.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Παλαιοχριστιανική Βασιλική και Βαλανείο Αγίας Κυριακής


Ανασκαφή παρά τα Φιλιατρά

 Από της 11ης μέχρι της 21ης Ιουλίου 1960 ενηργήθη δαπάναις της Αρχαιολογικής Εταιρείας εν τή περιφερεία της Αγίας Κυριακής, επινείου των Φιλιατρών, ανασκαφή παλαιοχρστιανικής βασιλικής και περί τα εκατόν μέτρα νοτίως αυτής επεσημάνθη όψιμων ρωμαϊκών χρό­νων βαλανείον επί αγρών των Χαρ. Ψαρέου και Δημ. Σουρέτη, κειμένων βορείως του χειμάρρου Βρύσης και ανατολικώς της από Φιλιατρών προς την Αγίαν Κυριακήν δημοσίας οδού1.


  Εις την τοποθεσίαν αυτήν είχον ήδη σημειωθή παλαιότερον υπό του Pouqueville ερείπια αρχαίου κτίσματος2, αργότερον δε υπό του Ν. Valmin είχον παρατηρηθή θεμέλια βυζαντινής εκκλησίας και μαρμάρινοι αρράβδωτοι κίονες3.
 Η βασιλική ευρέθη ακριβώς εις την θέσιν, όπου είχεν ιδρυθή εκκλησία, φερομένη κατά την παράδοσιν είς το όνομα τού Αγίου Γεωργίου. 
 Η ανασκαφή διεξήχθη εξ αφορμής ανασκαφικής ερεύνης, γενομένης αυθαιρέτως, κατά το παρελθόν έτος, υπό τού καθηγητού των Φυσικών κ. Π. Παπαχριστοπούλου, επιζητούντος να ανεύ­ρη της αρχαίας μεσσηνιακής πόλεως Εράνης ιερόν τι ή κρήνην των Ναϊάδων4, εξ αφορμής υποθέσεως του Pouqueville, κατά την οποίαν η παρουσία των υπό τούτου σημειωθέντων ερειπίων εσήμαινε ότι πηγή τις εκεί πλησίον ήτο αφιερωμένη είς τινα τών Ναϊάδων. 
Ενέτυχεν όμως ο κ. Παπαχριστόπουλος εις τήν βασιλικήν, τής οποίας ήλθε τότε είς φώς μέρος τής αψίδος και του ιερού βήματος, εστρωμένου διά ψηφιδω­τού5.


Η ανασκαφή τής Αρχαιολογικής Εταιρείας απέβλεψεν είς τόν διά συστήματος τομών προσδιορισμόν τού τύπου και των διαστάσεων του κτηρίου. Προσδιωρίσθη πεντάκλιτος βασιλική με ήμικυκλικήν αψίδα και νάρθηκα. Δεν κατωρθώθη να ευρεθή η ακριβής προς δυσμάς διάστασις του μνημείου, όπου εις τοίχος παχύτε­ρος των άλλων υποδηλοί πιθανώς ιδιόμορφον συνέχισιν του νάρθηκος προς δυσμάς. Μέχρι του σημείου τούτου το κτήριον μετρεί εις μήκος 28.60μ. Ο κυρίως ναός είναι σχεδόν τετράγω­νος (εσωτερικαί διαστάσεις: μήκος 19.80μ. άνευ της αψίδος, πλάτος 19.55μ., του μεσαίου κλιτούς πλάτος 5.10μ.). Προς νότον του νάρθη­κος εκτείνεται πρόσκτισμα προσιτόν εκ τούτου διά θύρας. Νοτίως τής αψίδος αρχή τοίχου, βαίνοντος προς ανατολάς, υποδηλοί ότι πιθανώς υπήρχεν είς την θέσιν αυτήν και έτερον πρόσκτισμα εκτεινόμενον προς αανατολάς, προστεθέν όμως μετά την αποπεράτωσιν του κτηρίου.
 Ο νάρθηξ είναι ενιαίος. Πιθανώς ούτος ήτο ανοικτός προς δυσμάς υπό τύπον στοάς. Έκ τού νάρθηκος ανά μία θύρα οδηγεί προς τα κλίτη του κυρίως ναού (διεπιστώθησαν θύραι είς το κεντρικόν και τα πλάγια προς νότον κλίτη). Εντός του κυρίως ναού τα κλίτη χωρίζονται άπ’ άλλήλων διά τοίχων διατρυπωμένων υπό μεγάλων τοξωτών ανοιγμάτων. Οι τοίχοι οι ορίζοντες το κεντρικόν κλίτος προς τα πλάγια αναλύονται εις δύο επιμήκη ποδαρικά εκατέρωθεν ανοίγματος ίσου διανύσματος προς το μήκος των, προς δυ­σμάς είς στενότερον άνοιγμα και παραστάδα και προς ανατολάς εις μεγαλύτερον δίλοβον άνοιγμα σχηματίζομενον διά παρεμβολής κίονος. Αί βά­σεις τών κιόνων (διαμ. 0.45μ.) ευρέθησαν κατά χώραν. Το διάνυσμα εκάστου λοβού είναι περί­ που ίσον προς εκείνο τού δυτικού ανοίγματος. Το δίλοβον περατούται προς ανατολάς είς παρα­στάδα προέχουσαν μόλις κατά 0.12μ. από του ανατολικού τοίχου, πάχους όμως 0.88μ., ήτοι κατά ±0.30μ. παχυτέραν του διατρήτου τοίχου ( ± 58μ.), σχηματιζομένων ούτω δύο ώμων εκα­τέρωθεν της κόγχης, αλλά προς τα έσω. Όμοια παραστάς σχηματίζεται και προς Δυσμάς6.
 Βασικώς παρομοία φαίνεται να είναι η σύνθεσις των χωρισμάτων, τα όποια διήκουν μεταξύ των πλαγίων κλιτών, με την διαφοράν ότι τα εδώ μήκη των ποδαρικών και τα διανύσματα των τό­ξων δεν αντιστοιχούν προς εκείνα των εκατέρωθεν του κεντρικού κλιτούς· και το δίλοβον άνοιγμα είναι μικρότερον και σχηματίζεται διά διαμέσου πεσσού. 
Τοιούτο δίλοβον άνοιγμα διεπιστώθη μό­νον μεταξύ των βορείων κλιτών το μεταξύ των νοτίων κλιτών χώρισμα δεν διεσώθη εις την αρχικήν του κατάστασιν.
Τα πλάγια κλίτη είναι ανίσου πλάτους μεταξύ των, αλλά συντεθειμένα συμμετρικώς ανά δύο κατ’άντίστοιχα ζεύγη, -τα εσωτερικά πλάτους +2.90, τα εξωτερικά ±3.50 (το ακραίον βόρειον) και ± 3.20 (το ακραίον νότιον)- εκατέρωθεν τού μεσαίου κλιτούς. 
Η βασιλική ήτο ξυλόστεγος.


 Είς το ανατολικόν μέρος του νοτίου ακραίου κλιτούς φαίνεται ν’ άποχωρίζεται εν είδει παστοφορίου χώρος, εντός του οποίου ευρέθησαν δύο πίθοι ένθετοι εντός του εδάφους αλλά η όλη διάταξις και η λειτουργία του χώρου τούτου δεν κατέστη δυνατόν να καθορισθή κατά την προκειμένην έρευναν.
Πρό της αψίδος, καθ’ όλον το πλάτος του με­σαίου κλιτούς και είς μήκος μέχρι του ζεύγους των κιόνων, εκτείνεται το ιερόν βήμα είς σχήμα ανεστραμμένου πί και κατά μίαν βαθμίδα υψηλότερον του δαπέδου του κυρίως ναού.
 Ευρέθη κατά χώραν ο στυλοβάτης του φρά­γματος του έκ πωρίνων δόμων συγκρατουμένων μεταξύ των διά σιδηρών συνδέσμων και μολυβδο­χοής και εχόντων εγκοπήν (πλ. 0.06 μ.) προς στήριξιν θωρακίων.
 Το βήμα είχε μόνον μίαν δίοδον- την ωραίαν πύλην- προς Δυσμάς. Εν­τός τούτου ευρέθησαν λείψανα της κρηπίδος της άγιας Τραπέζης, τοποθετημένης κατά την χορδήν της αψίδος, κατά χώραν δε αί πρός ανατολάς βάσεις των κιόνων (διαμ. +0.21 και +0.19 μ.) του κιβωρίου. Τέλος έξω του βήμα­τος είς απόστασιν 1.85 μ. δυτικώς του φράγματός του, παρά τον βόρειον διαχωριστικόν τοίχον, ευρέθη ο άμβων, έχων το κύριον σώμα οκταγωνικόν και αξονικώς τοποθετημένα δύο συστήματα κλι­μάκων (προς Α. και Δ.).
Το δάπεδον του κυρίως ναού ήτο εστρωμένον διά όχι μεγάλων διαστάσεων σχιστολιθικών πλα­κών υπολεύκων και μαύρων και ολίγων έκ πορ­φυρίτου. Ούτω δια σχετικώς πτωχού υλικού, εμιμήθησαν τρόπον πλούσιας στρώσεως διά μαρμά­ρινων πλακών, ελάχιστα όμως λείψανα της στρώ­σεως ταύτης διεσώθησαν. Τα πλάγια κλίτη φαί­νονται άστρωτα. Καλύτερον είχε διασωθή το δά­πεδον του βήματος, εστρωμένου δια ψηφιδωτού, άλλ’ ατυχώς κατεστράφη λωρίς του πλάτους 1.20μ. από της κορυφής της αψίδος αξονικώς μέχρι έξω του βήματος, κατά την προηγηθείσαν έρευ­ναν του μνημείου υπό του κ. Παπαχριστοπούλου, αναζητούντος είς βάθος τον οχετόν, ως γράφει, κρήνης ή ιερού των Ναϊάδων. Κατά την μετά μανίας και ακρίτως διεξαχθείσαν έρευναν εκείνην κατεστράφη και ο στυλοβάτης του τέμ­πλου είς την θέσιν της ωραίας πύλης, απορριφθέντων κατόπιν των τεμαχίων του εντός της το­μής είς το βάθος, κατά την έκ νέου κάλυψίν της. Το ψηφιδωτόν αποτελείται έκ διαχώρων μή σαφώς διαχωριζομένων. Εκατέρωθεν του κατε­στραμμένου τμήματος και παραλλήλως προς τον άξονα του βήματος βαίνει ανά μία φυτική έλιξ με φύλλα κισσού, κατόπιν, προς τα πλά­για, ακολουθούν διάφορα γεωμετρικά σχέδια έκ τε­τραγώνων αναλυομένων είς τρίγωνα ή συντιθεμένων είς σταυρούς, κύκλων περικλειόντων ανά δύο αντωπάς πέλτας και έκ συμπλεκομένων οκταγώνων αναλυομένων είς εξάγωνα και τετράγωνα πληρούμενα δια σταυρών. Χρησιμοποιούνται κυρίως ψηφίδες λευκαί, μαύραι και ερυθραί (αί τελευταίαι κεράμιναι έκ πηλού λεπτοκόκκου). Η τέχνη του ψηφιδωτού είναι έπαρχιακή μετριωτάτη. Αντιθέτως καλής τέχνης είναι μαρμάρινα μέλη, προφανώς ελθόντα έτοιμα εκ καλλιτεχνικού τί­νος κέντρου. Μεταξύ τούτων αξιοσημείωτα είναι τεμάχια διατρήτων θωρακίων κοσμουμένων διά διπλής ταινίας συμπλεκομένης κατά τον τύπον των σηρικών τροχών, είς κύκλους πληρουμένους διά σταυρού και μεταξύ των κύκλων δι’ έλαφρώς αναγλύφου πολυπετάλου άνθους. Επί τμήματος στέψεως θωρακίου, διασωθέντος είς τεμάχια, αναγινώσκεται η επιγραφή: «Επί του αγιωτάτου Επισκό[που.... καλανδών;] /ΙΑΝ[ουαρίων;]».


 Η βασιλική ερειπιωθείσα εν μέρει, πιθανώτατα υπό σεισμών, επανεκτίσθη, αντικατασταθέντος του βορείου τοίχου του μεσαίου κλιτούς δι’ ετέρου, φραχθέντων των ανοιγμάτων των απομεινάντων όρθιων τόξων και αποχωρισθέντος χώρου, προς Ανατολάς του νοτίου εσωτερικού κλίτους, ως παστοφορίου. Οι μεταγενέστεροι ούτοι τοίχοι εκτίσθησαν προχείρως δια πηλού και δια παρενθέσεως είς την τοιχοποιίαν θραυσμάτων έκ των μαρμάρινων μελών τής βασιλικής και τεμαχίων μαζών έκ των κρημνισμάτων των παλαιοτέρων τοίχων. Θησαυρός έκ περίπου τριακοσίων τεσ­ σαράκοντα χαλκών νομισμάτων απαρτισθείς κατά τούς χρόνους του Μαυρίκιου (+582/ +602) καί ευρεθείς είς το νότιον ακραίον κλίτος κεχωσμένος εντός του εδάφους παρά το εντετειχισμένον δυτικόν άνοιγμα του διαχωριστικοΰ τοίχου, καθ’ όν χρόνον βεβαίως υφίστατο εν λειτουργία το μνημείον της δευτέρας περιόδου, παρέχει όριον ante quem διά την χρονολόγησιν τής προκειμένης ανακαινίσεως. 
 Όριον post quem διά την χρονολόγησιν της ανακαινίσεως συνάγεται πιθανώς έκ τής όμοιας περιπτώσεως, της καταστροφής δηλαδή της βασιλικής της Ολυμπίας κατά τούς σεισμούς του 522 ή του 551, ώς πιστεύεται, και ανακαινίσεώς της κατά τό τρίτον τέταρτον του 6ου αιώνος8. Αλλά τοϋτο δέν είναι βέβαιον, διότι αί χρονολογίαι 522 και 551 αφορούν είς σεισμούς, όφειλομένους είς το τεκτονικόν ρήγμα το αρχόμενον έκ των Πατρών και διάκον διά του Κορινθιακού κόλπου προς τα νοτιοανατολικά, αί δυτικαί δε ακταί της Μεσση­νίας πλήττονται έκ των σεισμών των οφειλομένων εις το τεκτονικόν ρήγμα, το διήκον διά του Ιονίου Πελάγους παρά τας δυτικάς ακτάς της Πε­λοπόννησου προς νότον θεωρείται δε ότι αί δύο αύται σεισμογόνοι αιτίαι δρούν ανεξαρτήτως9. Διά την καταστροφήν της Ολυμπίας είναι ίσως πιθανόν το έτος 551, ότε κατεστράφησαν και αί Πάτραι10, αλλά τούτο δεν σημαίνει αναγκαίως και καταστροφάς συγχρόνως εις περιοχάς της Μεσσηνίας, αλλά και δεν αποκλείεται η καταστροφή της Ολυμπίας να οφείλεται εις σεισμούς προκληθέντας έκ του τεκτονικού ρήγματος του Ιονίου. Θα ήτο ενδιαφέρον να εγνωρίζομεν το έτος της καταστροφής της βασι­λικής Φιλιατρών- της πρώτης περιόδου- διότι θα εχρησίμευε τούτο ως όριον ante quem δια την χρονολόγησίν της.


 Επειδή δεν αποκλείεται δέ να κατεστράφη και η βασιλική των Φιλιατρών κατά τούς σεισμούς του 551 και επειδή αύτη δεν φαίνεται να είχε χρησιμοποιηθή πολύ προ της καταστροφής της,- τα πλάγια κλίτη δεν είχον δεχθή δάπεδα- είναι πιθανόν να εκτίσθη όχι πολύ προ των μέσων του 6ου αιώνος. Έκ τών κινητών ευρημάτων αξιοσημείωτος, προς συναγωγήν ιστορικών συμπερασμάτων περί των γεγονότων της εποχής, είναι ο νομισματικός θησαυρός- απαρτισθείς, ως είπομεν, κατά τους χρόνους του Μαυρίκιου (+582 - +602)- εν συσχετισμό) προς θησαυρούς της μετά τον Ιου­στινιανόν εποχής, ευρεθέντας εν Πελοποννήσω καί μάλιστα έν Ολυμπία, όπου οι οψιμώτεροι εκ τούτων περιλαμβάνουν νομίσματα μέχρι των ετών +565 και +576 11. Μετά τας αρχάς του 7ου αιώνος η ζωή είς την περιοχήν φαίνεται να διακόπτεται και το μνημείον νά ερειπιούται· επανήλθεν η ζωή κατά τούς χρόνους των Κομνηνών, ότε επί των ερειπίων του βήματος της βασιλικής εκτίσθη μικρά μονόκλι­τος εκκλησία, πλάτους εξωτερικώς μόλις 3.50μ.12, εκείνη, τής οποίας τα ερείπια εσημείωσεν ο Valmin 13 και φέρονται κατά παράδοσιν ως εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου.
 Δέκα τορνήσια εύρεθέντα είς την επίχωσιν του έν λόγο ναϋδρίου μαρτυρούν ότι η ζωή είς την περιοχήν ήτο ζωηροτέρα πως κατά την εποχήν της Φραγκοκρατίας. Τα ερείπια του μεταγενεστέ­ρου τούτου ναϋδρίου μετά την σχεδίασιν και φωτογράφησίν των απεμακρύνθησαν προς απελευθέρωσιν του ψηφιδωτού και του τέμπλου του βή­ματος.


Το Βαλανείον

Τό Βαλανείον κείται περί τα 100μ. νοτίως τής βασιλικής επί του αγρού του Δ. Σουρέτη υπό πυκνήν συστάδα μεγάλων πρί­νων και σχίνων. Τούτου επεσημάνθησαν επιπολαίως τοίχοι τινές της δυτικής πλευράς του μέχρι μήκους 15.00μ. Μεταξύ των χώρων του αναγνωρίσιμοι είναι μία δεξαμενή πλ. +2.00μ. και νοτιώτερον αυτής αψιδωτός θάλαμος (πιθανώς αποδυτήριον ή frigidarium). Επί τη βάσει λε­πτομερειών της τοιχοδομίας του βαλανείου, τούτο χρονολογείται πιθανώς είς τον 4ον αιώνα ή το πρώτον ήμισυ του 5ου αιώνος.

Ερείπεια εκκλησίας του αγίου Κωνσταντίνου παρά την Χριστιάνου

 Αριστερά της έκ Φιλιατρών οδού πρός την Χριστιάνου, όπου η γνωστή μεγαλοπρεπής βυζαντινή εκκλησία, είς μικράν απόστασιν προ της Χριστιάνου, οι χωρικοί απηλευθέρωσαν ατελώς τα ερείπια εκκλησιδίου του Αγίου Κωνσταντί­νου. Έξ όσων δύναταί τις να κρίνη, ταύτα ανήκουν είς τύπον μονοκλίτου σταυρικής τρουλλωτής εκκλησίας με νάρθηκα προύχοντα εκατέρωθεν του δυτικού σκέλους. Το βόρειον σκέλος φαί­νεται μη επικοινωνούν μετά του κλιτούς. Μεταξύ των ερειπίων ανεύρον σιδηρούν σταυρόν, όστις διατηρεί είς την ακωκήν αυτού μάζαν μολύβδου, εγχυθέντος πρός στήριξιν του σταυρού κατά την εμπηξίν του είς τον τρούλλον του ναϋδρίου. Τον σταυρόν μετέφερα προσωρινώς είς το Μουσείον Κορίνθου. Τό μνημείον ανάγεται είς μεσοβυζαντινούς χρόνους, θά είναι δέ χρήσιμος ή συστηματική ανασκαφή, σχεδίασις και φωτογράφησίς του.


Δημ. Πάλλα. Αρχαιολογικό Δελτίο 16 (1960): Χρονικά 122- 125

1. Βλ. Ά.Όρλάνδου, τό Έργον της Αρχαιολογικής Εται­ρείας κατά τό 1960, σ. 141-145, Αναλυτικώτερον είς Πρακτ. Άρχ. Έτ. 1960.
2. F.C.H.L. Pouqueville, Voyage de la Grice, VI, Paris 1827, 24.
3. Natan Valmin, Etudes topographiques sur la Messinie ancienne, Lund 1930, 136.
4. Βλ. περιοδικόν «Φιλιατρά» έτος 3ον τεύχος 13ον, Οκτώμ­βριος 1959, σ. 7.
5. Βλ. «Φιλιατρά» έ,ά. σ. 3 κ. έ.
6. Είς τήν κάτοψιν εσφαλμένως έχει παραλειφθή.
7. Βλ. άνωτ. σ. 123.
8. Περί τής Ολυμπίας βλ. Ε.Ν. Gardiner, Olympia. Its History and Remains, Oxford 1925, 3-5.Ή χρονολογία τής ανα­καινίσεως τής βασιλικής συνάγεται έκ δύο νομισμάτων τών ετών 565 καί 575, ευρεθέντων μεταξύ τών ερειπίων οικισμού συμπηχθέντος είς τόν χώρον του ναού του Διός μετά τήν έκ σεισμών καταστροφήν του.
9. A. Philippson, Peloponnes, Berlin 1897, 438 κ,έ.
10. Πληροφορίαι παρά A. Hermann έν Reallex. f. Ant. u. Christ. 5 (1962), 1109-1111 ( δρθρ. Erdbeben ).
11. Πληροφορίαι καί βιβλιογραφία περί του θέματος είς «Ελληνικά» 14, σ. 92 ( Α. Πάλλας ).
12. Τά Ανατολικά μέρη κατεστράφησαν κατά τήν προηγουμένην άνεύθυνον έρευναν του μνημείου, θεωρηθέντων τών τοίχων του βυζαντινου ναϋδρίου ώς μεταγενεστέρας κατα σκευής πρός έναπόθεσιν λίθων («Φιλιατρά έ. άν.σ.8).
13. Βλ. άνωτ. σ. 123.