.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Η θέση της αρχαίας Κυπαρισσίας και η απαξίωση του αρχαιολογικού της χώρου


Με αφορμή την οικοπεδοποίηση του Αρχαιολογικού χώρου (Μούσγας) Κυπαρισσίας
- αλήθειες πού αγνοούνται.

Η θέση της αρχαίας Κυπαρισσίας με βάση τις ιστορικές πληροφορίες και τα ερείπιά της


I
Για την ομηρική Κυπαρισσία δεν θα κάμουμε εδώ εκτενή λόγο, γιατί αυτό θα γίνει λίγο αργότερα. Πρέπει όμως να ξέρουμε πώς η Ιστορία της δεν είναι αρκετά γνωστή σ’ αυτή την περίοδο, γι’ αυτό και υπάρχουν πολλές αντίθετες γνώμες και έχουν δημιουργηθεί πολλά προβλήματα σχετικά με τη θέση και την αυτονομία της στα χρόνια του Νέστορα.
Ο Στυλιανόπουλος1, γράφει ότι η ομηρική πόλις ήτο η ακρόπολις που κατοικείτο από τους προϊστορικούς χρόνους. Πράγματι έχουν βρεθεί προϊστορικά όστρακα αμαυρόχρωμα που ανάγονται στη Μεσοελλαδική εποχή (-2200/ -1580) και Υστεροελλαδική εποχή (-1580/ -1120)2, όχι όμως αρκετά λόγω της εντατικής κατοχής του χώρου στα μεσαιωνικά χρόνια, γράφει ο Μακντόναλντ και Σίμψον3, και δεν υπάρχει κανένας ισχυρός λόγος αμφιβολίας για το ότι, αυτό είναι, το μέρος της πόλης που αναφέρεται στον ομηρικό κατάλογο πόλεων και στις πινακίδες τής Πύλου. Προϊστορικά ίχνη υπάρχουν επίσης και στην περιοχή της Κυπαρισσίας, όπως στη θέση «Πανηγυρίστρα»4 καί ίχνη αρχαίας τροχηλασίας «μαρτυρούντα ούτιοσί την διέλευσιν τροχοφόρων αμαξών επ’ αρχαίων δημοσίων οδών», στη θέση Ροντάκι νοτίως της Κυπαρισσίας5. Επίσης στη θέση «Ρίζες» από Κυπαρισσία στην Περιστέρια, βρήκε ο καθηγητής Μαρινάτος επτά αγγεία που ανάγονται στην Πρωτογεωμετρική ή Υπομυκηναϊκή περίοδο6.
Περισσότερο όμως γνωστή είναι η Κυπαρισσία στους ιστορικούς χρόνους, από την ελληνιστική εποχή και δώθε μέχρι και σήμερα. Στην αρχή των ιστορικών χρόνων, ήταν μια από τις περιοικίδες πόλεις μαζί με τις άλλες κατά μήκος των μεσσηνιακών παραλίων την Ασίνη, Μεθώνη και Κορυφάσιο που παρέμειναν στο κράτος των Λακεδαιμονίων. Αργότερα περί το -364, οι Αρκάδες την απέσπασαν μαζί με το Κορυφάσιο, από τους Σπαρτιάτες και την παρέδωσαν στους Μεσσηνίους, πού κράτησε την αυτοτέλειά της, αλλά όμως διατήρησε πολύ στενές σχέσεις με την υπόλοιπη Μεσσηνία. Άλλα για την ιστορία της και στους ιστορικούς χρόνους, θα γίνει λόγος αργότερα. Επί τού παρόντος θα εξετασθεί η θέση πού ήταν χτισμένη η αρχαία Κυπαρισσία στους ιστορικούς χρόνους, με βάση τις ιστορικές πληροφορίες των ενδείξεων και των εμφανών ερειπίων της, καθώς επίσης θα γίνει αναφορά, σε ό,τι αρχαία αντικείμενα έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα στις διάφορες τοποθεσίες της, και πού αποτελούν για τούτο πολύτιμες μαρτυρίες για να προσδιοριστεί επακριβώς ή θέση της.

Χάρτης του κυρηγμένου αρχαιολογικού χώρου Κυπαρισσίας

II
Η πόλις ήταν παράλια και κατείχε τον χώρο πού αρχίζει από την κατηφοριά τού Κάστρου και καταλάμβανε όλο τον ομαλό χώρο προς την παραλία.
Ο σοφώτατος Αθ. Πετρίδης7 δεν αφίνει περιθώρια αντιρρήσεων για τη θέση πάνω στην οποία βρισκότανε η αρχαία Κυπαρισσία και γράφει:
«Η πόλις Κυπαρισσία έκειτο εν τή παραλία.  Εξ αυτής δ’ ωνομάσθη και το μεταξύ των δύο ακρωτηρίων, Ακρίτα και Ιχθύος (Βενετικό και Κατάκωλο νύν) πέλαγος, Κυπαρίσσιον και Κυπαρισσιακόν πέλαγος, ως μαρτυρεί Πομπώνιος ο Μέλας ρητώς λέγων τάδε: «Μεταξύ Ταινάρου και Ακρίτα το Ασίναιον, μεταξύ Ακρίτα και Ιχθύος το Κυπαρίσσιον». Ήκμαζε δε και επί Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ων και την εύνοιαν έχαιρε· διό νόμισμα επετράπη αυτή να έχη ίδιον επί Σ. Σεβήρου.
Περιεκυκλούτο δε κατά μεν την πανάρχαιον εποχήν δια Κυκλώπειων τειχών, ων λείψανα σώζονται μέχρι σήμερον, κατά δε την κλασικήν δι’ Ελληνικών, άτινα επεξετείνοντο από τής κορυφής του λόφου έως κάτω εις την παραλίαν, ένθα ηνούντο μετά των της πόλεως, και απετέλουν ισοσκελές τρίγωνον, ούτινος κορυφή η ακρόπολις ην, σκέλη δε τα προς την κατωφέρειαν του λόφου τείχη ένθεν και ένθεν, και βάσις τα τής αρχαίας πόλεως.
Εκείθεν γαρ κατέβαινον, ως προείπομεν, τα τείχη εν συνεχεία προς την πόλιν, και τής μεν δεξιάς τώ κατιόντι πλευράς προς το βόρειον κατά τα Κυκλώπεια ήν η γραμμή της διευθύνσεως (ης όμως ουδέν ίχνος εναπολείπεται) προς τον κάτωθεν του λόφου κείμενον σήμερον ναόν του αγίου Νικολάου παρά την οδόν την άγουσαν προς τας κώμας τού δήμου Αυλώνος, περί ου εν τοίς έμπροσθεν είπομεν ολίγα τινά. Τής δ’ αριστεράς πλευράς σώζονται ίχνη κάτωθεν της οικίας του κ Λεωνίδα Παπαντωνοπούλου εις παρακείμενην αυλήν, και εκείθεν εις την παρά τον ναόν τής Παναγίας ευρισκομένην οικίαν του επισκόπου Τριφυλίας και ούτο δια πολλών οικιών διϊκνούμενα (εις ων τα κάτωγεια αναφαίνονται ίχνη του αρχαίου τείχους καθαρώς διακρινόμενα) φθάνουσι μέχρι της γεφύρας, ήν νεωστί κατεσκεύασαν επί του κατερχομένου διά της σημερινής πόλεως μικρού χειμάρρου. Που δε ηνούντο μετά των της κάτω αρχαίας πόλεως τειχών, ακριβώς δεν δύναται τις να ορίση».
Είναι γεγονός πως ερείπια της αρχαίας, πόλης βρίσκονται σήμερα άφθονα στις θέσεις, "Κάστρο", "Μούσγα", "Φόρος", "Άγια - Τριάδα", "Άϊ Νικόλας", "Παναγιά", "Άϊ - Λαγούδης", "Χαμέρη" και αλλού, ανατολικά της παραλίας και πέρα από την διακλάδωση του δρόμου Κυπαρισσία- Πύργο-  Καλαμάτα και Κυπαρισσία- Ραφτόπουλο- Τριπύλα.
Ο Στυλιανόπουλος (ό.π.) λέγει ότι η ακρόπολις κατοικείτο από τούς προϊστορικούς χρόνους, και αργότερα, σε καιρούς, ειρηνικούς κατέβηκαν σε ομαλό έδαφος:
"Έκτοτε η πόλις απέκτησε σπουδαιότητα. Το τείχος της εδέσποζε κατά μήκος της δυτικής παραλίας, αλλά και της εισόδου εις την υπερκειμένην πεδιάδα, ως εννοεί τις τού εκ τού Πολυβίου (5.92) ο οποίος εξιστορεί, πως οι Κυπαρισσιείς εκώλησαν τον Πυρρίαν να εισβάλη εκ της Ήλιδος εις την Μεσσηνίαν το -217".
Όμοια, στη θέση "Άμαθούντα", ονομασία πού μαρτυρεί ασφαλώς την συγγενική, σχέση τής Κυπαρισσίας με την ομώνυμη πόλη της Κύπρου, και που υπάρχουν ενθαρρυντικές ενδείξεις πως στα σπλάχνα της να κρύβονται τα ερείπια του ναού της Αμαθουσίας Αφροδίτης.
Στο χώρο της αρχαίας Κυπαρισσίας πρέπει να προστεθεί και ο Δωρικός ναός, του Διός Σωτήρος που πάνω σ’ αυτόν είναι χτισμένη η βυζαντινή εκκλησία της αγια - Σωτήρος στους Χριστιανούς8.


Τμήμα των αρχαίων τειχών στο κάστρο της Κυπαρισσίας
 
Στη θέση "Μούσγα"9 σώζεται και μέρος από το τείχος πού έχτισε ο Επαμεινώνδας, όταν προτίμησε την Κυπαρισσία αντί της Καλαμάτας, και την κατέστησε το -362 λιμάνι της αρχαίας Μεσσήνης, με την οποία συνέδεε με άμεσο δρόμο, και τούτο γιατί το λιμάνι τής Καλαμάτας, γειτόνευε με την εχθρική Σπάρτη, ενώ η Κυπαρισσία αντίκρυζε τις πόλεις πού είχε ισχυρούς συγγενικούς και φιλικούς δεσμούς, την Μεσσήνη, το Ρήγιο στη Σικελία, την Ναύπακτο και την Κεφαλληνία. Ενδεικτικό άλλωστε, του ισχυρού συνδέσμου, σχέσης και αλληλεξάρτησης των δύο πόλεων της Μεσσήνης και της Κυπαρισσίας, είναι και η ευρεθείσα στις ανασκαφές τού 1960 στην αρχαία Μεσσήνη, επιγραφή πού αναφέρεται στο εκεί ιερό της Αθήνας Κυπαρισσίας10.
Στο χώρο της αρχαίας πολιτείας, έχουν βρεθεί κι’ ακόμα βρίσκονται ερείπια από δημόσια οικοδομήματα και τους ναούς της, καθώς και αγάλματα πού την στόλιζαν. Ο Πετρίδης στην ίδια πάντοτε μελέτη του γράφει:
"Και εν μεν τη αρχαία θέσει τής πόλεως παρά την παραλίαν διασώζονται αρχαία ερείπια, και ιδία εις το περιβόλιον του δικηγόρου κ. Ο. Πιπιλή και Αριστοτέλους Γιάνναρη, τα ερείπια ναού, ως και το όνομα FORUS διετηρήθη μέχρι σήμερον, αποδιδόμενον εις το μέρος, ένθα το πάλαι ην η αγορά της πόλεως κατά πάσαν πιθανότητα.
Των περί ων ο λόγος ανωτέρω ερειπίων εν τη παλαιά πόλει των μεν τειχών διασώζονται εις την θέσιν την καλουμένην Μούσγαν ικανά, και παρεμφερή τοίς εν τη αρχαίη Θουρία της Μεσσηνίας διασωζομένοις, κατά τε το σχήμα των μεγάλων πετρών, εξ ων σύγκεινται, και τον τρόπον της οικοδομής. Εκτείνονται δ’ αρκετά υπό το περιβόλιον των κ.κ. Αρισ. Γιάνναρη και Ν. Πιπιλή και αναφαίνονται πολλαχού της όχθης της αμπέλου τής ύπ’ αυτό κείμενης υπέρ το έν μέτρον άνωθεν της επιφάνειας αυτής. Εκ δε των αρχαίων ναών ανεκάλυψα εν τη αυτή θέσει της Μούσγας και εις το αυτό περιβόλιον κατά το άνωθεν αυτού μέρος, ένθα υπάρχει καλαμών σήμερον και πηγή ύδατος, πολλάς στήλας κορινθιακός ημιχώστους, κιονόκρανα και άλλα τεκμήρια, άτινα υποδεικνύουσιν ενταύθα μετά μεγάλης πιθανότητος την ύπαρξιν αρχαίου ναού.
Εντεύθεν μετηνέχθη εις τήν άνω πλατείαν τής σημερινής πόλεως και στήλη τις κορινθιακού μεν ρυθμού, αλλά ρωμαϊκών χρόνων, χρησιμεύουσα νύν να υποβαστάζη αγαλμάτιον τι εκ των συνήθων τοιούτων νεωτέρων, εκ τής κεφαλής των οποίων αναπηδά το ύδωρ των αναβρυτηρίων. Αλλά τα ερείπια ταύτα τίνι ανήκουσι, τω Απόλλωνι ή τη ΑΘηνά; Δυσχερής η λύσις του ζητήματος προς το παρόν, καθόσον στερούμεθα ενδείξεων την ακριβή και επιστημονικήν επίλυσιν υποδεικνυουσών. Τα τοιαύτα ζητήματα, ως γνωστόν, μόνον δια των ανασκαφών λύονται επακριβώς. 
Αλλά επειδή εις την περιφέρειαν της θέσεως, εν η τα ερείπια σώζονται, ευρέθη γυναικείας κεφαλής το ήμισυ, περί ής ακολούθως γενήσεται λόγος, αγόμεθα να παραδεχθώμεν, ότι έκειτο εκεί ο ναός της Αθηνάς, της επικαλούμενης Κυπαρισσίας, βεβαίως δια το όνομα της πόλεως λαβούσης την επωνυμίαν ταύτην. Τήν παραδοχήν ταύτην ούχ’ ήττον υποστηρίζει και η ανεύρεσις προτομής τίνος, κεχωσμένης ολίγον ανωτέρω της θέσεως των ερειπίων, εντός ρυακίου, καθ’ ά μοι είπον. Η προτομή αύτη εστί μαρμάρινος, και έχει, μήκος μεν 0,18, πλάτος δε κατά την κεφαλήν 0,11, όπισθεν κατά τα νώτα 0,15, φαίνεται δε ότι ήν τεθειμένη επί στήλης, εξ ής καταπεσούσα, άγνωστον δια ποιόν λόγον, έπαθε την ρίνα, ης τό άκρον ελλείπει το την όλην καλλονήν του προσώπου διατυπούν. Ωσαύτως έπαθε και το μήλον της δεξιάς τω ορώντι προς αυτήν παρειάς μέχρι τού οφθαλμού και της οφρύος μικράν τινα βλάβην, ουκ ολίγον ασχημίζουσαν το όλον τής προσόψεως (προφίλ)  καθ’ άπαντα δε τα άλλα χαρακτηριστικά διασώζεται αλώβητος. Παριστά δε νεάνιδα αρκετά ωραίαν, εστεφανωμένην θώμιγγι εν φύλλοις κλήματος αμπέλου άλλοις επ’ άλλων ούτως εντέχνως εμπεπλεγμένοις, ώστε εν μεν αυτών επίπλεγμα επισκιάζει το μέτωπον, άλλο δε το δεξιόν ούς, και άλλο το αριστερόν λίαν επιχαρίτως. Εμβλέπων δε τις εις, αυτήν αυτομάτως πως άγεται εις την ανάμνησιν των Ηροδοτείων εκείνων: «έν τεμένει Αφροδίτης κατέαται στέφανον περί τήσι κεφαλήσι έχουσαι θώμιγγος πολλαί γυναίκες» (Ήροδ. βιβλ. Α κεφ. 199) και μάλιστα όταν παρατηρήση το λίαν επιμεμελημένον της κόμης σειράς αποτελούσης επαλλήλας εν πόκοις ούλοις και οιονεί δια σιδήρου, όπως σήμερον παρά τοις θηλυδρίαις διευθετημένοις και εστιλβωμένοις. Έστι δε τέχνης καλλίστης έργον, αναγόμενον κατά γε την εμήν ασθενή γνώμην περί τα -250 έτη. Η χείρ του γλύπτου λεπτοφυώς εργασθείσα, εν πολλή λυπτότητι και ακρίβεια το όλον της φυσιογνωμίας εναπετύπωσε φυσικώτατα, και όσην χάριν επέχυσεν εις τε τα χείλη, σιαγόνας, πηγούνιον και παρειάς, τοσούτον ελαφρώς εξώγκωσεν επ’ ολίγον τα κροταψικά οστά και τας οφρύας, ώστε να παριστά σύνοφρυ και πονηρόν τι βλέμμα περιφρονήσεως προς τον το πάλαι εις αυτήν επιφωνούντα το πολυθρύλλητον: «Επικαλέω τοι την θεόν Μύλιτταν». Οία δε χάρις επικέχυται επί τον λαιμόν και τα γυμνά στήθη! οία λεπτότης! διακρίνονται οι τένοντες, ο λάρυξ, και τα λοιπά τοσούτον, ώστε του φυσικού κατ’ ουδέν άλλο σχεδόν απολείπονται, ή διότι έν λίθο αποτετυπωμένα διατελούσιν όντα. Εκατέρωθεν δε του λαιμού καταπίπτουσιν εκ τής κεφαλής όπισθεν των νώτων προς τα στήθη κατά κάθετον σχεδόν ταινίαι τινές ή μίτοι εξαρτώμενοι εκ του επί της κεφαλής στεφάνου. Τοιαύτη τις εν γένει η κατασκευή της προτομής ταύτης, η όμοια σχεδόν ευρίσκετε εντετειχισμένη αλλά λίαν παραμεμορφωμένη, δια την αμάθειαν των τεκτόνων, εν τη οικία του κ. Αναστασοπούλου παρά την κλίμακα την ένδον της οικίας άγουσαν. Άλλ’ έκ πάντων τούτων δύναταί τις συναγαγείν τό συμπέρασμα, ότι τα ερείπια του ναού ταύτα ού τη Αθηνά, αλλά τη Αφροδίτη μάλλον αποδοτέα, ώστε δέον επέχειν, έως αν επιστημονικώς δι’ ανασκαφών η επιστημονική αλήθεια εκ τού εδάφους αναπηδήση, ύφ’ ό διατελεί κατακεκαλυμμένη και κατακεχωσμένη επ’ αιώνας τοσούτους.
Και παρά μεν τώ κ. Δημητριάδη, γραμματεί της δημαρχίας Κυπαρισσίας, έστι το ήμισυ αρχαίας κεφαλής ευρεθέν εν τή κάτω πόλει. Αλλά ατυχώς, επειδή ήν εσχισμένη κατά κάθετον εκ του μετώπου προς την ρίνα, δεν δύναταί τις να συλλάβη ευκρινή τινα ιδέαν περί αυτού. Παρά δε τώ κ. Λεωνίδα Παππαντωνοπούλου, εισαγγελέως άλλοτε των εφετών, υπάρχουσι τά εξής:
α'. Η επιγραφή ήδε, ευρεθείσα ωσαύτως εν τή κάτω πόλει.



Αλλά ώς παρατηρούμεν εξ αυτής τής ατελούς επιγραφής ουδέν δυναταί τις νά έξαγάγη.
β΄.  Έργαλείον τι(;) στρογγύλον ώς έξης



Και τούτο ωσαύτως ευρέθη εν τή κάτω πόλει. Αλλά προς τή εν χρήσει ήν και μάλιστα γυναικεία; διότι το όνομα Νικίχα γυναικείον φαίνεται ον, και καθ’ ο τοιούτον υποδεικνύει, τω σχήματι του εργαλείου συνδυαζόμενον, ιστουργικόν είναι. Εις τούτου δε του πιθανολογήματος την παραδοχήν ούκ ολίγον συντελούσι και αι ενυπάρχουσαι τρείς οπαί εν αυτώ και τι κόσμημα κατά το ανωτέρω παρατεθέν ιχνογράφημα αυτού, οι επαΐοντες αποφανθήτωσαν. Ημείς μόνον ενταύθα σημειούμεν, ότι το μνημείον (ΜΟΝUΜΕΝΤ) έστι ρωμαϊκών χρόνων, ως και η ανώτερω παρατεθείσα ατελέστατη επιγραφή.
 Εντελή δε τοιαύτην, αφορώσαν την Κυπαρισσίαν, έσχε την καλωσύνην να μοι αποστετλη έκ τών Ολυμπίων ο φίλος μου κ. Δημητριάδης ο εκεί έφορος των υπό των Γερμανών, ως γνωστόν, ανακαλυφθεισών εν τή Άλτει αρχαιοτήτων. Έστι δέ η κατωτέρω:


"Η Βουλή και ο Δήμος ό Κυπαρισσιέων Τιβ. Όππιον Τείμανδρον τόν εαυτών ευεργέτην άριστα πολιτευόιμενον».
Επί μαρμάρου λίθου Πεντελησίου μετά βάσεως προεξεχούσης επιφάνειας έστι, μοί έγραφεν ο κ. Δημητριάδης. Πας τις ενταύθα παρατηρεί, ότι ή επιγραφή ανάγεται εις τους ρωμαϊκούς χρόνους, καθ’ ούς οι Κυπαρισσιείς ετίμησαν τον διοικητήν αυτών Τιβέριον Όππιον δια την αρίστην αυτού πολιτείαν αναθέντες εν τω ιερώ του Ολυμπίου Διός τω περιλαλήτω κτλ. κτλ.".
Δεν είναι νομίζω άσχετη με την παρακάνω επιγραφή, και εκείνη που ευρέθη τον χειμώνα του 1961-62, κατά την διάνοιξη του δρόμου Κυπαρισσίας- Πύργου, που κατά την μαρτυρία του κ. Ιωάν. Ρήγα, έγραφε περίπου τα έξης:
"Τώ νικητή και ευεργέτη τής πόλεως Τίμαρχον (ή Τίμανδρον;) ή πόλις ευγνωμονούσα"11.
Στην συνέχεια της πολύτιμης και άγνωστης μέχρι σήμερα μελέτης του, ο Πετρίδης αναφέρει σπουδαίες πληροφορίες για τα ερείπια των τειχών του Κάστρου και τής πόλης στην κλασική εποχή, και γράφει:


«Τείχη πολύ της των Κυκλώπειων μεταγενέστερα, δηλαδή της κλασικής λεγομένης εποχής, συνέδεον την ακρόπολιν Αρκαδίαν μετά της κάτωθεν αυτής κείμενης πόλεως Κυπαρισσίας. Ερείπια δε τούτιον σώζονται έν μέν τή ακροπόλει πρός το νότιον (εικ. δεξιά) και ανατολικόν αυτής, εις το μέρος τον νυν κατεστραμμένου τουρκικού φρουρίου, το κείμενον παρά τή οικία του λεγομένου τώρα Κωνσταντίνου Καστρινού εννέα σειραί εκ δώδεκα λίθων έκαστη, αίτινες άλλ’ επ’ άλλων κείμεναι αποτελούσιν αρκετά μέγα τεμάχιον του τείχους του αρχαίου, του Ελληνικού, κατά το «Χρονικόν του Μορέως». 
Επί τούτου έπειτα, εννοείται, κατά διαφόρους εποχάς, έκτιζον οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Φράγκοι και επί τέλους και οι Τούρκοι, τον ένα εκ τών τριών περιβόλων, τών περιζωννυόντων την ακρόπολιν. Έκαστος των λίθων του αρχαίου ελληνικού τείχους έχει σχήμα παραλληλόγραμμον, και τινων έξ αυτών το με μήκος τεσσάρων έστι μέτρων γαλλικών, το δέ πλάτος 1,64, άλλων δέ το μήκος 1,38, και το πλάτος 1,80. Το δέ περιεργότερον, ότι εις τινας τών λίθων εισί και μονογράμματα αρχαία, και επιγραφαί σχεδόν τι εξηλειμμέναι υπό τε των βροχών και τής επιδράσεως διαφόρων άλλων αιτίων. Ταύτα δέ πάντα και δι’ επιστημονικούς λόγους και χάριν περιεργείας περιγράφομεν ώδε αρχόμενοι από του άκρου τής γωνίας του τείχους.
Έν τή Β' σειρά τών λίθων ευρίσκεται έφ’ ενός τούτων το στοιχείου Σ, και υποκάτωθεν ταύτης έν τή Γ' σειρά πάλιν το αυτό Σ, κείμενον εις τον τέταρτον λίθον της σειράς. Έν δε τή Ε' ο α' λίθος περιέχει το στοιχείον Δ, ο δε γ' αυτής λίθος δύο ημισβέστους επιγραφάς, ουτωσίν εχούσας:



Παρά δε τή λεγομένη Τάμπια λίθος τις περιέχει τάδε:


Ταύτα πάντα ουδείς των περιηγητών άχρι τούδε παρετήρησε, πρώτος δ’ εγώ ανακαλύψας υπέδειξα ύστερον τώ σοφώ φίλω μου Ισπανώ, Σατουρνίνω Ξεμένε, ώς και τα επόμενα εις, το βόρειον μέρος τής ακροπόλεως, ένθα σώζονται τρεις σειραί λίθων τού, ώς είρηται, αρχαίου ελληνικού περιβόλου, έν 4- 5 λίθων έκαστη. Διότι εκείνο το μέρος έπαθε πλείον τών άλλων, σχεδόν καταστραφέν. Η δέ καταστροφή επιτείνεται και νύν ατυχώς υπό τών τεκτόνων, οσημέραι αποκομιζόντων εντεύθεν λίθους εις την πόλιν προς οικοδομήν οικιών, διότι οι αρμόδιοι ένεκα διαφόρων λόγων ουδεμίαν παρατήρησιν ποιούνται προς αυτούς ουδέ φροντίζουσιν όλως περί τής διασώσεως τών ερειπίων τούτων, το σπουδαιότερον, ένεκα της παχυλής περί τα τοιαύτα αμαθείας αυτών, τών επαϊόντων δ’ ούκ ήκουσαν, ούδ’ ηβουλήθησαν συνιέναι. Και εν τοίς λίθοις δε τών σειρών τού βορείου τούτου μέρους παρατηρούνται τα στοιχεία Δ.Π.Ε.Τ. Πλείστα δε άλλα κατεστράφησαν βεβαίως κατά διαφόρους καιρούς, διότι παρατηρούμεν εις τον προς ανατολάς της ακροπόλεως κείμενον μεταγενέστερον προμαχώνα, ότι εισίν εντετειχισμένοι πλείστοι όσοι λίθοι έκ τού αρχαίου Ελληνικού μετενηνεγμένοι, και, κατά μίμησιν βεβαίως τών αρχαίων κατά σειράν και εκεί ενωκοδομημένοι, ωσαύτως και εις τον μεσαίον και δυτικόν προμαχώνα. Οί τρεις δ’ ούτοι προμαχώνες ή δυνατοί πύργοι (ΤOURS) ομού με τούς τρεις περιβόλους αποκαθίστανον τήν Αρκαδίαν ταύτην της Τριφυλίας τοίς εχθροίς απροσπέλαστον και απόρθητον, και τήν κάτωθεν ταύτης κειμένην αρχαίαν Κυπαρισσίαν λίαν οχυράν, και επομένως δυσάλωτον.
Τί σημαίνουσι δε τα γράμματα ταύτα, και διά ποιον σκοπόν ενεχαράχθησαν εις τούς λίθους, δεν ηδυνήθην να μαντεύσω, ούδ’ ο φίλος μου κ. Σατουρνίνος Ξεμένε, ο δόκτωρ του έν Μαδρίτη Πανεπιστημίου, μεθ’ ού έν ακρίβεια παρετηρήσαμεν τα τε μονογράμματα και τάς επιγραφάς. Αί εικασίαι σήμερον, εν τή νύν στάσει τής επιστήμης, θετικόν τι επιζητούσης (ΡΟSITIVΕ), έχασαν ες αεί την αξίαν των».
O κ. Μ. Σωτηρόπουλος12 αναφέρει σχετικά με τα γράμματα αυτά, πώς στο τμήμα του τείχους, στο νοτιοδυτικό μέρος αριστερά της σημερινής εισόδου, μπροστά από το σπίτι του Σαγώνα, υπάρχουν πώρινες πέτρες ορθογωνισμένες "με εγκεχαραγμένα επ’ αυτών σημεία δηλωτικά τής θέσεως, ήν έμελλεν έκαστος λίθος να κατέχη έν τώ τείχει". Συνεπώς τα γράμματα αυτά πού παρατήρησε ο Πετρίδης και δεν μπορούσε να μαντέψη για ποιο σκοπό εχαράχθηκαν, είναι δηλωτικά της θέσης πού πρέπει να πάρη η κάθε πέτρα κατά το χτίσιμο, όπως πολύ σωστά μας εξηγεί ο κ. Σωτηρόπουλος. Ο ίδιος επίσης έχει την γνώμη πώς οι δυο ναοί που αναφέρει ο Παυσανίας ήταν και οι δυό Δωρικού ρυθμού, και ο ένας που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη "Μούσγα", είναι του Απόλλωνα και ο άλλος στην σημερινή Αγία Τριάδα, είναι της Αθηνάς Κυπαρισσίας. Ένα δε κομμάτι κίονος του αρχαίου ναού, υποβαστάζει σήμερα την άγια τράπεζα της εκκλησιάς. Στην Άγια Τριάδα, ανεβαίνοντας, τα σκαλοπάτια της αριστερά, το λένε: "στην Πίσσα", (=σκοτάδι) υπάρχει μια σκοτεινή είσοδος που παλιότερα ήταν κρυψώνας ληστών. Η είσοδος αυτή συγκοινωνεί με το Κάστρο, κι’ απ’ εκεί οδηγεί προς την "Μούσγα", την θάλασσα13.
Ο ίδιος αναφέρει ότι κατά το 1912, όταν άνοιγαν τα θεμέλια του σπιτιού του Ε. Κατσαρού, βρέθηκε "κεφαλή αγάλματος ημίσεια δια κατακορύψου τομής, και μια λίθινη λυχνία πού σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο Βασιλικού". 
Φαίνεται πώς είναι το ίδιο κεφάλι πού αναφέρει ο κ. Παπαχατζής14, ότι στα 1926, σ’ απόσταση 100 περίπου μ. ανατολικά τού σιδηροδρομικού σταθμού είχε βρεθεί ένα νεανικό αγένειο από μάρμαρο κεφάλι, πού είχε χρονολογηθεί από τον Βαλμίν Νάταν, στον -4 αιώνα ή σ’ ακόμα μεταγενέστερους χρόνους. Φαίνεται πως ανήκε σ’ ερμαϊκή στήλη και παρίστανε Απόλλωνα, ή Διόνυσο. 
Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι πώς αρχαΐζει έντονα, ιδίως στην απόδοση της κόμης με μικρούς βοστρύχους σπειροειδείς σε δυο σπείρες περί το μέτωπο και τούς κροτάφους, τα μαλλιά πάνω από τις σπείρες τού μετώπου είναι δεμένα, με ταινία και στον τράχηλο πέφτουν πλατειά σε παράλληλους κυματισμούς.
Κατά την μαρτυρία του ποιητή κ. Κ. Κατσαρού, το άλλο μισό κεφάλι το είχε αυτός, αλλά δυστυχώς χάθηκε στις δύσκολες ημέρες της Γερμανικής κατοχής. 
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από του Κατσαρού το σπίτι μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό ο τόπος είναι γεμάτος από αρχαία ερείπια και κατά καιρούς έχουν βρεθεί θεμελιώσεις και κολώνες, αρχαίων δημοσίων οικοδομημάτων και ναών διασκορπισμένα στο χώρο τους σαν κοινά μπάζα. 


Τελευταία, από την γέφυρα του σιδηροδρ. σταθμού που είναι εκεί, μεταφέρθηκαν οι 26 από τούς 30 πελεκητούς ορθογώνιους ογκόλιθους στην συνοικία του "Πλάτανου" σαν υλικό στις εργασίες της αρχαιολογικής υπηρεσίας για την αναπαλαίωση και στήριξη του Κάστρου.
Στην συνέχεια ο κ. Σωτηρόπουλος, αναφέρει ότι βρέθηκε "το ήμισυ πλακός έξ ασβεστόλιθου κιτρινωπού επί της λείας επιφάνειας της οποίας διακρίνεται άνοιγμα πέλματος δεξιού ποδός πελωρίου ανδριάντος ευρισκόμενον είς τούς λαχανόκηπους, φαίνεται ότι εχρησίμευε ως βάθρον χάλκινου ανδριάντος, τον όποιον ίσως κρύπτει εις τους κόλπους του ο χώρος της Μούσγας. Στον αρχαίο χώρο της "Μούσγας", συνεχίζει, "είς την κοίτην και τάς όχθας του χειμάρρου του διερχομένου παρά την γέφυραν του σιδηροδρομικού σταθμού, διακρίνονται κτισμένοι ογκόλιθοι πώρινοι πελεκημένοι και με περίεργον είς το μέρος αυτό τειχοδομίαν, διότι ίσως ήτο η είσοδος εντός τού τείχους εκ τού λιμένος. Μέ την κατεύθυνσιν της τειχοδομίας έκ τού μέρους τούτου προς τα βορειανατολικά και είς άπόστασιν διακοσίων περίπου μέτρων και ακριβώς κάτωθεν του ναϊδρίου του Αγίου Γεωργίου της Μούσγας ευρίσκεται σωζόμενον υπέρ την επιφάνειαν τμήμα του τείχους με οπάς κατά διαστήματα, δι’ ών εξήρχοντο τα όμβρια ύδατα. Το τείχος πιθανόν εξετείνετο μέχρι τού νεκροταφείου της κάτω πόλεως και εκείθεν με κατεύθυνσιν προς τον ναόν τού Αγίου Νικολάου έτεμνε την δημοσίαν οδόν προς την ακρόπολιν, από δε της γεφύρας της σιδηροδρομικής γραμμής με απόκλισιν προς μεσημβρίαν ολίγον πέραν του χειμάρρου (σημ. δική μου = του "Χαμέρη") κατηυθύνετο προς την άνω πόλιν".
Ώστε και εδώ ο κ. Σωτηρόπουλος συμφωνεί με τον Πετρίδη όσον αφορά την βάσιν και την δεξιά πλευρά του τριγώνου, μέσα στο οποίο βρισκόταν η αρχαία πόλις, και συνεχίζει: «Είς τούς λαχανοκήπους μεταξύ σιδηροδρομικού σταθμού και τού νεκροταφείου της κάτω πόλεως, διασώζεται μέχρι σήμερον θέσις ονομάζομενη "Φόρος", εκ τού λατινικού φόρουμ = αγοράν. Είς την αυλήν της οικίας Καζάκου ευρίσκεται το ήμισυ ενεπιγράφου αναθηματικής στήλης των Ελληνορωμαϊκών χρόνων, ώς συνάγεται εκ τού κατά τα άκρα ακιδωτού των γραμμάτων εκ τεσσάρων στίχων αποτελουμένη και εξ ής αναγινώσκονται μόνον αί λέξεις15:
ΜΝΑΣΙΑΣ.... ΤΙΜΟΚΛΕ (ΟΥΣ).... ΤΑΝ ΑΥΤΟΥ.... ΘΕ....
Επίσης και κολοβωμένος κορμός, αγάλματος ευρισκόμενος παρά την ιδίαν οικίαν, ανήκει είς τούς Ρωμαϊκούς χρόνους και πιθανώτατα είς τινα αυτοκράτορα ή αντιπρόσωπον του αυτοκράτορος».

Από τις ανασκαφές στην Μούσγα Κυπαρισσίας το 1961 όπου φαίνεται το νεκροταφείο των Ρωμαϊκών χρόνων.

III
Τον χειμώνα του 1961- 1962 κατά την διάνοιξη του δρόμου από Κυπαρισσία προς Καλαμάτα, σε απόσταση 500- 600 μ. Β.Α. του σιδηροδρομικού σταθμού, ο εσκαφέας απεκάλυψε εξαιρετικά ενδιαφέροντα ερείπια οικοδομημάτων και τάφων της αρχαίας Κυπαρισσίας. Δυστυχώς ο χειριστής του εσκαφέα και οι εργάτες από άγνοια(;) επροξένησαν σοβαρές ζημιές στους τάφους, ενώ ολόκληρες κολώνες  παρεσύρθηκαν και κατεστράφηκαν, και άλλες μεταφέρθηκαν σε μεγάλη απόσταση μισοκατεστραμμένες. Από πρόχειρη έρευνα, που έγινε από τον έφορο αρχαιοτήτων κ. Γ. Παπαθανασόπουλο16 αποκαλύφθηκαν θεμέλια δημοσίων οικοδομημάτων ρωμαϊκής περιόδου, μεγάλο τμήμα λίθινου υδαταγωγού μήκους 25 μ. και πλάτους 0,70 μ. από πωρόλιθο πελεκημένο, καθώς και αρχαίο πηγάδι, γεμάτο νερό. Ας σημειωθεί πως αρχαίο πηγάδι αρίστης καταστάσεως, υπάρχει χωμένο, κατά πληροφορίες μας, από τον κ. Χαρ. Σαρτζή, στο χώρο πού επεκτείνεται τελευταία το σχέδιο της πόλεως, προς τον αρχαίο χώρο. Β.Α. του υδαταγωγού διεπιστώθη η ύπαρξη μεγάλων κτηρίων, καθώς και μαρμάρινοι σπόνδυλοι και πώρινα θεμέλια άλλων μεγάλων οικοδομημάτων, όπως επίσης και 90 χάλκινα και ασημένια νομίσματα. Στο βορειότερο μέρος του δρόμου ήταν νεκροταφείο των αυτοκρατορικών ρωμαϊκών χρόνων, όπου οι ταφές γίνονταν μέσα σε ταφικούς περίβολους, ένας από τους οποίους είχε μήκος 35 μ. και πλάτος 3,60, με 30 χωριστές ταφές. Στους τελευταίους χρόνους της αρχαιότητος ανήκουν και δυο μπρούτζινα αγάλματα ύψους 0,71 μ. χονδροειδούς και επαρχιακής εργασίας, πού παριστάνουν ίσως τους Διόσκουρους γιατί στο μέγεθος αυτό μόνον εικόνες των θεών γινόντουσαν.

Αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη στον ναό αγίου Γεωργίου Μούσγας Κυπαρισσίας

IV.
Ο κ. Κοσμάς Αντωνόπουλος17 στον ίδιο και άλλο χώρο, κάνει σωστή παρατήρηση και με σχολαστική λεπτομέρεια περιγράφει:
«Ενώ προχωρείς προς τον ναόν βλέπεις κομμάτια από κίονες και έξω του ναού δεκάδες αγκωνάρια του αρχαίου ναού. Σ’ ένα μαρμάρινο ή λίθινο τμήμα του ναού 0,60 μ. και πλάτους 0,50 διαβάζεις σήμερα:
ΑΠΟΛΩΝ....Σ
ΔΕΓ....ΙΑ....ΝΑ
Εκεί επίσης κιονόκρανον ύψους 0,50 μ. τμήματα κιόνων και μαρμάρινες βάσεις. Εντός του ναού υπάρχει τμήμα ωμοπλάτης αγάλματος πού σήμερα κολλάνε τα κεριά. 
Προ έτους (1970) ανευρέθη μια ασπίδα και μια περικεφαλαία πλησίον της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. 
Και προ τινων ετών ένα άγαλμα πού παρεδόθη εις την Αστυνομίαν.
Ένας ιδιοκτήτης του περιβολιού πλησίον του ναού έβγαζε προ ολίγων ετών πέτρες κι’ έφτειαχνε μάντρες. Στα εκεί καλάμια ήσαν μάρμαρα με επιγραφές. 
Το 1962 Α. του ναού και άνωθεν της σιδηρ. γραμμής, όπου η δημοσία οδός ανευρέθησαν κατά την διάνοιξιν της εθνικής οδού, αρχ. κίονες και από της οικίας Βουδούρη μέχρι της οικίας Σαλιγκάρια φάνηκαν αύλακες με πέτρες σκαλιστές που γρήγορα σκεπάστηκαν. 
Το 1971 ο κ. Πιτταράς με τούς δασκάλους Ι. Παυλόπουλο και Στάθη Παρασκευόπουλο, τον Χαρ. Σαρτζή, Ηλία Τσίγκανο, Χρ. Αλεξανδρόπουλό κ.ά., από τη Μούσγα μετέφεραν στον 'Αϊ - Λαγούδι - Μύτικα κίονες βάσεις ναών και αγαλμάτων και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίας οικοδομής, για να μη χαθούν.
Ένα κομμάτι από το υδραγωγείο της άρχ. εποχής έγινε προ ημερών από περαστικούς τρία κομμάτια. 
Τον Σεπτέμβριο του 1972 πολλοί αρχαίοι παραλληλόγραμμοι ογκόλιθοι μετεφέρθησαν από τη Μούσγα στην Περιστεριά. 
Κατά τον Οκτώβρη 1972 πολλά μπάζα έπεσαν από εργολάβους ανατολικά της δημοσίας οδού και σκέπασαν αρχαίο χώρο18. (Διαμαρτυρία του κ. Πιτταρά "Πατρις" Πύργου 28.9.72, 6.10.72 και 11.10.72 και εφημερίς "Τριφυλία" Απριλίου 1966). 
Βορείως του δημοσίου δρόμου είναι φανερά τα μνημεία αρχαίων ναών και ιερών χώρων. Β.Α. της θέσης αυτής βρέθηκαν προ ετών κοντά στην οικία του Παν. Ζαφειροπούλου αμφορείς με αρχαία νομίσματα που εξηφανίσθησαν.
Στη θέση "Φαρμάκα" και "Καρτελιώτισσα" στο αγρόκτημα της Αγγελικής Γκοτσοπούλου (Ιωαννίδη) ευρέθησαν το 1935- 37, 35 χρυσά νομίσματα.
Στη θέση  "Άγιος Νικόλας» Β. του Κάστρου μπροστά του ορφανοτροφείου το 1942 ο Χρ. Θεοδωρόπουλος ή Μισερλής, βρήκε ένα αγαλμάτιο εφίππου νέου, πού το έδωσε στον τότε πρόεδρο της Κοινότητος Κυπαρισσίας και εχάθη. 
Στην ίδια θέση άλλοι, βρήκαν περί τα 60 αγαλματίδια και τα έδωσαν "όσο κι’ όσο".
Τον Νοέμβρη του 1971, Β. του Κάστρου, ο ιερεύς Π. Σταθόπουλος βρήκε αρχαία κεφαλή κόρης πού φυλάσσοταν στο 1ο Δημοτικό Σχολείο, αλλά την ξαναπήρε ο παπάς.
Δ. του Κάστρου κοντά στο αμπέλι του Ζαφείρη Ζαφειροπούλου προ 50 ετών είχε βρεθεί ένα πιθάρι με αρχαία νομίσματα».

Στιγμιότυπο από τις σωστικές ανασκαφές στο οικόπεδο Γιαννόπουλου στις Ράχες Κυπαρισσίας

V
Σε διάλεξή του στην Κυπαρισσία, στην γιορτή της Αγίας Τριάδας το 1967, ο Διον. Πιτταράς ανεκοίνωσε μεταξύ άλλων ότι: Όπως του έλεγε ο τέως δήμαρχος κ. Κ. Πετρόπουλος στην περιοχή της Μούσγας, βρέθηκε κατά το 1919/ 20 ένα χρυσό αγαλματίδιο, πού το πήρε και το πούλησε στην Αμερική ένας ομογενής, για λογαριασμό Κυπαρισσιού κατοίκου.
Από πληροφορίες πού κυκλοφορούν κατά καιρούς μεταξύ των κατοίκων της Κυπαρισσίας είτε με μορφή ψιθύρου, είτε με μορφή θορυβώδους ειδήσεως (ντόρου) αποκαλύπτονται και τα εξής:
Στην εσκαφή θεμελίων σπιτιού (κοντά στου νυν δημάρχου το σπίτι) είχαν βρεθεί τάφοι μαρμάρινοι (σαρκοφάγοι;) τους οποίους ο εργολάβος διέλυσε και έκρυψε εκεί κοντά.
Το σπίτι του δημάρχου κ. Παν. Τσάκου, όπως ο ίδιος είχε εκμυστηρευθεί σε δικό του φιλικό πρόσωπο, είναι χτισμένο επάνω σε ογκόλιθους πελεκητούς ορθογώνιους, παρόμοιους με εκείνους που βρέθηκαν στο διπλανό του σπιτιού του οικόπεδο, πού γι’ αυτό και απαλλοτριώθηκε από την αρχαιολογική υπηρεσία.
Επίσης στο δίπλα του κ. Τσάκου σπίτι και χωράφι, του κουμπάρου του κ. Χαρ. Σαρτζή είναι γεμάτο αρχαιότητες, κάποτε δε ο ιδιοκτήτης του βρήκε ένα μεγάλο πιθάρι που το έσπασε να βρή (έτσι νόμισε) χρυσά νομίσματα.
Στα χρόνια της δικτατορίας είχε δημιουργηθεί μεγάλος "ντόρος" στην πόλη και στις εφημερίδες, για αρχαία νομίσματα πού είχαν βρεθεί στου "Γιάνναρη" κοντά στα θεμέλια του αρχαίου ναού του Απόλλωνα, από τον ιδιοκτήτη του εκεί χωραφιού.
Φυσικά, υπάρχει όργιο μαρτυριών και για άλλα αρχαία ευρήματα στον ίδιο χώρο, πού όλοι κλείνουν το στόμα τους και δεν μαρτυράνε για να μη "μπλέξουν", και για να μη "χαλάσουν τις καρδιές τους" μ’εκείνους που τα βρήκαν.


Το 1973, στο προαύλιο του 2ου Δημοτικού Σχολείου Κυπαρισσίας, συνεργείο της αρχαιολογικής υπηρεσίας (Εικ. δεξιά) έφερε στο φως πέντε λυχνίες, πήλινα αγγεία, δακρυδόχους, κόσμημα χρυσό, χάλκινη πόρπη, ένα χρυσό νόμισμα και άλλα αντικείμενα του -5ου αιώνα πού όλα έχουν μεταφερθεί στο Μουσείο της αρχαίας Ολυμπίας. 
Στον ίδιο χώρο υπάρχουν θεμελιώσεις αρχαίων κτηρίων, πού ο δάσκαλος κ. Βλάχος έχει τοποθετήσει τσιμεντένια αντιστηρίγματα για να προλάβει την καταστροφή τους, από κατολισθήσεις.
Αλλά και η θάλασσα της Κυπαρισσίας δεν υστερεί σε αρχαία ευρήματα. 
Και όπως συνήθως, πρώτα τα βρίσκουν οι αρχαιοκάπηλοι και μετά ακολουθούν οι αρχαιολόγοι, πού κάθε καλοκαίρι οργώνουν κυριολεκτικά την θάλασσα της. Αρχαίο αγγείο βρήκε ο καθηγητής κ. Καναβός, που το παρέδωσε στην αρχαιολογική υπηρεσία. Υπάρχει αρχαίο ναυάγιο, μεταξύ Κυπαρισσίας και Αγρίλη, γεμάτο με αμφορείς και ληκύθους ελληνιστικής περιόδου, πού αν οι "αρμόδιοι" δεν προλάβουν, θα κάνουν φτερά...
Τέλος, στη θέση "Βρωμόστομο" μεταξύ Κυπαρισσίας και Καλονερού, υπάρχει τεχνικό λιμάνι πού χρησιμοποιείτο στην προκλασική και την κλασική περίοδο (εικ. κάτω).


Απ όσα μέχρι εδώ παραθέσαμε, αποδεικνύεται πέρα από κάθε αμφιβολία πως η αιώνια πόλη βρίσκεται στην ίδια πάντα θέση από την αυγή ακόμα της γέννησής της μέχρι σήμερα, και πως τα παρακείμενα αρχαία μνημεία της, όσα τουλάχιστον τυχαία ήρθαν στο φώς της ημέρας, αποτελούν δείγματα ενός υπέροχου πολιτισμού, άξιου της φυλής μας, πού πρέπει να καθιστά περήφανους όσους γεννήθηκαν και κατοικούν στα χώματά της. Αυτά τα μνημεία αποτελούν πανάρχαιη κληρονομιά και περιουσία του λαού της Κυπαρισσίας, πού με κανένα τρόπο δεν πρέπει ν’ ανεχθεί ή ν’ αφίσει τις παροδικές και εφήμερες ιδιοτελικές σκοπιμότητες να καταστρέφουν, αλλά να περιφρουρήσει το χώρο τους και να αποκαλύψει το ανεπανάληπτο κάλλος τους, για να γίνουν έτσι δεσμός άρρηκτος της αγάπης των παιδιών του, στους δύσκολους καιρούς πού περνάμε.

VI*
Δεν ξέρω αν ποτέ έχουν γίνει αρχαιολογικές μελέτες για το χώρο της προ και Μυκηναϊκής Κυπαρισσίας. Προσωπικά εξακολουθώ να πιστεύω στα όσα πριν μισό περίπου αιώνα είχε γράψει και είχα δημοσιεύσει σαν υπεύθυνος συντάκτης της «Παντριφυλιακής Αναγεννήσεως» του μακαρίτη Τάση Ρηγόπουλου το 1933-34 ο φίλος και επίτιμος Γυμνασιάρχης κ. Μενέλαος Σωτηρόπουλος. Είχε δώσει ένα θαυμάσιο διάγραμμα της αρχαίας Κυπαρισσίας και είχε παρακολουθήσει τα τείχη της πόλης σε όλη τους τη διαδρομή, πού σε μερικά μέρη κατά μήκος του ρέματος Χαμέρη και ιδιαίτερα, από την περιοχή του Ο.Σ.Ε. και τη δυτική πλευρά του χτήματος Γιάνναρη είναι καταφανή και ακέραια. Και μόνον οι ανεπιτήρητες μπουλντόζες των εργολάβων και οι εποπτεύοντες μηχανικοί ΚΥΡΙΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΙ, όπου κι’ αν «ίστασθε» δεν μπόρεσαν να τα δούν και τα πάταξαν σαν μπάζα στον «Καρτελά».


Και με μια λέξη: Η αρχαία προ και Μυκηναϊκή Κυπαρισσία- ποιά κλασσική; για «Λακεδαιμονίους» θα μιλάμε...τώρα!- υπάρχει. Υπάρχει και δε μπορεί να την κάνουμε οικόπεδα, για απείρως Ιερότερο λόγο πού δεν μπορούμε να οικοπεδοποιήσουμε τον θαυμάσιο λόφο του Αγίου Δημητρίου, το Νεκρτοαφείο! Αρκετά τόσους αιώνες τον οργώσαμε, και τον σπείραμε. Ήρθε η ώρα να τον αναστήσουμε. Μη τού ρίχνετε άλλα χώματα επάνω του. Κάνουμε «αναθεματούρι» στην ίδια μας την ελληνική ιστορία.

Βασ. Στυλ. Σταυρόπουλος. Αθήνα, -Μάρτης 1979. Τριφυλιακή Εστία τόμος 26- 27, 1979. 

* Η παράγραφος VI που προστίθεται στο άρθρο του Β. Σταυρόπουλου είναι του Κώστα Μπακόπουλου από το άρθρο του "Να σεβατούμε την ιστορία του τόπου μας- Αποτρόπαιο ιστορικό έγκλημα: η ρυμοτόμηση του αρχαιολογικού χώρου Κυπαρισσίας"- Τριφυλιακή Εστία τόμος 26- 27, 1979.
Βιβλιογραφία - Ύποσημειώοεις
1 Π. Στυλιανόπουλος, Ιστορία τής Μεσσηνίας σελ. 66- 68.
2 Βλ. Μ, Φερέτου, «Μεσσηνιακά» Τόμ. Α' σελ. 186- 193.
3 ΜcDonald and Simpson, American Journal of Archaeology Τόμ. 65 (1961) σελ. 232.
4 Μ. Φερέτου, ό.π. βλ. σελ. 193.
5 Ιωάν. Κεφάλα, Ιστορία της Μεσσηνίας Τόμ. Α ' σελ. 31—32.
6 Ιωάν. Αποστολάκη, Ή αρχαία Μεσσηνία σελ. XXXVII.
7 Αθαν. Πετρίδης, Ήπειρώτης, Σχολάρχης στην Κυπαρισσία πού έγραψε «Περί τής αρχαίας Κυπαρισσίας έν Πελ/σω, της θέσεως αυτής, των μνημείων καί των έν αυτή ανακαλυφθεισών τό πρώτον επιγραφών» ..πού δημοσιεύτηκε τό πρώτο μέρος τής μελέτης του στην «Εφημερίδα των Φιλομαθών» (Τόμ. 4, Περίοδος Βα (1880- 1881) και αργότερα το 1885 σαν Σχολάρχης στον Κάμπο - Αβίας, έδωσε ολόκληρη την μελέτη και δημοσιεύτηκε στον έν Κων/πόλει «Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος» (Σύγγραμμα περιοδικόν Τόμ. ΙΘ' 1884—85, Κων/πολις 1888, σελ. 20- 34).
8 Βλ. Ν. Μαρτίνη, ο Βυζαντινός ναός των Χριστιανών, Ήμερολ. Μεγάλης Έλλάδος 1930 σελ. 333.
9 Μούσγα η, λέξη σλαβ. (Μούζγα.) πού φυτεύτηκε στον τόπο μας, περισσότερο από τούς Αρβανίτες και λιγώτερο από τούς Σλάβους. Ή λ. απαντάται και στον πληθυντικό, Μούσγες και Μούζγες (Μαυρομάτι Ιθώμης) πού σημαίνει υγρότοπο, βρύση με λίγο νερό, και μεταφορικά θάμπωμα, ύγρανσις (=μούσγωσε το γυαλί, το ποτήρι) και σκοτείνιασμα, εμούσγωσε = άρχισε να νυχτώνει. Στην Κυπαρισσία η θέσις είναι βαλτώδης, με μιά μικρή βρύση στον αρχαίο χώρο, μόνιμη εστία ελονοσίας για τούς κατοίκους τής πόλης, στα προπολεμικά χρόνια.
10 Αθηνά Γ. Καλογεροπούλου, Η Μεσσήνη, στου Χάρη Πάτση, Βασική Παγκόσμιος Εγκυκλοπ. Τόμος Ελλάς σελ. 114.
11 Ιφιγένεια Γκότση, εφημ. «Μεσσηνιακή Αναγέννησις» 253, Δεκ. 1978 σελ. 4.
12 Μενέλ. Σωτηρόπουλος, Η Κυπαρισσία κατά τούς αρχαίους χρόνους, Μ. Φερέτου «Μιεσσσηνιακά» Τόμ. Β' σελ. 13- 20.
13 Βασιλ. Ματσινόπουλος, όπως το άκουσε από στόματος Φροσύνης Άριδά.
14 Ν. Παπαχατζής, Παυσανία Μεσηνιακά σελ. 207.
15 Προβλ. και Στάθη Παρασκευόπουλου και Γιάννη Παυλόπουλου, Η Κυπαρισσία «Αρκαδία» σελ. 42- 44.
16 Γ. Παπαθανασόπουλος, Κυπαρισσία, Αρχαιολ, Δελτίον 17 (1961- 2) σελ. 96—98.
17 Κοσμάς Αντωνόπουλος, Η Τριφυλία σελ. 39- 40.
18 Διον. Πιτταράς, Μούσγα, «Τριφυλ. Εστία» Τόμ. Β' σελ. 300 και Τόμ. Γ' σελ. 430. Η διαμαρτυρία του συνίστατο στο γεγονός της επικαλύψεως του αρχαίου χώρου της «Μούσγας» με εκατοντάδες αυτοκινητιές μπαζών από χώμα και πέτρες, και προφητικώτατα επέσυρε τότε την προσοχή των αρμοδίων Κρατικών Υπηρεσιών, στον προμελετημένο σχεδιασμό και μεθόδευση, από μέρους εκείνων που έχουν συμφέροντα, για μελλοντική οικοπεδοποίηση του αρχαίου χώρου, και πού οι φόβοι του δυστυχώς επαληθεύτηκαν τελευταία με την επέκταση του σχεδίου πόλεως στον αρχαίο χώρο.