.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Δύο χάλκινοι κάδοι από την Σκιλλουντία Τριφυλίας



 Κατά την ανασκαφή αρχαίου νεκροταφείου, που έγινε τον Σεπτέμβριο του 1978 στα ΝΑ. του νέου οικισμού του χωριού Μάζι της Σκιλλουντίας Ηλείας, ήλθαν στο φως δύο χάλκινοι κάδοι, Μ1116 και Μ1117 1, σπουδαία δείγματα της μεταλλοτεχνίας που ήταν αναπτυγμένη στην περιοχή της Ηλείας στο τέλος του -4ου αι. Το παραπάνω νεκροταφείο βρίσκεται2 στα ΝΔ. του επαρχιακού δρόμου που οδηγεί από το χωριό Μάζι στο δωρικό ναό3, και σε απόσταση 270μ. περίπου ΝΑ. του υστεροκλασικού νεκροταφείου, που έχει ήδη αποκαλυφθεί κοντά στα σπίτια του οικισμού4.
 Το νέο νεκροταφείο φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε μετά την εγκατάλειψη εκείνου. Στις ιδιοκτησίες γύρω από τα νεκροταφεία και το ναό υπάρχουν άφθονα όστρακα καθώς και λείψανα κτισμάτων, που, σε σχέση και με τους τάφους και το ναό, μαρτυρούν ασφαλώς την ύπαρξη κάποιας αρχαίας πόλης, για την ταύτιση της οποίας έχουν ασχοληθεί κατά καιρούς οι ερευνητές5.
Η μελέτη αυτή έχει σκοπό να παρουσιάσει δύο ενδιαφέροντα για το είδος τους αγγεία και να συμβάλει έτσι στη διεύρυνση της εικόνας που έχουμε για την ανάπτυξη της τορευτικής στην περιοχή της Ηλείας στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια.


 Ο κάδος Μ1116 6 (Πίν.46α), που είχε χρησιμοποιηθεί ως τεφροδόχο αγγείο, βρέθηκε
τοποθετημένος όρθια μέσα στο αμμουδερό χώμα του νεκροταφείου, σε βάθος 0,30 μ. από την επιφάνεια του εδάφους, και έφερε ως πώμα μια ακανόνιστη αμμόπετρα.
Ο κάδος είναι σφυρήλατος και σώζει ακέραιο το «κωδωνόσχημο» σώμα του, σκεπασμένο στο μεγαλύτερο μέρος του από πράσινη πάτινα. Οι λαβές του κάδου και οι προσφύσεις τους δε σώθηκαν. Τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα και ακριβώς κάτω από αυτά, εξωτερικά, σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία του σώματος του κάδου, διακρίνεται καθαρά, λεπτότατα χαραγμένο, το περίγραμμα των δύο προσφύσεων των λαβών του σε μορφή καρδιόσχημου φύλλου, του οποίου η κατώτερη απόληξη σχηματίζει τρία μικρά «δόντια» (Πίν.46β). Στη θέση αυτή των προσφύσεων σώζονται τα ίχνη της «κασσιτεροκόλλησης», τεχνικής με την οποία θα ήταν προσαρμοσμένες οι προσφύσεις στα εξωτερικά τοιχώματα του κάδου.
Ίχνη «κασσιτεροκόλλησης» σώζονται και στην εξωτερική επιφάνεια του πυθμένα του, όπου διακρίνονται καθαρά τα ίχνη προσαρμογής μιας δακτυλιόσχημης βάσης που δε σώθηκε.
Ο κάδος περιείχε υπολείμματα καμένων ανθρώπινων οστών, έσωζε δε σε μεγάλη επιφάνεια του εσωτερικού των τοιχωμάτων του το αρχικό χρυσίζον χρώμα του μετάλλου.
 Ο κάδος Μ1117 7 βρέθηκε με άλλα αντικείμενα στο εσωτερικό ταφικού πίθου, που αποκαλύφθηκε πλαγιαστά και σε απόσταση 0,45 μ. δυτικά του πρώτου κάδου. Ο πίθος, που είχε ύψος 1,80 και μέγιστο άνοιγμα κοιλιάς 1,30 μ. περίπου, σωζόταν σχεδόν ακέραιος, έφερε δε μερικές ρωγμές, που είχαν συνδεθεί, ήδη στην αρχαιότητα, με μολυβένιους συνδέσμους. Το στόμιο του πίθου ήταν στραμμένο προς τα Δ. και φραγμένο με μεγάλη ορθογωνική πλάκα από ντόπιο κογχυλιάτη, μήκ. 1,05, πλ. 0,79 και πάχ. 0,19μ. Μπροστά σ’ αυτή την πλάκα ήταν τοποθετημένη άλλη μικρότερη πλάκα από «ντεφεκέ».
 Το περιεχόμενο του πίθου ήταν αρκετά πλούσιο. Τρεις σκελετοί βρέθηκαν τοποθετημένοι «εν εκτάσει» με το κρανίο στα Α., προς τον πυθμένα δηλαδή του πίθου. Οι σκελετοί έσωζαν το μεγαλύτερο μέρος του κρανίου και οστά της σπονδυλικής στήλης, των πλευρών και των άκρων.
 Δίπλα στο σκελετό, στο νότιο τμήμα του εσωτερικού του πίθου, ήταν τοποθετημένα: ακέραιο άβαφο λυχνάρι Π3475 8 (Πίν.46γ-δ, δεξιά), χάλκινος δίσκος κατόπτρου Μ1118, μελαμβαφής πυξίδα Π3476 (Πίν.46 ε), αρυβαλλόσχημη οινοχόη Π3477 (Πίν.47α) και ακέραιο μελαμβαφές λυχνάρι με πεταλόσχημη λαβή Π3474 (Πίν.46γ-δ, αριστερά).
 Στο βόρειο τμήμα του εσωτερικού του πίθου βρέθηκαν τα εξής αγγεία: πρόχους με δύο λαβές Π3479 (Πίν.47β), οξυπύθμενος αμφορέας Π3481 (Πίν.47γ), κάτω από τον οποίο υπήρχε μελαμβαφές λυχνάρι Π3478 (Πίν.46γ-δ, στο μέσο), και πιο πάνω άβαφος αμφορέας Π3480 (Πίν.47δ). Δίπλα στο κρανίο του σκελετού στο βόρειο τμήμα του πίθου βρέθηκε ο κάδος Μ1117· κάτω απ’ αυτόν υπήρχε σιδερένια στλεγγίδα Μ1119 σε δύο κομμάτια.


 Ο κάδος Μ1117 (Πίν.48α-β), ίδιου τύπου με τον προηγούμενο, δηλαδή «κωδωνόσχημος», έχει αποσπασμένα τον πυθμένα με τη βάση του καθώς και τις δύο κινητές λαβές του με τις προσφύσεις. Λείπουν μικρά τμήματα από το κατώτερο τμήμα του σώματος, ενώ συγκολλήθηκαν όσα τμήματα σώθηκαν. Η επιφάνεια του αγγείου, σκεπασμένη στο μεγαλύτερο μέρος από πράσινη πάτινα, σώζει εν μέρει το αρχικό χρυσίζον χρώμα του μετάλλου. Ο κάδος, σφυρήλατος επίσης, είναι περισσότερο ωοειδής από τον προηγούμενο και με λεπτά σχετικά τοιχώματα. Σ’ αυτή τη λεπτότητα του μετάλλου οφείλεται ίσως και η καταστροφή του πυθμένα του, που φαίνεται ότι αντικαταστάθηκε, ήδη στην αρχαιότητα, από ένα άλλο κομμάτι ελαφρά παχύτερο, που κολλήθηκε γύρωγύρω, σκεπάζοντας έτσι τη σπασμένη κατώτερη παρυφή του σώματος του αγγείου. Σ' αυτό το κομμάτι προσηλώθηκε με δύο χοντρά καρφιά χυτή δακτυλιόσχημη βάση με εχινόμορφο προφίλ9. Σώζονται τα δύο καρφιά τοποθετημένα σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία της βάσης, καθώς και μία οπή στον πυθμένα του κάδου. Τα χείλη του κάδου είναι στραμμένα προς τα έξω και σχηματίζουν μία επίπεδη, πλ. 0,011μ., επιφάνεια όπου ακουμπούσαν οι δύο κινητές λαβές του, όταν αυτός δε χρησιμοποιόταν (Πίν.48β).
 Η επιφάνεια των χειλέων φέρει από μία, μήκ. 0,043μ., εντομή σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία, όπου εφαρμόζουν οι χυτές προσφύσεις των δύο κινητών λαβών, μήκ. 0,073 και πλ. 0,046μ., που έχουν τη μορφή καρδιόσχημου φύλλου κισσού. Η μεσαία νεύρωση του κισσόφυλλου δηλώνεται αναγλυφικά έως την κατώτερη απόληξή της, που σχηματίζει τρία μικρά «δόντια». Στο ανώτερο τμήμα κάθε φύλλου υπάρχουν από δύο δακτύλιοι με κοίλη επιφάνεια, χυμένοι μαζί με αυτό, μέσα από τους οποίους περνούν τα γυριστά άκρα των δύο κινητών λαβών του κάδου. Ανάμεσα στους δύο δακτυλίους σχηματίζεται έντονη νεύρωση, που αποτελεί συνέχεια της μεσαίας νεύρωσης του φύλλου και απολήγει σε οδοντωτό άκρο.


 Κάθε κισσόφυλλο σώζει από δύο μικρά καρφιά. Δεν ήταν όμως με αυτά προσηλωμένο στο σώμα του κάδου, όπου κανένα ίχνος οπής δε διακρίνεται. Αντίθετα, στην πίσω επιφάνεια του κισσόφυλλου καθώς και στην επιφάνεια του αγγείου, σώζονται τα ίχνη της «κασσιτεροκόλλησης», που, όπως και στην περίπτωση του πρώτου κάδου, θα χρησίμευσε για τη στερέωση των προσφύσεων των λαβών. Οι δύο κινητές λαβές του κάδου, χυτές, πλ. 0,014 στο μέσο και 0,016μ. στα άκρα, και πάχ. 0,004μ., ορθογωνικής διατομής, έχουν άκρα οκταγωνικής διατομής στραμμένα προς τα πάνω, που φέρουν απόληξη σε σχήμα κάλυκα άνθους, μήκ. 0,015μ. (Πίν.48γ). Ακριβώς κάτω από τα χείλη του αγγείου υπάρχει λεπτότατη αυλάκωση. Δύο ακόμα, επίσης λεπτές αυλακώσεις, περιτρέχουν και το ανώτερο τμήμα του σώματος του κάδου.

Κτερίσματα ταφικού πίθου

Π 3474 (Πίν.46γ-δ, αριστερά): λυχνάρι ακέραιο μελαμβαφές με πεταλόσχημη λαβή, μήκ. (με τη λαβή) 0,115, διάμ. οπής πλήρωσης 0,024, διάμ. βάσης 0,03μ. Τη στεφάνη, της οποίας το χείλος κλίνει ελαφρά προς την οπή πλήρωσης, περιτρέχει αυλάκι. Ο μυκτήρας είναι σχετικά βραχύς. Πηλός ανοικτός κιτρινωπός. Πρβλ. Παρλαμά, σ.220, εικ.20 (-350).
Π 3475 (Πίν.46γ-δ, δεξιά): λυχνάρι ακέραιο άβαφο, άωτο, μήκ. 0,087, διάμ. οπής πλήρωσης 0,017, διάμ. βάσης 0,036μ. Το χείλος της στεφάνης κλίνει προς την οπή πλήρωσης. Ο μυκτήρας είναι επιμήκης. Πηλός σαρκόχρωμος. Πρβλ. Χωρέμης, σ.210, πίν.33 δ:α, β (του τέλους του -4ου αι.).
Π 3476 (Πίν.46 ε): πυξίδα κυλινδρική μελαμβαφής, ύψ. (με το πώμα) 0,05, εξωτ. διάμ. πώματος 0,074, εξωτ. διάμ. βάσης 0,075 μ. Το αγγείο έχει ελαφρά κοίλα τοιχώματα. Την πάνω επιφάνεια του πώματος περιτρέχουν ανάγλυφη ταινία και εγχάρακτοι ομόκεντροι κύκλοι. Εγχάρακτοι κύκλοι περιτρέχουν και το σώμα. Στη βάση του σώματος υπάρχει διπλός δακτύλιος. Πηλός πορτοκαλής. Πρόκειται για τύπο πυξίδας πολύ κοινό στον ύστερο -5ο και -4ο αι. Πρβλ. Agora XII, σ.177-178, 328, αριθ.1311 και 1312, εικ. 11, πίν.43 (-4ος αι.). Urs. Knigge, Kerameikos IX (Berlin 1976), αριθ. 363, σ. 160, πίν. 68:1 (από τάφο του τέλους του -4ου ίσως αι.).
Π 3477 (Πίν.47α): οινοχόη αρυβαλλόσχημη, ύψ. 0,12, εξωτ. διάμ. χείλους 0,044, εξωτ. διάμ. βάσης 0,052μ. Το χείλος είναι σχεδόν οριζόντιο, ο στενός κυλινδρικός λαιμός φαρδαίνει προς το σχεδόν οριζόντιο ώμο, τον οποίο περιτρέχει αυλάκι. Το σώμα του αγγείου είναι ημισφαιρικό, η λαβή κάθετη ταινιωτή, η βάση δακτυλιόσχημη. Η west slope διακόσμηση, από λευκό επίθετο χρώμα, συνίσταται σε σειρά γραμμιδίων στο χείλος και, κάτω απ' αυτό, ζευγών καμπυλών στη βάση του λαιμού και κλάδων με καρδιόσχημα φύλλα στον ώμο. Πηλός ανοικτός πορτοκαλής. Πρόκειται μάλλον για ντόπιο τύπο αγγείου της ελληνιστικής εποχής, αφού δεν τυχαίνει να είναι γνωστός από αλλού. Πρβλ. τις αρυβαλλοειδείς ληκύθους από τάφο στη θέση Σελίτσα ή Πλατανιά του χωριού Χάβαρι Αμαλιάδος Ηλείας (ΑΔ29 (1973/74): Χρονικά, σ.343, Πίν.214ζ).
Π 3478 (Πίν.46γ-δ, στο μέσον): λυχνάρι ακέραιο μελαμβαφές, άωτο, μήκ. 0,09, διάμ. οπής πλήρωσης 0,018, διάμ. βάσης 0,045 μ. Το χείλος της στεφάνης κλίνει προς την οπή πλήρωσης. Ο μυκτήρας στενεύει προς το άκρο του. Πηλός πορτοκαλής. Πρβλ. R. Eilmann, Olymp. Bericht III (1938/39), σ.59, εικ.62 αριστερά. Χωρέμης, σ.220, πίν.33 δ:α, β. Ο τύπος του λυχναριού αυτού καθώς και των Π 3474 και Π 3475 δεν απαντά ανάμεσα στους τύπους που γνωρίζουμε από την Αγορά, τον Κεραμεικό, την Κόρινθο, το Άργος, την Δήλο και την Όλυνθο. Συμφωνούμε με τον Χωρέμη ότι ασφαλώς θα αποτελούν και αυτοί ντόπιους τύπους της πρώιμης ελληνιστικής εποχής.














Π 3479 (Πίν.47β): πρόχους με δύο λαβές, ύψ. 0,25, εσωτ. διάμ. χείλους 0,077, εξωτ. διάμ. βάσης 0,086 μ. Το χείλος κλίνει λοξά προς τα έξω, το σώμα είναι σφαιρικό πεπιεσμένο, η βάση δακτυλιόσχημη, οι δύο λαβές κάθετες ταινιωτές. Στο χείλος φέρει ίχνη καστανόμαυρου βερνικιού. Πηλός ροδοκίτρινος. Η πρόχους είναι ενός τύπου συνηθισμένου στη νοτιοδυτική και δυτική Πελοπόννησο από το τέλος του -4ου έως το -2ο αι. Πρβλ. Η. Thompson, Hesperia 3 (1934), σ.341, εικ.21, Β33. Γιαλούρης, σ.178, Πίν.188 στ (από τον Πύργο, ελληνιστική). Χωρέμης, σ.209, πίν.32γ. Agora XII, σ.248, αριθ.174, πίν.9 (-325/ -310). Θ. Καράγιωργα, ΑΔ23 (1973): Χρονικά, σ. 203, Πίν.163δ (από το Αυγείο, του α' μισού του -2ου αι.).
Π 3480 (Πίν.47δ): αμφορέας άβαφος, ύψ. 0,19, εσωτ. διάμ. χείλους 0,049, εσωτ. διάμ. βάσης 0,058 μ. Φέρει όρθιο περιχείλωμα, κοντό λαιμό, σώμα σχεδόν αμφικωνικό, βάση δακτυλιόσχημη, δύο κάθετες ταινιωτές λαβές. Πηλός σαρκόχρωμος. Ο τύπος του αγγείου είναι γνωστός κυρίως από τη Μακεδονία, όπου απαντά από τον 5ο έως τον -1ο αι. και κυριαρχεί κυρίως στον -3ο και το -2ο αι. με διαφοροποιήσεις στο γενικό τύπο. Πρβλ. Αντ. Κεραμόπουλος, ΑΔ3 (1917), σ.281, εικ.168:1 (-3ος αι.). G. A. Mylonas, Olynthus V (Baltimore 1933), σ. 203, αριθ. 655, πίν.161 (-5ος αι.). Β. Καλλιπολίτης- D. Feytmans, ΑΕ 1948/49, σ.107, εικ.25. Φ. Πέτσας, ΑΔ17 (1961/62): Μελέται, σ.253, Πίν.148β, δεξιά. Agora XII, σ.341, αριθ.1499, πίν.63 (ως προς το περιχείλωμα και το λαιμό που στενεύει, με context του -375/ -350). Στ. Δρούγου- Γ. Τουράτσογλου, Ελληνιστικοί λαξευτοί τάφοι Βεροίας (Αθήναι 1980), σ.117 κ.ε.
Π 3481 (Πίν.47γ): αμφορέας οξυπύθμενος, ύψ. 0,40, εσωτ. διάμ. χείλους 0,075, ύψ. λαιμού 0,087μ. Φέρει φαρδύ, ψηλό λαιμό, το δε απιόσχημο σώμα του στενεύει έντονα προς την κομβιόσχημη βάση του. Οι δύο λαβές του είναι κάθετες, ταινιωτές. Πηλός σαρκόχρωμος. Πρβλ. Γιαλούρης, σ.178, Πίν.188ε (από τον Πύργο, ελληνιστικός). Η. S. Robinson, Hesperia 38 (1969), σ.10, πίν.2:3, σ.11, πίν.2:9 (του ύστερου -4ου, πρώιμου -3ου αι.). Π. Αγαλλοπούλου, ΑΔ29 (1973/74): Χρονικά, σ.366, Πίν.230δ (πρώιμος ελληνιστικός). V. R. Grace, Amphoras and the Ancient Wine Trade, Amer. School of Classical Studies at Athens (Princeton- New Jersey 1979), εικ. 42 (-4ος αι.). C. C. Köhler, Hesperia 51 (1982), σ.286, πίν.79:19 (του τέλους του -4ου αι.).
Μ 1118: χάλκινος δίσκος «πτυκτού» κατόπτρου, διάμ. 0,152, πάχ. 0,008 μ. Η πάνω επιφάνειά του είναι λεία, η άλλη φέρει ομόκεντρους ανάγλυφους κύκλους και σώζει ίχνος μολύβδου στο σημείο όπου θα στερεωνόταν ο γίγγλυμος, ο οποίος εφάρμοζε και σε μία, μήκ. 0,028μ., εντομή της περιφέρειας του δίσκου. Πρβλ. με τύπο Β του Züchner, σ.129 κ.ε., που εμφανίζεται στις αρχές του -4ου αι. και χρησιμοποιείται έως και τον -3ο αι.
Μ 1119: σιδερένια στλεγγίδα σε δύο κομμάτια, μήκ. του ενός κομματιού 0,185 του άλλου 0,13μ. Λείπει μικρό τμήμα ανάμεσα στα δύο κομμάτια. Στην εξωτερική επιφάνεια του ενός σώζονται ίχνη υφάσματος.


Κωδωνόσχημοι κάδοι

 Οι χάλκινοι κάδοι αποτέλεσαν, με μερικές παραλλαγές ως προς το σχήμα τους, είδος αγγείου πολύ διαδεδομένου στην αρχαιότητα. Η Zahlhaas10 διακρίνει επτά τύπους χάλκινων κάδων. Οι κάδοι της Σκιλλουντίας ανήκουν στον τύπο A της Zahlhaas, το γνωστό και ως «κωδωνόσχημο»11.
Για τους κάδους αυτούς χρησιμοποιήθηκαν δύο είδη κινητών λαβών: α) Λαβές με γυρισμένα προς τα πάνω τα δύο τους άκρα, που περνώντας μέσα από τους δύο δακτυλίους των προσφύσεων απολήγουν σε σχηματοποιημένο κάλυκα άνθους. Σ' αυτή την ομάδα ανήκει και ο δικός μας κάδος Μ 111712.
β) Λαβές, των οποίων τα άκρα, που μοιάζουν με σφαιρικό κουμπί, εφαρμόζουν απλώς στους δύο δακτυλίους των προσφύσεων χωρίς να τους διαπερνούν13.
Στον παρακάτω πίνακα αναφέρονται γνωστοί «κωδωνόσχημοι» κάδοι
 Εκτός από τους παραπάνω «κωδωνόσχημους» κάδους και άλλοι κάδοι ή θραύσματα «κωδωνόσχημων» κάδων αναφέρονται από το Karagodeuaschsch75, το Tischkovo76, τη Stara Zagora77, τη Varna78, το Demir Kapija79, το Kastamboli80,τηv Θεσσαλονίκη81, και δύο άγνωστης προέλευσης, ο ένας στην Κωνσταντινούπολη82 και ο άλλος στη Villa Giulia83 της Ρώμης. 

Εργαστήρια κατασκευής

 Ο τόπος προέλευσης των «κωδωνόσχημων» κάδων, που, όπως είδαμε, προέρχονται τόσο από τη Δύση, κυρίως την Κάτω Ιταλία, όσο και το Βορρά, την κυρίως Ελλάδα και την Ανατολή, και κάποια χαρακτηριστικά στην όλη τους σύνθεση, στο σχήμα και στη διακόσμηση, έκαναν πολλούς ερευνητές να διατυπώσουν κατά καιρούς διάφορες απόψεις όσον αφορά τον τόπο ή το εργαστήριο, όπου θα κατασκευάστηκαν, και τις επιδράσεις που πιθανόν θα δέχτηκαν.
 Έτσι ο Pernice84 θεώρησε ως πιθανή πατρίδα των «κωδωνόσχημων» κάδων τον Τάραντα ή γενικότερα τη Μεγάλη Ελλάδα. Κατά τη γνώμη του όμως ο τύπος αυτός του κάδου, φτάνοντας εκεί από την κυρίως Ελλάδα, όπου ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην αρχαϊκή εποχή, δέχτηκε νέα επεξεργασία και διακοσμήθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να θεωρηθεί ως νέα «ταραντίνικη» δημιουργία.
Με τον Pernice συμφώνησε και ο Sieveking85, ο οποίος μάλιστα διέκρινε στην τορευτική του Τάραντα επίδραση του στυλ έργων πελοποννησιακών ανάμεικτου και με στοιχεία αττικά.
Τον Τάραντα θεώρησαν ως κέντρο παραγωγής «κωδωνόσχημων» κάδων και οι Zontschew86 και Filow87, ο τελευταίος δε δεν απέκλεισε τη δυνατότητα να παρήχθησαν κάδοι ίδιου τύπου και σε άλλα μέρη. Και ο Schefold88 υποστήριξε τη γνώμη του Pernice παρατηρώντας απεικονίσεις «κωδωνόσχημων» κάδων μόνο σε κατωιταλιωτικά έργα, γεγονός που η Zahlhaas, στη μελέτη της για τους κατωιταλιωτικούς κάδους, δεν το θεωρεί πολύ συχνό89.
 Οπωσδήποτε δεν μπορούμε να μη θεωρήσουμε ότι κάποιο κατωιταλιωτικό κέντρο θα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην παραγωγή «κωδωνόσχημων» κάδων. Ο μεγάλος αριθμός των κάδων αυτού του τύπου που βρέθηκε σε ιταλικό έδαφος (βλ. σχετ. πίνακα) καθώς και οι απομιμήσεις τους σε πήλινους, γνωστούς κυρίως από την Απουλία, Καμπανία, Ετρουρία και Τάραντα90, συνηγορούν γι’ αυτό. Εκτός αυτού, η Κάτω Ιταλία και κυρίως ο Τάραντας είναι γνωστό ότι υπήρξαν σπουδαία κέντρα μεταλλοτεχνίας91.
 Νομίζουμε όμως ότι η Κάτω Ιταλία δε θα αποτέλεσε το μοναδικό κέντρο κατασκευής «κωδωνόσχημων» κάδων. Ήδη το γεγονός της εύρεσης τέτοιων κάδων και σε άλλα μέρη, αλλά και κάποιες ομοιότητες μεταξύ τους, συνετέλεσαν στο να διατυπωθούν και άλλες απόψεις για τον τόπο της παραγωγής τους. Έτσι ο Radnóti92 τοποθέτησε τους κάδους της Βουλγαρίας σε άλλο κέντρο σύγχρονο ή και παλιότερο του κατωιταλιωτικού, βασισμένος στις διαφορές της διακόσμησης των κάδων αυτών από εκείνη των «ιταλικών».
 Ο Züchner93, διακρίνοντας στους κάδους της Θράκης και της Μ. Ασίας ιωνικά στοιχεία, αναζήτησε γι' αυτούς άλλο κέντρο τορευτικής στην περιοχή της Ιωνίας, όπου άκμαζε γενικά η μεταλλοτεχνία, και ως τέτοιο θεώρησε, με όχι απόλυτη βεβαιότητα, την Κύζικο.
Σε κέντρο της Ανατολής με πολλές ιωνικές επιδράσεις τοποθέτησε την πηγή τους και ο Picard94.
Και η Byvanck95, χωρίζοντας τους «κωδωνόσχημους» κάδους σε τέσσερις ομάδες, βάσει του τύπου των λαβών και της διακόσμησης των προσφύσεων και του χείλους, διέκρινε ένα ελληνοϊωνικό κέντρο παραγωγής κοντά στα παράλια του Αιγαίου96, απ’ όπου οι κάδοι εξήχθησαν προς την περιοχή της Θράκης, τη Βουλγαρία, το Δούναβη και την Ιταλία.
 Δε θα έπρεπε να αποκλείσουμε την ύπαρξη περισσότερων του ενός κέντρων κατασκευής κάδων. Νομίζουμε ότι η ανεύρεση μεγάλου αριθμού κάδων σε μία περιοχή, εκτός από υποτιθέμενες εισαγωγές, δεν είναι άσχετη και προς την ύπαρξη εκεί ενός εργαστηρίου. Η δυνατότητα άλλωστε για μια πολλαπλή χρήση (βλ. παρακάτω) του «κωδωνόσχημου» κάδου θα τον κατέστησε από νωρίς αγγείο οικείο και πολύ αγαπητό. Η πρακτική και όχι απλώς διακοσμητική σημασία του, θα συνετέλεσε και στη δημιουργία κέντρων παραγωγής του. Βέβαια η κατασκευή ενός τέτοιου αγγείου προϋποθέτει ασφαλώς γνώσεις και πείρα στην επεξεργασία του μετάλλου και σχετίζεται και με την ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας σε μία περιοχή.
 Τα σποραδικά μέχρι στιγμής ευρήματα από την κυρίως Ελλάδα δε νομίζουμε ότι μπορούν ν' αποτελέσουν καθοριστικό στοιχείο, ώστε να μη δεχτούμε τη δυνατότητα παραγωγής «κωδωνόσχημων» κάδων και σε ελλαδικά εργαστήρια. Ήδη η Schneider-Herrmann97 δεν απέκλεισε τη δυνατότητα να υπήρξε η Αθήνα ο τόπος καταγωγής «κωδωνόσχημων» κάδων που έγιναν γνωστοί και καθιερώθηκαν στον Τάραντα στον -5ο και τον -4ο αι., γεγονός που θα πρέπει να συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη της αττικής μεταλλοτεχνίας την εποχή αυτή. Άλλωστε έχουμε και απεικονίσεις τέτοιων κάδων σε αττικά αγγεία του -5ου και του -4ου αι.98. Αλλά και στη Βοιωτία δε φαίνεται να ήταν άγνωστοι οι «κωδωνόσχημοι» κάδοι99, σ' αυτό όμως πιστεύουμε ότι θα συνέβαλε η γειτνίασή της με την Αττική.
 Ο Riis100 διέκρινε σε μερικούς από τους κάδους του Τάραντα επίδραση της Κορίνθου, την οποία θεώρησε και κέντρο παραγωγής μερικών «κωδωνόσχημων» κάδων λόγω της σύγχρονης εξάπλωσης των κορινθιακών υδριών και της απεικόνισης ενός τέτοιου κάδου σε κορινθιακό «πτυκτό» κάτοπτρο101, το οποίο όμως η Schneider-Herrmann δε θεωρεί σίγουρα κορινθιακό102.
Υδρίες όμως γνωρίζουμε και από περιοχές της βόρειας- βορειοδυτικής Πελοποννήσου, γεγονός που έκανε τον Rolley να συμπεράνει ότι ένα κέντρο μεταλλουργίας, λιγότερο σπουδαίο από της Κορίνθου, θα υπήρξε στην Αχαΐα ή στην Ηλεία.103 Και ο Χωρέμης τοποθετεί ένα εργαστήριο στη δυτική Πελοπόννησο και μάλιστα στην Ηλεία, λόγω του μεγάλου αριθμού των υδριών που βρέθηκαν στην περιοχή της104.
 Εκτός αυτού όμως, το πλήθος των μετάλλινων αντικειμένων από το ιερό της Ολυμπίας νομίζουμε ότι είναι ικανό να μας πείσει, εκτός από τις βεβαιωμένες εισαγωγές, για την ύπαρξη και τοπικών εργαστηρίων. Το τυχαίο όμως, όπως πιστεύουμε, γεγονός της μη ανεύρεσης στην περιοχή της Ηλείας, τουλάχιστον όσο γνωρίζουμε, και άλλων «κωδωνόσχημων» κάδων, δε νομίζουμε ότι μπορεί να θεωρηθεί ισχυρό επιχείρημα, για να επικρατήσει η άποψη ότι το είδος αυτό του αγγείου δε θα παραγόταν εκεί. Άλλωστε, ένας «βαρύτερος» και στρογγυλότερος τύπος τέτοιου κάδου ήταν γνωστός στην περιοχή από την αρχαϊκή ήδη εποχή105.

Ένταξη των κάδων της Σκιλλουντίας στην ομάδα των «κωδωνόσχημων» και χρονολόγησή τους

 Μέσα σε όλη αυτή τη μεγάλη παραγωγή των χάλκινων «κωδωνόσχημων» κάδων, που είδαμε, έρχονται τώρα να προστεθούν και οι δύο κάδοι της Σκιλλουντίας, οι οποίοι παρουσιάζουν μεταξύ τους ορισμένες διαφορές: ο Μ1116 έχει παχύτερα τοιχώματα, πιο ανοικτή περιφέρεια και χείλη που είναι στραμμένα προς τα μέσα. Ο Μ1117 έχει λεπτότερα τοιχώματα, που δείχνουν εντονότερα την τάση να στενέψουν προς τα πάνω, και χείλη στραμμένα προς τα έξω. Ο Μ1116 διαφέρει από τον κάδο της Καλαμαριάς (αριθ.6), τον κάδο του Panagürischte (αριθ.19) και ακόμα περισσότερο από αυτόν του Brezovo (αριθ.25) με την ομαλότερη ανάπτυξη του περιγράμματος του, καθώς τα τοιχώματα του φαρδαίνουν λιγότερο απότομα προς τα πάνω χωρίς όμως να έχουν ακόμα φτάσει το «κλειστό» και «ωοειδές» σχήμα του κάδου του Waldal- gesheim (αριθ.27) ή του κάδου της Prusias στη Νέα Υόρκη (αριθ.32), οι οποίοι φαίνεται ότι ακολουθούν. Θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε τον κάδο Μ 1116 στο τέλος του γ' τέταρτου του -4ου αι. Ο Μ1117 αντίθετα, με το σχεδόν «ωοειδές» και πιο ραδινό σχήμα του, έχει ήδη ξεπεράσει τον κάδο της Βοστώνης (αριθ.24), ακόμα κι αυτόν του Waldalgesheim (αριθ.27), και πλησιάζει αρκετά τον κάδο της Prusias (αριθ.32). Ο Μ 1117 θα μπορούσε να τοποθετηθεί στα τελευταία χρόνια του -4ου αι. Αυτή τη σχετική άλλωστε χρονολόγηση του κάδου νομίζουμε ότι μπορούν να ενισχύσουν και τα αντικείμενα που βρέθηκαν μαζί στον ταφικό πίθο.
 Σε αντίθεση με όλους σχεδόν τους κάδους που είδαμε έως τώρα, στην περίπτωση των δικών μας, εκείνο που μας εντυπωσιάζει εξαρχής είναι η καθαρότητα της γραμμής, η κομψότητα και η απλότητα της διακόσμησης, που στην περίπτωσή μας την αποτελεί το καρδιόσχημο φύλλο των προσφύσεων.

Το καρδιόσχημο φύλλο στις προσφύσεις χάλκινων αγγείων

 Το απλό καρδιόσχημο φύλλο στις προσφύσεις των λαβών χάλκινων αγγείων ήταν πολύ διαδεδομένο στην Ελλάδα106 και κυρίως στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου στην αρχή πλατύτερο και με κοντή σχετικά την κατώτερη απόληξη, αργότερα όμως λεπτότερο και μα- κρύτερο, διακοσμούσε τις λαβές μεγάλων συνήθως αγγείων (υδριών). Τα περισσότερα από τα αγγεία προέρχονται από διάφορες περιοχές της Ηλείας107 και καλύπτουν την εποχή από το τέλος του -6ου έως το τέλος του -4ου αι.108.
 Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την πρόσφυση των κάδων μας ως την ομαλή εξέλιξη των προσφύσεων αυτών και να την τοποθετήσουμε κοντά στις προσφύσεις της υδρίας BE1941 και της λαβής BE545β του Μουσείου Ολυμπίας, που από τον Χωρέμη εντάσσονται στη λεγόμενη «υποομάδα β», η οποία φτάνει έως το τελευταίο τέταρτο του -4ου αι.109.
 Η προέλευση μερικών υδριών, που έχουν μάλιστα και καρδιόσχημο φύλλο στις προσφύσεις, από περιοχές της βόρειας-βορειοδυτικής Πελοποννήσου, έκανε τον Rolley, ο οποίος είδε και μία πρόσκαιρη αλλά ισχυρή σπαρτιατική επίδραση στους τεχνίτες των έργων αυτών, να τοποθετήσει, όπως είδαμε, ένα κέντρο μεταλλουργίας στην Αχαΐα ή στην Ηλεία.
 Η Βοκοτοπούλου μιλάει για κορινθιακή προέλευση αγγείων, μεταξύ των οποίων υπάρχουν και μερικά με καρδιόσχημο φύλλο στις προσφύσεις110. Το φύλλο όμως αυτό παρουσιάζεται εντελώς σχηματοποιημένο και «βαρύ», χωρίς τη λεπτότητα και κάποιο είδος «ζωγραφικότητας», που χαρακτηρίζει τα δικά μας.
 Η προτίμηση του καρδιόσχημου φύλλου στις προσφύσεις των κάδων της Σκιλλουντίας, ενός μοτίβου που για μεγάλο χρονικό διάστημα είδαμε ότι αποτέλεσε τη διακόσμηση μεγάλων χάλκινων αγγείων στην περιοχή της Ηλείας, ενισχύει την υπόθεση ότι κάποιο ντόπιο ηλειακό εργαστήριο θα πρέπει να κατασκεύασε και τους δύο κάδους.


Χρήση των «κωδωνόσχημων» κάδων

Γνωρίζουμε ότι ο κάδος γενικά ήταν σπιτικό αγγείο υγρών111.
Τον «κωδωνόσχημο» κάδο τον χρησιμοποιούσαν ως βοηθητικό σκεύος στην παρασκευή διάφορων φαγητών112 ή σε άλλες καθημερινές ασχολίες (για μεταφορά ή άντληση νερού).
Κυρίως όμως τον θεωρούσαν αγγείο οίνου113 και μάλιστα αγγείο από το οποίο αντλούσαν τον οίνο και γέμιζαν άλλο μικρότερο σκεύος114. Στη Miletopoli άλλωστε βρέθηκε ολόκληρο «σερβίτσιο» ποτού θα λέγαμε, που το αποτελούσαν, εκτός από τον κάδο, και μία φιάλη και μία αρύταινα115.
 Η λέξη «κάδος» όμως δήλωνε και το «γαυλό»116, δοχείο με το οποίο αντλούσαν νερό από το πηγάδι, συχνά με τη βοήθεια είδους τροχαλίας117.
 Μετά θάνατο φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν τους κάδους ως τεφροδόχα αγγεία ή οστεοθήκες, όπως τους κάδους της Σκιλλουντίας. Ο κάδος Μ1116 ήταν, όπως είπαμε, γεμάτος από καμένα οστά. Ο Μ1117, που βρέθηκε μέσα στον πίθο, έσωζε ίχνη στάχτης, υπολείμματα καμένων οστών και ένα κομμάτι λινού υφάσματος (Πίν.48δ). Ασφαλώς, η στάχτη και τα καμένα οστά του νεκρού, αφού τυλίχτηκαν με ύφασμα, τοποθετήθηκαν μέσα στον κάδο, συνήθεια που ήταν γνωστή και από παλιότερες εποχές και άλλες περιοχές118.
 Η χρήση όμως του «κωδωνόσχημου» κάδου ειδικότερα ως τεφροδόχου αγγείου δε φαίνεται απ' όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, συχνή. Τα ανασκαφικά έως τώρα δεδομένα και ο μικρός, όπως είδαμε, αριθμός κάδων από τον ελλαδικό χώρο, δεν είναι δυνατό να μας δώσουν και μία πληρέστερη εικόνα για τη διάδοση και της ταφικής τους χρήσης119.
 Αξιοσημείωτο στην περίπτωση των κάδων μας είναι επίσης ότι τυχαίνει να έχουμε καύση και ταφή μέσα στον ίδιο πίθο, φαινόμενο σπάνιο στην εποχή αυτή, που το συναντάμε όμως για μία ακόμα φορά στην περιοχή της Ηλείας, αφού πίθος του τέλους του -4ου, των αρχών του -3ου αι., που βρέθηκε κοντά στο χωριό Στρέφι, περιείχε εκτός από τα οστά ανθρώπινου σκελετού και δύο χάλκινες υδρίες- τεφροδόχους120.

ΡΟΖΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΠΟΥΛΟΥ

* Η μελέτη αυτή αποτέλεσε το θέμα ανακοίνωσης που έκανε η υπογράφουσα στο Α' Τοπικό Συνέδριο Ηλειακών Σπουδών το Νοέμβριο του 1978. Ευχαριστώ την Επιμελήτρια των Αρχαιοτήτων Ισμήνη Τριάντη για την άδεια της δημοσίευσης των ευρημάτων, καθώς και τον Έφορο των Αρχαιοτήτων Ιω. Παπαποστόλου, που είχε την καλοσύνη να συζητήσει μαζί μου το θέμα και να προβεί σε χρήσιμες υποδείξεις. Τέλος, εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου προς την Έφορο των Αρχαιοτήτων Θεοδ. Καράγιωργα- Σταθακοπούλου για την υπομονή της, το ενδιαφέρον της και την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση αυτής της εργασίας.
1. Αριθ. ευρετηρίου μεταλλίνων του Μουσείου Ολυμπίας.
2. Το νεκροταφείο αποκαλύφθηκε στο κτήμα ιδιοκτησίας Γιαννοπούλου, στη θέση «Παληόπορτα».
3. J. Partsch, Olympia I (Berlin 1897), σ.12. Otto Walter, AA 1940, στ.235 κ.ε. El. Pierce Biegen, AJA 44 (1940), σ.539. P. Amandry, Chron. des Fouilles, BCH 64/65 (1940/41), σ. 245-246, εικ. 14-15. J. Sperling, AJA 46 (1942), σ.83, αριθ.23. Η. Gallet de Santerre, Chron. des Fouilles, BCH 76 (1952), σ.223. W. Fuchs, AM 71 (1956), σ.70, σημ.21. Meyer, σ.45-46, πίν.56, 58. N. Γιαλούρης, ΑΔ16 (1960), σ.135-136. Του ίδιου, ΠΑΕ 1960, σ.174-176. «Σκιλλούς», Έργον 1960, σ.135-140, εικ. 148-151. G. Daux, Chron. des Fouilles, BCH 85 (1961), σ.719-722, εικ.1-4. Γιαλούρης, σ.179, σημ. Β. Schlörb, 22es Ergänzungsheft des JdI (Berlin 1965), σ.57. Θέμελης, σ.291-292. Αλ. Τριάντη, ΠΑΕ 1978, σ.125-129, πίν.102-105. Έργον 1978, σ.43-44, εικ.48. Αλ. Τριάντη, ΠΑΕ 1979, σ. 132-137, πίν.100-104. Έργον 1979, σ.19, εικ. 45-46. Αλ. Τριάντη, ΠΑΕ 1980, σ.115- 119, πίν. 99-102. Έργον 1980, σ.32-33, εικ.61-63. Έργον 1981, σ.52-53, εικ.85-86.
4. Παρλαμά, σ. 206-223, σχέδ.1, εικ.1-25.
5. Meyer, σ.68-69. Θέμελης, σ. 291-292.
6. Ύψ. 0,234, εσωτ. διάμ. χείλους 0,195, εξωτ. διάμ. χείλους 0,215, διάμ. βάσης 0,10 μ. Ευχαριστώ τους συντηρητές των μεταλλίνων του Εθνικού Μουσείου για τις διευκρινίσεις τους σχετικά με ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες στην κατασκευή των κάδων.
7. Ύψ. (χωρίς τη βάση) 0,225, εξωτ. διάμ. χείλους 0,203, διάμ. βάσης 0,09 μ.
8. Αριθ. ευρετηρίου πηλίνων του Μουσείου Ολυμπίας.
9. Εξωτ. διάμ. βάσης 0,097, εσωτ. διάμ. βάσης 0,08 μ.
10. Zahlhaas, Diss. 1971.
11.Ο Schiering, σ.79-81, διακρίνει τρεις παραλλαγές στο σχήμα των κάδων του Α' τύπου.
12. Δε γνωρίζουμε τον τύπο των λαβών του κάδου Μ 1116, διότι, όπως είπαμε, δε σώθηκαν.
13. Schiering, σ.77-78.
14. Notizie degli Scavi di Antichità 1913, Suppl., σ.26 κ.ε., εικ.34, σ.44 κ.ε., εικ.59. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.116, σημ.17. Της ίδιας, Diss. 1971, σ.10, Al, a-b, σ.31-33.
15. G. Bechi, Museo Borbonico VI, πίν. XXXI:3. Schröder, σ.27. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.10, A2, σ. 33-34.
16. B. Filow-I. Welkow, Jdl 45 (1930), σ.300, αριθ.7, εικ.13. I. Welkow, Bull, de l'Institut Arch. Bulgare VI (1930/31), σ.8, αριθ.2. Filow,1934, σ.219, εικ.87, σ.220. Werner, στ.416, αριθ.5. Riis, σ. 18, αριθ.3. Byvanck, σ.45, 46, σημ.105. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.122, σημ.37. Της ίδιας, Diss. 1971, σ.27, Α54, σ.60. Schiering, A3, σ.78, 79.
17. Schröder, σ.3-5, πίν. I αριστ., II. Pernice 1920, σ. 84, εικ.1-2, σ.89-91, 93. Sieveking, σ. 120, εικ. 2 a-b, σ.121. Rumpf, σ.454-456, 465, 467, εικ.7-8, Κ. Α. Neugebauer, Führer durch das Antiquarium, I, Bronzen (Berlin und Leipzig 1924), σ.98-99. Pernice 1925, σ.25, σημ.19. Neugebauer 1926, σ.472. G. Oikonomos, AM 51 (1926), σ.96. Wuilleumier 1930, σ.127. Neugebauer 1934, σ.174. Züchner 1938, σ.19, σημ.41, 43, σ.22. Wuilleumier 1939, σ.330-331. Picard, σ.200. Η. Speier, RM 62 (1955), σ.133, πίν.52:1. Schneider-Herrmann 1957, σ.36-37, εικ. 7. Riis, σ.19, αριθ. 13, σ.25, 26. Κ. Schauenburg, Perseus in der Kunst des Altertums (Bonn I960), σ.32-33, 35, 131, πίν.20:1. Schneider-Herrmann 1964, σ.119, σημ.21. Byvanck, σ.43, εικ.14, σ.46. Lamb, σ.188, πίν. LXXII δεξιά, σ.212. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.120, σημ.25. Της ίδιας, Diss. 1971, σ.19,Α26,σ.55-56. Schiering,Bl,σ.81-82.
18. Θησαυροί αρχαίας Μακεδονίας (Αθήναι 1979), σ.80, αριθ.332, πίν.47.
19. Neugebauer 1934, σ.174, εικ.11. Züchner 1938, σ.22. Picard, σ.200. Riis, σ.19, αριθ. 14, σ. 25, 26. Byvanck, σ.43, σημ.75, σ.49. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.19, Α27, σ.56-57.
20. L. Caterino, Museo Borbonico IV, πίν. ΧΙΙ:2. Pernice 1925, σ.29, εικ. 40. Neugebauer 1926, σ. 472. Riis, σ.21, αριθ.36, σ.24, 26. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.11, A3, σ.34-36,70. Schiering, Α8, σ.78, 79, 83, 84.
21. Filow 1917, σ.33. Του ίδιου 1934, σ.185, αριθ.5, εικ. 206, σ.220. Zontschew, στ.414. Byvanck, σ. 45. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.122, σημ.37. Της ίδιας, Diss. 1971, σ.21, Α34, σ.60.
22. Zahlhaas, Beitr.1971, σ.122, σημ.37. Της ίδιας,Diss.1971,σ.11,A4, σ.36. Schiering,Al,σ.78,84-85.
23. Η. Helbig, Antike und byzantinische Kleinkunst, Auktion in München in der Gallerie Helbig, 28-30 Oktober 1913, σ.36, αριθ. 563, πίν.22. Pernice 1920, σ.85. Του ίδιου 1925, σ.25. Wuilleumier 1930, σ.128, σημ.2. Züchner 1938, σ.22, σημ.63. Picard, σ.200, σημ. 11. Riis, σ.18, αριθ. 6, σ.25, 26. Byvanck, σ. 42, εικ.11, σ. 43, σημ.73. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.120, σημ.25, σ.122, σημ.37. Της ίδιας, Diss. 1971, σ. 18, Α24, σ.53-54. Schiering, Β3, σ.81-82.
24. D. Zontschew, ΑΑ 1941, στ. 200, εικ. 10, 14. Riis, σ. 19, αριθ. 16, σ. 25, 26. Byvanck, σ. 43, σημ. 74. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.120, σημ.25, σ.122, σημ.37. Της ίδιας, Diss.1971, σ.21, Α33, σ. 60.
25. I. Welkow, Bull, de l’Institut d’Arch. Bulgare XI (1937), σ.135, εικ.126, σ.167, 168. Riis, σ.18, αριθ.4, σ.25. Byvanck, σ.45, σημ. 92. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.122, σημ.37. Της ίδιας, Diss. 1971, σ. 27-28, Α55, σ.60. Schiering, Α9, σ.78, 80.
26. Αριθ.73.8-20.200 και 73.8-20.201. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.23, Α41 a-b, σ.70. Schiering, σ.79.
27. Zontschew, στ.411-416, εικ.4-6. Züchner 1938, σ.22, σημ.62. D. Μ. Robinson, Olynthus X (Baltimore 1941), σ.28, σημ. 127. Picard, σ.200. Riis, σ. 19, αριθ. 15, σ. 25, 26. Byvanck, σ. 43, 46, εικ. 15. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.120, σημ.25, σ.122, σημ.37. Της ίδιας, Diss. 1971, σ. 18-19, Α25, σ. 54-55. Schiering, Β2, σ.81, 82. Ang. Andriomenou, AM 91 (1976), σ.197-198.
28. Αριθ.73747. Willers 1901, σ.119. Schröder, σ. 10, αριθ. 18. Levi, σ.34, εικ.26. Pomes, σ.68 κ.ε., εικ.35. Riis, σ. 18, αριθ.2, σ.25. Zahlhaas, Diss. 1971, σ. 28, Α56, σ. 60. Schiering,Α2, σ.78, 79.
29. Werner, στ.419, αριθ.17. Byvanck, σ.47, σημ.112. Popović-Mano-Zisi,σ.77, αριθ.54. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.21, Α32, σ.69. Schiering, Β5, σ.81, 82.
30. Filow 1917, σ.45, εικ.37, σ.48, 56. Pernice 1920, σ.85. Filow 1934, σ.220. Zontschew, στ.415. Werner, στ.416, αριθ.11. Riis, σ.20, αριθ.31, σ.23, 26. Byvanck, σ.44, σημ. 82. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.13-14, All. Schiering, A10, σ.78, 80.
31. T. Gerassimow, Bull, de l’Institut d’Arch. Bulgare XXVI (1963), σ.273-274, εικ. 1. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.19, A28, σ.57.
32. Schröder, σ.5, αριθ. 1. Pernice 1925, σ.28. Riis, σ.21, αριθ.32, σ.24. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.11, Α5, σ.36-37. Schiering, Al 1, σ.78, 80, 81, 83, 84-85.
33. Αριθ. 1339 και 1340. Pernice 1925, σ. 25 κ.ε. Pomes, σ. 74, εικ. 38. Riis, σ. 19, αριθ. 17 και 18, σ. 25. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.24, A44a-b, σ.69. Schiering, Α4-5, σ.78, 79.
34. Francis Bartlett Coll, του Mus. of Fine Arts. Pernice 1920, σ.91-92, εικ.6. Sieveking, σ.121. Rumpf, σ.473-475, εικ.19. Pernice 1925, σ.26, πίν. V. Neugebauer 1926, σ.472. Του ίδιου, Bilderhefte zur Kunst- und Kulturgeschichte des Altertums II (Bielefeld und Leipzig 1927), σ. 8, πίν. 22:2. Wuilleumier 1930, σ. 127, πίν. XVI: 1. Züchner 1938, σ.19, σημ. 44, σ.26. Wuilleumier 1939, σ. 332, πίν. XVIII3. D. Kent Hill, Hesperia 12 (1943), σ.97 κ.ε., 107, 114, εικ.1-2. Riis, σ.20, αριθ. 19, σ.25, 26. Lamb, σ.188. Comstock-Vermeule, σ.302- 303, αριθ. 428. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.18, Α23, σ.49-53. Schiering, Α12, σ.78, 80-81.
35. G. Seure, Revue Archéologique 21 (1913), σ.58, αριθ.78, εικ.14. Filow 1917, σ.33, εικ.16, σ.56. Pernice 1920, σ.85. Του ίδιου, 1925, σ.25, εικ.37. I. Welkow, Bull, de l'Inst. d’Arch. Bulgare V (1928/29), σ.38, εικ. 51. Filow 1934, σ.220, σημ.1, εικ.225. Zontschew, στ. 414, σημ.3. Werner, στ. 416, αριθ.12. Riis, σ.18 αριθ. 7,8, σ.22. Byvanck, σ.43, σημ. 76.Comstock-Vermeule, σ. 338. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ. 120, σημ.25. Της ίδιας, Diss. 1971, σ.20, Α31, σ.60. Schiering, Β4σ.81, 82.
36. S. Müller, Das erste Auftreten des Eisens in Nordeuropa (1882), σ.340. Willers 1901, σ.118, εικ. 46, σ.119. Schröder, σ.6, αριθ3. Pernice 1920, σ.85. Του ίδιου 1925, σ.26, 29. Déchelette, σ948, εικ.647. Ducati, σ.509, σημ. 142. Pomes, σ.73, εικ.37. Riis, σ.17-18, εικ.15, σ.21, αριθ.41, σ.22, 23, 24. Zahlhaas, Beitr.1971, σ.122, πίν.4. Της ίδιας, Diss.1971, σ.12-13, Α8, σ.38-39. Schiering, σ.81, πίν.8, σ.84, 91, 92.
37. Willers 1901, σ.118, εικ. 47, σ.119. Schröder, σ.6, αριθ.4. Pernice 1920, σ.85. Του ίδιου 1925, σ. 25, εικ.39, σ.28. Déchelette, σ.948, εικ.646:1. Ducati, σ.509, σημ. 141. Züchner 1938, σ.25, σημ.70. Schefold, σ.332. Pomes, σ.73. Riis, σ.21, αριθ.37, σ.24, 25. Byvanck, σ.44, σημ. 81, σ.47. Jacobsthal, σ.135, 141 κ.ε., 184, αριθ.156h. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.115, πίν.2-3, σ.124. Της ίδιας, Diss. 1971, σ.12, Α6, σ.37-38. Schie- ring, Β6, σ.81, πίν.7, σ.84, 86, 88-89, 90-92.
38. Riis, σ.19, αριθ.12, εικ.16, σ.25. Zahlhaas, Diss.1971, σ.21-22, Α35, σ.69. Schiering, Α13, σ.78, 80, 81.
39. Allard Pierson Museum, Algemeene Gids (Amsterdam 1937), σ.91, αριθ.793, πίν. XXXII. Radnóti, σ.106, σημ.10. Riis, σ.20, αριθ.23, σ.25. Byvanck, σ.42, 45, σημ.95, εικ.12, σ.47. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.23, Α40, σ.69.
40. Μ. Čičikova, Bull, de Einst. d’Archéologie Bulgare XXXI (1969), σ.68, εικ.20, σ.89. Zahlhaas, Diss, 1971, σ.22, Α38, σ.60.
41. Schröder, σ.7-8, αριθ.12a, εικ.3. Pernice 1920, σ.85. Του ίδιου 1925, σ.25. Η Luschey, Berichte aus den Preussischen Kunstsammlungen LIX (1938), σ.79, εικ.4 μέσο. Riis, σ.19, αριθ. 9. Byvanck, σ.43. Zahlhaas, Diss.1971, σ.20, A30, σ.60.
42. K. A. Neugebauer, Antiken in deutschem Privatbesitz (Berlin 1938), σ.47, αριθ.214, πίν.91. Züchner 1938, σ. 24, σημ. 66. G. Μ. A. Hanfmann, Ancient Art in American Private Collections (Cambridge 1954), σ.31, αριθ.218. Riis, σ.21, αριθ.34, σ.23, 26. D. von Bothmer, Ancient Art from New York Private Collections (New York 1961), σ.37, αριθ.142. Byvanck, σ.43-44, σημ.79, σ. 47. Comstock-Vermeule, σ.338. Zahlhaas, Beitr.1971, σ.124, σημ.31. Της ίδιας, Diss.1971, σ. 41-42, σημ.61-63. Schiering, Β7, σ.81, 82, 84-85, 86, 89-91.
43. Onaiko, σ.21, 62, 101, αριθ.408, πίν. XVII, XLV. Zahlhaas, Diss.1971, σ.23, Α39.
44. Schiering, Α6, σ.78, 79, πίν.9.
45. Θησαυροί αρχαίας Μακεδονίας (Αθήναι 1979), σ.107, αριθ.459, πίν.61.
46. Αριθ.31573. Züchner 1938, σ.24, εικ.18. Greifenhagen, σ.249. Schefold, σ.332. Riis, σ.21, αριθ.35, σ.23, 24, 26. Byvanck, σ. 44, σημ.90, σ.46. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.124, σημ.31. Της ίδιας, Diss.1971, σ.14-15, Α14, σ.40-41. Schiering, σ.84, 86-91.
47. Αριθ.7927. ΠΑΕ 1888, σ.68. Zahlhaas, Diss.1971, Α22, σ.17, 49.
48. Schumacher, σ.121, αριθ.640, πίν. IX: 14. Willers 1901, σ.119, σημ.2. Schröder, σ.6, αριθ.2. Pernice 1925, σ.25, 28, 29. Neugebauer 1926, σ.472. Levi, σ.34, σημ.65. Radnóti, σ.106, σημ. 9. Riis, σ.21, αριθ.38, σ.24. Zahlhaas, Diss.1971, σ.14, Α12, σ.40. Schiering, σ.84, 85, πίν.10.
49. Werner, στ.419, αριθ.14. Filow 1937, σ.57 κ.ε., εικ.60-61, σ.107, 111. Züchner 1938, σ.24, σημ.65. Riis, σ.21, αριθ.33, σ.23-24, 26. Byvanck, σ.44, σημ.83, σ.45. Jacobsthal, σ.151. Zahlhaas, Diss.1971, σ.14, A13, σ.39-40. Schiering, Α7, σ.78, 79, 84, 86, 90.
50. R. Duyurak, Anatolia V (1960), σ.11, πίν. XIII. Zahlhaas, Diss.1971, σ.24, Α43, σ.60.
51. L. A. Milani, Notizie degli Scavi di Antichità 1885, σ.241, 247, αριθ.130. Pomes, σ.72-73, σημ. 223. Riis, σ.20, αριθ. 24. Zahlhaas, Diss.1971, σ.23, Α42.
52. Byvanck, σ.49, Bl. Zahlhaas, Diss.1971, σ.29, A61.
53. Brizio, σ.670, πίν. IV:13. Schröder, σ.10, αριθ.17. Ducati, σ.509, σημ.139. Pomes, σ.69-70, εικ. 36. Riis, σ.18, αριθ.1, σ.25. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.124, σημ.39. Της ίδιας, Diss. 1971, σ.27, Α53, σ.60, 68.
54. Brizio, σ.682, πίν.V:14, 14a. Schröder, σ.8, αριθ.11. Ducati, σ.509, σημ.139. Pomes, σ.70. Riis, σ.19, αριθ.11, σ.25. Byvanck, σ.45, σημ. 94. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.22, Α36, σ.60.
55. Brizio, σ.699, πίν. ΧΙ:8. Pernice 1925, σ.25, 29. Déchelette, σ.948, εικ. 646:2. Ducati, σ.509, σημ. 139. Pomes, σ.70-71. Riis, σ.21, αριθ.39, σ.22-25. Byvanck, σ.44, σημ.80. Jacobsthal, σ.141. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.120, σημ.25. Της ίδιας, Diss. 1971, σ.13, Α9, σ.39, 68. Schiering, Β8, σ.81, 82, 84, 92.
56. Z. Dremsizova, Bull, de l’Institut d’Arch. Bulgare XXV (1962), σ.175, εικ.15, σ.185, 186. Byvanck, σ.45, σημ.93. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.28, A57, σ.60.
57. Popović-Mano-Zisi, σ.78, αριθ.59. Zahlhaas, Diss.1971, σ.13, A10, σ.40. Schiering, σ.85.
58. Schumacher, σ.121, αριθ. 641, πίν. IX:13. Willers 1901, σ.119. Schröder, σ.7, αριθ.7. Pernice 1925, σ.25, σημ.30. Pomes, σ.73. Riis, σ.19, αριθ.10. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.22, Α37.
59. F. Magi, Bronzi e Oggetti vari, La Raccolta Benedetto Guglielmi nel Museo Gregoriano Etrusco, Parte II (Roma 1941), σ.189, αριθ.23, πίν.59, εικ.43-44. Riis, σ.18, αριθ.5. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.26-27, Α52.
60. Mustilli, σ,144, εικ.2. Beazley, σ.251. Riis, σ.20, αριθ.21, σ.25, 34. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.16, Α19, σ.47-48.
61. Radnóti, σ.105-107, πίν. ΙΧ:45, XXXL1. Küthmann, σ.124, εικ.6. Riis, σ.20, αριθ.20, σ.25, 34. Byvanck, σ.49. Zahlhaas, Beitr.1971, σ.124, σημ.39. Της ίδιας, Diss.1971, σ.16, Α18, σ.47.
62. Filow 1917, σ.33. Του ίδιου 1934, σ.175-176, εικ.192-193, σ.220. Zontschew, στ.413. Werner, στ.416, αριθ.7. Küthmann, σ.123-124, σημ.162. Byvanck, σ.44, σημ. 84. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.17, Α20, σ.48.
63. R. Bianchi Bandinelli, SE 2 (1928), σ.157-158, πίν. XXXVI, αριθ.144. Beazley, σ.251-252. Riis, σ.20, αριθ.22, σ.25. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.17, Α21, σ.48.
64. G. Bechi, Real Museo Borbonico XI, πίν. XLIV. Schröder, σ. 9, αριθ.15. Pernice 1925, σ.15, εικ. 20. Neugebauer 1926, σ.472. Pomes, σ.76, σημ.234. Riis, σ.20, αριθ.28, σ.24. Zahlhaas, Diss.1971, σ.25, Α47, σ.64-65.
65. Αριθ.65394 στο Mus. of Fine Arts. Bulletin Museum of Fine Arts Boston LXIII (1965), σ.212. Byvanck, σ.47, σημ.110. Comstock-Vermeule, σ.338, αριθ.477. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.15, Α15, σ.43-44, 67. Schiering, σ.84.
66. Αριθ.73116. Pernice 1925, σ.25, εικ.34. Neugebauer 1926, σ.472. Riis, σ.20, αριθ.27. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.25, Α48, σ.66-67.
67. Αριθ. 68853. Willers 1901, σ.116, εικ.45:14. Schröder, σ.9, αριθ.16. Pernice 1925, σ.23, σημ. 11. Wuil- leumier 1930, σ.128, σημ. I. Zahlhaas, Diss.1971, σ.25, Α46, σ. 64.
68. Αριθ. 68854. Μ. Fr. Avellino, Real Museo Borbonico III, πίν. XIV. Willers 1901, σ.117, σημ. 1, εικ.45:3. Του ίδιου 1907, σ.92. Schröder, σ.9, αριθ. 14. J. Sieveking, Antike Metallgeräte (München), σ.7, πίν.7. Pernice 1925, σ.22, πίν. IV. Neugebauer 1926, σ.472. Ducati, σ.509, σημ.143. Maiuri, σ.438. Pomes, σ.76, σημ.235. Riis, σ.20, αριθ.29, σ. 24. Lamb, σ.238, πίν.95 b. Zahlhaas, Diss.1971, σ.24, Α45, σ.60-63.
69. Αριθ.4697. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.25, Α50, σ.66-67.
70. Pernice 1925, σ.25, εικ.35. Neugebauer 1926, σ.472. Riis, σ.20, αριθ.26, σ.24. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.26, Α49, σ.66-67.
71. Maiuri, σ.434-440, εικ.166-168. Radnóti, σ.105, σημ.8. Riis, σ.20, αριθ.30, σ.24. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.20, Α29, σ.44, 58-59, 67.
72. Zahlhaas, Diss.1971, σ.26, Α51, σ.65.
73. Willers 1901, σ.119-120, εικ.48. Του ίδιου 1907, σ.96, εικ.55. Μ. Stenberger, Act. Arch.27 (1956), σ.1, 12. Riis, σ.21, αριθ.42, σ.23, 24. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.15-16, Α17, σ.46, 68-69, 72.
74. Αριθ.73117. Schröder, σ.9, αριθ.16. Pernice 1925, σ.26, εικ.38, πίν.VI, σ.29. Neugebauer 1926, σ.472. Ducati, σ.509, σημ.143. Maiuri, σ.438-440, εικ. 169. Filow 1937, σ.60, εικ.62. Mustilli, σ.150, σημ.2. Radnóti, σ.105, σημ. 8. Züchner 1938, σ.25, σημ.70. Greifenhagen, σ.249. Pomes, σ.76, σημ.234. Riis, σ.21, αριθ.40, σ.22, 23, 24. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.15, A16, σ. 44-45, 58, 69. Schiering, σ.79, 84.
75. Zahlhaas, Diss.1971, σ.28, Α58 και σ.29, Α59.
76. Zahlhaas, Diss.1971, σ.12, Α7.
77. Filow 1917, σ.33. Του ίδιου 1934, σ.220, σημ.3. Zontschew, στ.414. Byvanck, σ.43, σημ.77.
78. Filow 1917, σ.33. Του ίδιου 1934, σ.220, σημ.5. Zontschew, στ.414. Byvanck, σ.45, σημ.93.
79. D. Vučković-Todorović, Starinar XII (1961), σ.238, εικ. 16. Byvanck, σ.45, σημ. 96, σ.47.
80. Werner, στ.416, αριθ.2. Byvanck, σ.49, Β3. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.29, Α63.
81. Στην Κωνσταντινούπολη. Werner, στ.416, αριθ.4. Byvanck, σ.49, Α2. Zahlhaas,Diss.1971,σ.29, Α60.
82. Werner, στ.416, αριθ.3. Byvanck, σ.49, Β2. Zahlhaas, Diss.1971, σ.29, Α62.
83. Riis, σ.20, αριθ. 25. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.30, Α64.
84. Pernice 1920, σ.92-93. Του ίδιου, 1925, σ.22.
85. Sieveking, σ.127-128.
86. Zontschew, στ.415.
87. Filow 1917, σ.33. Του ίδιου 1934, σ.220.
88. Schefold, σ.332.
89. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.43.
90. Μ. Jatta, RM 23 (1908), σ.345 κ.ε., εικ.8-9. C. V. Macchioro, Jdl 27 (1912), σ.33, εικ. 8a-b. G. Cultrera, Ausonia VII (1912), σ.116 κ.ε., εικ.1. Schröder, σ.10 κ.ε., εικ.5-7. Pernice 1920, σ.86-87. Sieveking, σ.122, εικ.3. E.M.W. Tillyard, The Hope Vases (Cambridge 1923), σ. 128, αριθ.245, πίν. 32, 34. Chr. Blinkenberg-K. Friis Johansen, CVA Danemark, Copenhague-Musée National, σ.172, πίν.221:9. Pernice 1925, σ.22 κ.ε.,25 κ.ε., εικ.36. Μ. Massoul, CVA France, Musée National de Sèvres, Fasc. 13 (Paris 1934), σ.72, πίν.34:4-6,9. Beazley, σ.251. G. Hafner, CVA Karlsruhe (München 1951), σ.38, πίν.74:8. I. de Chiara, SE 28 (1960), σ.130-131, 134, πίν. VI: 3. Schneider-Herrmann 1964, σ.115 κ.ε. Η. Sichtermann, Sammlung Jatta in Ruvo (Tübingen 1966), σ.75-77, πίν. 132-135. A.D. Trendall, South Italian Vase Painting (British Museum 1966), σ.11, πίν. 6a. K. Schauenburg, Jdl 84 (1969), σ.35 κ.ε., εικ.4-6, σημ. 28. Zahlhaas, Beitr. 1971, σ.124, σημ.40. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.48. Schiering, σ.82 κ.ε. Κ. Schauenburg, AA 1981, σ.462 κ.ε., εικ.3,13-17, σ.470. Του ίδιου, RM 88 (1981), σ.107 κ.ε.
91. U. Jantzen, Bronzewerkstätten in Grossgriechenland und Sizilien (Berlin 1937), σ.64-65.
92. Radnóti, σ.107.
93. Züchner 1938, σ.21, 22.
94. Picard, σ.199, 200.
95. Byvanck, σ.42, 44, 46.
96. Ό.π.,σ.48.
97. Schneider-Herrmann 1964, σ.118.
98. Α. Furtwängler, Die Sammlung Sabouroff, I (Berlin 1883/1887), πίν. LXII. G. Leroux, Vases grecs et italogrecs (Paris 1912), σ.113, αριθ.197, πίν. XXIX. Amyx, σ.508-518, εικ.1-2. Beazley, σ. 61. A. Greifenhagen, Antike Kunstwerke (Berlin 1960), σ.17, πίν.48-49. Sparkes, σ.130-131, 135, πίν. XIV:f, XVII: f.
99. G. von Lücken, Griechische Vasenbilder (Berlin 1921), πίν.26. Beazley, σ.61. Schneider-Herrmann, 1964, σ.118, σημ.13
100. Riis, σ.22 κ.ε.26.
101. A. Dumont- J. Chaplain, LesCéramiques de la Grèce propre, Il (Paris 1890), σ.196 κ.ε., εικ.14. Pernice 1920, σ.87-88. Züchner 1938, σ.19, σημ.42. Του ίδιου, 1942, σ.13 κ.ε., KS 14, πίν.25.
102. Schneider-Herrmann 1964, σ.117-118.
103. Roliey, σ.462, 483, 484.
104. Χωρέμης, σ.214.
105. Olympia IV, σ.139, αριθ.868.
106. Όλυνθος: D. Μ. Robinson, Olynthus X (Baltimore 1941), σ.205, 206, 227, 245, αριθ.655-657, 659-661, 810, 974-975, πίν. LIV-LV, LXIV. Δωδώνη: Δ. Ευαγγελίδης, ΠΑΕ 1931, σ.85, εικ.2:10, σ. 88. Του ίδιου, ΠΑΕ 1932, σ.50, εικ.5. Του ίδιου, Ηπειρωτικά Χρονικά X (1935), σ.232, αριθ.22, 24, 25, πίν. 20β6-8. Κουλεϊμάνη-Βοκοτοπούλου, Πρόχοι, σ.52, αριθ.56, 57, εικ. ΧΧΙΙα-β, πίν. 31δ, 36α, στ, ζ, σ.60, αριθ.80, εικ. XXIII: στ, πίν.35α3. Περαχώρα: Κουλεϊμάνη-Βοκοτοπούλου, Πρόχοι, σ.53-54, αριθ.61-68. Κόρινθος: Gl. R. Davinson, The Minor Objects, Corinth XII (Princeton 1952), σ.70, αριθ.522, 523, πίν.49. Μεμονωμένα παραδείγματα έχουμε κι από τη Σταυρούπολη: BCH 105 (1981), σ. 824, εικ.102, σ.827, το Μέτσοβο: Κουλεϊμάνη-Βοκοτοπούλου 1975, σ.754, 756, αριθ.910, εικ.16-17, τη Βίτσα Ζαγορίου: Ιουλ. Κουλεϊμάνη, ΑΔ21 (1966): Χρονικά, σ.290, Πίν.292α, τους Δελφούς: P. Perdrizet, Fouilles de Delphes V (Paris 1908), σ.88, αριθ.399, εικ.295, την Αττική: Chr. Blinkenberg, Knidia (Kopenhagen 1933), σ.109, εικ.47, Riis, σ.34, εικ.24Α-Β, τη Ρόδο: Riis, σ.33, εικ.23.
107. Βρίνα, Κρέσταινα, Μπάμπες, Καλυβάκια, Στρέφι, Μπέχρου και Ήλιδα: Rolley, σ.467-470, 484, εικ.12-17. Γιαλούρης, σ.179, πίν.194γ. Ε. Diehl, Die Hydria (Mainz 1964), σ.44 κ.ε. πίν. 24:Β207. Χωρέμης, σ.210 κ.ε. πίν.34, 36, 37, και μεμονωμένες λαβές από την Ήλιδα: BCH 102(1978), σ.684, εικ.87 και την Ολυμπία: Olympia IV, αριθ.903 και εικ.1265, πίν. LXVIII. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.46.
108. Χωρέμης, σ.210 κ.ε. Το καρδιόσχημο φύλλο στις προσφύσεις των λαβών αγγείων, στην απλή του μορφή, ήταν γνωστό και από περιοχές εκτός Ελλάδας, κυρίως τη βόρεια και δυτική Ευρώπη και την Ιταλία: Hermeskeil-Armsheim: Déchelette, σ.947, εικ.645:2,3. Hradischt: Willers 1907, σ.23. Osterehlbeck: Willers 1901 σ.108, εικ.41. Rodenbach-Speyer: Jacobsthal-Langsdorf, σ.26, 46, πίν.28a-b. Stradonitz: Déchelette, σ.951, εικ.650:6. Spina: S. Aurigemma, La necropoli di Spina in Valle Trebba I (Roma 1960), σ.60, αριθ.17, πίν.47a. Bologna: Jacobsthal-Langsdorf, σ.13,46, πίν.9:102. Boscoreale: E. Pernice, AA1900, σ.195, εικ.24 πάνω δεξ. Chiusi: Zahlhaas, Diss. 1971, σ.48, σημ.89. Mezek: Filow 1937, σ.59, εικ.59. Riis, σ.32, 34. Taman: B. Pharmakowsky, AA 1913, σ.181, εικ.18. Zahlhaas, Diss. 1971, σ.46.
Και τρεις από τους κάδους που αναφέραμε, οι αριθ.50, 51 και 52, φέρουν στις προσφύσεις τους καρδιόσχημο φύλλο. Το φύλλο των κάδων μας μοιάζει με εκείνο του κάδου αριθ. 51 από τη Βουδαπέστη. Το σχήμα όμως του κάδου της Βουδαπέστης είναι πολύ διαφορετικό των δικών μας, καθώς τα τοιχώματα του σχηματίζονται πιο απότομα και δείχνουν έντονη την τάση να ανοίξουν προς τα πάνω, σχήμα που άρχισε να διαμορφώνεται από τον ύστερο -3ο αι. (Zahlhaas, Beitr.1971,σ.122-124, εικ.4:4).
109. Χωρέμης, σ.213-214, Πίν.34, 36β:α.
110. Κουλεϊμάνη-Βοκοτοπούλου 1975, σ.756.
111. Για τη σημασία και τη χρήση του κάδου βλ. Leonard,RE 5.Halbband (Stuttgart 1927), στ.415-417.
112. Amyx, εικ.1-2, σ.510 και Sparkes, πίν.XVI:c, σ.133.
113. Ηρόδοτος III20, φοινικηίου οίνου κάδον.
114. Sparkes, σ.135, πίν.XVII:f.
115. Schröder, σ.7-8, αριθ.12a, εικ.3.
116. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί XI, 500 κ.ε. τούς κάδους μέν ούν καλούσι γαυλούς πάντες οι προγάστορες.
117. Sparkes, σ.130-131, πίν. XIV:f. Πολυδεύκους, Ονομαστικόν X,31: ει δέ εκ φρεάτων ή λάκκων τό ύδωρ απαντλείς δέοι άν σκευών, αντλητήρος, αντλίας, ιμονιάς, ιμάντος, κάλου, σχοινίου, κάδου, τροχαλίας τάχα δέ καί κηλωνείου.
118. Ιλιάδα Ψ, στ.250-254. Ιλιάδα Ω, στ.791-797. Η. Dragendorff, Thera II (Berlin 1903), σ.29, 89 και σ.41 (Θήρα). BCH 81 (1957), σ.518-519, εικ.17 (Ντράφι). Γ. Ε. Μυλωνάς, Το Δυτικόν νεκροταφείον της Ελευσίνος A (Αθήναι 1975), σ.256, ταφή Ζα (Ελευσίνα). Α. Brückner - E. Pernice, AM18 (1893), σ.185 (Δίπυλο). Μ. Ανδρόνικος, ΑΑΑ Χ(1977), σ.27-28 (Βεργίνα). Ν. Γιαλούρης, ΑΔ21 (1966): Χρονικά, σ.165 (Γιάλοβα).
119. Είναι γνωστό ότι δύο από τους «κωδωνόσχημους» κάδους που αναφέραμε, οι αριθ.40 και 63, από το Dardano και το Fycklinge αντίστοιχα, αποτελούσαν τεφροδόχα αγγεία.
120. Χωρέμης, σ.208 κ.ε.

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Agora XII The Athenian Agora XII, Br. A. Sparkes - L. Talcott, Black and Plain Pottery (New Jersey 1970).
Amyx D. A. Amyx, A New Pelike by the Geras Painter, AJA 49 (1945).
Beazley J. D. Beazley, Etruscan Vasepainting (Oxford 1947).
Brizio E. Brizio, Il sepolcreto gallico di Montefortino presso Arcevia, Monumenti Antichi IX (1899).
Byvanck L. Byvanck-Quarles van Ufford, Remarques sur les relations entre l'Ionie grecque, la Thrace et l’Italie, Bull. Ant. Beschaving XLI (1966).
Comstock-Vermeule M. Comstock - C. Vermeule, Greek, Etruscan and Roman Bronzes in the Museum of Fine Arts Boston (Boston 1971).
Déchelette J. Déchelette, Manuel d’archéologie préhistorique celtique et galloromaineIV (Paris1927).
Ducati P. Ducati, Storia dell'Arte Etrusca (Firenze 1927).
Filow 1917 B. Filow, Denkmäler der thrakischen Kunst, RM 32 (1917).
Filow 1934 B. Filow, Die Grabhügelnekropole bei Duvanlij in Südbulgarien (Sofia 1934).
Filow 1937 B. Filow, Die Kuppelgräber von Mezek, Bull, de l’Institut Archéologique BulgareXI (1937).
Greifenhagen A. Greifenhagen, Ein verlorenes Werk korinthischer Toreutik? RM 54 (1939).
Χωρέμης Άγγ. Χωρέμης, Χαλκαί υδρίαι εξ Ηλείας, ΑΕ 1969.
Jacobsthal Ρ. Jacobsthal, Early Celtic Art (Oxford 1969).
Jacobsthal-Langsdorf P. Jacobsthal - A. Langsdorf, Die Bronzeschnabelkannen (Berlin 1929).
Γιαλούρης N. Γιαλούρης, Τυχαία ευρήματα από Καλυβάκια Σκιλλουντίας, ΑΔ 19
(1964): Χρονικά.
Κουλεϊμάνη-Βοκοτοπούλου,
Πρόχοι I. Κουλεϊμάνη-Βοκοτοπούλου, Χαλκαί κορινθιουργείς πρόχοι (Αθήναι 1975).
Κουλεϊμάνη-Βοκοτοπούλου 1975 I. Κουλεϊμάνη-Βοκοτοπούλου, Le trésor de vases de bronze de Votonosi, BCH 99 (1975).
Küthmann H. Küthmann, Beiträge zur hellenistisch-römischen Toreutik, Jahrbuch des Römisch- Germanischen Zentralmuseums, Mainz 5 (1958).
Lamb W. Lamb, Ancient Greek and Roman Bronzes (Chicago 1969).
Levi D. Levi, La tomba della Pellegrina a Chiusi, Rivista del R. Instituto d’Archeologia e Storia dell’ Arte IV (1932/33).
Maiuri A. Maiuri, La casa del Menandro e il suo tesoro di argenteria (Pompei 1932).
Meyer E. Meyer, Neue peloponnesische Wanderungen (Bern 1957).
Mustilli D. Mustilli, Altavilla Silentina-Tombe lucane, Notizie degli Scavi di Antichità XIII (1937).
Neugebauer 1926 K. A. Neugebauer, Gnomon II (1926).
Neugebauer 1934 K. A. Neugebauer, Zeus von Dodona, Jdl 49 (1934).
Olympia IV A. Furtwängler, Die Bronzen (Berlin 1890).
Onaiko N. A. Onaiko, Antiker import im Gebiet von Prinzeprovje und Pobuschje im 4-2 Jh. V. Chr., (Mockba 1970).
Παρλαμά Λ. Παρλαμά, Νεκροταφείο του Δ' αι. π.Χ. παρά το Μάζι Ολυμπίας, AAA V (1972), τεύχ.2.
Pernice 1920 E. Pernice, Tarentiner Bronzegefässe, Jdl 35 (1920).
Pernice 1925 E. Pernice, Gefässe und Geräte aus Bronze, die hellenistische Kunst in Pompeji IV (Berlin und Leipzig 1925).
Picard Ch. Picard, L'Art ionien de l’Anatolie à la Grèce du Nord, Manuel III, 1 (Paris 1948).
Pomes G.M.V. Pomes, Chronologia delle situle rinvenute in Etruria, SE 25 (1957).
Popovic-ManoZisi... B. Popovic - D. Mano-Zisi - M. Velickovic - B. Jelicic, Anticka Bronza u Jugoslaviji-Narodni Muzej-Beograd 1844-1969 (Beograd 1969).Radnóti Al. Radnóti, Die römischen Bronzegefässe von Pannonien (Budapest 1938).
Riis P. J. Riis, The Danish Bronze Vessels of Greek, EarlyCampanian and Etruscan Manufactures, Acta Archaeologica 30 (1959).
Rolley Cl. Rolley, Hydries de bronze dans le Péloponèse du Nord, BCH 87 (1963).
Rumpf A. Rumpf, Relief in Villa Borghese, RM 38-39 (1923/24).
Schefold K. Schefold, Gnomon 15 (1939).
Schiering O. W. Schiering, Zeitstellung und Herkunft der Bronzesitula von Waldalgesheim, Hamburger Beiträge zur Archäologie V, 1 (1975).
Schneider-Herrmann 1957 G. Schneider-Herrmann, Athena im Gigantenkampf-Elfenbeingruppe aus
Paestum, Bull. Ant. Beschaving 32 (1957).
Schneider-Herrmann 1964 G. Schneider-Herrmann, Tarentiner situla in Leiden, Bull. Ant. Beschaving 39 (1964).
Schröder B. Schröder,Griechische Bronzeeimer im Berliner Antiquarium,74es Winckelmannsprogramm (Berlin 1914).
Schumacher K. Schumacher, Beschreibung der Sammlung antiker Bronzen (Karlsruhe 1890).
Sieveking J. Sieveking, Ein grossgriechisches Tonmodell für toreutische Arbeit, Münchner Jahrbuch XII (1921/22).
Sparkes B. A. Sparkes, Illustrating Aristophanes, JHS XCV (1975).
Θέμελης Π. Θέμελης, Σκιλλούς, ΑΔ 23 (1968): Μελέται.
Werner AA 1936.
Willers 1901 H. Willers, Die römischen Bronzeeimer von Hemmoor (Hannover und Leipzig 1901).
Willers 1907 H. Willers, Neue Untersuchungen über die römische Bronzeindustrie von Capua und von Niedergermanien (Hannover und Leipzig 1907).
Wuilleumier 1930 P. Wuilleumier, Le trésor de Tarente (Paris 1930).
Wuilleumier 1939 P. Wuilleumier, Tarente des origines à la conquête romaine (Paris 1939).
Zahlhaas, Beitr. 1971 G. Zahlhaas, Der Bronzeeimer von Waldalgesheim, Hamburger Beiträge zur Archäologie 1,2 (1971).
Zahlhaas, Diss. 1971 G. Zahlhaas, Grossgriechische und römische Metalleimer, Diss. München 1971.
Zontschew D. Zontschew, Ein neuer Bronzeeimer aus Thrakien, AA 1936.
Züchner 1938 W. Züchner, Der Berliner Mänadenkrater, 98es Winckelmannsprogramm (Berlin1938).
Züchner 1942 W. Züchner, Griechische Klappspiegel (Berlin 1942).