.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Η αρχιτεκτονική της Άνω Πόλης Κυπαρισσίας μετά το 1830



 Προκειμένου να καθοριστούν εκ νέου ζώνες προστασίας και οικοδομικού ελέγχου στην Άνω Πόλη Κυπαρισσίας, έχει γίνει μια έρευνα για το χαρακτήρα του δομημένου περιβάλλοντος της.
 Η Άνω Πόλη βρίσκεται στην κορυφή λόφου που δεσπόζει της πόλης και είναι αναμφισβήτητα το πιο όμορφο τμήμα της σύγχρονης Κυπαρισσίας, καθώς διαθέτει ιδιαίτερη γραφικότητα. Αποτελεί ξεχωριστό τμήμα του οικισμού, το οποίο διατηρεί ακόμη την ανθρώπινη κλίμακα στο δομημένο του περιβάλλον. Τα σπίτια εδώ, μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια, εκφράζουν με συνέπεια έναν κόσμο περασμένο, του οποίου οι απαρχές χάνονται στους αιώνες.
 Το έντονα κεκλιμένο έδαφος καθορίζει την οργάνωση του πολεοδομικού της ιστού. Οι προσπελάσεις γίνονται άλλοτε από φαρδύτερους δρόμους και άλλοτε από στενά λιθόστρωτα καλντερίμια που ελίσσονται στα ανηφορικά πρανή των γειτονιών δημιουργώντας για τους διαβάτες εξαίσιες οπτικές φυγές ανάμεσα στα σαχνισιά που προεξέχουν, στα φυλλώματα των δέντρων, στους μανδρότοιχους των κήπων και στα ερείπια. Από διάφορα σημεία είναι ορατά το φρούριο και η θάλασσα (Εικ.1).


 Η Κυπαρισσία αποτελούσε επί τουρκοκρατίας την έδρα του τουρκου Βοεβόδα, ήταν δηλαδή σημαντικό διοικητικό κέντρο. Το 1825 η πόλη καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Άραβες του Ιμπραήμ, γεγονός που ανέκοψε το ρυθμό της ζωής της. Αν και το 1833 η Κυπαρισσία ορίστηκε πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας, το 1835 η πρωτεύουσα του Νομού μεταφέρθηκε στην Καλαμάτα.
 Επιπλέον, δύο μεγάλες πυρκαγιές και δύο ισχυροί σεισμοί συμπλήρωσαν το έργο της καταστροφής. Ωστόσο, η πόλη μπόρεσε να επεκταθεί σημαντικά κατά το 19ο αιώνα. Σε αυτή την περίοδο έγιναν έργα οδοποιίας, όπως καλντερίμια, πεζοδρόμια και γέφυρες, έργα αποχέτευσης (υπόνομοι) και ύδρευσης, ενώ αυξήθηκε σημαντικά και ο αριθμός των κατοίκων της έως τα τέλη του 19ου αιώνα.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

 Στην Κυπαρισσία δεν έχει ακολουθηθεί ένα ενιαίο σύστημα δόμησης. Η μορφή, οι κλίσεις των οικοπέδων και ο προσανατολισμός υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες που επηρέασαν και διαμόρφωσαν τον παραδοσιακό τρόπο δόμησης, έτσι ώστε να εφαρμόζεται, κατά περίπτωση, κάποιο από τα γνωστά συστήματα. Στους δρόμους που έχουν σχετικά μικρότερες κλίσεις συναντούμε το «εν σειρά» σύστημα δόμησης. Εδώ κυριαρχεί ο προσανατολισμός του κτιρίου στον άξονα Α.-Δ. Σε μεγαλύτερες κλίσεις συναντούμε κτίσματα που συνήθως ακολουθούν στη μία πλευρά μια υποθετική οικοδομική γραμμή, ουσιαστικά όμως ανήκουν στο λεγόμενο «πανταχόθεν ελεύθερο» σύστημα δόμησης. Η κάλυψη των οικοπέδων είναι σχετικά μικρή, ειδικά στις περιπτώσεις των πανταχόθεν ελεύθερων κτισμάτων, αφήνοντας ελεύθερο χώρο για κήπους. Αν και ορισμένα είναι ισόγεια ή ισόγεια με ημιυπόγεια, τα περισσότερα σπίτια στην Άνω Πόλη αποτελούνται από δύο ορόφους ή δύο ορόφους με ημιυπόγειο. Το συνολικό τους ύψος, λοιπόν, κυμαίνεται από 3 έως 4μ. στα ισόγεια, ενώ στα διώροφα σπίτια από 7 έως 8,70μ.
 Χαρακτηριστικό στοιχείο των παραδοσιακών κτισμάτων σε οικόπεδα με έντονη κλίση αποτελεί η ύπαρξη ημιυπόγειου χώρου ή η υπερύψωση του ισογείου.
 Οι όγκοι είναι γενικά τετραγωνικοί. Τα κτίρια είναι κεραμοσκέπαστα με δίρριχτες στέγες (τα «εν σειρά») καιτετράρριχτες (τα «πανταχόθεν ελεύθερα»). Αυτές οι κεραμοσκεπείς στέγες είναι μία από τις κύριες κατασκευαστικά και μορφολογικά παραμέτρους της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και ταυτόχρονα ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους μόνωσης των οικοδομών. Ιδιαίτερα σημαντικό για τη μορφολογία του δομημένου περιβάλλοντος της πόλης είναι το γεγονός ότι οι στέγες, εμφανείς από πολλά σημεία, ενοποιούν σειρές κτισμάτων και παράλληλα διαφοροποιούν μεταξύ τους τις διάφορες ομοιογενείς ομάδες κτιρίων (τα ελεύθερα και τα εν σειρά) (Εικ.2).


Οι απολήξεις της στέγης διαμορφώνονται συνήθως σε τρεις κάποτε και τέσσερις σειρές κεραμιδιών που προεξέχουν από την όψη. Επιπλέον, ξύλινα γείσα διαφόρων μορφών συνηθίζονται κάτω από τις στέγες.
 Ακόμη, εξαιρετικό ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική της Άνω Πόλης της Κυπαρισσίας παρουσιάζουν οι ακάλυπτοι ή στεγασμένοι εξώστες, οι προεξοχές και οι βεράντες. Ο αρμονικός συνδυασμός των προεξοχών-σαχνισιών με τα χαγιάτια, η ποικιλία που παρουσιάζουν στη μορφή, στο μέγεθος και στον τρόπο στήριξης (σιδερένια και ξύλινα φουρούσια) και οι κεντρικοί μικροί εξώστες με τα σιδερένια ή -στις πιο απλοϊκές τους μορφές- με τα ξύλινα κιγκλιδώματα, δημιουργούν και καθορίζουν την αρχιτεκτονική ποιότητα των κτισμάτων. Συχνά συναντάμε βεράντες με πέργολες, οι οποίες στηρίζουν κληματαριές και άλλα φυτά. Γενικά, φαίνεται ότι οι ημιυπαίθριοι χώροι έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της ζωής στην Άνω Πόλη Κυπαρισσίας. Εάν και περιορισμένα, τα δείγματα των σαχνισιών μαρτυρούν την επιβίωση προεπαναστατικών αρχιτεκτονικών στοιχείων κατά το 19ο αιώνα. Τέλος, οι «τζαμαρίες», οι οποίες δεν απουσιάζουν από τα κτίρια της πόλης, βρίσκονται είτε στη μία όψη του οικοδομήματος είτε σε γωνία.
  Όσον αφορά στη σύνθεση και στην οργάνωση των όψεων, καθώς και στα κουφώματα, επισημαίνουμε αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία. Στις όψεις των κτιρίων τηρείται αναλογία πληρών και κενών. 
 Τα ανοίγματα τοποθετούνται συμμετρικά ως προς τους άξονες των όψεων, ενώ ως προς το μέγεθος ακολουθούν παραδοσιακά πρότυπα. Τα ξύλινα κουφώματα (πόρτες, παράθυρα) είναι είτε καρφωτά είτε ταμπλαδωτά γερμανικού ή γαλλικού τύπου.
Ο σεβασμός της ανθρώπινης κλίμακας και η αυτοτέλεια των επιμέρους λεπτομερειών μέσα σε ένα σωστά διαρθρωμένο σύνολο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά σύνθεσης των όψεων (Εικ.3).
Στις τζαμαρίες, μέσα σε φαρδιά πλαίσια περικλείονται, διαμορφωμένα σε «τζαμιλίκια», ένα έως τέσσερα παράθυρα που ανοίγουν κατακόρυφα. Κάποτε εμφανίζονται στις όψεις των κτιρίων, αλλά και στο εσωτερικό, επιδράσεις και από τη νεοκλασική αρχιτεκτονική (θύρες, παράθυρα, γείσα, οροφές, κιγκλιδώματα).
 Οι κλειστοί ψηλοί μαντρότοιχοι αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο διαμόρφωσης των ελεύθερων χώρων των οικοπέδων. 

 Η συνέχεια αυτών των μαντρότοιχων διακόπτεται συχνά από φαρδιές σιδερένιες ή ξύλινες τοξωτές αυλόθυρες, στα περιθυρώματα των οποίων χρησιμοποιούνται πωρόλιθοι (Εικ.4).
 Σκόπιμο θα ήταν, επίσης, να αναφερθούν κάποιες ενδιαφέρουσες κατασκευαστικές λεπτομέρειες, όπως οι φαγωμένες γωνίες των γωνιακών κτιρίων για την εξυπηρέτηση της κυκλοφορίας στο παρελθόν, γωνίες, που είναι συνήθως κατασκευασμένες με επεξεργασμένους πωρόλιθους ή άλλους ορθογωνισμένους λίθους (Εικ.5).
 Εξάλλου, στο εσωτερικό ορισμένων ερειπωμένων κτιρίων διαπιστώνεται η ύπαρξη μικρών κογχών - αποθηκευτικών χώρων - στους τοίχους, το σχήμα των οποίων σε ορισμένες περιπτώσεις μαρτυρεί επανάληψη προεπαναστατικών προτύπων.
Τέλος, θα πρέπει να σχολιαστούν συγκεκριμένα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των κτιρίων της Ανω Πόλης. Τα υλικά και οι τρόποι δόμησης, όπως η αργολιθοδομή, οι τσατμάδες, τα μπαγδατιά, οι ξυλοδεσιές, οι σοβάδες, οι ξύλινες επιφάνειες, αλλά και οι χρωματισμοί, ολοκληρώνουν την εικόνα της αρχιτεκτονικής της Άνω Πόλης, η οποία διατηρεί ακόμη ευτυχώς αδρά τα χαρακτηριστικά και τις αξίες του παρελθόντος.


 Οικίες με ισόγεια μαγαζιά αποτελούν μια κατασκευή ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Υπάρχουν, επίσης, διώροφα κτίσματα από λιθοδομή που το ισόγειό τους χρησιμοποιείται ως κατάστημα. Στα περισσότερα ισόγεια η όψη διαμορφώνεται σε μια ξύλινη κατασκευή με πόρτα στη μέση, που περιβάλλεται εκατέρωθέν της από δύο παράθυρα σε χρήση προθήκης. Η ανωδομή στηρίζεται σε ξύλινο ανώφλι, αμέσως μετά τα θυρώματα των προαναφερθέντων ανοιγμάτων του ισογείου, και είναι κατασκευασμένη από ξύλινα κατακόρυφα φέροντα στοιχεία με πλήρωση από πλίνθους ή από συμπαγή τούβλα.
 Το επίχρισμα στα παλαιότερα κτίρια (της περιόδου της τουρκοκρατίας) ήταν μυστριστό. Στην Άνω Πόλη απαντούν δείγματα από μυστρισμένα σπίτια. Στα νεότερα κτίρια συνηθίζεται ο τριπτός σοβάς, που ήταν βαμμένος σε τυπικά χρώματα για την εποχή και σε διάφορους τόνους και αποχρώσεις. Στο χρώμα της πόλης, με τη μεταφορική ή μη έννοια, συντελεί και η πληθώρα φυτών που τη χαρακτηρίζει.
 Σχετικά με τις χρήσεις αναφέρουμε ότι τα πιο πολλά κτίσματα στην Άνω Πόλη χρησιμεύουν ως οικίες, όπου συχνά στο ισόγειό τους, όταν πρόκειται για «εν σειρά» κτίρια, λειτουργούσαν παλαιότερα μαγαζιά. Ελάχιστα είναι τα διατηρημένα έως σήμερα δημόσια κτίρια, που λειτουργούσαν και ως κέντρα της κοινωνικής ζωής της Κυπαρισσίας. Πρόκειται για τέσσερις εκκλησίες αλλά και για μια σειρά από κρήνες που κάλυπταν τις ανάγκες ύδρευσης των κατοίκων.
 Τα πολυσύχναστα, επίσης, σημεία του οικισμού δηλώνονται από τη συγκέντρωση των μαγαζιών στους συγκεκριμένους χώρους, που συμπίπτουν συνήθως με τους κεντρικούς δρόμους και τα καλντερίμια της πόλης. Μπορεί να πει κανείς όχι η Άνω Πόλη διαθέτει τμήματα ιστού «αστικής υφής» και τμήματα «αγροτικής» αντίστοιχα.
Πάντως, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι παραδοσιακές πόλεις δεν είναι μουσειακά συγκροτήματα, ώστε να διατηρούνται αναλλοίωτα, όπως δημιουργήθηκαν σε χρόνους περασμένους, αλλά ζωντανοί οργανισμοί, που πρέπει να υπηρετούν τις σύγχρονες ανάγκες των κατοίκων τους για να μπορέσουν άλλωστε να επιβιώσουν.
 Για την ολοκλήρωση της αρχιτεκτονικής σύνθεσης και για τη διατήρηση των χαρακτηριστικότερων στοιχείων της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, καλό θα ήταν να χρησιμοποιούνται ως πρότυπα τα προαναφερθέντα στοιχεία όσον αφορά στην ανέγερση νέων κτισμάτων στην περιοχή της Άνω Πόλης Κυπαρισσίας, τα οποία θα αναμορφώνονται κατάλληλα με τα σύγχρονα υλικά και τεχνικά μέσα κατασκευής.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΧΤΙ-ΠΙΕΡΡΟΠΟΥΛΟΥ

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΩ ΠΟΑΗΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟ 1830
ΠΡΑΚΤΙΚΑ: Α' ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ