.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Επισκοπή Ωλένης: Μέση και ύστερη Βυζαντινή Ηλεία και Τριφυλία


Ιστορική και τοπογραφική επισκόπηση
Η αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ιστορίας της επισκοπικής έδρας της Ωλένης ανάμεσα στην μεταβατική περίοδο (7ος-8ος αιώνας) και στην οθωμανική κατάκτηση της Δυτικής Πελοποννήσου το 1460, αναπόφευκτα παρουσιάζει σημαντικά κενά. Αποσπασματική είναι και η εικόνα για την οργανωσιακή εξέλιξη της αυτοκρατορικής διοίκησης στην αντίστοιχη γεωγραφική επικράτεια. Αναπόφευκτα με υποθέσεις οριοθετείται και η χωρική αρμοδιότητα της επισκοπής, η οποία, άλλωστε, μπορούσε να μεταβάλλεται ανάλογα με τις πολιτικές και εκκλησιαστικές εξελίξεις. Ωστόσο, τα προβλήματα αυτά αφορούν διαχρονικά την συντριπτική πλειονότητα των επαρχιών της (ανατολικής) ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Με αυτές λοιπόν τις επιφυλάξεις, προχωρούμε στην σύντομη τοπογραφική και ιστορική επισκόπηση της επισκοπής Ωλένης.
Η περιοχή δικαιοδοσίας της επισκοπής Ωλένης, όπως προκύπτει από την ιστορική και αρχαιολογική έρευνα, συμπίπτει αδρομερώς με τον σημερινό νομό Ηλείας. Άλλωστε, ο χώρος διαθέτει σταθερά γεωγραφικά όρια με διαχρονική λειτουργία. Βόρεια και δυτικά βρέχεται από το Ιόνιο. Από την Αχαΐα και την Αρκαδία, ξεκινώντας από βορειοδυτικά, χωρίζεται με τον ποταμό Λάρισο (Ριολίτικο ποτάμι), το όρος Σαντομέρι (Σκόλλις), τον ορεινό όγκο Σκιαδοβουνίου- Ολωνού (Ερυμάνθου), τον ποταμό Ερύμανθο και τον άνω ρου του Αλφειού. Το όρος Λύκαιο και ο ποταμός Νέδα αποτελούν τα φυσικά σύνορα με την Μεσσηνία.
Η περιοχή εντάσσεται σε μια ευρύτερη γεωγραφική ενότητα, εκείνη της Δυτικής Πελοποννήσου, η οποία επίσης περικλείεται από σταθερά φυσικά όρια1. Διαπιστώνουμε δε ότι η ιστορική πορεία της μεσαιωνικής Ηλείας συνδέεται άρρηκτα με τις άλλες περιοχές που απαρτίζουν την ενότητα, δηλαδή την δυτική Μεσσηνία και την δυτική Αχαΐα.
 Η ανάπτυξη των οικισμών και, γενικότερα, η οργάνωση και χρήση του ηλειακού χώρου επηρεάζεται καταλυτικά από τα γεωμορφολογικά και γεωλογικά χαρακτηριστικά της: τα ελώδη και αλίμενα παράλια, η μετατόπιση των ακτογραμμών, η σεισμικότητα και τα ασταθή εδάφη, σε συνδυασμό με μεγάλες βροχοπτώσεις, συνεπάγονται απότομες και βίαιες μεταμορφώσεις του τοπίου2.
Από την άλλη, οι εύφορες πεδιάδες και των νερά των ποταμών Λαρίσου, Αλφειού, Νέδα και κυρίως του Πηνειού, καθόρισαν τον αγροτικό χαρακτήρα της παραγωγικής δραστηριότητας της περιοχής, τον οποίο άλλωστε διατηρεί έως σήμερα.
Η επικοινωνία διασφαλιζόταν διαχρονικά μέσω των θαλάσσιων οδών από το λιμάνι Κυλλήνης-Αγίου Ζαχαρία- Γλαρέντζας και δευτερευόντως από το λιμάνι της Φειάς- Ποντικόκαστρου καθώς και από τον δρόμο που συνέδεε την Πάτρα με την Μεσσηνία. Δευτερεύων άξονας οδηγούσε από τα παράλια προς την αρκαδική ενδοχώρα. Η γεωγραφική της θέση ευνοεί την επικοινωνία με την Δυτική Ελλάδα, ενώ είναι προνομιακή για την ανάπτυξη σχέσεων με την Δύση.
Στην Ηλεία της όψιμης αρχαιότητας, δηλαδή μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα, επιβιώνει η οικιστική οργάνωση της ρωμαϊκής περιόδου3. Τα γνωστά και από τον Συνέκδημο του Ιεροκλέους αστικά κέντρα ήταν η Ήλις και η αρκαδική Φιγάλεια, ενώ σε αυτά θα πρέπει μάλλον να προστεθεί και η Ολυμπία. Αν και στις δημοσιεύσεις χαρακτηρίζεται ως αγροτικός οικισμός, η μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει, τα εργαστήρια κεραμικής, λύχνων και γυαλιού, καθώς και οι εγκαταστάσεις μεταποίησης αγροτικών προϊόντων (πιεστήρια, ληνοί), αποδεικνύουν ότι η Ολυμπία αυτή την περίοδο είναι ένα μεγάλο οικιστικό κέντρο με πλούσια και ποικίλη παραγωγική δραστηριότητα, όχι μόνο αγροτική. Αγροτικές εγκαταστάσεις που εκμεταλλεύονταν την εύφορη ηλειακή γη έχουν εντοπιστεί σε διάφορα σημεία του χώρου και κυρίως στην πεδιάδα του Πηνειού4. Τα λιμάνια πάνω στον ζωτικό παράκτιο θαλάσσιο δρόμο του Ιονίου ήταν η Κυλλήνη και η Φειά. Σύμφωνα με την Tabula Peutingeriana, ο δυτικός οδικός άξονας της Πελοποννήσου μετά την Δύμη διερχόταν από την Κυλλήνη, την Ήλιδα, την Ολυμπία, το Σαμικό για να περάσει στην μεσσηνιακή Κυπαρισσία. Από την Ολυμπία, ένας κλάδος οδηγούσε προς την Μεγαλόπολη. Διοικητικά, η περιοχή ανήκει στην επαρχία Αχαΐας του Ιλλυρικού. Ως προς την εκκλησιαστική οργάνωση, διέθετε επισκοπική έδρα στην Ήλιδα, γνωστή ήδη από τα μέσα του 4ου αιώνα, η οποία υπαγόταν στην μητρόπολη Κορίνθου5.

Τα κυριότερα οικιστικά κέντρα Ηλείας και Τριφυλίας στην παλαιοχριστιανική περίοδο

Κρίσιμη καμπή για την Ηλεία, όπως και για όλη την δυτική Πελοπόννησο είναι οι λεγόμενοι μεταβατικοί ή «σκοτεινοί» χρόνοι, δηλαδή ο 7ος και ο 8ος αιώνας, όπου συντελείται η μετάβαση από τον αρχαίο στον μεσαιωνικό κόσμο6. Οι αβαροσλαβικές επιδρομές από τα τέλη του 6ου αιώνα και η σταδιακή μόνιμη εγκατάσταση Σλάβων στις αρχές του 7ου, είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην περιοχή. Οι μεσοβυζαντινές γραπτές πηγές και κυρίως το λεγόμενο Χρονικό της Μονεμβασίας του 10ου αιώνα, παρουσίαζαν την Δυτική Πελοπόννησο υπό σλαβική κατοχή, τους γηγενείς διωχθέντες και την αυτοκρατορική εξουσία απούσα. Το πλήθος σλαβικών τοπωνυμίων στην Ηλεία επιβεβαίωνε την ισχυρή παρουσία των επήλυδων στον χώρο7. Ωστόσο, η τεκμηρίωση της αυθεντικότητας του λεγάμενου Τακτικού των Εικονοκλαστών και κυρίως οι νεώτερες ανασκαφικές έρευνες έθεσαν υπό σοβαρή αμφισβήτηση την εικόνα της ρήξης και της ασυνέχειας στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν Σλάβοι στην Πελοπόννησο. Ακόμη και στην Ολυμπία, με αρχαιολογικά τεκμηριωμένη την σλαβική παρουσία, τα νέα στοιχεία αποδεικνύουν επιβίωση του πρωτοβυζαντινού οικισμού στους μεταβατικούς χρόνους. Άλλωστε, ο μαρασμός των αστικών κέντρων, η ελάττωση της οικοδομικής δραστηριότητας, η στροφή προς μια εσωστρεφή, αγροτική οικονομία και ο περιορισμός της νομισματικής κυκλοφορίας, είναι γενικότερα φαινόμενα που δεν διαπιστώνονται μόνο στην Δυτική Πελοπόννησο αλλά, με κυμαινόμενη ένταση, σε όλη την αυτοκρατορία, σε μια περίοδο μετάβασης στην μεσαιωνική οργάνωση της βυζαντινής κοινωνίας και του κράτους. Συνεπώς, η διείσδυση των Σλάβων, η οποία ενδεχομένως συνδέεται και με δημογραφική κρίση, προκαλεί ίσως ανακατατάξεις στην περιοχή, αλλά δεν διακόπτει τον βίο, ούτε καταλύει την άσκηση κεντρικής βυζαντινής εξουσίας. Ο ζωτικός παράκτιος θαλάσσιος δρόμος του Ιονίου και η σύνδεση με την Δύση δεν εγκαταλείπονται ποτέ. Επί πλέον, η συστηματική προσπάθεια, που γίνεται από την Βασιλεύουσα για την αναδιοργάνωση των εκκλησιαστικών και διοικητικών αρχών της αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο από το πρώτο μισό του 8ου αιώνα, αποδεικνύει ότι και το δυτικό της τμήμα αντιμετωπίζεται ως αναπόσπαστη επαρχία της βυζαντινής επικράτειας. Στο πλαίσιο αυτό, το 732/3 η περιοχή, που υπάγεται στο ανατολικό Ιλλυρικό, περνά από την Ρώμη στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως.
Περί τα μέσα του ίδιου αιώνα, αποδεικνύεται ότι η τοπική εκκλησία δεν είναι αποδιοργανωμένη από την σλαβική διείσδυση, αφού ιδρύονται πολλές νέες μητροπόλεις και επισκοπές. Στην notitia 3 8, γνωστή και ως Τακτικό των Εικονοκλαστών, στο οποίο κατατάσσονται οι επισκοπές του Ανατολικού Ιλλυρικού μετά την υπαγωγή τους στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στον ηλειακό χώρο αναφέρονται οι επισκοπές Ήλιδος (Έλις) και Φιγαλείας (Φιαλίας). Επίσης, έχει γίνει αποδεκτή η ταύτιση της επισκοπής Σελίκου με την Ωλένης9. Συνεπώς, ήδη από τα μέσα του 8ου αιώνα γίνεται η πρώτη μνεία της μεσαιωνικής επισκοπής της Ηλείας, η οποία χωροταξικά βρίσκεται ανάμεσα στις δύο άλλες, πλησίον δε της Ολυμπίας. Διαπιστώνουμε ότι στο Τακτικό των εικονοκλαστών συνυπάρχουν οι πόλεις και οι επισκοπές της πρωτοβυζαντινής εποχής και εκείνες της μεσοβυζαντινής, επιβεβαιώνοντας τον μεταβατικό χαρακτήρα εκείνης της περιόδου και στην Ηλεία. Παράλληλα, η γενικότερη αύξηση του αριθμού των επισκοπών στον ελλαδικό χώρο υπό δύο πλέον μητροπόλεις, Αθηνών και Κορίνθου, έχει συνδεθεί με ενδεχόμενη δημογραφική άνθηση και με διοικητικές ανακατατάξεις στην Πελοπόννησο από την δυναστεία των Ισαύρων10. Ίσως δείχνει και την βούληση της Κωνσταντινουπόλεως, μέσω του πυκνού δικτύου των επισκοπών να ελέγξει στενότερα την περιοχή που, έως πρόσφατα, ήταν υπό την δικαιοδοσία του πάπα, ενώ είχε ταλανιστεί από την σλαβική διείσδυση.
Λίγο αργότερα, ακολουθεί και η αντίστοιχη διοικητική αναδιοργάνωση. Αφού εδραιώθηκε η βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή, με την εκστρατεία του λογοθέτη Σταυράκιου το 783, μεταξύ 786 και 788 ιδρύεται το θέμα Πελοποννήσου11 που αποσπάται από το θέμα της Ελλάδος, το οποίο είχε δημιουργηθεί μεταξύ 687 και 695. Η προσπάθεια για την πλήρη αποκατάσταση του βυζαντινού ελέγχου στην χερσόνησο συνεχίζεται με την αποστολή του στρατηγού Λέοντος Σκληρού λίγο μετά το 805 12. Τον ίδιο μάλλον χρόνο, μετά και την νίκη του Νικηφόρου Α' κατά των Σλάβων, ιδρύεται η μητρόπολη Πατρών, αφαιρώντας, από την μητρόπολη Κορίνθου, την δικαιοδοσία στο μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου13. Πρόκειται για την δεύτερη εκκλησιαστική αναδιοργάνωση: μετά την κατάτμηση της επαρχίας της Ελλάδος τον 8° αιώνα, γίνεται περαιτέρω κατάτμηση του Μόριά σε δύο ζώνες, την ανατολική υπό τον Κορίνθου και την δυτική και κεντρική υπό των Πατρών14. Στον τελευταίο υπάγεται και η Επισκοπή Βολαίνης (δηλαδή Ωλένης) στην Ηλεία. Αντίθετα, τα ονόματα των επισκοπών των αρχαίων πόλεων έχουν πλέον εξαφανιστεί. Έχει ήδη συντελεστεί η μετάβαση στην μεσαιωνική οργάνωση της περιοχής, με το νέο εκκλησιαστικό κέντρο να βρίσκεται κοντά στην Ολυμπία.
Η Επισκοπή Ωλένης εμφανίζεται στα Τακτικά της μέσης βυζαντινής περιόδου15, από τον 9ο αιώνα έως το 1204 και σύμφωνα με την χωροταξική κατανομή των επισκοπών στον χάρτη, ταυτίζεται με την περιοχή της σημερινής Ηλείας16. Ειδικότερα, κατά την μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, προς βορρά αναφέρεται η μητρόπολη Πατρών στην Αχαΐα, ενώ προς νότο, εμφανίζεται πολύ αργότερα, τον 11° αιώνα, η Χριστιανούπολη στην Μεσσηνία, διαδεχόμενη πιθανόν, την Κυπαρισσία/Αρκαδιά. Ωστόσο, στην notitia 7, που χρονολογείται το 901- 902, αναγράφεται παρέμβλητη η επισκοπή Μορέου, η οποία είναι ακόμη γνωστή από δύο σφραγίδες του 11ου- 12ου αιώνα καθώς και από μια μόνο αναφορά σε τακτικό του τέλους του 12ου. Η έδρα της δεν έχει εντοπιστεί, καθώς αυτή μετακινείται ανάλογα με την χωροθέτηση του τοπωνυμικού Μορέας. Δεδομένου ωστόσο ότι η ταύτιση Μορέα και Ηλείας, είναι μάλλον βέβαιη17, η τοποθέτησή της στην Ηλεία είναι πολύ πιθανή, όπως και η ταύτισή της με την επισκοπή Ωλένης18. Τα τοπογραφικά και τα αρχαιολογικά στοιχεία που να υποδεικνύουν δεύτερη θέση επισκοπής στην Ηλεία είναι μάλλον ανεπαρκή. Σημειώνεται το τοπωνύμιο Επισκοπή στον κάμπο του Μορέα και ειδικότερα ανάμεσα στα χωριά Γαστούνη, Καρδιακαύτι και Καβάσιλα19. Από τον κατάλογο των ναών της μελέτης, εκτός από την Μεταμόρφωση του Σωτήρος στην Ώλενα, μόνο η Κόκκινη Εκκλησιά στο Μάζι έχει ισχυρά στοιχεία που να την συνδέουν με καθεδρικό20.
Η περίοδος από τον 9° αιώνα μέχρι το 1204 είναι ειρηνική για την Πελοπόννησο, με εξαίρεση τις επιδρομές των Αράβων στα παράλια τον 9° αιώνα και των Νορμανδών το 1147. Μάλιστα, η χερσόνησος συγχωνεύεται πάλι με το θέμα Ελλάδος. Ωστόσο, αυτή η μακρά ειρηνική περίοδος δεν αντικατοπτρίζεται στην μνημειακή και αρχαιολογική μαρτυρία στην Ηλεία. Άλλωστε, κατά τον 12° αιώνα, εξασθενεί σταδιακά ο έλεγχος της κεντρικής εξουσίας ιδιαίτερα με τις αυθαιρεσίες των εκπροσώπων της που απομυζούν μέσω των φόρων την επαρχία. Παράλληλα, ισχυροποιούνται οι τοπικοί άρχοντες, που αναπτύσσουν τάσεις αυτονόμησης και επέρχεται ουσιαστική αποδιοργάνωση του διοικητικού και στρατιωτικού μηχανισμού της αυτοκρατορίας21.
Από τα αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι η Ηλεία της μέσης βυζαντινής περιόδου ήταν μια επαρχία με οικονομία, βασισμένη στην γεωργική καλλιέργεια και στην κτηνοτροφία22. Οι κάτοικοί της διέμεναν σε μικρούς, αγροτικούς οικισμούς. Αξιόλογη πόλη ή κάστρο δεν υπήρχε. Ακόμη και η έδρα της επισκοπής δεν θα ήταν παρά ένας μικρός οικισμός, αν κρίνει κανείς από τα περιορισμένα ανασκαφικά ευρήματα στην περιοχή23. Στοιχεία για την λειτουργία των λιμανιών δεν εντοπίστηκαν από την αρχαιολογική έρευνα. Σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως, η Ανδραβίδα ήταν οικιστικό κέντρο πριν την Κουγκέστα24. Στην ορεινή Ηλεία, στην περιοχή του όρους Αστράς, στον ορεινό όγκο του Ολωνού (Ερυμάνθου) ανατολικά και της Άλβαινας (Μίνθης) νότια, έχει εντοπιστεί δίκτυα οχυρωμένων οικισμών, οι οποίοι είναι δύσκολο να χρονολογηθούν. Με ασφάλεια γνωρίζουμε ότι βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη κατά την φραγκοκρατία25. Ενδεχομένως όμως κάποιοι να χρονολογούνται από την μέση βυζαντινή περίοδο, όπως το Αράκλοβο, κοντά στο σημερινό χωριό Μίνθη (Άλβαινα) που ήταν ένα σημαντικό βυζαντινό κάστρο26. Στην πεδιάδα, βυζαντινό ήταν και το κάστρο του Ποντικού, πάνω από το λιμάνι του Αγίου Ανδρέα Κατακόλου. Η Ώλενα δεν αναφέρεται ως πόλη άλλα μόνο ως επισκοπή27. Πάντως τα ερείπια τείχους με πύλη υποδεικνύουν την ύπαρξη μεσαιωνικού οικισμού28.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204, οι σταυροφόροι υπό τον Γουλιέλμο Champlitte προελαύνουν στον Μόριά και χωρίς αντίσταση καταλαμβάνουν την Ηλεία, τα όρια της οποίας και σε αυτή την περίοδο είναι διακριτά και ταυτίζονται περίπου με τα σημερινά. Δύο βασικές γεωγραφικές υποενότητες διαμορφώνονται στην περιοχή: ο κάμπος του Μορέα και τα Σκορτά.
Το όνομα Μορέας, που χρησιμοποιείται σποραδικά στην μέση βυζαντινή περίοδο, κατά την φραγκοκρατία χρησιμοποιείται συχνότατα με δύο έννοιες: ως τοπωνυμικό της πεδινής Ηλείας και ειδικότερα της πεδιάδας του Πηνειού (ή της Γαστούνης, της Κοίλης Ήλιδος των αρχαίων), αλλά και ως ονομασία όλης της Πελοποννήσου29. Στην ενότητα του Μορέα περιλαμβάνονται τα βορειοανατολικά ορεινά και ημιορεινά τμήματα30. Η περιοχή ανάμεσα στον κάμπο του Μoριά και τα Σκορτά αναφέρεται ως Glisière31. Το νότιο ορεινό τμήμα, ανάμεσα στον ποταμό Νέδα και στον Αλφειό, με επίκεντρο το όρος Άλβαινα (Μίνθη), ονομαζόταν Σκορτά και ζυγός ή δρόγγος των Σκορτών32. Η περιοχή, με τα περάσματα που οδηγούν στην αρκαδική ενδοχώρα και ειδικότερα στην Γορτυνία, περιελάμβανε ακόμη τις ορεινές περιοχές και στις δύο όχθες του άνω ρου του Αλφειού, δηλαδή και το δυτικό τμήμα της σημερινής Αρκαδίας και είχε ως κεντρικό κάστρο την Καρύταινα33.
Το 1205 ιδρύεται λοιπόν το Πριγκιπάτο της Αχαΐας με πρωτεύουσα την Ανδραβίδα στον κάμπο του Μοριά34. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την φραγκοκρατία στην Ηλεία σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο είναι πολλές, αφού η περιοχή από απομονωμένη αγροτική περιφερειακή επαρχία της Ρωμανίας, γίνεται τώρα το διοικητικό κέντρο του νέου κρατικού μορφώματος. Από τα ιστορικά στοιχεία αυτής της περιόδου, σημειώνουμε τα σημαντικότερα γεγονότα, τα οποία, εμμέσως ή αμέσως, επηρεάζουν την εξέλιξη της ορθόδοξης ναοδομίας της εποχής.

Τα κράτη που προέκυψαν μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1204.

Η δυναστεία των Βιλλεαρδουίνων (1210-1278) και ειδικότερα η ηγεμονία του Γουλιέλμου Β' (1246-1278), ανέδειξε το πριγκιπάτο, στα μέσα του 13ου αιώνα, ως το ισχυρότερο σταυροφορικό κράτος της Μεσογείου. Η φραγκική ηγεμονία γνωρίζει σημαντική οικονομική ανάπτυξη, ενώ σταδιακά οι Ρωμιοί άρχοντες αφομοιώνονται στο φεουδαλικό σύστημα.
 Μετά την ήττα στην μάχη της Πελαγονίας, το 1259, αρχίζει η κάμψη της ισχύος του. Η συνθήκη ειρήνης του Γουλιέλμου με τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, με την οποία παραχωρούνται στους Βυζαντινούς σημαντικά κάστρα (Μυστράς, Μάνη, Μονεμβασία), δημιουργεί στον Μόριά έναν επικίνδυνο αντίπαλο. Λίγο αργότερα, το 1267, με την συνθήκη του Viterbo το πριγκιπάτο καθίσταται υποτελές στον Κάρολο Α' Anjou, βασιλέα της Νεαπόλεως. Με τον θάνατο του Γουλιέλμου το 1278, η φραγκική ηγεμονία διοικείται από την Νεάπολη δι’ αντιπροσώπων. Μέχρι το 1318, οι απόγονοι της δυναστείας των de Villehardouin, η κόρη του Γουλιέλμου, Ισαβέλλα και η εγγονή του Mahaut, συμμετέχουν στην διακυβέρνηση και οι φράγκοι ευγενείς επιδεικνύουν νομιμοφροσύνη στους εξ αίματος νόμιμους κληρονόμους της ένδοξης δυναστείας. Το πριγκιπάτο, παρά τα προβλήματα, εξακολουθεί να συνιστά υπολογίσιμο παράγοντα στην περιοχή. Η μεγάλη πολιτική κρίση εκδηλώνεται μετά το 1316. Τότε, στην μάχη της Μανωλάδας ανάμεσα στον πρίγκιπα Λουδοβίκο της Βουργουνδίας, σύζυγο της Mahaut και στον διεκδικητή ινφάντη Φερδινάνδο της Μαγιόρκας έγινε μια φονική μάχη στην οποία έχασε την ζωή του ο δεύτερος, ενώ λίγες μέρες αργότερα απεβίωσε και ο νικητής Λουδοβίκος.
Μετά την απομάκρυνση της  Mahaut de Hainaut το 1318, παράλληλα με την προϊούσα εσωτερική αποσύνθεση, τις έριδες των φράγκων ευγενών και την αμφισβήτηση της ηγεμονίας των βασιλέων της Νεαπόλεως, αυξάνονται οι εξωτερικές απειλές από τους Ρωμιούς του Μυστρά, αλλά και τους Καταλανούς και τους Τούρκους αργότερα. Αποτέλεσμα της νέας κατάστασης είναι η συνεχής συρρίκνωση των φραγκοκρατούμενών εδαφών. Το 1318-1321, ο Ανδρόνικος Ασάν Παλαιολόγος, διοικητής του Μυστρά, καταλαμβάνει τα εδάφη μέχρι και τις βαρωνίες της Άκοβας και της Καρύταινας35. Το πριγκιπάτο συρρικνώνεται σε μια λωρίδα γης στην βόρεια και δυτική Πελοπόννησο. Τα εδάφη της επισκοπής Ωλένης συνορεύουν πλέον ανατολικά με τους Βυζαντινούς. Προς νότον, στα Σκορτά, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Οι Φράγκοι διατήρησαν τα ισχυρότερα κάστρα του ορεινού όγκου της Μίνθης και όσα βρίσκονται βορείως αυτής: Αράκλοβο (Χρυσούλι Άλβαινας), Crèvecoeur (Κάστρο Λινίστενας), La Combe (Πλατιάνα;). Στις νότιες υπώρειες της οροσειράς, οι Ρωμιοί του Μυστρά προχώρησαν πολύ δυτικότερα καταλαμβάνοντας τμήματα των χωριών Μουντρά και Ζούρτσα και το μοναστήρι της Παναγίας της Βόγαλης36. Όπως προκύπτει από το χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου37, τα εδάφη αυτά παρέμειναν στο πριγκιπάτο, όμως εγκαθιδρύθηκε ένα ιδιότυπο καθεστώς εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας και συνεκμετάλλευσης των κτημάτων μεταξύ Ρωμιών του Μυστρά και Φράγκων γαιοκτημόνων, στοιχείο που προδίδει τον αρνητικό, για το πριγκιπάτο, συσχετισμό δυνάμεων που είχε πλέον διαμορφωθεί στον Μοριά38.
Η αποδυνάμωση του σταυροφορικού κράτους συνεχίζεται και το 1364 βρίσκεται σε πλήρη αποσύνθεση. Το αναπόφευκτο τέλος έρχεται το 1430 με την κατάλυση και του τελευταίου θύλακα από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Η διοικητική και οικονομική δομή στο πριγκιπάτο οργανώθηκε σύμφωνα με το φεουδαλικό σύστημα, αφομοιώνοντας και στοιχεία από το παλαιό καθεστώς. Η Πελοπόννησος διαιρείται σε βαρωνίες και φέουδα και επικεφαλής είναι ο πρίγκιπας, ο οποίος έχει υπό την άμεση εξουσία του την πεδινή Ηλεία, που αποτελείτο από τις καστελλανίες της Γλαρέντζας και του Beauvoir/Ποντικόκαστρου. Τα Σκορτά ανήκαν στον βαρώνο της Καρύταινας39.
Στην εκκλησιαστική οργάνωση τηρείται η δομή της Ορθόδοξης εκκλησίας αλλά τοποθετούνται Λατίνοι αρχιερείς στις μητροπόλεις Πατρών, Κορίνθου και στις επισκοπές, καθώς και ιερείς στις ενορίες με λατινικό πληθυσμό40. Ο λατίνος επίσκοπος Ωλένης εγκαθίσταται στην Ανδραβίδα, έχει φέουδα και μετέχει στις συνεδρίες της κούρτης41. Παράλληλα, τα λατινικά μοναστικά τάγματα κάνουν την εμφάνισή τους στον χώρο. Στην δικαιοδοσία του επισκόπου Ωλένης βρίσκεται τόσο ο κάμπος του Μόριά, όσο και τα Σκορτά42.

Η Πελοπόννησος την εποχή της Φραγκοκρατίας

Οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν στον Μόριά με την πρόθεση να γίνει η νέα τους πατρίδα (Nova Francia). Ανεγείρουν εντυπωσιακά οικοδομήματα «εμφυτεύοντας» την γοτθική αρχιτεκτονική της Γαλλίας στα εδάφη της Ρωμανίας. Η οικοδομική δραστηριότητα εκδηλώνεται κυρίως επί δυναστείας Βιλλεαρδουίνων (1209-1278). Από τα εντυπωσιακά κτήρια που ανεγέρθηκαν εκείνη την εποχή ορισμένα διατηρούνται μέχρι σήμερα. Το κάστρο Χλουμούτζι (Château Clermont 1220-1223) λειτουργούσε ως πριγκιπικό ενδιαίτημα και ανεγέρθηκε βάσει αυστηρά σχεδιασμένου οικοδομικού προγράμματος, σύμφωνα με τα πρότυπα της σύγχρονης γαλλικής οχυρωματικής. Από τους μεγάλους γοτθικούς ναούς σήμερα σώζονται σε ερείπια τρεις: ο Άγιος Φραγκίσκος στην Γλαρέντζα, η Αγία Σοφία της Ανδραβίδας και η Παναγία της Μονής Ίσοβας. Η Γλαρέντζα ήταν το κύριο λιμάνι και το βασικότερο οικονομικό, ενώ αργότερα και διοικητικό κέντρο του πριγκιπάτου. Το δεύτερο μεγάλο κάστρο στην πεδινή Ηλεία ήταν το Beauvoir, δηλαδή το βυζαντινό Ποντικόκαστρο πάνω από το λιμάνι της αρχαίας Φειάς. Στον κάμπο, ο οποίος βρισκόταν υπό την άμεση κυριαρχία του πρίγκιπα, αναφέρονται στις πηγές αρκετοί οικισμοί: Λεχαινά, Ροβιάτα, Γαστούνη, Παλαιόπολις, Μπουχιώτη (Picotin), οι οποίοι σήμερα δεν διατηρούν ίχνη της μεσαιωνικής τους κατοίκησης.
Οι φεουδαλικές δομές ευνοούν την κατάτμηση του χώρου και την ανέγερση κάστρων, ως έδρας του φεουδάρχη και ως χώρου προστασίας των κατοίκων της περιοχής43. Η οργάνωση του χώρου με την ανάπτυξη δικτύου μικρών, οχυρών οικισμών διαπιστώνεται καλύτερα στα ορεινά και ημιορεινά εδάφη. Στην περιοχή του Ερυμάνθου χαρακτηριστικοί είναι οι οχυροί οικισμοί του κάστρου της Ωριάς44 και του Μεσοβουνίου45. Στα Σκορτά, που ανήκαν στην βαρωνία της Καρύταινας και ήταν κερματισμένα σε φέουδα, το δίκτυο περιλαμβάνει κάστρα, όπως το Aράκλοβο (Χρυσούλι Άλβαινας)46, το Crèvecoeur (Κάστρο Λινίσταινας)47, η Αγία Ελένη (Λάβδα, Αρχαία Θεισόα)48, η La Combe (Πλατιάνα)49, την Γλάτσα (La Glace)50, η Σμέρνα, το Ξηροχώρι51 και οικισμούς όπως το Στροβίτζι52, η Παύλιτζα53, η Μουντρά54, η Ζούρτζα55. Στα ημιορεινά υπήρχαν κάστρα στην Ώλενα56, στο Γούμερο, στο Χελιδόνι57.
Οι οχυρές οικιστικές εγκαταστάσεις ελέγχουν εκτάσεις καλλιεργήσιμων εδαφών και συνδέονται μεταξύ τους. Όλα τα κάστρα που έχουν επισημανθεί στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Δυτικής Πελοποννήσου εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά: μικρού εμβαδού κατοικίες απλώνονται γύρω από ένα ύψωμα που προσφέρει προστασία, ενώ στην κορυφή μαζί με κάποιο αμυντικό πύργο ή τείχος συνήθως υπάρχει μια κινστέρνα. Ναός μπορεί να υπάρχει μέσα στον οικισμό (Σαντομέρι και Γάρδιτσκο Αχαΐας) ή ακόμη στην οχυρωμένη κορυφή (Κάστρο Ωριάς, Κάστρο Τριποτάμου Αχαΐας)58. Ενίοτε, τα μεσαιωνικά κάστρα καταλαμβάνουν, από αιώνες εγκαταλελειμμένες, αρχαίες ακροπόλεις59.
Η αρχαιολογική μαρτυρία επιβεβαιώνει την εικόνα της ανάπτυξης και της ευημερίας στα χρόνια της ηγεμονίας του Γουλιέλμου Β' Βιλλεαρδουίνου, η οποία θα διαρκέσει όσο το κράτος διοικείται και από τους επιγόνους του. Στην εποχή του θρυλικού Γουλιάμου, όπως τον αναφέρει το Χρονικόν του Μορέως, η οικοδομική δραστηριότητα είναι έντονη. Ανεγείρονται έργα προθέσεων, όπως μεγάλοι ναοί και κάστρα. Την ίδια περίοδο τοποθετείται και η ίδρυση της Γλαρέντζας. Στην Κόρινθο, η σημαντική άνοδος του βιοτικού επιπέδου προσδιορίζεται από τις συστηματικές ανασκαφές επίσης από το 1250 μέχρι την δεύτερη δεκαετία του 14ου αιώνα60. Στο χρονικό αυτό διάστημα εντάσσεται και η ανάπτυξη της βυζαντινής ναοδομίας στην επισκοπή Ωλένης. Αντίθετα, μετά την δεύτερη δεκαετία του 14ου αιώνα, η οικονομική και πολιτική κρίση έχει επιπτώσεις στα οικοδομικά προγράμματα: καμία εκκλησία προθέσεων ή άλλο μεγάλο οικοδομικό έργο δεν καταγράφεται στην Ηλεία.
Ιδιαίτερα κρίσιμη για την κατανόηση της καλλιτεχνικής και ειδικότερα της αρχιτεκτονικής παραγωγής στο Πριγκιπάτο, είναι η καταγραφή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που επικρατούν και κυρίως των σχέσεων μεταξύ των κυρίαρχων επήλυδων και των γηγενών υποτελών61. Οι πρώτοι εγκαθιδρύουν το φεουδαρχικό σύστημα και χωρίζουν την περιοχή σε βαρωνίες και φέουδα. Στην κορυφή της αυστηρά διαστρωματωμένης κοινωνίας είναι μια μικρή ομάδα φράγκων ευγενών. Οι ρωμιοί άρχοντες της περιοχής που δήλωσαν υποταγή, ενσωματώνονται στην φεουδαλική οργάνωση, διατηρώντας τις πατρογονικές γαίες, εξομοιούμενοι με την κατώτερη βαθμίδα γαιοκτημόνων. Ωστόσο, η μεγάλη πλειονότητα των γηγενών εντάσσεται στην κατώτερη τάξη των βιλλάνων. Σταδιακά, οι ρωμιοί άρχοντες ανέρχονται στην φεουδαλική ιεραρχία. Μετά το 1261, με την παραχώρηση των κάστρων της Λακωνίας στους Βυζαντινούς και την κατάλυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως, οι Φράγκοι του Μόριά διαισθανόμενοι την απειλή, ευνοούν την αφομοίωση των Ρωμιών της επικράτειάς τους στο σύστημα. Την πολιτική παραχωρήσεων προνομίων στους άρχοντες και ταχείας ενσωμάτωσής τους, ενίσχυσε ακόμη περαιτέρω ο Κάρολος Α' Anjou (1278-1285), αλλά και οι διάδοχοί του. Η ένταξη των αρχόντων στην ιεραρχία λειτουργεί συνεκτικά στην μικτή κοινωνία. Συνεπώς, την τελευταία τριακονταετία του 13ου αιώνα σε ένα ακμαίο ακόμη πριγκιπάτο οι Ρωμιοί έχουν τις οικονομικές δυνατότητες και το κοινωνικό status να εκφράσουν την πίστη τους ανεγείροντας ναούς προθέσεων. Αυτή η περίοδος αρχίζει να σβήνει από την δεύτερη δεκαετία του 14ου αιώνα, με την προϊούσα κατάρρευση της φραγκικής ηγεμονίας.
Στο πλαίσιο του οικουμενικού χαρακτήρα του μεσαιωνικού κόσμου, οι φράγκοι κατακτητές εντάσσουν τους γηγενείς στην αυστηρή διαστρωμάτωση του φεουδαλικού συστήματος, αλλά και οι Ρωμιοί είναι έτοιμοι να δεχθούν έναν ξένο κυρίαρχο. Άλλωστε, η προϊούσα κατάρρευση της αυτοκρατορικής διοίκησης κατά τον 12° αιώνα είχε προφανώς εξασθενήσει την αίσθηση του συνανήκειν και την ιδιότητα του υπηκόου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ωστόσο, η ένταξη στην φεουδαλική κοινωνία δεν απάλειψε πολιτισμικές διαφορές, αντιληπτές άμεσα λόγω της διαφορετικής γλώσσας και εκφραζόμενες κυρίως στο πεδίο της δογματικής αντίθεσης. Επίσης, κρίσιμη για την κατανόηση της ναοδομίας στην περιοχή είναι και η διαπίστωση ότι παράλληλα με την συμβίωση και την ανοχή, υφέρπει και η τάση για διαχωρισμό και αντιπαράθεση. Άλλωστε, αυτή είναι η εποχή που Ρωμιοί αναπτύσσουν την τάση για συνταυτισμό και αυτογνωσία στην αντιθετική βάση του «εμείς» και «αυτοί»62.
Αντίθετα από την ειρηνική συμβίωση που διαπιστώνεται στον κάμπο της Ηλείας, οι ρωμιοί κάτοικοι των Σκορτών συχνά στασίαζαν κατά των Φράγκων και στήριζαν τις επιθέσεις του Δεσποτάτου63.
Η συμβίωση και η ανοχή φράγκων και γηγενών, δοκιμάστηκε και σε ένα ακόμη δύσκολο πεδίο, διακρατικού μάλιστα χαρακτήρα. Παρά την εξύμνηση των ιπποτικών κατορθωμάτων και των πολεμικών επιχειρήσεων από τις πηγές, που εμφανίζουν το πριγκιπάτο σε μια μόνιμη κατάσταση πολέμου, η αλήθεια είναι ότι η, για μακρές περιόδους, ειρηνική συνύπαρξη με τους Ρωμιούς του Δεσποτάτου αποδεικνύεται με τις εξ αδιαιρέτου συνεκμεταλλεύσεις γαιοκτησιών σε χωριά της επικράτειας του πριγκιπάτου64. Ενδιαφέρον είναι ότι στα χωριά αυτά διατηρούνται βυζαντινές εκκλησίες με δυτικά στοιχεία, όπως η Αγία Άννα Μουντράς.
Άλλωστε, και με το κράτος της Ηπείρου, το πριγκιπάτο είχε αναπτύξει στενές σχέσεις: η κόρη του Μιχαήλ Β', Άννα, γίνεται δεύτερη σύζυγος του Γουλιάμου Βιλλεαρδουίνου65.
Παρά την κατάλυση της ορθόδοξης ιεραρχίας στα εδάφη του πριγκιπάτου, υπάρχει ανοχή και το ορθόδοξο δόγμα ασκείται ανεμπόδιστα. Για τη θέση του κατώτερου ορθόδοξου κλήρου υπήρχαν σαφώς καθορισμένοι κανόνες, κυρίως με την συμφωνία μεταξύ πρίγκιπα και Εκκλησίας το 1223 66. Όσο για τους ορθόδοξους επισκόπους, μεταξύ των οποίων και ο Ωλένης, φαίνεται ότι καταφεύγουν στα ελεύθερα μέρη67. Ωστόσο, μετά την μερική αποκατάσταση της βυζαντινή κυριαρχίας στην Πελοπόννησο, στα Τακτικά της εποχής των Παλαιολόγων αναφέρονται ως δρώσες και οι μητροπόλεις των λατινοκρατούμενων περιοχών68. Στην ιεραρχία της εκκλησίας στον Μόριά θα υπάρχει και ο επίσκοπος Ωλένης, έστω ως τιτουλάριος. Μετά το 1430 που απελευθερώνεται η Ηλεία, δεν είναι γνωστό πώς αποκαθίσταται ο επίσκοπος Ωλένης και πού έχει έδρα69.
Κατά την μεταβυζαντινή περίοδο η έδρα μεταφέρεται στην Παναγία την Καθολική της Γαστούνης. Η σημερινή μητρόπολη Ηλείας διαδέχθηκε μετεπαναστατικά την μητρόπολη Ωλένης και περιλαμβάνει την επαρχία Ηλείας του νομού. Η επαρχία Ολυμπίας υπάγεται στην μητρόπολη Τριφυλίας και Ολυμπίας.



Αθανασούλας Δημήτριος: "Η ναοδομία στην Επισκοπή Ωλένης κατά την μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο"

1 Πρβλ. Αναγνωστάκης κ.ά.2002, 68.
2 Lambropoulou 2000, 95, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Πρβλ. και Αναγνωστάκης κ.ά.2002, 68, Αbramea 1997, 41-50.
3 Για την παλαιοχριστιανική/πρωτοβυζαντινή Ηλεία βλ. Λαμπροπούλου 1991, Lambropoulou 2000, όπου και η παλιότερη βιβλιογραφία. Για την Πελοπόννησο γενικότερα από τον 4° έως τον 8° αιώνα, βλ. Βοn 1951, Avramea 1997, και για τις θέσεις της Ηλείας, 196-199 και σποράδην και Α. Αβραμέα, Η παλαιοχριστιανική και πρωτοβυζαντινή Πελοπόννησος, Οι Μεταμορφώσεις της Πελοπόννησου (4ος-15ος αι.), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000, 9-18.
4 Πρβλ. και τον χάρτη με τις οικιστικές θέσεις: Lambropoulou 2000, 102, εικ. 1.
5 Κούντουρα 1996, 57, 69, Lambropoulou 2000, 99, 101.
6 Για τους Σλάβους στην Ελλάδα βλ. ενδεικτικά Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στη Μεσαιωνική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1991, Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις στην μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα 1995. Για την μεταβατική περίοδο, την σλαβική εισβολή και τις νεώτερες απόψεις για τις συνέπειές της στην Δυτική Πελοπόννησο, βλ. ενδεικτικά (όπου και η παλιότερη βιβλιογραφία): Η. Αναγνωστάκης, Η χειροποίητη κεραμική ανάμεσα στην Ιστορία και την Αρχαιολογία, Βυζαντιακά 17, 1997, 287-330, Η. Αναγνωστάκης - Ν. Πούλου-Παπαδημητριού, Η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη (5ος-7ος αιώνας) και προβλήματα της χειροποίητης κεραμικής στην Πελοπόννησο, Σύμμεικτα 11, 1997, 229-319, 260-264, 292-303, 309-317 και σποράδην, Η. Αναγνωστάκης. Οι πελοποννησιακοί σκοτεινοί χρόνοι: το σλαβικό πρόβλημα. Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου ή της έρευνας; Οι Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος-15ος αι.), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000, 19-34, Α. Avramea, Les Slaves dans le peloponnese, Σκοτεινοί αιώνες, 293-302, Λαμπροπούλου κ.ά. 2001, Αναγνωστάκης κ.ά.2002. Επίσης για τα σλαβικά τοπωνύμια στην Ηλεία: Υαεωει 19702 , σποράδην, Vasmer 1970, Malingoudis Toponymy and History, Observations concerning the Savic Toponymy of Peloponnese,7, 1983, 99-111, Λαμπροπούλου κ.ά. 2001.
7 Ωστόσο, συγκριτικά με τους όμορους νομούς η Ηλεία έχει λιγότερα σλαβικά τοπωνύμια (Γιαννόπουλος 1982, 198). Ωστόσο, αυτοί οι υπολογισμοί δεν είναι ενδεικτικοί, αφού στα πεδινά λ.χ. τα σλαβικά μπορεί να αντικαταστάθηκαν από ελληνικά, τουρκικά ή αρβανίτικα τοπωνύμια, λόγω της συνεχούς κατοίκησης.
8 Jean Derrouzes, Notitae Episcopatuum Eccle Constantinopolitanae, Paris 1981, 244, notitia 3. Η αυθεντικότητα του τακτικού είχε παλιότερα αμφισβητηθεί, αλλά σήμερα έχει γίνει αποδεκτή: βλ. ενδεικτικά Λαμπροπούλου κ.ά. 2001, 190 και Κούντουρα 1996, όπου και η παλιότερη βιβλιογραφία.
9 Ν. Α. Bees, Beiträge zur Kirchlichen Geographie Griechenlands im Mittelalter und in der neueren , “Oriens Christianus”, Leipzig, neue serie, 1914, 260, Κούντουρα 1996, 57 σημ. 61. Για την επισκοπή βλ. Γ. Κονιδάρη, Αi μητροπόλεις και αρχιεπισκοπαί τον Οικουμενικού Πατριαρχείου και η «Τάξις» αυτών, Αθήναι 1934, 102.
10 Κούντουρα 1996, 69. Η διοικητική οργάνωση των τοπικών εκκλησιών της Πελοποννήσου συντονίζεται με τις γενικότερες επιλογές του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και ακολουθεί στο εξής της ιστορικές μεταβολές του βυζαντινού κράτους: Βλ. Φειδάς 2001, 27.
11 ,T. Živkovic, The Date of the Creation of the Theme of Peloponnese, Σύμμεικτα 13, 1999, 141- 155. Κούντουρα 1996, 66-69.
12 Για την περίοδο αυτή βλ. επίσης και Γιαννόπουλος 1982.
13 Για την ερμηνεία της διαίρεσης της Πελοποννήσου και τα όρια ανατολικού και δυτικού τμήματος, βλ. Αναγνωστάκης κ.ά. 2002.
14 Για την εκκλησιαστική οργάνωση της περιόδου, βλ. επίσης P. Yannopoulos, Métropoles du Péloponnèse byzantine : un souvenir des invasions avaro-slaves, Byzantion63, 1993, 388-400, 390, Κόντη 2000, 38
15 Για την μεσοβυζαντινή Πελοπόννησο γενικά, βλ. Βοη 1951, Κόντη 2000, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
16 Για τις επισκοπές της Ηλείας βλ. επίσης Ν. Τωμαδάκης, Σημείωμα περί των έν ’Ήλιδι βυζαντινών επισκοπών, ΕΕΗΜ 2, 1983, 11-14, Βασιλικοποΰλου 1980, Nesbitt–Oikonomides 1994, 88-90.
17 Για το τοπωνύμιο βλ. παρακάτω.
18 Για το θέμα, βλ. V. Laurent, Le corpus des sceaux de l’ empire byzantin, V, 1-3, L’ église, Paris 1963-1972, 492-493, V. Laurent, L’ éveché de Morée (Moréas) au Péloponnèse, REB 20, 1962, 181-186, Nesbitt–Oikonomides 1994, 88-89. Η ταύτιση με την Δύμη γίνεται σύμφωνα με τα Σχόλια του Στράβωνα (9ου-10ου αιώνα).
19 Ντ. Ψυχογιός, Ή Ώλενα, Ήλειακά 21, 1962, 646, Γριτσόπουλος 1998, 425. Σημειώνεται επίσης ότι στην απογραφή της Β' Ενετοκρατίας αναφέρεται στην Γαστούνη η ενορία Επισκοπή ως άλλη από την ενορία της Παναγίας Καθολικής (Γριτσόπουλος 1998, 425-426). Για το θέμα βλ. και Αθανασούλης 63 σημ. 9.
20 Ας σημειωθεί ότι, από τον Βίο του Οσίου Νίκωνος, στην ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια παραδίδεται και θέση Μώρος, η οποία ενδεχομένως συνδέεται με επισκοπική έδρα: D. Sullivan, The life of Saint Nikon, Brookline 1987, 108, Nesbitt–Oikonomides1994, 89. Αντίθετα ο Π. Βελισσαρίου, Το αντρον της «καθοσιώσεως» του Όσίου Νίκωνος του Μετανοείτε (Γ αιών), Πρακτικά του 3ου Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Καλαμάτα 8-15 Σεπτεμβρίου 1985, τ. 2, Αθήναι 1988, 465-471, έχει τοποθετήσει την θέση στην Αρκαδία.
21 Βοn 1951, 166-175,
22 Γιαννόπουλος 1982, 201-202.
23 Βλ. Επισκοπή Ωλένης, 91 κ.ε.
24 Βοn 1951, 162, Βοη 1969, 318.
25 Βλ. παρακάτω.
26 Για την ιστορία του βλ. Βοn 1969, 369-372. Για την ταύτισή του με το Χρυσούλι Άλβαινας, βλ. Παναγία Άλβαινας, 64.
27 Βασιλικοπούλου 1980, 258-260, Βοη 1969, 344-346.
28 Kourelis 2003, 335-336, αρ. 72.
29 Βοn 1969, 307-314, όπου και η παλιότερη βιβλιογραφία, Nesbitt–Oikonomides 1994, 89. Ενδεικτική είναι η παράλληλη χρήση του όρου στο Χρονικόν του Μορέως ακόμη και με διαφορά λίγων στίχων: Χρονικόν του Μορέως, στ. 1404-1405: ό τόπος όλος τοΰ Μορέως, όσος και περιέχει το λέγονν Πελοπόννεσον, 1426-1427: η Ανδραβίδα ή χώρα ή λαμπρότερη στον κάμπον τοΰ Μορέως. Βλ. επίσης και Χρονικόν του Μορέως, 61.
30 Βοn 1969, 342.
31 Βοn 1969, 359.
32 Βοn 1969, 363-406, Αθανασούλης 2004, 262.
33 Βοn 1969, 104-106.
34 Για την Φραγκοκρατία στην Ηλεία, βλ. Βοn 1969, 1-295, Αθανασούλης-Γεωργοπούλου 2004, Αθανασούλης-Γεωργοπούλου 2005. Για την Φραγκοκρατία στην Πελοπόννησο βλ. Μίλλερ 19973, σποράδην, Ντούρου 1987, σποράδην, Λοκ 1998, σποράδην, Ά. Λαμπροπούλου - Α. Πανοπούλου, Η Φραγκοκρατία και το δεσποτάτο του Μορέως, Οι Μεταμορφώσεις της Πελοπόννησου (4ος-15ος αι.), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000, 59-87, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
35 Zakythinos 1953, τ. 1, 70-72, τ. 2, 150.
36 Βοn 1969, 220-221. Αρκετές εκκλησίες του καταλόγου από αυτή την περίοδο περιλαμβάνονται στα εδάφη αυτά.
37 Αντίγραφο του χρυσοβούλλου διατηρείται τοιχογραφημένο στο ΝΔ παρεκκλήσι του Αφεντικού στον Μυστρά: βλ. Κ. Ζησίου, Έπιγραφαί Μυστρά, Άθηνα 3, 1891, 434-487, 459-487,G. Millet, Inscriptions byzantines de Mistra, BCH XXIII,, 1899, 97-156, 115-118, ρΐ. ΧΙΧ-ΧΧ. Πρβλ. επίσης Βοn 1969, 221 και σημ. 4.
38 Η εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησία (“casaux de parçon”) από Βυζαντινούς και Φράγκους μαρτυρείται και σε άλλες περιοχές του πριγκιπάτου: για το θέμα βλ. Jacoby 1963.Zakythinos1953, τ. 2, 82.
39 Βοn 1969, 365-366 και σποράδην.
40 Για την οργάνωση βλ. Βοn 1969, 89-102, Λοκ 1998, 337-354, Θ. Ζαχαρόπουλος, Ή Εκκλησία στην Ελλάδα κατά την Φραγκοκρατία, Θεσσαλονίκη 19842.
41 Βασιλικοπούλου 1980, 255-258.
42 Βοn 1969, 359.
43 Για τα κάστρα και του οχυρωμλενους οικισμούς της Ηλείας και της βορειοδυτικής Πελοποννήσου γενικότερα, βλ. Kourelis 2003.
44 Βλ. Ναός του κάστρου της Ωριάς, 63.
45 Kourelis 2003, 322-325, αρ. 67.
46 Βλ. Παναγία Άλβαινας, 64.
47 Βλ. Άγιος Χαράλαμπος Λινίστενας, 414.
48 Βλ. Kourelis 2003, 305-307, αρ. 60.
49 Βλ. Προφήτης Ηλίας Πλατιάνας, 64.
50 Βλ,. Παναγία Γλάτσας, 187 κ.ε.
51 Για την Σμέρνα και το Ξηροχώρι βλ. Βοn 1969, 375-377, Μ. Κορδώσης, το μεσαιωνικό κάστρο Ρίζας κοινότητας Σμέρνας Ηλείας, Αντίφωνον, 349-353, Kourelis 2003, 418, αρ. 126.
52 Βοn 1969, 389.
53 Βλ. Παναγία Παύλιτζας, 384 κ.ε..
54 Βλ. Αγία Άννα Μουντράς, 371 κ.ε.
55 Βλ. Παναγία Ζούρτσας, 113 κ.ε..
56 Βλ. Επισκοπή Ωλένης, 91 κ.ε..
57 Βοn 1969, 344, Kourelis2003, 271-272, αρ. 30.
58 Για τους μεσαιωνικούς οικισμούς της περιοχής βλ. Cooper κ.ά. 2002, ιδιαιτ. 55-56 και Kourelis 2003, 14-18 και σποραδικά. Σε άλλα κάστρα ναοί βρίσκονται εκτός του αμυντικού περιβόλου, όπως στο κάστρο Αράκλοβο (Χρυσούλι Άλβαινας). Σε άλλα δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί οι ναοί: Ποντικόκαστρο: Βοn 1969, 663-665. Γυφτόκαστρο/Καλίδονα: Cooperκ.ά. 2002, 74, Kourelis 2003, 280-285, αρ. 37. Μεσοβούνι: Cooper κ.ά. 2002, 121, Kourelis 2003, 322-325, αρ. 67. Αινίστενα: Βελισσαρίου 1998, 391-396, Cooper κ.ά. 2002, 77, Kourelis 2003, 312-322, αρ. 66.
59 Ενδεικτικά: Γυφτόκαστρο/Καλίδονα ( Cooperκ.ά. 2002, 72-74, Kourelis 2003, 280-285, αρ. 37), Τριπόταμο/Ψωφίς (Μουτζάλη 2003, 159-163), Κάστρο της Λινίστενας (Crievecuer) (Βελισσαρίου 1998, 390-391, Kourelis 2003, 312-322, αρ. 66). Σε αυτά μπορούν ίσως να προστεθούν το Κάστρο της Πλατιάνας (Άκουμπα) και το κάστρο της Νεροβίτζας, και η Θεισόα (Αάβδα, Κάστρο Αγίας Ελένης: Kourelis 2003, 305-307, εικ. 192-194).
60 Βλ. Κόρινθος: C. K. Williams, Frankish Corinth, An Overview, Corinth XX, Athens 2003, 423434, 426. Γλαρέντζα: Αθανασούλης 2005Α, Αθανασούλης 2005Δ.
61 Για την μικτή κοινωνία του Πριγκιπάτου και τις σχέσεις γηγενών και επήλυδων, βλ. αναλυτικότερα Αθανασούλης 2003, 74-77, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
62 Αθανασούλης 2003, 77-78, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Πρβλ. και Ν. Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, Αθήνα 2004, 69-70.
63 Βοn 1969, 178-179, 365.
64 Jacoby 1963, 125.
65 Βοn 1969, 120.
66 Βλ. Βοn 1969, 96.
67 Στο κράτος της Ηπείρου ή άλλου. Στις, υπό ενετική κυριαρχία, Μεθώνη κα την Κορώνη, οι ορθόδοξοι επίσκοποι διέμεναν στην πόλη μαζί με τους Λατίνους: Βοn 1969, 225, Βασιλικοπούλου 1985, 202.
68 Όπως μητρόπολη Κορίνθου, Πατρών, Χριστιανουπόλεως: Βοη 1969, 223-225, Φειδάς 2001, 30, Βασιλικοπούλου 1985, 202-205, όπου και η εξέλιξη της τάξεως των μητροπόλεων Πελοποννήσου στα τακτικά της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Χαρακτηριστική είναι η καταγραφή του ορθόδοξου μητροπολίτη Πατρών κατά τον 13° και τον 14° αιώνα. Έφερε τον τιμητικό τίτλο νπέρτιμος εξαρχος πάσης Άχαίας, συνεισέφερε οικονομικά στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ενώ από τα μέσα του 14ου αιώνα έδρευε στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου Αχαΐας: Βοn 1969, 224, Βοn 1951, 103-104 σημ. 4, E. Gerland, Neue Quellen zur Geschichte des Lateinischen Erzbistums Patras, Leipzig1903, 101-102.
69 Στην μεταβυζαντινή περίοδο η επισκοπή Ωλένης έχει έδρα την Γαστούνη και καθολικό ναό την Παναγία την Καθολική, η οποία μάλιστα διέθετε και επισκοπικό θρόνο στην αψίδα. Ενδεχομένως η έδρα να είχε μεταφερθεί εκεί νωρίτερα.