.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Μεσσήνη: Ο οικισμός της πρώιμης και μέσης βυζαντινής εποχής


Η Μεσσήνη (εικ.1) υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές ελληνιστικές πόλεις της Πελοποννήσου, που ακόμη και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο κρατούσε μια σημαντική οικονομική και «πολιτική» θέση.1 
Ο διάσημος περιηγητής της Αρχαιότητας Παυσανίας επισκέφθηκε την πόλη στα +150/ +180, και μπόρεσε να δει τα περισσότερα από τα ήδη αρχαία αρχιτεκτονικά και γλυπτικά μνημεία της πόλης, που σημάδευαν το ένδοξο παρελθόν και διατηρούσαν τη μνημειακότητά της μέχρι και τις μέρες του.2  Κτήρια όπως ο ναός της θεοποιημένης Μεσσήνης στο μέσο της αγοράς, το τέμενος του Ασκληπιείου με τον δωρικό ναό και τους πολυάριθμους οίκους ολόγυρα ή οι στοές του γυμνασίου, πολυάριθμα αγάλματα και επιγραφές ολοκλήρωναν την εικόνα του αστικού τοπίου.
Όλα αυτά τα μνημεία έδιναν στην πόλη μια διακριτή αστική ταυτότητα, ακόμη και σε μια εποχή σχετικής καμπής για τις πελοποννησιακές πόλεις της ενδοχώρας, όπως ήταν η ρωμαϊκή περίοδος.4  Τους επόμενους αιώνες η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη, κομμάτι πλέον της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρέμεινε ένα αξιόλογο κέντρο της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, τουλάχιστον με τα ρευστά κριτήρια της εποχής.5


Σε κάθε περίπτωση βρισκόταν ακόμη στην ίδια απόσταση προς τη νέα πρωτεύουσα, όσο και προς την παλαιά (περ. 1.000 χλμ.). Στο εσωτερικό της Πελοποννήσου όμως η Μεσσήνη φαίνεται ότι ήδη είχε βρεθεί εκτός των κύριων οδών και δικτύων επικοινωνίας και ανταλλαγής, τα οποία είχαν μεταφερθεί προς τις παράλιες πόλεις.6 Η Πελοπόννησος, παρά την κεντρική της θέση στην Αυτοκρατορία, καθώς αποτελούσε το μεγαλύτερο κομμάτι της επαρχίας της Αχαΐας, κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο βρίσκεται στο περιθώριο, σαν στο μάτι ενός ιστορικού κυκλώνα που σάρωνε όλη τη Μεσόγειο, αλλά άφηνε το κέντρο στατικό. Σε συνδυασμό μάλιστα με μια αγροτική οικονομία στραμμένη εσωτερικά χάνει πλέον τον κεντρικό ρόλο στις γενικές τάσεις της παραγωγής και της κατανάλωσης, με την εξαίρεση ίσως της Κορίνθου που εξαιτίας της πλεονεκτικής της τοποθεσίας ανοιγόταν στο εμπόριο προς Δύση και Ανατολή.7
Επιπλέον με τον ερχομό του Χριστιανισμού η Πελοπόννησος χάνει την ιδιαίτερη θέση που κατείχε κάποτε ως το παραδοσιακό λίκνο της αρχαίας θρησκείας και της ελληνικής ταυτότητας, κυρίως μέσω των μεγάλων πανελληνίων ιερών της.8 Εντάσσεται έτσι σε μια διαδικασία εκχριστιανισμού, που συναντά βέβαια σημαντικές αντιστάσεις και γίνεται κοπιώδης και χρονικά εκτεταμένη. Η δυσκολία αυτή αποτυπώνεται στην επιβίωση εθνικών θρησκευτικών θεσμών και πρακτικών μέχρι μια σχετικά ύστερη περίοδο, και έχει το αντίστοιχό της στα σχετικά φτωχά χριστιανικά μνημεία της πρώτης βυζαντινής περιόδου.9  
Έτσι και στο επίπεδο της ιδεολογίας, που πλέον σήμαινε κυρίως χριστιανική ιδεολογία, εκτός από την Κόρινθο και την περιοχή της, το νοτιότερο αυτό άκρο της Βαλκανικής δεν έχει κάποιο πρωταγωνιστικό ρόλο. Ακόμη και οι οχυρώσεις της Πελοποννήσου μοιάζει να αντιμετωπίστηκαν σε κεντρικό επίπεδο με την κατασκευή της οχύρωσης του Εξαμιλίου κατά μήκος του Ισθμού, δημιουργώντας μια συνολική αμυντική γραμμή για όλη τη χερσόνησο.10 Πιο συγκεκριμένα η αρχαία ζωή της πόλης της Μεσσήνης φαίνεται να σταματά ήδη από τον 4ο αιώνα. Τα περισσότερα από τα αρχαία δημόσια μνημεία συναντούν την τελευταία χρήση τους αυτή την περίοδο, ενώ εικόνα εγκατάλειψης και ενίοτε καταστροφής επικρατεί στα χρόνια αμέσως μετά. 
Δύο μεγάλες αστικές κατοικίες στο κέντρο της πόλης, διακοσμημένες με υστερορωμαϊκά αγάλματα και ψηφιδωτά, που ερημώνονται στα τέλη του +4ου αι. καταδεικνύουν τις τελευταίες αυτές εκλάμψεις του αρχαίου τρόπου ζωής.11 Αυτή η απότομη αλλαγή έχει ερμηνευθεί μέχρι τώρα με διάφορους τρόπους, ως αποτέλεσμα σεισμού, εισβολής των Γότθων ή καταστροφών από τους Χριστιανούς.12  Οι ιστορικές και αρχαιολογικές πηγές όμως δεν προσφέρουν ικανές αποδείξεις για να υποστηρίξουν κάποια από τις παραπάνω αιτίες ως αποκλειστικές. Θα έπρεπε ίσως να προσθέσουμε και ακόμη περισσότερες: οικονομική/ οικολογική κατάρρευση, κοινωνική αναταραχή, λιμός ή και κάποια από τα παραπάνω σε συνδυασμό.
Η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη αναδύεται μέσα από αυτές τις συνθήκες, και ήταν ήδη ένας ήδη πολύ διαφορετικός τόπος από την αρχαία πόλη που προηγήθηκε στην ίδια θέση. Στις λίγες όμως ιστορικές πηγές όπου μνημονεύεται, όλα μοιάζουν απόλυτως κανονικά, καθώς παρουσιάζεται ως μια από τις σημαντικές πόλεις της Πελοποννήσου. Επίσκοποι της Μεσσήνης είναι παρόντες στις Οικουμενικές Συνόδους του 5ου αι., και ο οικισμός αναφέρεται στον αυτοκρατορικό κατάλογο του Ιεροκλή στις αρχές του 6ου αι.13  
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η πόλη διατηρούσε τη σημασία της, έστω σε τοπικό επίπεδο, στη γεωγραφία της ενδοχώρας της Πελοποννήσου και θεωρούνταν ως πόλη από τους συγχρόνους της, ό,τι κι αν αυτό σήμαινε πια. Η αρχαιολογική διερεύνηση ενισχύει την εικόνα και συμπληρώνει τα ερωτήματά μας: η τοπογραφία του κέντρου της πόλης αλλάζει πλήρως, μεγάλα αστικά μνημεία εγκαταλείπονται και οι πρωτοβυζαντινοί κάτοικοι βρίσκουν νέους τρόπους για να αξιοποιήσουν τον χώρο και τα υλικά, καθώς διάφορες παραγωγικές εγκαταστάσεις εγκαινιάζονται, ενώ εκκλησίες και νεκροταφεία εμφανίζονται στο κέντρο της πόλης, μολονότι παραμένει αμφίβολο αν αυτό συνέβη πριν το τέλος του 5ου αιώνα.14  
Η αγροτική παραγωγή, όπως πάντοτε, παρέμεινε η βασική παραγωγική διαδικασία γι’αυτόν τον εσωστρεφή οικισμό, και ικανός πλούτος παραγόταν για να υποστηρίξει μια σχετικά ευημερούσα κοινότητα που ακόμη, έστω και σαφώς πιο περιορισμένα, είχε πρόσβαση σε μακρινές αγορές, όπως δείχνει η παρουσία εισαγόμενης κεραμικής τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 5ου αι. και η εύρεση νομισμάτων από τη βανδαλική Καρχηδόνα ή τη γοτθική Ρώμη.15 


Η κοινωνική διαστρωμάτωση και η οργάνωση της παραγωγής της πρωτοβυζαντινής αγροτικής κοινότητας φαίνεται ότι είχε αλλάξει σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν. Τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα που κατοικούσαν στο κέντρο της πόλης σε αστικές βίλες απουσιάζουν πια ή γίνεται πολύ δύσκολο να διακριθούν αρχαιολογικά. Επιπλέον τα αστικά μνημεία, στα οποία οι ανώτερες αυτές τάξεις αναγνώριζαν τον εαυτό τους μέσα από χορηγίες και δημόσια λειτουργήματα σε ολόκληρο το ελληνιστικό και ρωμαϊκό παρελθόν πλέον κατεδαφίζονται. Μια από τις καλύτερες αποδείξεις και εξαιρετικά χρήσιμη για την κατανοήση της νέας κατάστασης είναι η πλήρης αντικατάσταση της κεντρικής μνημειακής κρήνης που έστεκε στο δυτικό άκρο της αρχαίας αγοράς από έναν νερόμυλο. Η κρήνη αυτή, που ήδη κατά τα ρωμαϊκά χρόνια είχε μετατραπεί σε νυμφαίο, έχει αναγνωριστεί από τους αρχαιολόγους ως η κρήνη Αρσινόη που περιγράφεται από τον Παυσανία.16  Κατά τα πρωτοβυζαντινά χρόνια, και αφού απομακρύνθηκαν τα περισσότερα αρχιτεκτονικά μέλη της, χτίστηκε στη θέση της με εκτεταμένη χρήση αρχαίου υλικού ένας ανοιχτός νερόμυλος με κάθετη φτερωτή, όπου το νερό έπεφτε από ύψος από ειδικά κατασκευασμένο αγωγό (εικ.2-3).17  Η κατασκευή του μύλου μπορεί να χρονολογηθεί με βάση θησαυρό χάλκινων νομισμάτων που βρέθηκε κάτω από το δάπεδο στον +6ο αι.18 
Έχει υποστηριχθεί συχνά ότι αλλαγές όπως αυτή σηματοδοτούν τη μεταμόρφωση των οικισμών από πόλεις σε χωριά, με το βασικό επίδικο να είναι πάντοτε η αγροτοποίηση. Ανάλογες εξελίξεις μας είναι γνωστές και από άλλες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η πιο συζητημένη από τον ελλαδικό χώρο είναι αυτή της κατασκευής ενός νερόμυλου στην Αγορά της Αθήνας, σε μια περιοχή που κατά την Αρχαιότητα προοριζόταν κυρίως για επίσημα δημόσια κτήρια. Στην περίπτωση της Αθήνας οι μελετητές αξιοποίησαν την παρουσία του νερόμυλου για να σχολιάσουν ότι η πόλη είχε ουσιαστικά μετατραπεί κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή σε χωριό (ή καλύτερα σε ένα πανεπιστημιακό campus όπως ένας από τους ανασκαφείς σημειώνει, εξαιτίας της παρουσίας της Φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών).19 Αλλά με ποιούς τρόπους θα μπορούσαμε να διευρύνουμε την οπτική μας; Στις αρχές του 4ου αι. στη Φρυγία της Μικράς Ασίας, η μικρή πόλη της Ορκίστου αιτήθηκε προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο να αναβιβαστεί σε αυτόνομη civitas (πολιτεία), και το απόγραφο της αυτοκρατορικής απάντησης του +329/331 χαράχτηκε σε επιγραφή μνημονεύοντας ως ένα από τα σημαντικά προσόντα της πόλης το molinarum numerum copiosum.20 Νερόμυλοι μέσα στα τείχη πόλης περιγράφονται και από τον Αμμιανό Μαρκελλίνο τον +4ο αι. και σε μια άλλη περίπτωση, στην Αμίδα21. Γνωρίζουμε όμως ότι η Αμίδα (σημερινό Ντιγιάρμπακιρ στη ΝΑ Τουρκία) ήταν μια σημαντική πόλη, ενώ η Όρκιστος σίγουρα κατάφερε να ανακηρυχθεί σε πόλη. Οι νερόμυλοί τους όχι μόνον δεν τις υποβίβαζαν, αλλά αντίθετα αποτελούσαν, όπως φαίνεται, και προσόν.22 Αλλά ακόμη και στα επιδαπέδια ψηφιδωτά του αυτοκρατορικού παλατίου στην Κωνσταντινούπολη που χρονολογούνται στον 6ο αι. ένας τουλάχιστον νερόμυλος απεικονίζεται ως σύμβολο αφθονίας.23 Μολονότι η γενική αίσθηση των ψηφιδωτών είναι ότι οι σκηνές διαδραματίζονται σε μη αστικό τοπίο, θα μπορούσαν να αναφέρονται και στο τοπίο εντός των τειχών της πρωτεύουσας, τα οποία όπως γνωρίζουμε περιέκλειαν και μια μεγάλη περιοχή ελάχιστα οικοδομημένη και αφιερωμένη σε αγροτικές και άλλες δραστηριότητες.24  
Έτσι η Μεσσήνη και η Αθήνα εξετάζονται όχι για τις συνθήκες που επικρατούν εντός της συγχρονικότητάς τους κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, αλλά σε σχέση με το ελληνιστικό και κλασικό παρελθόν τους ή ακόμη με την ίδια την Κωνσταντινούπολη, και μάλιστα μια ιδεοτυπική Κωνσταντινούπολη. Με αυτό όμως τον τρόπο αποτυγχάνουμε να θέσουμε βασικά ερωτήματα γύρω από την πραγματικότητα του οικισμού του 6ου αι., μερικά από τα οποία θα ήταν: υπήρξε άραγε αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής, και αν ναι αντιστοιχεί η αλλαγή αυτή σε διαφορετικές σχέσεις παραγωγής ή μήπως σε δημογραφικές αλλαγές; Οι νέες μηχανικές μέθοδοι εισήχθηκαν για να ισοσκελίσουν την απώλεια σε εργατική δύναμη, ή μήπως η αυξημένη ζήτηση σε τρόφιμα έπρεπε να απαντηθεί με αύξηση της παραγωγικότητας;25


Μια επιγραφή του +7ου ή του +8ου αι. (εικ. 4), το μόνο μη ταφικό κείμενο από τη βυζαντινή Μεσσήνη, προσφέρει επιπλέον ευκαιρίες για την κατανόηση των νέων συνθηκών του οικισμού. Σε ένα μεγάλο ελληνιστικό αρχιτεκτονικό μέλος που δεν μπορεί να έχει μετακινηθεί πολύ από την αρχική του θέση υπάρχει η αρκετά υστερότερη επιγραφή: 
ὅρος Ἀνανίου πρ(εσβυτέρου)· κα[ὶ] / ἀνάθ(εμα) τὸν παραυλακησ(τὴν) / καὶ ὅστης τὸ μεταστήση ἀνά(θεμα).26 
Ο ενεπίγραφος λίθος βρέθηκε στο μέσον του Τεμένους του Ασκληπιού, γεγονός που υπονοεί εκτός των άλλων ότι η ευρύτερη αυτή περιοχή στο κέντρο της αρχαίας πόλης χρησιμοποιούνταν συστηματικά για αγροτική καλλιέργεια από τις αρχές του 7ου αι. 
Στο κείμενο μαρτυρείται η ύπαρξη ενός τουλάχιστον αγροκτήματος, εξοπλισμένου με κανάλια άρδευσης που πιθανότατα έπαιρναν νερό από τη φυσική πηγή που επίσης κινούσε τον μύλο λίγο βορειότερα και ψηλότερα στην πλαγιά. Επιπλέον ο αγρός αυτός ήταν μόνον ένας από πολλούς, των οποίων οι καλλιεργητές –κάποιοι από αυτούς και ιερείς– ανταγωνίζονταν για τα όρια και τους πόρους. Στην εικόνα της κατάληψης του χώρου για διαφορετική χρήση θα μπορούσαμε να προσθέσουμε την τάση τα νεκροταφεία της εποχής να αναπτύσσονται σε σημεία όπου τα αρχαία ερείπια ήταν πυκνά και εμφανή, ενώ οι ανοιχτές επιχωμένες περιοχές αξιοποιούνταν για καλύτερες χρήσεις. Εντός μερικών από τους μεγαλύτερους ερειπιώνες των ελληνιστικών μνημείων της πόλης έχουν αποκαλυφθεί περισσότερες από διακόσιες πρωτοβυζαντινές ταφές, αρκετές από τις οποίες περιείχαν πολλαπλές ενταφιάσεις.27 Πέραν από την προφανή χρήση των τάφων αυτών, ο αριθμός τους συνηγορεί και σε μια αυξημένη κατασκευαστική δραστηριότητα για το διάστημα των δύο περίπου αιώνων που χρησιμοποιήθηκε το νεκροταφείο (τέλη +6ου αι./ +8ου αι.). 
Μερικά μάλιστα από τα ταφικά μνημεία είναι σχετικά υψηλής ποιότητας και ξεχωρίζουν επιδεικτικά από τα υπόλοιπα, κυκλωμένα από χαμηλούς περιβόλους ή και ειδικούς ταφικούς θαλάμους. Για την κατασκευή τέτοιων μνημείων μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη εξειδικευμένων τεχνιτών, αντίστοιχων με αυτούς που γνωρίζουμε ότι δραστηριοποιούνταν και σε μεγάλα πρωτοβυζαντινά αστικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη και η Κόρινθος.28  Ίσως το πιο εντυπωσιακό από τα ταφικά αυτά μνημεία βρίσκεται στην ανατολική πάροδο του θεάτρου και αποτελείται από μια συστάδα τάφων εντός στεγασμένης αίθουσας σφραγισμένων όλων μαζί προκειμένου να ανοιχτούν όταν χρειαστεί και καλυμμένων με δάπεδο από οπτόπλινθους (εικ.5).29


Δίπλα στους τεχνίτες που κατασκεύαζαν και ίσως πουλούσαν τους πρωτοβυζαντινούς τάφους της Μεσσήνης δραστηριοποιούνταν και άλλοι που εκμεταλλεύονταν το άφθονο λίθινο υλικό από τα ερείπια των μνημείων της αρχαίας Μεσσήνης. Στο θέατρο της πόλης η ανασκαφή αποκάλυψε ένα οργανωμένο εργοτάξιο απομάκρυνσης και επεξεργασίας των λίθινων αρχιτεκτονικών στοιχείων (εικ.6).30  
Τα εδώλια και τα λοιπά μέλη από το κοίλο και τη σκηνή του θεάτρου συσσωρεύονταν στο κέντρο της ορχήστρας, όπου γινόταν μια πρώτη διαλογή ανάλογα με την προοριζόμενη χρήση, το μέγεθος και το υλικό τους. Είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τέσσερις τουλάχιστον διαφορετικές δραστηριότητες επεξεργασίας συνδεδεμένες με το λατομείο του θεάτρου: τη λάξευση νέων λίθινων αρχιτεκτονικών μελών, όπως τα κιονόκρανα της γειτονικής βασιλικής, την απολάξευση ή τεμαχισμό μεγαλύτερων κομματιών για να χρησιμεύσουν ως οικοδομικό υλικό, τη διαλογή λίθων συμβατών με τις οικοδομικές ανάγκες του πρωτοβυζαντινού οικισμού προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ακέραιοι, και τέλος την καύση μαρμάρων και ασβεστόλιθων σε καμίνι για τη δημιουργία ασβέστη.31


Ανάμεσα στις διάφορες αυτές εργασίες ξεχωρίζει η πολύπλοκη και υψηλής εξειδίκευσης επεξεργασία του μαρμάρου και του ασβεστόλιθου για την παραγωγή ασβέστη. Ένα ασβεστοκάμινο περιοδικού κύκλου χτίστηκε σε επαφή με τον ανατολικό αναλημματικό τοίχο του θεάτρου, ανοιχτό στο πάνω μέρος, όπου οι προς καύση λίθοι χτίζονταν με εκφορικό σύστημα σαν θολάρι, και με ένα ευρύ άνοιγμα στη μια πλευρά του, προκειμένου να τροφοδοτείται η φωτιά με καύσιμο (εικ.7).32
Ο κύκλος για την ολοκλήρωση της καύσης και της παραγωγής του νέου υλικού χρειαζόταν περισσότερο από μια εβδομάδα συνεχούς φωτιάς και μετά ψύξης του μίγματος, προκειμένου να συλλεχθεί το τελικό προϊόν, η άσβεστος. Η διαδικασία όμως δεν έχει ακόμη τελειώσει, καθώς η άσβεστος είναι ενεργός ουσία και χρειάζεται δευτερογενή επεξεργασία προκειμένου να γίνει κανονικός ασβέστης που μετά θα χρησιμοποιηθεί στην οικοδομή, ή στην καλλιέργεια ως λίπασμα. Η παρουσία του ασβεστοκάμινου συμπληρώνει την εικόνα του οργανωμένου βυζαντινού λατομείου που ήταν εγκαταστημένο στο θέατρο της Μεσσήνης. Το κυριότερο σημείο εφαρμογής, αλλά όχι και το μόνο, όλης αυτής της βιοτεχνικής δραστηριότητας υπήρξε η γειτονική βασιλική του θεάτρου, ένας τρίκλιτος χριστιανικός ναός χτισμένος περί το έτος +600 (εικ. 8-9).33


Έως σήμερα είναι η μόνη από τις τρεις πρωτοβυζαντινές βασιλικές της Μεσσήνης που έχει πλήρως ανασκαφεί, αν και κάποια από τα προσκτίσματά της προς τα βόρεια παραμένουν ανεξερεύνητα. Η απλότητα της κατασκευής και των υλικών, με τη χρήση μόνον τοπικών υλικών, χωρίς όμως συμβιβασμό στο αποτέλεσμα, αποτελεί μια τεράστια επιτυχία για τη χριστιανική κοινότητα της Μεσσήνης. Επιπλέον προσφέρει στοιχεία για ένα επίπεδο εκζήτησης και οργάνωσης της παραγωγής που ήταν ικανή να διοχετεύσει το υπερπροϊόν της πόλης σε μνημειακού χαρακτήρα οικοδομικά προγράμματα, κατά πάσα πιθανότητα κάτω από την καθοδήγηση των εκκλησιαστικών αρχών ή/και του επισκόπου αυτοπροσώπως. Τέλος, μολονότι τίποτα στην κατασκευή της βασιλικής δεν δείχνει να είναι εισαγόμενο, παρατηρούμε την εφαρμογή περίπλοκων και προχωρημένων οικοδομικών τεχνικών, όπως την αρίθμηση μελών ή τις βοηθητικές χαράξεις στο λίθινο δάπεδο (εικ.10), γεγονός που επιτρέπει να υποθέσουμε βάσιμα ότι τμήμα της πιο προωθημένης εργασίας συντελέστηκε από ομάδα εξειδικευμένων χτιστών, ίσως μετακινούμενων.34 


Στο μικρό αυτό ψηφιδωτό αρχαιολογικών ευρημάτων, κτηρίων και διαδικασιών από τη Μεσσήνη διακρίνεται ένα ενοποιητικό μοτίβο. Όπως τα οικοδομικά υλικά απομακρύνονταν από τα αρχαία κτήρια προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε νέες χρήσεις επωφελείς για τους κατοίκους της πρωτοβυζαντινής Μεσσήνης, έτσι και πόροι, όπως το τρεχούμενο νερό ή οι παραγωγικές και αρδευόμενες γαίες, παύουν να είναι κομμάτια ενός αστικού τοπίου και αξιοποιούνται σε παραγωγικές διαδικασίες. Μπορούμε, επομένως, να αναλογιστούμε την έννοια της συνειδητής επιλογής μέσα από ένα σύμπαν ενδεχομένων, και να τη συνδέσουμε με τα υλικά και τα άυλα κέρδη για την κοινότητα από την επένδυση της ανθρώπινης εργασίας, των πρώτων υλών και των φυσικών πόρων. Σε αυτό το πλαίσιο ο νερόμυλος της Μεσσήνης είναι ένα χρήσιμο παράδειγμα. Η επιλογή δεν είναι αποτέλεσμα τεχνολογικής προόδου ή στασιμότητας, καθώς η τεχνολογία και η εφαρμογή της έρχονται ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων κοινωνικών και οικονομικών αναγκών. Γνωρίζουμε ότι τέτοιοι νερόμυλοι είχαν επινοηθεί και βρίσκονταν σε χρήση ήδη από τους πρώτους ρωμαϊκούς αιώνες.35  Αν και ο τύπος του «βιτρουβιακού» μύλου με το νερό να πέφτει από ύψος στην κάθετα τοποθετημένη φτερωτή εξαπλώθηκε κυρίως στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, στη Μεσσήνη εισήχθηκε μόλις τον +6ο αι.36 


Το ίδιο ισχύει και για την κρήνη και το νυμφαίο της Μεσσήνης· γνωρίζουμε παραδείγματα σε άλλες πρωτοβυζαντινές πόλεις, όπου παλαιότερα μνημεία διατηρούνταν και επισκευάζονταν, με χαρακτηριστικότερο ίσως το νυμφαίο στη Γόρτυνα της Κρήτης που ανακατασκευάστηκε τον 7ο αι.37 Και οι δύο επιλογές λοιπόν, τόσο της διατήρησης όσο και της αντικατάστασης, καθώς και άπειρες άλλες, θα μπορούσαν να υλοποιηθούν στην παλαιά ρωμαϊκή κρήνη του μικρού αυτού μεσσηνιακού οικισμού, αλλά εντέλει μόνον μια πραγματοποιήθηκε. Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί μακριά από τη συζήτηση για την αισθητική παρακμή των αρχιτεκτονικών επιλογών· αποτελεί ένδειξη μιας διαδικασίας αναδιοργάνωσης της παραγωγής και προτίμησης παραγωγικών μάλλον εγκαταστάσεων παρά την επένδυση σε μνημεία κύρους και συμβολικού κεφαλαίου. Η έντονη αυτή δραστηριότητα αναδιοργάνωσης του χώρου αντιστοιχούσε σε επίπεδα που η Μεσσήνη για αιώνες δεν είχε δει. 
Πρέπει να σημειώσουμε όμως ότι, ενώ οι ελληνιστικές και ρωμαϊκές αστικές λειτουργίες γίνονταν φανερές με τα επιβλητικά αποτελέσματά τους, συχνά έχοντας σχεδόν αποκρύψει τη διαδικασία της δημιουργίας τους, για τους κατοίκους της πρωτοβυζαντινής και πρώιμης μεσαιωνικής Μεσσήνης το βασικό ήταν οι ίδιες οι διαδικασίες που ταυτίζονταν πλέον με τα αποτελέσματα. Αλλά και στο επίπεδο του πληθυσμού η εγκατάσταση κατά τον +7ο αι. σλαβικών και αβαρικών φυλών από τη βόρεια Βαλκανική στην Πελοπόννησο, αν και έχει αφήσει τα κατάλοιπά της σε αρχαιολογικά ευρήματα από τη Μεσσήνη, δεν αντιστοιχεί σε μια απότομη τομή ή στο τέλος της μικρής αυτής πόλης.38 Περισσότερο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ενισχύει την απομόνωση του οικισμού από τα τοπικά κέντρα κρατικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια των αρχαιολόγων να διακρίνουν και να χρονολογήσουν τα υλικά. Έτσι υπογραμμίζεται το ερώτημα της αρχαιολογικής μαρτυρίας αυτού που μέχρι πρόσφατα ονομάζαμε σκοτεινούς αιώνες.39 Το αντικειμενικά χαμηλό επίπεδο ορατότητας, τόσο αρχαιολογικής όσο και ιστορικής, αποτελεί και ένδειξη για τις πραγματικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η κοινότητα της Μεσσήνης. Για τους Μεσσήνιους του +2ου αι., την εποχή της επίσκεψης του Παυσανία, πιο σημαντικό από το ρωμαϊκό παρόν τους μοιάζει να είναι η κατασκευή και η διατήρηση ενός αναγνωρίσιμου αστικού παρελθόντος. Το παρελθόν αυτό μεταφραζόταν σε ιεραρχίες και ταξικούς διαχωρισμούς και είχε ορατά ευεργετικά αποτελέσματα στη συγχρονία: ένα από αυτά ήταν η ίδια η επίσκεψη του Παυσανία.40 


Για τους κατοίκους της ίδιας θέσης οκτώ αιώνες αργότερα το όνομα και η μνήμη της αρχαίας πόλης ήταν πια εξίσου άχρηστο όσο τα μνημεία που τους είχε αυτή κληροδοτήσει. Όταν ο διάσημος ταξιδευτής της εποχής του, ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε, επισκέφθηκε την πόλη κοντά στο έτος +975, συνάντησε έναν διαφορετικό οικισμό με άλλη ονομασία, το Βουρκάνο. Για τους κατοίκους της Μεσσήνης της βυζαντινής εποχής πιο σημαντική από τη μνήμη της αρχαιότητάς τους, που δεν αντιστοιχούσε πλέον σε καμία συγκροτημένη δομή εξουσίας, ήταν η καθημερινότητά τους, όπως διαμορφωνόταν από τη συνύπαρξη εδώ και γενιές με τους σλαβικούς πληθυσμούς. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία η κοινότητά τους ονομάστηκε Βουρκάνο, όνομα προερχόμενο πιθανότατα από κάποιο σλαβικό όνομα φυλής ή οικογένειας, που έχει τη ρίζα του στο σλαβικό θέμα V’lk (=λύκος) και αντιστοιχούσε σε νέες τοπικές δομές εξουσίας.41 Μόνον ο περιπλανώμενος ιεροκήρυκας του 10ου αι. με την «ακαδημαϊκή» γνώση της Αρχαιότητας και με συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες ενδιαφερόταν για τα αρχαία ονόματα, όπως φανερώνει η περιγραφή της επίσκεψής του στη Μεσσήνη: εἶθ’οὕτως εὐθὺ [Nίκων] ... καὶ Μισύνης, ἣν καὶ Βουρκάνον ἐγχωρίως καλοῦσιν, ἐπιβάς...42  Ίσως μάλιστα η προβληματική για τα ονόματα να μην ανήκει στον ίδιο τον όσιο, αλλά στον βιογράφο του που συνέθεσε το κείμενο του Βίου πιθανότατα τον 12ο αιώνα.43 
Για τον Νίκωνα (ή τον βιογράφο του), λοιπόν, η αρχαία πόλη είχε αναβιώσει. Από τον χώρο του φαντασιακού και των αναγνωσμάτων του είχε ξεπηδήσει πλέον στην πραγματικότητά του· μπροστά στα μάτια του ο πρώιμος μεσοβυζαντινός οικισμός στεκόταν πλήρως ενσωματωμένος στη συγχρονία και επομένως σημαντικός στόχος στην προσπάθεια του αγίου να προσηλυτίσει τα άναρχα τμήματα της Πελοποννήσου και να τα φέρει πίσω στον δρόμο του κεντρικού εκκλησιαστικού και κρατικού ελέγχου.44 Η ανακάλυψη μολύβδινων σφραγίδων, νομισμάτων και άλλων ευρημάτων που χρονολογούνται στον 9ο και 10ο αι. και συνδέουν τη Μεσσήνη/Βουρκάνο με τον βυζαντινό κρατικό μηχανισμό, ίσως και απευθείας με την Κωνσταντινούπολη, υποδηλώνουν ότι η προσπάθεια που περιγράφεται υπαινικτικά στον Βίο του Νίκωνα υπήρξε σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένη.45 
Η πρώιμη και μέση βυζαντινή Μεσσήνη, μολονότι περιφερειακός και φτωχός οικισμός, μπορεί να χρησιμεύσει, όπως είδαμε, ως ένα παράδειγμα ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα και να μας βοηθήσει να επεξεργαστούμε μερικά από τα βασικά ερωτήματα για το πώς ορίζουμε τις πόλεις της εποχής· κυρίως μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο ενός οικισμού και να προσδιορίσουμε το ερώτημα για την κατηγοριοποίηση των οικισμών και των πόλεων. Αυτό το ερώτημα δεν θα πρέπει να χαθεί σε ένα ατελεύτητο σύμπαν πολλαπλότητας παραδειγμάτων, η οποία ασφαλώς υπάρχει, αλλά να αναγνωρίσει τη σημασία που κάθε ιστορική κοινωνία δίνει στη χρήση του χώρου, δομημένου και αδόμητου, στην εκμετάλλευση των πόρων και στην οργάνωση του συμβολικού της σύμπαντος. 

Νίκος Τσιβίκης: Πού πάνε οι πόλεις, όταν εξαφανίζονται; Ο οικισμός της πρώιμης και μέσης βυζαντινής Μεσσήνης

- Οι βυζαντινές πόλεις 8ος - 15ος αιώνας. Προοπτικές της έρευνας και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΡΕΘΥΜΝΟ 2012

1 Για μια πρόσφατη και πλήρη επισκόπηση της αρχαίας Μεσσήνης και των μνημείων της βλ. Π. Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη: Ιστορία– Μνημεία– Άνθρωποι, Αθήνα 2010. Ειδικότερα για τη ρωμαϊκή Μεσσήνη βλ. του ιδίου, «The Economy and Society of Messenia under Roman Rule», Roman Peloponnese III. Society, Economy and Culture in the Imperial Roman Order: Continuity and Innovation, εκδ. A. D. Rizakis, Αθήνα 2010, 89-110.
2  Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, τ. Γ΄: Μεσσηνιακά– Ηλειακά, μτφ. Ν. Παπαχατζής, Αθήνα 1979, 37-190. 
3  Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη, 57-110.
4 Susan Alcock, «The Peculiar Book IV and the Problem of the Messenian Past», Pausanias: Travel and Memory in Roman Greece, εκδ. Susan Alcock– John Cherry– Jaś Elsner,Οξφόρδη2000,142-153. 
5  Για την πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη βλ. Π. Θέμελης, «Υστερορωμαϊκή και Πρωτοβυζα- ντινή Μεσσήνη», Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία: αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο, εκδ. Π. Θέμελης–Βούλα Κόντη, Αθήνα 2002, 20-58. Για την Πελοπόννησο γενικότερα η καλύτερη επισκόπηση είναι ακόμη της Anna Avraméa, Le Péloponnèse du IVe au VIIIe siècle. Changements et persistances, Παρίσι 1997. 
6  G. D. R. Sanders– I. K. Whitbread, «Central Places and Major Roads in the Peloponnese», ABSA 85 (1990), 333-361. 
7 Amelia Robertson Brown, «Islands in a Sea of Change? Continuity and Abandonment in Dark Age Corinth and Thessaloniki», International Journal of Historical Archaeology 14 (2010), 230-240.
8  T. E. Gregory, «The Survival of Paganism in Christian Greece: A Critical Essay», The American Journal of Philology 107 (1986), 232-236. 
9  Εθνικά ιερά βρίσκονται ακόμη σε χρήση και μερική συντήρηση μέχρι και τον 4ο με 5ο αι.: Laurence Foschia, «The Preservation, Restoration and (Re)Construction of Pagan Cult Places in Late Antiquity, with Particular Attention to Mainland Greece (FourthFifth Centuries)», Journal of Late Antiquity 2 (2009), 209-223. Rebecca Sweetman, «The Christianization of the Peloponnese: The Topography and Function of Late Antique Churches», Journal of Late Antiquity 3 (2010), 203-261.
10  P. N. Kardulias, From Classical to Byzantine: Social Evolution in Late Antiquity and the Fortress at Isthmia, Greece, Οξφόρδη 2005,1. 
11  G. Deligiannakis, «Two Late-Antique Statues from Ancient Messene», ABSA 100 (2005), 387-406. Π. Θέμελης, «Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ (1989), 105 και ΠΑΕ (1990), 60. 
12  Θέμελης, «Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη», 30-35. Avraméa, Péloponnèse, 191. Kl. Sidiropoulos, «Η νομισματική κυκλοφορία στην υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη. Τυπικό παράδειγμα ή ιστορική εξαίρεση;», Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία, 102.
13  Avraméa, Péloponnèse, 191. Η. Αναγνωστάκης, «Ιστορικογεωγραφικές σημειώσεις», Σύμμεικτα 8 (1989), 69-79. 
14  Θέμελης, «Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη», 40-44. 
15  Σιδηρόπουλος, «Νομισματική κυκλοφορία», 99-124
16  Π. Θέμελης, «Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ (1990), 37. 
17  Π. Θέμελης, «Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ (1995), 56. Cl. Reinholdt, Das Brunnenhaus der Arsinoë in Messene: Nutzarchitektur, Repräsentationsbaukunst und Hydrotechnologie im Rahmen hellenistisch-römischer Wasserversorgung, Βιέννη 2009, 177-182, ο οποίος ανασυνέθεσε πλήρως και τη λειτουργία του νερόμυλου. 
18  Σιδηρόπουλος, «Νομισματική κυκλοφορία», 105. 
19  A. W. Parsons, «A Roman Water-Mill in the Athenian Agora», Hesperia 5 (1936), 90. R. J. Spain, «The Roman Watermill in the Athenian Agora: A New View of the Evidence», Hesperia 56 (1987), 335-353. 
20  A. Chastagnol, «L’inscription constantinienne d’Orcistus», MEFRA 93 (1981), 407-409. 
21  A. Wilson, «Water-Mills at Amida: Ammianus Marcellinus 18.8.11»,The Classical Quarterly51 (2001), 231-234.
22  Μια γενική εισαγωγή για βυζαντινούς μύλους από τον M. Decker, «Mills and Milling
Technology», The Oxford Handbook of Byzantine Studies, 402-403.
23  G. Brett, «Byzantine Water Mill», Antiquity 13 (1939), 354-356.
24  Mango, Constantinople, 57-58.
25  Για την απώλεια ανθρώπινου δυναμικού βλ. A. Harvey, Economic Expansion in the Byzantine
Empire, 900-1200, Καίμπριτζ 2003, 130-131. Για την αύξηση της παραγωγικότητας βλ. M. Rautman, Daily Life in the Byzantine Empire, Γούεστπορτ 2006, 181-183. Για τη σημασία της αλλαγής στους τρόπους παραγωγής βλ. P. Anderson, Passages from Antiquity to Feudalism, Λονδίνο 1978, 63, 79.
26  Βούλα Μπαρδάνη, «Παλαιοχριστιανικές επιγραφές Μεσσήνης», Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία, 89-90. D. Feissel, «Bulletin Epigraphique», REG 117 (2004), 708.
27  Οι πλέον χαρακτηριστικοί τάφοι δημοσιεύονται στις ετήσιες ανασκαφικές εκθέσεις από τον διευθυντή Πέτρο Θέμελη στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ενώ τα νεκροταφεία ως σύνολα θα είναι αντικείμενο ξεχωριστής εξαντλητικής μελέτης
28  N. Laskaris, Monuments funéraires paléochrétiens (et byzantins) de Grèce,Αθήνα 2000, 263-311. 
29  Π. Θέμελης, «Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ (2007), 40-41. 
30  Π. Θέμελης, Τα Θέατρα της Μεσσήνης, Αθήνα 2010, 10-18. 
31  Για το λατομείο βλ. Θέμελης, Θέατρα Μεσσήνης, 12. Για τα κιονόκρανα της βασιλικής Βάσω Πέννα – Άννα Λαμπροπούλου – Η. Αναγνωστάκης, «Γλυπτά μεταβατικών χρόνων από τη Βασιλική του Θεάτρου της Αρχαίας Μεσσήνης», La sculpture byzantine VIIe-XIIe  siècles, Actes du colloque international organisé par la 2e Éphorie des antiquités byzantines et l’École française d’Athènes (6-8 septembre 2000), εκδ. Ch. Pennas – Catherine Vanderheyde, Αθήνα 2008, 375-392. 
32  Brian Dix, «The Manufacture of Lime and its Uses in the Western Roman Provinces», Oxford Journal of Archaeology 1 (1982), 331-345. Α. Γούναρης, «De fornace calcaria: από τη ζωή και τον θάνατο ενός ιερού της ρωμαϊκής περιόδου», Ταξιδεύοντας στην Κλασική Ελλάδα: Τόμος προς τιμήν του καθηγητή Πέτρου Θέμελη, εκδ. Π. Βαλαβάνης, Αθήνα 2011, 25-49.
33  Έχει προταθεί αρχικά μια μεταγενέστερη χρονολόγηση στον 8ο αι. για τα αρχιτεκτονικά γλυπτά (Πέννα κ.ά., «Γλυπτά μεταβατικών χρόνων», 382-385), σήμερα όμως υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τα γλυπτά ανήκουν στην αρχική κατασκευή του κτηρίου: βλ. Μ. Κάππας, «Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στη Μεσσηνία 7ος-12ος αι.», Χριστιανική Μεσσηνία: Μνημεία και Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, εκδ. I. Παναγιωτόπουλος, Αθήνα 2010, 147-150.
34  Για τα αριθμημένα κιονόκρανα βλ. Πέννα κ.ά., «Γλυπτά μεταβατικών χρόνων», 382-385. Για παρόμοια χαράγματα στο δάπεδο με αυτά της βασιλικής του θεάτρου της Μεσσήνης βλ. R. Ousterhout, Master Builders of Byzantium, Πρίνστον 1999, 64.
35  Örjan Wikander, «The Water-Mill», Handbook of Ancient Water Technology,εκδ. Örjan Wikander, Λέιντεν 2000, 371-400. 
36  Lynn Townsend White, Medieval Technology and Social Change, Οξφόρδη 1964, 80-82. 
37  A. A. Ortega, «Gortina: il Ninfeo presso il Pretorio», ASAtene 64 (1991), 131-174. 
38  Η. Αναγνωστάκης – Ναταλία Πούλου, «Η Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη (5ος-7ος αιώνας) και προβλήματα της χειροποίητης κεραμικής στην Πελοπόννησο», Σύμμεικτα 11 (1997), 229-319. Σιδηρόπουλος, «Νομισματική κυκλοφορία», 108-110. N. Tsivikis, «Considerations on Some Bronze Buckles from Byzantine Messene», Byzantinische Kleinfunde im Archäologischen Kontext, εκδ. B. Böhlendorf-Arslan – Α. Ricci, Byzas 15, DAII Istanbul 2012 (υπό έκδοση).
39  Για την πιο πρόσφατη και πλήρη επισκόπηση της περιόδου βλ. Haldon – Brubaker, Iconoclast Era, 531-572. Florin Curta, The Edinburgh History of the Greeks, c. 500 to 1050: the Early Middle Ages, Εδιμβούργο 2011, 97-127. Του ιδίου, «Still Waiting for the Barbarians? The Making of the Slavs in ‘‘Dark-Age’’ Greece», Neglected Barbarians, εκδ. Florin Curta, Λέιντεν 2010, 403-478. 
40  Alcock, «The Peculiar Book IV», 142-153. 
41  Αναγνωστάκης, «Ιστορικογεωγραφικές Σημειώσεις», 69-79. 
42  Οδ. Λαμψίδης, Ο εκ Πόντου Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε: Κείμενα, σχόλια, Αθήνα 1982, 62.22. Ο Βίος σε αγγλική μετάφραση: D. Sullivan, The Life of Saint Nikon: Text, Translation and Commentary, Μπρούκλιν 1987, 108.31. 
43  Για την ορθή χρονολόγηση της συγγραφής του Bίου στον 12ο αι. ήδη από τον Λαμψίδη, βλ. πιο πρόσφατα Pamela Armstrong, «Monasteries Old and New: the Nature of the Evidence», Founders and Refounders of Byzantine Monasteries, εκδ. Margaret Mullet, Μπέλφαστ 2007, 318-323. 
44  Curta, History of the Greeks, 167-208. 
45  Για σφραγίδες βλ. Πέννα κ.ά., «Γλυπτά μεταβατικών χρόνων», 382. Για νομίσματα Σιδηρόπουλος, «Νομισματική κυκλοφορία», 99. Για χάλκινες πόρπες Tsivikis, «Bronze Buckles» και για κεραμική Anastasia Yangaki, «Γραπτή εφυαλωμένη κεραμική από την ανασκαφή της Aρχαίας Μεσσήνης», ΔΧΑΕ 27 (2006), 435-444.