.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Βολιμίδια: Οι ανασκαφές Μαρινάτου, 1953- 4




Οι ανασκαφές του 1953

 Αι ανασκαφαί του 1953 εν Πύλω διεξήχθησαν κατά Ιούλιον και Αύγουστον. Σκοπός ετέθη εφέτος, να εξακριβωθή κατά το δυνατόν η έκτασις των μελλουσών ερευνών και αι ελπίδες τας οποίας παρέχει η συνέχισις του ανασκαφικού έργου. Προς τούτο ηρευνήθησαν εννέα τάφοι εκ των συστάδων, αίτινες εξηκριβώθησαν ήδη από του προηγουμένου έτους, εγένετο έρευνα εις νέας θέσεις ιιεσονειότερον, επί της κορυφογραμμής Ρούτση, και τέλος ανεζητήθη ο συνοικισμός, εις τον οποίον ανήκουσιν αι συστάδες των τάφων.
 Η τοποθεσία Βολιμίδια, εν χιλιόμετρον προς Β. της κωμοπόλεως Χώρας και πέντε περίπου από του ανακτόρου Εγγλιανού, παρουσιάζει πολλάς συστάδας μυκηναϊκών θαλαμωτών τάφων, ως ήδη εξετέθη πέρυσιν. Εφέτος ηρευνήθησαν τρείς τάφοι της συστάδος Κορωνιού και εξ της συστάδος Αγγελοπούλου. Αι δύο συστάδες απείχον αλλήλων περί τα 200μ, πέρυσιν, αλλ΄ ήδη η απόστασις μεταξύ αυτών ελαττούται σταθερώς δια της ανακαλύψεως των νέων τάφων. Εις την συστάδα Κορωνιού ανεσκάφη εις νέος τάφος, ο 4 (σχ.7), παραπλεύρως του τάφου 1 (ανασκαφέντος πέρυσιν υπό του συναδέλφου κ. Γεωργίου Μυλωνά). Ταυτοχρόνως απεκαλύφθη, ότι ο τάφος 1 φέρει εις την αριστερά τω εισερχομένω παρειάν του δρόμου του ένα εισέτι μικρόν τάφον, προσιτόν δια μικράς θύρας κατ’ ευθείαν εκ του δρόμου. Ο δεύτερος δι ούτος τάφος δίδει πρόσοδον εις τρίτον έτι μεγαλύτερον, ώστε ο τάφος 1 Κορωνιού είναι τριπλούς (βλ. σχ.1).
 Πάντων των τάφων τούτων τα σχήματα είναι κυκλικά, οι νεκροί κείνται εκτάδην επί του δαπέδου ή εντός λάκκων ανοιγομένων επί του δαπέδου, των δε παλαιοτέρων νεκρών τα οστά ανευρίσκονται εντός μικρών βόθρων ή κογχών κατά την περιφέρειαν του θαλάμου ανοιγομένων. Τα κτερίσματα ήσαν ολίγα και συνήθη, διότι οι τάφοι είχον απογυμνωθή τούτων λόγω της μακροχρονίου χρήσεως.
 Περί τα 10μ. δυτικώτερον, εις την αυτήν δε γραμμήν προς τον ήδη γνωστόν τάφον 3, ανεκαλύφθησαν οι τάφοι 5 και 6. Ο πρώτος ήτο μικρός, πενιχράς κατασκευής και επί πλέον είχε καταστραφή κατά την Ρωμαϊκήν αυτοκρατορικήν περίοδον (σχ.8). Το κυριώτερον εύρημα εξ αυτού ήτο ριθμός λιθίνων βελών και άλλων μικρών αιχμών ή κοπτερών λεπίδων εκ πυρίτου και άλλων σκληρών λίθων.

 Ο τάφος 6 είναι ενδιαφέροντος σχήματος (σχ.9). Την ύπαρξίν του επρόδωσεν εις ημάς η παρουσία ωραίας και μεγάλης κυπαρίσσου, ης το ανάστημα δεν εδικαιολογείτο επί του ξηρού συμπαγούς βράχου. Ο δρόμος φέρει αριστερά και έτερον βοηθητικόν μικρόν τάφον, ο δε θάλαμος του κυρίως τάφου δύναται να χαρακτηρισθή σωστόν μυκηναϊκόν columbarium, λόγω των πολλών κογχών εις διάφορα ύψη των τοιχωμάτων του. Φέρει 14 κυρίας κόγχας και βόθρους, ων αι από του αρ. 9 μέχρι του 14 είναι κοιλότητες εις διάφορα από του δαπέδου ύψη. Εκ των ευρημάτων ιδιαιτέρως πρέπει να μνημονευθή το της κόγχης 5, διότι είναι η συλλογή εργαλείων ενος προϊστορικοῦ τεχνίτου (εικ.1): Μία σφύρα (χάλιξ) εκ σκληρού λίθου, τριπτήρ κυβικού σχήματος εκ ψαμμίτου, ακόνη φέρουσα και εγκοπήν, εκ ψαμμίτου ωσαύτως, λίθινον πλακίδιον, όπερ ήτο η ορθή γωνία του τεχνίτου, ακόνη σχήματος σικυτοειδούς φέρουσα και οπήν προς ανάρτησιν, μετάλλινα δε εις κοπεύς διατηρών τμήμα της οστεΐνης λαβής, μία μονόστομος μάχαιρα διατηρούσα ίχνη της ξυλίνης λαβής, μία σμίλη και εις οπεύς, πάντα εκ χαλκού. 

Εικ. 1. Κορωνιού, τάφος 6. Εργαλεία Μυκηναίου τεχνίτου.

 Είς την συστάδα Αγγελοπούλου δύο τάφοι είχον ήδη καθαρισθή κατα την προηγουμένην σκαφικήν περίοδον, ο 1 τελείως (ο μέγιστος των μέχρι τούδε ανακαλυφθέντων) και ο 2 ατελώς. Μία μόνη τάφρος ανοιχθείσα βορειότερον, απεκάλυψεν ετέρους 7 δρόμους, οι δ΄ υποτιθέμενοι τάφοι αριθμήθησαν από 3 μέχρις 9. Προς το τέλος της σκαφικής περιόδου απεδείχθη, ότι το εν κατασκεύασμα (το υπ’ αρ.3) ήτο κεραμεική κάμινος Ελληνιστικής ή Ρωμαϊκής εποχής, οι δ’ άλλοι εξ ήσαν τάφοι. Διετηρήθη όμως η αρχική αρίθμησις και διατηρείται και νυν, δια να μη επέλθη σύγχυσις εις τα κιβώτια των ευρημάτων, άτινα μετεφέρθησαν εις το ιδρυόμενον Μουσείον Χώρας.
Η συστάς των τάφων τούτων παρουσίασεν ασύνηθες ενδιαφέρον, ου μόνον δια την διατήρησιν των τάφων, αλλά και δια τας γενομένας ταφικάς παρατηρήσεις, αι οποίαι χύνουσι νέον φως εις τας παραδόσεις της κλασσικής αρχαιότητος τας σχετικάς προς τον σεβασμόν ή και την λατρείαν των προγόνων.

 Ο τάφος 2, προσιτός δια δρόμου βαθμιδωτού, είχεν ερευνηθή εν μέρει το προηγούμενον έτος. Ήδη έκτοτε είχε τονισθή, ότι κατά την Ελληνιστικήν εποχήν φαίνεται. να ησκήθη λατρεία, διότι ευρέθη πυρά εντός του δρόμου. Η συμπλήρωσις της ανασκαφής εβεβαίωσε την εικασίαν. Τα στρώματα εντός του τάφου, όστις ήτο πλήρης επιχώσεως μέχρι της κορυφής, είναι διδακτικά. Δεικνύουν ότι μέχρι τινός ο τάφος επληρούτο βαθμηδόν δια της οπής της στέγης. Κατόπιν επληρώθη αποτόμως το υπόλοιπον ανώτατον μέρος, λόγω αιφνιδίας διευρύνσεως της οπής, έκτοτε δ΄ ο τάφος ελησμονήθη.
 Η ελληνιστική λατρεία εντός του δρόμου του τάφου απεδείχθη ότι ησκήθη και εις το εσωτερικόν του θαλάμου, όστις ήτο σχεδόν κενός παντός μυκηναϊκού ευρήματος. Το δάπεδόν του διαιρείται εις δύο διά χαμηλού χωρίσματος αφεθέντος επίτηδες κατά την λάξευσιν του τάφου. Το βόρειον ήμισυ του κύκλου του δαπέδου κατελαμβάνετο από μίαν πυράν, καείσαν επ’ αυτού του δαπέδου, εν τω μέσω δε ταύτης έκειτο, άριστα διατηρούμενος, ο σκελετός χοίρου εις στάσιν υπτίαν, με τους πόδας προς τον ουρανόν. Το νότιον ήμισυ του δαπέδου έφερεν ωσαύτως τα ίχνη άλλης πυράς, εφ’ ης έκειντο τα τεμάχια ενός μυκηναϊκού και ενός ελληνιστικού αγγείου.
 Τεμάχια ελληνιστικής κεραμεικής περιείχεν ολόκληρος η επίχωσις του τάφου, εις δε το πέρυσιν ευρεθέν νόμισμα του Άργους προσετέθη εφέτος και έτερον της Μεσσήνης.

Εικ. 2 Αγγελοπούλου, τάφοι 7, 6, 5 και 4. Διακρίνονται οι λακκοειδείς Ελληνιστικοί τάφοι.

 Των λοιπών εξ τάφων λεπτομερής περιγραφή δεν είναι δυνατή. Θα σημειωθώσι μόνον τα κυριώτερα εκάστου χαρακτηριστικά. Των πρώτων τεσσάρων (4-7) αι στέγαι ευρέθησαν διάτρητοι και οι θάλαμοι ήσαν πλήρεις επιχώσεως, ένθα εγένοντο ενδιαφέρουσαι παρατηρήσεις, διότι γενικώς η σκόπιμος ή τυχαία διάτρησις των τάφων συνέβη κατά την Ελληνικήν πρώιμον προκεχωρημένη εποχήν. Οι δύο τελευταίοι τάφοι (8-9) διετήρουν αθίκτους τας στέγας αυτών. Ο 9 ήτο κατά το ήμισυ περίπου πλήρης επιχώσεως, λόγω της παραβιάσεως της θύρας αυτού. Ο 8 όμως ήτο τελείως άθικτος και περιήλθεν εις ημάς, όπως αφήκαν αυτόν οι τελευταίοι Μυκηναϊκοί επισκέπται του.
 Πάντες οι εξ τάφοι κείνται παραπλεύρως αλλήλων (εικ.2), έχοντες τους δρόμους προς Δ. και τους θαλάμους προς Α. με αξονικότητα πρακτικώς ακριβή. Η τεχνική αυτών κατασκευή είναι η αυτή, με ασημάντους μόνον παραλλαγάς (τούτο δε ισχύει περί πάντων των μέχρι τούδε ερευνηθέντων τάφων).
 Οι δρόμοι είναι βραχείς, με κατωφερή, σπανίως βαθμιδωτά δάπεδα, τοιχώματα κάθετα και πλάτος ευρυνόμενον εφόσον προχωρούμεν προς την είσοδον του τάφου. Οι θάλαμοι είναι πρακτικώς τέλειοι κύκλοι συγκλίνοντες σχεδόν κανονικώς εις θόλον. Προς το μέρος της θύρας όμως, επειδή ενίοτε λαμβάνεται φροντίς να είναι κάθετοι και εσωτερικώς αι ακμαί των παραστάδων της θύρας, η υπεράνω ταύτης θόλωσις του τάφου συντελείται με αποτομώτερον ρυθμόν, ίνα η κορυφή της θόλου συμπέση προς το μέσον του τάφου. Η κορυφή αύτη καταλήγει εις μαστοειδή εσοχήν, ήτις πέρυσιν ηρμηνεύθη ως έχουσα σχέσιν προς μηχανικόν τινα οδηγόν, βοηθούντα εις την κανονικην λάξευσιν του τάφου

 Αι εφετειναί ακριβείς μετρήσεις απέδειξαν, ότι η μαστοειδής κοιλότης δεν συμπίπτει προς το μαθηματικόν κέντρον του τάφου (σχ.10). Κατά την περιφέρειαν των τάφων, ενίοτε δε και ολίγον υψηλότερον εις τα τοιχώματα του θαλάμου, λαξεύονται μικροί ημικυκλικοί περίπου βόθροι ή κόγχαι, ένθα αποτίθενται τα οστά των παλαιοτέρων νεκρών και όσα κτερίσματα δεν είχον αξίαν δια τους επιζώντας.
Ο τάφος 4 είναι μέγας και ωραίος (σχ.11). Ήτο πλήρης επιχώσεως, ήτις περιείχεν άφθονον κεραμεικήν Ρωμαϊκής και Πρωτοχριστιανικής εποχῆς, τεμάχια υαλίνων αγγείων, τεμάχια λύχνων (εις μετά σταυρού) και 15 νομίσματα χαλκά Ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, ως και σκαραβαίον της αυτής,ως υποθέτω, εποχής.
Του τάφου 5 (σχ.12) η θύρα εφράχθη κατά τινα των μεταγενεστέρων χρησιμοποιήσεων δια μεγάλης πλακός ευρεθείσης εις την θέσιν της (εικ.3). Η επίχωσις του θαλάμου περιείχεν άφθονα σχετικώς γεωμετρικά αγγεία, διπλούν πέλεκυν χαλκούν, χαλκά τινα αντικείμενα και ολίγα τεμάχια ηλέκτρου.

Εικ. 3. Αγγελοπούλου, τάφος 5, με την είσοδό του φραγμένη από μεγάλη πλάκα.

 Ο τάφος 6 (σχ.13) παρουσίασε το μεγαλύτερον ενδιαφέρον. Προ του ανωφλίου ευρέθη διαγωνίως εντός του δρόμου ο σκελετός μεγάλου ανδρός (1,90 μήκος, παρά την ανέγερσιν της κεφαλής επί του τοιχώματος του δρόμου, ώστε πιθανώς το αρχικόν ύψος του ανδρός τούτου ήτο 2 μέτρων). Δυστυχώς η χρονολογία του παραμένει προβληματική, διότι ήτο ακτέριστος. Η επίχωσις του θαλάμου περιείχεν εις τα ανώτερα στρώματα πλήθος ρωμαϊκής κεραμεικής (terra sigillata), αλλά και μελαμβαφή και υστερογεωμετρικά αγγεία. Ομού μετά τούτων ανευρέθησαν οστά πελωρίων ζώων, άτινα δυνατόν να προέρχωνται εκ κάπρων, βοών ή ελάφων (ελπίζομεν να καταστή δυνατή η ἐξέτασις των παρ΄ ειδικού), καθώς και κέρατα ελάφων σεβαστου μεγέθους. Τούτο μας δίδει την απόδειξιν, ότι μέχρι της Ρωμαϊκής εποχής τα θηρία ταύτα έζων εις την περιοχήν, πράγμα άλλως το οποίον αναφέρει ο Παυσανίας ρητώς περί Σκιλλούντος (V 6, 6).
 Eντός oλίγου όμως, το πράγμα προσέλαβεν ιδιαίτερον ενδιαφερον. Διότι μόλις ετελείωσεν η ελληνική επίχωσις (ήτις εις πάντας ανεξαιρέτως τους τάφους έχει μελανόν χρώμα) και ήρχισεν η μυκηναϊκή (ήτις πάλιν πάντοτε έχει το υπόλευκον χρώμα του πώρου ένθα ελαξεύθησαν οι τάφοι), το πρώτον πράγμα το οποίον ανεφάνη, ήτο ωραία κεφαλή ελάφου πηλίνη.

Αγγελοπούλου τάφος 6: Τριποδικό ρυτό με σφαιρικό σώμα, κάθετη λαβή και ψηλό λαιμό, ο οποίος φέρει έξεργο δακτύλιο και καταλήγει σε πεπλατυσμένο οριζόντιο χείλος. Πρόκειται για ιδιόμορφο αγγείο, θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο φέρει οπές στον πυθμένα, στα τρία πόδια του καθώς επίσης και στα τρία πλαστικά ζωόμορφα διακοσμητικά στοιχεία τα οποία εκφύονται γύρω από το λαιμό του.
 Εντός ολίγου κατέστη φανερόν, ότι επρόκειτο περί μυκηναϊκού ρυτού κοσμουμένου με κεφάλας ελάφων και βοός (εικ.4). Το δε αγγείον τούτο ίστατο ως ανώτατον πάντων επί σωρού 50 περίπου διαφόρων μυκηναϊκών αγγείων, άτινα απετέλουν ποτέ τα κτερίσματα των νεκρών του τάφου (εικ.5).

Εικ. 5, Αγγελοπούλου, τάφος 6, σωρός αγγείων

 Οταν εφθάσαμεν εις το δάπεδον του τάφου, εύρομεν δύο νεκρούς εντός αβαθών λάκκων, φέροντας μυκηναϊκά και ελληνιστικά κτερίσματα ομού (εικ.6). Ώστε η ιστορία του τάφου τούτου παρουσιάζεται ως εξής: Κατά την Ελληνιστικήν εποχήν ηνοίχθη. Οι δύο νεκροί έτυχον τιμών και κτερισμάτων. Ο σωρός των αγγείων (ίσως εκ της Μυκηναϊκής εποχής προερχόμενος) με το ρυτόν των ελάφων επί κεφαλής, έδωκεν αφορμὴν εις την δοξασίαν, ότι ήρωες των θηρίων, ηρωικοί κυνηγοί ή τι ανάλογον είχον αποτεθή εντός του τάφου. Εντεύθεν ορμηθέντες οι άνθρωποι εσέβιζον τους νεκρούς του τάφου μέχρι της Ρωμαϊκής εποχής, ρίπτοντες δια της οπής της στέγης κέρατα, κρανία και τεμάχη εκ των φονευομένων θηραμάτων.

Εικ. 6. Αγγελοπούλου, τάφος 6, νεκρός εκτερισμένος με ψευδόστομον αμφορέα είς τον αριστερόν μηρόν και ελληνιστική λύχνον είς τον δεξιόν ώμον.

 Των τάφων 7 και 9 (σχ.14, 15) (του τελευταίου διπλού) (εικ.7) παρατρέχομεν την περιγραφήν χάριν συντομίας. 
 Ο τάφος 8 (σχ.16), μόλις αφηρέθησαν οι πρώτοι λίθοι, οίτινες ανήκον εις την άθικτον τείχισιν της θύρας, παρουσίασε τον κυκλικόν θάλαμον τελείως κενόν επιχώσεως (μόλις περί τα 10 εκ επιχώσεως υπήρχον επί του δαπέδου).
 Εις το βάθος διεφαίνοντο τα κοιλώματα δύο κογχών και σωρός λεπτών θρυμμάτων οστών, εφ΄ ων εν μηριαίον και μία κνήμη πρακτικώς ακεραία. Αριστερα τω εισερχομένω έκειτο ο μόνος κατά χώραν σκελετός, εκτάδην, με την κεφαλήν κεκλιμένην επί του δεξιού κροτάφου. Παρά τον αριστερόν ώμον του νεκρού έκειτο τρίωτον αμφορείδιον, 24 δε άλλα αγγεία καθ’ όλην την λοιπήν έκτασιν του δαπέδου και κατά ωρισμένην σειράν. Εξαιρέσει ενός κυλινδρικού αλαβάστρου, πάντα τα λοιπά ήσαν εις κεκλιμένην θέσιν ή και ανάστροφα.

Εικ. 7. Αγγελοπούλου, τάφος 9, είσοδος και κόγχη.

 Γενικώς ως προς τας ταφάς παρατηρούμεν τα ακόλουθα: Εις τα δάπεδα των τάφων απετίθεντο οι νεκροί εκτάδην. Όταν ο τάφος επληρούτο, οι παλαιότεροι νεκροί απεκομίζοντο και τα οστά των ετίθεντο εντός επί τούτω ανοιγομένων κογχών ή βόθρων. Δια τούτο εντός των βόθρων ανευρίσκονται συχνάκις αγγεία ΥΕ Ι περιόδου, τα οποία σχεδόν ουδέποτε ευρέθησαν επί των δαπέδων, ένθα μόνον ΥΕ ΙΙΙ κεραμεική, μέχρι και της τελευταίας φάσεως, ανευρίσκεται. Οι ύστατοι των νεκρών εθάπτοντο εντός λάκκων ανοιγομένων εις τα δάπεδα των τάφων, ούτοι δε είναι σχεδόν πάντοτε ακτέριστοι, αν και οι λάκκοι ανακαλύπτονται συνήθως άθικτοι και καλυπτόμενοι εισέτι υπό των πλακών των.
 Αι επιχώσεις των δρόμων ευρέθησαν πάντοτε άθικτοι, παρουσιάζουσαι το υπόλευκον Μυκηναϊκής εποχής πωρόχωμα, εντός του οποίου τα όστρακα ήσαν μόνον μυκηναϊκά, συχνότατα δε πρωτομυκηναικά. Μόνον προ της θύρας εκάστου τάφου υπήρχε σφηνοειδές τμήμα μελανής γης, περιεχούσης δε και ελληνικήν κεραμεικήν ενίοτε. Κατά ταύτα μετά την πρώτην ή τας πρώτας ταφάς ο δρόμος των τάφων επληρούτο ολοσχερώς καθαρού χώματος, προερχομένου εκ της λαξεύσεως του μαλακού υπολεύκου πώρου.
 Κατά τας μεταγενεστέρας ταφάς ηνοίγετο μικρόν μόνον τμήμα του δρόμου προ της θύρας. Αφηρείτο το ανώτερον ήμισυ της τειχίσεως της θύρας και κατεβιβάζετο ο νεκρός εντός του τάφου. Αι παρατηρήσεις έδειξαν, ότι η θύρα δεν εκλείετο πλέον μετά της αυτής φροντίδος, εχρησιμοποιείτο μια πλαξ (τάφος Αγγελοπούλου 5) ή ετοποθετούντο μερικοί λίθοι ομού μετά φρυγάνων, ώστε να σχηματισθή πρόχειρος έμφραξις της θύρας, και επανερρίπτοντο τα χώματα. Οι περισσεύοντες λίθοι εκ της αρχικής τειχίσεως της θύρας αφήνοντο εντός του δρόμου, ως έδειξαν επανειλημμένα περιστατικά.
 Προ των θυρών των τάφων εγίνοντο σπονδαί και αι χρησιμοποιούμεναι κύλικες εθραύοντο επί τόπου. Πάντοτε ευρέθησαν τα τεμάχια προ των θυρών ή μεταξύ των λίθων της θύρας ή σπανιώτερον και εντός του δρόμου (εικ.8).

Εικ. 8. Αγγελοπούλου, τάφος 6, θραυσμέναι κύλικες προ της εισόδου

 Ανεσκάφησαν ήδη αρκετοί τάφοι, ώστε να δυνάμεθα να συναγάγωμεν το συμπέρασμα, ότι παρά την μεγαλοπρέπειαν και το μέγεθός των δεν περιέχουν ιδιαιτέρως πολύτιμα ευρήματα. Εκ πολυτίμου μετάλλου ουδέν ίχνος παρουσιάσθη μέχρις ώρας, ακόμη δε και τα χαλκά ευρήματα είναι εξαιρετικώς σπάνια. Φαίνεται ότι αφηρούντο επιμελώς κατά τους μεταγενεστέρους ενταφιασμούς. Ευτυχώς ανευρίσκονται αρκετά αγγεία εκ των ΥΕ Ι ενταφιασμών, τούτων δ΄ η πλειονότης είναι μόνωτα κύπελλα (του λεγομένου τύπου Βαφειού), ων μέγας αριθμός φέρει ως διακόσμησιν την «διάστικτον σπείραν».

Από τον τάφο Αγγελοπούλου 4. Αριστερά: Κεραμική υδρία ύστερης Γεωμετρικής περιόδου.Δεξιά: Χάλκινος διπλούς πέλεκυς μικρών διαστάσεων.
 Ίσως αποδειχθή κάτι περισσότερον από απλή σύμπτωσις, ότι εις τα αντίπεραν της Μεσογείου εύρε τεμάχια της αυτής κεραμεικής εις την Λιπάραν ο δόκτωρ Β. Βρέα. Δύο γλυπταί λίθοι εκ της πρωίμου Μυκηναϊκής περιόδου ανεκαλύφθησαν ωσαύτως, η μία εκ σαρδώνυχος, παριστώσα γνωστόν θέμα ("ιστία πλοίου") και η άλλη εξ ερυθρωπού ιάσπιδος, φέρουσα ωραίαν παράστασιν λεαίνης και υπέρ αυτήν πτηνόν, κάτωθεν δ΄ αυτής βουκράνιον.
 Τα Βολιμίδια, ένθα αι συστάδες των ανωτέρω τάφων, είναι ωραία και εύφορος τοποθεσία. Εις απόστασιν 500 μέτρων αναβλύζουσιν αι άφθονοι πηγαί του Κεφαλοβρύσου, ων τα ύδατα ου μόνον τροφοδοτούσι το υδραγωγείον ης Χώρας, αλλά και αρδεύουσι, μεγάλας εκτάσεις καλλιεργησίμου γης. Εκεί πλησίον πρέπει να έκειτο ο ακμαίος συνοικισμός, εις τον οποίον ανήκουσιν οι τάφοι. Διάφοροι δοκιμαί εγένοντο, αλλ’ υπό δυσμενείς όρους λόγω της εντατικής καλλιεργείας.
 Πασών επιτυχεστέρα υπήρξεν η εις τα κτήματα του κ. Δημητρίου Πατριαρχέα, περί τα 100μ. προς Ν. των τάφων και αμέσως δεξιά της οδού της αγούσης εις Κεφαλόβρυσον. Εις αρκετά σημεία υπάρχουσι, λείψανα τοίχων, καλύπτονται όμως σήμερον υπό αμπέλων.
 Εις εν σημείον ο βράχος εφαίνετο κοίλος, εντὸς δε της κοιλότητος φύεται ελαία. Δοκιμή γενομένη εκεί έδειξεν, ότι δεν πρόκειται περί τάφου. Τοιχάριον με διεύθυνσιν απὸ Ν. προς Β. εισχωρεί μέχρι βάθους 1μ. περίπου, εις το στρώμα δε τούτο ευρέθη αφθονία κεραμεικής ΥΜ ΙΙΙ, κυρίως μέγα πλήθος ποών κυλίκων. Μετά το 1μ. βάθους παύουσι ταυτοχρόνως και ο τοίχος και αι κύλικες. Η δοκιμή ημών έφθασεν εις εν εισέτι μέτρον βάθους, ενταύθα δε πάσα η χρονολογήσιμος κεραμεική είναι ΥΕ Ι, ένθα αφθονούσι πάλιν τα κύπελλα τύπου «Βαφειού». Πολλά τεμάχια πίθων μετά σχοινιωτής διακοσμήσεως ανεφάνησαν, πολλά οικιακής χρήσεως όστρακα κεράμων, τεμάχια πλίνθων ωμών, τέφρα και άνθρακες, ουδέν όμως ίχνος τοίχου. Τα ευρήματα είναι τόσον πυκνά, ώστε δίδουσι την εντύπωσιν αποθέτου. Ίσως αι μέλλουσαι σκαφαί κατά το σημείον τούτο αποβώσι περισσότερον διαφωτιστικαί.

Τάφος Αγγελοπούλου 7: Αριστερά, Μυκηναϊκό γυναικείο ειδώλιο τύπου Ψ. Η μορφή έχει τα χέρια απλωμένα και ελαφρά υψωμένα. Δεξιά: Ειδώλιο σε μορφή ταύρου.
Τάφος Αγγελοπούλου 8: Κύπελλα τύπου "Κεφτί"
Αριστερά από τον τάφο Αγγελοπούλου 5, Πρόχους με τριφυλλόσχημο στόμιο και γραπτή διακόσμηση με καστανό χρώμα, η οποία συνισταται σε παράλληλες περιμετρικές γραμμές Δεξιά από τον τάφο Αγγελοπούλου 6, μικρό φλασκί με ομόκεντρους κύκλους ως διακοσμητικό μοτίβο


Οι ανασκαφές του 1954
 Aι ανασκαφαί του έτους τούτου διεξήχθησαν κατά τους μήνας Ιούλιον, το πρώτον δεκαήμερον του Αυγούστου και, κατόπιν μηνιαίας διακοπής λόγω του Διεθνούς Φιλολογικού Συνεδρίου της Κοπεγχάγης, ένθα μετέσχον ως αντιπρόσωπος της τε Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Πανεπιστημίου Αθηνών, επί δέκα εισέτι ημέρας του Σεπτεμβρίου. Αι ανασκαφαί εφέτος εξετάθησαν εις ευρυτέραν τοπικήν περιοχήν της Πυλίας, διότι προέχει κυρίως το γεγονός, να κερδίσωμεν συνολικήν εικόνα του πολιτισμού της περιοχής ταύτης. Τα αποτελέσματα υπήρξαν πράγματι λίαν ενθαρρυντικά, διότι η Δυτική Μεσσηνία αποδεικνύεται πλήρης ακμαίου και τόσον πυκνού Μυκηναϊκού πολιτισμού, ώστε αναμφισβητήτως πρέπει να απετέλει τότε, ομού μετά του Αργολικού πεδίου, δύο πρωτεύοντα κέντρα της Ελλάδος. Τούτο άλλως ενθυμείται καλώς και η παράδοσις, διότι παρ’ Ομήρω η στρατιωτική συμβολή του Νέστορος έρχεται δευτέρα μετά την του Αγαμέμνονος. Κατά την εφετεινήν περίοδον μετ’ ευχαριστήσεως έσχομεν αρκετάς επισκέψεις ημεδαπών και ξένων επισκεπτών. Ο έφορος του Αρχαιολογικού Μουσείου του Leiden κ. Η. Brunsting ελθών εξ Ολλανδίας διέτριψεν ένα μήνα και συμμετέσχεν ευγενώς εις την διεξαγωγήν της ανασκαφής. Ο επιμελητής της Ακροπόλεως κ. Σπ. Ιακωβίδης μετέσχεν ωσαύτως επί ένα μήνα, εκπονήσας και τα σχέδια μετά της οικείας αυτώ ακριβείας και καλαισθησίας. Ομάς φοιτητών μου εκ των κ. κ. G. Beckel, Διον. Μινώτου, Δημ. Κακάμπουρα και των δεσποινίδων Αργυρούς και Μαρίας Παντελίδου, Έφης Δημητριάδου, Τασούλας Δημητριάδου και Αύρας Παπαδημητρίου μετέσχον ωσαύτως επί δεκαήμερον και παρέσχον προθύμους και πολυτίμους υπηρεσίας. Διαβατικοί επισκέπται, παραμείναντες επί εν ή δύο εικοσιτετράωρα, ήσαν ο κ. W. Auerbach, ο κ. J. Warren και η κ. Ελίκη Ζάννα. Εδέχθημεν επί πλέον και ομαδικάς εκδρομάς Πυλίων και Μεσσηνίων.

 Εις την περιοχήν Βολιμιδίων εσυνεχίσαμεν την ανασκαφήν θαλαμωτών τάφων, περιορισθέντες κυριώτατα εις έρευναν του κτήματος του κ. I. Βοριά (κληρονομιά Τσουλέα). Ο κ. Βοριάς είναι άξιος θερμών δημοσίων ευχαριστιών, διότι ου μόνον προθυμότατα παρέσχε το κτήμα του εις την επιστημονικήν έρευναν, αλλά και πρωτοστατεί εις πάσαν καλήν ενέργειαν εν Χώρα. Ήδη κατά το παρελθόν είχομεν ανασκάψει εις την ανωτέρω περιοχήν δύο τάφους. Εφέτος ανεσκάφησαν τρεις νέοι, ων οι δύο ήσαν ήδη γνωστοί ημίν, ο δε τρίτος ανεκαλύφθη εφέτος, και επί πλέον ανεκαλύφθη μικρόν υπόκαυστον, διατηρούμενον ικανοποιητικώς, εντός του αγρού του κ. Βοριά. Τρεις νέοι θαλαμωτοί τάφοι ανεκαλύφθησαν εις τα πέριξ, οίτινες θα ανασκαφώσι βραδύτερον.
 Ο εις κείται υπό την δημοσίαν οδόν Χώρας- Κεφαλοβρύσου και οι έτεροι δυο εντός του αγρού του κ. Κωνστ. Δημητρακοπούλου, αποτελούντες συνέχειαν προς ΝΑ. της μεγάλης και σπουδαίας συστάδος Αγγελοπούλου. Προς το Β. ταύτης μέρος ανεκαλύφθη νέος τάφος (Μαστοράκη 1), όστις και ανεσκάφη. Κατά την ΝΔ. τέλος παρυφήν της Χώρας, είς απόστασιν ημισείας περίπου ώρας από των Βολιμιδίων, ανεκαλύφθη ετέρα συστάς θαλαμωτών Μυκηναϊκών τάφων. Ανεσκάφη πλήρως είς και ετέρου ο δρόμος. Τα αποτελέσματα των ανωτέρω σκαφών είναι εν βραχεί τα ακόλουθα:

Αριστερά: Τάφος Βοριά 5. Ψευδόστομος αμφορέας μικρού μεγέθους με χαρακτηριστική γραμμική διακόσμηση από φυτικά κυρίως μοτίβα. Δεξιά: Τάφος Βοριά 4. Πήλινη κύλικα με πόδι και δύο μικρές στρογγυλεμένες λαβές ακριβώς κάτω από το χείλος
 Ο τάφος «Βοριά 3», υπέρ τον οποίον διέρχεται το υδραγωγείον της Χώρας, εσυλήθη ατελώς είς άγνωστον εποχήν (σχ.17). Η στέγη του είχε καταρρεύσει είς άγνωστον ωσαύτως εποχήν και ήτο πλήρης επιχώσεως, ήτις όμως, παραδόξως, άφηνε κενόν χώρον κατά την Ανατ. περιφέρειαν του τάφου. Η επίχωσις ήτο καθαρόν χώμα και λίθοι. Ο δρόμος του τάφου (μη ανασκαφείς πλήρως) κείται προς Ν. Το δάπεδον του τάφου ευρέθη ωσαύτως καθαρόν παντός αρχαίου. Περιείχεν όμως ο τάφος μικρόν βόθρον, τρεις ορθογωνίους λάκκους και ευρείαν κόγχην είς την δυτικήν πλευράν των τοιχωμάτων του, ήτις απήρτιζεν ένα εισέτι λάκκον. Πάντες ούτοι οι λάκκοι διήκουσι παραλλήλως από Β. προς Ν.
 Ο λάκκος 1 ευρέθη ακάλυπτος, διότι εις την ανωτέραν επίχωσίν του είχε δεχθή εξ ανακομιδής τα οστά προγενεστέρου νεκρού. Ομού μετά των οστών ευρέθησαν μεγάλη και καλώς διατηρουμένη αιχμή λόγχης (είναι η πρώτη ανευρισκομένη, εν Πύλω), μία πλατεία σμίλη, περί τας δυο δωδεκάδας χαλκών και λίθινων αιχμών βελών και τέσσαρα μικρά αγγεία YE III. Η επίχωσις του δευτερογενούς τούτου ενταφιασμού απετελείτο εκ μελανοτέρου χώματος, υπό το οποίον ανεφάνησαν τα λευκάζοντα χώματα της κυρίας ταφής. Αυτή, ως κατά κανόνα συμβαίνει εν Πύλω οσάκις νεκροί θάπτονται εντός λάκκων, εστερείτο κτερισμάτων. Παρουσίασεν όμως συγκινητικήν εικόνα στοργής και μετά θάνατον:
Εις το βάθος του λάκκου ανεπαύοντο δυο νεκροί ενηγκαλισμένοι. Ο πρώτος σκελετός έκειτο εκτάδην (μήκος 1.55), επί δε του αριστερού του ώμου ανεπαύετο η κεφαλή δευτέρου κατά τι μικροτέρου σκελετού (1.40μ.). Επί της παρειάς του πρώτου σκελετού εστηρίζετο το κρανίον του δευτέρου, ου το σώμα είχεν εναγκαλισθή ο πρώτος νεκρός διά της αριστεράς χειρός του. Δυνατόν να επρόκειτο περί συζυγών, δυνατόν περί μητρός και κόρης (λόγω του μικρού αναστήματος), αλλά περισσοτέρου ενδιαφέροντος είναι το γεγονός, ότι οι δυο νεκροί ετάφησαν και άρα απέθανον συγχρόνως.
  Ο λάκκος 2 ευρέθη κεκαλυμμένος επιμελώς διά πλακών, επομένως περιήλθεν εις ημάς άθικτος, αλλ’ ουδέν περιείχε και ο σκελετός, λόγω υγρασίας, είχε σχεδόν καταστραφή πλήρως. Έκειτο εκτάδην. Ο λάκκος 3 ήτο ο μέγιστος πάντων (2μ. μήκους, 0.45 πλάτους και 0.40 βάθους). Εχρησίμευσεν ως οστεοφυλάκιου, διότι περιείχεν 7 κρανία, ισάριθμα αγγεία (εν αταξία) και υπό την μόνην σωζομένην καλυπτήρα πλάκα δυο εισέτι εθρυμματισμένα μικρά αγγεία. Η κόγχη εκαλύπτετο επιμελώς διά πλακών όρθιων, αλλ’ ουδέν κτέρισμα περιείχε και τα ολίγα διασωθέντα οστά δεν απετέλουν πλήρη σκελετόν.

Τάφος Βοριά 5. Αριστερά: Πρόχους με ηθμό, τύπος γνωστός και ως "τσαγιέρα" από υπόλευκο πηλό. Χρηστικό αγγείο από πηλό υπόλευκου χρώματος, με σφαιρικό σώμα, ψηλό λαιμό και την χαρακτηριστική οπή για την ροή του υγρού λίγο χαμηλότερα από τους ώμους του αγγείου. Τόσο στο στόμιο όσο και εσωτερικά του χείλους φέρει μικρές οπές σαν σουρωτήρι. Η συνολική εικόνα του αντικειμένου προσομοιάζει στην γνωστή μας ‘τσαγιέρα’ εξ ου και η ονομασία. Δεξιά: Μικρός ασκός. Φέρει διάκοσμο από κυματοειδείς γραμμές με μελανό χρώμα και λαβή κατά μήκος του επάνω μέρους.
 Ο τάφος «Βοριά 4» (σχ.18), κείμενος περί τα 15μ. Δυτικώς του προηγουμένου, ήτο σχεδόν κενός εις τον θάλαμόν του και εφέρετο ως συληθείς ουχί προ πολλών ετών διά της διατρήτου στέγης αυτού. Ο δρόμος, άθικτος από της Μυκηναϊκής εποχής, παρουσίασεν ασυνήθως πολλάς κύλικας (τουλάχιστον 12 αγγεία), είναι δε πως μακρύς εν σχέσει προς τους δρόμους των γειτονικών τάφων. Κατά τα άλλα όμως έχει πρακτικώς κάθετα τοιχώματα και ευρύνεται κανονικώς εφόσον προχωρεί προς την θύραν. Προ του ανωφλίου του τάφου, σχεδόν εις το ακριβές μέσον του δρόμου, ανεκαλύφθη εντός της επιχώσεως, υπόλευκου και σκληροτάτης, ως είναι πάντοτε η Μυκηναϊκή επίχωσις των δρόμων ενταύθα, περίεργος κάθετος οπή. Είχε διάμετρον 0.25, ήρχιζεν εις βάθος 0.80 από του ανωτάτου σημείου του ανωφλιού και διετηρείτο μέχρι βάθους 0.50, ένθα συνήντα το κενόν υπό το κατώφλιον, όπερ επεξετείνετο κατά τι και εντός του δρόμου.
 Εις την ελαχίστην επίχωσιν, ήτις έκειτο επί του δαπέδου του τάφου, ανεύρομεν τα τεμάχια μεγάλων Μυκηναϊκών αγγείων. Επί του δαπέδου ευρέθησαν 5 βόθροι (ο εις μικρότατος) και εις αβαθής λάκκος, ένθα ανεπαύετο μέγας σκελετός (μήκ. 1.75). Πέντε άλλων κρανίων λείψανα παρουσίασαν αι κόγχαι και ελάχιστα αγγεία, εξ ων εν θήλαστρον είναι πρακτικώς ακέραιον.

Τάφος Βοριά 1: Πήλινο σύνθετο αγγείο που αποτελείται από τρεις όμοιες πυξίδες. Τα επιμέρους αγγεία έχουν επίπεδη βάση, κυλινδρικό σώμα, υποτυπώδη λαιμό και κλειστό στόμιο με όρθιο χείλος που τείνει προς τα έξω. Κάθε πυξίδα στο ύψος του ώμου φέρει δύο ζεύγη αντικριστών κατακόρυφων λαβών. Στον κορμό και στο λαιμό διακοσμούνται με γραπτό διάκοσμο. Μεγάλη υπερυψωμένη λαβή ενώνει τα τρία αγγεία. Πιθανότατα το αγγείο χρησιμοποιήθηκε στην ολοκλήρωση του τελετουργικού των ταφικών εθίμων αποδίδοντας τις τελευταίες χοές στην μνήμη του νεκρού (με τριών ειδών υγρά: νερό, κρασί, γάλα, μέλι ή λάδι).

 Ο τάφος «Βοριά 5» υπήρξεν ο περισσότερον ενδιαφέρων (σχ.19). Κατά την Ρωμαϊκήν εποχήν ηνοίχθη παραπλεύρως τούτου μέγα όρυγμα, το όποιον διέτρησε την στέγην του τάφου ολίγον χαμηλότερου της κορυφής. Η σχηματισθείσα οπή δεν ήτο μεγάλη, φαίνεται δε ότι ουδεμία σύλησις εγένετο.
 Πάντως ελλείπει μέγα μέρος και εκ της κορυφής της στέγης, εκείθεν δ’ ο τάφος επληρώθη επιχώσεως, ουχί βραδύτερον της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου. Η επίχωσις φέρει πάντα τα χαρακτηριστικά του φορυτού. Περιείχε μέλαν χώμα πλήρες μεγάλων και μικρών θραυσμάτων αγγείων (αφθονούσιν οι οξυπύθμενοι αμφορείς), τεμάχια υαλίνων αγγείων, τεμάχια μαχαιριών και άλλων εργαλείων σιδηρών, πολλά οστά ζώων, ων μεταξύ και χαυλίους αγριόχοιρων, πολλούς δισκοειδείς περιστροφικούς μυλολίθους και τινα χαλκά νομίσματα, ων εν, καλώς διατηρούμενου, ανεγνωρίσθη υπό του κ. Brunsting ως ανήκον εις τον Κωνστάντιον. Η μελανή επίχωσις έφθανε μέχρι του δαπέδου του τάφου, επομένως ούτος, καθ’ ην στιγμήν ανεκαλύφθη, ήτο τελείως κενός επιχώσεως.
 Τα Μυκηναϊκά αγγεία ήρχισαν να παρουσιάζωνται εντός των μελανών χωμάτων εις ύψος 0.50 από του δαπέδου. Ήσαν τεμάχια μεγάλων κεραμεικών σκευών, ων τινα ελπίζεται να αποκατασταθώσιν. Επειδή δε η μνημονευθείσα επίχωσις των 50 εκατοστών ήτο άλλως καθαρωτάτη, περιέχουσα αραιότατα μόνον Ρωμαϊκά όστρακα, εξάγεται το συμπέρασμα, ότι τα μεγάλα αγγεία εθραύσθησαν κατά την ανακάλυψιν του τάφου, αλλά παρέμειναν εντός αυτού και ερρίφθη η εισέρρευσε μελανόν χώμα. Ύστερον επηκολούθησεν η βαθμιαία πλήρωσις του τάφου διά φορυτού. Μεταξύ των ευρημάτων της κατωτάτης επιχώσεως, ομού μετά των Μυκηναϊκών αγγείων, ήσαν τεμάχια τινα Αρρετινής κεραμεικής (terra sigillata) και κοντόχονδρον δακρυδόχον ακέραιον.

Εικ. 10. Βοριά, τάφος 5, νοτία ομάς αγγείων

 Το δάπεδον του τάφου παρουσίασεν έξ κόγχας ή βόθρους και δυο λάκκους, αμφοτέρους καλυπτόμενους διά πλακών. Πλην μεμονωμένων ευρημάτων (μερικών μικρών αγγείων ακεραίων και τεμαχίων εκ μεγαλύτερων, ως και μονοστόμου μαχαιριού μετά τεσσάρων ήλων) ανευρέθησαν επί του δαπέδου δυο ομάδες αγγείων. Η μία (παρά την κόγχην 2) απετελείτο εξ ένδεκα αγγείων, με κέντρον ευμεγέθη τρίωτον στάμνον (εικ. 10). Πέριξ ταύτης, ως να εχύθησαν εκ του εσωτερικού, ανευρέθησαν δέκα και τέσσαρα κωνικά σφονδύλια και κομβία, ων εν αργυρούν, εν πήλινον και τα λοιπά εκ στεατίτου. Νοτιώτερον ευρέθη άλλη ομάς εκ 13 ή 14 αγγείων, σχεδόν πάντων ακεραίων, μεταξύ των βόθρων 5 και 6. Το μέγιστον των αγγείων ήτο τρίωτος αμφορίσκος και πάλιν υπό το χείλος αυτού, ως να είχον χυθή εκ του εσωτερικού, έκειντο ένδεκα σφονδύλια μέλανος ή πορφυρού στεατίτου.
 Εκ της ομάδος των αγγείων τούτων μία ασυνήθης πρόχους φέρει ηθμόν κατά τε το στόμιον και την προχοήν, ην έχει επί της κοιλίας. Εις μικρός αμφορίσκος φέρει πώμα ισχυρώς εισέτι επικείμενον του στομίου (πιθανώς πόδα κύλικος. Δεν αφηρέθη). Όμοιον πώμα έφερε και ο μνημονευθείς μείζων αμφορίσκος, το οποίον ήτο πους κύλικος. Ευρέθη εις το εσωτερικόν του αγγείου, καθόσον ήτο ελαφρώς μικρότερον της διαμέτρου του στομίου. Τα λοιπά αγγεία ήσαν εκ των συνήθων. Μικροτέρα ομάς αγγείων, κατά το πλείστον τεθραυσμένων, έκειτο και υπέρ τον λάκκον 1. Πάντα τα ευρεθέντα αγγεία είναι YE III εποχής. Ανευρέθησαν εισέτι κατά το δάπεδον του τάφου τεμάχια συρμάτων αργύρου ή αργυρίτου μόλυβδου, ίσως εκ τίνος διακόσμου.
 Οι λάκκοι, κατά το ειωθός, καίπερ άθικτοι, ουδέν εύρημα περιείχον. Αι καλυπτήρες πλάκες του πρώτου εξ αυτών ευρίσκοντο εις τι βάθος από του χείλους του λάκκου, ο δε νεκρός ευρίσκετο εν κενώ. Διετηρούντο ολίγα μόνον ίχνη εκ των κνημών και των δύο χειρών ατόμου νεαράς ηλικίας 15 περίπου ετών.

Εικ. 11. Βοριά, τάφος 5, σκελετός λάκκου 2.

 Του λάκκου 2 ο σκελετός, ευρισκόμενος εν κενώ υπό τας καλυπτήρας πλάκας, διετηρείτο καλύτερον και επροξένησεν εις ημάς πολλήν απορίαν, διότι ευρίσκετο εν φαινομενική μεγάλη αταξία (εικ.11). Το κρανίον ήτο κεκλιμένον δεξιά, η κάτω σιαγών όμως διετηρείτο εις το μέσον των ώμων οριζοντίως και υπ’ αυτήν όρθιος ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος. Οι υπόλοιποι σπόνδυλοι δεν ευρίσκοντο πάντες εις τας θέσεις των, αλλ’ είχον παραπέσει εκατέρωθεν ή εξείχον της γραμμής της σπονδυλικής στήλης. Το δεξιόν οστούν της λεκάνης ήτο ηνωρθωμένον, ενώ το αριστερόν κατέκειτο, αμφότερα δε τα μηριαία οστά ήσαν εξηρθρωμένα και είχον μετατοπισθή προς τα δεξιά. Τέλος η αριστερά κνήμη ευρίσκετο υψηλά, παρά το μηριαίον οστούν, ενώ η αντίστοιχος περόνη έκειτο εις την φυσικήν θέσιν του σκελετού, όστις ήτο ύπτιος. Το όλον μήκος του νεκρού, ως είχεν, ήτο 1.50μ., αλλ’ υπέρ την κεφαλήν του 25 περίπου εκατοστά χώρου παρέμενον κενά, πράγμα ασυνήθες, διότι οι λάκκοι πάντοτε είναι στενόχωροι και ο νεκρός βιάζεται συνήθως εντός αυτών (του παρόντος λάκκου το μήκος ήτο 1.90).
 Πάντα τα ανωτέρω εξηγούνται, αν παραδεχθώμεν ότι ο νεκρός είχε ταφή ημιανακλινόμενος και στηριζόμενος επί παχέος προσκεφαλαίου, ίσως δε και επί στρώματος, μετά την διάλυσιν των οποίων τα οστά υπέστησαν ελαφράς κατακρημνίσεις.
 Ο τάφος ολόκληρος περιείχε κατ’ ελάχιστον όριον εξ ή επτά κρανίων λείψανα, πάντα δε τα κρανία και οστά ήσαν ισχυρώς μελανά εκ της υγρασίας (η «καύσις» παλαιοτέρων αρχαιολόγων).

Θαλαμωτός τάφος Μαστοράκη, Βολιμίδια

 Ο τάφος «Μαστοράκη 1» κείται εις το μέσον της αποστάσεως μεταξύ των συστάδων Αγγελοπούλου και Κορωνιού (σχ.20). Εντός αυτού εφύετο μία κυπάρισσος, ην απεμακρύναμεν, και εις τον δρόμον αυτού μία συκή αφεθείσα επί τόπου. Ήτο εις εκ των ελάχιστων τάφων, οίτινες ανεκαλύφθησαν κατά τους χρόνους της Ενετοκρατίας. Διά τούτο η κένωσις και σύλησις αυτού υπήρξε πλήρης. Μέχρι του δαπέδου η επίχωσις ήτο πλήρης οστράκων υαλωτών, ανευρέθησαν δε και δύο αργυρά νομίσματα, ων το εν διατηρεί εισέτι λείψανα της επιγραφής venetiae...dux. To δάπεδον έφερε τρεις λάκκους και δύο κόγχας, άπαντα σεσυλημένα. Ελάχιστα ήσαν τα διαφυγόντα αντικείμενα: Γλωσσοειδές μαχαίριον, λείψανα ενός ή δύο άλλων, ψήφοι τινές υαλομάζης και σαρδίου και ολίγα μικρά αγγεία, ων μεταξύ υψίλαιμος τριφυλλόστομος πρόχους των τελευταίων Γεωμετρικών χρόνων ευρεθείσα εντός του λάκκου 1.

Θαλαμοειδής τάφος στη θέση Άγιος Ηλίας.

 Η νέα νεκρόπολις του Αγίου Ηλία, εις το αντίθετον άκρον της κωμοπόλεως Χώρας, περιλαμβάνει άγνωστον εισέτι αριθμόν τάφων. Ασφαλώς γνωστοί είναι μέχρι της στιγμής πέντε. Πλήρως ανεσκάφη ο εντός του αγρού Σταύρου Μανιάτη (υπ’ αρ.1)(εικ.12, δεξιά), επειδή δε παραπλεύρως άανεφάνη και έτερος, ανεσκάφη και τούτου ο δρόμος. Η σπουδαιότης της νεκροπόλεως έγκειται εις τούτο, ότι είναι μεταγενεστέρα της των Βολιμιδίων, ανήκουσα εκ των μέχρι τούδε παρουσιασθέντων συμπτωμάτων εις την εσχάτην περίοδον του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι δρόμοι των τάφων είναι στενοί και λίαν μακροί, τα δε τοιχώματα τούτων συγκλίνουσι προς τα άνω, ώστε εις τινα σημεία το πλάτος ελαττούται εις 60-70 εκατοστά (εικ.4). Οι θάλαμοι είναι μικρών γενικώς διαστάσεων και είναι προσιτοί διά στενής προσόψεως εις το βάθος του δρόμου, ένθα όμως ανοίγεται υπερμεγέθης θύρα. Εις τον πλήρως σκαφέντα τάφον 1 η θύρα έχει ύψος 1.65, επί πλάτους 0.90 κάτω και 0.80 άνω. Το μήκος του δρόμου είναι 7.50 και η διάμετρος του θαλάμου, ακανονίστως κυκλικοί, 3.60. 
 Οι τάφοι είναι εσκαλισμένοι εις μαλακώτατον αμμώδες πέτρωμα και γενικώς δίδουσι την εντύπωσιν της πενίας και της παρακμής, μη δυνάμενοι να συγκριθώσι προς τους μεγαλοπρεπείς θαλάμους των Βολιμιδίων. Εις τον ανασκαφεντα τάφον το δάπεδον δεν παρουσίασε λάκκους, αλλά μόνον τρεις μικρούς βόθρους, ένθα είχον τοποθετηθή οστά εν δεύτερα μετακομίσει. Τέσσαρα κρανία είναι απολύτως βέβαια και δύο εισέτι άλλων υπήρχον τεμάχια. 

 Περιέργως πάντα ανήκουσιν εις μικρά παιδία. Ελάχιστα άλλα οστά παρετηρήθησαν, πάντα εις κακήν κατάστασιν διά την υγρασίαν. Τα ευρήματα του τάφου ήσαν πενιχρά: Μόνωτος κύαθος άγραφος μετά λεπτοτάτων τοιχωμάτων, ψευδόστομος αμφορεύς, τεμάχια βαθέος ποτηριού και ολίγα άλλα όστρακα ήσαν τα μόνα ευρήματα, εις α προσετέθη χαλκούν ξυρόν μετά τριών ήλων. Ο δρόμος και η τείχισις της θύρας, ήτις διετηρείτο εις ύψος ενός μέτρου, παρουσίασαν τεμάχια πολλών κυλικών.
 Ο δρόμος του ετέρου τάφου (2) είναι καθ’ όλα όμοιος προς τον του προηγουμένου. Φέρει όμως εις το δεξιόν τοίχωμα και ολίγον προ του τέλους εσκαλισμένην κόγχην.
 Το στόμιον εφράσσετο διά λίθων και ασφαλώς η κόγχη εγένετο όπως δεχθή ταφάς. Ευρίσκεται τόσον υψηλά, ώστε δεν είναι προσιτή εκ του δαπέδου του δρόμου. Επομένως, όταν ηνοίχθη, εκενώθη μέρος μόνον του δρόμου. Προ της θύρας ευρέθησαν τεμάχια κυλικών μελανού ή ξανθού πηλού. Ο θάλαμος είναι πλήρης χωμάτων και η σκαφή του ανεβλήθη διά προσεχή περίοδον.

Σπυρίδων Μαρινάτος

Βιβλιογραφία- Πηγές:
-Π.Α.Ε. 1953, 1954.
-Ιστότοπος Ψηφιακή Πυλία