.widget.ContactForm { display: none; }

Σελίδες

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Βολιμίδια: Οι ανασκαφές Μαρινάτου, 1960 και 1964




Οι ανασκαφές του 1960

 Εις την νεκρόπολιν των Βολιμιδίων, μίαν των μεγίστων και σπουδαιοτέτων μέχρι τούδε γνωστών, επανήλθομεν λόγω επειγούσης ανάγκης, όπως ανασκαφώσι τρεις τάφοι εκ των πολλών εισέτι, οι οποίοι παραμένουν άσκαφοι.
  Εξ αυτών οι δύο ανήκουν εις την ομάδα Αγγελοπούλου, λαβόντες τους αριθμούς Α10 και All. Αμφότεροι είναι του τυπικού διά τα Βολιμίδια σχήματος, μετά δρόμων βραχέων εχόντων κάθετα τοιχώματα και μετά στρογγύλων, κορυφουμένων θαλάμων, ως είναι οι θολωτοί τάφοι. Δυστυχώς ο ιδιοκτήτης του χώρου Γ. Στασινόπουλος έκτισε και εφύτευσε τόσον επιμελώς περί τους τάφους, ώστε η ανασκαφή των απέβη δυσκολωτάτη και εν μέρει ανέφικτος. 
 Όντως, ο οικίσκος αυτού κείται υπεράνω του τάφου Α10, ούτινος διά τούτο μικρόν μόνον τμήμα του δρόμου και της θόλου ανεσκάφη. Προ της θύρας, εν μέρει τετειχισμένης, ευρέθησαν οι πόδες τουλάχιστον δέκα κυλικών. Εκ του θαλάμου μόνον τεμάχιον τριών περίπου τ.μ. δεξιά της θύρας κατέστη δυνατόν να σκάφη και παρέσχε την εξής εικόνα:
 Το άνω μέρος της θόλου είναι κατεστραμμένον και ο τάφος είναι πλήρης επιχώσεως. Μέχρι βάθους 1.80μ. από της επιφανείας του εδάφους τα χώματα είναι μελανά, περιέχοντα λείψανα ζωικών οστών (βοών, προβάτων, χοίρων), ενίοτε επί τεμαχίων κεράμων, όπερ εν Πύλω είναι τυπικόν φαινόμενον της λατρείας των νεκρών κατά την Ελληνιστικήν κυρίως περίοδον. Πολλά οστά είναι κεκαυμένα, τέφρα και άνθρακες εμφανίζονται λίαν συχνώς, ομού μετά κεραμεικής, ήτις, αν και ακαθόριστος εισέτι, φαίνεται αντιπροσωπεύουσα την Αρχαϊκήν μέχρι και της Ρωμαϊκής εποχής. Εντός της επιχώσεως περιέχονται και τεμάχια Μυκηναϊκών αγγείων και ανθρωπίνων οστών εκ της αναμοχλεύσεως του τάφου. Αξιομνημόνευτος είναι η εύρεσις κάτω σιαγόνος ανθρώπου με ένα κυνόδοντα και χαίνουσαν την οπήν του ετέρου, ενώ η υπόλοιπος σιαγών στερείται τελείως φατνωμάτων και το οστούν είναι λείον. Τούτο σημαίνει κατά τους ιατρούς άτομον προ μακρού χρόνου νωδόν, οπότε η συνοστέωσις των φατνωμάτων καθιστά την σιαγόνα ενιαίαν πλάκα. Προφανώς τούτο το φαινόμενον παρετηρήθη, μετά την διάλυσιν των σαρκών, εις νεκρόν των Πλαταιών. Υπό του Ηροδότου περιγράφεται: γνάθος... έχουσα οδόντας μονοφυέας, εξ ενός οστέου πάντας, τους τε οδόντας και τους γομφίους (IX 83).
 Εντεύθεν δε βραδύτερον εθρυλείτο, ότι και ο Πύρρος είχεν ενιαίους τους οδόντας της άνω σιαγόνος, ως και είς υιός του Προυσίου, βασιλέως της Βιθυνίας.
 Το μικρόν τμήμα του δαπέδου, όπερ κατέστη δυνατόν να καθαρισθή, παρουσίασε τρεις σκελετούς εκτεταμένους παρ’ αλλήλους, ως ει είχον ταφή συγχρόνως. Αι κεφαλαί ήσαν προς Ν. Τρίωτον προχοΐδιον και μικρά τινα αντικείμενα Μυκηναϊκής εποχής ευρέθησαν ομού, ως και κεκαυμένα οστά ζώων. Ο δρόμος του τάφου έχει πλάτος 1.55 προ της θύρας, εκαθαρίσθη δε μέχρι 3μ. είς μήκος, αλλά προχωρεί περαιτέρω. Το καθαρισθέν τμήμα του κύκλου του δαπέδου έχει μήκος χορδής 4.50μ., επομένως ο τάφος είναι αρκούντως ευρύχωρος, παρά την στενότητα του δρόμου. Μέγιστον διατηρούμενον ύψος της θόλου 2.35μ. Η θύρα είναι τετειχισμένη (ύψ. 1.70, πλ. 1.30 κάτω, 1.10 άνω, ακριβής όμως μέτρησις ήτο ανέφικτος). Ο τάφος επεχώσθη εκ νέου.

Πιν.154 α. Παλαίπυλος (Βολιμίδια), τ. Α11. Διακρίνονται κύκλω αί κόγχαι του δαπέδου κι είς το μέσον ο σκελετός νεκρού ελληνιστικής έποχης.
 Είς απόστασιν 5- 6μ. Ανατολικώτερον ευρέθη ο τάφος A11. Ο δρόμος δεν εσκάφη ολόκληρος, διότι αποτελεί σήμερον την αυλήν και περιλαμβάνει την συκήν του ιδιοκτήτου. Η θόλος όμως εσκάφη ολόκληρος και επεχώσθη εκ νέου μετά την φωτογράφησιν και σχεδίασιν. Τα του τάφου έχουν ως εξής: Ο δρόμος ανεσκάφη μέχρι μήκους 2.50μ. Έχει κάθετα τοιχώματα (ως και ο Α10), μετρεί δε πλάτος 1.95 προ της θύρας, αν και η διάμετρος της θόλου είναι 4.60μ. μόνον. Μέγιστον διατηρούμενον ύψος της θόλου 2.40μ. Τα δύο τρίτα της θύρας ευρέθησαν τετειχισμένα, έχει δ’ αύτη ύψος 1.80 και πλάτος 0.95 κάτω και 0.80 είς το άνω μέρος. Το εσωτερικόν της θόλου ευρέθη περιέχον τόσους λίθους, ώστε κλίνω να επανέλθω είς την παλαιάν γνώμην, ότι τινές των τάφων συνεπληρούντο κτιστώς είς το ανώτατον μέρος της θόλου αυτών. (Σήμερον η διάμετρος της οπής της θόλου είναι ακριβώς 4 μέτρα.) Προ της τειχίσεως της θύρας και είς διάφορα βάθη ευρέθησαν τεμάχια κυλικών και μία μόνωτος ακέραια, είς δε το δάπεδον του δρόμου παρουσιάσθη αβαθής λάκκος πλήρης θρυμματισμένων οστών και ολίγων μυκηναϊκών οστράκων.
 Το εσωτερικόν της θόλου είχε πολλάκις αναμοχλευθή μέχρι του πυθμένος. Ανω των 47 κρανίων υπελογίσθησαν είς διάφορα ύψη της επιχώσεως. Αύτη, ευθύς μετά το επιφανειακόν στρώμα, παρουσίασε σταθερώς μελανά χώματα, εντός των οποίων, ομού μετά των λίθων και των κρανίων, ευρίσκοντο διαρκώς αγγεία διαφόρων Ελληνικών περιόδων, από της αρχαϊκής και κατόπιν, ολίγα Μυκηναϊκά όστρακα και μικρά αντικείμενα εξ άλλων υλικών, πλήθος ζωικών οστών και τεμάχια χονδρών πίθων ακαθορίστου εισέτι εποχής. Επ’ αυτού του δαπέδου ευρέθησαν τεμάχια λεπτού κονιάματος (τα οποία πολλάκις εσημειώθησαν εντός όμοιων τάφων), κομβία στεατίτου και μέγας επίχρυσος δακτύλιος, ίσως εκ σκεύους, τέλος ολίγα μικρά υστερομυκηναϊκά αγγεία.
 Το δάπεδον παρουσίασε δέκα μικράς κόγχας, αίτινες περιείχον θρύμματα οστών, ασήμαντα όστρακα και ενίοτε ανά εν ή δύο κρανία. Είς το μέσον του δαπέδου παρουσιάσθη λάκκος περιέχων καλώς διατηρούμενον σκελετόν άνευ κτερίσματος τίνος. (Μήκος 1.75, πλάτος 0.65, βάθος 0.28.) Εκ της στάσεως και της διατηρήσεως είναι πιθανόν, ότι ανήκει εις την Ελληνιστικήν περίοδον (πίν.154α).

 Περί τα 100μ. προς Α. της ομάδος Αγγελοπούλου υπάρχει η ομάς των τάφων Βοριά. Πέντε τάφοι έχουν ήδη ανασκαφή, ων ο εις είχεν ευρεθή άθικτος (ΠΑΕ 1952, 487 έξ.). Έτερος, άθικτος ωσαύτως, ευρέθη κατά την παρούσαν περίοδον (Βοριά 6). Κείται εντός αγρού του καθηγητού κ. Ιω. Βοριά, όστις παρέσχεν ημίν και αύθις πάσαν ευκολίαν ανασκαφής μετά της συνήθους αυτώ ελευθεριότητος. Ο τάφος ανεκαλύφθη υπό του παλαιού εργάτου των ανασκαφών μας κ. Τάση Καλογεροπούλου κατά την διάνοιξιν μικρού οχετού υδρεύσεως. Εις τι κτύπημα, η αιχμή της σκαπάνης εβυθίσθη εις το κενόν. Λόγω κεκτημένης πείρας ο Καλογερόπουλος αντελήφθη την ύπαρξιν ταφικού θαλάμου, εισαγαγών δε κάλαμον εις την οπήν, εβεβαιώθη ότι υπήρχε 2.50 μέτρων κενόν περίπου, επομένως ο θάλαμος ήτο κοίλος.
 Ίνα σκάψωμεν τον τάφον, παρέστη ανάγκη να θυσιάσωμεν την μίαν εκ των δύο σύκων του κ. Βοριά, αίτινες «έβοσκον» εντός του δρόμου. Ούτος έχει το σύνηθες σχήμα, μετά καθέτων τοιχωμάτων, εις το βάθος δ’ ευρέθη άθικτος η θύρα και τετειχισμένη έως άνω (πίν.154β). 
 Εις την επίχωσιν ευρέθησαν όστρακα χονδρών αγγείων, εν ή δύο σχεδόν πλήρη μικρά αγγεία, τεμάχια των συνήθων κυλικών και δύο ή τρία μόνον όστρακα πρωίμου ΥΕΙΙ εποχής.
Δεξιά: Πιν.154 β. Βολιμίδια, τ. Β6 μετά την αφαίρεσιν της μιας συκης έκ του δρόμου.

 Αφαιρεθείσης της στερεάς τειχίσεως της θύρας οι οφθαλμοί ημών αντίκρυσαν το θέαμα αθίκτου ταφικού θαλάμου, ως αφήκαν τούτον οι τελευταίοι χρησιμοποιήσαντες Μυκηναίοι. Τα τοιχώματα της θόλου διετηρούντο καλώς, όπου δε ήσαν άνευ διαβρώσεως φαίνονται λεία, σχεδόν λειοτριβηθέντα. Το κέντρον της θόλου φέρει επί της οροφής την συνήθη κοιλότητα, ενταύθα ουχί μαστοειδή, αλλά σχήματος αβαθούς τρυβλίου, λείαν εκ της τριβής του ξύλου. Το δάπεδον εκαλύπτετο υπό επιχώσεως 0.15- 0.20 πάχους, εφ’ ης ευρίσκοντο, ελαφρώς βυθισμένοι, δύο πρακτικώς άθικτοι σκελετοί (πίν.155α), κρανία και οστά σωρευθέντα εις την έναντι της θύρας πλευράν της θόλου, και ολίγα τινά αγγεία (πίν.155β). Κρημνίσεις αγγείων και ελαφραί μετακινήσεις κρανίων ίσως οφείλονται εις ισχυρούς σεισμούς, διότι και εξ άλλων άθικτων τάφων υπάρχουν ανάλογα δεδομένα. Ενταύθα ευρέθησαν κρανία ελαφρώς έξω της φυσικής αυτών θέσεως, με το κάτω μέρος προς τα άνω, ενώ η κάτω σιαγών ήτο είς την θέσιν της. Τέσσαρες σκελετοί, ων οι δύο σχεδόν άθικτοι, έκειντο επί του δαπέδου. Ο καλύτερον διατηρούμενος (πίν.155α) είχε μήκος περίπου 1.65μ. υπολογιζομένων και των διαλυθέντων άκρων ποδών.

Πιν.155α: Βοριά τ.6. Δύο σκελετοί επί του δαπέδου.

 Μετά την αφαίρεσιν της επιχώσεως εδείχθη, ότι η θόλος περιέκλειε και δύο αβαθείς λάκκους, Βόρειον και Νότιον, αμφοτέρους κατά τον άξονα του δρόμου. Ο Βόρειος περιείχε δύο κρανία και ασήμαντα τεμάχια κεραμεικής (ΥΕ ΙΙΙΑ). Ο Νότιος περιείχε δύο κρανία, οστά εν αταξία και παρέσχε τρία μικρά αγγεία (ΙΙΙΑ-Β) και χαλκούν εγχειρίδιου μήκους 0.22μ. καλώς διατηρούμενου. Εις τον πυθμένα του λάκκου ανεφάνη εις ετι σκελετός, εν απολιθώσει εντός του πετρώματος, άνευ κτερίσματος, όστις αφέθη επί τόπου. Γενικώς ο τάφος απεδείχθη πενιχρός και το σύνολον των ευρεθέντων αγγείων (ακαθαρίστων εισέτι) θα είναι πιθανώς ολιγώτερα των δέκα. Ο τάφος είναι ελαφρώς ωοειδής (μείζων διάμ. 3.74μ.).

Πιν.155β. Βοριά τάφος 6. Αγγεία επί του δαπέδου.

Οι ανασκαφές του 1964

 Η εκτεταμένη και σπουδαία νεκρόπολις εις τα Βολιμίδια, παρά το Β. άκρον της Χώρας Τριφυλίας, είναι ήδη λίαν γνωστή εκ προηγουμένων εκθέσεων. Είτε διότι μέγας Μυκηναϊκός συνοικισμός έκειτο πλησίον, είτε διότι πάντες οι περίοικοι εξέλεξαν την αυτήν θέσιν διά το πλεονέκτημα του μαλακού, αλλά συγχρόνως ανθεκτικού πετρώματος, το αποτέλεσμα είναι, ότι μία των μεγίστων, ίσως η μεγίστη Μυκηναϊκή νεκρόπολις, είναι η των Βολιμιδίων. Αι εφετειναί ανασκαφαί προσέθεσαν και νέους θαλαμωτούς τάφους εις τάς δυο περίπου δωδεκάδας των ήδη ανασκαφέντων. Αρκετοί ακόμη τάφοι περιμένουν την έρευναν. Τινές μοι είναι ήδη γνωστοί, αλλά πολύ περισσότεροι θα υπάρχουν ακόμη αφανείς εντός των αγρών και της χέρσου.
 Κατά την παρούσαν περίοδον ανεσκάφησαν τρεις περαιτέρω θαλαμωτοί τάφοι και επεσημάνθη η θέσις ενός μεν έτι ασφαλώς (ανεσκάφη ήδη τμήμα του δρόμου), τριών δε άλλων το σχήμα παραμένει εισέτι προβληματικόν. Εις τέλος, ο και σπουδαιότατος πάντων, ανοίγει νέον κεφάλαιον εις την ιστορίαν της νεκροπόλεως: Είναι συνδυασμός σπηλαίου και λάκκου, κατ’ ουσίαν όμως ανήκει εις τους λακκοειδείς τάφους (Schachtgraber, Shaftgraves), ανήκει εις καθαρώς Μεσοελλαδικήν περίοδον και ευρέθη άθικτος. Πλήν του πρώτου των τάφων, αριθμουμένου ως «Βορηά 7», πάντες οι άλλοι κείνται παρά την οδόν από Χώρας εις Κεφαλόβρυσον και εν μέρει, δυστυχώς, υπό το κατάστρωμα της οδού και επομένως είναι δυσπρόσιτοι. Ωνομάσθησαν ομάς Κεφαλοβρύσου και έλαβον τους αριθμούς 1-4. Πλην του ΜΕ λακκοειδούς (έχοντος την αρίθμησιν Κεφαλοβρύσου 1) και πάντες οι λοιποί εφέτος ανασκαφέντες τάφοι παρουσίασαν σημαντικόν ενδιαφέρον, διότι ο μέν Κεφαλοβρύσου 2 απέδωκε σημαντικά ίχνη και μεταγενεστέρας χρησιμοποιήσεως και λατρείας των Μυκηναϊκών νεκρών κατά την Ελληνικήν εποχήν, οι δε Κεφαλοβρύσου 3 και Βορηά 7 ευρέθησαν άθικτοι. Ο εις εισέτι βέβαιος τάφος, ου μόνος ο δρόμος ανεσκάφη, έλαβε τον αριθμόν Κεφαλοβρύσου 4. Εις την αυτήν ομάδα ανήκει και τάφος γνωστός ήδη εις εμέ από ετών, όστις ευρίσκεται υπό το κατάστρωμα της οδού. Οι τάφοι 1 και 2 παρουσιάσθησαν κατά την τοποθέτησιν υδροσωλήνων του υδραγωγείου Χώρας, ο δε Βορηά 7 κατά την τοποθέτησιν ηλεκτροφόρου στύλου.

ΠΙΝ.81α. Βορηά τ.7, δρόμος, η γωνία της Ρωμ. δεξαμενής και η άθικτος Θύρα του τάφου. β. Βορηά τ.7, η τείχισις της θύρας του τάφου.
 Ο τάφος ούτος (Βορηά 7), εξ ου αρχίζομεν την περιγραφήν ημών, ευρίσκεται ολίγα μέτρα προς Ν. του μικρού υποκαύστου, το οποίον προ πολλού έχει ανασκαφή (ΠΑΕ 1954, 306 κε.). Ο δρόμος του (πίν.81α) αποκαλυφθείς σχεδόν ολόκληρος, ανεσκάφη μέχρι μήκους 5.75μ. από της θύρας. Έχει διεύθυνσιν από Δ. προς Α., πλάτος εις το έξω μέρος 1.29, εις το έσω μέρος 1.75μ. και κατωφερές δάπεδον. Τα τοιχώματα του δρόμου είναι εντελώς κάθετα. Εις το βάθος του δρόμου ανοίγεται η κάθετος ορθογώνια (2.75X 1.79) πρόσοψις του τάφου, εις το μέσον της οποίας η ορθογώνια ωσαύτως θύρα έχει ύψος 1.45 και πλάτος κάτω μεν 1μ., άνω δε 0.89μ.
 Τον δρόμον φράσσει εν μέρει η ΝΑ. γωνία (πίν.81α) τετραγώνου σχεδόν κτίσματος, εσωτερικών διαστάσεων 2.74X 2.44 και ύψους 1μ., το οποίον είναι εσκαλισμένον εις τον βράχον και έχει τας πλευράς επενδεδυμένας διά λεπτού τοίχου εκ λίθων, πήλινων πλακών και ασβέστου αναμείξ (πίν.81γ). Το δάπεδον σύγκειται εκ του αυτού υλικού, φέρει δ΄ εις το μέσον κοιλότητα βάθους 0.35 και διαμέτρου 0.41μ. Εις την ΝΔ. γωνίαν διατηρούνται τρεις βαθμίδες πλάτους 0.44 και εις την ΝΑ. γωνίαν του δαπέδου ορθογώνια εκβάθυνσις 0.53X 0.56, βάθους δε μόνον 10 εκατοστών, του πυθμένος συγκειμένου εξ ορθογωνίων μικρών πλακών, αίτινες ίσως αποτελούν παλαιότερον δάπεδον. Το κονίαμα γενικώς μου φαίνεται υδραυλικόν και δεν ευρίσκω καλυτέραν ερμηνείαν πλην της υδατοδεξαμενής. Το εσωτερικόν του χτίσματος ήτο πλήρες τεμαχίων μεγάλων κεράμων και ολίγων θραυσμάτων δυο τουλάχιστον πίθων γιγαντιαίων διαστάσεων. Ευρέθη και δισκοειδές τεμάχιον πήλινον, ασφαλώς πώμα τουυ ετέρου των πίθων. Η παρουσία του υποκαύστου 15μ. Βορειότερον ενισχύει την ανωτέρω ερμηνείαν του χτίσματος.

Πίν.81: γ. Ρωμ. δεξαμενή πλησίον τ. Βορηά 7. δ. Τμήμα της αθίκτου θόλου τ. Βορηά 7
 Η θύρα του τάφου ευρέθη άθικτος και τετειχισμένη έως άνω (πίν.81β), μία δε μόνωτος κυλιξ ευρέθη (τεθραυσμένη εις τεμάχια) κολλημένη επί της τειχίσεως εις ύψος 0.25 από του δαπέδου. Εξωτερικώς η τείχισις ήτο αμελεστέρα εις το κάτω και επιμελεστέρα εις το άνω ήμισυ, ενώ εσωτερικώς συνέβαινε το αντίθετον. Επομένως ανήκει αυτή εις τινα των μεταγενεστέρων χρησιμοποιήσεων, οπότε ηνοίχθη ο τάφος, η δε τείχισις συνετελέσθη εκ νέου χωρίς να έχη αφαιρεθή ολόκληρος η επίχωσις του δρόμου.
 Διά τούτο ήρχισαν τειχίζοντες τον τάφον έσωθεν μεν μέχρις ύψους 60 εκ., τον δ’ υπόλοιπον έξωθεν. Μερικοί λίθοι του κατωτάτου δαπέδου ήσαν στερεώς προσκεκολλημένοι επί του πώρου του κατωφλιού και προφανώς ανήκον εις την αρχικήν τείχισιν. Το πάχος της τειχίσεως υπό το ανώφλιον ήτο 58- 60 εκ., ενώ της κατωτέρας τειχίσεως ήτο 80-90 εκατοστά. Η τείχισις εσχημάτιζε κοινόν πρόσωπον μετά των παραστάδων και της λοιπής προσόψεως του τάφου. (Είς άλλους τάφους ευρίσκεται μερικά εκατοστά έσω της προσόψεως.)
 Μόλις αφηρέθησαν λίθοι τινές της ανωτάτης τειχίσεως και φως εισήλθε μετά 3.250 περίπου έτη εκ νέου εις τον τάφον, ηδύνατο τις να διακρίνη τον ευμεγέθη, κυκλικόν θάλαμον του τάφου τελείως κενόν πάσης επιχώσεως. Αφαιρεθέντος ολοκλήρου του τοίχου η πρώτη ημών φροντίς ήτο νά φωτογραφήσωμεν, άθικτον εισέτι, το εσωτερικόν του τάφου. (Μίαν άποψιν δεικνύει ο πίν.81δ.)  Ολίγον δεξιώτερον του κέντρου του κυκλικού δαπέδου εφαίνοντο μικρός σωρός και βώλοι χωμάτων (ορατοί επί του πίν.81δ) και παρ’ αυτούς τρία μικρά τεμάχια Ρωμαϊκών κεράμων. Αναβλέψαντες εύρομεν την λύσιν: Κατά την Ρωμαϊκήν εποχήν, συνεπεία έργου τίνος (όπερ βραδύτερον απεδείχθη ότι ήτο μικρά δεξαμενή ομοία προς την περιγραφείσαν ήδη, αλλά μικρών διαστάσεων) διετρήθη η στέγη του τάφου είς το σημείον εκείνο. Την σχηματισθείσαν οπήν εκάλυψαν αμέσως διά τετραγώνου πηλίνης πλακός και ασβέστου. Ούτε κατήλθον είς τον τάφον, ούτε άλλως έθιξαν τι.
 Κατά τα άλλα το δάπεδον ήτο επίπεδον πλην της περιφερείας, ένθα ήτο ελαφρώς υψωμένον συνεπεία καθιζήσεως αλάτων. Έναντι της εισόδου φυσική οπή εις το πέτρωμα είναι ορατή. Η κορυφή της θόλου φέρει και ενταήθα την εκ προηγουμένως ανασκαφέντων τάφων γνωστήν μαστοειδή εσοχήν. Αύτη και το πέριξ αυτής πέτρωμα είναι λειότατα εκ της τριβής, ώστε oι μικροί χάλικες, ούς εμπεριέχει ο πώρος, φαίνονται ως ψηφιδωτόν. Επί του δαπέδου ελάχιστα μόνον τεμάχια σεσαθρωμένων οστών υπήρχον και διεκρίνοντο τα άνω μέρη 16 εν όλω ακεραίων ή τεθραυσμένων αγγείων.
 Εντός στρώματος μαλακής κόνεως και χώματος πάχους 10 εκ. περίπου ήσαν βυθισμένα τα υπόλοιπα τμήματα των αγγείων, άτινα ήσαν: Δυο ψευδόστομοι αμφορείς εν τεμαχίοις (εικ.1). Πούς κύλικος και κυκλικός λαιμός αγγείου. Λαιμός και μέρος της κοιλίας μεγάλης πρόχου (ύψος σωζόμενον 0.25). Τεμάχιον κυλικος ή κυπέλλου μετά της λαβής. 

Τα λοιπά αγγεία ήσαν σχεδόν ή πλήρως ακέραια: Μικρά πρόχους (εικ.2), αμφίχοον προχοΐδιον δίωτον, θήλαστρον, τρίωτος αμφορίσκος (εικ.3), έτερον θήλαστρον, ασκός, μικρά πρόχους, ευρύστομον προχοΐδιον, δειροκύπελλον και κυλινδρικόν αλάβαστρον ευρεθέν ανάστροφον. Όταν ανεσηκώθη, εντός του χώματος έκειτο κωνικόν σφονδύλιον στεατίτου. 
 Το κοσκίνισμα των χωμάτων απέδωκε μικράς τινας ψήφους και εξαρτήματα περιδέραιων εξ υαλομάζης, στεατίτου και ημιπολύτιμου υλικού.
 Ουδέν έτερον απέδωκεν ο τάφος ούτος, ουδέ κόγχας παρουσίασεν. Η διάμετρος της θόλου είναι 5.25μ., επομένως ο τάφος ανήκει εις τους μείζονας και φαίνεται ότι η χρήσις αυτού υπήρξε περιωρισμένη. Περίεργον και ενδιαφέρον συγχρόνως είναι το (και άλλοτε παρατηρηθέν εις τους τάφους Βολιμιδίων) γεγονός, ότι ο τάφος ούτος ηνοίχθη και εκλείσθη διά τελευταίαν φοράν, ουχί διά να γίνη ταφή εντός αυτού, άλλ’ εις τελευταίος ευτρεπισμός και ίσως θυσίαι ή χοαί, ων πάντως δεν παρετηρήσαμεν ίχνος. 
Δεξιά: Εικ.1. Ψευδόστομος αμφορέας από τον τάφο βοριά 7

 Χρονολογικώς τα αγγεία του τάφου άρχονται ταύτα από του -1425 περίπου και τα νεώτατα εξ αυτών δεν κατέρχονται κάτω του 1250. (Περίοδοι III A 1 μέχρι III Β κατά Furumark.)

Εικ.16, αριστερά: Πρόχους. Εικ.17, δεξιά: Τρίωτος αμφορίσκος.
 
Ο έτερος άθικτος ευρεθείς τάφος ευρίσκεται (ως και ολόκληρος η υπόλοιπος ομάς) μεταξύ 150 και 200μ. ανατολικώτερον, κατά το δεξιόν πλευρόν της λεωφόρου προς Κεφαλόβρυσον. Έλαβε τον αριθμόν «Κεφ.3» και ο δρόμος του, ως ευρισκόμενος υπό την οδόν και το υδραγωγείον, εσκάφη είς μικρόν μόνον μέρος προ της εισόδου μόλις υπέρ το 1μ. Η θύρα ευρέθη εντελώς τετειχισμένη (πίν. 85α). Το άνω ήμισυ της τειχίσεως ήτο πάχους 40-45 εκ. το δε κάτω ήμισυ 70-75 εκ. Ολίγον κάτω του ύψους τούτου υπήρχεν επίχωσις είς την θόλον, υπέρ την οποίαν εκρέμαντο κατά την στιγμήν του ανοίγματος εντός της κενής θόλου τα απειράριθμα ριζίδια των πέριξ ευκαλύπτων ως κόμαι γυναικών. Εφαίνοντο ωσαύτως δύο κρανία είς το Β. μέρος της θόλου και περί το μέσον αυτής το στόμιον μικρού αγγείου. Τούτο ήτο μόνωτος πρώιμος λεβητοκύαθος (πίν. 94δ), όστις, ως κατόπιν απεδείχθη, έκειτο ακριβώς υπέρ την κεφαλήν νεαράς νεκράς ταφείσης εντός λάκκου. (ύψος του αγγείου 0.09μ.)
 Όταν αφηρέθη η επίχωσις, ήτις ήτο καθαρόν υπόλευκον Μυκηναϊκόν χώμα, απεδείχθη ότι πρόκειται περί θόλου ελαφρώς ελλειψοειδούς. (Διάμ. από κατωφλιού μέχρι του βάθους 3.45-3.50, η δε κάθετος προς ταύτην 4.25- 4.30μ.). Το ύψος της επιχώσεως έφθανε τα 30-35 εκ. προ της θύρας, εις δε την λοιπήν θόλον είχε πάχος 15 μέχρις 20 εκ. 
Δεξιά: Πιν.85α. Κεφαλοβρύσου τ. 3, η τετειχισμένη θύρα

 Το δάπεδον περιείχεν ένα λάκκον ολίγον αριστερά του κέντρου, όστις περιείχεν υπτίαν, με την κεφαλήν ολίγον ανεγηγερμένην, την μνημονευθείσαν νεκράν, και δυο μικροτέρους και αβαθεστέρους, οίτινες ευρέθησαν κενοί. Πέριξ του δαπέδου ο τάφος έδειξεν 8 κόγχας, τινές των οποίων εντός ή προ αυτών εδείκνυον ήδη λείψανα κρανίων και μακρών οστών. Ανεσκάφησαν μετά μεγάλης δυσκολίας, διότι η επίχωσίς των είχε μεταβληθή εκ νέου εις πωρίον, παρουσίασαν δ’ ολίγα σχετικώς ευρήματα: Αι περισσότεροι κόγχαι ήσαν κεναί ή είχον μόνον μερικά οστά και κρανία. Εις ευρήματα πλουσιωτέρα πασών υπήρξεν η κόγχη 1, παρασχούσα εν δίστομον και εν μονόστομον μαχαίριον (μήκ. 0.155 και 0.17, πίν. 94γ κάτω και άνω). 

Το μονόστομον φέρει πεπλατυσμένος διά σφιρηλατήσεως τας δύο ακμάς της συμφυούς, μετάλλινης λαβής, ώστε ο λεπτός χαλκούς φλοιός, να περιβάλλη εν μέρει τας άλλοτε ξυλίνας δυο πλάκας της λαβής. Αγγεία παρέσχεν η κόγχη μικρόν αμφοροειδές με ατροφικά ώτα, μικράν πρόχουν μετά λοξοτμήτου στομίου (πίν.94β) και τρεις κυάθους, πάντα εξ απλού πηλού, τέλος δε δύο ατρακτοειδείς ακόνας μετ’ οπών προς ανάρτησιν και δύο δονακοτρίπτας εξ ερυθρωπού ψαμμίτου. Ετέρα κόγχη απέδωκε δίωτον λεβητοειδές αγγείον (ύψ. 0.10, πίν.94α). Η κόγχη 8, πλην ενός κρανίου και τινων οστών, απέδωκε δύο βέλη μετά γναμπτών όγκων, εν οφίτου πρασίνου και εν οψιανού. Το κοσκίνισμα των χωμάτων απέδωκε μόνον απολέπισμα πυρίτου. Τοιαύτα απολεπίσματα, ως γνωρίζομεν εξ άλλων τάφιον, απετίθεντο μετά των λοιπών κτερισμάτων, ίνα ο νεκρός δύναται να κατασκευάζη ο ίδιος τας αιχμάς των βελών του. 

(Όρα και κατωτέρω, τάφος Κεφ.1.) Κατά την εξαγωγήν των αποπετρωμένων κρανίων και μακρών οστών εκ των κογχών ευρέθη εν εισέτι μονόστομον μαχαίριον υπό του κ. Breitinger (πίν.94γ, μέσον). Αμφότερα διετήρησαν ολίγα ίχνη του ξύλου των λαβών. Εντός της επιχώσεως του τάφου ευρέθη μικρόν γραπτόν τρίωτον αμφορείδιον (ύψ. 0.08) και έτερον δίωτον εξ απλού πηλού. Ευρέθησαν ωσαύτως τρεις μικροί κύαθοι απλού πηλού εντός της κόγχης 1.
 Η χρονολογία του τάφου τούτου είναι πρωιμωτέρα της του προηγουμένου, διότι και ο λεβητοκύαθος (εικ. πάνω) και τα εκ των κογχών αγγεία (πίν.94α.β) είναι των αρχών του 15ου αιώνος (Μυκ. I- II κατά Burumark). Εκ του τέλους του αυτού αιώνος (περί το 1400 ή ολίγον πριν) προέρχεται το αμφορείδιον (Μυκ. ΙΙΙΑ), κατά τι δε μόνον υστερώτερα (III A 2 όψιμα) είναι και τα λοιπά αγγεία.

Πιν.94: α, β. Αγγεία Κεφαλοβρύσου τ. 3
Πιν.94: γ. Τρία χαλκά μαχαίρια, Κεφαλοβρύσου τ. 3.



ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ

Πρακτικά τής Αρχαιολογικής Εταιρείας 1960 και 1964