.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Γλυπτά μεταβατικών χρόνων από τη Βασιλική του θεάτρου της αρχαίας Μεσσήνης



 Τα λιγοστά αρχιτεκτονικά γλυπτά από την αρχαία Μεσσήνη, τα οποία παρουσιάζονται σε αυτήν την μελέτη, δεν εντυπωσιάζουν με την τέχνη τους ή τη διακοσμητική ευρηματικότητα του γλύπτη τους. Εργασμένα με "απλοϊκό", γραμμικό τρόπο προέρχονται από μάρμαρο, το οποίο κυρίως εξοικονομήθηκε από παλαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη. Η βαθιά χάραξη των περιγραμμάτων των διακοσμητικών θεμάτων και η αδέξια αναζήτηση θεματικής ποικιλίας προσδιορίζουν την ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη, αλλά και τις γενικότερες τάσεις της εγχώριας γλυπτικής σε μια συγκεκριμένη περίοδο. O προσδιορισμός της περιόδου αυτής και η ένταξη της παραπάνω γλυπτικής σε ένα ευρύτερο σύνολο παραγωγής θα αποτελέσουν τους κύριους άξονες της μελέτης μας.
 Ειδικότερα, η μελέτη εστιάζεται σε έξι κιονόκρανα, ένα τμήμα θωρακίου, τρία τμήματα από πεσσίσκους τέμπλου και τρία τμήματα από κοσμήτες, τα οποία προέρχονται από την εν εξελίξει ανασκαφή της βασιλικής, κοντά στο θέατρο της αρχαίας πόλης. Τέλος, γίνεται σύντομη αναφορά και σε γλυπτά από τον ευρύτερο χώρο της Πελοποννήσου, τα οποία παρουσιάζουν ομοιότητες με τα παραπάνω μέλη.

Η Βασιλική της αρχαίας Μεσσήνης

 Η ανασκαφή της τρίκλιτης βασιλικής στο χώρο της αρχαίας Μεσσήνης άρχισε το καλοκαίρι του 1998 και συνεχίζεται1. To κτήριο δείχνει εκτεταμένη διάρκεια ζωής με αρκετές οικοδομικές φάσεις2. Τα υπό εξέταση μαρμάρινα γλυπτά φαίνεται ότι ανήκαν στην αρχική φάση της εκκλησίας και ξαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε μετέπειτα επισκευές της. Τρία από τα κιονόκρανα της αρχικής φάσης της εκκλησίας (αριθ.2, 3, 4) χρησιμοποιήθηκαν στην πλακόστρωση του κεντρικού κλίτους, στη διάρκεια εκτεταμένων επισκευών και ανακατατάξεων των χώρων της3.
 Σε αυτήν τη φάση τμήματα της βόρειας και νότιας κιονοστοιχίας αντικαταστάθηκαν από τοίχους, όχι ιδιαίτερα επιμελημένης τοιχοποιίας, με ενσωματωμένους τους αρχικούς στυλοβάτες· τα κλίτη μετατράπηκαν σε ταφικούς χώρους με διάφορες πρόχειρες οικοδομικές διευθετήσεις. Ένα τέταρτο κιονόκρανο (αριθ.5) της ίδιας κατηγορίας με αυτά που εντοπίστηκαν στο κεντρικό κλίτος χρησιμοποιήθηκε στην πλακόστρωση του ταφικού παρεκκλησίου, το οποίο δημιουργήθηκε στο ανατολικό τμήμα του νότιου κλίτους4. Όλα τα παραπάνω κιονόκρανα είχαν τοποθετηθεί στα δάπεδα ανάποδα. Ένα πέμπτο κιονόκρανο περισυλλέχθηκε από παρακείμενο αγρό, νότια της βασιλικής (αριθ.1), ενώ ένα έκτο (αριθ.6) βρέθηκε κατά την ανασκαφή τμήματος του βορείου κλίτους. Δύο πεσσίσκοι τέμπλου (αριθ.7, 8) ενσωματώθηκαν στο μεταγενέστερο τοίχο που αντικατέστησε τμήμα της νότιας κιονοστοιχίας, όταν το αντίστοιχο κλίτος μετατράπηκε σε ταφικό παρεκκλήσι.
 Τα υπόλοιπα μέλη, τμήμα πεσσίσκου τέμπλου (αριθ.9), τμήμα θωρακίου (αριθ.10), και τρία τμήματα πιθανόν από κοσμήτη (αριθ.11, 12, 13),βρέθηκαν σε διάφορα σημεία του κεντρικού κλίτους, σε στρώμα από πεσμένο οικοδομικό υλικό, προερχόμενο πιθανότατα από την ανωδομή των τοίχων, που υψώθηκαν στους χώρους των αρχικών κιονοστοιχιών5.
 Τα αίτια των παραπάνω επισκευών και ανακατατάξεων στους χώρους της βασιλικής, οι οποίες αλλοίωσαν την αρχική της μορφή και ουσιαστικά αχρήστευσαν και ανακύκλωσαν το μεγαλύτερο τμήμα του γλυπτού της διακόσμου, δεν μπορούν, προς το παρόν, να προσδιοριστούν6.

Κατάλογος

1. Κιονόκρανο (αριθ. ευρ. Λ128, εικ.1α-1β)7. Διαστ. άνω 0.66Χ 0,44. κάτω 0.48Χ 0,40, ύψ. 0.30. διάμ. επιφάνειας προσαρμογής του κίονα 0.36μ.
 To κιονόκρανο σε σχήμα ανεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας ανήκει στην κατηγορία των επιθημάτων- κιονοκράνων8, η οποία πιθανότατα αποτελεί τυπολογική απλούστευση του ιωνικού κιονοκράνου με συμφυές επίθημα. Διακόσμηση φέρει μόνο η στενή παρειά, η οποία έβλεπε προς το κεντρικό κλίτος. Εγχάρακτος ισοσκελής σταυρός με τριγωνικές τις απολήξεις των κεραιών, πλαισιώνεται από όρθιο τρίφυλλο. Στη συμφυή κυκλική επιφάνεια προσαρμογής του κίονα υπάρχει χαραγμένο το τεκτονικό γράμμα Δ, καθώς και τμήμα ταινίας που γεμίζει με ανάγλυφα τρίφυλλα ακάνθου. To σωζόμενο πέρας της ταινίας γεφυρώνεται με ημικυκλική γλωσσίδα. Η διακοσμητική ταινία υποδηλώνει ότι το κιονόκρανο προήλθε από μετασκευή αρχιτεκτονικού γλυπτού πρωιμότερης περιόδου και ειδικότερα των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων. Τμήμα από ανώφλι του παρακείμενου θεάτρου φέρει ίδια διακόσμηση και αποκαλύπτει την πηγή προέλευσης του μαρμάρου ορισμένων γλυπτών της βασιλικής(εικ.2).



2. Κιονόκρανο (αριθ. ευρ. Λ100, εικ.3α-3β) Διαστ. άνω 0,67Χ 0,44, κάτω 0,53Χ 0,42, ύψ. 0,23, διαμ. επιφάνειας προσαρμογής του κίονα 0,36μ.
 Ίδιος τύπος με αριθ.1 και με παρόμοια διακόσμηση. Οι διαφορετικές αναλογίες του κιονοκράνου, ωστόσο, οδήγησαν τον τεχνίτη σε κάποιες διαφοροποιήσεις. To μικρότερο ύψος επέφερε τη συρρίκνωση της άνω κατακόρυφης κεραίας του σταυρού, ενώ το μεγαλύτερο πλάτος οδήγησε στον εμπλουτισμό του κεντρικού θέματος. To κενό που δημιουργήθηκε στο αριστερό και δεξιό άκρο της παρειάς γέμισε αδέξια από εγχάρακτη καμπυλούμενη γραμμή -μακρινή ανάμνηση υδροχαρών φύλλων-, η οποία ξεκινάει από την κάτω αντίστοιχη γωνία της πλευράς και καταλήγει στην κάτω γωνία του άβακα.
3. Κιονόκρανο (αριθ. ευρ. Λ134, εικ.4α-4β) Διαστ. άνω 0,68Χ 0,45, κάτω 0,50Χ 0,41, ύψ. 0,34, διαμ. επιφάνειας προσαρμογής του κίονα 0,38μ.
 To κιονόκρανο ανήκει στον ίδιο τύπο με τα αριθ.1 και 2. Η διακόσμηση της κύριας όψης διαφοροποιείται τελείως από τα δύο προηγούμενα και αποτελεί σπάνια περίπτωση. Η επιφάνεια γεμίζει από εννέα παραλληλόγραμμα σε ορθή διάταξη τα οποία ορίζονται με βαθιά χάραξη. Οι πάνω στενές πλευρές τους αποδίδονται με κοίλη χάραξη και οι κάτω με κυρτή. Τα τρία κεντρικά παραλληλόγραμμα έχουν μεγαλύτερο πλάτος από τα πλευρικά, ενώ εσωτερικά οι πλευρές τους τονίζονται από ταινιωτή παρυφή σε χαμηλό ανάγλυφο. Παρόμοια ταινία περιτρέχει εξωτερικά και τις καμπυλούμενες πλευρές των παραλληλογράμμων. To ιδιότυπο διακοσμητικό θέμα του κιονοκράνου θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεραπλουστευμένη απόδοση του πρωτοβυζαντινού θέματος των κατακόρυφων αυλών που εναλλάσσονται με σχηματοποιημένα οξυκόρυφα και υψίκορμα φύλλα καλάμου9.
 Στην κυκλική επιφάνεια έδρασης του κίονα υπάρχει χαραγμένο το τεκτονικό γράμμα Π, καθώς και διακοσμητική ταινία, ίδια με αυτή του κιονοκράνου αριθ.1, υπόλειμμα παλαιότερης χρήστης.



4.  Κιονόκρανο (αριθ. ευρ. Λ101, εικ.5α-5β) Διαστ. άνω 0,67Χ 0,40, κάτω 0,45Χ 0,38, ύψ. 0,24, διάμ. επιφάνειας προσαρμογής του κίονα 0,37μ.
 To κιονόκρανο ανήκει στον ίδιο τύπο με τα προηγούμενα. Η διακόσμηση της κύριας όψης διέπεται από την ίδια διακοσμητική αντίληψη με τα κιονόκρανα αριθ.1 και αριθ. 2. Εγχάρακτος ισοσκελής σταυρός με τριγωνικές τις απολήξεις των κεραιών, πλαισιώνεται από εγχάρακτο διακοσμητικό θέμα, μακρινή ανάμνηση των κατακόρυφων αυλών των πρωτοβυζαντινών κιονοκράνων10. To αριστερό και δεξιό άκρο της παρειάς γεμίζει με εγχάρακτη καμπυλούμενη γραμμή, η οποία ξεκινάει από την κάτω αντίστοιχη γωνία της πλευράς και καταλήγει στην κάτω γωνία του άβακα, όπως και στην περίπτωση του κιονοκράνου με αριθ.2. Στην κυκλική επιφάνεια έδρασης του κίονα υπάρχει χαραγμένο το τεκτονικό γράμμα Γ.
5.  Κιονόκρανο (αριθ. ευρ. Λ175, εικ.6α-6β) Διαστ. άνω 0,73Χ 0,46, κάτω 0,50Χ 0,42, ύψ. 026, διάμ. επιφάνειας προσαρμογής του κίονα 0,34μ.
 Ίδιος τύπος κιονοκράνου με παρόμοια διακόσμηση. Οι μεγαλύτερες, ωστόσο, αναλογίες του κιονοκράνου επιτρέπουν την ανετότερη ένταξη των διακοσμητικών θεμάτων στην επιφάνειά του. Στην κυκλική επιφάνεια έδρασης του κίονα υπάρχει χαραγμένο το τεκτονικό γράμμα Α με τονισμένους τους ακρέμονες.



6. Κιονόκρανο (αριθ. ευρ. Λ178, εικ.7α-7β) Διαστ. άνω 0,67Χ 0,39, κάτω 0,45Χ 0,36, ύψ. 026, διάμ. επιφάνειας προσαρμογής του κίονα 0,37μ.
 Ίδιος τύπος κιονοκράνου με παρόμοια διακόσμηση. Οι εγχάρακτοι σχηματοποιημένοι αυλοί έχουν, ωστόσο , διαφορετικές αναλογίες και δεν φέρουν κυρτούμενες απολήξεις. Στο κέντρο της άνω επιφάνειας του κιονοκράνου και κατά τον άξονα των μακρών πλευρών του διατηρείται τμήμα διακοσμητικής ταινίας, που σαφώς δηλώνει προέλευση του μαρμάρου από το παρακείμενο πλούσια διακοσμημένο θέατρο. Η ταινία γεμίζει με ανάγλυφα τρίφυλλα καλάμου σε αντωπή διάταξη,τα οποία απολήγουν σε τριμερείς λυρόσχημους βλαστούς με έξεργο κομβίο στο σημείο επαφής τους.
 Η επιγραφή [Ε]ΡΓΟΝΙCΙΔΟC, η οποία χαράχθηκε για άγνωστους λόγους στο ρωμαϊκό ανώφλι του θεάτρου, πιθανότατα χρονολογείται στα μέσα του 4ου αιώνα και αποτελεί ένδειξη λατρείας της Ίσιδος στη Μεσσήνη.
 Τα έξι παραπάνω κιονόκρανα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τυπολογικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν εξέλιξη του ιωνικού κιονοκράνου με συμφυές επίθημα. Είναι γνωστό ότι με την πάροδο των χρόνων, όταν το ιωνικό κιονόκρανο κατέληξε εξάρτημα του επιθήματος, τα δύο μέλη άρχισαν να λαξεύονται στο ίδιο τεμάχιο μαρμάρου. Έτσι, η σταδιακή εξαφάνιση του εχίνου και των προσκεφάλαιων και,
συνεπώς, η τελική επικράτηση του όγκου του επιθήματος, θα μπορούσε να θεωρηθεί ακραία εκδοχή αυτής της εξέλιξης. Επιπλέον, η διακόσμηση των κιονοκράνων από τη βασιλική της Μεσσήνης χαρακτηρίζεται από την εγχάρακτη τεχνική, από τη σχηματοποίηση των διακοσμητικών θεμάτων, από περιορισμένη έμπνευση και καλλιτεχνική πρωτοβουλία, και γενικά από μια προσπάθεια απλουστευμένης και στεγνής μίμησης διακοσμητικών θεμάτων, τα οποία κοσμούσαν σκόρπια αρχιτεκτονικά μέλη στην περιοχή, νεκρά απομεινάρια της παλαιάς πόλης.



7. Πεσσίσκος τέμπλου (εντοιχισμένος) (αριθ. ευρ. Λ132, εικ.8) Υψ. 1,14, πλ. 0,33μ.
O πεσσίσκος είναι κολοβός στο άνω πέρας του. Η ορατή πλευρά του πεσσίσκου φέρει μέσα σε διπλό βαθμιδωτό ορθογώνιο πλαίσιο ανάγλυφη ταινία με καμπυλούμενες προς τα μέσα τις στενές πλευρές της. Στο κάτω μέρος σώζει πόδιο έδρασης σε εκβάθυνση βατήρα.
8. Τμήμα πεσσίσκου τέμπλου (αριθ. ευρ. Λ195, εικ.9) Σωζ. ύψ. 0,69. πλ. 0,35, παχ. 0,21μ.
 To άνω τμήμα του πεσσίσκου είναι ακέραιο και σώζει συμφυή οκταγωνικό κιονίσκο που επιστέφεται από συμφυές, υπερμεγέθες κομβίο ελλειψοειδούς διατομής. To μέλος είναι ελλιπές ως προς το ύψος του. Στο σωζόμενο μέτωπο της κύριας όψης του διατηρείται τμήμα διακόσμησης όμοιας με αυτή του προηγούμενου πεσσίσκου. Η πίσω πλευρά δουλεμένη αδρά με ξοΐδα. Στη μία κατακόρυφη πλευρά του φέρει κυκλικό τόρμο και ορθογώνια εγκοπή πλ. 0,11μ., αδρά δουλεμένη με βελόνα, για την υποδοχή θωρακίου.
9.   Τμήμα πεσσίσκου τέμπλου (εντοιχισμένο) (αριθ. ευρ. Λ133, εικ.10) Σωζ. ύψ. 0,70, πλ. 0,32, παχ. 0,21μ. (εντοιχισμένο μέλος).
 O πεσσίσκος σώζει στο άνω μέρος του ίχνη συμφυούς οκταγωνικού κιονίσκου. Φέρει παρόμοια διακόσμηση με τους δύο προηγουμένους με στενότερο το διμερές βαθμιδωτό ορθογώνιο πλαίσιο. Αριστερά διατηρείται η κατακόρυφη πλευρά και ενός δεύτερου παρόμοιου πλαισίου. Οι αποκρούσεις της επιφάνειας του πεσσίσκου στο σημείο αυτό έχουν αφαιρέσει μέρος από τον αρχικό όγκο του μέλους και συνεπώς δεν έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα του διακοσμητικού στοιχείου. Πιθανόν όμως το μέτωπο του συγκεκριμένου πεσσίσκου γέμιζε με δύο παράλληλα πλαίσια. Η διαφοροποίηση αυτή δεν μπορεί προς το παρόν να αιτιολογηθεί11. Στην ορατή κατακόρυφη πλευρά του πεσσίσκου διακρίνεται κυκλικός τόρμος με ίχνη μολύβδου και ορθογώνια εγκοπή πλ. 0,12μ., αδρά δουλεμένη με βελόνα για την υποδοχή θωρακίου. Η πίσω επιφάνεια αδρά δουλεμένη με ξοΐδα. To πόδιο έδρασης του μέλους σε βατήρα λείπει.



10.  Τμήμα θωρακίου με συμφυή κιονίσκο (αριθ. ευρ. Λ15/9929 12, εικ.11) Σωζ. ύψ. 0,69, πλ. 0,51, πάχ. θωρακίου 0,11. πάχ. συμφυούς κιονίσκου 0.15μ.
 To θωράκιο είναι κολοβό σχεδόν κατά το ήμισυ. Στην πρόσθια όψη μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο εγγράφεται κύκλος από διμερή ισομεγέθη ταινία, αναδιπλούμενη στις γωνίες του πλαισίου σχηματίζοντας κυκλικούς κόμβους. O κύκλος περικλείει οκτάκτινο χρίσμα γύρω από οκτάφυλλο ρόδακα. Διμερής ταινία διαμορφώνει τις ακτίνες του χρίσματος, οι οποίες έχουν τριγωνικές απολήξεις. Σώζονται μόνο οι πέντε ακτίνες του χρίσματος. Απλή κατακόρυφη χάραξη ορίζει το συμφυή κιονίσκο. To θωράκιο χαρακτηρίζεται από το μεγάλο όγκο του, καθώς και από την αδέξια χάραξη του σχεδίου του. Χαρακτηριστική είναι η ανομοιογένεια στην απόδοση του πλαισίου με βαθμιδωτή ταινιωτή διάταξη στο κάτω μέρος, με απλή ευθύγραμμη ταινία στο άνω και με απλή, όχι ιδιαίτερα ευθύγραμμη, χάραξη στη σωζόμενη πλευρά. O συμφυής κιονίσκος, στην άνω στενή πλευρά του φέρει τόρμο παραλληλόγραμμης διατομής για την υποδοχή πιθανόν ένθετου κομβίου.
 To θωράκιο, καθώς και τα τρία παραπάνω τμήματα των πεσσίσκων, παρουσιάζουν αρκετές κατασκευαστικές ομοιότητες και χαρακτηρίζονται από το χονδροειδή και αμελή τρόπο επεξεργασίας των λεπτομερειών. Πιθανότατα αποτελούν μέλη του φράγματος του πρεσβυτερίου της αρχικής φάσης του ναού και συνεπώς εντάσσονται στην ίδια οικοδομική φάση με αυτή των κιονοκράνων13.



11.  Τμήμα κοσμήτη (αριθ. ευρ. Λ37/10.063, εικ.12) Υψ. 0,155, μέγ. μήκ. 0,46, πάχ. πάνω 0,28, πάχ. κάτω 0,10μ.
Η διακόσμηση της λοξότμητης επιφάνειας του κοσμήτη αποτελείται από επάλληλα ορθογώνια με οξυκόρυφη την απόληξη της άνω στενής πλευράς. Οι πλευρές των ορθογώνιων σχηματίζονται από ταινία ελαφρώς ανάγλυφη.



12-13.  Δύο συνανήκοντα τμήματα κοσμήτη (αριθ. ευρ.7, 11/9882α, β, εικ.13) Υψ. 0,17, συν. μέγ. μήκ. 0,26, πάχ. πάνω 0,28, πάχ. κάτω 0,13μ. Παρόμοια διακόσμηση.

Τα τρία παραπάνω τμήματα κοσμήτη βρίσκονται στην ίδια διακοσμητική αντίληψη με τα κιονόκρανα της βασιλικής και ιδιαίτερα με το αριθ.3. Προφανώς εντάσσονται στο ίδιο χρονολογικό πλαίσιο.
 Η απουσία άλλων κινητών ευρημάτων και κυρίως νομισμάτων από τη συγκεκριμένη ανασκαφή δυσχεραίνει την ασφαλή χρονολογική οριοθέτηση της δραστηριότητας στους χώρους της βασιλικής, καθώς και της γύρω περιοχής14. Η παλαιότερη ανασκαφική έρευνα στην κρήνη Αρσινόη , βορειοανατολικά της βασιλικής, καθώς και η αποκάλυψη τμήματος πυκνά δομημένου οικισμού στην
ευρύτερη περιοχή της βασιλικής -και ειδικότερα γύρω από το θέατρο- έχουν φέρει στο φώς τεκμήρια, τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η περιοχή, από τα τέλη του 9ου και τις αρχές του 10ου αιώνα αποτελούσε το κέντρο της μεσοβυζαντινής Μεσσήνης15. 
 To γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από την ανεύρεση στο κεντρικό κλίτος της βασιλικής μιας μολύβδινης σφραγίδας του Θωμά, τουρμάρχη Κεφαλληνίας (9ος αι.), και ενός χάλκινου νομίσματος του Βασιλείου A΄ Μακεδόνος16 (867-886). Εκτός όμως από τα δύο αυτά ευρήματα της βασιλικής και από ένα χάλκινο νόμισμα του Λέοντος Στ΄ 17 (886-912), από την περιοχή της κρήνης, τα στοιχεία τα οποία ενισχύουν την άποψη περί οικιστικής δραστηρίδτητας στη συγκεκριμένη περιοχή, προέρχονται κυρίως από την κεραμική που συγκεντρώθηκε. Πράγματι, η σπανιότητα νομισμάτων του β΄ μισού του 9ου και του 10ου αιωνα από τον ευρύτερο χώρο του θεάτρου και της κρήνης, έρχεται σε αντίθεση με την υπόλοιπη αρχαιολογική μαρτυρία18. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η έλλειψη νομισμάτων του 8ου αιώνα από το χώρο της βασιλικής δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ενδεικτική για την απουσία δραστηριότητας στους χώρους της κατά την περίοδο αυτή. Άλλωστε, η συγκεκριμένη περίοδος χαρακτηρίζεται από σχεδόν γενική συρρίκνωση της νομισματικής κυκλοφορίας και μάλιστα θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι προσδιορίζεται από την παντελή έλλειψη νομισματικών ευρημάτων19.



 Επιπλέον, η συνεχής χρήση της βασιλικής είχε ως αποτέλεσμα τη φυσιολογική αλλοίωση προγενέστερων στοιχείων, ακόμη και τη σχεδόν καθολική ανακύκλωση του γλυπτού της διακόσμου. Αντίθετα, κτερίσματα που έμειναν στην αρχική τους θέση μέσα στον κιβωτιόσχημο κτιστό τάφο που αποκαλύφθηκε νοτιοανατολικά της κόγχης του Ιερού δίνουν σαφέστερα χρονολογικά στοιχεία. Τα τρία αγγεία του τάφου,τα οποία χρονολογούνται στα τέλη του 7ου και στον 8ο αιώνα20, καθώς και οι γυάλινες χάντρες του 8ου αιώνα21, επίσης από τον ίδιο τάφο, αποτελούν ενδείξεις χρήσης του χώρου κατά την περίοδο αυτή.
 Τα παραπάνω στοιχεία έρχονται να συμπληρώσουν την αποσπασματική και περιορισμένη ιστορική μαρτυρία από τη Μεσσήνη του 8ου αιώνα. Για τους μεταβατικούς χρόνους η μοναδική γραπτή μαρτυρία για την πόλη υπάρχει στο Tακτικό των εικονοκλαστών, κείμενο των μέσων του 8ου αιώνα, το οποίο απεικονίζει την εκκλησιαστική κατάσταση στην περιοχή μετά την υπαγωγή του Ιλλυρικού στο πατριαρχείο της Κωσταντινουπόλεως το 732 22. Παρά την παραδοσιακή αντίληψη ότι
ο αναγραφόμενος στο Τακτικό αριθμός των πελοποννησιακών επισκοπικών εδρών είναι υπερβολικός, η αρχαιολογική μαρτυρία των τελευταίων χρόνων από την Πελοπόννησο φαίνεται να επιβεβαιώνει το περιεχόμενό του23. Ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της ενδοχώρας της Μεσσηνίας αποτελεί επίσης και η ανεύρεση σπάνιου χάλκινου νομίσματος των συναυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Στ΄ και Ειρήνης της Αθηναίας (780-790) από την ανασκαφική έρευνα των Σουηδών στον Άγιο Φλώρο, όχι μακριά από την αρχαία Μεσσήνη24.
 Τα γλυπτά της βασιλικής χωρίς αμφιβολία, εμπλουτίζουν τα αρχαιολογικά τεκμήρια της Μεσσήνης κατά τους "σκοτεινούς" ή καλύτερα κατά τους "μεταβατικούς" αιώνες. Στυλιστικές, τεχνοτροπικές και κατασκευαστικές λεπτομέρειες συνηγορούν για μια χρονολόγηση των μεσσηνιακών γλυπτών στους μεταβατικούς χρόνους με πιθανότερη χρονολόγηση στον 8ο αιώνα. Τα συγκεκριμένα γλυπτά, με την αδέξια, κάποτε ογκώδη και άμορφη κατασκευή τους και με τον εξαιρετικά σχηματοποιημένο και λιτό διάκοσμο, έχουν απομακρυνθεί κατά πολύ από το παλαιοχριστιανικό παρελθόν, που ακόμη τροφοδοτεί τη γλυπτική του 7ου αιώνα στην Ελλάδα και δεν σχετίζονται με τις αποκρυσταλλωμένες αναζητήσεις του 9ου αιώνα.
 Στην ίδια κατηγορία με αυτά μπορούν να ενταχθούν και ορισμένα άλλα γλυπτά που φυλάσσονται στο αρχαιολογικό Μουσείο της Μεσσήνης και προέρχονται από περισυλλογή στον αρχαιολογικό χώρο25. Ενδεικτικά αναφέρεται μικρό τεκτονικό κιονόκρανο, το οποίο κοσμείται στο μέσον των πλευρών του με εγχάρακτο σταυρό με τριγωνικές απολήξεις των κεραιών του26. O σταυρός περικλείει και δεύτερο εγχάρακτο γραμμικό σταυρό. Σχηματοποιημένα, εγχάρακτα φύλλα καλάμου κοσμούν τις γωνίες (εικ.14).
 Τα χαρακτηριστικά των γλυπτών της Μεσσήνης, όπως έχει ήδη αναφερθεί, προφανώς αντικατοπτρίζουν τις τάσεις μιας εγχώριας επαρχιακής γλυπτικής κατά τους μεταβατικούς χρόνους πιθανόν κατά τον 8ο αιώνα. Η γλυπτική αυτή μπορεί να βρει ομοιότητες σε επιμέρους τεχνοτροπικές και σχεδιαστικές λεπτομέρειες με αρκετά γλυπτά του ελλαδικού χώρου, τα οποία έχουν χρονολογηθεί από παλαιότερους μελετητές στους μεταβατικούς χρόνους και ιδιαίτερα στον 8ο αιώνα. Ενδεικτικά αναφέρονται παραδείγματα από την Αθήνα27, τις Φθιώτιδες Θήβες28, τη Θεσσαλονίκη29, αλλά και από αρκετές περιοχές της Πελοποννήσου.
 Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διαγράφεται επιτακτική η ανάγκη επανεξέτασης αρκετών γλυπτών από την περιοχή της Πελοποννήσου. Σε πρώτο στάδιο κρίνεται απαραίτητη η επανεξέταση ορισμένων γλυπτών από το Μουσείο της αρχαίας Μεσσήνης30, προϊόντα κυρίως περισυλλογής, αλλά και από την Κόρινθο31, την περιοχή Τεγέας- Νυκλίου32, την Κυπάρισσο Μάνης33, καθώς και από το Σωληνάρι Πυλίας34.
 Η δημιουργία με τη συνεργασία πολλών ερευνητών, βάσης δεδομένων,η οποία θα μπορεί να εμπλουτίζεται και με αδημοσίευτο υλικό από την περιοχή της Πελοποννήσου και στη συνέχεια η κατάρτιση σχετικού συντάγματος, θα οδηγήσει στη συγκεκριμενοποίηση των χαρακτηριστικών της γλυπτικής των μεταβατικών χρόνων στην περιοχή, από τα μέσα του 7ου έως τα τέλη του 9ου αιώνα. Με τον τρόπο αυτό πιστεύουμε ότι θα επιτευχθεί η ένταξη των γλυπτών της συγκεκριμένης περιόδου σε στενότερα χρονολογικά όρια με βάση σαφή και ξεκαθαρισμένα κριτήρια.
 Η μελέτη και η επανεξέταση της παραπάνω γλυπτικής και των αντίστοιχων μνημείων, εκτός από τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας για την τέχνη της περιόδου στη συγκεκριμένη περιοχή, θα συμβάλει σημαντικά και στον εμπλουτισμό της ιστορικής μαρτυρίας. Χωρίς αμφιβολία θα δώσει πολύτιμα στοιχεία για τις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικράτησαν στην περιοχή κατά τους μεταβατικούς, σκοτεινούς χρόνους τόσο στις αστικές όσο και τις αγροτικές εγκαταστάσεις της περιοχής. Τα γλυπτά από τη βασιλική της Μεσσήνης πιστεύουμε ότι ανοίγουν μια καινούργια σελίδα για την ιστορία τόσο της δυτικής όσο και της υπόλοιπης Πελοποννήσου κατά τους αμφιλεγόμενους 7ο και 8ο αιώνες.

Βάσω Πέννα, Άννα Λαμπροπούλου, Ηλίας Αναγνωστάκης
ΓΛΥΠΤΑ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ TOY ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ

Σημειώσεις:
1. Η ανασκαφή της βασιλικής διενεργείται από τη βυζαντινολόγο-νομισματολόγο Βασιλική Πέννα η οποία εκφράζει θερμές ευχαριστίες στον καθηγητή Πέτρο Θέμελη, υπεύθυνο των ανασκαφών στην αρχαία Μεσσήνη, για την πρωτοβουλία αυτής της συνεργασίας. Π. ΘΕΜΕΛΗΣ, ΠΑΕ1998, σ.106-108 και ΠAE1999, σ.81-86. Bλέπε επίσης Έργον 1998, 144-45, 2001, σ49- 50 και 2002,σ.31.
2. Η χρονολογική διάκριση των διαφόρων οικοδομικών φάσεων του κτηρίου δεν είναι ακόμη δυνατόν να οριστεί με ακρίβεια, δεδομένου ότι η ανασκαφική έρευνα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί,
3. To αρχικό πλακόστρωτο του κεντρικού κλίτους αποτελείται από ασβεστολιθικές πλάκες διαφόρων μεγεθών, οι οποίες προέρχονται από αρχαία κτήρια. Στην περιοχή του ιερού Βήματος το πλακόστρωτο σώζει τις τετράγωνες εκβαθύνσεις για την υποδοχή των στηριγμάτων του κιβώρίου και της αγίας Τράπεζας. Η μετάβαση από το κεντρικό κλίτος στο ιερό Βήμα γίνεται με αναβαθμό, o οποίος βρίσκεται στην ίδια ευθεία με τη βάση του φράγματος του πρεσβυτερίου, το βόρειο τμήμα του οποίου σώζεται in situ με εκβανθόσεις στήριξης δύο πεσσίσκων και δύο θωρακίων.
4. To συγκεκριμένο πλακόστρωτο δεν ανήκει στην αρχική φάση της βασιλικής αλλά στην περίοδο κατά την οποία μέρος του νότιου κλίτους αποχωρίστηκε από την αρχική του λειτουργία και μετατράπηκε σε μικρό ταφικό παρεκκλήσιο (τέλη 11ου-12ου αι.;). To μικρό μονόκλιτο ταφικό παρεκκλήσιο έχει διμερή διάταξη με κεντρικό χώρο, o οποίος ανατολικά καταλήγει σε ελεύθερη ημικυκλική αψίδα, και νάρθηκα στα δυτικά, όπου εντοπίστηκαν τρεις κιβωτιόσχημοι τάφοι. Μικρή αβαφής οινοχόη που βρέθηκε σε έναν από αυτούς χρονολογείται στις αρχές του 12ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια αυτών των αλλαγών το ανατολικό τμήμα της νότιας κιονοστοιχίας του ναού έκλεισε με τοίχο , στον οποίο ενσωματώθηκαν διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη από το τέμπλο, αλλά και βάση κίονα του στυλοβάτη και απότμημα κίονα. To παρεκκλήσιο επικοινωνούσε με το κεντρικό κλίτος με είσοδο , ενώ το δυτικό του πέρας ορίστηκε με εγκάρσιο τοίχο. Δυτικότερα του τοίχου αυτοό ο νότιος στυλοβάτης συνεχίζει ελεύθερος και φαίνεται να διατηρεί την αρχική του μορφή. To πλακόστρωτο δεν φαίνεται να συνεχίζεται στο τμήμα -τουλάχιστον στο ανεσκαμμένο-του νότιου κλίτους δυτικότερα του παρεκκλησίου. Επίσης, το τμήμα του βόρειοι) κλίτους, το οποίο έχει ανασκαφεί μέχρι σήμερα, δεν σώζει κανένα ίχνος πλακόστρωτου δαπέδου,γεγονός που μας έχει οδηγήσει στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι στην αρχική τους φάση τα πλευρικά κλίτη δεν είχαν δάπεδο ή είχαν ξύλινο
5. To πεσμένο οικοδομικό υλικό στο κεντρικό κλίτος αποτελείται από άτακτα ριγμένα οικοδομικά υλικά (πέτρες, οπτόπλινθοι, κεραμίδια στέγης, θραύσματα μαρμάρου από γλυπτά διαφόρων εποχών, πολλά σιδερένια καρφιά από τα δοκάρια της στέγης),τα οποία προέρχονταν από την ανωδομη της βασιλικης. Σημαντικός αριθμός θραυσμάτων από αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, όπως από κιονόκρανα, πεσσίσκους, θωράκια, ανηκει στην ίδια κατηγορία με αυτά που παρουσιάζονται στη συγκεκριμένη μελέτη.
6, Για μια πιθανή χρονολόγηση αυτών των επισκευών και ανακατατάξεων κατά τα τέλη του 11ου- 12ου αιώνα, βλ. υποσημ. 4.
7. Τα αρχιτεκτονικά μέλη τα οποία έχουν παραμείνει στο χώρο της ανασκαφής και δεν έχουν μεταφερθεί στο Μουσείο φέρουν αριθμό ευρετηρίου, ο οποίος ανταποκρίνεται στο ειδικό ευρετήριο των ανασκαφικών ευρημάτων κάθε τομέα,
8. Για τη συγκεκριμένη ορολογία, βλ. A. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, «Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία Τεγέας - Νυκλίου», ΑΒΜΕ 12 (1973), σ.93
9. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Ξυλόστεγος Βασιλική, σ.345, εικ.304, σ.378, εικ.344, σ.379, εικ.345.
10. Ὀ.π., σ.316-317, εικ.344
11. Δεν γνωρίζουμε αν οφείλεται σε τάση αποφυγής της επανάληψης η είναι ενδεικτική της θέσης του πεσσίσκου στη θύρα εισόδου προς το ιερό. ή ακόμη υποδηλώνει χρήση του πεσσίσκου σε άλλη θέση εκτός τέμπλου.
12. O δεύτερος αριθμός ανταποκρίνεται στον αριθό ευρετηρίου του Μουσείου. Τα μέλη με τέτοια ένδειξη έχουν μεταφερθεί στο αρχαιολογικό Μουσείο Μαυρομματίου.
13. Στην παρούσα μελέτη δεν επιχειρείται αποκατάσταση του φράγματος του πρεσβυτερίου. Άλλωστε, κάτι τέτοιο είναι αρκετά πρώιμο δεδομένου ότι η ανασκαφική έρευνα βρίσκεται εν εξελίξει. Για παράδειγμα, βλ, την παρατήρηση της υποσημ.11.
14. Η στρωματογραφία του ήδη ανασκαμμένου χώρου φαίνεται εξαιρετικά διαταραγμένη και περιέχει κεραμική , αλλά και άλλα υλικά,τα οποία παρασύρθηκαν με τα νερά από τα βορειοτέρα και υψηλότερα άνδηρα και ως εκ τούτου ανήκουν σε διάφορες εποχές, Για μια πιθανή χρονολόγηση εκτεταμένών επισκευών στη βασιλική, βλ. υποσημ.4.
15. Π. ΘΕΜΕΛΗΣ, «Υστερορωμοιική και πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη», στο Π. ΘΕΜΕΛΗΣ, B. KONTH (επιμ .), Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία, Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο, Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα 29-30 Μαΐου 1998, Εταιρεία Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών ΙΕΙΕ (2002), σ.43.
16. Η συγκεκριμένη σφραγίδα αποτελεί το μοναδικό εύρημα αυτής της κατηγορίας από την Μεσσήνη. Η πλήρης δημοσίευσή της σφραγίδας θα γίνει από την ανασκαφέα B. Πέννα.
17. Π. ΘΕΜΕΛΗΣ . ό.π. Η δημοσίευση του συνόλου των ανασκαφικών νομισμάτων της Μεσσήνης δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί,
18. Η ίδια διαπίστωση αφορά και τους μετέπειτα αιώνες. Γενικά η κυκλοφορία των νομισμάτων στη Μεσσήνη κατά τή μέση και ύστερη μεσοβυζαντινή περίοδο φαίνεται μάλλον περιορισμένη. Για τη νομισματική κυκλοφορία κατά τήν πρωτοβυζαντινή περίοδο βλ. Κ. Σιδηρόπουλος, «Η νομισματική κυκλοφορία στήν υστερορωμαική και πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη. Τυπικό παράδειγμα ή ιστορική εξαίρεσης», στο Π, ΘΕΜΕΛΗΣ, B. KONTH (επιμ.), ό.π. (υποσήμ. 15), σ. 98-124. Η περιορισμένη νομισματική κυκλοφορία στη Μεσσήνη κατά τους μέσους βυζαντινοός χρόνους μετά τα μέσα του 9ου αιώνα, δύσκολα ερμηνεόεται. Οπωσδήποτε όμως, τα αίτια θα πρέπει να αναζήτηθοόν στή γενικότερή οικονομική κατάστασή της περιοχής και κυρίως στο ρόλο που αυτή έπαιξε στα πράγματα τής Πελοποννήσου κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.
19. B. ΠENNA. "H ζωή στις βυζαντινές πόλεις της Πελοποννήσου; ή νομισματική μαρτυρία (8ος- 12ος αι. μ.Χ,)", στο Μνήμη Martin J. Price (1996). σ.195-264 και ειδικότερα σ.199-200, όπου προτείνεται ότι η νομισματική κρίση του 8ου αιώνα στην Πελοπόννησο θα πρέπει να αντιμετωπίστηκε και με τη χρησιμοποίηση νομισμάτων προγενέστερων εποχών. Για παρόμοια άποψη, βλέπε Σιδηρόπουλος, ό.π. σ.108-109.
20. O τάφος περιείχε πολλαπλές ταφές ’διαφορετικών φάσεων. Η ένταξη του τάφου σε οργανωμένο κοιμητήριακό χώρο νοτιοανατολικά της βασιλικής δεν μπορεί προς το παρόν να επιβεβαιωθεί.
21 . Τήν πληροφορία οφείλω στο συνάδελφο Παύλο Τριανταφυλλίδη, ο οποίος εξέτασε τις χαντρες στο τοπικό Μουσείο Μαυρομματίου.
22. Ε. Κουντουρά-Γαλάκη, «Η “εικονοκλαστική” Notitia 3 και το λατινικό πρότυπό της», Σύμμεικτα 10 (1996), σ.45-73. Βλ. επίσης Notitiae 3 στην τελευταία της έκδοση, DARROUZES, Notitiue episcopatuum ecclesiae Constantinopolimnue (1981), στ.766, όπου η επισκοπή Μεσσήνης αναφέρεται ως Μοσσίνα.
23. A. Λαμπροπούλου, Η. Αναγνωστάκης, B. Kόντη, A. Πανοπούλου, «Συμβολή στην ερμηνεία των αρχαιολογικών τεκμηρίων της Πελοποννήσου κατά τους “σκοτεινούς αιώνες”, στο Ε. Κουντουρά-Γαλάκη (επιμ.), Oι Σκοτεινοί Αιώνες του Βυζαντίου (7ος-9ος αι), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών Διεθνή Συμπόσια 9 (2001), σ.189-229.
24. B. Πέννα, ό.π, (υποσημ. 19), σ,195-264.
25. Η παρουσίαση των συγκεκριμένων γλυπτών από την Μεσσήνη δεν ήταν εφικτό να συμπεριληφθεί στον παρόντα τόμο. Θα αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης.
26. A. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, «Eκ της χριστιανικής Μεσσήνης», ΑΒΜΕ 11 (1969), σ.93-94. εικ.6, όπου το γλυπτό χρονολογείται στο τέλος του 5ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα. Για τη χρονολόγηση του γλυπτού βλ, A. Λαμπροπούλου, H. Αναγνωστάκης, B. Kόντη, A. Πανοπούλου, ό,π. (υποσημ.23),σ. 213.
27. Ενδεικτικά, βλ. Χ. ΜΠΟΥΡΑΣ, «Κατάλογος αρχιτεκτονικών μελών του Βυζαντινού Μουσείου, άλλοτε στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου», ΔΧΑΕ 13 (1985-1986), σ,42-43, εικ.4 και σ,50, εικ.21.
28. Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, "H βυζαντινή γλυπτική της Ελλάδος κατά τον 7ο και 80 αιώνα",ΑΕ 1937, σ.181, εικ.13 και 14.
29. Γ. και M. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Η Βασιλική του Αγίου Δημήτριου Θεσσαλονίκης (1952). σ,173, εικ.5α.
30. Α.ΟΡΛΑΝΔΟΣ,ό.π. (υποσημ.26), βλ.επίσης σ,92, εικ.3 και Α,Λαμπροπούλου, Η, Αναγνωστάκης, B. Kόντη, A. Πανοπούλου, ό.π, (υποσημ. 23),
31. R. SCRANTON, Mediueval Architecture in the Central Area of Corinth, Corinth XVI (1957), αριθ.62, 67, 73, 88, 122, 128.
32. A. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, ό,π. (υποσημ. 8), σ.94, εικ. 54α-γ (το διακοσμητικό στοιχείο των όψεων των απεικονισμένων επιθημάτων-κιονοκράνων έχει συγγένεια με το διάκοσμο των κιονοκράνων αριθ. 1 και 2 της βασιλικής της Μεσσήνης),σ. 98,εικ. 62.0. 100,εικ. 64,0. 106,εικ. 72-73, Για παρόμοιο θωράκιο με αυτό της βασιλικής της Μεσσήνης (αριθ. 10). βλ, σ. 113, εικ. 79. βλ. επίσης A. Λαμπροπούλου, H. Αναγνωστάκης, B. Kόντη, A. Πανοπούλου, ό.π, (υποσημ. 23). σ.218-219.
33. Δ, ΠΑΛΛΑΣ monuments puléochrétiens en Gréce d31959/1973(1977), σ.196,εικ. 135,βλ. επίσης A. Λαμπροπούλου, H. Αναγνωστάκης, B. Kόντη, A. Πανοπούλου, ό.π, (υποσημ. 23), σ,209,
34. Δ. ΠΑΛΛΑΣ, ό.π., σ.190, εικ.95, βλ. επίσης A. Λαμπροπούλου, Η. Αναγνωστάκης, Β. Kόντη, A. Πανοπούλου, ό.π. (υποσημ.23), σ.212.