάννινα 1999, σ. 103 -115.
EMPIRICOS A., L’école crétoise, derniére de la peinture byzantine, Παρίσι 1967.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ.Ε., «Ο ζωγράφος Φράγκος Κατελάνος εν Ηπείρω», ΔΧΑΕ Δ´/Α´ (1959), σ. 40-54.
GARIDIS M., La peinture murale dans le monde orthodoxe après la chute de Byzance (1450-1600) et dans les pays sous domination étrangère, Αθήνα 1989.
ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ Κ., Βυζαντιναί Εκκλησίαι της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973.
ΚΑΝΑΡΗ Τ., «Η επίδραση της κρητικής τέχνης στη ζωγραφική του νάρθηκα και του παρεκκλησίου του καθολικού της Μονής Γαλατάκη. Εργαστήριο Γεωργίου και Φράγκου Κονταρή, 1586», Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών 32 (1996-7), σ. 155-183.
ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ Σ., «Το καθολικό της Μονής Δημιόβης, ιστορική, ζωγραφική και ξυλογλυπτική μελέτη», μεταπτυχιακή εργασία, Αθήνα 2001.
ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ Σ., «Η μνημειακή ζωγραφική και ξυλογλυπτική τέχνη στον Ταΰγετο Μεσσηνίας», αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα 2010.
ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΣ Α., Σχεδίασμα ιστορίας της θρησκευτικής ζωγραφικής μετά την Άλωσιν, Αθήναι 1957.
ΠΡΟΕΣΤΑΚΗ Ξ., «Ο Δημήτριος Κακαβάς και η ζωγραφική στο καθολικό της μονής της Παναγίας στη Μαλεσίνα», αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα- Ιωάννινα 2003.
STAVROPOULOU-MAKRI A., Les peintures murales de l’église de la Transfiguration à Veltsista (1568) en Epire et l’atelier des peintres Kondaris, Ιωάννινα 1989.
ΤΟΥΡΤΑ Α., Οι ναοί του Αγίου Νικολάου στη Βίτσα και του Αγίου Μηνά στο Μονοδένδρι. Προσέγγιση στο έργο των ζωγράφων από το Λινοτόπι, Αθήνα 1991.
ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ Μ., «Συμβολή στη μελέτη της μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Τα καλλιτεχνικά κέντρα», L’Hellenisme Contemporain 1453-1953. Η πεντακοσιοστή επέτειος από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, Αναμνηστικός τόμος, Αθήναι 1953, σ. 219-283.
ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ Μ., «Η Μεταβυζαντινή τέχνη (1453-1700) και η ακτινοβολία της», ΙΕΕ Ι´ (1974), σ. 410-437.
ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ Μ., Εικόνες της Πάτμου. Ζητήματα βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής, Αθήνα 1977.
ΧΑΤΖΟΥΛΗ Γ., «Ο τοιχογραφικός διάκοσμος της λιτής του καθολικού της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων. Συμβολή στη μελέτη της μεταβυζαντινής ζωγραφικής του 16ου αι.», αδημ. διδ. διατρ., Ιωάννινα 1999.