.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Η Μεθώνη του 1500

Η Μεθώνη του 1500 μέσα από τη δραστηριότητα του φιλενωτικού επισκόπου Ιωάννη Πλουσιαδηνού 
(1492-1500)
Κατερίνα Β . Κορρέ



Οι διάφορες μελέτες για τη ζωή και τη δράση του Ιωάννη Πλουσιαδηνού, ενός επιφανούς ενωτικού κρητικού λογίου και θεολόγου, απολογητή της φλωρεντινής συνόδου, ασχολήθηκαν ως τώρα με τη δραστηριότητά του στην Κρήτη.1 Υπάρχουν πολλά σκοτεινά σημεία στη ζωή του προκειμένου να μιλήσουμε για μια ολοκληρωμένη βιογραφία, έγραφε ο Μανούσος Μανούσακας το 1959.2 Οι γνώσεις μας έχουν βελτιωθεί από τότε, αλλά, από τη στιγμή που δεν έχει γίνει μια διασταυρωμένη μελέτη των αρχειακών ευρημάτων, οι αντιφάσεις και τα κενά παραμένουν. Σήμερα, μετά από νέες έρευνες και συνδυασμό των πηγών, είμαστε σε θέση να μιλήσουμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια για την περίοδο ζωής και δράσης του Πλουσιαδηνού στον ορθόδοξο επισκοπικό θρόνο της Μεθώνης, από το 1492 ως το 1500 δηλαδή, αλλά και να προσθέσουμε στοιχεία για τα «σκοτεινά χρόνια» 1480-1490.3 

Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η βραχύχρονη παρουσία του στη Μεθώνη και γιατί μας δίνει πληροφορίες για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην ευρύτερη περιοχή λίγο πριν από την άλωση του 1500, δημιουργώντας συνάμα νέα ερωτήματα σχετικά με πρόσωπα και καταστάσεις που έπαιξαν ρόλο στις έριδες των ελλήνων ενωτικών και ανθενωτικών. Όπως θα δούμε, οι υποθήκες ζωής που είχε δημιουργήσει ο ίδιος ο Πλουσιαδηνός με τη δραστηριότητά του στην Κρήτη αλλά και οι αντιπαλότητες που απέκτησε στη Μεθώνη, τον ανάγκασαν να επισκεφθεί, ως επίσκοπος Ιωσήφ, για τελευταία φορά στη ζωή του, τη Βενετία και τη Ρώμη, προτού σκοτωθεί στην άλωση της Μεθώνης.
Απέναντι σε όλα αυτά πρέπει να θυμόμαστε ότι βρισκόμαστε σε μια ευαίσθητη περίοδο, για τη Βενετία και για τους Έλληνες. Η πάλη που εδώ και αιώνες γίνεται μεταξύ των δύο δογμάτων, καθολικού και ορθόδοξου, για τη Βενετία είναι πάλη κυρίως πολιτική και έτσι την εισπράττουν και οι Έλληνες της κτήσης της Μεθώνης και οι Έλληνες της Βενετίας, που είχαν ακόμα ως θρησκευτικό τους κέντρο το παρεκκλήσι του Αγίου Βλασίου.
Ο Πλουσιαδηνός (1429;-1500) ανέβηκε στον ορθόδοξο επισκοπικό θρόνο της Μεθώνης περίπου στα 1491, με το όνομα Ιωσήφ.4 Η επικύρωση της εκλογής του από τη βενετική Γερουσία έγινε ένα χρόνο περίπου αργότερα (3 Σεπτεμβρίου 1492), στο πνεύμα γεφύρωσης των διαφορών των δύο δογμάτων.5 Φυσικά, όταν μιλάμε για ορθόδοξες επισκοπές σε βενετική επικράτεια και μάλιστα μετά από τη σύνοδο της Φλωρεντίας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι επισκοπές αυτές λογίζονταν ως ενωτικές, δηλαδή, ο εκάστοτε επίσκοπος που εκλεγόταν έπρεπε να έχει εκφράσει πίστη στο φλωρεντινό δόγμα, να έχει αναγνωρίσει τον πάπα ως κεφαλή της εκκλησίας –τον οποίο και θα μνημόνευε στις λειτουργίες– και, το σημαντικότερο για τη Βενετία, να έχει υποσχεθεί ενόρκως υπακοή στο βενετικό κράτος.
Το πώς γινόταν αυτή η διαδικασία δεν το γνωρίζουμε, αλλά αποτελούσε απόλυτο λόγο ανάκλησης ή ακύρωσης της εκλογής.6 Τέλος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης –την περίοδο που εξετάζουμε, οικουμενικός πατριάρχης ήταν ο Μάξιμος ο Δ΄ (1491-1497)–7 δεν είχε καμία δικαιοδοσία να εκλέγει, να καθαιρεί ή να ελέγχει αρχιερείς στις βενετικές περιοχές.8
Το 1492 λοιπόν, ο Πλουσιαδηνός ταξίδεψε στη Βενετία προκειμένου να υποστηρίξει την επικύρωση της εκλογής του. Για τους ενωτικούς που λάμβαναν το κληροδότημα Βησσαρίωνα, τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά για διάστημα πλέον της δεκαετίας. Η σταθερά αρνητική στάση των καθολικών ιερωμένων και πολύ περισσότερο η περιφρόνηση των ορθόδοξων και του συνόλου του κρητικού λαού –παραδείγματα των οποίων μπορούμε να πληροφορηθούμε από την αλληλογραφία των ενωτικών μεταξύ τους–9 είχαν αναγκάσει τον Ιωάννη να φύγει στην Ιταλία και αργότερα να περιπλανηθεί, για λίγο καιρό τουλάχιστον, στην Κέρκυρα, τη Ναύπακτο και την Κορώνη, προτού να καταλήξει στη Μεθώνη και να διεκδικήσει τον επισκοπικό της θρόνο. Και εκεί όμως, ο λίγος καιρός που έμεινε ήταν αρκετός για να δημιουργήσει αντιπάθειες με τον τοπικό κλήρο, οι οποίες τον συνόδευσαν και στη Βενετία.10
Αλλά ούτε και για τη Βενετία τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα. Η Γαληνότατη ήταν αναγκασμένη να διατηρεί στρατεύματα στην ενδοχώρα, μια συμμαχία με τη Γαλλία που δεν θα της απέδιδε παρά μόνο συμπάθεια και έναν εχθρό, το Μιλάνο, που θα την εξωθούσε σε ένα μοιραίο για τις κτήσεις της βενετοτουρκικό πόλεμο.11 Το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο δεν ήταν ευνοϊκό. Τα ταμεία, μετά από την πρώτη πολεμική αναμέτρηση με τους Τούρκους και εκείνη με τους Γάλλους στην Ιταλία, ήταν άδεια. Λιγότερες από 50 γαλέρες υπήρχαν στο στόλο.12
Στη Μεθώνη, η πανώλη του 1347-1348, η εκστρατεία των Τούρκων το 1460 και ο πρώτος βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479) είχαν προκαλέσει μεγάλες δημογραφικές απώλειες. Μια κάποια ανάκαμψη σημειώθηκε μετά το 1480. Οι αρχές φρόντιζαν για την στήριξη του αγροτικού πληθυσμού γενικότερα στη Μεσσηνία, –ο οποίος στις καλύτερες περιπτώσεις κινδύνευε μόνο από σεισμούς, επιδημίες και επιθέσεις πειρατών.13 Προσπαθώντας να βελτιώσουν την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή οργάνωσαν τις καλλιέργειες και τα βοσκοτόπια και φρόντισαν να αυξήσουν τα εργατικά χέρια. Ωστόσο και αυτή η ανάκαμψη ήταν ασταθής· η αποικία αυτή είχε συχνό έλλειμμα σε λάδι και δημητριακά, εξαιτίας της ζήτησης της μητρόπολης αλλά και των αναγκών των πλοίων που έπιαναν στο πολυσύχναστο λιμάνι της Μεθώνης.14 Οι αμυντικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες.
 Μετά το 1497, ήταν πάγιο αίτημα των τοπικών αρχών η ενίσχυση με άνδρες, πυρομαχικά και με χρήματα για πληρωμές των μισθοφόρων. Για όλα αυτά απαιτούνταν φυσικά ρευστό. Θα ήταν από ενδιαφέρον έως επίκαιρο να δούμε τη γενικότερη βενετική προσπάθεια για αναζήτηση οικονομικών πόρων. Επειδή όμως δεν είναι το θέμα μας, περιοριζόμαστε μόνο να επικαλεστούμε τα έκτακτα οικονομικά μέτρα που έλαβε με άκρα μυστικότητα η Βενετία και εκτείνονταν από την αναστολή πληρωμών των αξιωματούχων της, μέχρι τον εσωτερικό δανεισμό.15
Την προβληματική εικόνα συμπλήρωναν οι αναφορές των διαφόρων «εμπίστων» προσώπων του καθεστώτος σχετικά με τη συμπεριφορά του τοπικού στοιχείου απέναντι στη βενετική εξουσία και το βαθμό διείσδυσης του τουρκικού παράγοντα στη Μεθώνη.16 Ένας εξ αυτών των persone degne de fede, ενημέρωνε τo 1490 τη βενετική μητρόπολη ότι τα σύνορα της κτήσης αυτής με τις τουρκικές περιοχές ήταν διάτρητα: όχι μόνο Έλληνες υπήκοοι των Τούρκων, αλλά και ο ίδιος ο βοεβόδας και οι πρωτόγεροι του φλαμπουριάρη του Μοριά μπαινόβγαιναν στην ευρύτερη επαρχία· μερικές φορές μάλιστα είχαν θεαθεί ως και οκτώ μίλια κοντά στα τείχη της Μεθώνης. Όλη η περιοχή εντός και εκτός των συνόρων ήταν γεμάτη από ξένους, δηλαδή μη βενετούς υπηκόους. Από την άλλη μεριά, οι Έλληνες υπήκοοι των Βενετών, είχαν συγγενείς στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, οι οποίοι τους επισκέπτονταν καθημερινά στη Μεθώνη, τις περισσότερες δε φορές διανυκτέρευαν εντός της πόλεως.
Οι νυχτερινές περιπολίες, όπως ήταν θεσμοθετημένες την εποχή που η βενετική κτήση συνόρευε με τα εδάφη του Δεσποτάτου του Μορέως, δεν γίνονταν πια. Χρήματα για τις πληρωμές των τριών μη βενετών αστυνομικών (contestabeli forestieri) της Μεθώνης, δεν υπήρχαν. Κανονικά, έπρεπε να πληρώνονται με 15 ως 20 δουκάτα ο καθένας, αλλά, μην έχοντας έσοδο από αυτή την εργασία, αυτοί προτιμούσαν να κάνουν άλλες αγροτικές εργασίες που τους εξασφάλιζαν τα προς το ζην. Οι περισσότεροι δε από αυτούς ήταν παντρεμένοι με ντόπιες ελληνίδες.
Οι αγροτικοί πληθυσμοί (villani et contadini) βρίσκονταν σε εξαθλίωση και αναζητούσαν τη φιλία με τους Τούρκους. Οι περισσότεροι ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές υποχρεούνταν να πληρώσουν ετησίως στην τοπική οικονομική υπηρεσία εκτός από τους συνήθεις φόρους και επιπλέον ποσά για παλιά χρέη των προγόνων τους, που χρονολογούνταν 50 και 60 χρόνια πριν. Όσοι δεν είχαν να τα διαθέσουν, που ήταν και οι περισσότεροι, αναζητούσαν αλλού εργασία, με αποτέλεσμα εκείνοι από τους χωρικούς που είχαν ως αγγαρεία τη νυχτερινή περιπολία να μην εμφανίζονται για να αναλάβουν υπηρεσία. Όσοι πάλι ήταν πάροικοι σε ιδιώτες, προκειμένου να εργαστούν αλλού όφειλαν να αποζημιώνουν τους κυρίους τους για την απουσία από τις αγροτικές εργασίες στα χωράφια των τελευταίων. Σε κάθε περίπτωση, ενημέρωνε ο παρατηρητικός πληροφοριοδότης τη Βενετία, οι κύριοι πάχαιναν ενώ τα τείχη έμεναν αφύλακτα.
Δυο-τρεις από τους φεουδάρχες αυτούς κατείχαν εκτάσεις στα σύνορα ακριβώς με τις τουρκικές περιοχές, γειτνίαση που οδηγούσε σε εξοικείωση, με επικίνδυνες συνέπειες. Άλλωστε, η εξοικείωση εκείνη συναντιόταν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα αφού, όταν κάποιος Τούρκος γνωστός τους ερχόταν στη Μεθώνη, οι Μοθωναίοι τού φέρονταν με μεγάλη οικειότητα και φροντίδα.17
Θορυβημένη η Βενετία από αυτή την κατάσταση, έστειλε στον τοπικό ρέκτορα σαφείς οδηγίες. Πρώτα απ’ όλα, σε κανέναν μη βενετό υπήκοο δεν θα επιτρεπόταν πλέον να διανυκτερεύει στην επαρχία της Μεθώνης, όπως ακριβώς γινόταν την περίοδο που η κτήση συνόρευε με ελληνικές περιοχές. Αυτό όμως έπρεπε να γίνει σιγά-σιγά και χωρίς πρόκληση, για να μη δοθεί η εντύπωση στους Τούρκους ότι υπάρχουν υποψίες. Δεύτερον, ο ρέκτορας έπρεπε να βρει πόρους για να πληρώνει τις νυχτερινές και ημερήσιες φρουρές, αλλά και να ελέγχει τους φεουδάρχες προκειμένου να μη γίνονται δωροδοκίες ή εκβιασμοί εις βάρος των φτωχών χωρικών. Όσο για εκείνους που εκτελούσαν χρέη αστυνόμευσης μέσα στη Μεθώνη, θα καταγράφονταν έτσι ώστε να γνωρίζουν οι αρχές την προέλευση, τις κινήσεις τους και αν εκτελούσαν τα καθήκοντά τους.



Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η Βενετία επιχείρησε να αποσείσει τα βάρη από τους αγρότες, συστήνοντας στους τοπικούς αξιωματούχους να μην τους καταπιέζουν για τα παλιά χρέη. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, οι οδηγίες προσανατολίζονταν στη χρήση ισότητας και δικαιοσύνης, τιμιότητας και συμπόνοιας ( equita et iustitia mixta cum la honesta et pieta). Στόχος βέβαια ήταν να αντιστραφεί το κλίμα: azio tuti li subditi nostri sentino la dolceza del nostro imperio et habino causa de esser fideli et vivino contenti soto lombra nostra. Εκείνος που θα συντόνιζε όλες τις προσπάθειες ήταν ο προνοητής του στόλου Nicolo Capello, ο οποίος ειδοποιούνταν να μεταβεί στη Μεθώνη στα τέλη του 1490 προκειμένου να διορθώσει τις ανωμαλίες.18
Έτσι είχαν τα πράγματα το 1492, όταν ο Πλουσιαδηνός παρουσιάστηκε στη Σύγκλητο για να υποστηρίξει την υποψηφιότητά του στον επισκοπικό θρόνο της Μεθώνης. Την ημέρα της συζήτησης, απέναντί του είχε έναν γνωστό του ιερωμένο από τη Μεθώνη, τον Ανδρέα Σέρβο.19 Ο Σέρβος δεν κατάφερε να ακυρώσει τελικά την εκλογή του Πλουσιαδηνού. Έμεινε όμως στη Βενετία και κατάφερε να εκλεγεί ο ίδιος εφημέριος των Ελλήνων στον Άγιο Βλάσιο, παραμερίζοντας έναν γνωστό ενωτικό και φίλο του επισκόπου Μεθώνης, τον κρητικό Ιωάννη Ρώσο.20 Η αντιδικία ενωτικών-Σέρβου, που είχε ξεκινήσει με αφορμή ένα «παράνομο» σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο διαζύγιο στη Μεθώνη, θα καθηλώσει τον Πλουσιαδηνό στη Βενετία επί μακρόν και θα εφοδιάσει τελικά τους ερευνητές με ένα αποκαλυπτικό υλικό σχετικά με τις έριδες των Ελλήνων λίγο πριν και λίγο μετά την επίσημη άδεια δημιουργίας ελληνικής scuola, τον 15ο αιώνα.21
Μετά την επικύρωση της εκλογής του, ο Πλουσιαδηνός επέστρεψε στη Μεθώνη όπου έμεινε για μια πενταετία σχεδόν (1493-1497). Στο διάστημα αυτό προέκυψε ένα σημαντικό ζήτημα: το δογματικό καθεστώς –και κατά συνέπεια η ιδιοκτησία– δύο εκκλησιών στην ύπαιθρο ανάμεσα στη Μεθώνη και το Ναβαρίνο. Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν οι τοπικοί ρέκτορες αποφάσισαν να υπαγάγουν τις εκκλησίες του Σωτήρος και του Αγίου Νικολάου στη δικαιοδοσία καθολικού ιερέα. Οι ορθόδοξοι αντέδρασαν και ο Πλουσιαδηνός μαθαίνουμε ότι έκανε αρχικά διάβημα στους δύο ρέκτορες και στη συνέχεια ταξίδεψε στη Βενετία, γύρω στα τέλη του 1497-αρχές του 1498, εφοδιασμένος με μια αναφορά των πολιτών περί του Σωτήρος Χριστού και των άλλων εκκλησιών, προκειμένου να πετύχει την ακύρωση της απόφασης στο Συμβούλιο των Δέκα.22
Προτού δούμε το περιεχόμενο της αναφοράς, πρέπει να αναρωτηθούμε ποιοι ήταν αυτοί οι πολίτες της Μεθώνης. Τα έγγραφα δεν μας διαφωτίζουν. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο χαρακτηρισμός απευθύνεται σε ορθοδόξους. Δεν θα μπορούσαν ασφαλώς να είναι οι πρωτόγεροι των μεσσηνιακών χωριών (veterani) ή έλληνες πάροικοι (villani) που είχαν περάσει στην τάξη αυτή μετά τη βενετική κατάκτηση∙ άνθρωποι δηλαδή, που κατά τα άλλα βρίσκονταν κοντά στον επίσκοπο, ο οποίος πιθανότατα είχε την κατοικία του έξω από το φρούριο.23
Οι πολίτες (cittadini) στην ανοικτή και «άτυπη» κοινότητα των κατοίκων της Μεθώνης αποτελούσαν μια διακριτή ομάδα της τοπικής αστικής κοινωνίας με βάση την προέλευση, τον πλούτο, τη γαιοκτησία, κοινωνικούς τίτλους ή τη δυνατότητα παρέμβασης στα διοικητικά πράγματα.24 Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για ένα συμπαγές μεσαίο κοινωνικό στρώμα βενετικής μόνο προέλευσης. Σε αυτό συνετέλεσε ίσως και η ανάγκη της Βενετίας να διατηρήσει τα φιλοβενετικά, γενικά, αισθήματα των ντόπιων πληθυσμών ακολουθώντας συναινετική πολιτική και, εν πάση περιπτώσει, μη θεσμοθετώντας τις σαφώς υπάρχουσες εθνοτικοθρησκευτικές ή κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Έτσι, οι εγχώριοι, έλληνες και ξένοι, συμμετείχαν σύμφωνα με τις μαρτυρίες σε άτυπα κοινοτικά σώματα, σε διάφορα αστικά αξιώματα, ήταν έμποροι ή γαιοκτήμονες, κατείχαν πλούτο –άρα ήταν αναγνωρίσιμοι, ιδίως προς το τέλος της βενετοκρατίας.25
Αυτούς ακριβώς τους τελευταίους φαίνεται να επικαλείται ο Πλουσιαδηνός στην αναφορά του: επιφανείς έλληνες ορθόδοξους «καστρηνούς» –με ενωτικό πάντα φρόνημα, για να μην εγείρει τους βενετικούς φόβους– εμπόρους ή γαιοκτήμονες, κατόχους αξιωμάτων και τίτλων∙ αν ήταν όντως έτσι, η «αστική» ταυτότητα όλων αυτών θα ήταν μεγαλύτερο όπλο στη φαρέτρα του επισκόπου από την επίκληση των ταπεινών παροίκων ή των αγροτών της υπαίθρου γύρω από τη Μεθώνη, που θα αποτελούσαν πάραυτα το ποίμνιο των δύο διαφιλονικούμενων εκκλησιών. Φυσικά, πράγμα που είναι και το πιο πιθανό, το έγγραφο αυτό θα μπορούσε και να μην εκπροσωπεί κανέναν εξόν από τους πέριξ του επισκόπου ιερείς. Άλλωστε, είχε ασφαλώς συνταχθεί από τον ίδιο τον Πλουσιαδηνό, ο οποίος θα επέκτεινε τη δικαιοδοσία και την επιρροή του με την επιτυχή εξέλιξη του αιτήματος.
Το αίτημα αυτό μας παραπέμπει στο περιεχόμενο της αναφοράς. Το βασικό ποιμαντικό έργο του Πλουσιαδηνού, που θα δούμε ότι περιγράφεται σε αυτή, συντελέστηκε ακριβώς στα χρόνια 1493-1497 με πίστη και αφοσίωση. Ήταν γνωστό στους πολίτες της Μεθώνης, σημειώνεται, ότι ο πατήρ Ιωάννης ήταν ο κήρυκας του καθολικού δόγματος στην Κρήτη κατά τέτοιο τρόπο που κατάφερε να αγγίξει τις μαρμάρινες καρδιές εκείνου του άγριου λαού, εμποδίζοντας να γίνουν σκάνδαλα και ανταρσίες, κατατροπώνοντας τους αιρετικούς και σπρώχνοντάς τους στη φυγή. Έτσι, μαλάκωσε την οργή που προκαλούνταν εναντίον των λατίνων. Μα ακόμα, κήρυξε στη Μεθώνη, την Κορώνη, την Κέρκυρα και τη Ναύπακτο μεταστρέφοντας ορισμένες ψυχές που βρίσκονταν στην πλάνη και γενικά στο λαό απέδωσε πολλά το κήρυγμά του. Ιδίως στη Μεθώνη το κήρυγμά του ωφέλησε πολύ την ίδια τη Βενετία. Οι Μοθωναίοι ήταν ένας λαός δύσκολος να χειραγωγηθεί, απότομος· αλλά, από την ευσπλαχνία και την καλοσύνη του, που του έδωσε αμέριστα, ο λαός αντάμειψε τον Ιωσήφ κάνοντάς τον επίσκοπο, όταν ο θρόνος άδειασε.26 Μάλιστα, ο νέος επίσκοπος πήρε μαζί του, όχι μόνο τους πολίτες (alzivil populo) αλλά και τους Αλβανούς, στους οποίους κήρυξε το λόγο του θεού. Οι Αλβανοί αυτοί, πειθόμενοι από το δόγμα του το οποίο δέχτηκαν στην καρδιά τους, εγκατέλειψαν τους φόνους και τις ληστείες του δρόμου και εκχριστιανίστηκαν. Τον όρο αυτό ακριβώς χρησιμοποιεί το κείμενο της αναφοράς, συμπληρώνοντας ότι έτσι άλλαξαν τη ζωή τους και πειθάρχησαν στα κελεύσματα των δύο ρεκτόρων.































Ποιοι ήταν αυτοί οι Αλβανοί της μεσσηνιακής υπαίθρου; Επρόκειτο για κατάλοιπα του κύματος μετανάστευσης του ημι-νομαδικού αυτού λαού που κατέκλυσε, οργανωμένο σε φάρες, την Πελοπόννησο, προσκεκλημένο από τους Βυζαντινούς του γειτονικού Δεσποτάτου; Σύμφωνα με τις πηγές, το μεταναστευτικό αυτό κύμα σημειώθηκε γύρω στα τέλη του 14ου και τις αρχές του 15ου αι. και άλλαξε ραγδαία τους δημογραφικούς και κοινωνικούς δείκτες όλης της Μεσσηνίας.27 Ωστόσο, από τα μέσα του 15ου αι. το ρεύμα παύει ή μειώνεται στο ελάχιστο. Δεν έχουμε πια εκατοντάδες ή και χιλιάδες ανθρώπων που κατεβαίνουν μέσω του Ισθμού ή της Ναύπακτου για να απασχοληθούν ως πάροικοι στις μεγάλες ιδιοκτησίες του Δεσποτάτου ή ως ιππείς με αστυνομικά καθήκοντα στην ύπαιθρο. 
Η αναφορά πρέπει να κάνει λόγο για αλβανικά στοιχεία προηγούμενων μεταναστεύσεων. Το πιο πιθανό είναι να ήταν μισθοφόροι στρατιώτες (stradioti) αποστρατευμένοι από τον προηγούμενο πόλεμο, οι οποίοι, μην έχοντας πόρο ζωής, καταλήστευαν τους οδοιπόρους στα όρια της βενετικής επικράτειας γύρω από τη Μεθώνη ή αυτομολούσαν στους Τούρκους.28
Πράγματι, οι εξελίξεις του πρώτου βενετοτουρκικού πολέμου (1463-1479) ήταν τέτοιες που ανάγκαζαν τους Βενετούς να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, ιδίως στα κάστρα της Μάνης που υπερασπίζονταν από stradioti. Για να αποφύγουν κινήσεις που θα τους οδηγούσαν σε παρεξηγήσεις με τους Τούρκους, μετατόπισαν πολλούς στρατιώτες έξω από την Πελοπόννησο, αποστρατεύοντας τους υπεράριθμους ή τους απείθαρχους.29 Η Βενετία είχε το δυσάρεστο προηγούμενο μιας εκτεταμένης ανταρσίας 8 μηνών (από το Σεπτέμβριο του 1480 ως τον Απρίλιο του 1481) των στρατιωτών του Κορκόδειλου Κλαδά, του Θεόδωρου Μπούα και του Μέξα Μποζίκη, η οποία δυναμίτισε τις σχέσεις με τους Τούρκους και τελείωσε με την εισβολή των τελευταίων στη Μέσα Μάνη. Οι μεταπολεμικές όμως ανωμαλίες δεν σταμάτησαν εδώ και αυτό επειδή υπήρχαν πάμπολλοι οπλοφόροι τόσο στην ύπαιθρο όσο και στα κάστρα, τους οποίους διατηρούσαν εξάλλου και οι ίδιοι οι Βενετοί, για να επιδίδονται σε πλιάτσικο εναντίον των Τούρκων.30
Η κατάσταση αναρχίας στις περιοχές αυτές σημειώνεται χαρακτηριστικά στις πηγές. Αποτελεί λοιπόν σημαντικό στοιχείο ότι τα πρόσωπα αυτά «εκχριστιανίστηκαν» από τον Πλουσιαδηνό. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Οι ομάδες αυτές των Αλβανών που κατέβηκαν στην Πελοπόννησο ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι στο δόγμα, προερχόμενοι από ένα ευρύτερο περιβάλλον όπου οι βυζαντινές δομές ήταν κυρίαρχες. Ο «εκχριστιανισμός» του Πλουσιαδηνού μπορούσε να σημαίνει μόνο τον προσηλυτισμό τους στο «ενωτικό δόγμα», που δε θα ήταν δύσκολος εφόσον δεν θα εγκαταλείπονταν το ορθόδοξο λειτουργικό τυπικό. Αυτό σημαίνει ότι συντελέστηκε ένα βήμα για την ενσωμάτωσή τους στη βενετική αποικία της Μεθώνης και ένα εξίσου σημαντικό ευεργέτημα στις τοπικές αρχές, που απέσεισαν το βάρος τού να τιθασεύσουν τα αναρχικά στοιχεία της υπαίθρου, σε καιρούς που οι

Τούρκοι καραδοκούσαν και η Βενετία δεν είχε να ξοδέψει για μισθοφόρους προερχόμενους από την ιταλική χερσόνησο.31 Περαιτέρω, οι άνθρωποι αυτοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην άμυνα του φρουρίου της Μεθώνης ή των διάσπαρτων φρουρίων της Μεσσηνίας, από τους Τούρκους και τους πειρατές ή ως εργατικά χέρια στη μεσσηνιακή ύπαιθρο.32
Η προσφορά λοιπόν του Πλουσιαδηνού, όπως τονίζεται στην αναφορά, μπορούσε να αποτιμηθεί με πρακτικούς όρους από τις βενετικές αρχές. Ίσως ακριβώς γι’ αυτό, κάτω από την αναφορά των πολιτών τής Μεθώνης, ο Πλουσιαδηνός σημείωσε τη δική του ολιγόλογη αίτηση: να επεκταθεί η δικαιοδοσία του σε όλες τις ελληνικές εκκλησίες της επισκοπής Μεθώνης και να μην υπόκειται ο ίδιος σε καμιά κοσμική εξουσία για εκκλησιαστικά και πνευματικά ζητήματα. Πάνω από όλα βέβαια, συμπλήρωνε, να επανέλθουν εκείνες οι δύο συγκεκριμένες εκκλησίες στο ελληνικό δόγμα, στο οποίο ήταν εδώ και διακόσια χρόνια, προκειμένου να καθησυχαστούν οι ανησυχίες του κόσμου.33
Το Συμβούλιο των Δέκα, αφού άκουσε τον Πλουσιαδηνό, ζήτησε την άποψη δύο αξιωματούχων του που χρημάτισαν ρέκτορες στη Μεθώνη, των Contarini και Piero Sagredo.34 Ο μεν Contarini απάντησε ότι τον καιρό που ήταν ο ίδιος capitan et provisor Mothoni, οι εκκλησίες αυτές ήταν υπό τη δικαιοδοσία του ορθόδοξου επισκόπου∙ για μετά, δεν γνώριζε (le giexie dite erano soto postum al vescho<vo> grecho equal che dapoi siano seguito non lo so) και τέλος πάντων η γνώμη του ήταν να τις διοικεί ο Ιωσήφ για να μην υπάρχει δυσαρέσκεια που μπορεί να γεννήσει απειθαρχία και ανωμαλίες. Ο Piero Sagredo, που πρέπει να ήταν εν ενεργεία ρέκτορας, βεβαίωνε για τη διαύγεια και τις καλές υπηρεσίες του γνωστού επισκόπου και ασχολούνταν περισσότερο με το αίτημα του Πλουσιαδηνού να αποκτήσει αρμοδιότητα σε όλες τις ελληνικές εκκλησίες. Συμπλήρωνε ότι υπάρχουν εκκλησίες που είναι απομακρυσμένες από την αρμοδιότητά του ( siando algune giexie alienade da la sua juridicion erito [= e rito]… chome i sanni Nicolo de Somo et San Salvador dele Moline et San Nicolo devlichia), οι οποίες δόθηκαν εξαιτίας κακής πληροφόρησης στους καθολικούς (date per mala information), με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί δυσαρέσκεια στους υπηκόους και κακό παράδειγμα. Η Βενετία έπρεπε να αποκαταστήσει τις εκκλησίες αυτές (però la Nostra Signoria fora [= fare] restituir per justitio le chiezie aliennade del suo rito et governo in quietation dei populi et tute le alter al suo governo), έτσι ώστε να επικρατήσει τάξη και ηρεμία.35

Αποπειράθηκα να κάνω μια μικρή έρευνα για τις δυο εκκλησίες τις οποίες διεκδικούσαν οι ορθόδοξοι, δηλαδή τον Άγιο Νικόλαο (San Nicolo delavlichia del Zonchio) και τον Σωτήρα των Μύλων (San Salvador delle Moline). Από όλη την αναζήτηση στη βιβλιογραφία, η διαπίστωση είναι ότι πρόκειται για μεσαιωνικές τοποθεσίες που δεν έχει καταστεί δυνατό ακόμα να ταυτιστούν. Η Αυλικία, που σημειώνουν οι ρέκτορες στις αναφορές τους είναι κοντά στο Ναβαρίνο και θα μπορούσε να ταυτιστεί με το τοπωνύμιο Gliki, το οποίο σημειώνει ο Topping (1966), χωρίς ωστόσο να δίνει περισσότερα στοιχεία.36 Μνημονεύονται από τον Bon τέσσερα κάστρα το 1425, τα οποία ήλεγχαν την περιοχή ανάμεσα σε Μεθώνη και Ναβαρίνο, για μερικά από τα οποία αντιμετωπίζουμε προβλήματα ταύτισης: Zonchlum (Ναβαρίνο), Sancta Elia, Molendini (Μύλοι) και Nichlina (Ίκλαινα).37 Έχουμε επίσης έναν χάρτη του 16ου αιώνα (1554) του Battista Agnese, στον οποίο σημειώνονται τα τοπωνύμια α) των Μύλων σε περιοχή με ποτάμι και β) του Αγίου Νικολάου, κοντά στο λιμάνι του Ναβαρίνου.38 Τέλος, από τη μικροτοπωνυμιολογική (flurnamen) έρευνα που έχει γίνει σε όλο το νομό Μεσσηνίας, εντοπίζονται δύο μόνο περιπτώσεις που ενδεχομένως ανταποκρίνονται στα δεδομένα. Και οι δυο είναι στην επαρχία Πυλίας.39 Το τελευταίο στοιχείο που διαθέτουμε προέρχεται από μια απόφαση για τις φρουρές της Μεθώνης του 1453, στην οποία προβλέπεται και η ενίσχυση της φρουράς των Μύλων (Moline) με ομάδες Μοθωναίων (compagnie modoniese).40
Έχοντας, όπως είδαμε, τη θετική γνώμη και των δύο αξιωματούχων, το Συμβούλιο των Δέκα αποφάσισε τελικά να κηρύξει ανενεργή την απόφαση των τοπικών ρεκτόρων για υπαγωγή των δύο αυτών εκκλησιών σε καθολικό τυπικό και καθολικό ιερέα. Εκθειάζοντας τις καλές υπηρεσίες του Πλουσιαδηνού αναφορικά με την ένωση των εκκλησιών και την ειρήνευση και την πειθαρχία των υπηκόων της Βενετίας, αποφάσισε να αποδώσει τις εκκλησίες αυτές στο ορθόδοξο δόγμα αποφεύγοντας την αναταραχή στο μυαλό των Ελλήνων και τη δυσαρέσκεια του επισκόπου τους.41 Την ίδια μέρα, εστάλη σχετική επιστολή στους ρέκτορες της Μεθώνης για να πράξουν αναλόγως.42
Ο Πλουσιαδηνός τα είχε καταφέρει. Παραμένει όμως στη Βενετία για κάτι πιο σημαντικό: να βοηθήσει τους ενωτικούς να ξεκαθαρίσουν το τοπίο στον Άγιο Βλάσιο. Στην αναφορά των πολιτών είχε γίνει νύξη περί διαζυγίων, στοιχείο που ενισχύει τις υποψίες που εκφράσαμε ήδη ότι το έγγραφο είναι έργο του ιδίου του ιερωμένου. Πριν από τον Ιωσήφ Μεθώνης, σημειωνόταν εκεί, η έκδοση διαζυγίων ήταν μια σχετικά εύκολη υπόθεση, κάτι που ήταν σκάνδαλο.43 Σε ένα τέτοιο σκάνδαλο, είχε εμπλακεί ο τωρινός εφημέριος Ανδρέας από τη Μεθώνη, κατήγγειλε στο πατριαρχικό δικαστήριο Βενετίας ο επίσκοπος Πλουσιαδηνός. Είχε προηγηθεί κατάθεση εναντίον του για αντιπαπισμό.44 Τα πράγματα ήταν πράγματι εξόχως επικίνδυνα για τους ενωτικούς του κληροδοτήματος Βησσαρίωνα, γιατί αφενός ο Σέρβος είχε προσπαθήσει να γίνει προϊστάμενός τους, αφετέρου είχε αποτολμήσει να αφαιρέσει από τη δικαιοδοσία τους το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στο Χάνδακα, μοναδική πρόσοδό τους.45 Έτσι, στη δικογραφία που σχηματίστηκε εναντίον του Σέρβου το 1498 παρήλασαν ως μάρτυρες κατηγορίας όλοι οι επιφανείς έλληνες ενωτικοί που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στη Βενετία. Ο Ιωάννης Ρώσος δε, δήλωνε ότι είχε καταφέρει να εκδοθεί από τη Ρώμη breve εναντίον του Σέρβου, που έχανε έτσι την εφημερία, την οποία αποκτούσε ο Πλουσιαδηνός για όσο καιρό θα είναι στη Βενετία, για να ιερουργεί ο ίδιος ή να την παραδώσει στους Έλληνες να την κάμουν ό,τι αυτός διατάξει.46 Πράγματι, ο Πλουσιαδηνός ανέλαβε εφημέριος στον Άγιο Βλάσιο από το Μάιο του 1498, ώσπου να βρεθεί αντικαταστάτης του.47



Όμως, οι ενωτικοί δεν είχαν ακόμα νικήσει. Ειδήσεις έφταναν στους Έλληνες της Βενετίας ότι τη Μεθώνη και όλη την Ανατολή είχαν κατακλύσει επιστολές και διατάγματα του Σέρβου που ζημίωναν τη φήμη και τα συμφέροντα του νυν επισκόπου και στα οποία υπέγραφε ως αντιπρόσωπος του λατίνου πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο Πλουσιαδηνός προσπάθησε και βρήκε τελικά μια επιστολή μέσω ενός ανθρώπου του στη Μεθώνη.48 Όταν αυτό έγινε, κατέθεσε αμέσως μήνυση στο Πατριαρχείο της Βενετίας εναντίον του Σέρβου ότι τον κατασυκοφαντεί στο ποίμνιό του, τον υβρίζει και τον εκθέτει σε κίνδυνο να διωχτεί από τη Μεθώνη και από ολόκληρη την Ανατολή, όπου μένει και κηρύττει ως ο πρώτος και μόνος έλληνας ιεροκήρυκας.49 Στο πλευρό του έχει τους πιστούς στη Βενετία ενωτικούς μα και τους έλληνες στρατιώτες (stratioti) που γνωρίζουν ότι ο Σέρβος είναι άνθρωπος των σκανδάλων και μάγος.50
Και σαν να μην έφτανε η έριδα που τάραξε τα πέριξ του Αγίου Βλασίου νερά και το πλήρωμα της επισκοπής Μεθώνης, πέντε μήνες μετά τη θετική απόφαση για τις δύο ελληνικές εκκλησίες της Μεθώνης, τον Αύγουστο του 1498 δηλαδή, οι καθολικοί μέσω του πρεσβύτερου Domenico που ήρθε γι’ αυτό το λόγο από τη Μεθώνη, κάνουν ένσταση και η υπόθεση επανεξετάζεται από το Συμβούλιο των Δέκα.51
Δε γνωρίζουμε τα επιχειρήματα που πρόβαλε η καθολική πλευρά, δημιούργησαν πάντως αμφιβολία στο Συμβούλιο. Η νέα απόφαση που εκδόθηκε αναφέρει ότι ο λατίνος πρεσβύτερος επικαλέστηκε διατάγματα (capituli latini) που αποδεικνύουν ότι οι εκκλησίες ήταν και παρέμεναν λατινικού δόγματος επειδή υπόκειντο ανέκαθεν στη δικαιοδοσία των ρεκτόρων. Οι Βενετοί, μη γνωρίζοντας ποιος είχε δίκιο και έχοντας σαφώς επιτακτικότερα πράγματα να επιλύσουν, αποφάσισαν να παραπέμψουν τη διαφορά στους Συνδίκους της Ανατολής, όταν οι τελευταίοι θα επισκέπτονταν τη Μεθώνη. Οπότε, η ισχύς της αποφάσεως του Μαρτίου ανεστάλη μέχρι να γίνει κατ’ αντιπαράθεση εξέταση των δύο πλευρών ενώπιον των Συνδίκων και των αναγκαίων βέβαια εγγράφων που καλούνταν να καταθέσει η κάθε πλευρά προκειμένου να υποστηρίξει τις διεκδικήσεις της στις εκκλησίες του Σωτήρος και του Αγίου Νικολάου της Μεθώνης. Η απόφαση του οργάνου αυτού θα ήταν οριστκή και άμεσα εκτελεστή. Τέσσερις μέρες μετά από την έκδοση της απόφασης, ενημερώθηκαν με επιστολή και οι ρέκτορες της Μεθώνης.52
Οι συγκυρίες πρόλαβαν τις επιθυμίες των πρωταγωνιστών. Τέλη Νοεμβρίου 1498 έχουμε την απόφαση για την ίδρυση ελληνικής αδελφότητας στη Βενετία, στην οποία ήταν πιθανό μάλιστα ο πρώτος εφημέριος να ήταν ο Σέρβος, εφόσον ο Ρώσος είχε ήδη πεθάνει.53 Τα Χριστούγεννα ο Πλουσιαδηνός ήταν στη Ρώμη, αγωνιζόμενος για την ανανέωση του κληροδοτήματος. Άλλωστε, αυτό και η επισκοπή Μεθώνης είναι ό,τι απέμενε πλέον γι’ αυτόν και τους ενωτικούς της Κρήτης μετά την απώλεια ελέγχου του Αγίου Βλασίου.54 Επέστρεψε στη Βενετία τον Ιούνιο του 1499 και έφυγε τρεις μήνες μετά για τη Μεθώνη μέσω Κρήτης.55
 Άσχημες ειδήσεις από την Ανατολή και τη Μεθώνη έφταναν στη Βενετία, τον Αύγουστο του 1499: στις αρχές του μήνα (4 Αυγούστου 1499) οι Τούρκοι είχαν κάνει απόβαση στις ακτές της Μεθώνης και είχαν κάψει πέντε εκκλησίες σκοτώνοντας κι έναν ιερέα.56 Λίγο αργότερα, η πρώτη σύγκρουση με τους Τούρκους στο Ναβαρίνο κατέληξε σε μια οικτρή ναυμαχία και την κατάληψη της Ναυπάκτου (12 Αυγούστου 1499).57 Διαβλέποντας τα χειρότερα, η Βενετία προσπάθησε απεγνωσμένα να κλείσει ειρήνη αλλά σκόνταψε στην τουρκική αλαζονεία. Ο Πλουσιαδηνός ταξιδεύει από την Κρήτη για τη Μεθώνη ενόσω το μέτωπο του πολέμου ήταν στην Κεφαλονιά. Καταλήγει στη Μεθώνη, λίγο πριν τον τελευταίο και μοιραίο τουρκικό αποκλεισμό (μετά τις 20 Ιανουαρίου 1500) και ενώ οι Τούρκοι προελαύνουν στην ύπαιθρο.58
Ο κλοιός έσφιγγε γύρω από το κάστρο ήδη από την άνοιξη. Η Γερουσία είχε στείλει ενισχύσεις και έκανε εράνους στη μητρόπολη ma la citta era ormai quasi ridotta agli esremi.59 Υπόνοιες συνωμοσιών ενέπλεκαν Έλληνες του φρουρίου, κυρίως τις οικογένειες Πολύκαλου, Σάββα και Κολυβά.60 Τελικά, ο αυγουστιάτικος ναυτικός αποκλεισμός της Μεθώνης, θα κατέληγε σε μια τραγική άλωση. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο Πλουσιαδηνός, που se volse transferir in dicta terra, non temendo alcuno periculo de la vita, et in quella intrò cum animo et preseverantia continua de più presto morir, cha lassare il populo sença de lui. Σκοτώθηκε με το σταυρό στο χέρι, πιστός στην ένωση των εκκλησιών ως το τέλος του.61 Ο λατίνος επίσκοπος Μεθώνης Andrea Falco, αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε αργότερα.
Η Βενετία έμαθε για την άλωση της Μεθώνης 20 μέρες περίπου αργότερα.62 Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να χορηγήσει αποζημιώσεις στα θύματα, να τακτοποιήσει τους πρόσφυγες και να προσπαθήσει να ορθοποδήσει.63 Όμως, η κύρια πηγή πλούτου της, το εμπόριο των χωρών της Ανατολής, το οποίο επέβλεπε το λιμάνι της Μεθώνης, είχε πλέον περάσει σε άλλα χέρια.64 Η Αγία Έδρα δεν είχε να απαντήσει τίποτα στην πικρή επισήμανση του βενετού πρέσβη ότι η πατρίδα του δε ήταν δυνατό να συντηρούσε μόνη τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων ες αεί. Ο Alessio Celidonio (Χελιδόνιος), επίσκοπος Καλλίπολης στη Νότια Ιταλία, γεννημένος στη Σπάρτη, μαθαίνοντας τα νέα της άλωσης της Μεθώνης απηύθυνε τρεις αντι-τουρκικές μπροσούρες, τις sermones, θρηνώντας την αρχή του τέλους: atque utinam falsus sim vates! Γι’ αυτόν, ο αγώνας εναντίον των Τούρκων θα έπρεπε να ξεκινήσει από την εκκλησία, αν άνοιγαν τα παχυλά παγκάρια τους οι μεγάλες επισκοπές… Χρειάζεται μια νέα Φλωρεντία, μια σύνοδος διαφορετική όμως από αυτή, όπου θα αντιπροσωπεύονταν όλα τα έθνη ώστε να αποφευχθούν οι καυγάδες και να προσδιοριστεί ο κοινός στόχος.65

Και αν ήταν μάταιες πια οι κορώνες του Χελιδόνιου, ίσως είναι πιο μάταιο να αναρωτηθούμε τελικά ποιος δικαιούνταν τις δύο εκείνες εκκλησίες της Μεθώνης. Μετά την κατάκτηση όλης της Μεσσηνίας από τους Τούρκους, δεν ξέρουμε αν σώθηκαν καν. Ή μήπως όχι; Στο συνέδριο που έλαβε χώρα στη Μεθώνη κατέστη δυνατό να πάρουμε μια κάποια απάντηση, την οποία παραθέτουμε εδώ μαζί με τις πληροφορίες που είχε την ευγενή καλοσύνη να μοιραστεί μαζί μας η αρχαιολόγος Ιωάννα Αγγελοπούλου, από την 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Νομού Μεσσηνίας.


Σύμφωνα λοιπόν με τα αρχαιολογικά δεδομένα, η εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (εικ. 1) εντοπίζεται όντως σε μικρό οροπέδιο στη θέση Αγία Σωτήρα περιφέρειας Κυνηγού. Πρόκειται για ναό του τύπου του ελεύθερου σταυρού, η αρχική οικοδομική φάση του οποίου ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια, όπως τεκμηριώνεται σε τμήματα της τοιχοποιίας στην αψίδα του ιερού αλλά και σε σημεία των πλάγιων τοίχων.66 Ο έτερος ναός, του Αγίου Νικολάου (εικ. 2), βρίσκεται στην κορυφή του ομώνυμου όρους, νότια του οικισμού της Πύλου.
Πρόκειται για μονόχωρο δρομικό κτίσμα που καλύπτεται με δίρριχτη στέγη. Βρίσκεται εντός περιβόλου που έχει δύο εισόδους, η μία στην νότια και η άλλη στη βόρεια πλευρά. Παρόλο που ο ίδιος ο ναός δε φαίνεται να ανάγεται στην περίοδο της πρώτης βενετοκρατίας (1207-1500), το σχέδιο και οι λεπτομέρειες στην κατασκευή του νότιου πρόπυλου αποτελεί έργο μαστόρων που γνώριζαν από πρώτο χέρι τα δεδομένα της δυτικής αρχιτεκτονικής παράδοσης.67
Αν όντως αυτοί οι δυο ναοί ταυτίζονται, ως φαίνεται, με εκείνους λίγο πριν την άλωση της Μεθώνης, δύο στοιχεία μένει να κρατήσουμε. Πρώτον ότι οι υποστηρικτές της βυζαντινής προέλευσης των κτισμάτων έλεγαν την αλήθεια. Δεύτερον, ότι οι δύο ναοί πιθανότατα χρησιμοποιήθηκαν –στην περίπτωση του δευτέρου ναού τουλάχιστον– και από το καθολικό δόγμα. Φυσικά, δεν είναι αυτά τα κριτήρια με τα οποία θα αποφάσιζε τελικά η Βενετία σε ποια πλευρά θα επιδίκαζε τις εκκλησίες, αν τα γεγονότα δεν ανέτρεπαν τις προσδοκίες όλων. Η μοναδική απάντηση που μπορούμε να δώσουμε εμείς είναι στην κατεύθυνση της διεπιστημονικής συνεργασίας και της χρείας των ερωτημάτων, αφού οι όποιες έρευνες δεν νοείται να γίνονται σε συνθήκες επιστημονικής απομόνωσης. Δεν υπάρχουν λοιπόν μάταια ερωτήματα όπως, όσο μηδαμινό, δεν υπάρχει τίποτα μάταιο στην ιστορία.




1. Βασικές μελέτες για τον Ιωάννη Πλουσιαδηνό (Ιωσήφ Μεθώνης), παραμένουν εκείνες του Μ. Ι. Μανούσακα, «Recherches sur la vie de Jean Plousiadénos (Joseph de Méthone, 1429?-1500)», Revue des Études Byzantines, 17 (1959), 28-51 και «Αρχιερείς Μεθώνης, Κορώνης και Μονεμβασίας γύρω στα 1500», Πελοποννησιακά 3-4 (1958-1959), 97-103. Η λοιπή βιβλιογραφία είναι συγκεντρωμένη στο άρθρο του ιδίου, «Η αλληλογραφία των Γρηγοροπούλων χρονολογουμένη (1493-1501)», Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου 6 (1956), 176 σημ. 5. Ο Πλουσιαδηνός ήταν βέβαια ένας εκ των δικαιούχων του κληροδοτήματος Βησσαρίωνα. Για το κληροδότημα και τις περιπέτειές του, βλ. Ζ. Ν. Τσιρπανλής, Το κληροδότημα του καρδιναλίου Βησσαρίωνος για τους φιλενωτικούς της βενετοκρατούμενης Κρήτης (1439-17ος αι.), Θεσσαλονίκη 1967, σσ. 89-134. Βλ. επίσης το φιλενωτικό απολογητικό έργο του Πλουσιαδηνού, συγκεντρωμένο στον Τσιρπανλή, ό.π., σ. 95 σημ. 3. Γενικότερα, στη βιβλιογραφία για τον Πλουσιαδηνό πρέπει να προσθέσουμε τα βασικότερα που έχουν έκτοτε δημοσιευθεί: Ευτυχία Δ. Λιάτα, «Ιερείς των Ελλήνων της Βενετίας από 1412 ως 1558», Θησαυρίσματα 13 (1976), 93-95· Φάνη Μαυροειδή-Πλουμίδη, «Έγγραφα αναφερόμενα στις έριδες των Ελλήνων της Βενετίας στα τέλη του ΙΕ΄ αιώνα», Θησαυρίσματα 8 (1971), 115-187∙ η ίδια, «Νέες ειδήσεις για την ελληνική παροικία της Βενετίας (1493-1499)», Θησαυρίσματα 15 (1978), 66-79.
2. Βλ. Μανούσακας, «Αρχιερείς», 98. Τελευταίος καθολικός επίσκοπος Μεθώνης ήταν, από 12 Δεκεμβρίου 1491 και ως το 1500, ο Andrea Falco.
3. Ο Πλουσιαδηνός έγινε ιερέας (πρεσβύτερος) πιθανότατα προ του 1455. Το 1461 πήγε στη Βενετία για να ζητήσει οικονομική βοήθεια ως «αρχηγός των ουνιτών» σύμφωνα με τον Μι- χαήλ Αποστόλη, προκειμένου να επιβιώσουν οι 12 ενωτικοί ιερείς της Κρήτης. Ο «άρχων της εκκλησίας», όπως ονομάστηκε το 1463 από τον Βησσαρίωνα, έγινε στα 1466-1467 αναπληρωτής πρωτοπαπάς Χάνδακα και πρωτοπαπάς στα 1470. Εξαιτίας της περιφρόνησης των συμπατριωτών του και των προβλημάτων είσπραξης του κληροδοτήματος Βησσαρίωνα υπέρ των Ενωτικών, έφυγε από την Κρήτη. Εντοπίζεται στη Ρώμη και από εκεί στη Σιένα, όπου διαπραγματεύτηκε με τις αρχές στο όνομα της Άννας Νοταρά. Από το 1474 και για μια επταετία τουλάχιστον βρίσκεται στη Βενετία, περίοδος κατά την οποία δεν γνωρίζουμε τι έκανε, πέρα από μια ομολογία σφετερι-σμού της εκκλησίας του Χριστού Κεφαλά, εις βάρος των Σιναϊτών (1481). Έκτοτε, δεν γνωρίζαμε τίποτα για τις δραστηριότητές του ή για το πού βρισκόταν ώς το 1491. Για την ομολογία που έγινε με συμβολαιογραφικό έγγραφο, βλ. Ζ. Ν. Τσιρπανλής, «Ο Ιωάννης Πλουσιαδηνός και η σιναϊτική εκκλησία του Χριστού Κεφαλά στο Χάνδακα», Θησαυρίσματα 3 (1964), 1-28.
4. Σύμφωνα με την αναφορά των πολιτών της Μεθώνης, βλ. έγγραφο 1. Επίσης, Μαυροειδή, «Έγγραφα αναφερόμενα στις έριδες», 156 σχόλιο 3.
5. Πρόκειται για την απόφαση της 28ης Μαρτίου 1492, βλ. σχετικά, σημείωση 15.
6. Μετά το 1439 η λατινική εκκλησία επέβαλε στους χειροτονημένους ιερείς της ορθόδοξης να αναγνωρίζουν ενόρκως τον φλωρεντινό όρο, το οποίο έκαναν αναγκαστικά. Στα 1478 και 1495 εξάλλου, εξεδόθησαν διαταγές της βενετικής Συγκλήτου σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να εξετάζονται προτού να χειροτονηθούν όλοι οι έλληνες ιερείς και να ορκίζονται πίστη στη Βενετία∙ βλ. Ν. Β. Τωμαδάκης, «Οι ορθόδοξοι παπάδες επί βενετοκρατίας και η χειροτονία αυτών», Κρητικά Χρονικά 13 (1959), 43, 66, 69.

7. Μ. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες. Ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 1996, σ. 371.
8. Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προ του 1500 είναι σε γενικές γραμμές άγνωστος. Γνωρίζουμε μόνο τις εγκύκλιες επιστολές του φιλενωτικού πατριάρχη Μητροφάνη Β΄ (1440-1443), με τις οποίες καλούσε το λαό της Μεθώνης να δεχθεί την ένωση των εκκλησιών. Φυσικά, η Βενετία δε θα επέτρεπε την οποιαδήποτε παρουσία ή την ανθενωτική ενδεχομένως δράση απεσταλμένων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις κτήσεις της. Απόδειξη αποτελεί η εκδίωξη του Ιωσήφ Βρυέννιου το 1401, από την Κρήτη. Γενικότερα, μετά τη συνωμοσία του Σήφη Βλαστού η Βενετία έβλεπε με καχυποψία τον ορθόδοξο κλήρο-όργανο ασφαλώς του Οικουμενικού Πατριάρχη∙ βλ. Τσιρπανλή, Το κληροδότημα, σσ. 27, 33, 70-71. Στα 1480, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μάξιμος Γ΄ (1476-1481/2) απεύθυνε αίτημα στον Δόγη Ιωάννη Mocenigo να μεσολαβήσει έτσι ώστε να μην καταπιέζονται οι ορθόδοξοι στις βενετοκρατούμενες περιοχές Ηπείρου, Κρήτης, Μεθώνης και Κορώνης: οι καθολικοί δεν πρέπει να μισούν τους ορθοδόξους αλλά να ενεργούν έτσι ώστε να μπορέσει η χριστιανική πίστη να επιβιώσει στην Ανατολή∙ βλ. Α. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 3, Θεσσαλονίκη 1968, σ. 30 και F. Miklosich – I. Müller, Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana, τ. 5, Vindobonae 1887, σσ. 281-285. Γενικότερα για τη δραστηριότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον ΙΕ´ αιώνα, βλ. Επίσημα κείμενα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τα σωζόμενα από την περίοδο 1454-1498, επιμ. Δ. Γ.Αποστολόπουλος – Μάχη Παΐζη Αποστολοπούλου, Αθήνα 2011
9. Ο Πλουσιαδηνός υπέστη μεγάλες πιέσεις, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι υπότροφοι του κληροδοτήματος: ορώμεν οφθαλμοφανώς και καθ’ ημέραν ότι υπετάγησαν εις το υμών ασεβές φρόνημα, προτιμώντας εάσαι τα παιδία αυτών αβάπτιστα ή βαπτίσαι αυτά ιερεύς της εκκλησίας, ήγουν της αγίας ενώσεως∙ βλ. Βακαλόπουλος, Ιστορία, σσ. 173-174, όπου και μια πρώτη βιβλιογραφία για την αντίθεση των Κρητών στην ένωση των εκκλησιών. Λεπτομερέστερα στον Τσιρπανλή, Το κληροδότημα, σ. 116 και εξής.
10. Επιβεβαιωμένη προσωπική αντιδικία είχε ο Πλουσιαδηνός με τον Ανδρέα Σέρβο, ιερέα στη Μεθώνη, στιγμιότυπα της οποίας θα παρακολουθήσουμε παρακάτω. Διένεξη είχε όμως και με τον επίσκοπο Κορώνης, για του οποίου την καθαίρεση επιχαίρει∙ βλ. και Manoussakas, «Recherches sur la vie», 49-50.
11. Μια κρίσιμη φάση της γαλλικής εκστρατείας του Καρόλου Η΄ στην ιταλική χερσόνησο αντιμετώπισε η Βενετία μαζί με τον πάπα, από το Σεπτέμβριο του 1494 ως το Μάρτιο του 1495. Η ιερά συμμαχία που είχε τότε σχηματιστεί από τον πάπα, τους Γερμανούς και τους Ισπανούς, τον δούκα του Μιλάνου και τη Βενετία, είχε ως έναν από τους στόχους της την αντίδραση απέναντι στους Οθωμανούς, μα οδηγημένη από τον καιροσκοπισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων, διαλύθηκε αμέσως μετά. Συμμάχησε κατόπιν με τους Γάλλους εναντίον του επικίνδυνου δούκα του Μιλάνου, ο οποίος ήταν τελικά εκείνος που την ενέπλεξε σε έναν δεύτερο πόλεμο εναντίον των Τούρκων που καραδοκούσαν έξω από τις κτήσεις της (1499-1503)· βλ. G. Gozzi, «Politica, Società, Istituzioni», La Republica di Venezia nell’età moderna. Dalla guerra di Chioggia al 1517, Τορίνο 1986, σσ. 73-80.
12. K. M. Setton, The papacy and the Levant (1204-1571), τ. 2, Φιλαδέλφεια 1978, σ. 441.
13. Για την επέκταση της κυριαρχίας των Βενετών στη Μεσσηνία, στα μέσα του ΙΕ΄ αιώνα και το αυξημένο ενδιαφέρον για τον αγροτικό πληθυσμό, βλ. Fr. Thiriet, «La Messenie meridionale dans le système colonial», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Σπάρτη 7-14 Σεπτεμβρίου 1975, τ. 1, Αθήνα 1976-1978, σσ. 90-98.
14. Όρισαν π.χ. ποιες καλλιέργειες θα ήταν για σανό, η ζήτηση του οποίου ήταν μεγάλη και έθεσαν περιορισμούς στην κοπή δέντρων για τη διατήρηση αποθέματος ξυλείας αλλά και τη στήριξη του εδάφους∙ βλ. P. Topping, «The post-classical documents», The Minessota-Messenia expedition. Reconstructing a Bronge Age Regional Environment, επιμ. G. R. Jr Rapp – W. A. McDonald, Mινεάπολη 1972, σσ. 68, 70 [=Studies on Latin Greece A.D. 1205-1715, Variorum Reprints, Λονδίνο 1977, αρ. VIII].
15. G. Cogo, «La Guerra di Venezia contro i Turchi (1499-1501)», Nuovo Archivio Veneto 18 (1899), 30.
16. Archivio di Stato di Venezia (στο εξής A.S.V.), Collegio, Lettere secrete, reg. degli anni 1490-1494, φφ. 46r-47r (γράμμα προς τον ρέκτορα Μεθώνης, με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 1490)· βλ. έγγραφο 4.
18. Ό.π., φφ. 46v-47r.
19. Ο Ανδρέας Σέρβος καταγόταν από τη Μεθώνη, από όπου έφυγε ως εφημέριος όταν τον κατηγόρησε ο προκάτοχος του Πλουσιαδηνού στον επισκοπικό θρόνο Θεόφιλος, για την παράνομη ακύρωση ενός γάμου. Αρχικά προσπάθησε να πετύχει την απαλλαγή του από εκκλησιαστική δίκη στη Μονεμβασία. Επειδή δεν το κατόρθωσε, αναγκάστηκε να έρθει στη Βενετία, όπου κατάφερε να γίνει εφημέριος στον Άγιο Βλάσιο∙ βλ. Μαυροειδή, «Έγγραφα αναφερόμενα στις έριδες», 120. Για την επικύρωση της εκλογής του Πλουσιαδηνού στη Μεθώνη βλ. A.S.V., Senato, Deliberazioni, Mar, reg. 13 (1490-1493), φ. 96r (απόφαση της 28ης Μαρτίου 1492). Το σχετικό έγγραφο εκδόθηκε από τον Μανούσακα, «Αρχιερείς», 136 και τον G. Fedalto, La chiesa Latina in Oriente, τ. 3: Documenti veneziani, Βερόνα 1978, σ. 284, αρ. 708.
20. Ο πρώτος έλληνας παπάς μνημονεύεται να λειτουργεί στον Άγιο Βλάσιο το 1445, μαζί με άλλους, με τη συναίνεση του πάπα Ευγένιου Ε΄. Προ του 1474 έχουμε τον κρητικό κωδικογράφο
Γεώργιο Τριβίζιο, με παπική άδεια ως το 1482 περίπου και από το 1480 τον Ιωάννη Ρώσο, επίσης
κρητικό κωδικογράφο από το Χάνδακα, δικαιούχο του κληροδοτήματος Βησσαρίωνα∙ βλ. αναλυτικά, Λιάτα, «Ιερείς των Ελλήνων της Βενετίας», 93-95.
21. Βλ. τις σημαντικές εργασίες της Μαυροειδή, «Έγγραφα αναφερόμενα στις έριδες», ό.π. και «Νέες ειδήσεις για την ελληνική παροικία», ό.π.
22. A.S.V., Consiglio di X, Deliberazioni Miste, filza 12 (1498-1499), φ. 29 (έγγραφο συνημμένο στην απόφαση της 30ής Μαρτίου 1498). Στο οπισθόφυλλο σημειώνεται, στα ελληνικά, ο προαναφερόμενος τίτλος, βλ. έγγραφο 1 και εικ. 1.1. Η παρουσία του Πλουσιαδηνού στη Βενετία την περίοδο αυτή μνημονεύεται και στις επιστολές τού Γεωργίου Γρηγορόπουλου∙ βλ. Μανούσακας, «Αρχιερείς», 98.
23. Πρόκειται για μια υπόθεση, εφόσον δε γνωρίζουμε πού ακριβώς βρισκόταν η κατοικία τού επισκόπου Μεθώνης. Αντίθετα, στην Κορώνη υπήρχε ρητή διάταξη ότι ο έλληνας επίσκοπος έπρεπε να κατοικεί έξω από το φρούριο εξαιτίας του κινδύνου που εγκυμονούσαν οι συναθροίσεις των ορθοδόξων (1436). Για τους έλληνες παροίκους την περίοδο εκείνη, βλ. σχετικά Chryssa A. Maltézou, «Formes d’organization sociale à Modon et Coron durant la domination vénitienne», Byzantina et Moderna. Mélanges en l’honneur d’Hélène Antoniadis-Bibikou, επιμ. G. Grivaud – S. Petmezas, Αθήνα [2007], σσ. 47, 49 και Α. Γ. Μομφερράτος, Μεθώνη και Κορώνη επί ενετοκρατίας, υπό κοινωνικήν, πολιτικήν και δημοσιονομικήν έποψιν, Αθήνα 1914, σ. 30.
24. Για την εμβρυώδη αστικού τύπου συσσωμάτωση της Μεθώνης, βλ. Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος-18ος αιώνας), Βενετία 2004, σσ. 169-174.
25. Ήδη το 1342 η βενετική Σύγκλητος διαπίστωνε ότι είχαν απονεμηθεί πολλά αξιώματα σε Έλληνες –π.χ., σε μέλη της οικογένειας Βλαστού–, ενώ προορίζονταν για λατίνους∙ βλ. Christine A. Hodgetts, The colonies of Coron and Modon under Venetian administration, 1204-1400, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Λονδίνο 1974, σσ. 122-124, 357-358.
26. Ο συντάκτης της αναφοράς ισχυρίζεται ότι η εκλογή του Πλουσιαδηνού στον επισκοπικό θρόνο συνάντησε ευρεία λαϊκή αποδοχή· βλ. έγγραφο 1. Ο Α. Τσελίκας θεωρεί ότι η επισκοπή δόθηκε στον Πλουσιαδηνό ως ανταμοιβή για τα φιλενωτικά του αισθήματα· «Μεθώνη και Κορώνη στην ιστορία της ελληνικής παλαιογραφίας (ΙΕ΄ αιώνας)», Πρακτικά του Β΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (Κυπαρισσία 27-27 Νοεμβρίου 1982), Αθήνα 1984, σσ. 77-78.
27. Η εγκατάσταση Αλβανών στην Πελοπόννησο ενθαρρύνθηκε από τους βυζαντινούς του δεσποτάτου: ο Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος προνοίασε χιλιάδες από αυτούς μετά από διαπραγματεύσεις στον Ισθμό (πιθανότατα στα 1394). Αυτοί οι άνδρες βοήθησαν τους βυζαντινούς να απορροφήσουν το πριγκιπάτο της Αχαΐας το 1430∙ βλ. D. A. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, τ. 2. Vie et institutions, édition revue et augmentée par Chryssa A. Maltézou, Λονδίνο 21975, σσ. 32-34 και Α. Bon, La Morée franque: recherches historiques, topographiques, et archéologiques sur la principauté d’Achaïe (1205-1430), τ. 1, Παρίσι 1969, σ. 285. Την ίδια τακτική ακολούθησαν και οι βενετοί στις αποικίες τους στο Άργος, Ναύπλιο και τη Μεθώνη, Κορώνη∙ βλ. Documents inédits relatifs à l’histoire de la Grèce au Moyen Âge, έκδ. Κ. Ν. Σάθας, τ. 2, Παρίσι 1881, σσ. 65-66 και 123-124. Το 1425 δυο αλβανικές φάρες 5.500 ανθρώπων ζήτησαν και έλαβαν πιθανότατα άδεια εγκατάστασης στη βενετική αποικία της Μεθώνης, με αντάλλαγμα να βοηθήσουν στην άμυνά της. Σύμφωνα με τον βενετό χρονικογράφο Stefano Magno, 30.000 ήταν οι Αλβανοί που κατοικούσαν στα γύρω βουνά της Πελοποννήσου και που ξεσηκώθηκαν εναντίον του δεσπότη Θωμά Παλαιολόγου το 1453. O Stadtmüller (1944) θεωρεί, αστήρικτα, ότι οι Αλβανοί αυτοί αντιπροσώπευαν το 1/3 του πληθυσμού, χαρακτηρίζοντας πάντως όλους τους πρόσφυγες που δέχτηκε η Πελοπόννησος ως «Αλβανούς»∙ βλ. Topping, «The post-classical documents», σ. 69.
28. Σύμφωνα με γράμμα του βάιλου Ναυπλίου, οι στρατιώτες εκείνοι, χωρίς πόρο ζωής, κυριολεκτικά πεινούσαν μετά τον πόλεμο. Επιπλέον, non hano da viver et andreano in luogi di Turchi…et questa terra rimagera vuoda: A.S.V., Capi del Consiglio di X, Lettere di rettori, busta 294 (Napoli di Romania), χ.α. (Μάρτιος 1500). Πρβλ. και το γράμμα του capitano di Napoli di Romania Aloisio Bon (28 Οκτωβρίου 1499) προς τον Δούκα της Κρήτης που εκδίδει ο N. Iorga, Notes et extraits pour servir l’histoire des croisades au XVe siècle, série V, Βουκουρέστι 1915, σσ. 263-264, αρ. 298.
29. Βλ. Documents inédits, τ. 6, σ. 200 κ.εξ.
30. Ό.π., σ. 147.
31. Για τη χαλάρωση της φρούρησης τα τελευταία έτη του 15ου αιώνα στην ύπαιθρο, βλ. Μομφερράτου, Μεθώνη και Κορώνη επί ενετοκρατίας, σ. 56.
32. Η ευρύτερη περιοχή πάντως της Μεσσηνίας ελεγχόταν από stradioti∙ βλ. Βακαλόπουλος, Ιστορία, σ. 30. Οι Βενετοί γνώριζαν ότι κάποια στιγμή, ιδίως μετά την αποτυχία κατάληψης της Ρόδου, οι Τούρκοι θα στρέφονταν στη Μεθώνη∙ η δραστηριότητα άλλωστε του τουρκικού στόλου το έδειχνε καλά. Γι’ αυτό είχαν οχυρώσει πολύ καλά την πόλη, μετατρέποντας τη grande fortezza ουσιαστικά σε νησί∙ βλ. Documents inédits, σ. 225 (έγγραφο της 26ης Ιουλίου 1480).
33. A.S.V., Consiglio di X, Deliberazioni Miste, filza 12 (1498), φ. 29 (αίτηση συνημμένη στην απόφαση της 30ής Μαρτίου 1498)· βλ. έγγραφο 1 και εικ. 1.
34. Ο Hopf σημειώνει τα ονόματα των καστελλάνων και προνοητών Μεθώνης. Υπάρχει ο Pietro Sagredo q. Luigi, provveditor Mothoni στα 1492 μαζί με τον Pietro da Canal, καστελλάνο στο φρούριο την ίδια περίοδο. Το όνομα του Contarini δεν απαντάται, αν αποκλείσουμε τον Girolamo Contarini, προσωρινό αρχηγό του βενετικού στόλου τον Ιούνιο του 1500· βλ. Karl Hopf, Chroniques gréco-romanes inédites ou peu connues, publiées avec notes et tables généalogiques, Βερολίνο 1873, σσ. 380-381.
35. A.S.V., Consiglio di X, Deliberazioni Miste, filza 12 (1498), φ. 29 (τελευταίο έγγραφο, συνημμένο στην απόφαση της 30ής Μαρτίου 1498).
36. Βλ. Topping, «The post-classical documents», σ. 67.
37. Βλ. Bon, La Morée franque, σσ. 284 σημ. 2 και 431 σημ. 6 (βλ. και ό.π., Album, χάρτης αρ. 4, Kalamata ou Messenie)∙ D. Jacoby, La Féodalité en Grèce médiévale. Les «Assises de Romanie», Παρίσι–Χάγη 1971, σσ. 231-232. Οι καστελλάνοι των κάστρων αυτών διετάχθησαν να δώσουν γη σε
Αλβανούς για εγκατάσταση με αντάλλαγμα στρατιωτική υπηρεσία∙ βλ. F. Thiriet, Régestes des Délibérations du Sénat de Venise concernant la Romanie, τ. 2 (1400-1430), Παρίσι–Χάγη 1959, σ. 227, αρ. 1985 και Documents inédits, τ. 1, σ. 176.
38. Πρόκειται για την carta corografico-nautica della Morea που περιλαμβάνεται στον Atlante di 33 carte [βρίσκεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη Βενετίας, It. IV, 62 (= 5067), αρ. 17], τον οποίο αναδημοσιεύει ο Bon, La Morée franque, χάρτης αριθ. 9. Λανθασμένα σημειώνεται από τον Σάθα,
(Documents inédits, σσ. xxxviii-ix), ως Palnese, 1516 αντί του ορθού Agnese, 1554.
39
.Σημειώνονται συγκεκριμένα:Άγιος Νικόλαος(σημείο 203) και Σωτήρας(σημείο 122) στην περιοχή του Κυνηγού∙ βλ. J. D. Georgacas – W. A. McDonald, Placenames of Southwest Peloponnesus, Mινεάπολη1967, χάρτης III, Δ18(no 203) και Ε18(no 122).
40. Πρόκειται για ένα από τα τρία κάστρα της περιοχής (τα άλλα σημειώνονται ως Sancti Elie και Zonelli): tenentur firmi in castellis Mothoni, videlicet Zonelli, le Moline et Sancti Elie, cassentur et loco ipsorum singulis duobus mensis mitti debeant alij de banderie Mothoni∙ βλ. Α.S.V., Senato, Mar, reg. 4, φ. 182v (απόφαση της 22ας Μαρτίου 1453). Πρβλ. και Thiriet, Régestes, τ. 3 (1431-1463), σ. 183, αρ. 2916. Για την ακριβή τοποθεσία των εκκλησιών αυτών σήμερα, βλ. σσ. 145-146 της εργασίας αυτής και εικ. 1 και 2.
41. A.S.V., Consiglio di X, Deliberazioni Miste, reg. 27 (1495-1498), φ. 197v (απόφαση της 30ης Μαρτίου 1498) και ό.π., filza 12 (1498), φ. 29· βλ. έγγραφο 2.
42. A.S.V., Capi del Consiglio di X, Lettere, busta 8-Ia, φ. 10 (30 Μαρτίου 1498). [σ.σ.: το υπόλοιπο υλικό τής συγκεκριμένης busta θα παρουσιαστεί σύντομα σε μελέτη μου σχετικά με την Πύλο (Zonchio) του 15ου-16ου αιώνα].
43. A.S.V., Consiglio di X, Deliberazioni Miste, filza 12 (1498-1499), φ. 29 (έγγραφο συνημμένο στην απόφαση της 30ης Μαρτίου 1498)· βλ. έγγραφο 1 και εικ. 3.
44. Είδαμε ήδη ότι όταν ήρθε στη Βενετία ο Πλουσιαδηνός να υποστηρίξει την επικύρωση της εκλογής του στον επισκοπικό θρόνο της Μεθώνης, ο Σέρβος μίλησε εναντίον του στη Γερουσία (3 Σεπτεμβρίου 1492)∙ βλ. σημείωση 15 και 16. Έκτοτε, ο ιερέας αυτός δεν ξανακατέβηκε στη Μεθώνη. Όλη η θητεία του (ως το 1499), κύλησε με κατηγορίες σκανδάλων από την πλευρά των ενωτικών και δικαστικούς αγώνες εναντίον του∙ βλ. Μαυροειδή, «Έγγραφα αναφερόμενα στις έριδες», 95, 134 και της ιδίας, «Νέες ειδήσεις για την ελληνική παροικία», 67, αρ. 7. Το 1498 ο Σέρβος ήταν ακόμη εφημέριος στον Άγιο Βλάσιο, έχοντας μόλις πετύχει ανανέωση της παραμονής του με παραχώρηση των μισών εσόδων του στον Ιωάννη Ρώσο. Στην κατάθεσή του το 1497-1498 ο Πλουσιαδηνός βεβαίωνε ότι ο Σέρβος δε μνημόνευε τον πάπα Ρώμης στις λειτουργίες του Αγίου Βλασίου ενώ, αντίθετα από τις βενετικές απαγορεύσεις, μνημόνευε ορθόδοξους επισκόπους∙ βλ. Μαυροειδή, «Έγγραφα αναφερόμενα στις έριδες», 148, αρ. 9: «Κατάθεση Ιωσήφ Πλουσιαδηνού, επισκόπου Μεθώνης, 7 Νοεμβρίου 1497».
45. Ο Σέρβος είχε την υποστήριξη του Geronimo Lando, λατίνου πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης∙ βλ. το πιστοποιητικό «καθολικών» φρονημάτων του που εκδίδει η Μαυροειδή, στο «Νέες ειδήσεις για την ελληνική παροικία», 71, αρ. 4 (29 Ιανουαρίου 1496).
46. Βλ. Μαυροειδή, «Έγγραφα αναφερόμενα στις έριδες», 134, αρ. 4: «Επιστολή του Ιωάννη Ρώσου από τη Ρώμη προς τον Ιωσήφ Πλουσιαδηνό, επίσκοπο Μεθώνης, στην Ιταλία, 22 Ιουνίου 1497(;)». Βλ. επίσης την επικύρωση της εκλογής Πλουσιαδηνού ως εφημέριου του Αγίου Βλασίου, στη Μαυροειδή, «Νέες ειδήσεις για την ελληνική παροικία», 72, αρ. 5 (7 Μαΐου 1498) και παράδοση των λειτουργικών σκευών· ό.π., 75, αρ. 7 (21 Σεπτεμβρίου 1498).
47. A.S.V., Consiglio di X, Notatorio, reg. 2, φφ. 161v-162r∙ Μαυροειδή, «Νέες ειδήσεις για την ελληνική παροικία», 72-73, αρ. 5 (7 Μαΐου 1498) και 75-77, αρ. 7 (21 Σεπτεμβρίου 1498).
48. Κάποιος Αντώνιος Στράτορας από τη Μεθώνη, το Δεκέμβριο του 1497 βρήκε και του έστειλε ένα γράμμα του Σέρβου προς τον παπά Λέω (ή Λέο) το Μούρτζουφλο∙ βλ. Μαυροειδή, «Έγγραφα αναφερόμενα στις έριδες», 151, αρ. 11: «Απόσπασμα επιστολής του Αντωνίου Στράτορα, από τη Μεθώνη, προς τον Ιωσήφ Πλουσιαδηνό στη Βενετία για την υπόθεση του Ανδρέα Σέρβου, 11 Δεκεμβρίου 1497».
49. Τον εγκαλούσε ότι στο πρόσωπό του εκκρεμεί δίκη (από τον προηγούμενο επίσκοπο Μεθώνης Θεόφιλο) και ότι εγκατέλειψε τη θέση του στη Μεθώνη τα πρώτα χρόνια που ανέλαβε επίσκοπος ο Πλουσιαδηνός, προκειμένου να έρθει στη Βενετία. Επειδή, σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο, ο ιερέας που αντιτίθεται στον ιεράρχη του δεν έχει δικαίωμα να ιερουργεί σε οποιαδήποτε ενορία, έπρεπε να γυρίσει για να δικαστεί στη Μεθώνη∙ βλ. ό.π., 154, αρ. 14: «Καταγγελία του Ιωσήφ Μεθώνης κατά του Ανδρέα Σέρβου, τέλη Φεβρουαρίου-1 Μαρτίου 1498».
50. Σύμφωνα με την κατάθεση του Γεωργίου Βεργίτση από το Ρέθυμνο, ο όποιος ipse audivit a multis stratiotis et a Grecis habitantibus in hac civitate Venetiarum quod dictus papas Andreas est homo scandalosus. Ονόματα των προσώπων αυτών δεν θυμόταν (Interrogatus de nominibus dictorum stratiotarum et grecorum…dixit non recordari), αλλά τόνιζε ότι όλοι τους δήλωναν ότι ο Σέρβος είναι σκανδαλοποιός και είχε κατηγορηθεί για μαγείες∙ βλ. ό.π., 174-175, αρ. 18: «Κατάθεση του Γεωργίου Βεργίτση, 1 Μαρτίου 1498». Στη δίκη κατέθεσαν επίσης ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος, κρητικός λόγιος και ο Μάρκος Μουσούρος που προσκλήθηκε από τον ίδιο τον πατριάρχη της Βενετίας, ως εμπειρογνώμονας προφανώς για την παραβολή χειρογράφων∙ βλ. ό.π, 181-184, αρ. 22: «Κατάθεση του Μάρκου Μουσούρου, 10 Μαρτίου 1498».
51. A.S.V., Consiglio di X, Deliberazioni Miste, reg. 27 (1495-98), φ. 228r (απόφαση της 22ας Αυγούστου 1498)· βλ. έγγραφο 3.
52. A.S.V., Capi del Consiglio di X, Lettere, busta 8-Ia, φ. 92 (26 Αυγούστου 1498).
53. Η άδεια και η σχετική αίτηση μερικών στρατιωτών και εμπόρων στον Μ. Ι. Μανούσακα, «Η εν Βενετία Ελληνική Κοινότητα και οι μητροπολίται Φιλαδελφείας», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 37 (1969-1970), 175 και σημ. 2. Δεν ξέρουμε αν και σε ποιο βαθμό ο Ανδρέας Σέρβος ήταν ο εκφραστής της ανθενωτικής παράταξης ή αν προκάλεσε την απόφαση. Βλ. σχετικά Μαυροειδή, «Έγγραφα αναφερόμενα στις έριδες», 125. Ο Ιωάννης Ρώσος πέθανε το Φεβρουάριο του 1498∙ βλ. ό.π., 172 σημ. 15.
54. Ό.π., 134 και 117.
55. Ο Πλουσιαδηνός είχε να τακτοποιήσει περιουσιακά θέματα του γιου του Γεωργίου στο νησί, τα οποία αφορούσαν εξαιρετικά προνόμια που είχε καταφέρει να του αναγνωρίσει με απόφασή του ο ίδιος ο δόγης της Βενετίας∙ βλ. Μ. Ι. Μανούσακας, «Βενετικά έγγραφα αναφερόμενα εις την εκκλησιαστικήν ιστορίαν της Κρήτης του 14ου-16ου αιώνος (πρωτοπαπάδες και πρωτοψάλτες Χάνδακος)», Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 15 (1961), 212-213, αρ. 22 (30 Ιουλίου 1499). Η συγκεκριμένη απόφαση σημειώνεται ότι ελήφθη 29 Σεπτεμβρίου 1499.
Υποθέτουμε ότι, ως τότε, ο Πλουσιαδηνός ήταν ακόμη στη Βενετία. Μαθαίνουμε άλλωστε από το M. Sanuto (I Diarii, τ. 2, Μπολόνια 1969, στήλη 1276) ότι στις 8 του μήνα περίπου, ο vescovo di Modon συμμετείχε, στην ακολουθία του Δόγη και του Πατριάρχη της Βενετίας, σε γιορτή της πόλης.
56. Cogo, «La Guerra di Venezia», 43∙ βλ. και Sanuto, Diarii, τ. 2, στήλη 1154.
57. Cogo, ό.π., 44.
58. Ώς τις 20 Ιανουαρίου πρέπει να βρισκόταν στην Κρήτη· A.S.V., Duca di Candia, busta 32bis, φ. 232r, έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 1499 β.έ. (=1500).
59. Στις 18 Φεβρουαρίου 1500 ο Marco Gabriel, castellano et provveditor Μεθώνης, έγραψε στη Γερουσία ότι έχει απόλυτη ανάγκη πυρομαχικών και όπλων κάθε είδους και στρατιωτικού προσωπικού 4.000 μάχιμων τουλάχιστον, βλ. Cogo, «La Guerra di Venezia», parte II, 360. 60. Υπήρχαν πληροφορίες ότι Έλληνες της Μεθώνης και του Ναυπλίου είχαν συναντηθεί με τον πασά της Ρωμανίας στην Ανδριανούπολη προκειμένου να παραδώσουν τις πόλεις στους Τούρκους, βλ. A.S.V., Consiglio di X, Deliberazioni Miste, filza 13, φ. 93r (απόφαση της 14ης Μαΐου 1500). Το έγγραφο έχει εκδόσει ο Cogo, «La Guerra di Venezia», 120-121, αρ. 14. Περίληψη του εγγράφου δίνει και ο Γ. Σ. Πλουμίδης, «Συλλογή εγγράφων για τις βενετοκρατούμενες Μεθώνη και Κορώνη (1465-1502)», Πελοποννησιακά 10 (1974), 163. Οι υποψίες στράφηκαν γύρω από την οικογένειες Πολύκαλου, Σάβ[β]α και Κολυβά (i suspecti dachà Polichalo, Sava et Cholivà)∙ βλ. το έγγραφο των τριών Capi του Consiglio di X προς τον capitano generale maris, στις 20 Μαΐου 1500 στο A.S.V., Capi del Consiglio di X, Lettere, busta 8-Ia (1498-1500), φ. 272.
61. Μαρτυρίες από την αίτηση ενός εκ των τεσσάρων ανιψιών του, του Νικολάου, ο οποίος ζήτησε και έλαβε αργότερα από τις βενετικές αρχές την capitanaria της κρητικής Πεδιάδας ως αναγνώριση της προσφοράς του θείου του∙ βλ. A.S.V., Senato, Deliberazioni, Mar, reg. 16, φ. 64v (απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 1504). Βλ. επίσης και Sanuto, Diarii, τ. 6, στήλη 68 (29 Σεπτεμβρίου 1504)∙ πρβλ. και την επιστολή του Δόγη προς το Δούκα της Κρήτης της 1ης Οκτωβρίου 1504, την οποία δημοσιεύει ο Μανούσακας («Recherches», 49). Ο Νικόλαος αυτός δεν πρέπει να συγχέεται με τον συνονόματο του που μνημονεύεται στη βούλα του πάπα Πίου Β΄ υπέρ των 12 ουνιτών κληρικών που θα μοιράζονταν 400 δουκάτα ετησίως από τους Σιναΐτες της Κρήτης (27 Μαΐου 1462)∙ βλ. Τσιρπανλής, Το κληροδότημα, σ. 85. O ιερέας Νικόλαος της παπικής βούλας ήταν αδερφός του Ιωάννη Πλουσιαδηνού (papas Nicolò Plussadinò), βλ. A.S.V., Notai di Candia, busta 248, φ. 129v (22 Σεπτεμβρίου 1472), φ. 131v (29 Σεπτεμβρίου 1472) και φ. 422v (1 Νοεμβρίου 1469).
62. Cogo, «La Guerra di Venezia», 371-382.
63. Οι έλληνες παπάδες Κρήτης θα χειροτονούνταν πλέον επίσκοποι στη Μονεμβασία, βλ. A.S.V., Senato, Deliberazioni, Mar, reg. 15 (1500-1502 m.v.), φ. 89r (απόφαση της 13ης Ιουλίου 1501). Άλλες ρυθμίσεις για την επισκοπή Μεθώνης μετά την άλωση, βλ. ό.π., φφ. 159v-160r (απόφαση της 3ης Νοεμβρίου 1502).
64. Cogo, «La Guerra di Venezia», 47-51 και ό.π., parte II, 348-359, 369-374.
65. Για τον Celidonio, βλ. Franz Babinger, «Alessio Celidonio (†1517) und seine Türkendenkschrift », Beiträge zur Südosteuropa-Forschung, Μόναχο 1966, σσ. 326-330. Tο έργο του παρουσίασε ο Iorga, Notes et extraits, σσ. 314, 313-330, αρ. 363.
66. Η αρχική εκκλησία καταστράφηκε, άγνωστο πότε. Μετασκευάστηκε σε μεγάλη κλίμακα μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, ωστόσο υπάρχουν ίχνη της πρώτης τοιχοποιίας.
67. Βλ. Μ. Κάππας. «Εκκλησίες της Μητροπόλεως Μεσσηνίας από το 1204 έως και το 1500», Χριστιανική Μεσσηνία. Μνημεία και Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, επιμ. Π. Σαραντάκης, Αθήνα 2010, σσ. 189-273.