.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Καιάδας, Πέτρος Θέμελης




Ο περιηγητής τού +2ου αί., Παυσανίας, κατά την περιγραφή τής μυθιστορηματικής απόδρασης τού Μεσσήνιου θρυλικού ήρωα και επαναστάτη Αριστομένη από τον Καιάδα, όπου τον έριξαν ζωντανό μαζί με πενήντα Μεσσήνιους αιχμαλώτους οι Λακεδαιμόνιοι, μιλά για "απότομο και βαθύ βάραθρο" (Παυσ. 4, 18-4-7). Ή δράση τού Αριστομένη τοποθετείται από τον Παυσανία στο δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο, ακριβέστερα ανάμεσα στο -685/ -668. (Ο ιστορικός Beloch τοποθετεί την έναρξη τού δεύτερου Μεσσηνιακού Πολέμου γύρω στο -620/610). Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι ο Αριστομένης έπαιξε ηγετικό ρόλο σε σειρά εξεγέρσεις των υποδουλωμένων Μεσσηνίων, πού έληξαν τό -490.
 Στον Καιάδα είχε αποφασιστεί να πεταχτεί και το πτώμα τού καταδικασμένου σε θάνατο προδότη βασιλιά τής Σπάρτης, Παυσανία (-467), ό όποιος, όμως, τελικά θάφτηκε έξω από το βάραθρο (Θουκιδ. 1. 134, 1), ενώ αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν και ενταφιάστηκαν στή Σπάρτη. Ό Θουκυδίδης, τέλος, αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια τού Πελοποννησιακού Πολέμου (-431/ -404) οί Σπαρτιάτες αφάνισαν δυο χιλιάδες είλωτες καί "...ούδείς ήσθετο ότω τρόπω έκαστος διεφθάρη" (Θουκ. 4 80, 4). Υπάρχει το ενδεχόμενο νά τούς πέταξαν στον Καιάδα.
Καί στή δημοκρατική Αθήνα τα πτώματα των καταδίκων πού θανατώνονταν με το φρικτό βασανιστήριο τού "αποτυμπανισμού" (βλ. Άρχ. 11, σ. 42) ρίχνονταν σε βάραθρο, σύμφωνα μέ αρχαίο νόμο ή ψήφισμα, λεγόμενο «τού Καννωνού». Ό νόμος αυτός ίσχυε, όπως φαίνεται, τουλάχιστον από τίς αρχές του -5ου αί. ώς καί τά χρόνια τού ρήτορα Δημοσθένη (8. 61). Άπό τό παρακάτω χωρίο τού Ξενοφώντα "...τό Καννωνού ψήφισμα έστιν ίσχυρότατον, ό κελεύει, έάν τις τόν τών Αθηναίων δήμον άδική, δεδεμένον άποδικεΐν έν τώ δήμω, και έάν καταγνωσθή άδικεϊν, άποθανείν είς τό βάραθρον έμβληθέντα" βγαίνει το συμπέρασμα ότι στο βάραθρο κατακρημνίζονταν και ζωντανοί οι καταδικασμένοι (Ξενοφ.'Ελλην. 1,7.20). Ακόμα και ο Μιλτιάδης, ο κύριος συντελεστής τής πανωλεθρίας των Περσών στο Μαραθώνα, μετά την αποτυχία του να καταλάβει την Πάρο καταδικάστηκε να ριχτεί στο βάραθρο, γλίτωσε τον ατιμωτικό αυτό θάνατο χάρη στην επέμβαση τού πρύτανη (Πλ,Γοργίας 5,16).



Τα πτώματα των δεκαεφτά "αποτυμπανισμένων" καταδίκων πού αποκάλυψε στο Φαληρικό Δέλτα ο Αντώνιος Κεραμόπουλος τό 1923 δεν ρίχτηκαν σε βάραθρο, αλλά σέ ένδειξη επιείκειας ενταφιάστηκαν. Ο "καταποντισμός" ολόσωμων πτωμάτων, άταφων, στο βάραθρο ήταν ή σκληρότερη τιμωρία, ή "εσχάτη των ποινών". Τουλάχιστον από τα ομηρικά χρόνια (-8ος αί.) το να αφεθεί άταφος ένας νεκρός, έρμαιο των ορνέων ή των σκυλιών, θεωρούνταν ή χειρότερη μοίρα για θνητό, όσο ατιμωτικός και βασανιστικός κι αν ήταν ο τρόπος τού θανάτου του. Τα έπη, κυρίως ή Ιλιάδα, προσφέρουν πλήθος παραδείγματα, πού πολλά απηχούν μυκηναϊκά ήθη, έθιμα και δοξασίες.
Η λαϊκή παράδοση τοποθετεί τον Καιάδα στις χαράδρες κοντά στο χωριό Παρόρι τής περιοχής τού Μιστρά και κυρίως σ' ένα από τα φαράγγια τού Ταΰγετου, μετά το χωριό Τρύπη, δίπλα στο δρόμο πού οδηγεί στην Καλαμάτα. Ή δεύτερη αυτή θέση σημειώνεται ως Καιάδας και σε χάρτες της περιοχής.
Η παρουσία βάραθρου με οστά ανθρώπων στην Τρύπη ήταν τουλάχιστον από τή δεκαετία τού '60 γνωστή στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Σπάρτης. Ωστόσο κανένας αρχαιολόγος δεν αποτόλμησε κάθοδο στο εσωτερικό και εξερεύνηση ή ανασκαφή, για να επιβεβαιώσει την παράδοση και τις φιλολογικές μαρτυρίες.
Ο δάσκαλος κ. Ανδρέας Γ. Ασπιώτης, πού κατάγεται από την Τρύπη και υπηρέτησε εκεί από τό 1929 ως τό 1958, συγκαταλέγεται ίσως ανάμεσα στούς πρώτους πού επιχείρησαν κάθοδο στό σπηλαιοβάραθρο και μάλιστα μαζί με μαθητές του σχολείου. Σύμφωνα με επιστολή του, έφτασε ως το πρώτο πλάτωμα σε βάθος 20-25 μ. και πήρε από το πλήθος των οστών ένα κρανίο και ένα σπόνδυλο πού τα παρέδωσε στον καθηγητή τής φυσικής κ. Αποστολάκο. Τον Οκτώβριο τού 1980 οι Ν. Λελούδας, Στ. Παυλίδης και Κ. Τζικόπουλος, μέλη της Ε.Σ.Ε.. πραγματοποίησαν κάθοδο στον "Καιάδα" σε συνεννόηση με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου και κατοίκους τού χωριού Τρύπη (άρ. Μητρώου Ε.Σ.Ε 4343), χωρίς, όμως να κάνουν γνωστά τα αποτελέσματα τής εξερεύνησής τους.
Στις 18 Φεβρουάριου 1983 η δημοσιογράφος Ιουλία Πιτσούλη βρέθηκε συμπτωματικά στην περιοχή τής Τρύπης. Από τον κ. Γ. Καρβουνιάρη, ιδιοκτήτη τού ξενοδοχείου «ΚΑΙΑΔΑΣ», πού χτίστηκε τά τελευταία χρόνια δυτικά από το χωριό, καθώς και από ντόπιους οδηγήθηκε στην είσοδο τού βάραθρου, όπου φτάνει κανείς εύκολα, ανεβαίνοντας το σύγχρονο τσιμεντένιο κλιμακοστάσιο με 118 σκαλοπάτια. Κατόπι με τη βοήθεια τής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας κατέβηκε στο εσωτερικό αφού ειδοποίησε και την τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων Σπάρτης. Το θέαμα πού αντίκρισε ήταν συναρπαστικό: ανάμεσα σε πέτρες, χώμα και όγκους ασβεστολιθικών βράχων υπήρχαν εκατοντάδες θραύσματα οστών, άλλα διαλυμένα και σκόρπια στις ρωγμές και στα διάκενα, κι άλλα συσσωρευμένα σε σχεδόν άθικτα στρώματα. Ορισμένα δείγματα πού περισυνέλεξε τα παρέδωσε στον επιμελητή κ. Ζ. Μπάνια. Αμέσως μετά την επιστροφή της με ενημέρωσε σχετικά με το εντυπωσιακό εύρημα. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, θεώρησα αναγκαία και επείγουσα την προκαταρκτική- αναγνωριστική έρευνα τού σπηλαιοβάραθρου. Συγκρότησα ομάδα από τούς: α) Ευάγγελο Καμπούρογλου, γεωλόγο β) Θεόδωρο Πίτσιο, ανθρωπολόγο, τότε επιμελητή τού Ανθρωπολογικού Μουσείου τού Πανεπιστημίου Αθηνών και γ) Ιωάννη Ιωάννου, πεπειραμένο στέλεχος τής Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Η αυτοψία πραγματοποιήθηκε στις 10 και 11 Μαρτίου 1984 με τη συμμετοχή τού επιμελητή Αρχαιοτήτων κ. Ζ. Μπάνια και τής Ι. Πιτσούλη. Τα αποτελέσματα τής πρώτης αυτής αυτοψίας περιγράφονται στις δύο εκθέσεις τού θ. Πίτσιου και τού Ε. Καμπούρογλου, πού ακολουθούν.
 

Γεωλογική Έκθεση
Το σπηλαιοβάραθρο "Καιάδας" βρίσκεται στο δυτικό άκρο τού χωριού Τρύπη σε απόσταση 10 χλμ. από τη Σπάρτη, δίπλα στο δημόσιο δρόμο Σπάρτης- Καλαμάτας. Η περιοχή παρουσιάζει πολλές υψομετρικές εναλλαγές, λόγω τού έντονου τεκτονισμού. Το ανάγλυφο είναι τραχύ και άδενδρο με θαμνώδη κατά τόπους βλάστηση και διασχίζεται από βαθιές χαράδρες. Το υδρογραφικό δίκτυο χαρακτηρίζεται από χειμάρρους με πολύ απότομα πρανή. Ο Καιάδας αναπτύσσεται κατά μήκος άξονα διεύθυνσης Ν 17” Δ (είκ.1). Ο χαρακτηρισμός του ώς σπηλαιοβάραθρου είναι δικαιολογημένος, λόγω των μεγάλων κλίσεων πού κυμαίνονται από 35°- 50°. Οι παρειές των τοιχωμάτων του είναι σχεδόν κατακόρυφες ή έχουν κλίσεις 60°- 80°. Το μήκος πού μπορέσαμε νά εξερευνήσουμε έφτανε περίπου το 50 μ. Η είσοδος τώρα γίνεται από άνοιγμα πλάτους περίπου 0,50μ., πού το αφήνει πεσμένος ογκόλιθος, διαστ. 1,5X 1μ., καί βρίσκεται 30μ. ψηλότερα από το δημόσιο δρόμο και 730 μ. από την επιφάνεια τής θάλασσας (είκ. 3 καί 4).



Η θέση αποτελεί έξαρμα με δύο άνδηρα τού κύριου ορεινού όγκου τής οροσειράς τού Ταΰγετου (είκ.3). Το ένα άνδηρο έχει επίχωση και τμήμα του έχει μετατραπεί σε μαντρί, ενώ το άλλο έχει την αρχική είσοδο τού σπηλαιοβάραθρου. σήμερα επιχωμένη με λατύπες και Terra rossa πού αφήνουν oρισμένα διάκενα. Το πλάτος του από την είσοδο ως τα 30 μ. κυμαίνεται από 1-3 μ. Στα πρώτα 9 μ. το δάπεδο παρουσιάζει κλίση 40° Ν. και πλάτος από 1,62-1,20μ. Από τα 9 μ. ως τα 11,5 μ. κλίση 45° και πλάτος ως 2,10 μ. Από τα 11,5 μ. ως τα 20 μ. η κλίση είναι της τάξεως των 40°, ενώ το πλάτος μειώνεται στα 1,20 μ. Τα ανατολικά τοιχώματα είναι κατακόρυφα, ενώ τα δυτικά με εναλλασσόμενες κλίσεις σχηματίζουν διάφορα επίπεδα. Σε βάθος 21 μ. το πλάτος φθάνει στα 3,10 μ. Εδώ τα τοιχώματα καλύπτονται από ασθενή σταλακτιτικό διάκοσμο με μορφή δακτυλογλυφών, αποτέλεσμα παλαιότερης έντονης σταγονορροής. Από τα 24 μ. ως τα 30 μ. έχουμε κλίση 45° και πλάτος ως 2,30 μ. Στο σημείο αυτό, στο ανατολικό τοίχωμα, υπάρχει σχισμή από πτώση ογκόλιθων, μέσα στην οποία βρίσκονται σφηνωμένα ανθρώπινα οστά (είκ.5). Εδώ το ύψος τής οροφής κυμαίνεται από 16 και πάνω μέτρα.
Από τη σημερινή είσοδο και ως το βάθος των 30 μ. το κεκλιμένο δάπεδο τού βάραθρου είναι επιχωμένο με λεπτομερές υλικό και φερτούς λίθους μικρών διαστάσεων. Από τα 30μ. ως τα 41 μ. το δάπεδο είναι έντονα ανώμαλο από το πλήθος των λίθων (ορισμένοι είναι πεπλατυσμένοι), πού έχουν αποκολληθεί, ενώ στα τοιχώματα δημιουργούνται σχισμές και κοιλώματα. Στό βάθος τών 35 μ. από τή σημερινή είσοδο καί σέ κοίλωμα διαστάσεων 2X 1μ. υπάρχει καταβόθρα με άγνωστη κατεύθυνση. Εδώ είναι και το μόνο σημείο τού σπηλαίου πού παρουσιάζει ακόμα σταγονορροή, ενώ τα υπάρχοντα οστά, συμπιεσμένα από τούς ογκόλιθους, έχουν καλυφτεί από ασβεστιτικό υλικό (περιασβέστωση).
 Στο βάθος των 35 μ. ή υψομετρική διαφορά από την είσοδο είναι 25μ., ενώ το ύψος τής οροφής ξεπερνά τα 18 μ. Στο σημείο αυτό δημιουργείται είδος δεύτερου επιπέδου πάνω από την οροφή, το όποιο δεν εξερευνήθηκε. Από τα 35 ως τα 50μ. ή κατάσταση παραμένει ή ίδια με τούς πολυάριθμους πεσμένους ογκόλιθους, πού δεν επιτρέπουν τη διέλευση στο εσωτερικό.
Το σπήλαιο έχει διανοιχτεί μέσα σέ λατυποπαγή ασθεστόλιθο χαλαρής συνοχής, έντονα τεκτονισμένο και άστρωτο. Επιφανειακά παρουσιάζεται καρστικοποιημένος με ενδιάμεσες παρεμβολές υλικού αποσάθρωσης (terra rossa). Ο έντονος κατακερματισμός και ή αποσάθρωση έχουν δημιουργήσει συνθήκες αστάθειας παρατηρείται πτώση ογκόλιθων από τά υψηλότερα σημεία ακόμα και σήμερα. Το πάχος τού ασβεστόλιθου πάνω από το σπήλαιο είναι πολύ μικρό. Στο παρελθόν υπήρχε άνοιγμα με μορφή εισόδου. Μικρή ποσότητα σκελετικού υλικού παρατηρήθηκε και σε επιχωμένο πρανές έξω από τό σπήλαιο, σε απόσταση 3μ. από τη σημερινή του είσοδο (είκ. 6).    - Ε. Καμπούρογλου

Ανθρωπολογική Έκθεση
Κατά την επίσκεψη τού σπηλαιοβάραθρου "Καιάδας" (10-11/3/1983) στο χωριό Τρύπη τής Σπάρτης έγιναν οι παρακάτω διαπιστώσεις σε σχέση με το ανθρωπολογικά και γενικότερα το σκελετικό υλικό:
1 Το τελικό και βαθύτερο τμήμα τού βαραθρώδους σπηλαίου περιέχει ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό οστών, πού διαπιστώνεται από επιφανειακά ευρήματα, καθώς και από την εξέταση φυσικών τομών τής επίχωσης τού δαπέδου. Η επίχωση αυτή αποτελείται στο μεγαλύτερο ποσοστό της από οστά, και το πάχος της ξεπερνάει τα τρία μέτρα (είκ. 7).
2. Σχεδόν το σύνολο τού οστέινου υλικού προέρχεται από ανθρώπινους σκελετούς και η σύνθεση των ευρημάτων δείχνει πώς στο βάραθρο έχουν ριχτεί ολόκληρα σώματα και όχι ελεύθερα οστά.
3. Οι συσχετισμοί των οστών δείχνουν πώς το σκελετικό υλικό έχει υποστεί σχετική διασπορά και ισχυρή ανάμειξη, ενώ η μορφολογία των οστών φανερώνει έλλειψη σοβαρής μετακίνησης και μεταφοράς. Μάλλον η εναπόθεση σκελετικού υλικού ήταν μεγαλύτερη από την ιζηματογένεση τού χώρου, με αποτέλεσμα τη διάλυση και ανάμειξη των σκελετών λόγω απουσίας ανατομικής υποστήριξης και διαχωρισμού
4. Η διαπίστωση ομάδων ανθρώπινων οστών, πού αντιπροσωπεύουν ολόκληρους σκελετούς, σε φυσικές σχισμές ή εσοχές των κατακόρυφων τοιχωμάτων τού σπηλαιοβάραθρου και σε ύψος αρκετών μέτρων (3-6 μ.) από το σημερινό δάπεδο (είκ. 8) υποδεικνύει την ύπαρξη παλαιάς εισόδου στην οροφή του βάραθρου, από όπου γινόταν ή τροφοδοσία του. Τα ευρήματα αυτά αντιστοιχούν στο τμήμα τού σπηλαιοβάραθρου πού συγκεντρώνει τον κύριο όγκο τού σκελετικού υλικού και εμφανίζει σημαντικό ύψος οροφής, γεγονός πού ενισχύει την προηγούμενη υπόθεση, όπως και ο εντοπισμός τής πιθανής παλαιός εισόδου στο άνω μέρος τού λόφου τής σπηλιάς. Δηλαδή, τα σκελετικά υπολείμματα των εσοχών θα μπορούσε να ανήκουν σε άτομα πού συγκροτήθηκαν σε αυτές κατά την πτώση τους ή αναρριχήθηκαν ως εκεί προσπαθώντας να φτάσουν στην έξοδο.


Για καλύτερο έλεγχο των επιτόπιων παρατηρήσεων συγκεντρώθηκε αριθμός οστών από πέντε διαφορετικά σημεία τού σπηλαίου. Στα οστά αυτά μετά τον καθαρισμό και την συντήρησή τους έγιναν προσδιορισμοί σχετικοί με τον ελάχιστο αριθμό ατόμων, την ηλικία, το φύλο και την αναγνώριση οστών ζώων.
α. Ελάχιστος αριθμός ατόμων: δείγμα 1-2 δείγμα 2-3 (είκ. 9) δείγμα 3-5 δείγμα 4-4 δείγμα 5-3. Στο συνολικό δείγμα προσδιορίστηκε η παρουσία οστών πού προέρχονταν τουλάχιστον από 17 διαφορετικά άτομα. Αριθμός ενδεικτικός για την πυκνότητα και την ανάμειξη τού σκελετικού υλικού, μια και ο συνολικός όγκος ευρημάτων πού συγκεντρώθηκε αντιστοιχεί στον όγκο 1-2 φυσιολογικών σκελετών.
β. Από τα οστά πού παρουσιάζουν στοιχεία προσδιορισμού ηλικίας τα περισσότερα ανήκουν σε άτομα ενήλικα (20-30 ετών). Σε δύο περιπτώσεις βρέθηκαν ενδείξεις ώριμων ατόμων (30-40 ετών) και σε μια περίπτωση ατόμου παιδικής ηλικίας (περίπου 10 ετών).
γ. Και σε πέντε δείγματα οστών διαπιστώθηκαν συχνά σαφείς ενδείξεις αντρικού φύλου. Επίσης, από ανάλογες ενδείξεις (σε οστά δύο ατόμων) πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη η παρουσία σε μικρό ποσοστό γυναικείων σκελετών,
δ. Αναγνωρίστηκαν σκελετικά υπολείμματα τριών κατσικιών, από τα όποια προέρχονταν όλα τα οστά ζώων πού βρέθηκαν μέσα στο σπήλαιο. Η συσσώρευση τού μεγαλύτερου μέρους και των τριών σκελετών στο ίδιο σημείο τού δαπέδου είναι πιθανό να συσχετίζεται με την υποτιθέμενη παλαιό δίοδο στην οροφή τής σπηλιάς  θ. Πίτσιος




Συμπεράσματα
Από τις πιό πάνω εκθέσεις βγαίνει το συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με βάραθρο στην περιοχή τής αρχαίας Σπάρτης γεμάτο ανθρώπινο σκελετικό υλικό, γεγονός πού συμφωνεί με τις αρχαίες μαρτυρίες και την λαϊκή παράδοση για την μορφή και τον προορισμό τού Καιάδα.
Η κατακρήμνιση των μεγάλων ογκόλιθων και ή απόφραξη τής αρχικής στενής κατακόρυφης εισόδου (στομίου) του οφείλονται κυρίως σε σεισμούς ή άλλα φυσικά αίτια και λιγότερο στην απόρριψη λίθων από ποιμένες τής περιοχής. Είναι πιθανόν η πρώτη μεγάλη κατάπτωση βράχων στο εσωτερικό να έγινε κατά τον ιστορικά βεβαιωμένο καταστρεπτικό σεισμό τού -464, πού σώριασε σε ερείπια την Σπάρτη και έδωσε αφορμή για την εξέγερση των ειλώτων, γνωστή σαν τέταρτος Μεσσηνιακός Πόλεμος (-464/ -460/59) (Παυσ, 1, 24. 6). Και η επανάσταση αυτή κατέληξε στην δημιουργία νέων μεσσήνιων προσφύγων και στην εγκατάστασή τους στη Ναύπακτο με τη βοήθεια των Αθηναίων. Κατά τόν Πλούταρχο (Κίμων 16, 4) ο σεισμός τού -464 ήταν τρομακτικά ισχυρός: "Ή χώρα τών Λακεδαιμονίων χάσμασιν ένώλισθε πολλοίς και τών Ταϋγέτων τιναχθέντων κορυφαί τινές απερράγησαν» (άνοιξαν χάσματα και αποκόπηκαν βράχοι από τις κορφές τού Ταΰγετου). Είναι επομένως φυσικό να έπεσαν από τότε μεγάλοι βράχοι και στο εσωτερικό τού Καιάδα.
 Παρατηρήθηκε ότι και πάνω σε πεσμένους ογκόλιθους υπήρχαν οστά ανθρώπινων σκελετών, πού ρίχτηκαν προφανώς από την άνω, αρχική είσοδο και μετά το -464.
 Υπάρχει ακόμα το ενδεχόμενο ριγμένοι ζωντανοί στο βάραθρο κατάδικοι ή αιχμάλωτοι νά επέζησαν από την πτώση και να επιχείρησαν με τις τελευταίες τους δυνάμεις να αναρριχηθούν προς την έξοδο, χωρίς όμως να το κατορθώσουν. Άφησαν έτσι την τελευταία τους πνοή πάνω στούς πεσμένους ογκόλιθους, με αποτέλεσμα να παραμείνει εκεί ως σήμερα, σφηνωμένο ή αιωρούμενο, μέρος των οστών τους. Η σημερινή στενή είσοδος είναι επίσης φυσική και βρίσκεται πλευρικά περίπου στο μέσον τού βάραθρου. Αρχικά θά πρέπει νά ήταν πολύ στενότερη, πρίν διευρυνθεί πρόσφατα. Ύστερα άπ' αυτά δέν μπορεί νά μή φέρει κανείς στό νοΰ του τήν παράδοση γιά τή διαφυγή τού Αριστομένη από τόν Καιάδα (βλ. πιό πάνω), να μή σχετίσει τό σημερινό πλευρικό άνοιγμα μέ τήν τρύπα άπ' όπου βγήκε στήν επιφάνεια ό μεσσήνιος θρυλικός ήρωας καί ηγέτης, ξανακερδίζοντας έτσι τήν ελευθερία του. Ή έξοδος από τό άρχικό στόμιο τού βάραθρου, μέ τά σχεδόν κατακόρυφα τοιχώματα αρνητικής κλίσης, είναι και ήταν τελείως αδύνατη όχι μόνο σέ ανθρώπους (πού ρίχτηκαν πιθανώς ζωντανοί μέσα) άλλά ακόμη καί σέ ζώα.

Οι παρατηρήσεις, τέλος, του κ. Θ. Πίτσιου, για την παρουσία και μικρού αριθμού γυναικών μέσα στο βάραθρο θα μπορούσε να συσχετιστούν με την τελευταία μεσσηνιακή επανάσταση (-464/ -460), όπου πήραν μέρος και γυναίκες. Τίποτε δεν αποκλείει να ρίχτηκαν κι αυτές στον Καιάδα μαζί με τούς άντρες αιχμαλώτους.
Όλα τα στοιχεία, γεωλογικά και ανθρωπολογικά, μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε το βάραθρο τής Τρύπης ως τον Καιάδα τής Αρχαιότητας, πού χρησιμοποιήθηκε από τούς Σπαρτιάτες κυρίως στη διάρκεια των μεσσηνιακών πολέμων (-8ος/ -5ος αί.) για τον καταποντισμό των μισητών και μόνιμων εχθρών τους ή και κοινών καταδίκων. 
Λείπουν προς το παρόν αρχαιολογικά τεκμήρια για την ακριβή χρονολόγηση του πλούσιου και εντυπωσιακού στρώματος οστεολογικού υλικού. Σύμφωνα με πληροφορίες γέροντα ποιμένα τής περιοχής, έχουν βρεθεί κατά καιρούς στο εσωτερικό λύχνοι και σιδερένιοι χαλκάδες.
Πρόσφατο εύρημα από το σπηλαιοθάραθρο τής Τρύπης ενισχύει τον ταυτισμό του με τον Καιάδα και δίνει ελπίδες για την αποκάλυψη αρχαιολογικών αντικειμένων και στοιχείων, πού θα βροηθήσουν στην χρονολόγηση των επιχώσεων με τα οστά. Νεαροί επίδοξοι εξερευνητές έβγαλαν στην επιφάνεια θραύσμα κρανίου, πού είχε καρφωμένη πάνω του χάλκινη αιχμή βέλους, μήκους περίπου 4 έκ. (είκ.10).
 Κλείνοντας, όμως, πρέπει να σημειώσουμε ότι η σχετικά μεγάλη απόσταση του σπηλαιοβάραθρου της Τρύπης από τη Σπάρτη (10 χλμ.) αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στον ταυτισμό του με τον Καιάδα.

Σημείωση: Οι φωτογραφίες 3. 4. 6. 7. 9 και 10 είναι τού Θ Πίτσιου, οι 5 και 8 του Ε. Καμπούρογλου.

ΚΑΙΑΔΑΣ: Πέτρος Θέμελης Καθηγητής τού Πανεπιστημίου τής Κρήτης - Έφορος Αρχαιοτήτων