.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Μυκηναϊκή Ηλεία και Τριφυλία: Πολιτιστική και πολιτική εξέλιξη, εθνολογικά δεδομένα και προβλήματα



 Η διατριβή αυτή αποσκοπεί στην ανασύσταση του υλικού πολιτισμού και της κοινωνίας της Ηλείας κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Επιμέρους ζητούμενα υπήρξαν η ένταξη της Ηλείας στο ευρύτερο πλαίσιο του μυκηναϊκού κόσμου, η διερεύνηση των εμπορικών επαφών, η διακρίβωση της πολιτικής της δομής και η διοικητική έκφρασή της.

 Για την επίτευξη των παραπάνω βασιστήκαμε στην περιγραφή, καταγραφή και μελέτη αδημοσίευτου υλικού, κυρίως ακέραιων αγγείων, από πέντε ταφικά σύνολα ή νεκροταφεία (Διάσελλα, Μακρίσια, Στραβοκέφαλο, Νέο Μουσείο, Στρέφι), την αναδημοσίευση παλαιοτέρων ανασκαφών, όπως για παράδειγμα στον Κακόβατο, καθώς και την αξιοποίηση του συνόλου των βιβλιογραφικών πηγών (χάρτες 1-4). Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν παλαιοβοτανολογικές αναλύσεις, συντάχθηκε προκαταρκτική οστεολογική έκθεση για το οστεολογικό υλικό από το Στρέφι, ενώ απανθρακωμένοι καρποί από τον μερικώς ανασκαμμένο οικισμό του Κακοβάτου αναλύθηκαν με C14 
(εικ. Δεξιά). 

 Βασικό χαρακτηριστικό της παρούσας εργασίας αποτέλεσε και η ακριβής γνώση της τοπογραφίας, η οποία επιτεύχθηκε μέσω της αυτοψίας και της περιήγησης στο σύνολο των αρχαιολογικών χώρων ή θέσεων. 
Στη συνέχεια παρουσιάζονται συνοπτικά τα κυριότερα συμπεράσματα αυτής της μελέτης.

Γεωγραφικές και πολιτιστικές ενότητες

 Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, στην Ηλεία διαμορφώνονται τρεις γεωγραφικές και πολιτιστικές ενότητες: η βόρεια Τριφυλία, η περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας, του Πύργου και της Κεντρικής Ηλείας και τέλος η βορειοανατολική Ηλεία μαζί με την Αχαΐα. 
Τα οικιστικά κατάλοιπα υπήρξαν ελάχιστα. Ωστόσο, ο εντοπισμός και η έρευνα δεκάδων ταφικών μνημείων –τύμβων, θολωτών, θαλαμωτών, λακκοειδών και των λεγόμενων «υβριδικών», δηλαδή ημιτελών θαλαμωτών– παρέχει τη δυνατότητα εκτίμησης της πληθυσμιακής πυκνότητας και της χωρικής εξάπλωσης των οικισμών κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.
 Στη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, το οικιστικό πλέγμα (χάρτες 1-4) διαμορφώνεται κατά μήκος σημαντικών συγκοινωνιακών αξόνων, που σχετίζονται με:
α) χερσαία «περάσματα», από τη βόρεια προς τη νότια Πελοπόννησο (Επιτάλιο, Σαμικό, Κακόβατος, Λέπρεο). 
β) ποταμούς, οι οποίοι, κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, πιθανώς υπήρξαν στο σύνολό τους ή εν μέρει πλωτοί. Πληθυσμιακή συγκέντρωση παρατηρείται κατά μήκος του Αλφειού (Διάσελλα, Νέο Μουσείο, Στρέφι, Μακρίσια, Μιράκα) ή των παραποτάμων του (Κλαδέος, Στραβοκέφαλο, Καυκανιά). Σημαντικός ποταμός, κατά μήκος του οποίου συγκροτήθηκαν οικιστικά σύνολα, υπήρξε και ο Πηνειός (Κλινδιάς, Αγραπιδοχώρι, Αγ. Τριάδα). Και στις δύο περιπτώσεις διευκολυνόταν η πρόσβαση προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου αλλά και προς τις ακτές του Ιονίου.

Πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι

Υστεροελλαδική (ΥΕ) Ι–ΙΙ περίοδος: Οι πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι περιορίζονται γεωγραφικά στην περιοχή της βόρειας Τριφυλίας, δηλαδή την Ηλεία στα νότια του Αλφειού. Τα χαρακτηριστικά της περιόδου συνοψίζονται στα εξής:
α) Συναντάται γενικευμένη χρήση ταφικών τύμβων (Σαμικό, Προφήτης Ηλίας Μακρισίων – εικ. 4, 16). Στην περίπτωση της Ηλείας, όπως και της Μεσσηνίας, οι τύμβοι δέχονται περισσότερες από μία ταφές, λειτουργώντας ως οικογενειακοί τάφοι. 
β) Χτίζονται εντυπωσιακοί, ως προς το μέγεθος (Κακόβατος) ή και μικρότεροι (Σαμικό) θολωτοί τάφοι. Ο αρχιτεκτονικός τύπος απαντά με αυξημένη συχνότητα στη Μεσσηνία, όπου σπανίζουν οι θαλαμωτοί, ενώ το ίδιο επισημαίνεται και στην Τριφυλία. 
γ) Τα ανασκαμμένα ταφικά μνημεία, οι θολωτοί Α, Β και C του Κακοβάτου, και ιδίως ο C, παρουσιάζουν πληθώρα αρχιτεκτονικών «αρχαϊσμών», όπως η χρήση μικρών διαστάσεων λίθων, η απουσία δρόμου και διαμορφωμένου στομίου και ένα ελάχιστα σκαμμένο όρυγμα αντιστήριξης στο φυσικό έδαφος, χαρακτηριστικά που δηλώνουν ότι η περιοχή εντάσσεται σε μία διοικητική ή πολιτειακή οντότητα, στο πλαίσιο της οποίας ο θολωτός τάφος έχει υιοθετηθεί ως πρακτική ταφής, και ότι έχουν πραγματοποιηθεί πειραματισμοί και έχουν εξαχθεί συμπεράσματα για την εξασφάλιση της στατικότητάς του. Είναι φανερό πως η κατασκευή των τάφων αυτών απαιτεί εξειδικευμένα συνεργεία, απασχόληση δεκάδων ανθρώπων και επένδυση χρόνου και χρήματος. 


 Αριστερά: Κακόβατος, πλακοστρωμένο δάπεδο του θολωτού τάφου Β.Δεξιά: Κακόβατος, θολωτός τάφος C.

Στην ουσία λοιπόν η ανέγερση ενός μνημείου με διάμετρο και ύψος περίπου 12 μ., αντικατοπτρίζει τη δύναμη, τον πλούτο αλλά και την ανάγκη προπαγάνδας και εμπέδωσης της κρατικής εξουσίας και της κοινωνικοοικονομικής ιεραρχίας.

δ) Η ένταξη της βόρειας Τριφυλίας στη μεσσηνιακή πολιτισμική και πολιτική ενότητα μαρτυρείται όχι μόνο από την κατασκευή τύμβων και θολωτών τάφων, αλλά και από την εκτέλεση παρόμοιων ταφικών πρακτικών, όπως για παράδειγμα η παρουσία κεκαμμένου ξίφους στον τάφο Β του Κακοβάτου, την προσφορά παραπλήσιων κτερισμάτων μικροτεχνίας και μεταλλοτεχνίας (χρυσό περίαπτο γλαυκός, ήλεκτρο, ψήφοι αμέθυστου, ξίφος τύπου Α ), την απόθεση αγγείων, όμοιων είτε ως προς το σχήμα είτε ως προς το διάκοσμο. Αναφέρονται ενδεικτικά η αμφίπροχος κύλικα, αμφορείς με ελλειπτικό στόμιο, πιθοειδή, κάνθαρος, ανακτορικοί πιθαμφορείς.

Κακόβατος, φωτογραφία του κεκαμμένου ξίφους από τον θολωτό τάφο Β'. Ε.Α.Μ.

ε) Ο Κακόβατος, θέση στρατηγικής σημασίας, αναπτύσσεται γοργά και εξελίσσεται σε οικονομικό και διοικητικό κέντρο ή ηγεμονία της ευρύτερης περιοχής. Οι κάτοικοί του κτίζουν θολωτούς τάφους, μνημειοποιώντας την είσοδο του οικισμού και διατρανώνοντας τη δύναμη του τοπικού ηγεμόνα ή της οικογένειάς του. Ασχολούνται με τη γεωργία και ιδιαίτερα με την εντατική καλλιέργεια σύκων, η οποία υπήρξε εξαιρετικά διαδεδομένη σε ολόκληρη τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, και σχηματίζεται ένα κοινωνικό μόρφωμα με «εξειδίκευση εργασίας». Ακόμη, από τα ταφικά κτερίσματα διαπιστώνεται ότι κάποιοι από τους κατοίκους ασχολήθηκαν ενεργά και με το εμπόριο. Έτσι λοιπόν εξηγείται η πληθώρα αντικειμένων, ορισμένα εκ των οποίων αποτελούν μοναδικά παραδείγματα για τη μυκηναϊκή αρχαιολογία, όπως ένα αγγείο από υαλόμαζα, τα περίαπτα από ήλεκτρο και χρυσό, το ειδώλιο υαλόμαζας. Ο Κακόβατος, κοντά στις ακτές του Ιονίου και σε ελάχιστη απόσταση από τα Ιόνια νησιά, όπως τη Ζάκυνθο ή την Κεφαλονιά, υπήρξε πιθανότατα η απόληξη ενός πολύπλοκου συστήματος εμπορείων, τα οποία μετέφεραν στη μυκηναϊκή επικράτεια ήλεκτρο, κατεργασμένο ή ακατέργαστο. Η ανταλλαγή προϊόντων για την εξασφάλιση ικανοποιητικών ποσοτήτων ηλέκτρου εξηγεί την παρουσία στους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου ευρημάτων, τα οποία επισημαίνονται σε σημαντικά ανακτορικά κέντρα όπως η Αργολίδα και η Μεσσηνία, επιβεβαιώνοντας τις εμπορικές σχέσεις των κατοίκων του με το σύνολο της μυκηναϊκής επικράτειας. 
στ) Η χρήση λάκκων εντός των θολωτών ή των τύμβων ανατρέχει στη Μέση Εποχή του Χαλκού και συνδυάζει την υλοποίηση πολλαπλών ενταφιασμών αλλά και την εξασφάλιση της ατομικότητας των νεκρών.
ζ) Η Τριφυλία είναι ενταγμένη στον μυκηναϊκό κόσμο. Δεν βρίσκεται στην περιφέρειά του αλλά αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της όμορης Μεσσηνίας, η οποία κατέστη το δεύτερο, μετά την Αργολίδα, κέντρο διαμόρφωσης του αποκαλούμενου μυκηναϊκού πολιτισμού.


Κακόβατος: Αριστρερά, χρυσό περίαπτο γλαύκας. Μέσον, αντικείμενα από ήλεκτρο από τον θολωτό τάφο Α. Δεξιά, χρυσό περίαπτο βατράχου.

Ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι

 ΥΕ ΙΙΙΑ/Β: Κατά την περίοδο αυτή η κατάσταση αλλάζει και το πληθυσμιακό, οικονομικό και πολιτικό κέντρο βάρους μετατοπίζεται βορειότερα. Οι οικισμοί του Κακοβάτου και του Σαμικού σταδιακά εγκαταλείπονται. Ο τύμβος στο Σαμικό εξακολουθεί να δέχεται ταφές μέχρι και την ΥΕ ΙΙΙΒ, οι οποίες είναι ελάχιστες και με κτερίσματα μεσσηνιακής προέλευσης, όπως ραμφόστομη πρόχου και κωνικό ρυτό. Κατά μήκος του Αλφειού και των παραπόταμων του αναδύονται νέα οικιστικά σύνολα, το κράτος της Πύλου ακμάζει επεκτείνοντας ίσως γεωγραφικά τον έλεγχό του προς τον Αλφειό, ενώ παράλληλα, αποκτώντας συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό σύστημα, οδηγεί σε οικονομικό μαρασμό τα περιφερειακά «βασίλεια–ηγεμονίες», όπως για παράδειγμα τον Κακόβατο. Μία μεταβολή των εθίμων ταφής ή, πιθανότερα, η αντικατάσταση του ηλέκτρου από κάποιο άλλο, περισσότερο προσιτό, υλικό, όπως η υαλόμαζα η οποία παράγεται μαζικά με τη χρήση μήτρας, προκαλούν την κατάρρευση του εμπορίου κεχριμπαριού, τη σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνισή του από τους ενταφιασμούς, αιτίες που συντείνουν στον οικονομικό μαρασμό του Κακοβάτου. Η πολιτική κυριαρχία της επικράτειας του Νέστορος και η αγροτοκτηνοτροφικού χαρακτήρα οικονομία επιβεβαιώνονται από τις γραπτές πηγές της εποχής, δηλαδή τις πινακίδες της Γραμμικής Β και τα Ομηρικά Έπη, τα οποία απηχούν την εποχή και κατατάσσονται στις έμμεσες πηγές πληροφόρησης.

 Οι νεκροί ενταφιάζονται σε θαλαμωτούς, λακκοειδείς και «υβριδικούς» τάφους (δηλαδή ταφικά μνημεία που διαθέτουν στοιχεία των θαλαμωτών, όπως ο δρόμος και ο θάλαμος, ο οποίος όμως εδώ είναι εξαιρετικά μικρός, αλλά που έμειναν ημιτελή και δεν χρησιμοποιήθηκαν όπως οι θαλαμωτοί και των οποίων οι αιτίες κατασκευής παραμένουν ασαφείς – αδυναμία ολοκλήρωσης, αιφνίδιος θάνατος πολλών μελών της κοινότητας, κατασκευαστικές αδυναμίες;) και όχι σε θολωτούς τάφους. Στην περίπτωση των θαλαμωτών τάφων εξακολουθούν όμως να χρησιμοποιούνται ταφικοί λάκκοι ή πλευρικές κόγχες, προκειμένου να ταφεί το σύνολο της οικογένειας σε ένα μνημείο. 
 Οι λακκοειδείς είτε συγκροτούνται σε αυτόνομο νεκροταφείο, όπως στην Καυκανιά, κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ, είτε ανοίγονται μεταξύ νεκροταφείων θαλαμωτών, όπως στο Στρέφι και τον Αρβανίτη. 

Δεξιά: Μακρίσια, κάτοψη του θαλαμωτού τάφου Α.

 Στη δεύτερη περίπτωση «διαμερισματοποιούνται», δηλαδή χωρίζονται σε μικρότερα τμήματα ή θήκες ενταφιασμών ή διαιρούνται με απλό, πρόχειρα κατασκευασμένο τοιχάριο, όπως στο Στρέφι, ή με επιμελημένη ξερολιθιά, όπως στον Αρβανίτη. Τα κτερίσματα δηλώνουν ότι δεν παρατηρείται υπέρμετρη συσσώρευση πλούτου ή κοινωνικής και πολιτικής δύναμης σε συγκεκριμένα άτομα ή πληθυσμιακές ομάδες.
 Οι «ακρίτες» της περιοχής της Ολυμπίας εξακολουθούν να διατηρούν στενές σχέσεις με τη Μεσσηνία, κάποια ταφικά κτερίσματα είναι μάλλον μεσσηνιακής προέλευσης, ενώ εμφανίζονται και σχήματα όπως για παράδειγμα οι τρίωτοι αμφορείς, τα οποία επιχωριάζουν στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο και δεν απαντούν συχνά εκτός αυτής. Στο σχηματολόγιο της περιόδου κυριαρχούν τα αλάβαστρα, οι ψευδόστομοι και οι απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι.
Ο διάκοσμος περιορίζεται σε γραμμικά και αφηρημένα σχέδια, όπως αγκώνες σε ψευδοστόμους και τρίωτους αμφορείς, δικτυωτό σε αλάβαστρα και απιόσχημους πιθαμφορίσκους και σπάνια σε ψευδόστομους, ενάλληλες γωνίες, φυλλοφόρος σε πιθαμφορίσκους, ψευδόστομους και αλάβαστρα, σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος, αχιβάδα κ.λπ.. 
Στιλιστικά, η ηλειακή κεραμική κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ/Β διαχωρίζεται σε δύο κατηγορίες αγγείων. Η πρώτη περιλαμβάνει σχήματα κλειστών, τα οποία δεν φέρουν εξεζητημένη διακόσμηση και συνήθως αποδίδονται ολόβαφα, όπως οι δίωτοι αμφορείς και τα άωτα αλαβαστροειδή. Στην ίδια ομάδα πρέπει να ενσωματωθούν και τα αγγεία πόσεως, όπως τα κυάθια. 
Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν οι ψευδόστομοι, οι αμφορείς, οι απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι. Τα συγκεκριμένα αγγεία διακοσμούνται με τα συνήθη για την υπόλοιπη μυκηναϊκή επικράτεια μοτίβα, ο πηλός και το επίχρισμά τους είναι καλύτερης ποιότητας, ενώ το σχήμα αποδίδεται προσεκτικά.

 ΥΕ ΙΙΙΓ: Κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ, οι κοινότητες του Αλφειού παρακμάζουν και ορισμένες εγκαταλείπονται. Ελάχιστα νεκροταφεία δέχονται ταφές κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ: Νέο Μουσείο, Κλαδέος, Μακρίσια, Διάσελλα. Αντίθετα, ακμάζει η γεωγραφική ενότητα της βορειοανατολικής Ηλείας, αποκτώντας διασυνδέσεις με την Αχαΐα και την Αρκαδία. Στην Αγία Τριάδα δημιουργείται μεγάλο νεκροταφείο με 45 θαλαμωτούς τάφους, του οποίου η πλειονότητα των ταφών εντάσσονται στην ΥΕ ΙΙΙΓ. Ταυτόχρονα, νέοι τάφοι κατασκευάζονται και στον Κλαδέο, στην περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας. 
Κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ το κράτος της Πύλου, ως συγκεντρωτικός γραφειοκρατικός και διοικητικός μηχανισμός και πολιτειακός οργανισμός, έχει καταρρεύσει. Η πτώση του πολιτικοδιοικητικού κατεστημένου προκαλεί αναταράξεις σε ολόκληρη τη δυτική Πελοπόννησο. Η οικονομία νεκρώνει και πολλές κοινότητες, που είχαν οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με το μεσσηνιακό κράτος, αποδομούνται. Αντίθετα, φαίνεται πως δημιουργούνται νέες κοινωνικοοικονομικές δομές στη βορειοανατολική Ηλεία. Οι κάτοικοι της περιοχής εντάσσονται σε μία πολιτιστική ενότητα (βορειοδυτική Πελοπόννησος, Ιόνια Νησιά, Κεντρική Στερεά Ελλάδα) με κοινά γνωρίσματα, η οποία δεν δείχνει σημάδια κατωτερότητας απέναντι σε άλλες ευημερούσες περιοχές του μυκηναϊκού κόσμου.


Αριστερά: Στρέφι, λακκοειδής τάφος VII. Μέσον: Στρέφι, λακκοειδής τάφος VIII. Δεξιά: Στρέφι, «υβριδικός» τάφος VI.
Συγκεκριμένα διακρίνονται:
– Ταυτόσημη ταφική πρακτική. Οι νεκροί ενταφιάζονται σε θαλαμωτούς τάφους, αποτίθενται επί του φυσικού εδάφους (σποραδικά σε λάκκους και σπάνια σε κόγχες του δρόμου), οι δευτερογενείς ταφές (ανακομιδές) παραμερίζονται και εάν απαιτηθεί η διενέργεια πρόσθετων ταφών, λαξεύονται παραθάλαμοι (Αγία Τριάδα). Όστρακα, προερχόμενα από τα νεκροταφεία της Αγίας Τριάδας και του Κλαδέου, απεικονίζουν την πρόθεση και την εκφορά των νεκρών, αποκαλύπτοντας με λεπτομέρειες την ταφική πρακτική. Στο κέντρο της σκηνής πρόθεσης στο όστρακο από την Αγία Τριάδα, εικονίζεται ανδρική μορφή, ξαπλωμένη σε νεκρική κλίνη. Κάτω από την κλίνη κείται, με όρθιο το κεφάλι, κάποιο κατοικίδιο, πιθανώς σκύλος ή γάτα. Στα δεξιά της κλίνης έχει αποδοθεί ανδρική μορφή, με σαφή υποδήλωση του φύλου και σε μετωπική στάση, ενώ στα αριστερά έχουν τοποθετηθεί δύο γυναίκες–θρηνωδοί, σε μετωπική στάση και με το κεφάλι τους στραμμένο προς το νεκρό. Το όστρακο του Κλαδέου συμπληρώνει θεματικά την προαναφερθείσα παράσταση, καθώς εικονίζει εκφορά νεκρού. Δύο ανδρικές μορφές μεταφέρουν στα χέρια τη νεκρική κλίνη με το νεκρό. Πίσω από αυτούς ακολουθεί γυναικεία μορφή με τη χαρακτηριστική χειρονομία της θρηνωδού και πιθανώς δεύτερη, από την οποία σώζονται μόνο τα πόδια. Η απόδοση των μορφών είναι πανομοιότυπη με αυτή της Αγίας Τριάδας. Τόσο το θέμα όσο και η τεχνοτροπική απόδοση των μορφών βρίσκει παράλληλα σε παραστάσεις πρόθεσης της γεωμετρικής περιόδου, δηλώνοντας την αδιάσπαστη συνέχεια και τον γνήσια συντηρητικό χαρακτήρα των εθίμων ταφής.
– Στις ορεινές κοινότητες παραμένει η έννοια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Οι πλουσιότεροι σε κτερίσματα και πλέον επιμελώς λαξευμένοι τάφοι καταλαμβάνουν το κέντρο του νεκροταφείου, ενώ οι φτωχότεροι και πρόχειρα κατασκευασμένοι την περιφέρειά του. Κάποιοι θαλαμωτοί τάφοι περιέχουν αποκλειστικά κεραμική, σε άλλες περιπτώσεις τα αγγεία συνυπάρχουν με ευρήματα από υαλόμαζα, ημιπολύτιμους λίθους, φαγεντιανή, οστό και σπανιότερα από μέταλλο. Τα ευρήματα από το Στραβοκέφαλο και πρόσφατα από τη θέση «Καραβά» Καυκανιάς δηλώνουν τη χρήση των πλακιδίων υαλόμαζας για την κατασκευή νεκρικών διαδημάτων.
– Οι ταφές «πολεμιστών» είναι σπάνιες. Ουσιαστικά, μόνο ένας τάφος της Αγίας Τριάδας μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τέτοιος. Αντίθετα, αρκετοί τάφοι που περιέχουν ως κτερίσματα πληθώρα και ποικιλία αμυντικών και επιθετικών όπλων, έχουν εντοπισθεί και ερευνηθεί στην Αχαΐα, όπως στην Κρήνη και την Καλλιθέα. Ίσως λοιπόν η ένταξη της κοινότητας της Αγίας Τριάδας στο πολιτικό και διοικητικό σύστημα της Αχαΐας εξασφάλιζε την ασφάλεια των κατοίκων της πρώτης.
– Διαμορφώνονται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κεραμικής, που απαντούν αρκετά συχνά στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, την Κεφαλονιά και την Κεντρική–Ανατολική Στερεά Ελλάδα, όπως:
α) Ο εντοπισμός δίωτων και τετράωτων αμφορέων μεγάλων διαστάσεων. Αντίθετα, δεν κατασκευάζονται τρίωτοι ούτε δίωτοι αμφορείς με τις λαβές στον ώμο, σχήματα που απαντούν συχνά κυρίως στην κεντρική Ηλεία. Επισημαίνονται επίσης πτηνόσχημοι ασκοί (μόνο ένας στην κεντρική Ηλεία) καθώς και κυλινδρικά ή τριποδικά αλάβαστρα. Επιπλέον, παρατηρούνται μικρά ποσοστά αγγείων πόσεως. Η προσφορά μεγάλων αμφορέων στους νεκρούς ίσως δηλώνει μεταβολή στην οικονομία αλλά και στις ταφικές πρακτικές. Όσοι βίωσαν την καταστροφή των ανακτορικών κέντρων επιθυμούν την αποθησαύριση υλικών αγαθών, και οι αμφορείς συμβάλλουν στην εξασφάλιση εφοδίων για το «ταξίδι» των νεκρών προς την αιωνιότητα.
β) Η παρουσία προχοϊκών κυάθων στην Κεφαλονιά, την Ιθάκη και την Ηλεία (ορισμένα ηλειακά εντάσσονται στην ΥΕ ΙΙΙΒ).
γ) Ο διάκοσμος του σώματος διαφοροποιείται έντονα συγκριτικά με τα αντίστοιχα δείγματα της ΥΕ ΙΙΙΑ/Β. Ο κεραμέας τείνει είτε να αποδώσει ολόβαφο το μέγιστο τμήμα του αγγείου πλην του ώμου είτε να το καλύψει με ισομεγέθεις και σε ίσες αποστάσεις τοποθετημένες ταινίες, όπως παρατηρείται σε ψευδόστομους, δίωτους και τετράωτους αμφορείς και σε ληκύθους. 
δ) Ο ώμος διακοσμείται με γραμμικά ή αφηρημένα μοτίβα, ενώ γίνονται δημοφιλή τα πολλαπλά επάλληλα ημικύκλια, που αποδίδονται σε διάφορες παραλλαγές (περίστικτα, κροσσωτά).
ε) Η χρήση αποκομμένων βάσεων κυλίκων ή κρατήρων ως πώματα αγγείων. Το φαινόμενο παρατηρείται στη διάρκεια της ΥΕ ΙΙΙ και επιχωριάζει στην Ηλεία.
στ) Δεν εντοπίζονται σκύφοι ή κύλικες, που είχαν γίνει εξαιρετικά δημοφιλείς στη βορειοανατολική Πελοπόννησο.

Επίλογος

 Το τέλος κάθε επιστημονικής μελέτης αφήνει ανοιχτά ερωτήματα, τα οποία θα κληθούν επόμενοι ερευνητές να απαντήσουν, έχοντας πιθανώς στη διάθεσή τους νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα, πληρέστερη στρωματογραφική τεκμηρίωση και ικανοποιητική διεπιστημονική υποστήριξη. Η Ηλεία τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει αποδώσει σημαντικά ταφικά σύνολα, τα οποία έχουν αλλάξει την άποψή μας για το ρόλο της περιοχής κατά τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Ο Dickinson, το 1982, θεωρούσε το ρόλο της ασήμαντο, τα δεδομένα όμως δείχνουν ότι η περιοχή αυτή αποτέλεσε ζωντανό, δημιουργικό και παραγωγικό τμήμα ενός πολιτισμού, που δεν υπήρξε στάσιμος. Οι κάτοικοι της Ηλείας, εκμεταλλευόμενοι τις άριστες κλιματολογικές συνθήκες, την εύφορη γη και τη στρατηγική της θέση ανέπτυξαν έναν πολιτισμό, του οποίου τις ιδιαιτερότητες τώρα αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε.
 Η έρευνα όμως, όπως και η ζωή, συνεχίζεται προσφέροντας πάντα νέα, επιστημονικά τεκμηριωμένα αποτελέσματα.

Κώστας Νικολέντζος, Μυκηναϊκή Ηλεία: Πολιτιστική και πολιτική εξέλιξη, εθνολογικά δεδομένα και προβλήματα

Πηγή: archaiologia.gr




Ενδεικτική βιβλιογραφία 
– Βικάτου Ο., «Το μυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας Ν. Ηλείας», στο Ε. Φρούσσου (επιμ.), Η περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου, Λαμία 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία 1999, σ. 237-255.
– Βικάτου Ο., «Συστάδα μυκηναϊκών τάφων στις Πεύκες Ηλείας», Αρχαιολογικό Δελτίο 56 (2001), Μελέτες, σ. 83-126.
– Boyd M., Middle Helladic and Early Mycenaean Mortuary Practices in the Southern and Western Peloponnese, British Archaeological Reports 1009, Οξφόρδη 2002.
– Γιαλούρης Ν., «Μυκηναϊκός τύμβος Σαμικού», Αρχαιολογικό Δελτίο 20 (1965), Μελέτες, σ. 6-40.
– Cavanagh W. / C. Mee, A Private Place: Death in Prehistoric Greece, Studies in Mediterranean Archaeology 125, Jonsered 1998.
– Darcque P., L’habitat mycénien: formes et fonctions de l’espace bâti en Grèce continentale à la fin du IIe millénaire avant J.-C., Bibliothèque des Écoles Françaises d’Athènes et de Rome 319, Αθήνα 2005.
– Dörpfeld W., «Tiryns, Olympia und Pylos», Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung 32 (1907), σ. 1-18.
– Dörpfeld W., «Alt-Pylos», Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung 33 (1908), σ. 295-318.
– Dörpfeld W., «Die Homerische Stadt Arene», Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung 33 (1908), σ. 320-322.
– Eder B., Argolis, Lakonien, Messenien. Vom Ende der mykenischen Palastzeit bis zur Einwanderung der Dorier, Βιέννη 1998.
– Eder B., Die submykenischen und protogeometrischen Gräber von Elis, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 209, Αθήνα 2001. 
– Gallou C., The Mycenaean Cult of the Dead, British Archaeological Reports 1372, Οξφόρδη 2005.
– Kalogeropoulos K., Die frühmykenischen Grabfunde von Analipsis (südöstliches Arkadien), mit einem Beitrag zu den palatialen Amphoren des griechischen Festlandes, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 175, Αθήνα 1998. 
– Κοκοτάκη Ν., «Θαλαμοειδής μυκηναϊκός τάφος στο Αλεποχώρι Ηλείας», στο Α. Ριζάκης (επιμ.), Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία, Ανακοινώσεις κατά το πρώτο διεθνές συμπόσιο, Αθήνα 19-21 Μαΐου 1989, Μελετήματα 13, Αθήνα 1991, σ. 39-43.
– Lolos Y., Late Helladic I Pottery of the Southwestern Peloponnesos and its Local Characteristics, Göteborg 1987.
– Mountjoy P., Regional Mycenaean Decorated Pottery, Rahden/Westf. 1999.
– Müller K., «Alt-Pylos», Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung 34 (1909), σ. 269-328.
– Papadopoulos A., Mycenaean Achaea, Studies in Mediterranean Αrchaeology 55, Göteborg 1979.
– Παπακωνσταντίνου Ελ., «Ολυμπία: Στάδια εξέλιξης και οργάνωσης του χώρου», Πρακτικά Συμποσίου Ολυμπιακών Aγώνων, Αθήνα 1988, σ. 51-66.
– Παπακωνσταντίνου-Χαρίτου Ε., «Περιοχή Σαμικού – Αρχαιολογικές ενδείξεις κατοικήσεως στα ιστορικά χρόνια», Επετηρίς Εταιρείας Ηλειακών Μελετών 2 (1983), σ. 287–306.
– Παπανδρέου Γ., Η Ηλεία διαμέσου των αιώνων, 1924.
– Λ. Παρλαμά, «Μυκηναϊκά Ηλείας», Αρχαιολογικό Δελτίο 29 (1974), Μελέτες, σ. 25-58.
– Παρλαμά Λ., «Θαλαμοειδής τάφος εις Αγραπιδοχώρι Ηλείας», Αρχαιολογική Εφημερίς (1971), σ. 52-60.
– Sgouritsa N., «The Aegean in the Central Mediterranean», στο R. Laffineur / E. Greco (επιμ.), EMPORIA – Aegeans in the Central and Eastern Mediterranean, Aegaeum 25, Liège 2005, σ. 515–526.
– Souyoudzoglou-Haywood C., The Ionian Islands in the Bronze Age and Early Iron Age 3000-800 B.C., Liverpool 1999.
– Σχοινάς Χ., «Εικονιστική παράσταση σε όστρακα κρατήρα από την Αγ. Τριάδα Ηλείας», στο Ε. Φρούσσου (επιμ.), Η περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου, Λαμία 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία 1999, σ. 257–262.

Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στους: 
– Ν. Γιαλούρη, επιτ. Γεν. Επιθ. Αρχαιοτήτων, και Π. Θέμελη, ομοτ. Καθ. Αρχαιολογίας, για την παραχώρηση του υλικού παλαιοτέρων ανασκαφών τους.
– Γ. Χατζή, προϊσταμένη της Ζ΄ΕΠΚΑ, για την άδεια μελέτης του ημερολογίου των ανασκαφών στο Χελιδόνι.
– Ν. Σγουρίτσα–Πολυχρονάκου, καθ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας, για την άοκνη και υπομονετική καθοδήγηση, τη διόρθωση των κειμένων και τη συζήτηση μεθοδολογικών προβλημάτων.
– Γ. Κορρέ, ομοτ. Καθ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας, για την αφθονία των βιβλιογραφικών πηγών.
– Wolf-Dietrich Niemeier και Reinhard Senf, διευθυντή και υποδιευθυντή αντίστοιχα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου – Παράρτημα Αθηνών, για τη δυνατότητα που μου παρείχαν, φιλοξενούμενος επί δίμηνο στο ΓΑΙ Βερολίνου, να αφοσιωθώ απερίσπαστος στη συγγραφή της διατριβής.
– Γ. Κατσούδα, συντηρητή αρχαιοτήτων, για τη συντήρηση και σχεδίαση μέρους των ευρημάτων, αλλά και για τη δόμηση των πινάκων και των σχεδίων.
– Θ. Γιαννόπουλο, μόνιμο υπάλληλο του ΥΠΠΟ, για την επιμέλεια των καταλόγων και των γραφημάτων.