.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Η παραγωγή του αλατιού στην Μεσσηνία του 17ου αιώνα


 Σε μία από τις επιστολές του προς τη Βενετική Σύγκλητο, οι οποίες χρονολογούνται την περίοδο 1690-1694, ο Γενικός Προβλεπτής της Πελοποννήσου, Antonio Zeno, είχε επισυνάψει δύο σχέδια των αλυκών της Μεθώνης και της Κορώνης, αναφέροντας ότι θα ακολουθήσουν και άλλα των υπολοίπων αλυκών της Πελοποννήσου1. Την ύπαρξή τους επισήμανε πρώτος o Σπυρίδων Λάμπρος, χωρίς όμως να τα δημοσιεύσει2. Τα σχέδια σώζονται στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας και μαζί με τις επιστολές του Antonio Zeno, οι οποίες αναφέρονται διεξοδικά στις αλυκές των δύο σημαντικότερων βενετικών κτήσεων, είναι πολύτιμα, γιατί απεικονίζουν με λεπτομέρεια αλυκές της Πελοποννήσου ολοκληρώνοντας τις σποραδικές μας πληροφορίες και επαληθεύοντας τις υποθέσεις μας για τις τεχνικές της παραγωγής του αλατιού στα τέλη του 17ου αιώνα3. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι αντίστοιχα σχέδια έχουν δημοσιευτεί για τις αλυκές της Λευκάδας, πολύ αργότερα, στα 1740 4.
 Προτού προχωρήσω στην παρουσίαση των σχεδίων, θα ήθελα να ανατρέξω συνοπτικά στις ιστορικές μνείες που αναφέρονται στις αλυκές της Μεθώνης και της Κορώνης. Είναι γεγονός ότι οι ακτές της Μεσσηνίας διέθεταν κατάλληλο έδαφος καλλιέργειας και παραγωγής αλατιού. Οι Βενετοί, κατακτώντας τη Μεθώνη και την Κορώνη, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το φυσικό πλούτο των δύο πόλεων με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όπως εξάλλου έπραξαν σε όλη τους την επικράτεια. To ενδιαφέρον της Γαληνοτάτης γι΄ αυτές τις δύο κτήσεις περέμεινε αμείωτο για πολλούς αιώνες, επειδή, εκτός από τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους που διέθεταν, αποτέλεσαν τις σημαντικότερες εμπορικές βάσεις της στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου5.
 Οι αλυκές της Μεθώνης και της Κορώνης ήταν γνωστές στους Βενετούς από το 13ο αιώνα6 και το εμπόριο του αλατιού ανθούσε σε αυτές τις περιοχές ως και τις πρώτες δεκαετίες του 14ου. Μάλιστα το 14ο αιώνα, εκτός από αυτές, μαρτυρούνται και πολλές άλλες σε ολόκληρη σχεδόν την παραθαλάσσια ζώνη της Μεσσηνίας: στην Πύλα, στο Γκρίζι (σημ. Ακριτοχώριο), στη Βίγλα, στο Ασπροπήλι και στον Αλμυρό7. Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα οι Βενετοί, με τα προστατευτικά μέτρα που έλαβαν για την παραγωγή και τη διακίνηση του προϊόντος, δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για την ικανοποίηση σε αλάτι όχι μόνο των τοπικών αναγκών αλλά και των εξαγωγών, προς όφελος πάντα του μονοπωλίου τους. Ήδη τα έτη 1413 και 1414 απαγορευόταν στους κατοίκους της Μεθώνης να προμηθεύονται αλάτι από άλλες περιοχές για να καταναλώνεται το εγχώριο8. To 1494, επειδή οι αλυκές της Μεθώνης είχαν λίγα έσοδα, αποφασίστηκε ότι στο μέλλον θα πουλά αλάτι στην πόλη μόνο ο τοπικός αρμόδιος. Τα έσοδα από την πώληση του προϊόντος θα έπρεπε να διατεθούν στην πληρωμή των στρατιωτών, στην αγορά κεχριού και στην επισκευή του λιμανιού και των τειχών9.

Άποψη της Μεθώνης. Χρονολογία έκδοσης 1690

 Απ΄ ό,τι φαίνεται και κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής, συνεχίστηκε η εκμετάλλευση των αλυκών των δύο πόλεων για λογαριασμό πλέον της οθωμανικής διοίκησης. Στις κανονιστικές διατάξεις του Σελίμ A΄ (1512-1520) αναφέρεται ότι οι Τούρκοι στις αλυκές της Κορώνης όρισαν 22 άτομα αλατάδες, οι οποίοι κρατούσαν το 1/4 της παραγωγής και το υπόλοιπο αλάτι, που η αξία του ανερχόταν σε 6000 άσπρα, το έδιναν στο δημόσιο. Επειδή όμως ορισμένα μέρη δε βρίσκονταν ψηλά, το εισερχόμενο θαλασσινό νερό στα αυλάκια προκαλούσε πολλές ζημιές στις αλυκές10.
 Αμέσως μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου το 1685, όπως είναι γνωστό, οι Βενετοί προχώρησαν στο διορισμό τριών Συνδίκων Καταστιχωτών (Sindici Catasticatori), του Marin Michiel, του Geronimo Renier και του Domenico Gritti, με αρμοδιότητες την απογραφή του πληθυσμού, την καταγραφή των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, τη φορολογία και γενικότερα την οργάνωση του Βασιλείου του Μορέως (Regno di Morea). Στην έκθεσή του ο Marin Michiel το 1691 αναφέρεται στην κακή κατάσταση όλων των αλυκών της Πελοποννήσου. Ειδικά για τις αλυκές της Μεθώνης σημειώνει ότι κοντά στη θάλασσα υπήρχαν μικρές σε έκταση και σχεδόν άχρηστες αλυκές (appresso il mare le esaline che sonο di breve giro e in parte inutili)11.
 Τα σχέδια του Antonio Zeno, καθώς και η αλληλογραφία του με τη Βενετική Σύγκλητο, έρχονται να προσθέσουν σημαντικά στοιχεία στη μελέτη των παραπάνω αλυκών. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις αρχειακές πληροφορίες, οι αλυκές της Κορώνης στα τέλη του 17ου αιώνα βρίσκονταν στο χωριό Λογγά και είχαν διαχωριστεί σε παλιές και νέες, οι οποίες απείχαν μεταξύ τους 200 passi. Τις καλλιεργούσαν οι κάτοικοι του χωριού Καστέλλι με αμοιβή το 1/4 της παραγωγής. Φαίνεται όμως ότι το 1692 η κακή κατάσταση των αλυκών ανάγκασε τους κατοίκους να ζητήσουν από τη βενετική διοίκηση την εκμετάλλευση ενός μύλου, επικαλούμενοι τη μικρή παραγωγή αλατιού. Στην επιστολή που έστειλαν στον προβλεπτή ανέφεραν ότι εργάζονταν στις αλυκές, εκτός από την εποχή συλλογής του αλατιού, και κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου έτους, ανοίγοντας τα κανάλια και τα αυλάκια, επιδιορθώνοντας τα αναχώματα και καθαρίζοντας τα αλατοπήγια. Σε απάντηση ο Zeno αποφάσισε να τους εξαιρέσει από τις υποχρεώσεις της μεταφοράς και της φύλαξης του αλατιού, με τον όρο να πουλούν στο δημόσιο το 1/4 της παραγωγής που αποκόμιζαν εργαζόμενοι στις αλυκές και επιπλέον να τους παραχωρήσει την εκμετάλλευση του μύλου που ζητούσαν12.
 Την ίδια περίοδο οι αλυκές της Μεθώνης, που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από την πόλη, αντιμετώπιζαν ανάλογα προβλήματα13. To 1692 δώδεκα κάτοικοι του βούργου της Μεθώνης, οι οποίοι απασχολούνταν στη συλλογή και στη συγκέντρωση του αλατιού σε σωρούς, στη διάνοιξη των καναλιών, στις επιχωματώσεις και στη συντήρηοη των αλατοπηγίων, ζήτησαν από τον Zeno δώδεκα ρεάλια επιπλέον το χρόνο και αύξηση του αριθμού των εργατών, οι οποίοι ήταν απαραίτητοι για τις επιπρόσθετες εργασίες των αλυκών. Ακόμα ζήτησαν το 1/3 της παραγωγής άσπρου αλατιού και το 1/4 μαύρου, επισημαίνοντας όμως ότι θα φρόντιζαν για τη φύλαξη του προϊόντος και τη μεταφορά του με τα ζώα τους. Όπως και στις αλυκές της Κορώνης, έτσι και σ΄ αυτήν την περίπτωση ο Zeno ικανοποίησε εν μέρει τα αιτήματά τους. Αποφάσισε να τους δώσει αντί του 1/3 της παραγωγής άσπρου αλατιού που ζητούσαν, το 1/2, και από το μαύρο, αντί του 1/4, το 1/3, με τον όρο να το πουλούν στο δημόσιο ταμείο έναντι. ορισμένου χρηματικού ποσού. Eπίσης, θα συνέχιζαν να εργάζονται στη μεταφορά και στη φύλαξη του αλατιού αλλά θα απαλλάσσονταν από τις υπόλοιπες τεχνικές εργασίες, Τους διέθετε ελάχιστη ποσότητα αλατιού για οικιακή κατανάλωση καθώς και επιπλέον αλάτι για την πληρωμή άλλων δεκατεσσάρων εργατών που θα τους βοηθούσαν τους μήνες που συγκεντρωνόταν το αλάτι σε σωρούς. Τέλος, εκτός από την αποδοχή και την ικανοποίηση των παραπάνω αιτημάτων, ο Zeno προχώρησε και στην κατασκευή αποθήκης αλατιού στη Μεθώνη, για τη φύλαξη και την προστασία του προϊόντος από τις κακές καιρικές συνθηκες14.

Άποψη του κάστρου της Κορώνης. Χρονολογία έκδοσης 1690.

 Φαίνεται ότι τα μέτρα του Zeno απέδωσαν (πρόσκαιρα όπως θα αποδειχτεί τα επόμενα χρόνια), γιατί ο έκτακτος προβλεπτής Antonio Molin το 1693 σημείωνε στην έκθεση του ότι, ενώ την προηγούμενη περίοδο οι αλυκές είχαν εγκαταλειφθεί, επανασυστάθηκαν υπό την άγρυπνη προσοχή του γενικού προβλεπτή Zeno με βασικούς κανονισμούς και την κατασκευή αποθηκών για να αποθηκεύεται το αλάτι (abbandonate queste per 10 tempo scorso della dovuta coltura soggz'acevano al corrispondente discapil‘o nella rendita, ma poscia ristabilite dalla vigilante atentione dell ’Eccellentissimo Signor Provveditor General Zeno con regole fondamentate, er erretione dc magazeni per riponewi il sale, ossewai in quest anno avantaggiato di summa eccedente il Deposito). O Molin παρατήρησε, επίσης, ότι χάρη στα παραπάνω μέτρα το 1693 είχαν αυξηθεί σημαντικά τα αποθέματα αλατιού, εποπένως και οι πρόσοδοι της Γαληνοτάτης15.
 Ωστόσο, παρά την καλύτερα οργανωμένη εκμετάλλευση και την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργατών, τα επόμενα χρόνια η παραγωγή των αλυκών της Μεθώνης και της Κορώνης ήταν χαμηλή σε σύγκριση με τις υπόλοιπες αλυκές της Πελοποννήσου (Θερμήσι, Καμενίτσα, Πύργος, Λεχαινά) και το αλάτι τους ήταν ακατάλληλο για το βενετικό μονοπώλιο. To 1699 ο γενικός προβλεπτής Francesco Grimani σημείωνε ότι οι αλυκές της Μεθώνης δεν καλλιεργούνταν σωστά και παρήγαν κακής ποιότητας αλάτι, όπως και οι αλυκές της Κορώνης. To 1700 οι αλυκές της Μεθώνης παρήγαν 251 στάρα άσπρο αλάτι και 1081 μαύρο και της Κορώνης 230 στάρα το 1699 και μόλις 54 το 1700 16. H παραγωγικότητα των αλυκών, εκτός από φυσικό προνόμιο, στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται ότι συνδέεται άμεσα με την κακή πληρωμή των εργατών και την κακοδιαχείριση τους από το κράτος. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι στις αρχές του 18ου αιώνα το αλάτι των δύο αλυκών δεν επαρκούσε για το μονοπώλιο της Μεσσηνίας και σι Βενετοί αναγκάζονταν να προμηθεύονται μεγάλες ποσότητες από τις αλυκές του Πύργου17.

1. Υπόμνημα στο σχέδιο των αλυκών της Μεθώνης 
Dimostratione delle saline di Modon
A. Spiaggia di Mare
B. Chanale per dove entra l’Aqua (161 Mare
C. Ponte per dove dissoto 11 passa dclla Medema
D. Rami che si partono per adaquamento delle Saline
E. Fosse le qualli si riempono di dctta aqua di mare et vien gettata con Palle dalli salinerl nelle
Consserve
F. Consserve d‘Aqua Salssa
G. Vancggie dove 51 fa 11 531 Bianco, numerate per 38
H. Vaneggic di sal Negro 16 qualli sono medesime numeratc per 28
I. Fosso 11 qualle circonda 16 salline, per riparo delle Aque Che in tempo di pioggia concorono dalla
pendenzza del sito, acio non intrino nelle saline.



 Οι αλυκές ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας των ανθρώπων να εκμεταλλευτούν με απλά τεχνικά μέσα τον πλούτο της θάλασσας. Μέχρι τώρα ήταν ελάχιστα γνωστές η διάρθρωση και η λειτουργία μιας αλυκής την περίοδο που εξετάζουμε. Πληροφορίες για τη διαδικασία παραγωγής του αλατιού αντλούσαμε κυρίως από την ξένη βιβλιογραφία, η οποία συνήθως αναφερόταν σε άλλες περιοχές, με τρόπους καλλιέργειας προσαρμοσμένους στις ανάγκες και τις ιδιομορφίες τους18. Κάθε στοιχείο, λοιπόν, που έρχεται να προστεθεί μας βοηθά να παρακολουθήσουμε από κοντά την πρακτική εκείνης της περιόδου, που χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στο πέρασμα του χρόνου, συνεχίζεται να ακολουθείται μέχρι τις μέρες μας. Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στις τεχνικές της αλατοπηγίας και όχι της συγκομιδής και της συγκέντρωσης του αλατιού.
 Αποκαλυπτικές, ως προς τον τρόπο παραγωγής του αλατιού, είναι οι μαρτυρίες Βενετών αξιωματούχων στην Πελοπόννησο. Μία τέτοια περιγραφή σώζεται στην έκθεση του βαΐλου του Ναυπλίου το 1532, Vetor Diedo, και αφορά στις αλυκές του Θερμησίου: "οι αλυκές", έγραφε ο Diedo, "είναι λάκκοι. που το χειμώνα γεμίζουν με θαλασσινό νερό και το καλοκαίρι με τον αέρα και τη ζέστη το νερό εξατμίζεται αφήνοντας στο βάθος το πολύτιμο αγαθό"19. Ανάλογη περιγραφή για τις ίδιες αλυκές έχουμε και από τον προβλεπτή Gradenigo το 1692, ο οποίος περιέγραφε ως εξής την παραγωγή του αλατιού στις αλυκές του Θερμησίου: "είναι ένα τέλμα με αλμυρό νερό χωρισμένο από τη θάλασσα με μία παραλία τρία βήματα περίπου πλατιά, στην επιφάνεια του οποίου σχηματίζεται το αλάτι κατά τη διάρκεια του θέρους με τη δύναμη της θερμότητας του ήλιου χωρίς την εφαρμογή καμίας τεχνικής. Κατόπιν, κατά τη διάρκεια της νύκτας κατακάθεται το αλάτι στον πυθμένα, οπότε μπαίνουν οι άνθρωποι και το βγάζουν με κοφίνια"20. Φαίνεται ότι ίδιες ήταν όλες οι αλυκές στην περιοχή της Αργολίδας, όπως για παράδειγμα του Κουμπούρνου, που βρίσκονταν λίγο νοτιότερα από του Θερμησίου, τις οποίες περιγράφει ο προβλεπτής Emo σαν μία μικρή λίμνη "dove la natum moltiplicando i1 dono, fabrich il sale"21. H έκφραση "χωρίς την εφαρμογή καμίας τεχνικής" κατατάσσει τις αλυκές της περιοχής της Αργολίδας στις φυσικές αλυκές, στις οποίες το αλάτι ήταν αυτόπηκτο22.
 Ανάλογες περιγραφές δεν εντοπίστηκαν σε εκθέσεις αξιωματούχων για τις αλυκές της Μεθώνης και της Κορώνης. H στάθμη της παραθαλάσσιας ζώνης του Μεσσηνιακού κόλπου είναι περίπου στο ίδιο επίπεδο μ΄ εκείνο της επιφάνειας της θάλασσας. Αυτό διευκόλυνε τους εργάτες να διανοίγουν αυλάκια και να κατασκευάζουν δεξαμενές κρυστάλλωσης, χωρισμένες μεταξύ τους με αναχώματα, στις οποίες διοχέτευαν αλμυρό νερό. Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά τη διάρκεια των αρχών του 16ου αιώνα μαρτυρούνται αυλάκια στις αλυκές της Κορώνης, που προφανώς ανοίγονταν από τους εργάτες. Μάλιστα, επειδή ορισμένα μέρη της αλυκής ήταν χαμηλά, εισερχόταν θαλασσινό νερό προκαλώντας ζημιές στο ήδη κρυσταλλωμένο αλάτι.

2. Υπόμνημα στο σχέδιο των αλυκών της Κορώνης
A. Le nuove Saline di Coron
B. Conserve d‘Aqua salsa
C. Canale per dove entra l’Aqua salsa dalla spiaggia
D. Fosso dove s‘acumula la detta Aqua Che aprencio li suoi canalli passa nelle saline
E. Saline Vecchie da lavorar sontano le nuove passa 200 in circa
F. Canale per dove si adaguava le medeme


 Ας δούμε όμως αναλυτικά τα σχέδια του Antonio Zeno. Από τις αλυκές της Μεθώνης, που κάλυπταν έδαφος μεγαλύτερης έκτασης και ήταν καλύτερα οργανωμένες, μπορούμε να δούμε τον τρόπο λειτουργίας τους. Το αλμυρό νερό από τη θάλασσα περνούσε διαμέσου ενός κεντρικού καναλιού (Β) σε μικρότερα αυλάκια (D), στην άκρη των οποίων υπήρχε ένα στόμιο (E). Στη συνέχεια, οι εργάτες με φτυάρια τροφοδοτούσαν στις δεξαμενές (F). Πρόκειται για μεγάλη επίπεδη έκταση, που περιβαλλόταν με αναχώματα και χωριζόταν από τις άλλες δεξαμενές με αυλάκια. Στις δεξαμενές εξατμιζόταν το περισσότερο μέρος του αλμυρού νερού που έπειτα συγκεντρωνόταν στα
αλατοπήγια (G, H), τα οποία ήταν κατασκευασμένα όπως οι δεξαμενές αλλά σε υψηλότερο επίπεδο και διακρίνονταν σε αλατοπήγια λευκού (bianco) και μαύρου (negro), δηλαδή με προσμείξεις. Εκεί συντελούνταν η ολοκληρωτική εξάτμιση και η κρυστάλλωση του αλατιού. Ολόκληρη η καλλιεργήσιμη έκταση περιβαλλόταν από τάφρο (I), για να προστατεύεται η αλυκή από τα νερά των βροχών.
 Tο σχέδιο των αλυκών της Κορώνης, όπως διαπιστώνουμε, είναι λιγότερο. Κατ’ αρχήν λείπει η περιμετρική τάφρος που υπάρχει στις αλυκές της Μεθώνης. Επίσης, δεν υπάρχουν χωριστά αλατοπήγια για το άσπρο και το σκούρο αλάτι. Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι καλύτερης ποιότητας αλάτι ήταν το άσπρο, γι΄ αυτό το προτιμούσαν οι Βενετοί, ενώ το σκούρο είχε προσμείξεις χώματος η άμμου και προοριζόταν για τοπική κατανάλωση. O διαχωρισμός σκούρου- άσπρου αλατιού στη Μεθώνη υποδηλώνει και την καλύτερη οργάνωση και την αρτιότερη καλλιέργεια των αλυκών της. Ωστόσο, αν και υπερτερούσε ο αριθμός των αλατοπηγίων άσπρου αλατιού, η παραγωγή ακούρου ήταν μεγαλύτερη.
 Σημαντικό στοιχείο για την τεχνογνωσία της καλλιέργειας του αλατιού είναι η χρήση του φτυαριού ως εργαλείου στις αλυκές της Μεθώνης, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι εργάτες για να τροφοδοτούν τις δεξαμενές με άλμη23.
 Με τον ίδιο τρόπο καλλιεργούνταν και οι αλυκές στην περιοχή της Ηλείας στα τέλη του 17ου αιώνα. Στις αλυκές του Πύργου είχαν κατασκευαστεί αυλάκια (condom) για να διοχετεύεται το αλμυρό νερό στις αλυκές. H άλμη, προτού εισέλθει στα αλατοπήγια, διερχόταν από τις conche, μικρές δηλαδή τάφρους- δεξαμενές (αντίστοιχες με το στόμιο των αλυκών της Μεθώνης), όπου το αλμυρό νερό καθαριζόταν από τα ξένα σωματίδια, ενώ περιμετρική τάφρος προστάτευε τις αλυκές από τα νερά των βροχών24.
 Γενικότερα, στα τέλη του 17ου αιώνα οι Βενετοί προσπάθησαν να συστηματοποιήσουν την παραγωγή του αλατιού και να προφυλάξουν όλες τις αλυκές της Πελοποννήσου από τις άσχημες κλιματολογικές συνθήκες. Έτσι, στις αλυκές της Θερμησίας και του Πύργου κατασκεύασαν αναχώματα και περιμετρικές τάφρους για να προστατεύεται η αλατοπαραγωγή από τα νερά των βροχών. Λιθόστρωσαν τις όχθες των αλυκών του Πύργου και αποφάσισαν να στρωθούν με πλάκες ή ξύλα οι άκρες των αλυκών του Θερμησίου, έτσι ώστε να τοποθετούνται σε στεγνό έδαφος και. να στραγγίζουν καλύτερα οι μικροί σωροί αλατιού που σχηματίζονταν μετά τη συλλογή του προϊόντος. Ιδιαίτερη φροντίδα κατέβαλλαν για τις conche, τοποθετώντας μάρμαρα η σανίδες βελανιδιάς στις αλυκές του Πύργου, των Λεχαινών και της Καμενίτσας. Τέλος, στις αλυκές της Μεθώνης αυξήθηκε ο αριθμός των εργατών και σκάφτηκε η περιμετρική τάφρος25.
 Συνοψίζοντας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι από μόνα τους τα σχέδια των αλυκών της Μεθώνης και της Κορώνης αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών όχι μόνο για τη μορφολογία των αλυκών αλλά γιατί αποδεικνύουν έμπρακτα το ενδιαφέρον των Βενετών για το αλάτι της Πελοποννήσου γενικότερα. Τόσο όμως από τις επιστολές του Zeno όσο και από την αλληλογραφία των επόμενων προβλεπτών, αποκαλύπτεται ότι τα προστατευτικά μέτρα που έπαιρναν από τα πρώτα χρόνια της ανάκτησης της Πελοποννήσου, χρησίμευαν περισσότερο στην περιφρούρηση του μονοπωλίου τους και λιγότερο ωφελούσαν τους κατοίκους της Πελοποννήσου. Αυτό συμπεραίνεται πρώτο από την υποχρεωτική πώληση στο δημόσιο του αλατιού που κέρδιζαν οι εργάτες από την καλλιέργεια των αλυκών και δεύτερο από το ότι ο Zeno, αντί να αυξήσει το μισθό των εργαζομένων, όπως ζητούσαν, μείωσε τη συμμετοχή τους στις τεχνικές εργασίες.
Η πολιτική αυτή όμως είχε αργότερα επιπτώσεις στην παραγωγικότητα των αλυκών και μακροπρόθεσμα δεν εξυπηρετούσε ούτε τον πληθυσμό της Πελοποννήσου ούτε την ίδια τη Bενετία26.

Αγγελική Πανοπούλου
Οι τεχνικές του αλατιού στην Πελοπόννησο το 17o αιώνα. Με αφορμή δύο ανέκδοτα σχέδια τών αλυκών της Μεθώνης και της Κορώνης

Σημειώσεις
1. A.S.V., Provveditori αα Terra e da Mar, filza 844 (Letterc Antonio Zeno 15 Avyofimov 1690-8 Μαρτίου 1694), αρ.45 (Νέο Ναυαρίνο, 15 Μαΐου 1692). Συνημμένα αρ.14 τα σχεδία των αλυκών και αρ.15 δύο επιστολές (Μεθώνη, 8 και 9 Μαΐου 1692). Πρόδρομη ανακοίνωση της μελέτης είχε πραγματοποιηθεί στο Γ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης Η εκστρατεία του Morosini και το «Regno di Morea» (Μονεμβασία, 20-22 Ιουλίου 1990). Περίληψη της παρούσας ανακοίνωσης δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία της Καλαμάτας, στις 14 Δεκεμβρίου 1998. Ευχαριστώ θερμά τον ιστορικό Κ. Κόμη για τη συμβολή του στον εντοπισμό των σχεδίων.
2. Σπ. Λάμπρος, «Σημειώσεις περί της εν Πελοποννήσου Βενετοκρατίας», Νέος Ελληνοανήμων 21 (1927), σ.374.
3. Αγγ. Πανοπούλου, «Αλυκές και παραγωγή αλατιού στην Πελοπόννησο με βάση το Αρχείο Grimani (1698-1700)», Πρακτικά Γ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδών, Αθήνα 1987-1988, σ.310-313.
4. Βλ. Μ. Λαμπρινού, «Οι αλυκές της Λευκάδας», Αρχαιολογία 49 (1993), σ.61-65.
5. Fr. Thirict, «La Messénie méridionalc dans le systéme colonial des Veneticns οη Romanie», Πρακτικά του Α’Διεθνούς Συνεδριου Πελοποννησιακῶν Σπουὸών, τ.1, Αθήνα 1976-1978, σ. 86-98.
6. Ι . C. Hocquet, Le sel et la fortune dc Venice, τ.1: Production ει monopole, Lille 31982, σ. 91.
7. J. Longnon- P. Topping, Documents sur le régime des terres dans la principauté de More'e αα XIVe siécle, Παρίσι 1969, ο. 26, 63, 87, 139, 247, 252-254) P. Topping, «The Post-Classical Documents», The Minnesota Messenian Expedition. Reconstrucling a Bronze Age Regional Environment, ἑκδ. W. A. McDonald και G. R. Rapp, Minneapolis 1972, σ. 67· Christine A. Hodgetts, The Colonies of Coron and Modon under Venetn'an Administration, 1204-1400, Λονδίνο 1974 (δακτυλ. διδ. διατριβή), σ. 424-427. Για τις τοποθεσίες, βλ. A. Bon, La Morée franque, Recherche: historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaie (1205-1430), Παρίσι 1968, σ. 419-420, 432-434 και 437-438. Αναλυτικότερα, βλ. Αγγ. Πανοπούλου, «Παραγωγή και εμποριο αλατιού στην Πελοπόννησο (13ος- 15ος αι.)», υπό δημοσίευση στα πρακτικὰ του συνεδρίου Χρήμα και αγορά στην εποχή των Παλαιολόγων (Χαλκίδα, 22-24 Μαΐου 1998).
8. K. N. Σᾰθας, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τ.4, Παρίσι 1882, σ.114, 119-120' Hodgetts, The Colonies, ό.π.,σ.426.
9. Γ. Σ. Πλουμίδης, «Συλλογή εγγρᾰφων για τις βενετοκρατούμενες Μεθώνη και Κορώνη (1465 1502)», Πελοποννησιακά 10 (1974), σ. 163. Πρβλ. Πανοπούλου, «Αλυκές», 0. 309.
10. E. Μπαλτά, «Οι κανουνναμέδες του Μοριὰ», Ἰστωρ 6 (1993), σ.38. Από τις γενικότερες ειδήσεις που σώζονται για την περίοδο αυτή, γίνεται γνωστό ότι μετά το 1520, αφενός η αλλαγή του ουστήματος συγκέντρωσης του αλατιού, που είχε συνέπεια την αύξηση της τιμής του, και αφετέρου η μείωση της παραγωγῆς εξαιτίας της καταστροφῆς των αλυκών που βρίσκονταν στο Βιλαέτι του Μυστρά, ανάγκασαν τους κατοίκους να απευθυνθούν σε άλλες αγορές. Από την κατάσταση επωφελήθηκαν οι Ζακυνθινοί ἔμποροι, οι οποίοι πουλούσαν φθηνότερα το αλάτι. που παρήγαν οι αλυκές της Ζακύνθου, στους Πελοποννήσιους, βλ. M. Κολυβά-Καραλέκα, «Οι (flame; στη Ζάκυνθοῑ παραγωγή και εκμετάλλευση (16ος αι.)», Tα Ιοτορικά 6/10 (Ιούνιος 1989), σ. 62-63 (=«Le saline di Zante nel XVI secolo: aspetti produttivi e gestionali», ll Mediterraneo centro-ort'entale tra vecchie e ηιιοιέ egemonie. Trasformaziom' economiche, sociali e istituzionali nelle [sole Ionie dal declino della Serenissima all’ avvemo delle potenze atlantiche (secc. X VII-XVIII ), επιμ. M. Costantini, Ρώμη 1998, σ. 85-86). Περισσότερα για το αλάτι της Πελοποννήσου την περίοὸο αυτή, βλ. J. C. Alexander, Toward a History of Post-Byzantine Greece: The Ottoman Kanunnames for the Greek Lands, circa 1500-circa 1600, Αθήνα 1985, σ. 354-357, 363-364· Μπαλτὰ, «Οι κανουνναμέὸες», ό.π., σ. 31-33, 40. Βλ. επίοης I. X. Αλεξανδρόπουλος (Alexander), «Δύο οθωμανικά κατάστιχα του Μοριά (1460-1463)», Πρακτικά του Α Συνεδριῦυ, Μεσσηνιακῶν Σπουδών, Αθήνα 1978, ο. 398-407, όπου αναφέρονται στοιχεῖα για τις αλυκές στην περιοχή της Αρκαὸιάς.
11. Σπ. Λάμπρος, «Τα Αρχεία της Βενετίας και η περί Πελοποννήσου Έκθεσις του Μαρίνσυ Μικιέλ», Ιστορικά Μελετήματα, Αθήνα 1884, σ. 204. Πρβλ. Αγ. Τσελίκας, «Μεταφράσεις Βενετικών Εκθέσεων περί Πελοποννήσου. B' 2. Η έκθεση του σιννδίκου κατασειχωτού Μαρίνου Μικιέλ», Πελοποννησιακά 17 (1989), σ. 148.
12. Α.S.V., Provvedt'ton' (1a Terra e da Mar, filza 844, αρ.45, συνημμ. αρ.15 (Μεθώνη, 9 Μαΐου 1692).
13. Στη Notizia του Giust’ Emilio Alberghetti του 1704 αναφέρεταιῑ e poco distame dalla detta Citta‘ sono le saline. To ίὸιο σημειώνεται και ατη Breve descn'ttione del Regno di Morea: v’esistono in poca distanza della Cittc‘z le saline (K. Ντόκος, "Breve descnttione del Regno ἀί Morea. Αφηγηματική ιστορική πηγή ή επίσημο βενετικό έγγραφο της B' Βενετοκρατίας οτην Πελοπόννησο", Εώα και Εσπέρια 1 (1993), σ. 110 και 124. Τμῆμα της παραπᾰνω μελέτης έχει δημοσιευτεί με τον ίὸιο τίτλο και στα Πρακτικά του Δ’ Συμποσίου Ιστορίας και Τέχνης Περιηγητές και αξιωματούχοι στην Πελοπόννησο. Περιγραφές-αναφορές-στατιστικές, επιμ. Χάρις Α. Καλλιγά, Μονεμβασία 1994, σ. 99-117).
14. Α.S.V., Provveditori da Terra e do Mar, filza 844, αρ. 45, συνημμ. αρ. 15 (Μεθώνη, 8 Μαΐου 1692).
15. Σπ. Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών Προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι», ΔΙΕΕ 5 (1900), σ.436-437. Πρβλ. Αγ. Τσελίκας, «Μεταφράσεις Βενετικών Εκθέσεων περί Πελοποννήσου. Δ5. Η μετάφραση του ἐκτακτου προνοητού Αντωνίου Μολίν», Πελοποννησιακά22 (1996-1997), σ.70.
16. Πανοπούλου, «Αλυκές», ό.π,, σ.309 και 324.
17. Σπ. Λάμπρος, «Εκθέσεις των Βενετών Προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι», ΔΙΕΕ 5 (1900), σ. 717-718 και Πανοπούλου, «Αλυκές», ό.π., σ. 327.
18. Ενδεικτικά βλ. J _acquelin Hocquet εἴ J. C. Hocquet, «be vocabulairc des techniques du marais salant au Moyen Age. Contribution ὲ une étude comparée des termes en usage sur les cétes de l‘Adriatique εἴ l’Atlantique», Mélanges de l’ Ecole Francoise de Rome 86 (1974/2), σ. 527-552· J. C. Hocquet, «Technologie du marais salant εἴ travail du saunier dans la lagune de Venise au Moyen Age», Studi Veneziani 9 (1985), 0. 15-41. Για τις τεχνικές σε αλυκές του ελληνικσύ χώρου, βλ. το πρόσφατο βιβλίο της Θ. Πετανίδου, Ala; To αλάτι στην ευρωπαϊκή ιστορά και τον πολιτισμό, Αθήνα 1997, σ.80-90. Ειδικότερα, Λαμπρινού, «Οι αλυκές της Λευκάδας», ό.π., σ. 64. Κολυβά-Καραλέκα, «Οι αλυκές στη Ζάκυνθο», ό.π., σ. 51-52. Στοιχεία για τις τεχνικές που εφαρμόζονταν (mg αλυκές της Πελοποννήσου κατά την εξεταζόμενη περίοδο, βλ. Πανοπούλου, «Αλυκές», ό.π., 0. 310-313.
19. K. N. Σάθας, Μνημεά Ελληνικής ἱστορίας, τ. 6, Παρίσι 1884, ο. 252-253. Bk. και Πανοπούλσυ, «Αλυκές», (in, σ. 307.
20. Λάμπρος, «Εκθέσεις», ό,π., 0. 233-234. Πανοπούλου, «Αλυκές», (Sm, σ. 307. Πρβλ. Αγ. Τοελίκας, «Μεταφράσεις Βενετικών Εκθέσεων περί Πελοποννήσου.4. H μετάφραση του εκτάκτου προνοητού Θαδδαίου Γραδενίγου, 1692», Πελοποννησιακά 21 (1995), o. 38. H ίὸια περιγραφή επαναλαμβάνεται στις εκθέσεις του Marin Michiel το 1691 (Λάμπρος, «Τα Αρχεία της Βενεῑίας και η περί Πελοποννήσου Έκθεσις του Μαρίνου Μικιέλ», o. 213. Πρβλ. Τσελίκας, «Μεταφράσεις Βενετικών Εκθέσεων περί Πελοποννήσου. B’ 2. H έκθεση του συνδίκου κατασῑιχωῐού Μαρίνου Μικιέλ», ό.π., σ.154-155) και του Angelo Emo το 1708 (1709) (Λάμπρος, «Εκθέσεις», ό.π., ο. 656-657· Πανοπούλου, «Αλυκές», 6.π., σ. 311), ὁπως επίσης και om Breve descrittione, Ντόκος, «Breve descrittione del Regno di Morea», (5.3L, 0. 121: vi sono pute [a saline di Ververonda al Porto Bisatto, come pure quelle ἀί Tennis, e Comburm‘) sotto la Villa Agd, nelle qualli εἰ forma naturalmente [1 sale senz’ alcuna manifattura e dispendio.
21. Λάμπρος, «Εκθέσεις», ό.π., ο. 657· Πανοπούλου, «Αλυκές», ό.π., o. 308. Ανάλογη περιγραφή βλ. και στην έκθεση του Marin Michiel το 1691; Λάμπρος, «Τα Αρχεία της Βενετίας και η περί Πελοποννήσου Έκθεσις του Μαρῐνου Μικιέλ», ό.π,, o. 213. Πρβλ. Τσελίκας, «Μεταφράσεις Βενετικών Εκθέσεων περί Πελοποννήσου. Β’ 2. H ἐκθεση του συνδίκου καταδτιχωτού Μαρίνου Μικιέλ», ό.π., o. 155.
22. Οι αλυκές διακρίνονται σε φυσικές, ημιτεχνητές και τεχνητές; Θ. Πετανίδου, «Η γεωγραφία της παραγωγῆς του άλατος στον ελληνικό χώρο», στον παρόντα τόμο.
23. Το ίδιο εργαλείο χρησιμοποιούσαν στις αλυκές του Μεσολογγίου (Πετανίδου, Άλας, ό.π., σ.86).
24. Πανοπούλου, «Αλυκές», ό.π., o. 311. Στις αλυκές του Μεσολογγίου τις μικρές ὃεξαμενές cm; οποίες η άλμη απαλλάσσοταν από τα αιωρούμενα σωματίδια τις ονομαζαν τροφούς (Πετανίδου Άλας, (σ.86).
25. Πανοπούλου, «Αλυκές», ό.π., 0. 313-316.
26. Γενικότερα για την πολιτική της Bavaria; την περίοδο cum] σε σχέση με την Πελοπόννησο, βλ. Θ. Δ. Κριμπάς, «H Ενετοκρατουμένη Πελοπόννησος 1685-1715», Πελοποννησιακά 1 (1956), ο. 315- 346 και 2 (1957), σ. 247-255' A. Βακαλόπουλος, «H τελευταία περίοδος βενετικής κυριαρχίας (1685- 1715)», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 11, Αθήνα 1975, (S. 206-209' B. Παναγιωτόπουλος, «H βενετική απογραφή της Πελοποννήσου του 1700», Πρακτικά του Α Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τ, 3, Αθήνα 1976-1978, O. 214' K. Ντόκος- Γ. Παναγόπουλος, To βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, Αθήνα 1993, σ. ΧΙ-ΧΧΠΙ’ Χ. Α. Μαλτέζου, «Στοιχεῖα για την πανώλη του 1687/1688 στην Πελοπόννησο», I" Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης Η εκστρατειᾶ του Morosz'm' και το «Regno di Morea», Αθήνα 1998, 0. 178-180. BL, επίσης, A. Viggiano, «Critica delle istituzioni e progetti politici. Giacomo Nani, le isole Ionie e la Morea nel Settecento», Levante veneziano. Aspetti ἀί ston'a delle Isole Ionie αἱ tempo della Serenissima, επιμ. M. Constantini- Aliki Nikiforou, Quaderni di Cheiron 2, Ρώμη 1996, ο. 124, 136-137.