.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Αρχαία Κυπαρισσία: Οι ανασκαφές του 1967



 Είς το εν Κυπαρισσία οικόπεδον του Π. Γιαννοπούλου, κείμενον εν τη θέσει Μούσγα, κατά την διάνοιξιν θεμελίων προς ανέγερσιν οικοδομής, διεπιστώθη ύπαρξις τοίχων αρχαίου οικοδομήματος. Ειδοποιηθείσα η Εφορεία διενήργησε διά του υπογραφομένου δοκιμαστικήν ανασκαφήν τον Ιούνιον του 1967, οπότε απεκαλύφθησαν τμήματα δύο ελληνιστικών οικοδομημάτων (Α καί Β) και τμήμα τρίτου (Γ), ανήκοντος είς την ρωμαϊκήν εποχήν.

Οικοδόμημα Α: 


 Του οικοδομήματος τούτου απεκαλύφθη πλήρως ολόκληρος η Α. πλευρά, μήκους 7.50 μ.,ως και τμήμα της Ν., μήκους 3.48 μ. (Σχέδ. 1 ). Έκ τούτων η Α. αποτελείται έκ του θεμελίου και των υπερκειμένων δόμων, συνολ. ύψ. 1.90 μ. (Εικ. 1), η δε Ν. έκ του θεμελίου και ενός υπερκειμένου δόμου, συνολ. ύψους 1.30 μ. (Εικ. 2).
 Η ανωδομή αμφοτέρων των τοίχων τούτων συνίσταται εκ καλώς ειργασμένων λίθινων πλίνθων (διαστ. κατά μέσον όρον: μήκ. 1.30, πλάτ. 0,50 καί ύψ. 0,60 μ.), αι οποίαι φέρουν επί της εξωτερικής επιφανείας αυτών περιτένειαν, σχηματίζουσαν ικανώς εξέχοντα καθρέπτην. 
 Το οικοδόμημα τούτο είχεν εσωτερικώς δάπεδον (Σχέδ. 1), έκ μεγάλων πωρίνων πλακών, τμήμα του οποίου μόνον απεκαλύφθη, δεδομέ­νου ότι ικανόν μεν τμήμα αυτού κατεστράφη υπό του ιδιοκτήτου του οικοπέδου κατά την διάνοιξιν των ορυγμάτων θεμελιώσεως, το δε προς Δ. τμήμα δεν ανεσκάφη λόγω εξαντλήσεως της πιστώσεως. 
 Του κτηρίου τούτου διαπιστούται χρήσις μέχρι και των ρωμαϊκών χρόνων, ως αποδεικνύεται εκ γενομένων μεταγενεστέρων επισκευών και εξ ενός στομίου πίθου, αποκαλυφθέντος κατά χώραν και χρησιμοποιηθέντος πιθανώς ως επιφρεατίου μικρού φρέατος (Σχέδ. 1, άριθ. 4), αποκαλυφθέντος παρά το Β. άκρον του ανατολικού τοίχου.


Οικοδόμημα Β:

Τούτο ευρίσκεται Ν. του οικοδομήματος και είς απόστασιν 1.80 μ. Τούτου απεκαλύφθη μικρόν μέρος (Σχέδ. 1, άριθ. 5 ) της Α. πλευράς, ως και μέγα τμήμα της βορείου (Σχέδ. 1, άριθ. 6), μήκ. 7.20 μ., βαίνον παραλλήλως προς την Ν. πλευράν του οικοδομή­ματος Α. Έκ τούτων η Α. πλευρά αποτελείται εκ του θεμελίου και των τριών υπερκειμένων δόμων, συνολ. ύψους 2.20 μ. (Εικ. 3), η δε Β. εκ του θεμελίου και ενός έως δύο υπερκειμέ­νων δόμων, συνολ. ύψους 1.07 μ. (Εικ. 4). Επί της πλευράς ταύτης, της οποίας μικρόν τμήμα δεν ανεσκάφη ελλείψει πιστώσεως, υπάρχει κατά χώραν εξωτερικώς αντηρίς (Εικ. 4), πλάτους 0,60 μ. και ύψους του αυτού μετά του τοίχου. Σημειωτέον, ότι αι πλευραί του οικοδομήματος είς το σημείον επαφής των σχηματίζουν αμβλείαν γωνίαν, πράγμα το όποιον δεικνύει, ότι ανήκουν είς ευμεγέθη πολυγωνικήν κατασκευήν.




Οικοδόμημα Γ:

 Του οικοδομήματος τούτου απεκαλύφθη τμήμα της Δ. πλευράς, μήκ. 6 μ., ως και τμήμα της Β., μήκ. 2.30 μ., σχηματίζοντα ορθήν γωνίαν. Αμφότεροι οι τοίχοι έχουν πλά­τος 0,50 μ., σώζονται μέχρις ύψους 0,55 μ. και αποτελούνται έξ αργολιθοδομής (Εικ. 5).
 Κατά το μέσον περίπου του Δ. τοίχου ευρίσκεται κατά χώραν πεσσός (σχέδ. 1, άριθ. 7), όστις ενδεχομένως είναι παραστάς θυρώματος (σχέδ. 1, άριθ. 8 Εικ. 5). Το οικοδόμημα τούτο ευρίσκεται προς Δ. του οικοδομήματος A και έχει τον Δ. τοίχον παράλληλον προς τον Α. του ανωτέρω οικοδομήματος, απέχοντα 4.70 μ. από τούτου.
 Έκ των περισυλλεγέντων οστράκων απεδείχθη, ότι το οικοδόμημα είναι μετα­γενέστερον, ανήκον είς την ρωμαϊκήν εποχήν, φαίνεται δε, ότι έχει σχέσιν με το οικοδόμημα είς μεταγενεστέραν χρησιμοποίησιν αυτού. Η μή ολοκλήρωσις της ανασκαφής εμποδίζει την εξαγωγήν πληρεστέρων συμπερασμάτων.
 Βορειότερον του Β. τοίχου του οικοδομήματος και είς απόστασιν 1.90 μ. βαίνει παραλλήλως θεμέλιον τοίχου, σωζ. ύψους 0,25 μ., αποκαλυφθέν είς μήκος 2.30 μ. (σχέδ. 1, άριθ. 9).




Ευρήματα:

 Η επίχωσις είς το Δ. τμήμα του ανασκαφέντος χώρου ηρευνήθη μέχρι του φυσικού εδάφους, ήτοι μέχρι βάθους 3 μ. από της επκρανείας. Ευρέθη πλήθος οστράκων χρονολογουμέ­νων από της ελληνιστικής μέχρι και της υστέρας ρωμαϊκής περιόδου. Μεταξύ αυτών πολλά τεμά­χια μεγαρικών σκύφων, όστρακον έκ σκύφου περγαμηνού τύπου έχον έπ’ αυτού ανάγλυφον κεφαλήν Σατύρου, ώς και τεμάχιον άλλου περ­γαμηνού αγγείου, το οποίον σώζει πλήρως παράστασιν ανδρικής μορφής, πιθανώς Ηρακλέους. Ευρέθησαν επίσης τριάκοντα οκτώ χαλ­κά νομίσματα Ηλείων, Σικυωνίων, ώς και Αιγίνης.
 Ατυχώς δεν επετεύχθη μέχρι στιγμής η πλήρης συγκόλλησις και μελέτη των ευρημάτων. Η αποκάλυψις των ως άνω κτηρίων είναι σημαντική, διότι πλουτίζει τας γνώσεις μας περί της αρχαίας Κυπαρισσίας και επιβεβαιοί την αντίληψιν, ότι είς την περιοχήν Μούσγας έκειτο το κέντρον της αρχαίας πόλεως (βλ. ΑΔ 17 ( 1961/ 62): Χρονικά, σ. 96 - 98), δεδο­μένου, ότι τα κτήρια αυτά πρέπει να ήσαν δη­μόσια, λόγω της μνημειακής κατασκευής των.

Άγγελος Χωρέμης.   Α.Δ. 23 (1968): Χρονικά

Εικ. 4, δεξιά: Κυπαρισσία. Β. πλευρά οικοδομήματος Β΄ μετ’ αντηρίδος. Εικ. 5 αριστερά: Κυπαρισσία. Οικοδόμημα Γ΄