.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Κάστρο Λεύκτρου, Στούπα Μεσσηνία

Το κάστρο του Λεύκτρου βρίσκεται στην περιοχή του παραθαλάσσιου χωριού Στούπα της μεσσηνιακής Μάνης, κοντά στο σύγχρονο χωριό Λεύκτρο, περίπου 6 χμ. ΝΑ της Καρδαμύλης. Στο Ν άκρο της Στούπας, δίπλα στην εθνική οδό, υπάρχει ένας φυσικά οχυρός λόφος, ύψους περίπου 30 μ., ο οποίος κατοικήθηκε από τα Μυκηναϊκά χρόνια, ενώ αργότερα αποτέλεσε την ακρόπολη των αρχαίων Λεύκτρων. Τον μεσαίωνα στην ίδια θέση κτίστηκε το φράγκικο οχυρό Beaufort.


Το κάστρο του Λεύκτρου ή κάστρο Γιστέρνας, βρίσκεται σε θέση που επόπτευε το λιμάνι της περιοχής και εξασφάλιζε τον έλεγχο σημαντικού περάσματος της οροσειράς του Ταϋγέτου. Σήμερα σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση. Διακρίνεται, ωστόσο, η διαμόρφωση της πύλης εισόδου, τοίχοι και θεμέλια ενός κτηρίου που ταυτίζεται με την πυργοκατοικία του φρουράρχου, καθώς και μια υπόγεια ορθογώνια δεξαμενή.
Λόγω της περιορισμένης έκτασής του, εκτιμάται ότι στέγαζε μόνο την φρουρά που ήλεγχε τη θαλάσσια πρόσβαση. Θεμέλια κτισμάτων νοτιοδυτικά του κάστρου ανήκουν πιθανόν σε κτήρια του οικισμού που είχε αναπτυχθεί γύρω από αυτό.

Ο λόφος της Στούπας όπου υπάρχουν τα λείψανα του μεσαιωνικού κάστρου

Το κάστρο του Λεύκτρου αναφέρεται στο έμμετρο «Χρονικόν του Μορέως» ως Βeaufort (Ωραιόκαστρο) και κτίστηκε την δεκαετία του 1250 από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο (1245-1278), ηγεμόνα του τότε Πριγκιπάτου της Αχαΐας, κατά προτροπή των Ζυγιωτών του Ταϋγέτου, θεωρώντας το προσωπική του κτήση, όπως και την Καλαμάτα, στα πλαίσια των προσπαθειών του αφενός να προσοικειωθεί, αφετέρου και να ελέγχει τους ατίθασους Μανιάτες που μη έχοντας πόρους ζωής συνήθιζαν να κατατάσσονται στο βυζαντινό στρατό, όπως και οι Τσάκωνες. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο πρίγκιπας για την ανέγερση του Μπωφόρ, όπως το ονόμασε, είχε καλέσει Ενετό μηχανικό από την Κορώνη.
Παρά ταύτα το κάστρο αν και φέρεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο στον έλεγχο των Μηλιγγών και των Τσακώνων παρέμεινε υπό την κυριαρχία του για μικρό διάστημα. Μετά την ιστορική μάχη της Πελαγονίας όπου συνελήφθη ο Βιλλαρδουΐνος και στη συνέχεια ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος ανέκτησε την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσε την Λατινική Αυτοκρατορία, όπου γρήγορα απελευθερώθηκε και η Λακωνία και το κάστρο Λεύκτρου το 1262 πέρασε στους Μανιάτες, συμμάχους των Βυζαντινών.


Κάστρο  Λεύκτρου, σχεδιαστική αποτύπωση, Bon A, Antoine, Bibliothèques de l'Ecole française - Série Athènes 1969

Η Μεσαιωνική ιστορία του Λεύκτρου και της ευρύτερης εποχής
Kατά τη βυζαντινή περίοδο, ολόκληρη η Λακωνική υπαγόταν αρχικά στην Επαρχία Ελλάδος και στη συνέχεια, μετά την ίδρυση των θεμάτων -των βυζαντινών αυτών διοικητικών και στρατιωτικών περιφερειών -στο θέμα Πελοποννήσου. Από τον 6ο αιώνα άρχισε η έλευση Σλάβων στην περιοχή, κυρίως Μηλιγγών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε απομακρυσμένες ορεινές περιοχές του Ταϋγέτου, διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία τους. Σύμφωνα με το Βασίλη Παναγιωτόπουλο, είναι πιθανό η έλευση και εγκατάσταση των νομαδικών αυτών φύλων να διευκολύνθηκε από την πληθυσμιακή ερήμωση που ακολούθησε κάποια επιδημία πανώλης (Παναγιωτόπουλος 1985). Δε φαίνεται, πάντως, να υπήρξαν ιδιαίτερα προβλήματα συνύπαρξης των επήλυδων με τους τοπικούς πληθυσμούς, και κατά το 10ο αιώνα ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε ανέλαβε συστηματική δράση για τον εκχριστιανισμό τους.
Η πολιτική ιστορία της Πελοποννήσου μεταβλήθηκε ριζικά το 1204, έτος κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Με τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Φράγκοι πρίγκηπες, που παρέμειναν στην Πελοπόννησο, συγκρούστηκαν με τους τοπικούς βυζαντινούς άρχοντες, που υπερασπίζονταν κυρίως τη δική τους τοπική εξουσία. Οι Φράγκοι προοδευτικά κατέλαβαν την Πελοπόννησο και εγκαθίδρυσαν ένα φεουδαλικού τύπου καθεστώς, το πριγκηπάτο της Αχαϊας (ή Μορέως) υπό την ηγεσία του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου.
Για τον έλεγχο τόσο των Μανιατών, οι οποίοι βρίσκονταν σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση, όσο και των Μηλιγγών Σλάβων, οι Φράγκοι έκτισαν μια σειρά κάστρων στην ευρύτερη περιοχή της Λακωνίας. Στα οχυρωματικά έργα της περιόδου ανήκουν το κάστρο του Πασσαβά στην Κλεισούρα του δρόμου από το Γύθειο προς την Αρεόπολη, το κάστρο του Λεύκτρου, που οι Φράγκοι ονόμαζαν Beaufort, το κάστρο της Μεγάλης Μάνης και βορειότερα το κάστρο του Μυστρά, το κτίσιμο του οποίου σηματοδότησε την εδραίωση της φραγκικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο. Η φραγκική κυριαρχία στην Πελοπόννησο διατηρήθηκε μέχρι τη μάχη της Πελαγονίας το 1259. Εκεί το φραγκικό εκστρατευτικό σώμα του πριγκηπάτου της Αχαϊας ηττήθηκε από τον στρατό του βασιλείου της Νίκαιας και ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλαρδουίνος συνελήφθη από τον Ιωάννη Παλαιολόγο. Με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης τα τέσσερα κάστρα της Λακωνίας -του Μυστρά, του Γερακίου, της Μονεμβασιάς και της Μεγάλης Μάνης-παραχωρήθηκαν στο βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο και αποτέλεσαν τον πυρήνα της βυζαντινής διοίκησης στην Πελοπόννησο.

Τα λείψανα του κάστρου στον λόφο της Στούπας. Το κάστρο επόπτευε όλη την ευρύτερη περιοχή
 
Ο πυρήνας αυτός αργότερα εξελίχθηκε στο φημισμένο Δεσποτάτο του Μορέως με έδρα το Μυστρά, τις υποθέσεις του οποίου διαχειριζόταν η οικογένεια των Παλαιολόγων. Την ίδια περίοδο οι κάτοικοι της Μάνης, εκμεταλλεύομενοι τη γεωγραφική της θέση, εξεγέρθηκαν αρχικά εναντίον των Φράγκων, καταλαμβάνοντας τα κάστρα του Πασσαβά και του Λεύκτρου, και στη συνέχεια εναντίον της βυζαντινής διοίκησης, μαχόμενοι πάντα για τη διατήρηση της αυτονομίας τους.
Μετά το 1430 οι Βυζαντινοί εξεδίωξαν εντελώς τους Φράγκους από την Πελοπόννησο. Οι μόνοι που διατήρησαν τις κτήσεις τους σε αυτή ήταν οι Βενετοί, με τους οποίους οι Βυζαντινοί, παρά τις περιοδικές μεταξύ τους προστριβές, διατηρούσαν καλές σχέσεις (Παναγιωτόπουλος 1985). Η βυζαντινή εξουσία, ωστόσο, δεν μπόρεσε να αντισταθεί για πολύ στις τουρκικές επιθέσεις, τόσο λόγω της σταδιακής αποδυνάμωσης της κεντρικής εξουσίας στην Πελοπόννησο εξαιτίας των εσωτερικών συγκρούσεων, όσο και λόγω της τουρκικής στρατιωτικής υπεροχής.
Το 1460 οι Τούρκοι υπό το Μωάμεθ Β΄ κατέλαβαν το βυζαντινό τμήμα της Πελοποννήσου, με την εξαίρεση της Μονεμβασίας που καταλήφθηκε το 1540, ενώ οι βενετικές κτήσεις διατηρήθηκαν για μερικές ακόμη δεκαετίες. Η πρώτη τουρκοκρατία, όπως πολλοί ιστορικοί ονομάζουν την περίοδο από το 1460 έως το 1685, είχε αρχίσει για την Πελοπόννησο. Η Μάνη, ωστόσο, προέβαλε σθεναρή αντίσταση μετά την κατάλυση του δεσποτάτου του Μυστρά και δεν υπέκυψε στις επιθέσεις των τουρκικών στρατευμάτων.

Ιστότοπος Υπουργείου πολιτισμού: Οδυσσεύς
Ιστότοπος: Δήμος Ανατολικής Μάνης


Το "Θέμα Κινστέρνας" και η μεσαιωνική ΜάνηΠαρά τις επίμονες μελέτες των παλαιοτέρων αλλά και των νεώτερων ιστορικών η ιστορία της μεσαιωνικής Μάνης εξακολουθεί να παρουσιάζει πολλά σκοτεινά σημεία, γεγονός που οφείλεται πρωταρχικά στη σιωπή των μεσαιωνικών πηγών για την απομακρυσμένη και γεωγραφικά σχεδόν απομονωμένη αυτή περιοχή της Πελοποννήσου. Ένα από θέματα που σχετίζονται με τη μεσαιωνική Μάνη και δεν έχουν διασαφηνισθεί επαρκώς μέχρι σήμερα είναι η ύπαρξη ή μη ενός "θέματος Κινστέρνας", η γεωγραφική θέση του και η γενικότερη σχέση του με τη μεσαιωνική Μάνη. Το θέμα αυτό αγγίζει για πρώτη φορά ο Νικόλαος Νικολούδης (εκ μητρός Πατσουράκου από τα Κονάκια Γυθείου), γνωστός για τις αναζητήσεις και ενασχολήσεις τον στην καθ εαυτού επιστημονική ειδικότητα τον την Βυζαντινολογία
Προτού ερευνήσουμε το συσχετισμό της ονομασίας "θέμα Κινστέρνας" με τη μεσαιωνική Μάνη είναι απαραίτητη η διευκρίνηση του περιεχομένου του όρου "θέμα". Ως γνωστό με αυτό τον όρο οι Βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονται σε μεγάλες διοικητικές και στρατιωτικές ενότητες, κυρίως της Μικράς Ασίας, η δημιουργία των οποίων προέκυψε ως αντιστάθμισμα των σοβαρών εξωτερικών απειλών που αντιμετώπιζε το βυζαντινό κράτος από τις επιθέσεις των Αράβων και, δευτερευόντως, των διαφόρων σλαβικών φύλων της βορειότερης Βαλκανικής.
Ο θεσμός των θεμάτων γνώρισε την πλήρη ακμή του την περίοδο μεταξύ του έβδομου και του ενδέκατου αιώνα, Μετά τις αρχές του ενδέκατου αιώνα, εποχή της μεγαλύτερης ακμής του βυζαντινού κράτους υπό την ηγεσία του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου (976-1025), τα θέματα άρχισαν να υποκαθίστανται από άλλου τύπου διοικητικές ενότητες και η στρατιωτική σημασία τους να μειώνεται. Οι κυριότεροι λόγοι γι' αυτό ήταν η απουσία επικίνδυνων αντιπάλων στα σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και η συνακόλουθη αντικατάσταση των θεματικών στρατών που αποτελούνταν από μόνιμους στρατιώτες με μισθοφορικά σώματα, για τα οποία υπήρχε η αντίληψη ότι κόστιζαν λιγότερο και ότι ήταν πιο αποτελεσματικά.
Πάντως ο όρος "θέμα" εξακολούθησε να χρησιμοποιείται αναχρονιστικά στις μεταγενέστερες βυζαντινές πηγές προκειμένου να δηλώσει άλλου τύπου διοικητικές περιφέρειες. Η ονομασία "θέμα Κινστέρνας" συναντάται σε ένα χωρίο του Βυζαντινού ιστοριογράφου Γεωργίου Παχυμέρη, και ειδικότερα στο σημείο που περιγράφει την παράδοση των κάστρων της Λακωνίας από τον Λατίνο πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο (1262). Υπενθυμίζουμε ότι κα τά τη σύγκρουση του Μιχαήλ (αυτοκράτορα τότε της μικρασιατικής αυτοκρατορίας της Νικαίας) με τον "δεσπότη" της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Άγγελο και τον σύμμαχο του Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο στην Πελαγονία της βόρειας Μακεδονίας (στην περιοχή του σημερινού Μοναστηρίου), το 1259, ο τελευταίος είχε αιχμαλωτισθεί και προκειμένου να εξασφαλίσει την απελευθέρωση του συναίνεσε στην παραχώρηση ορισμένων κάστρων της Λακωνίας.
Σύμφωνα δηλαδή με τα λεγόμενα του Παχυμέρη συμφώνησε "να δώσει στους Ρωμαίους [Βυζαντινούς], ώστε ο αυτοκράτορας [Μιχαήλ] να έχει αναφαίρετη εξουσία επάνω τους, αυτά τα μέρη στην Πελοπόννησο: τη Μονεμβασία, τη Μάινα, το Γεράκι, το Μυζήθρα [Μυστρά]... και όλο το θέμα γύρω από την Κινστέρνα, που είχε μεγάλη έκταση και πολλά αγαθά". Το κείμενο του Παχυμέρη είναι η μόνη ιστορική πηγή που αναφέρεται σ' αυτή την ανταλλαγή η οποία μνημονεύει το "θέμα Κινστέρνας". Πάντως η ονομασία Γιστέρνα (δημώδης παραφθορά του Κινστέρνα) εμφανίζεται δύο ακόμη φορές στο κείμενο του Χρονικού του Μορέως, αν και σε σχέση με άλλα γεγονότα.
Ειδικότερα, περιγράφοντας τις προσπάθειες του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου να εξασφαλίσει την υποταγή των κατοίκων της Μάνης και του Ταϋγέτου κατά την πρώτη περίοδο της ηγεμονίας του (1246-59), το Χρονικό του Μορέως αναφέρει: "Κι αφότου επροσκύνησεν του Μελιγού ο δρόγγος, τινές απ' αυτούς [δηλαδή τους ηγέτες των ορεσίβιων Μηλιγγών της βορειοδυτικής Μάνης] είπασιν του πρίγκιπα Γουλιάμου, ότι αν θέλη να έχη τον ζυγόν όλον στο θέλημάν του, να ποίηση κάστρο εις τον αιγιαλόν πλησίον της Γιστέρνας" (στίχοι 3132-5). Εξάλλου περιγράφοντας τις προσπάθειες του Βυζαντινού στρατηγού Μακρηνού να συγκεντρώσει στρατεύματα από τις περιοχές που είχαν ανακαταλάβει οι Βυζαντινοί προκειμένου να οργανώσει μια εκστρατεία απελευθέρωσης και της υπόλοιπης Πελοποννήσου από τη λατινική κυριαρχία (1263-4) το Χρονικό αναφέρει: "ο δρόγγος γαρ του Μελιγού, το μέρος της Γιστέρνας, εκείνοι ερροβόλεψαν με τά τον βασιλέα" (στίχοι 4592-3).
Η σπανιότητα των αναφορών στην περιοχή της Κινστέρνας/Γιστέρνας υποδηλώνει ότι κατά τη μεσαιωνική περίοδο ο ευρύτερος χώρος της ήταν γνωστός με κάποιο άλλο όνομα, γεγονός που προκάλεσε αρκετά προ βλήματα σε νεώτερους ερευνητές που προσπάθησαν να την εντοπίσουν γεωγραφικά. Έτσι ο Schmitt οδηγήθηκε (1904) σε ταύτιση της Γιστέρνας με τον όρμο Κιστέρνες, στην περιοχή του Ταινάρου. Την ίδια άποψη εξέφρασε παλαιότερα (1843) ο J.Α.C. Buchon και πιο πρόσφατα (1960) ο Longnon. Αντίθετα, σχολιάζοντας το κείμενο του Χρονικού του Μορέως ο Πέτρος Καλονάρος απορρίπτει την θέση των προηγούμενων ερευνητών, θεωρώντας ότι βασίζεται σε εσφαλμένη καταχώρηση ενός όρμου κοντά στο Ταίναρο που ήταν ευρύτερα γνωστός με την ονομασία Ασώματος, ως "Κιστέρνες", από τους χαρτογράφους του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο (1828-31). Παλαιότερα (1928) ο Πέτρος Φουρίκης είχε εκφράσει την άποψη ότι "το περί την Κινστέρναν θέμα" του Παχυμέρη θα έπρεπε να αναζητηθεί στον περίγυρο του κάστρου του Λεύκτρου/Beaufort. Συμφωνώντας με την άποψη του Φουρίκη ο Καλονάρος δήλωσε: "Η Γιστέρνα, ή, ως αναφέρεται υπό των Βυζαντινών το περί Κινστέρναν θέμα... ήτο η περιοχή του Λεύκτρου, αυτή η ιδία ακριβώς, όπου εκτίσθη το ομώνυμον κάστρον Λεύτρον, τουτέστι άνωθεν ολίγον του κυρίως Ζυγού.
Η περιοχή Γιστέρνας περιελάμβανεν πιθανώς και την άλλην Β. Λακωνικήν, δηλαδή την περιοχήν Σταυροπηγίου ή Ζαρνάτας εκτεινομένη κα τά μήκος της ακτής μέχρι του Αλμυρού των Καλαμών... Πάντως εκείτο εις το Β. Τμήμα της Λακωνικής". Με την άποψη του Καλονάρου συμφωνούν οι Κουγέας και Βαγιακάκος. Ειδικότερα όμως ο πρώτος κάνει την επισήμανση ότι το Λεύκτρο βρίσκεται χαμηλότερα και όχι ψηλότερα από τον Ζυγό του Ταϋγέτου. Από την άλλη πλευρά οι Διονύσιος Ζακυθηνός, Ανάργυρος Κουτσιλιέρης και Στήβεν Ράνσιμαν δείχνουν μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα ως προς την ταύτιση της Κινστέρνας/Γιστέρνας με το κάστρο του Λεύκτρου, αν και σε γενικές γραμμές συμφωνούν στην τοποθέτηση της στη δυτική πλευρά της χερσονήσου της Μάνης. Την ταύτιση όμως της Κινστέρνας με την περιοχή του Λεύκτρου πρότεινε και πάλι ο Antoinne Bon, ισχυριζόμενος ότι εντόπισε ερείπια του κάστρου του Λεύκτρου στη θέση Σκάλα Στούπας, κοντά στην Καρδαμύλη, και ότι στο εσωτερικό τους διέκρινε "τα ερείπια... μιας κιστέρνας [δηλαδή δεξαμενή συλλογής του νερού]".
Το ζήτημα του γεωγραφικού προσδιορισμού της Κινστέρνας διασαφηνίζεται περισσότερο εάν ληφθούν υπόψη ορισμένα στοιχεία σχετικά με την οικογένεια Σπανή ή Σπανού, κάποια μέλη της οποίας είναι γνωστό ότι έδρασαν στη βορειοδυτική Μάνη κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα. Το 1278 αναφέρεται κάποιος Σπανής ως κυβερνήτης της Κινστέρνας, ο οποίος φαίνεται ότι συμμετέσχε στην κατάληψη του φρουρίου του Αγίου Γεωργίου Σκορτών από τον πρίγκιπα της Αχαΐας Φλωρέντιο του Αινώ. Τον 14ο αιώνα ένα άλλο μέλος, ο Κωνσταντίνος Σπανής, είναι γνωστό ότι κατείχε το αξίωμα του τζαούσιου των Μηλιγγών, ότι ανακαίνισε την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Καμπινάρι Πλάτσας (1338), ενώ είναι πιθανότατα ο ίδιος για τον οποίο αναφέρεται σε ένα τουρκικό έπος ότι προσπάθησε να εμποδίσει ανεπιτυχώς μια πειρατική επιδρομή Τουρκομάνων πειρατών στη βορειοδυτική Μάνη (1335). Αυτός φαίνεται εξάλλου ότι ήταν ο "Zassi", κύριος της Κινστέρνας, για τον οποίο αναφέρεται σε βενετικά έγγραφα ότι το 1334 επιτέθηκε από κοινού με μέλη της οικογένειας των Μελισσηνών στις βενετικές κτήσεις της Μεθώνης και της Κορώνης.
Η περιοχή λοιπόν της Κινστέρνας πράγματι βρισκόταν στη βορειοδυτική Μάνη. Αποτελούσε όμως θέμα; Νεώτεροι ξένοι ερευνητές, όπως οι Marc C. Bartucci και Michael Angolg έχουν επισημάνει στα έργα τους το στοιχείο που αναφέρθηκε πιο πάνω, ότι δη λαδή για παραδοσιακούς λόγους οι διοικητικές ενότητες της ύστερης Βυζαντινής αυτοκρατορίας, επικεφαλής των οποίων βρίσκονταν αξιωματούχοι που έφεραν τον τίτλο του δούκα, εξακολουθούσαν να αποκαλούνται θέματα, αν και η δομή και η έκταση τους ήταν πολύ διαφορετικές από εκείνες των παλαιότερων θεμάτων. Εάν όμως η Κινστέρνα αποτελούσε πράγματι θέμα, γιατί οι διοικητές της, π.χ. ο Κωνσταντίνος Σπανής, μνημονεύονται με τον τίτλο του τζαούσιου και όχι του δούκα; Η απάντηση πρέπει κατά τη γνώμη μας να συνδυαστεί με μια εύστοχη παρατήρηση του Π. Κατσαφάδου.
Ο τελευταίος θεωρεί ότι η νοοτροπία των σλαβικής καταγωγής Μηλιγγών της βορειοδυτικής Μάνης κατά την περίοδο των αγώνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας για την ανακατάκτηση της Πελοποννήσου (13ος-15ος αιώνες) χαρακτηριζόταν από ένα μισθοφορικό πνεύμα προσφοράς των υπηρεσιών τους είτε στους Λατίνους του πριγκιπάτου της Αχαίας είτε στους Βυζαντινούς του δεσποτάτου του Μυστρά, ανάλογα με το μέγεθος των ανταλλαγμάτων που τους δίνονταν. Η επαμφοτερίζουσα στάση τους διευκολυνόταν από την επίκαιρη θέση της περιοχής τους στα όρια της κυριαρχίας των δύο κρατών. Μια σοβαρή ένδειξη της στάσης των Μηλιγγών από τελεί η μνεία παραχώρησης φεουδαρχικών δικαιωμάτων στην Τσίμοβα (Αρεόπολη) και στο Διρό (δηλαδή στα νοτιότερα όρια της περιοχής τους) στο Νικολό Ατσιαγιόλι, μεγάλο στρατοπεδάρχη του πριγκιπάτου της Αχαΐας. Η παραχώρηση αυτή μνημονεύεται σε ένα λατινικό έγγραφο του πριγκιπάτου της Αχαΐας από τον 14ο αιώνα, σε περίοδο δηλαδή κατά την οποία είναι γνωστό ότι οι Λατίνοι είχαν αποσυρθεί από τη Μάνη.
Με βάση αυτό το έγγραφο γίνεται σαφές ότι η βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή των Μηλιγγών είχε περισσότερο ονομαστικό και λιγότερο πραγματικό χαρακτήρα, και ότι συνεπώς δεν μπορούσε να αποτελεί θέμα υπό τη διακυβέρνηση ενός δούκα. Σ' αυτό το συμπέρασμα οδηγεί εξάλλου και η μνεία των μελών της οικογένειας Σπανή, που κατείχαν ηγετική θέση μεταξύ των Μηλιγγών, με τον κατώτερο στρατιωτικό τίτλο του τζαούσιου. Τότε όμως πως ερμηνεύεται η αναφορά του Παχυμέρη σε "θέμα Κινστέρνας"; Πρόκειται μάλλον για αρχαϊσμό. Στην πραγματικότητα ο Παχυμέρης αναφέρεται στο "δρόγγο των Μηλιγγών". Ο όρος στην προκειμένη περίπτωση δηλώνει την περιοχή κατοικίας των Μηλιγγών, παλαιότερα όμως η έννοια "δρόγγος" δήλωνε μια υποδιαίρεση του στρατού ενός θέματος, γεγονός που κατά τη γνώμη μας ερμηνεύει τη σύγχυση του Παχυμέρη. Τελικά βέβαια όχι μόνο δεν υιοθετήθηκε ευρύτερα η απόπειρα διοικητικής "μετονομασίας" της περιοχής των Μηλιγγών (από δρόγγο σε θέμα) από τον Παχυμέρη, αλλά εξαφανίστηκε και η ίδια η ονομασία Κινστέρνα, η οποία φαίνεται ότι υποσκελίστηκε από το όνομα του Λεύκτρου.

Νίκου Νικολούδη Διδάκτορα Ιστορίας Πανεπιστημίου του Λονδίνου

Βιβλιογραφία:
-Γεώργιος Παχυμέρης, Relations histories, τ. Α', Παρίσι 1984 (στη σειρά Corpus Fontito Historiae Byzantinae).
-Το Χρονικόν τον Μορέως (επιμέλεια Π. Καλονάρος), Αθήνα 1940 (ανατύπωση: εκδόσεις Εκάτη)
-The Chronicle of Morea (επιμέλεια J. Schmit), Λονδίνο 1904 (ανατύπωση: Νέα Υόρκη 1979)
-Λεξικόν της Βυζαντινής Πελοποννήσου (επιμέλεια Ν. Νικολούδης), Αθήνα 1998 (λήμματα: "Κινστέρνα", "Σπανής Κωνσταντίνος")
-Δ.Α. Ζακυνβηνός, Le Despotat grec de Moree, τ. Α', Παρίσι 1932
-Π. Κατσαφάοος, Τα κάστρα της Μαϊνης, Αθήνα 1992
-Σ. Κουγέας, Περί των Μελιγκών του Ταϋγέτου εξ αφορμής ανεκδότου βυζαντινής επιγραφής εκ Λακωνίας, Αθήνα 1950 (υπ' αριθ. 15/3 στη σειρά Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών)
-Ου. Μίλλερ, Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, Αθήνα 1960
-Π. Φουρίκης, "Παρατηρήσεις εις τα τοπωνύμια των Χρονικών του Μορέως", Αθηνά 40 (1928).
-Μ. C. Bartusis, The late Byzantine Army. Arms and Society. 1204-1453, Φιλαδέλφεια 1992
-Α. Bon, La Moree franque, τ. Α', Παρίσι 1969