.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Μεσσηνίας οίνος και Διόνυσος


Η γεωγραφική θέση της Μεσσηνίας κατά μήκος της δυτικής ακτής της Πελοποννήσου, οι εύφορες κοιλάδες του πλωτού και πλούσιου σε ψάρια Πάμισου στα νοτιοανατολικά της χώρας (Παυσ. IV 34, 1) και του Βαλύρα με τους παραπόταμούς του που διασχίζουν το Στενυκληρικό πεδίο, καθώς επίσης το ήπιο μεσογειακό κλίμα της την ανέδειξαν σε περιοχή ευνοημένη από τη φύση με μεγάλη ποικιλία ζώων της στεργιάς και των υδάτων, καθώς και αξιόλογη παραγωγή αγροτικών προϊόντων (Τυρταίος,fr. 5.3 [Diehl]: Μεσσήνην άγαθόν μέν άρουν, άγαθόν δέ φυτεάειν)1. Εκτός από τους ελαιώνες, οι αμπελώνες και οι συκεώνες κυριαρχούσαν και εξακολουθούν να κυριαρχούν στους μεσσηνιακούς κάμπους2. Σε ελληνιστική εναγική πυρά ιερού ήρωος, βόρεια από το Γυμνάσιο, βρέθηκε μεγάλος αριθμός πυρακτωμένων σπόρων: σταφυλιού της οινοφόρου αμπέλου (vitis vinifera), ελιάς (olea europea) και κουκουνάρας (pinus pinea), καθώς επίσης αμύγδαλα (amygdalus communis) και κάστανα (castanea sativa), που μελετήθηκαν3. Παρόμοιοι πυρακτωμένοι καρποί και σύκα εντοπίστηκαν και σε ταφές νηπίων του +2ου/ +3ου αι. στο ταφικό μνημείο 17 έξω από την Αρκαδική Πύλη4.
Οι Μεσσήνιοι ήταν αυτάρκεις στην παραγωγή λαδιού και τοπικού οίνου, που αποθηκεύονταν και μεταφέρονταν σε ντόπιους οξυπύθμενους αμφορείς χωρίς σφραγίσματα στις λαβές, σε σχήμα παρόμοιο με εκείνο των αμφορέων της Κνίδου (εικ. 1α-β)5


Η αυτάρκεια των Μεσσήνιων σε κρασί συνάγεται έμμεσα και από την εύρεση μικρού σχετικά αριθμού εισηγμένων αμφορέων οίνου από τα φημισμένα κέντρα παραγωγής της αρχαιότητας. Από τους 124 συνολικά εισηγμένους αμφορείς κρασιού που έχουν έλθει στο φως ως σήμερα στη Μεσσήνη, 66 προέρχονται από τη Ρόδο, 41 από την Κνίδο, 7 από την Κω, ενώ από ένας αποδίδεται στην Κόρινθο, την Κέρκυρα και τη Χίο. Ο μεγαλύτερος αριθμός εισηγμένων αμφορέων κρασιού χρονολογείται στα χρόνια της πρώιμης ρωμαιοκρατίας, μεταξύ -146 και -30 6.
Η παραγωγή κρασιού στη Μεσσηνία θα πρέπει να ήταν ανάλογη με εκείνη της όμορης Ηλείας, όπου στην περιοχή τουλάχιστον της Πίσας γινόταν συστηματική αμπελοκαλλιέργεια σύμφωνα με τον Παυσανία (VI 22, 1).7
Η Μεσσήνη είχε κρατήσει το μέγεθος και την ιπποδάμεια πολεοδομική μορφή της ως τα τέλη περίπου του +4ου αι. Θα πρέπει εντούτοις να τονισθεί ότι, μολονότι τα τείχη μήκους 9.5 χιλιομέτρων περιέβαλαν έκταση 290 εκταρίων, μεγαλύτερη δηλαδή από αυτήν της Αθήνας και της Σπάρτης, έκλειναν μέσα τους έναν τεράστιο αδόμητο χώρο ευρύτερο από τον δομημένο. Ο αδόμητος αυτός ελεύθερος εντός των τειχών χώρος, rus in urbe (αγροί εν πόλει)8, σύμφωνα με ανάλογο παράδειγμα της Πομπηίας9, περιελάμβανε τον ορεινό όγκο της Ιθώμης για υλοτομία, λατόμευση και βοσκή, καθώς και ομαλές εκτάσεις στα νότια, αλλά και στα δυτικά και ανατολικά του κέντρου της πόλης για καλλιέργεια σε αγρούς με οπωροφόρα, ελιές, αμπελώνες και οικόσιτα ζώα10.
Η εικόνα που παρουσίαζε το αστικό τοπίο, ο ευρύτερος χώρος της τειχισμένης πόλης στην αρχαιότητα δεν διέφερε ουσιαστικά από τη σημερινή όψη του αρχαιολογικού πάρκου με τα μεγαλειώδη αρχαία οικοδομήματα πολιτικού και λατρευτικού χαρακτήρα να δεσπόζουν ανάμεσα σε σύγχρονους ελαιώνες, αμπελώνες και αγρούς με φρούτα και λαχανικά11.
Το βόρειο τμήμα της νησίδας στα δυτικά της οδού που οδηγεί στο Πρόπυλο του Γυμνασίου καταλαμβάνεται από έπαυλη, διαστάσεων 25X 30μ. περίπου, του +3ου/ +4ου αι.(εικ. 3)12.


Ακολουθεί τον προσανατολισμό των προγενέστερων φάσεων της ελληνιστικής περιόδου και ενσωματώνει ορισμένους από τους τοίχους των φάσεων αυτών στο αρχιτεκτονικό της σχέδιο. Η κεντρική είσοδος της έπαυλης βρίσκεται στη βόρεια πλευρά την προσιτή από δρόμο Α- Δ κατεύθυνσης. Η αστική αυτή έπαυλη (villa urbana) έχει την τυπική μορφή των επαύλεων της ρωμαιοκρατίας. Περιλαμβάνει εικοσιέξι δωμάτια, μεταξύ των οποίων αναγνωρίζονται το vestibulumν, οι fauces, το impluvium, το atrium, το tablinum, οι αποθήκες, δύο τουλάχιστον αίθρια με πηγάδια και βοηθητικοί χώροι για τη διαμονή των δούλων, καθώς και χώροι με λίθινα πατητήρια για την παρασκευή κρασιού και μυλόλιθοι για το άλεσμα δημητριακών13.
Τα επισημότερα δωμάτια φέρουν ψηφιδωτά δάπεδα με ποικίλα γεωμετρικά θέματα, ενώ στο ψηφιδωτό δάπεδο του ανδρώνα εικονίζεται το θεϊκό ζεύγος Διόνυσος και Αριάδνη μέσα σε πλαίσιο από πολύχρωμους κύβους περιβαλλόμενο από ταινία με βλαστό κισσού (εικ. 4).

 
Η μικρή αιωρούμενη μορφή του θνητού αριστερά μπορεί να ταυτιστεί με τον ιδιοκτήτη της έπαυλης, ο οποίος ευχαριστεί ή ικετεύει τον Διόνυσο, θεό του οίνου αλλά και των υπερπόντιων εμπορικών δραστηριοτήτων, να του χαρίσει τα αγαθά της θάλασσας. Η προτομή του κάπρου και το δοιάκι στο κάτω μέρος της παράστασης δηλώνουν, νομίζω, τις θαλάσσιες εμπορικές δραστηριότητες του ιδιοκτήτη14. Ο παγανιστής προφανώς και θεοφοβούμενος αυτός ιδιοκτήτης της έπαυλης, όπως και άλλοι ευπατρίδες Μεσσήνιοι δεν δίστασε να επιλέξει «επιφανή τόπο» της πόλης για να οικοδομήσει την πολυτελή κατοικία του15. Σύμφωνα με όσα σημειώνει ο Λιβάνιος (+314/ +393), σε μια επαρχιακή πόλη, όπως η Νικομήδεια και προφανώς και η Μεσσήνη, έβρισκε ακόμη κανείς άνδρες ευγενικής καταγωγής και εραστές των Μουσών16.
Στην περιφέρεια της ορχήστρας του Θεάτρου ήλθαν μεταξύ άλλων στο φως δύο λίθινοι θρόνοι με λεοντοπόδαρα. Ένας βρίσκεται τοποθετημένος στην κορυφή περίπου του ημικυκλίου της ορχήστρας και φαίνεται ότι προοριζόταν για τον ιερέα του Διονύσου (εικ. 5).


Το ερισείνωτο σώζει στο αριστερό της απόληξής του συμφυές κεφάλι χήνας που στρέφει πίσω. Ασβεστολιθικό βάθρο χάλκινου ανδριάντα, τοποθετημένο στα δεξιά του θρόνου αναφέρεται σε αγωνοθέτη της γιορτής των Διονυσίων (αρ. ευρ. 14564). Τρίστιχη επιγραφή στην πρόσθια επιφάνεια του βάθρου: τέλη -3ου αι.17 
Σόφων Λυσικράτε[ος]
άγωνοθετήσας Διονυσί[οις]
Καλλικράτης, Λάσων εποίησαν
.
Τό βάθρο αυτό που έφερε τον χάλκινο ανδριάντα του αγωνοθέτη Σόφωνα αποτελεί την πρώτη επιγραφική μαρτυρία για την τέλεση αγώνων προς τιμήν του θεού Διονύσου, η λατρεία του οποίου στην πόλη της Μεσσήνης παρέμενε μέχρι σήμερα αβέβαιη.
Ο Παυσανίας, αναφερόμενος στο βουνό Εύα (σημερινός Άγιος Βασίλειος), που υψώνεται αμέσως ανατολικά του όρους Ιθώμη, σημειώνει ότι το όνομά του βουνού οφείλεται στα βακχικά επιφώνηματα ευοΐ- ευάν, που εκεί για πρώτη φορά πρόφεραν ο Διόνυσος και οι εκστασιασμένες μαινόμενες γυναίκες της ακολουθίας του, όπως οι Θυιάδες (Μαινάδες) των Δελφών που αναζητούσαν τον Διόνυσο Λικνίτη στον χιονισμένο Παρνασσό και χόρευαν ένθεες κατασπαράσσοντας ερίφια18.
Ναό και άγαλμα του θεού της μέθης και του δράματος στην πόλη της Μεσσήνης δεν μνημονεύει ο περιηγητής.
Η νέα αναθηματική επιγραφή του Θεάτρου, εντούτοις, μαρτυρεί ότι η λατρεία του Διονύσου ασκούνταν στη Μεσσήνη, ενώ θεατρικοί αγώνες λάμβαναν χώρα προς τιμήν του στο Θέατρο κατά τον εορτασμό των Διονυσίων με επικεφαλής αγωνοθέτη.
Βρίσκουν έτσι τη θέση τους και ορισμένα σποραδικά ευρήματα, που σχετίζονται με τον θεό του οίνου, όπως το άγαλμα ενός αναπαυόμενου Σατυρίσκου με σταυρωμένα τα πόδια και αναριγμένη δορά ζώου στον αριστερό του ώμο (εικ. 6).
Σε άγαλμα του διονυσιακού κύκλου ή του ίδιου του θεού πρέπει να ανήκει και ένα μαρμάρινο στήριγμα αγάλματος σε μορφή κορμού δένδρου με αναριχώμενο πάνω του βλαστό αμπέλου (εικ. 7)19.


Πέτρος Θέμελης

1. Roebuck 1945, 149-165.
2. Το στενυκληρικόν πεδίον περιλαμβάνεται στη σημερινή πεδιάδα του Μελιγαλά, ενώ το νοτιότερο τμήμα της μεσσηνιακής πεδιάδας ονομάζεται Μακαρία ή πεδιάδα του κάτω Παμίσου και της Θουρίας (Στράβ. VIII 4, 6). Αγνοώ την ετυμολογική προέλευση της λέξης «Μελιγαλάς», όμως το μέλι και το γάλα που αναπόφευκτα έρχονται στο νου, παραπέμπουν σε θεϊκές τροφές και σε μυθικών διαστάσεων αγαθά της γης. Δεν είναι επίσης τυχαίο το γεγονός ότι κάπροι, αγελάδες, βουκόλοι, αγριοσυκιές, κρασί, καθώς και άλλα ζώα, φυτά και προϊόντα αναμειγνύονται συχνά με τα συμβάντα των μεσσηνιακών πολέμων μέσα από τις γλαφυρές περιγραφές του Παυσανία στο τέταρτο βιβλίο του των Μεσσηνιακών (IV 4, 3 και 15, 6). Για το κλίμα της Μεσσηνίας βλ. θατάέ 1925, 109-112· Δικαιάκος 1969. Για τα ψάρια του πλωτού Παμίσου: Παυσανίας IV 34, 1-2· Αναγνωστάκης 2007, 51-56. Για την παραγωγή λαδιού στη Βενετοκρατούμενη Μεσσηνία, τις ποσότητες για εγχώρια κατανάλωση και εξαγωγή και τους σχετικούς δασμούς μπορεί κανείς να πληροφορηθεί από την αναφορά του προβλεπτή Zacharia Bembo,βλ Topping 1981.
3. Megaloudi 2004.
4. Θέμελης 1996, πίν. 55α.
5. Tsilogianni 2006, 4-13. Γενικά για παραγωγή λαδιού βλ. Hitchner 2002, 71-83.
6. Ζόμπολας - Τζαμουράνη 2009 (αδημοσίευτη μελέτη).
7. Zoumbaki 2001, 172-177.
8. Η λέξη rus μεταφράζεται στα Αγγλικά:the country, lands, fields, farm, estate (Lewis 19892 s.v.).
9. Greene 1986, 94-97.
10. Πρβλ. Cartledge – Spawforth 1989, 183 σημ. 14, όπου αναφέρονται τα εξής για την πολη της Σπάρτης: ““The impression is created of an urban habitat in Roman times which continued to comprise, alongside public buildings and private dwellings, a fair amount of vacant plots, perhaps to be imagined as under cultivation in the form of market-gardens, orchards and vineyards”.
11. Η συμπλήρωση πολεοδομικών νησίδων (insulae) στη νότια περιοχή της πόλης έχει γίνει αυθαίρετα από τη Mueth-Herda 2005
12. Θέμελης 2002β, 32-34, εικ. 14—6.
13. Στην περιοχή της Κρήνης Αρσινόης, στην αγορά, λειτουργούσε από τον +4ο αι. υδρόμυλος, ο οποίος εγκαταλείφθηκε τον +6οαι.
14. Οι εύποροι γαιοκτήμονες διέθεταν δικά τους πλοία για τις μεταφορές των προϊόντων τους, βλ. Cameron 1993, 191.
15. Πρβλ. Καπνίσει 1994, 139 σημ. 164: για την Αθηναϊκή ελίτ και τις κατοικίες της.
16. Brown 1971, 33.
17. Γράμματα ύψ. 0.015-0.025μ. Ο αγωνοθέτης Σόφων Λυσικράτεος δεν είναι γνωστός από άλλη επιγραφική ή φιλολογική μαρτυρία. Ενας Αθηναίος γλύπτης Καλλικράτης, που φαίνεται ότι ταυτίζεται με τον δικό μας, εργάστηκε στην Επίδαυρο γύρω στα τέλη του -3ου αι. A. Stewart, Attika. Studies n Athenian Sculpture of the Hellenistic Age, Plymouth 1979, Appendix 157, Period II: 266-210 Β.Ο.). Ο ίδιος γλύπτης σε συνεργασία με τον Ζεύξιππο από τη Μεγαλόπολη φιλοτέχνησε και δεύτερο άγαλμα στημένο στην αγορά της Μεσσήνης (αρ. ευρ. 13919. ΠΑΕ 2004, 34). Ο Καλλικράτης ’Λριστέως, εγγονός ενός ομώνυμου καλλιτέχνη, είχε φιλοτεχνήσει πορτραίτα στο Άργος και την Επίδαυρο (ΙΟ IV 12, 240. G. Lippold, Die griechische Plastik, München 1950, 339). Γλύπτης με το όνομα Λάσων δεν μαρτυρείται. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρακτική της συνεργασίας γλυπτών, συχνή σχετικά στη Μεσσήνη, που μελέτησε η Virginia Campell Goodlett (Collaboration in Greek Sculpture: The Literary and Epigraphical Evidence (Diss.), New York 1989).
18. Themelis 1992, 49-72.
19. Θέμελης, 1999, 98, πίν. 64-65 και 104 αρ. 7, πίν. 72α.