.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Ρωμαϊκό οδικό δίκτυο Τριφυλίας: Το Μιλιάριο του Επιταλίου




Το Ρωμαϊκό οδικό δίκτυο Ηλείας- Τριφυλίας

 Όπως είναι γνωστό, η Εγνατία οδός της οποίας η βασική αρτηρία έφτανε έως τον Έβρο και στη συνέχεια έως την Κωνσταντινούπολη (Τσατσοπούλου-Καλούδη 2005· Λιάμπη 2009, 23) διέθετε επίσης έναν κλάδο που συνέδεε τη Νικόπολη με το Αντίρριο η κατασκευή του οποίου χρονολογείται πριν το +112, και ο οποίος στη συνέχεια επεκτάθηκε και στην Πελοπόννησο με την κατασκευή της οδού Πατρών – Μεθώνης. Στόχος του κλάδου αυτού ήταν η οδική σύνδεση των λιμανιών της Δυτικής Ελλάδας (Αξιώτη 1980).
 Την πορεία του δρόμου στην Ηλεία μαρτυρούν τα λίθινα ενεπίγραφα οδόσημα-στήλες ( «μιλ(λ)ιάρια» ή «μιλ(λ)ιαρήσια», milliaria) τοποθετημένα ανά χίλια (mille) βήματα, δηλ. ένα μίλιον. Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί τέσσερα τα οποία έχουν βρεθεί σε θέσεις πλησίον της θάλασσας όπως το Επιτάλιο (Θέμελης 1969, 16-17) και η Σκαφιδιά (Βικάτου 1999, 244). Τα υπόλοιπα δύο αφορούν μεσόγειες θέσεις, εκ των οποίων το ένα έχει εντοπιστεί στην Φιγάλεια (Λαμπροπούλου 1991, σ. 283, υποσ. 3) και δεν αποκλείεται να αφορά στον ίδιο δρόμο δεδομένου ότι σύμφωνα με τις έρευνες του Cooper η πόλη διέθετε λιμάνι με νεώσοικους και αγκυροβόλιο στην πλωτή τότε Νέδα, σε απόσταση 11 χλμ. από την θάλασσα (Cooper 1972, 359-363). Ένα τέταρτο οδόσημο από πωρόλιθο με μη αναγνώσιμη επιγραφή (Βικάτου 1999, 243) αναφέρεται από την περιοχή της Δαφνιώτισσας (Μουζίκα) περ. 10 χλμ. ΝΑ της Ήλιδας, το οποίο, ωστόσο, δεν αποκλείεται να ανταποκρίνεται σε διαφορετικό οδικόν άξονα.


 Η πορεία του δρόμου (βλ. Baladié 1980, 267-277) τεκμαίρεται άμεσα από την αρχαία γραμματεία (Στράβων VIII, 3, 10) και έμμεσα από την μάλλον μεταγενέστερη λίθινη με τρεις χτιστές καμάρες εκ των οποίων η κεντρική μεγαλύτερη, γέφυρα του ρέματος Ανύσατος στη Μυρσίνη (κατά πάσα πιθανότητα η Μύρσινος ή αργότερα Μυρτούντιον, βλ. Στράβων, ό.π.) σε χρήση ακόμα και σήμερα πλησίον του ενός από τα δύο σημαντικότερα λιμάνια της Ηλείας από την αρχαιότητα, της Κυλλήνης (σε απόσταση π. 8 χλμ. ανατολικότερα). 
Οπωσδήποτε, ο προαναφερόμενος κλάδος της Εγνατίας θα περνούσε και από το άλλο μεγάλο λιμάνι, τη Φειά, όπως άλλωστε δείχνει και το οδόσημο της γειτονικής Σκαφιδιάς.
 Ένας άλλος συσχετισμός της πορείας του δρόμου θα μπορούσε να γίνει με τις λουτρικές εγκαταστάσεις. Πράγματι, τόσο στην Σκαφιδιά, όσο και στο Επιτάλιο υπήρχαν λουτρά ρωμαϊκής εποχής. 


Δεξιά: Χάρτης του οδικού δικτύου στην Πελοπόννησο κατά την Ρωμαϊκή, όπου σημειώνονται οι πόλεις- σταθμοί που αναφέρονται στην Tabula Peutingeriana

Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να υποθέσει και για τα επίσης σημαντικά λουτρά της Κυλλήνης, τα οποία ήταν επιπλέον και ιαματικά, το ίδιο και τα αντίστοιχα λουτρά του Καγιάφα, απ’ όπου η διέλευση του δρόμου θα ήταν υποχρεωτική λόγω της στενής λωρίδας που σχηματίζεται για αρκετά χιλιόμετρα ανάμεσα στο όρος Λαπίθας και τη θάλασσα.
Σε ότι αφορά το Ρωμαϊκό οδικό δίκτυο σημαντικά είναι όσα αναφέρει Γ. Α. Πίκουλας, στο "Ταξιδεύοντας στην αρχαία Ελλάδα":
Κατά τη ρωμαιοκρατία η νότια Ελλάδα, ως μέρος μιας απόμακρης επαρχίας, δεν γνώρισε νέες διανοίξεις αμαξηλάτων οδών. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει ότι οι ρωμαϊκές διανοίξεις οδών εξυπηρετούσαν πρωτίστως την απρόσκοπτη μεταφορά των λεγεωνών και η νότια Ελλάδα βρισκόταν πολύ μακριά από τα ευπαθή σύνορα της αυτοκρατορίας. Παραδείγματα, όπως αυτό της Εγνατίας στον βορειοελλαδικό χώρο αποτελούν τη μοναδική εξαίρεση του κανόνα. Η μόνη μαρτυρημένη διάνοιξη στη νότια Ελλάδα είναι η διαπλάτυνση της Σκιρωνίδος οδού (σημερινής Κακιάς Σκάλας) από τον Αδριανό (Παυσανίας Ι 44, 6) καθ' οδόν για την Κόρινθο, που εντάσσεται όμως στα κοινωφελή έργα του ρέκτη αυτοκράτορα. Παρέμεινε λοιπόν σε χρήση το παλαιότερο οδικό δίκτυο, συχνά παραμελημένο και ασυντήρητο, ακόμη και όταν επρόκειτο για κύριους άξονες. Αλλωστε τα ελάχιστα μιλιάρια/miliaria (ρωμαϊκοί οδοδείκτες· Πίκουλας 1992-98α), που έχουν βρεθεί στην Πελοπόννησο, σε συνδυασμό με την Tabula Peutingeriana [αντίγραφο ρωμαϊκού χάρτη ή και συμπίλημα χαρτών σωζόμενο στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Βιέννης (Codex Vindobonensis 324) που καταγράφει το τότε οδικό δίκτυο· εικ. 20] είναι ενδεικτικά για το μικρό ενδιαφέρον της Ρώμης γι' αυτήν την απόμακρη περιοχή της αυτοκρατορίας της.

Ο χάρτης του Πόιτινγκερ, ή Πευτιγγεριανός Πίνακας, είναι αρχαίος χάρτης του οδικού δικτύου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έχει ενταχθεί στο αρχείο του προγράμματος"Μνήμη του Κόσμου" της UNESCO. Δείχνει τους δρόμους που διέσχιζαν την επικράτεια ξεκινώντας από τα νησιά της Μεγάλης Βρετανίας δια μέσου των μεσογειακών χωρών και της Μικράς Ασίας και φτάνοντας μέχρι την Ινδία και τον ποταμό Γάγγη, την Σρι Λάνκα, τον Ινδικό Ωκεανό, και την αυτοκρατορία της Κίνας.

Το μιλιάριο του Επιταλίου

 Το 1967 ο τότε αρχαιολόγος της Ζ' Εφορείας Αρχαιοτήτων, Πέτρος Θέμελης, ανέσκαπτε ένα σύνολο ελληνιστικών και ρωμαϊκών οικοδομικών λειψάνων στο Επιτάλιο. Σ' έναν μικρό τοίχο αποκάλυψε ένα εντοιχισμένο σε δεύτερη χρήση μιλιάριο.
 Μιλιάρια είναι τα οδόσημα που τοποθετούσαν οι ρωμαϊκές αρχές σε σημαντικούς για την επικοινωνία και το εμπόριο δρόμους. Τα μιλιάρια έφεραν το όνομα και τους τίτλους του αυτοκράτορος, στην εποχή του οποίου γινόταν η σήμανση της οδού, που κατασκευαζόταν εκ θεμελίων ή επισκευαζόταν, και στο τέλος αναγραφόταν ένας αριθμός μιλίων που προσδιόριζε την απόσταση από κάποιο σημαντικό κέντρο ή από τη Ρώμη. Οι Ρωμαίοι οργάνωσαν το οδικό δίκτυο όλης της αυτοκρατορίας, ενώ οι Ελληνες είχαν ανέκαθεν δώσει βαρύτητα στη θαλάσσια επικοινωνία, χρησιμοποιώντας κατά κανόνα για τη δια ξηράς μετακινήσή τους τις φυσικές διόδους και τα μονοπάτια.

 Το μιλιάριο του Επιταλίου είναι ένα κολωνάκι από γκρίζο μάρμαρο, με ύψος 1,50 μ. και διάμετρο 0,30 μ. Φέρει λατινική επιγραφή που πληροφορεί ότι ο αυτοκράτωρ Τραϊανός, ο οποίος αναφέρεται με όλους τους επίσημους τίτλους του, διέταξε να τοποθετηθεί αυτό το μιλιάριο αφού έγιναν οι μετρήσεις των δρόμων. Η μακρά και περίπλοκη τιτλοφορία του αυτοκράτορος αποτελεί τη βάση για τη χρονολόγησή του μιλιαρίου με μεγάλη ακρίβεια, ανάμεσα στην 10η Σεπτεμβρίου και την 9η Δεκεμβρίου του έτους +115. Η απόσταση που αναγράφεται στο τέλος της επιγραφής είναι 9 μίλια, δηλ. με 13,5 χλμ. Η αφετηρία των μετρήσεων δεν αναφέρεται, αλλά πρόκειται πιθανότατα για την Ολυμπία, η οποία τον +2ο αι., γνωρίζει μεγάλη άνθηση κι αποτελεί πόλο έλξης αθλητών, θεατών και προσκυνητών, ιδιαίτερα την εποχή των ολυμπιακών αγώνων. Σε αρχαίους χάρτες, όπως την περίφημη Tabula Peutingeriana, αντίγραφο χάρτη της ρωμαϊκής εποχής, η Ολυμπία σημειώνεται ως ένας κόμβος όπου συναντώνται ο παραλιακός δρόμος της ΒΔ Πελοποννήσου και ο ηπειρωτικός δρόμος προς τη Μεγαλόπολη και την Τεγέα.
 Εντύπωση προκαλεί ωστόσο η φράση του μιλιαρίου mensuris viarum actis poni iussit (δηλ. "διέταξε να τοποθετηθεί το μιλάριο, αφού μετρήθηκαν οι δρόμοι"), η οποία δηλώνει το αυτονόητο, ότι δηλ. για να τοποθετηθεί το οδόσημο έχει προηγηθεί μέτρηση των οδικών αποστάσεων. Η φράση αυτή απαντά μόνο σε δύο ακόμη μιλιάρια, τα οποία προέρχονται από γειτονικές περιοχές και φέρουν πανομοιότυπο κείμενο, το ένα από την ευρύτερη περιοχή του Μεσολογγίου, το άλλο από την Πάτρα, ενώ στην ομάδα αυτή μπορεί πιθανότατα να συμπεριληφθεί ένα ακόμη τραιάνειο μιλιάριο από τη Μεγαλόπολη, του οποίου η επιγραφή δεν σώζεται ολόκληρη. Έχουμε επομένως ένα σύνολο τριών ή ίσως και τεσσάρων μιλιαρίων του Τραϊανού, της ίδιας ακριβώς χρονιάς, του +115, των οποίων οι πανομοιότυπες επιγραφές και οι κοντινοί τόποι προέλευσης πείθουν ότι προέρχονται από ένα κοινό για όλες αυτές τις περιοχές πρόγραμμα οδοποιίας ή συνολικότερης οργάνωσης της νοτιο-δυτικής ακτής του κορμού της ελληνικής Χερσονήσου.
 Σκοπός ενός τέτοιου προγράμματος θεωρείται συνήθως ότι ο Τραϊανός επιχείρησε να βελτιώσει τις συνθήκες οδικής επικοινωνίας στην περιοχή εν όψει της εκστρατείας που προετοίμαζε κατά των Πάρθων. Οι καλές συνθήκες οδικής επικοινωνίας αναμφισβήτητα εξυπηρετούν τη μετακίνηση και τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων σε καιρό πολέμου. Η σύνδεση ωστόσο του συγκεκριμμένου προγράμματος του Τραϊανού με την παρθική εκστρατεία δεν είναι ιδιαιτέρως πειστική, καθώς μόνο περιορισμένο ρόλο θα μπορούσε να παίξει η Αιτωλοακαρνανία και η δυτική Πελοπόννησος για τη γρήγορη μετάβαση στρατού και προμηθειών προς το Παρθικό βασίλειο, αφού υπήρχε η Εγνατία οδός, η μεγάλη αρτηρία που συνέδεε τη δύση με την ανατολή και που ο Τραϊανός την είχε πρόσφατα ανακαινίσει, το +112, όπως μαρτυρούν τα μιλιάρια με το όνομά του. Ο Τραϊανός άλλωστε εξεστράτευσε το +113, ενώ τα μιλιάρια της Πελοποννήσου χρονολογούνται μόλις το +115, δηλ. όταν η όλη επιχείρηση βρισκόταν ήδη εν εξελίξει.


 Το ενδιαφέρον του Τραϊανού για την Πελοπόννησο θα πρέπει επομένως να αναζητηθεί στην ευρύτερη στρατηγική του αυτοκράτορα, ο οποίος ενδιαφερόταν για γενικώτερη οργάνωση, για κάθε είδους έργο υποδομής, για τη συλλογή γεωγραφικών πληροφοριών για κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας, που στόχευαν τόσο σε πολεμικούς όσο και σε πολιτιστικούς σκοπούς, όπως έκανε και το πρότυπό του, ο Μ. Αλέξανδρος. Για το σκοπό αυτό διατηρούσε ένα επιτελείο από agrimensores, δηλ. χωρομέτρες, που του έδιναν πλήρεις αναφορές για τους δρόμους, τις αποστάσεις και τις ιδιομορφίες των περιοχών που επρόκειτο να διασχίσει, ενώ διέτασσε συχνά τη διεξαγωγή γενικών μετρήσεων, που κατά κανόνα στόχευαν στην εκπόνηση χαρτών.
 Ένας αυτοκράτωρ με την οργανωτική μανία του Τραϊανού, με το ενδιαφέρον του για την καταγραφή κάθε περιοχής κι ιδιαίτερα αυτών που είχαν μια ιδιάζουσα κατά περίπτωση σημασία, με την αγάπη του για τις γεωγραφικές γνώσεις και τις χαρτογραφήσεις δεν είναι παράξενο να ενδιαφέρθηκε για τη δυτική πλευρά του ελλαδικού κορμού. Ο χώρος αυτός είχε ανέκαθεν ζωτικό ενδιαφέρον για τους Ρωμαίους, καθώς αποτελούσε την πύλη για το πέρασμά τους στην Ανατολή. Οι μετρήσεις των δρόμων ίσως δεν αποσκοπούσαν μόνο στην βελτίωση του οδικού δικτύου, αλλά και στην ακριβέστερη γνώση και οργάνωση του χώρου, έργο που θα μπορούσε να είναι πολύπλευρο. 


 Δεν αποκλείεται η επιθυμία του να ήταν όχι μόνο η χαρτογράφηση αλλά ακόμη και η χάραξη καινούριων κτηματολογίων, γιατί οι προκάτοχοί του είχαν ήδη εκπονήσει κτηματολόγια στη βόρεια και τη δυτική Πελοπόννησο. Σ' ένα τέτοιο ευρύτερο έργο θα πρέπει να εντάσσεται κι η αναδιοργάνωση του οδικού δικτύου με την τοποθέτηση μιλιαρίων στους ήδη μετρημένους δρόμους.
 Το ενδιαφέρον του μιλιαρίου αυτού με το σπάνιο κείμενο βρίσκεται και στο ότι πρόκειται για το μοναδικό γνωστό από την Ηλεία ρωμαϊκό οδόσημο. Αν και το μιλιάριο δεν βρέθηκε in situ,
 δηλ. στην αρχική του θέση, αλλά σε δεύτερη χρήση, είναι βέβαιο ότι δεν έχει μεταφερθεί από πολύ μακριά, αλλά προέρχεται από το Επιτάλιο. Το Επιτάλιο αναφέρεται σε πολλά κείμενα αρχαίων συγγραφέων ως ένας κόμβος στρατηγικής σημασίας, το μόνο σημείο που μπορεί κανείς να διασχίσει τον Αλφειό, αφού εδώ πλαταίνει η κοίτη του. 
 Ηδη ο Ομηρος ονομάζει το Επιτάλιο "πόρον Αλφειοίο", δηλ. πέρασμα του Αλφειού (Ιλ. Β 592ς Λ 711). Τη σημασία του Επιταλίου για την οδική επικοινωνία καταδεικνύει η επιλογή του από τους Ρωμαίους για την τοποθέτηση οδοσήμου, δεδομένου ότι οι Ρωμαίοι δεν δημιουργούσαν δρόμους εκ του μηδενός, αλλά ακολουθούσαν τις πανάρχαιες διόδους επικοινωνίας τοποθετώντας τα μιλιάρια σε κομβικά σημεία των φυσικών αυτών οδών.
 Τα αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή του Επιταλίου αντανακλούν μια αναζωογόνηση της κατοίκησης κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Υπάρχουν λείψανα σπιτιών και εργαστηρίων, μεγάλο δημόσιο κτίριο που πιθανόν να είναι ναός, κεραμεικός κλίβανος για την όπτηση αγγείων οικιακής χρήσεως, ρωμαϊκό βαλανείο (λουτρό) και τάφοι. Η ακμή της περιοχής κατά τη ρωμαϊκή εποχή οπωσδήποτε σχετίζεται με την αναμόρφωση του οδικού δικτύου την εποχή αυτή.


- Το Ρωμαϊκό οδικό δίκτυο Ηλείας- Τριφυλίας: Christos Matzanas 2013, Burial Customs and Practices in the Ancient Coastal Cemetery at Savalia, Elis. Γ. Α. Πίκουλας, Ταξιδεύοντας στην αρχαία Ελλάδα, αν. Καθηγητής Αρχ. Ελλ. Ιστορίας Παν/μίου Θεσσαλίας [ΙΑΚΑ] Εκδότης περιοδικού ΗΟΡΟΣ
-Το μιλιάριον του Επιταλίου: Σοφία Ζουμπάκη, Ιστορικός - Αρχαιολόγος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στο Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας. Αναδημοσιεύεται από: Επιταλιώτικα Νέα, (έκδοση του συλλόγου Επιταλιωτών Αθήνας ο "Αλφειός") τεύχος 229, Φεβρ. 2009